Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΤΕΡΩΝ Α' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

Ἡ προσευχὴ. Κυρ. Πατέρων Α΄ Οἰκ. Συνόδου   


«Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε» (Ἰω. 17,1)

(†) ἐπίσκοποςΑὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης


Τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάστηκε σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶναι μιὰ προσευχή. Ποιός ἔκανε τὴν προσευχὴ αὐτή; Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Πότε τὴν ἔκανε; Τὴν τελευταία νύκτα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, τὴ Μεγάλη Πέμπτη. Ὅταν τελείωσε ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος κ᾿ ἔφυγε ὁ Ἰούδας, εἶχε πιὰ νυχτώσει καὶ ἔλαμπαν τὰ ἄστρα. Τότε ὁ Κύριός μας ὕψωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε. Τί εἶπε;
Ὁ Χριστὸς δοξάζει τὸ Θεὸ καὶ λέει· «Πατέρα μου, σὲ ἐδόξασα ἐπάνω στὴ γῆ. Τὸ ὄνομά σου τὸ φανέρωσα στοὺς ἀνθρώπους»· «ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις» (Ἰω. 17,6).
Καὶ μετὰ συνεχίζει· Σ᾿ εὐχαριστῶ, οὐράνιε Πατέρα, γιατὶ ἔφερες κοντά μου αὐτοὺς τοὺς μαθητάς. Αὐτοὶ θὰ μείνουν στὸν κόσμο. Αὐτοὶ μὲ ἀγαποῦν· ὁ κόσμος ὅμως μὲ μισεῖ. Αὐτοὶ ἄκουσαν τὰ λόγια σου, ὁ κόσμος δὲν τὰ ἄκουσε. Γι᾿ αὐτό, τώρα ποὺ φεύγω καὶ θὰ μείνουν μόνοι καὶ ὀρφανοί, σὲ παρακαλῶ πολὺ νὰ τοὺς φυλάξῃς, γιὰ νὰ μὴ χαθῇ κανένας ἀπὸ αὐτούς.

* * * 

Βλέπουμε στὴν περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε, ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ ἄνθρωπος, καὶ σὰν ἄνθρωπος ἔκανε καὶ αὐτὸς τὴν προσευχή του. Μᾶς διδάσκει λοιπὸν ἔτσι, ὅτι κ᾽ ἐμεῖς πρέπει νὰ προσευχώμεθα.
Πότε ἔκανε προσευχὴ ὁ Χριστός;Προσευχήθηκε στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Προσευχήθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου ἐπὶ σαράντα ἡμέρες δέχθηκε ἐπίθεσι ἀπὸ τὸ διάβολο. Προσευχήθηκε τὴ Μεγάλη Πέμπτη στὸ Μυστικὸ Δεῖ πνο, ὅπως εἴπαμε.
Προσευχήθηκε στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Τόσο μεγάλη ἦταν ἐκεῖ ἡ ἀγωνία του, ὥστε ὁ ἱδρώτας του ἔπεφτε σὰν σταλαγματιὲς αἷμα κάτω στὴ γῆ. Προσευχήθηκε τέλος κ᾿ ἐπάνω στὸ σταυρό.

Ἑπτὰ φορὲς μίλησε πάνω ἀπὸ τὸ σταυρό του ὁ Χριστός. Ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ λόγους, ποὺ εἶπε, οἱ τρεῖς εἶναι προσευχές. Τὴν ὥρα ποὺ τὸν κάρφωναν, δὲν καταριόταν, ἀλλὰ εἶπε· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι»· πατέρα μου, συχώρεσέ τους, γιατὶ δὲν ξέρουν τί κάνουν (Λουκ. 23,34). Τὴν ὥρα ποὺ σείστηκε ἡ γῆ κι ὁ ἥλιος σκοτείνιασε, ὁ Χριστὸς εἶπε· «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνα- τί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46).  Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ξεψυχήσῃ εἶπε· «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου»· πατέρα μου, στὰ χέρια σου ἀφήνω τὴν ψυχή μου (Λουκ. 23,46).

Βλέπετε τί λόγια ἔχει τὸ Εὐαγγέλιο; Παντοῦ ἔκανε προσευχὴ ὁ Χριστός· στὴν ἔρημο, στὰ βουνά, στὶς ῥεματιές. Καὶ μὲ προσευχὴ ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Τί μᾶς διδάσκει μ᾿ αὐτό; Ὅτι πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ προσευχώμεθα.  Χριστιανός, ποὺ δὲν προσεύχεται, δὲν εἶναι χριστιανός.

Τί εἶναι ἡ προσευχή; Τὸ παιδὶ μιλάει μὲ τὴ μάνα, ὁ ἄντρας μιλάει μὲ τὴ γυναῖκα του. Εὐχαριστιέται τὸ παιδὶ νὰ κουβεντιάζῃ μὲ τὴ μάνα, εὐχαριστιέται ὁ ἄντρας νὰ μιλάῃ μὲ τὴ γυναῖκα του, εὐχαριστιέται ὁ νέος νὰ κουβεντιάζῃ μὲ τὴ νέα ποὺ ἀγαπᾷ.
Καὶ τί λένε; ἐφήμερα πράγματα, ἀνοησίες. Ἡ πιὸ ὡραία κουβέντα εἶναι, ν᾿ ἀνοίξῃς τὴν καρδιά σου καὶ νὰ μιλήσῃς μὲ τὸ Θεό· αὐτό εἶναι ἡ προσευχή. Καὶ τί νὰ λὲς στὸ Θεό; Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια σηκώνονταν τὸ πρωὶ καὶ πήγαιναν στὴν ἐκκλησιά. Κι ὅταν ἀνέτελλε ὁ ἥλιος, ἔπεφταν μπρούμυτα κ᾽ ἔλεγαν· «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς…».

