Κυριακή 29 Μαΐου 2011



ΚΘ' ΜΑΪΟΥ



Επί αιώνας μακρούς αλησμόνητος είχε μείνει παρά τοις αρχαίοις Ρωμαίοις η θλιβερά εκείνη 18 Ιουλίου του 390 π.Χ. καθ' ην οι Γαλάται υπό τον Βρέννον επόρθησαν και επυρπόλησαν την Ρώμην. Η απαισία εκείνη Αλλιάς ημέρα ετάσσετο μεταξύ των αποφράδων και εν αυτοίς τοις χρόνοις, καθ' ους η Αιωνία Πόλις, εκπλύνασα παλαιάς ήττας, εκοσμείτο δια των δαφνών των μεγάλων εκείνων νικών, διών η Ρώμη είχεν αναδειχθή κυρία τών ηπείρων. Τα έθνη, όσα ενθυμούνται και σέβονται το παρελθόν αυτών, εκείνα και μόνα είναι άξια να παρασκευάσωσι το μέλλον. Το δε παρελθόν δεν σύγκειται μόνον εκ νικών και δόξης, αλλά και εκ συμφορών, ων η ανάμνησις είναι ακόμη επιβλητικωτέρα. Αν η αίγλη της δόξης λαμπρύνη αλλ' η αναπόλησις παρελθούσης κακοδαιμονίας διδάσκει τα έθνη· και προς αποτέλεσιν της εθνικής ευτυχίας προαπαιτείται, πλήν αγώνος μακρού και εργασίας ανενδότου, διδασκαλία πολλή και συνεχής.

Τοιαύτας σκέψεις φέρει και οφείλει να φέρη εις τον νουν παντός Έλληνος η σημερινή Αλλιάς ημέρα του Ελληνισμού, καθ' ην έπεσε προ της πύλης του Αγίου Ρωμανού ο τελευταίος του Βυζαντίου βασιλεύς και επορθήθη των πόλεων η πόλις και η Βασιλίς. Εληξεν αληθώς, την αποφράδα εκείνην Τρίτην, το μαρτύριον της Κωνσταντινουπόλεως, ως τελευτά ο βίος ετοιμοθανάτου φθισιώντος, καθ' ας ημέρας διανοίγεται η φύσις προς το έαρ και την ζωήν. Η πόλις, ην ο αυτοκράτωρ, ολίγας προ της μοιραίας τελευτής ώρας, προσφωνών τα θύματα της αύριον, απεκάλει βοηθόν και σκέπην της πατρίδος, καταφύγιον των Χριστιανών, ελπίδα και χαράν απάντων των Ελλήνων και καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό την του ηλίου ανατολήν, έγινε λεία των βαρβάρων. Οι ολίγοι γενναίοι, οίτινες δεν περιωρίσθησαν εις το να περιφέρουν την εικόνα της Οδηγητρίας περί τα τείχη του Βυζαντίου, αλλ' ηγωνίσθησαν αγώνα υπεράνθρωπον «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», ως αυτοί εφώνουν, δεν ηδυνήθησαν να σώσουν την Πόλιν από του επικειμένου κινδύνου, ως ήλπισαν μεν αυτοί, ήλπισε δε και ο Αυτοκράτωρ. Ο ναός ο ιερός, όστις είχε παραστή μάρτυς τόσης δόξης και τόσης λαμπρότητος των ευκλεών ημερών της Ελληνικής Αυτοκρατορίας, η μητρόπολις του Βυζαντίου, η μεγάλη εκκλησία του Ελληνισμού, εμολύνθη υπό ποδός βαρβαρικού· και το κονίαμα του βαρβάρου νικητού απέσβεσε τας αγίας εικόνας και μεγάλα μεγαλωστί ηπλώθησαν επί των εσωτερίκών τοίχων τα ρητά του Κορανίου, υψηλότερος δε και αυτού του τρούλλου του Ανθεμίου και του Ισιδώρου ήρθη έξωθεν της Αγίας Σοφίας, εν μέσω παντοίων βαρβαρικών προσαρτημάτων, ο μιναρές του Μωαμεθανού. Τέλος ο ύστατος των Παλαιολόγων έπεσε μάρτυς μετά της πόλεως, ην είχεν εμπιστευθή εις αυτόν ο Ελληνισμός, ως βασιλεύς Ελλην και Χριστιανός.

Εν τω μαρτυρίω του Κωνσταντίνου είναι φανεροί και ευδιάκριτοι οι δύο ούτοι χαρακτήρες, εμφαινόμενοι προδηλότατα κατά τας τελευταίας ώρας της πόλεως και της βασιλείας. Εν τη τελευταία νυκτί τη προ της αλώσεως, ο βασιλεύς, πορευθείς εις τον μέγαν της Αγίας Σοφίας ναόν, έκλινε το γόνυ προσευχόμενος, και εκοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, οίονεί καθιερώνων εαυτόν εν τη υψίστη εκείνη ώρα εις τον Θεόν των Χρίστιανών. Αλλ' εν τη αυτή νυκτί, ηκούσθη από των βασιλικών χειλέων του προωρισμένου θύματος εξερχομένη η λέξις «Ελληνες », δι' ης προσεφώνησεν ο αυτοκράτωρ τους συναγωνιστάς και συμμάρτυρας. Αι δύο αύται πράξεις του Κωνσταντίνου, η κοινωνία εν τη τελευταία εκείνη λειτουργία της Αγίας Σοφίας και το γλυκύ όνομα δί' ου εκάλεσε τους περί αυτόν, είναι η αλησμόνητος διαθήκη της πιπτούσης Αυτοκρατορίας, ήτις εχαρακτήριζεν εαυτήν ως χριστιανικήν άμα και ελληνικήν. Το Βυζάντιον δεν έσχεν ίσως πάντοτε σαφή, σαφεστάτην, την έννοιαν του Ελληνικού του χαρακτήρος· η βασιλεία του επί μακρόν επωνομάζετο βασιλεία των Ρωμαίων. Αλλά τα χείλη των μελλοθανάτων δεν ψεύδονται· και ο Κωνσταντίνος δια των τελευταίων αυτού πράξεων εκείνων και λόγων, απέπλυνε πάσαν παραγνώρισιν και επέθηκεν επί του βίου του Βυζαντίου την επίσημον σφραγίδα του αψευδούς αυτού χαρακτήρος. Εξήνεγκε την τελευταίαν λέξιν του βυζαντιακού προγράμματος και ανεπέτασε την αληθή σημαίαν του Βυζαντίου, εφ' ης συνηδελφωμένα αναγνωρίζονται τα ονόματα Ελλάς και Χριστός.

