ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ζ΄ΛΟΥΚΑ,
Ἀδελφοί, εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ.
Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο. Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω.
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:Ἀδελφοί, ἐπειδὴ γνωρίζομεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν δικαιώνεται ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου ἀλλὰ διᾶ τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ἐπιστέψαμε καὶ ἐμεῖς εἰς τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν, διὰ νὰ δικαιωθοῦμε διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου, διότι ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ δικαιωθῇ.
Ἀλλ’ ἐὰν ἐμεῖς ποὺ ἐζητήσαμε νὰ δικαιωθοῦμε διὰ τοῦ Χριστοῦ, εὑρεθήκαμε καὶ ἐμεῖς ἁμαρτωλοί, ἆραγε ὁ Χριστὸς ἐξυπηρετεῖ τὴν ἁμαρτίαν; Μὴ γένοιτο! Ἐὰν ὅμως οἰκοδομῶ πάλιν, ἐκεῖνα ποὺ ἐγκρέμισα, ἀποδεικνύω τὸν ἑαυτόν μου παραβάτην. Διότι ἐγὼ διὰ τοῦ νόμου ἐπέθανα ὡς πρὸς τὸν νόμον, διὰ νὰ ζήσω ὡς πρὸς τὸν Θεόν.
Ἔχω σταυρωθῆ μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν. Δὲν ζῶ πλέον ἐγώ, ἀλλὰ ζῆ μέσα μου ὁ Χριστός, τὴν ζωὴν δὲ τὴν ὁποίαν τώρα ζῶ εἰς τὸ σῶμα, τὴν ζῶ μὲ πίστιν εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωκε τὸν ἑαυτόν του πρὸς χάριν μου.
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἄνθρωπός τις πρόσηλθε τῷ Ἰησοῦ, ὢ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὕπηρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἢν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὔτη ἀπέθνῃσκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.
Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥῦσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τὶς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σῦν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσι σὲ καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τὶς ὁ ἁψάμενός μου; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν ἥψατό μου τίς· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ ἐμοῦ.
Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι΄ ἢν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτή· θάρσει θυγάτερ, ἡ πίστις σου σέσωκε σέ· πορεύου εἰς εἰρήνην. Ἔτι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεται τὶς παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ μόνον πιστεῦε καὶ σωθήσεται. Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. Ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο δι’ αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλῶν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων: ἡ παῖς, ἐγείρου.
Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, Καὶ ἀνέστη παραχρῆμα καὶ διέταξεν αὐτὴ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός».
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Εκείνο τον καιρό ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού τον έλεγαν Ιάειρο και αυτός ήταν προϊστάμενος της συναγωγής· έπεσε στα πόδια του Ιησού και τον παρακαλούσε να μπει στο σπίτι του, γιατί είχε μια μοναχοκόρη ως δώδεκα χρονών και ήταν ετοιμοθάνατη Και εκεί που πήγαινε ο Ιησούς ο πολύς κόσμος τον έπνιγε.
Και μια γυναίκα που είχε αιμορραγία εδώ και δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλο της το β σε γιατρούς και από κανένα δεν είδε γιατρειά, πλησίασε από πίσω και άγγιξε την άκρη από το ρούχο του Ιησού και αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της. Και είπε ο Ιησούς· Ποιος με άγγιξε; Και ενώ αρνιούνταν όλοι, είπε ο Πέτρος και εκείνοι που ήταν μαζί του. Κύριε, ο κόσμος σε σπρώχνουν και πέφτουν επάνω σου και συ λες· Ποιος με άγγιξε; Και ο Ιησούς είπε· Κάποιος με άγγιξε· γιατί εγώ κατάλαβα πως βγήκε δύναμη από πάνω μου.
Και όταν είδε η γυναίκα πως δεν μπόρεσε να του κρυφτεί, ήλθε τρέμοντας, γονάτισε μπρος του και του εξομολογήθηκε μπροστά σ όλο τον κόσμο για την αιτία που τον άγγιξε και πώς γιατρεύτηκε αμέσως. Και ο Ιησούς της είπε· Έχε θάρρος κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στο καλό. Ενώ ακόμα μιλούσε, έρχεται κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου και του λέγει· πέθανε η θυγατέρα σου, μην ενοχλείς το διδάσκαλο. Και ο Ιησούς που το άκουσε αποκρίθηκε στον αρχισυνάγωγο και του λέγει· Μη φοβάσαι· μόνο να πιστεύεις και θα σωθεί. Και όταν μπήκε στο σπίτι δεν άφησε να μπει κανένας παρά μόνο ο Πέτρος και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης και ο πατέρας του κοριτσιού και η μητέρα. Έκλαιγαν όλοι και θρηνούσαν το παιδί. Και εκείνος τους είπε- Μην κλαίτε- δεν πέθανε, αλλά κοιμάται. Και τον γελούσαν, γιατί ήξεραν πως πέθανε. Και ο Ιησούς αφού τους έβγαλε όλους έξω, κράτησε από το χέρι το κορίτσι, του μίλησε και του είπε· Παιδί μου, σήκω.
Και ξαναγύρισε το πνεύμα του παιδιού και αναστήθηκε αμέσως και ο Ιησούς έδωσε εντολή να του δώσουν να φάει. Οι γονείς του τα έχασαν και ο Ιησούς τους παράγγειλε να μην πουν σε κανέναν αυτό που γίνηκε.