Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Η ΕΛΛΑΣ ΕΥΓΝΩΜΟΝΟΥΣΑ. 1821 - 2021 (200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠ' ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ)

                                              Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!



Κανάρης

Τη νύχτα που παράδερνες μ’ ένα δαυλί στο χέρικι εσπιθοβόλεις κεραυνούς κι έφεγγες σαν αστέρι,όταν φτωχός, αγνώριστος, μικρός, χωρίς πατρίδα,τη ματωμένη επλεύρωνες, Κανάρη, ναυαρχίδα,5αν, όταν αναπήδησες με την ορμή του στύλουμέσα στη μαύρη τη σπηλιά του Καραλή του σκύλου,κανένας μάντης σὄλεγε ότι θα νά ’λθει ώρανα ιδείς, Κανάρη, ελεύθερη τη δύστυχη τη χώρα,πὄρευ’ ετοιμοθάνατη, — ότ’ ήθελες φωτίσει10μ’ αυτό τ’ αστροπελέκι σου Ανατολή και Δύση,ότι θα γένεις ζωντανή του γένους σου σημαία,ότι θα πας μακρά μακρά να φέρεις βασιλέα,και χίλια δαφνοστέφανα ο κόσμος θα να βάλει,Κανάρη, στ’ απροσκύνητο καθάριο σου κεφάλι,15ότι, πριν πέσεις καταγής, θα σου δοθεί κι η χάρηνα ιδείς να λάμψει ανέλπιστο, παρήγορο δοξάριόπου εβασίλευε παλιό, κατάπυκνο σκοτάδι,ότι ένα γένος σύψυχο του λάκκου σου τον Άδηθα εδρόσιζε με κλάματα, οπού θα ν’ αναβράνε20μέσ’ απ’ τα φυλλοκάρδια του κι αθάνατα θα να ’ναι,ότι θα σκύψει ξέσκεπος εμπρός στα λείψανά σουνα σε φιλήσει εγκαρδιακά, Κανάρη, ο Βασιλιάς σου, —αν ένας μάντης τα ’λεγε ποιός ήθε’ τον πιστέψει;…Μόνος εσύ, πού γνώριζες ότ’ είχανε φυτέψει25βαθιά βαθιά στα σπλάχνα σου τα χέρια του Θεού σου,βοτάνι παντοδύναμο, τροφή του κεραυνού σου,την πίστη την ακλόνητη στου έθνους σου την τύχη…Αυτή, Κανάρη, σὄβαψε τον σιδερένιον πήχηκι έδωσε στο καράβι σου χίλια φτερά να τρέχει…30  Σήμερα ποιός την έχει;…

Αχ! δεν το πίστευα ποτέ!… Πέρυσι σ’ είδ’ ακόμασυγνεφιασμένον, κάτασπρον στο φτωχικό σου στρώμα,σαν κοιμισμένη θάλασσα σε ταπεινό ακρογιάλιόπ’ ονειρεύεται κρυφά καμιάν ανεμοζάλη35για να μουγκρίσει φοβερά… και σήμερα κουφάρι!…Έγειρα τότ’ εφίλησα τ’ ανδρεία σου, Κανάρη,τα λιοκαμένα δάχτυλα κι ένιωσα κάθε ρώγα,πὄβραζε μέσα κι έλαμπε με την παλιά σου φλόγα.Έτρεμα εμπρός σου, εδάκρυζα, μὄδωκες την ευχή σου,40μου τίμησες το μέτωπο μ’ ένα θερμό φιλί σουκαι μου ’πες, λιονταρόκαρδε, —«Μην κλαις, δε θα πεθάνω,πριν ξανανιώσω μια φορά και πριν να ξεθυμάνω».

Κι απέθανες! κι εσβήστηκες!… Τα ριζιμιά, οι βράχοιδε σκιάζονται γεράματα και στου βουνού τη ράχη45ολόρθο μένει, ακλόνητο, χιλιόχρονο πρινάρικαι μάχεται με τα στοιχειά… Κι εσύ, κι εσύ, Κανάρη,που ’λθες στη γη θεόχτιστος κι οπόταν εθεωρούσετο χιόνι στο κεφάλι σου κανείς π’ ασπροβολούσε,επίστευεν ότ’ έβλεπε τον Όλυμπο εμπροστά του50με την αθανασία του, με την παλικαριά του,εσύ σωριάζεσαι μεμιάς;… Μέσα στα χώματά σουθα καταπιάσει ηφαίστειο ή θα σβηστεί η φωτιά σου;…

Κατάρ’ ακατανόητη, άσπλαχνη, μαύρη μοίρανα ’ν’ οι νεκροί μας άφθαρτοι, να ’ν’ η ζωή μας στείρα.

Μαδουρή [1877] *


ΑΡΙΣΤΡΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

Η Μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα

Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα.

Κωστής Παλαμάς