Ζοφερά και καυσώδης ήτο, συμφώνως προ το επ' εσχάτων ανακαλυφθέν Σλαβονικόν χρονικόν, η εσπέρα της 28ης Μαίου. Οταν δε επροχώρησεν η νυξ, βαρέα και μελανά νέφη ηθροίσθησαν άνω της πόλεως δίκην επιταφίου σαβάνου, επικρεμαμένου από του ουρανού επί την μητρόπολιν των Παλαιολόγων. Άγρυπυος και ανήσυχος ο Μωάμεθ κατελήφθη υπό δέους επισκοπήσας από της σκηνής αυτού τον ουρανόν. Καλέσας δε προς εαυτόν ένα των δοκιμωτάτων του ουλεμάδων, είπερ τινά και άλλον ειδότα τα μυστήρια των ουρανών, ηρώτησεν αν τα πυκνά νέφη τα σωρευόμενα ύπερθεν της πόλεως προεμήνυόν τι.

- Ναί! απεκρίθη ο ουλεμάς. Είναι μέγα προμάντευμα. Προμηνύουν την πτώσιν της Σταμπούλ.

«Και τότε- προσθέτει το χρονικόν- από των συννέφων δεν προήλθεν υετός, αλλά κατέρρευσαν μεγάλαι σταγόνες ύδατος, ων εκάστη είχε μέγεθος σχεδόν οφθαλμού ταύρου». Επειτα δε, ως διηγούντο τινέζ των επιζησάντων εις το τραγικόν τέλος της Κωνσταντινουπόλεως, βροχή αίματος ερράντισε την πόλιν, μικρόν προ της ενάρξεως του τελευταίου κρισίμου αγώνος. Ούτως η παράδοσις των μεταγενεστέρων παρελάμβανεν εις τας διηγήσεις αυτής την ανάμνησιν της καταπλήξεως και των δειμάτων, άτινα είχον καταλάβει την ψυχήν των ατυχών υπερασπιστών της βασιλευούσης.

Η πτώσις της Κωνσταντινουπόλεως συνεκίνησε μεν βεβαίως την Χριστιανικήν Ευρώπην, αλλά και δεν εκίνησεν αυτήν. Εν δε τη αυλή των Παπών, εις μάτην χάριν του έθνους, περιβαλλόμενος την πορφύραν του Καρδιναλίου, ο Τραπεζούντιος Βησσαρίων ηγωνίζετο να μετατρέψη εις όπλα τας ευλογίας των Ποντιφίκων και μεταβάλη εις στρατευομένην υπέρ της χριστιανίκής ιδέας την θεολογούσαν Εκκλησίαν. Ενώ δε, τέλος, η μέλλησις της Δύσεως μετεβάλλετο εις αδιαφορίαν, ο ήδη δουλεύων Ελληνισμός, πληγείς καιρίως και στένων, εθρηνώδει βαρύθυμος την άλωσιν της Πόλεως. «Μακάριοι νυν οι τεθνηκότες, ελεεινοί δε οι ζώντες και θρήνων άξιοι» ανεβόα Ανδρόνικος ο Κάλλιστος. Ο δε ανώνυμος ποιητής του θρήνου της Κωνσταντινουπόλεως εγίνετο εν τοις στίχοις αυτού η ηχώ των πενθίμων σκέψεων, εις ας είχεν εμβάλει το ελληνικόν σύμπαν η αποφράς Τρίτη της 29ης Μαίου 1453: Εκείν' η μέρα, η σκοτεινή και αστραποκαημένη της Τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης, της θεοκαρβουνόκαυτης, πουμπαρδοχαλασμένης. Αργότερον, εθρήνει την Άλωσιν δια στίχων αρχαϊκών Αντώνιος ο Επαρχος και, εν τη δημώδει, ο Σερραίος Παπα Συναδινός. Αλλά πολύ ανωτέρα των ποιητικών τούτων θρήνων, ους έγραψαν λόγιοι και ημιλόγιοι, υπήρςξεν η οδύνη, ην εξεδήλωσεν ο ελληνικός λαός, όστις εθρήνησεν την Άλωσιν ποιητικώτατα, οιονεί ραντίσας τους αυτομάτους αυτού στίχους δια του ιδίου εκείνου αίματος, όπερ περιέβρεξε την Κωνσταντινούπολιν την τελευταίαν νύκτα, κατά την παράδοσιν, ην διεφύλαξεν εις ημάς ο χρονογράφος του Σλαβονικού χρονικού. Αυτοσχέδιοι ποιηταί, ων το όνομα ελησμονήθη, τέκνα γνήσια του Ελληνικού λαού, υψωθέντος εις ποιητικόν Ιερεμίαν της εθνικής καταστροφής εθρήνησαν συγκινητικώς την μνήμην της βασιλίδος των πόλεων και έρρανον την πορφύραν του τελευταίου αυτοκράτορος.

Ο Ελληνικός λαός, ψάλλων ακόμη εκείνους τους στίχους, ενωτιζόμενος ακόμη εκείνων των θρύλων, οιονεί ακροάταί της απηχήσεως των τελευταίων εν κινδύνω κρουομένων σημάντρων και κωδώνων της Αγίας Σοφίας. Η δημώδης παράδοσις και η ποίησις του λαού περιέβαλον, ως έγραφον και άλλοτε, τον τελευταίον μάρτυρα δια μυστηριώδους τινός αίγλης και την ώραν της πτώστως δια τραγικής τινος περιπαθείας. Τις δεν ενθυμείται την παράδοσιν περί της καλογραίας, ήτις « εμαγείρευε ψαράκια στο τηγάνι»; Παρορμουμένη να παύση το έργον, διότι αλίσκεται η Πόλις, απεκρίθη: Οταν τα ψάρια πεταχτούν και βγούν και ζωντανέψουν, τότε κι ο Τούρνος θέ να μπή κι η Πόλη θα τουρκένη. Αλλ' εν τούτοις: τα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν κι ο αμηράς εισέρηκεν ατός του καβαλάρης.


Περιοδικόν «Εστία», 29 Μαΐου 1894
Σπυρ. Λάμπρος

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

“Ἡ Πόλις ἑάλω’’

“Ἡ Πόλις ἑάλω’’:  γιατί ἄραγε;

Πρωτ. π. Γεωργίου Δορμπαράκη

Ἡ 29η Μαΐου εἶναι ἡ ἐπέτειος τῆς τραγικῆς ἡμέρας γιά τόν Οἰκουμενικό ῾Ελληνισμό, τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Τούρκους τό 1453. Ἡ χιλιόχρονη αὐτοκρατορία ἔπεσε τότε καί παραδόθηκε βορά στά βάρβαρα στίφη τῶν ᾽Οθωμανῶν, πού γέμισαν μέ τά πτώματα τῶν Χριστιανῶν τά περισσότερα σημεῖα τῆς μεγάλης Πόλεως. ῾Καί ἡ γῆ σέ μερικά μέρη δέν φαινόταν ἀπό τούς πολλούς νεκρούς᾽, μᾶς λέει ὁ γνωστός ἱστορικός τῆς ἁλώσεως Γεώργιος Φραντζῆς στό ῾Χρονικόν᾽ του. Γιά νά συνεχίσει:
῾῏Ηταν φοβερό θέαμα καί ἄκουγες θρήνους πολλούς, ποικίλους καί ἔβλεπες ἀμέτρητους ἐξανδραποδισμούς εὐγενῶν, ἀρχοντισσῶν καί παρθένων καί μοναχῶν, πού τίς ἔσερναν ἀλύπητα οἱ Τοῦρκοι ἀπό τά ροῦχα καί τά μαλλιά καί τίς κοτσίδες ἔξω ἀπό τίς ἐκκλησίες, ἐνῶ ἔκλαιαν καί ὀδύρονταν... ῎Εβλεπες τό θεῖο αἷμα καί σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά χύνεται στή γῆ καί νά πετιέται...᾽.
Τό ἴδιο καί περισσότερο τραγικός στήν περιγραφή του γιά τήν ἅλωση εἶναι καί ὁ πρῶτος μετά ἀπό αὐτήν Πατριάρχης Κων/λεωςΓεννάδιος Σχολάριος. Σέ θρηνητική του ἀναφορά γιά τήν ἡμέρα ἐκείνη γράφει: ῾Θυμηθεῖτε πόσο μεγάλο καί πόσο ἐκλεκτό ὑπῆρξε τό γένος μας. Γιατί ἦταν σοφό, ἔνδοξο, γενναῖο, φρόνιμο, ἡρωϊκό. Ὑπέταξε ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη σ᾽ἕνα βασίλειο καί μέ τόν ἐνάρετο μάλιστα ζῆλο του ἀπορρόφησε ὁλόκληρη γενικά τήν ἀρετή, ὅπως ἀκριβῶς τό σφουγγάρι τά νερά. ᾽Αλλά τώρα, ἀλλοίμονο γιά τά κακά! Χάθηκε τό πᾶν, ἀφοῦ ἔπεσε στά χέρια τῶν ἐχθρῶν ἡ Κωνσταντινούπολη, πού ἡ ἀνάμνησή της καί μόνο μπορεῖ νά μᾶς κάνει νά ξεσπάσουμε σέ κραυγές πόνου καί γοερά κλάματα καί νά ψυχορραγήσουμε. Πράγματι, ὅταν κυριεύτηκε ἡ Πόλη, βεβηλώθηκαν τά θυσιαστήρια, καταπατήθηκαν τά ἱερά σκεύη καί ἀντικείμενα, χύθηκε πολύ αἷμα, ἀτιμάσθηκαν μοναχές, βιάσθηκαν παρθένες, ἀποκεφαλίστηκαν βρέφη, φονεύτηκαν μέ τά μαχαίρια τῶν ἀσεβῶν ἄρχοντες, ἱερεῖς, ἄντρες, γυναῖκες, ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας.᾽Αλλοίμονο σ᾽ ἐμένα τόν ταλαίπωρο καί ἄθλιο! Ποιός εἶναι ἱκανός νά ἐξιστορήσει κατά τρόπο δραματικό τό μεγάλο αὐτό πάθημα καί νά ἀναγγείλει στούς μεταγενέστερους τή συμφορά; ᾽Αλλοίμονο! Ποῦ εἶναι ἡ βασιλική πομπή καί παράταξη; Ποῦ εἶναι ἡ στρατιωτική παράταξη τῶν ἀνακτόρων; Ποῦ εἶναι τό τόσο μεγάλο πλῆθος τῶν ἀρχόντων; Ποῦ εἶναι τά διδακτήρια τῆς σοφίας; ᾽Αλλοίμονο σ᾽ ἐμένα τόν δυστυχισμένο! Ποῦ εἶναι ἡ πατριαρχική διοίκηση; Ποῦ εἶναι ἡ ὀμορφιά τῆς ᾽Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ; Ποῦ εἶναι ὁ τόσο πολυπληθής καί τόσο ἐκλεκτός χορός τῆς ἀρχιερατικῆς καί μοναχικῆς τάξεως; Ὁ Μωάμεθ ἐξαφάνισε τά πάντα. Καί τά κακά δέν ὑπάρχουν μόνο στή Βασιλεύουσα, ἀλλά καί στίς μικρότερες πόλεις. Καί σ᾽ αὐτές μάλιστα περισσότερα καί πάρα πολύ φοβερά᾽.
Πέρα ὅμως ἀπό τίς τραγικές περιγραφές τῆς ἀποφράδος ἐκείνης ἡμέρας, ἐκεῖνο πού ἰδιαιτέρως προξενεῖ ἐντύπωση σέ ὅλα τά κείμενα τῆς ἐποχῆς, εἶναι ἡ ἑρμηνεία τήν ὁποία δίνουν ὅλοι οἱ συγγραφεῖς τους γιά τό γεγονός τῆς πτώσεως. Οὔτε λίγο οὔτε πολύ ὡς αἴτιο στό νά χαθεῖ ἡ Βασιλεύουσα θεωροῦνται κυρίως οἱ ἁμαρτίες τῶν Χριστιανῶν. Λέει πάλι ὁ ἅγιος Γεννάδιος στόν ἴδιο θρῆνο πού ἀναφέραμε: ῾Καί ταῦτα πάντα διά τά ἁμαρτίας ἡμῶν!᾽῾Καί ὅλα τοῦτα ἔγιναν ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ὅταν δέ στρέψω τήν προσοχή μου σ᾽ αὐτά, γίνομαι ἔξαλλος, ἡ ψυχή μου ταράζεται καί τό πνεῦμα μου παθαίνει ἴλιγγο᾽. Καί ὁ προαναφερθείς Γεώργιος Φραντζῆς περιγράφοντας τίς τελευταῖες στιγμές τῆς Πόλης πρίν τήν τελική πτώση, σημειώνει: ῾Διέταξε λοιπόν ὁ βασιλεύς, μαζί μέ τίς ἅγιες καί σεπτές εἰκόνες καί τά ἅγια λείψανα, ἱερεῖς, ἀρχιερεῖς καί μοναχοί, γυναῖκες καί παιδιά, νά περιφέρονται μέ δάκρυα στά τείχη τῆς πόλεως καί νά ψάλλουν τό ῾Κύριε ἐλέησον᾽ καί νά ἱκετεύουν τόν Θεό νά μή μᾶς παραδώσει γιά τίς ἁμαρτίες μας στά χέρια ἐχθρῶν ἀνόμων καί ἀποστατῶν καί πονηροτάτων σέ ὅλη τήν οἰκουμένη, ἀλλά νά μᾶς λυπηθεῖ σάν κληρονόμους τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ᾽. Ἡ Πόλη λοιπόν ἔπεσε, κατά παραχώρηση Θεοῦ, λόγω τῶν ἁμαρτιῶν τῶν Χριστιανῶν. Αὐτή ἦταν ἡ ἐκτίμηση καί ἀξιολόγηση πού ἔκαναν οἱ ἴδιοι οἱ Βυζαντινοί καί οἱ κοντινοί στά γεγονότα ἱστορικοί. Κι εἶναι τοῦτο ἕνα ἀξιοθαύμαστο γιά μᾶς τούς νεώτερους γεγονός, γιατί δείχνει μέ πολλή καθαρότητα ὅτι ἡ πίστη γιά τούς Βυζαντινούς δέν ἦταν κάτι τό θεωρητικό οὔτε κάτι τό ξεπερασμένο. ᾽Αποτελοῦσε τόν ἄξονα τῆς ζωῆς τους, ἀφοῦ πάνω σ᾽ αὐτό ἔκριναν τήν ὁποιαδήποτε σκέψη καί ἐνέργειά τους. Μέ ἄλλα λόγια μιά χιλιόχρονη αὐτοκρατορία ἔκανε μιά μεγαλειώδη πορεία πάνω στή γῆ - καί μέ τίς μελανές βεβαίως σελίδες της – καθώς τρεφόταν καθημερινά ἀπό τόν Οὐρανό. Κι ὅταν ἄρχισε ἡ παρέκκλιση ἀπό τό νόμο τοῦ Θεοῦ, ἦλθε τό ἀποτέλεσμα: ἡ ὑποταγή στόν ἐχθρό. Μέ σκοπό βεβαίως τή δημιουργία συνθηκῶν μετανοίας καί ἐπανόδου στόν ὀρθό δρόμο. Δέν πρέπει νά σπεύσουμε νά εἰρωνευθοῦμε τή σκέψη καί τήν αἴσθηση τῶν προγόνων μας αὐτῶν ἐμεῖς οἱ νεώτεροι, πού ἔχουμε συνηθίσει νά βλέπουμε τήν ἱστορία μόνο ὁριζόντια καί ἄσχετα ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Καί τοῦτο γιατί ἡ δική μας θεώρηση εἶναι θεώρηση μυωπική, πού προϋποθέτει ἀπιστία ἤ τό καλύτερο ὀλιγοπιστία στόν Θεό. ῎Αν δηλ. πιστεύσουμε ὅτι ἡ ἱστορία γράφεται μόνον ἀπό τούς ἀνθρώπους κάτω ἀπό τυχαῖες συνθῆκες, χωρίς νά ὑπάρχει ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, τότε ἁπλῶς ἐπιβεβαιώνουμε ὅτι ζοῦμε καί ἐμεῖς ῾ὡς ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ᾽. Καί ὁπωσδήποτε δέν ἔχουμε τήν ὅραση τῶν πραγμάτων πού διδαχθήκαμε νά ἔχουμε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Μέσα στά πλαίσια λοιπόν τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἡ ἐκτίμηση τῶν Βυζαντινῶν ὅτι ἡ Πόλη ἔπεσε ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους ἠχεῖ...πολύ χριστιανικά. Θά ἔλεγε μάλιστα κανείς ὅτι ἡ κρίση τους αὐτή ἀποτελεῖ κρίση προφητική, ἀφοῦ παρόμοια ἀξιολογοῦσαν τά πράγματα γιά τόν ᾽Ισραηλιτικό βεβαίως λαό, τόν ἐκλεκτό θεωρούμενο τοῦ Θεοῦ, καί οἱ σταλμένοι ἀπό τόν Θεό προφῆτες. Ὅλοι ἀσφαλῶς γνωρίζουμε ὅτι κάθε ἀπομάκρυνση τοῦ ᾽Ισραήλ ἀπό τό νόμο τοῦ Θεοῦ ὁδηγοῦσε στήν ὑποταγή του σέ ξένους ἐχθρικούς λαούς, μέ ἀναρίθμητες συμφορές καί καταστροφές. Κι ὁ σταλμένος ἀπό τόν Θεό προφήτης πού παρουσιαζόταν σέ κάθε τέτοια κρίσιμη γιά τόν ᾽Ισραήλ στιγμή, ἑρμήνευε τά πράγματα ἀκριβῶς ἔτσι: ὅτι ἡ καταστροφή ὀφείλετο στίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἡ διέξοδος ἦταν ἡ μετάνοια καί ἡ ἐπιστροφή στόν Θεό.
Ἡ τραγική ἐπέτειος τῆς 29ης Μαΐου δέν πρέπει νά εἶναι μόνον ἀφορμή γιά ὄξυνση τῆς ἱστορικῆς μας μνήμης, ἀλλά καί γιά παραδειγματισμό καί διδαχή. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἄν καί ἐμεῖς παρουσιάζουμε στή ζωή μας φαινόμενα ἀπομάκρυνσης ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ - καί δυστυχῶς σέ ἕνα μεγάλο ποσοστό δέν τά παρουσιάζουμε σέ πολλά ἐπίπεδα; - τό ἀποτέλεσμα θά εἶναι τό ἴδιο μέ τίς προγενέστερες ἐποχές: ὁ Θεός θά παραχωρήσει, ὡς συνέπεια τῆς ἀνορθόδοξης ζωῆς μας, νά ὑποστοῦμε καταστροφές. ῎Ισως θά πρέπει νά δοῦμε καί τήν κρίση πού περνᾶμε σήμερα ὡς κοινωνία, ὡς κράτος, ὡς ἄτομα κάτω ἀπό τήν παραπάνω ὀπτική. Ὁπότε καί ἡ διέξοδος ἀποτελεῖ μονόδρομο: ἡ γνήσια μετάνοια καί ἐπιστροφή μας στόν Θεό.

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Σ' ΑΠΟΖΗΤΑΜΕ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΕ!!!

Σ᾽ αποζητοῦμε, Χριστόδουλε!…

Καργάκος Σαράντος


Ὅταν ἔφυγε ἔγραψα: «Σέ κλαίει ὁ λαός!». Σήμερα, μετά ἀπό τήν παρέλευση τόσων ἐτῶν ἀπό τή θανή του εἶμαι ὑποχρεωμένος νά γράψω: «Σέ θέλει ὁ λαός!».
Στό διάστημα τῆς ἐπίγειας ἀπουσίας του «ἔφυγαν κι ἄλλοι πολλοί, μεγάλοι καί τρανοί, πού ἦσαν πασίγνωστοι ἐδῶ κι ἐκεῖ. Ὅλους ὅμως τούς πῆρε τό ποτάμι τῆς Λήθης. Μόνον ὁ Χριστόδουλος ζῆ -ἄσβηστο καντήλι στήν ψυχή τοῦ ἁγνοῦ λαοῦ πού πονεῖ γιά τήν ἔρμη πατρίδα. Ὅσο ζοῦσε ὁ Χριστόδουλος ὁ λαός εἶχε μιάν ἐλπίδα: εἶχε ἕναν ἡγέτη! Ἦταν γιά τό λαό μας ὅ,τι καί ὁ Χρυσόστομος γιά τόν ἐγκαταλελειμμένο λαό τῆς Σμύρνης. Καί οἱ δύο ὁδηγήθηκαν στό μαρτύριο: ὁ Σμύρνης ἀπό τόν τουρκικό ὄχλο, ὁ Ἀθηνῶν καί Ἑλλήνων πάντων ἀπό τόν δημοσιογραφικό καί χαμηλοπολιτικό ὄχλο. Ὁ ἕνας πέθανε βασανισμένος, ὁ ἄλλος πέθανε φαρμακωμένος. Κανείς δέν ἤπιε τόσο φαρμάκι ὅσο ὁ Χριστόδουλος. Γιατί εἶχε Παπαφλέσσειο ἀνάστημα καί ὕψωνε φωνή ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος. Κουβαλοῦσε μέσα του τήν παράδοση τοῦ 1821. Μέ τόν λόγο του ξαναζωντάνευε τ᾽ ἀρματολίκι, τούς καιρούς τῆς παλληκαριᾶς καί τῆς λεβεντιᾶς.
Τόν ἔφαγε ἡ χαμέρπεια καί ἡ κακομοιριά. Ἡ χυδαία κακολογία καί μικρολογία. Ἔπρεπε νά πέσει γιά νά πεισθοῦν οἱ κακόπιστοι πόσο μεγάλος ἦταν! Δανείζομαι μιά φράση τοῦ Παν. Κανελλόπουλου γιά νά τόν παραστήσω: «Τόν μικρό τόν γνωρίζει κανείς ἀπό τήν ἄνοδό του• τόν μεγάλο ἀπό τήν πτώση του». Ναί, ὅταν ἔπεσε ὁ Χριστόδουλος, ἦταν σάν νά ἔπεσε ἡ Βασιλική Δρῦς τῆς πατρίδας. Ὁ λαός ἔχασε τόν ἄνθρωπο πού τοῦ προσέφερε ὅραμα, δύναμη, ἀντιστασιακή διάθεση.
Ὁ Χριστόδουλος χτυποῦσε διαρκῶς τήν καμπάνα τοῦ συναγερμοῦ, διότι «ἄκουε τήν βοήν τῶν πλησιαζόντων γεγονότων». Γι᾽ αὐτό εἶχε ἀπέναντί του ὅλους αὐτούς πού ἀπεργάστηκαν τήν σημερινή μας κατάντια. Δυστυχῶς, στήν Ἑλλάδα, ἀντί νά χτυπᾶμε αὐτούς πού βάζουν τήν φωτιά, χτυπᾶμε ἐκείνους πού βαρᾶνε τήν καμπάνα τοῦ συναγερμοῦ. Δεκάδες οἱ φαρέτρες μέ τά δηλητηριασμένα βέλη πού στρέφονταν ἐναντίον του. Μέ τήν δῆθεν σάτιρα ἀπό τήν τηλοψία, ἀπό τό ραδιόφωνο, ἀπό τό πάλκο καί τόν τύπο, οἱ νάνοι ἀντίπαλοί του, τοῦ ἔκαναν τή ζωή του φαρμάκι. Κι αὐτός σάν τόν μάρτυρα Χρυσόστομο συγχωροῦσε.
Εἴχαμε στενή φιλία ἀπό παλιά, ἀλλά ποτέ συνεργασία σέ ἐπαγγελματική βάση. Ἡ γνωριμία μας ξεκίνησε ἀπό μιά ἐπιθετική ἐπιστολή πού τοῦ ἔστειλα ἀπό τό ἐρημητήριό μου στόν Πάρνωνα. Ἔσχισε λαγκάδια καί βουνά νά μέ βρεῖ. Ἔκτοτε δεθήκαμε μέ μιά σχέση ἀδελφική. Δέν θά πῶ ποτέ ὅσα μοῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ. Σέ πολλά μέ ἔπειθε. Σ᾽ ἕνα μόνον δέν μέ ἔπειθε: νά εἶμαι συγχωρητικός. «Εἶμαι Μανιάτης, τοῦ ἔλεγα, καί μέσα στό μανιάτικο φυσικό εἶναι ἡ ἀναίδεια». Ἀναίδεια στ᾽ ἀρχαῖα ἑλληνικά σημαίνει ἄρνηση συγγνώμης. Κι αὐτός γελοῦσε παταγωδῶς. Γιατί ἤξερε πώς δέν σοβαρολογῶ. Ἁπλῶς ἐρέθιζα τήν διάθεσή του γιά εὐτραπελία. Ναί, ἦταν ἕνας μεγάλος «μαΐστορας» τοῦ χιοῦμορ. Στά χρόνια του ἡ Ἐκκλησία «ἔλαμπε ἀπό χαμόγελο», μπῆκε τό γέλιο στήν Ἐκκλησία. Κέρδισε τήν παραπαίουσα νεολαία. «Κι ἐγώ μαζί σας ἀλλά κι ἐσεῖς μαζί μου». Κι οἱ νέοι θά πήγαιναν μαζί του, ἔστω κι ἄν τούς ὁδηγοῦσε στό Ζάλογγο. Θά ἔπεφταν, ἀλλά θά ἔπεφταν σάν τόν Ἴκαρο ἀπό ψηλά.
Εἶχε Ἰκάρειο πνεῦμα μέσα του ὁ Χριστόδουλος. Πετοῦσε πάνω ἀπό τά εὐτελῆ καί τούς εὐτελεῖς σάν τόν βασιλικό ἀητό. Ἐκάλυπτε τούς πάντες μέ τήν καλλιφωνία του, τήν πολυγνωσία του, τήν πολυγλωσσία του, μέ τό ἱλαρό φῶς τοῦ προσώπου του. Ἄγρυπνος σάν τόν Ἄργο, μελετοῦσε τά πάντα κι ἦταν ἐνήμερος γιά τά πάντα. Ἔγραφε ἀκατάπαυστα ἀκόμη κι ὅταν συνομιλοῦσε, ἀκόμη κι ὅταν τηλεφωνοῦσε. Συχνά τόν μάλωνα: «Πότε ξεκουράζεσαι;». Κι αὐτός μέ τό δροσᾶτο γέλιο του: «Ὅταν δουλεύω…!». Τοῦ ἄρεσε νά μέ νευριάζει καί νά μέ πιάνει τό «μανιάτικο», ὁπότε οἱ τύποι πήγαιναν περίπατο. Μέ φώναζε -γιά νά μέ ἐρεθίζει- Σαράντη. Τοῦ ᾽λεγα, τοῦ ξανάλεγα ὅτι Σαράντο -κι ὄχι Σαράντη- λέμε στή Μάνη. Κι αὐτός ἐπέμενε στό Σαράντη, ἔτσι γιά νά μέ «φουρτουνιάζει». Τοῦ ἄρεσε ἡ «φουρτούνα» μου. Κάποτε μοῦ εἶπε περιπαικτικά: «Νά δοῦμε πῶς θά περνᾶς στόν Παράδεισο…». Τόν κοίταξα λοξά καί τοῦ εἶπα εἰρωνικά: «Ἔχω κάνει αἴτηση ὡς ἱστορικός νά πάω στήν Κόλαση. Ἐκεῖ θά βρῶ ὅλους τούς μεγάλους τῆς Ἱστορίας. Κι ἀκόμη θά γλυτώσω κι ἀπό σᾶς τούς δεσποτάδες». Κι ὁ μεγαλόθυμος Χριστόδουλος μέ ἀποστόμωσε -παρότι Θρᾶξ- μέ τό λακωνικό: «Μήν τό πολυελπίζεις αὐτό!..».
Ἔτσι, μέ τό χιοῦμορ, τήν ἑτοιμολογία, τήν λεκτική εὐθυβολία, τήν εὐθυφροσύνη καί τήν μεγαλοφροσύνη ἤξερε νά κερδίζει καρδιές. Βέβαια οἱ μικρόψυχοι τόν φθονοῦσαν. Τόν φθονοῦσαν καί ὅσοι εἶχαν βαλθεῖ νά ξεριζώσουν τή γλῶσσα μας, νά ξεπατώσουν τήν παιδεία μας, νά ξεδοντιάσουν τήν Ἐκκλησία μας, νά σπιλώσουν τήν ἱστορία μας, νά ἀκρωτηριάσουν τήν πατρίδα μας. Τόν φθονοῦσαν ὅλοι αὐτοί πού προσπάθησαν καί προσπαθοῦν νά μετατρέψουν ἕναν γίγαντα λαό, σέ λαό νάνων. Σέ λαό θάμνων, κατά τό δικό τους ἀνάστημα.
Τοῦ ὀφείλω ἄπειρη εὐγνωμοσύνη γιά ὅσα ἔκανε γιά τήν ἡμετέρα φουκαροσύνη: προλόγισε τό βιβλίο μου «Ἀπό τό Μακεδονικό Ζήτημα στήν Ἐμπλοκή τῶν Σκοπίων», πού βγῆκε τόν Ἰανουάριο τοῦ 1992, προλόγισε -καί μάλιστα σέ Ἀττική διάλεκτο- τήν τρίτομη «Ἱστορία τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν» καί στάθηκε πάντα πατρικά συμβουλευτικός ἀπέναντι στά παιδιά μου.
 Ἀφ᾽ ὅτου ἔφυγε, δέν ἔγραψα οὔτε μίλησα ποτέ γι᾽ αὐτόν. Μόνον μιά φορά, τήν ἡμέρα τῆς κηδείας του εἶπα κάποια λόγια πικρά -ὄχι γι᾽ αὐτόν φυσικά στό Ραδιόφωνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Σήμερα μιλοῦν ἄλλοι, πού κάποτε τόν εἴχανε πικράνει. Τώρα νιώθουν τί «τζοβαϊρικό» ἀξετίμητο χάσαμε. Κι ἄν σήμερα ἀνταποκρίθηκα στό αἴτημα νά χαράξω τίς γραμμές αὐτές, εἶναι γιατί σέ μιά πρόσφατη ἐπίσκεψή μου στό Α ́ Νεκροταφεῖο τῶν Ἀθηνῶν, εἶδα τάφους γυμνούς ἐπιφανῶν, ἐνῶ ὁ τάφος τοῦ Χριστόδουλου ἦταν πνιγμένος στά λουλούδια. Πῆγα νά κόψω ἕνα γαρύφαλλο κι ἀπό κάτω σ᾽ ἕνα χαρτάκι εἶδα

Παρασκευή 13 Μαΐου 2011

ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΟΥΚ ΕΧΩ...

400 χρόνια προ Χριστού έζησε ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης. Τούτος χαρακτηρίστηκε σαν αναρχικός φιλόσοφος και χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του. Πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, τη λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί κανείς να την εξασφαλίσει. Τούτος λοιπόν μια μέρα, μέρα μεσημέρι πήρε ένα φανάρι αναμμένο και κυκλοφορούσε μέσα στο πλήθος φωνάζοντας «άνθρωπον ζητώ»• ψάχνω άνθρωπο, γυρεύω άνθρωπο.
400 χρόνια αργότερα στα χρόνια του Χριστού, όταν ο Θεάνθρωπος κυκλοφορούσε ανάμεσα μας η ίδια ακριβώς ιστορία. Και πάλι μέρα μεσημέρι και πάλι μέσα στο πλήθος.
Εκεί στην προβατική πύλη του τείχους της Ιερουσαλήμ όπου και η Βηθεσδά, η κολυμβήθρα του ελέους. Ο χώρος όλος πλημμυρισμένος από λογής – λογής αρρώστους. Όλοι αυτοί, τυφλοί, ανάπηροι, παράλυτοι, περίμεναν με αγωνία κι ελπίδα να κατέβει ο άγγελος, ο απεσταλμένος του Θεού, να ταράξει τα νερά της δεξαμενής. Και τότε όποιος προλάβαινε να πέσει μέσα στα νερά την ώρα εκείνη γινόταν αμέσως καλά, από οποιαδήποτε αρρώστια κι αν έπασχε. Απ’ όλους αυτούς τους βασανισμένους αρρώστους όμως ένας άνθρωπος ξεχώριζε. Τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια παράλυτος. Κι ήταν μόνος, κατάμονος. Δεν είχε κανένα να τον βοηθήσει. Αυτόν μόλις τον αντικρίζει ο Χριστός, τον πλησιάζει και του λέει «Θέλεις να γίνεις καλά»; Και η απάντηση : «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο να με βοηθήσει να πέσω πρώτος μέσα στα νερά όταν τα κινήσει ο άγγελος. Πάντοτε κάποιος άλλος προλαβαίνει να πέσει πρώτος».
Ετούτος ο παραλυτικὸς του σημερινού Ευαγγελίου, εκφράζει ένα βασικά παράπονο. Δεν έχει κάποιον δικό του άνθρωπο για να τον βάλει μέσα στα ταραγμένα νερά. Είναι μόνος και μέσα στην μοναξιά του, υπομένει για τριάντα οκτώ χρόνια την ασθένεια του, δυστυχισμένος και ξεχασμένος. Είναι μόνος ανάμεσα σε τόσο κόσμο. Άνθρωπο δεν έχει…
2000 χιλιάδες χρόνια μετά. Σήμερα… στην εποχή μας.
Η ίδια φωνή. Το ίδιο παράπονο. Η ίδια ικεσία.
«Άνθρωπον ουκ έχω…»
Η δραματική φωνή του ανθρώπου, σήμα κατατεθέν της εποχής μας. Φωνάζει βοή¬θεια, ο άνθρωπος και ο ήχος πέφτει στο κενό. Παρά την πρόοδο, παρά τις πολυσύχναστες πόλεις, παρά τις καταπληκτικές επιστημονικές προόδους, ο άνθρωπος μένει μόνος, μένει αβοήθητος. Ζει με τα τηλέφωνα στα χέρια του, βρίσκεται συνέχεια μέσα στο διαδίκτυο, ένα παγκόσμιο παράθυρο στο κόσμο, μια συνεχή και ασταμάτητη επικοινωνία και όμως είναι μόνος. Ο καθένας ζει μόνο για τον εαυτό του. Απομονωμένοι και διασπασμένοι από το σύνολο των ανθρώπων, ζούμε μέσα σε μια απέραντη εγωκεντρική μοναξιά. Συστεγαζόμαστε και συνεργαζόμαστε. Αγκαλιαζόμαστε και διασκεδάζουμε. Τρέχουμε μαζί στις γιορτές και στα πανηγύρια. Χορεύουμε και τραγουδάμε. Ζούμε και κινούμαστε πάντα στην πολυκοσμία. Τίποτε όμως το ουσιαστικό. Η ερημιά και η μοναξιά βασιλεύουν γύρω μας κι ας συνωστιζόμαστε στους δρόμους, στα μέσα συγκοινωνίας, ακόμα, ακόμα και μέσα στις εκκλησίες. Χιλιάδες και μυριάδες άνθρωποι δίπλα μας προσπερνούν βιαστικά χωρίς καμιά διάθεση επικοινωνίας, ούτε καν για ένα χαιρετισμό. Δίχως ένα βλέμμα, χωρίς ένα χαμόγελο. Όλα συμβατικά, επιφανειακά, χωρίς ειλικρίνεια, χωρίς αν¬θρωπιά.
Η μοναξιά λοιπόν και ο δικός μας καημός και σε μεγαλουπόλεις και σε χωριά. Έχει την αίσθηση κανείς, πως βυθίζεται ολομόναχος σε μια απύθμενη ανθρωποθάλασσα. Χιλιάδες άνθρωποι κυκλοφορούν γύρω μας, όμως δεν είναι παρά απρόσωπες μονάδες μιας ποσότητας. Είναι άνθρωποι χωρίς φυσιογνωμία, χωρίς χαμόγελο. Ζούμε, αλήθεια, τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο και όμως δεν έχουμε καμιά ψυχική επικοινωνία.
Ακόμη πρέπει να δούμε πως ζούμε στην εποχή που την χαρακτηρίζει ο άκρατος υλισμός, το χρήμα, η έλλειψη αγάπης για τον συνάνθρωπο, η εκμετάλλευση του αδυνάτου, η ύψιστη υποκρισία, σε μια εποχή όπου για κάθε μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα, εφευρίσκονται χονδροειδέστατα προσχήματα και παρουσιάζονται σαν μοναδικές εφικτές λύσεις. Η ανθρωπότητα έχει βυθιστεί σε έναν άνευ προηγουμένου μεσαίωνα που προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει διέξοδο.
Στον ίδιο τούτο κόσμο πόνος παντού και δυστυχία. Αρρώστιες, δυστυχήματα, απώλειες που τα αίτια τους μπορούν να αναχθούν είτε σε ανθρώπινες δραστηριότητες και εσκεμμένες παραλείψεις είτε σε φυσικούς παράγοντες. Μολυσμένες τροφές, μολυσμένο νερό, μολυσμένος αέρας, πόλεμοι, Τσερνόμπιλ, Φουκουσίμα, Κοσλοντούϊ, αεροπλάνα που πέφτουν, τρένα που εκτροχιάζονται, τροχαία δυστυχήματα, εργατικά ατυχήματα και πολλά άλλα «κατορθώματα» της ανθρώπινης τεχνολογίας, της απανθρωπιάς, της κακίας, της αδιαφορίας, της εγκληματικότητας.
Να προσθέσουμε και την ανασφαλή καθημερινότητά μας, σε κάθε τομέα και σε κάθε στιγμή με μια πολιτεία θεατή και ανίκανη για παρέμβαση. Όταν φοβόμαστε ακόμα και να χαιρετήσουμε το συνάνθρωπό μας ή να βγούμε έξω από το σπίτι μας, όταν αντικρίζουμε με αβεβαιότητα και φόβο το άμεσο μέλλον μας, όταν βάζουμε το χέρι στον τύπο των ήλων του ξεχαρβαλώματος του τόπου μας, της πατρίδας μας, του ξεπουλήματος των πάντων, ηθών, εθών, πίστεως γλώσσας, παιδείας, οικονομίας, όταν…όταν…όταν.
«…Σ' αυτή λοιπόν τη συγκεκριμένη ευαγγελική ιστο¬ρία, τι είναι αιώνιο και διαρκές; Στο κέντρο της βρί¬σκονται σαφώς τα λόγια του παραλύτου προς το Χριστό, "άνθρωπον ουκ έχω". Αυτή είναι στ' αλήθεια ή κραυγή του ανθρώπου πού φτάνει στο σημείο να γνωρίσει την τρομακτική δύναμη του ανθρώπινου εγωισμού και ναρκισσισμού. Ο καθένας για τον ε¬αυτό του. Ψάχνοντας για το νούμερο ένα. Όλοι αυ¬τοί, όλο αυτό το πλήθος των τυφλών, αρρώστων, παραλύτων, των "εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν", πού μ' άλλα λόγια περιμένουν για βοήθεια, φροντίδα, θεραπεία, παρηγοριά. Ό καθένας όμως περιμένει μόνος του. για τον εαυτό του. Και όταν τα νερά ταράσσονται, όλοι σπρώχνονται ξεχνώντας ό ένας τον άλλο... Από την άποψη του ευαγγελίου, αυτή ή "κολυμβήθρα" είναι φυσικά μια εικόνα του κόσμου, μια εικόνα της ανθρώπινης κοινωνίας, ένα σύμβολο της ίδιας της οργάνωσης της ανθρώπινης συνείδησης…
…Μας λένε πώς έτσι δουλεύει ο κόσμος, τι μπορείς να κάνεις; Αυτή όμως είναι πράγματι η έ¬σχατη, αντικειμενική και επιστημονική αλήθεια για το πρόσωπο και την ανθρώπινη ζωή; …
…Δεν αισθανόμαστε πλέον, έστω και ασυνείδητα, ασφυξία σ' έναν κόσμο πνιγμένο στο παμφάγο εγώ. Έχουμε τόσο συνηθίσει στο αίμα. στο μίσος, στη βία, και τουλάχιστον στην αδιαφορία…». (π. Αλέξανδρος Σμέμαν).
Αγαπητοί Χριστιανοί!
Πριν λίγες μέρες γίναμε μάρτυρες του τραγικού γεγονότος του πατέρα που σφαγιάστηκε τη στιγμή που έτρεχε για να μεταφέρει στο μαιευτήριο την ετοιμόγεννη σύζυγό του.
Δείγμα κι αυτό της εποχής μας. Δείγμα της εγκατάλειψής μας.
Και εμείς συνεχίζουμε να φωνάζουμε, να κραυγάζουμε «άνθρωπόν ουκ έχω». Λόγια που εκφράζουν το μέγεθος της τραγωδίας και μάλιστα μιας τραγωδίας κοινωνικής. Η δικαιολογημένη κραυγή μοναξιάς της δικής μας εποχής. Γιατί, αν μοναξιά είναι η αίσθηση της απουσίας των άλλων ανθρώπων, δυστυχώς, πολλές φορές μοναξιά είναι και η αίσθηση της παρουσίας πολλών, αλλά αδιάφορων ανθρώπων.
Αλλά. Σε όποια φάση μοναξιάς κι αν βρισκόμαστε ας μην ξεχνούμε ότι υπάρχει ο Θεός, ο οποίος με την παρουσία και την αγάπη Του σπάζει αυτή τη μοναξιά. Η διατάραξη της ισορροπίας Θεού - ανθρώπου δημιουργεί αφάνταστο πόνο και έχει αφετηρία τη διαταραχή – διακοπή των σχέσεων του ανθρώπου με το Θεό και κατάληξη τη διακοπή των σχέσεων με το συνάνθρωπο. Ο άνθρωπος τότε γίνεται ιδιαίτερα εγωιστής. Γίνεται θηρίο και καταλήγει στην αδιαφορία για τη δυστυχία και την τραγωδία του συνανθρώπου του. Προσπερνά αδιάφορα το συνάνθρωπο και τα προβλήματά του, ενώ κάποτε τον αντιμετωπίζει με τρόπο ειρωνικό, ακόμα και κυνικό!
Αδελφοί μου!
«Έχουμε και ζούμε μέσα σε μια φύση που ανασταίνεται πάγκαλη μέσα σε θείο κι άτρεμο φως, φύση που πλημμυρίζει τον εσωτερικό πλέον κόσμο του ανθρώπου από φως, που του μεταμορφώνει τα υλικά οράματα σε πνευματικά, που του εξάπτει τον ενθουσιασμό να ξαναπαλέψει με τον εαυτό του και τις εναντιότητες του βίου, που τον εμπνέει να νικήσει τον κόσμο αυτό και να τον μεταπλάσει, να τον σφραγίσει με το δικό του όραμα. Έχοντας αυτές τις καταβολές και τις δυνατότητες, γιορτάζει το Πάσχα το Έθνος μας, σαν ένα γεγονός ακένωτης ελπίδας : την νίκη του θανάτου και τον θρίαμβο της πνευματικής αιωνιότητας του ανθρώπου.
Αναμφισβήτητα, και σήμερα, στην πολυδύναμη κρίσι, το Πάσχα είναι, πρέπει να είναι το μοναδικό νεοελληνικό όραμα και βίωμα, κανόνας ζωής και δράσης, αφού σημαίνει ελευθερία, και αρμονία, αφού αποδίδει την αρετή απαραχάραχτη, αφού εκφράζει ο,τι πιο μύχιο, λυτρωτικό, αρρενωπό, καίριο έχει το Έθνος μας. Πάνω στις δυνατές καρδιές στέκεται ο Χριστός, στέκεται και πατεί η Ελευθερία». (Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ).

Γένοιτο!

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Σαν τον Θωμά

συν - οδοιπορία: Σαν τον Θωμά: "Μοναχού Μωϋσή Αγιορείτου

Την περασμένη Κυριακή εορτάσαμε την ένδοξη του Κυρίου Ανάσταση. Ο απόηχος της μεγάλης εορτής παραμένει. Το λα..."