Τώρα γίναμε σὰν τὰ ζῷα, χειρότεροι κι ἀπὸ τὰ ζῷα. Εἴμαστε ἀχάριστοι ἄνθρωποι· μᾶς δίνει ὁ Θεὸς τόσα ἀγαθά, κ᾿ ἕνα εὐχαριστῶ δὲν λέμε. Προσευχὴ εἶναι νὰ πῇς ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Προσευχὴ εἶναι νὰ πῇς «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γιὰ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες σου».
Σοῦ ἔδωσε χέρια γιὰ νὰ δουλεύῃς, σοῦ ἔδωσε πόδια γιὰ νὰ τρέχῃς, σοῦ ἔδωσε αὐτιὰ ν᾿ ἀκοῦς, μάτια γιὰ νὰ βλέπῃς, γλῶσσα νὰ μιλᾷς, μυαλὸ νὰ σκέπτεσαι. Ἔλα λοιπόν, ἄνθρωπε, νὰ πῇς γιὰ ὅλα αὐτὰ ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός».
Παραπάνω ὅμως ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, ποὺ ἔκανε ὁ Θεός, ξέρεις ποιό εἶναι; Ὅτι κατέβηκε ὁ ἴδιος στὴ γῆ. Ὦ Θεέ μου, ἄνοιξε τὶς καρδιὲς γιὰ νὰ τὸ καταλάβουν! Ὁ Θεὸς κατέβηκε ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, ἀναλήφθηκε – γιὰ ποιόν; γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους.
Κ᾿ ἐμεῖς οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ δὲν τοῦ λέμε. Αὐτὸ λοιπὸν μᾶς διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο.
–Μὰ τί θὰ κερδίσω μὲ τὴν προσευχή; σοῦ λέει ὁ ἄθεος καὶ ὁ ἄπιστος, καὶ γιατί νὰ πάω στὴν ἐκκλησιά;…
Τί θὰ κερδίσῃς; Ἂν κάνῃς προσευχή, θαύματα θὰ δῇς στὴ ζωή σου.
–Ποιά θαύματα;
Σᾶς ἀναφέρω ἐνδεικτικῶς μερικά. – Ἦταν ἕνα ἀντρόγυνο καὶ δὲν εἶχαν παιδιά. Παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς δώσῃ παιδί. Κι ὁ Θεὸς τοὺς ἄκουσε. Ποιό εἶναι τὸ ἀντρόγυνο αὐτό; εἶναι ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα τῆς Παναγίας μας, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα. Παρακαλοῦσαν τὸ Θεό, κι ὁ Θεὸς τοὺς ἔδωσε τὴν Παναγία.
- Κάποιος ἄλλος μὲ τὴν προσευχή του ἔκλεισε τὰ οὐράνια ἐπὶ τρία χρόνια. Σταγόνα δὲν ἔπεφτε στὸ χῶμα. Ἡ γῆ ἔγινε σὰν τὸ κεραμίδι. Καὶ πάλι αὐτός, ἕνας ἄνθρωπος, προσευχήθη κε καὶ ἄνοιξαν τὰ οὐράνια, ἔπεσε βροχὴ στὴ γῆ. εἶναι ὁ προφήτης Ἠλίας.
-  Τὸν ἄλλο τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ἔρριξαν σ᾿ ἕνα λάκκο μὲ πεινασμένα λιοντάρια, κι αὐτὰ ἦταν ἕτοιμα νὰ τὸν φᾶνε. Ἀλλὰ μὲ τὴν προσευχή του ἔφραξε τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν. εἶναι ὁ προφήτης Δανιήλ.

– Μά, θὰ μοῦ πῆτε, αὐτὰ συνέβαιναν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Καὶ σήμερα γίνονται θαύματα μὲ τὴν προσευχή.
- Μοῦ ἔλεγε κάτω στὴν Ἀθήνα ἕνας καπετάνιος, ποὺ ταξίδευε μὲ μεγάλο καράβι στὸν Ἀτλαντικὸ ὠκεανό· Μᾶς ἔπιασε φουρτούνα. Βάλαμε τὰ δυνατά μας, ῥίξαμε τὶς ἄγκυρες, ἀλλὰ ἡ φουρτούνα ἦταν μεγάλη, τὸ κῦμα βουνό. Τελικῶς τὸ καράβι μας βούλιαξε. Πέσαμε στὴ θάλασσα μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Τὴν ὥρα ἐκείνη εἶπα· Θεέ μου, σῶσε με! τίποτε ἄλλο.
Καὶ τότε ἕνα κῦμα πελώριο μὲ πῆρε, μὲ σήκωσε ψηλὰ καὶ μὲ πέταξε στὴν ἀμμουδιά. Κοιμήθηκα. Ὕστερα ἀπὸ μία – δύο ὧρες ξύπνησα. Σὰν ὄνειρο μοῦ φάνηκε. Μὲ ἔσωσε ὁ Θεός.

- Ὁ ἄλλος ἦταν βαρειὰ ἄρρωστος στὸ νοσοκομεῖο. Ἔφεραν γιατροὺς ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, ἀπὸ τὴν Ἑλβετία. Τὸν ἐξέτασαν καὶ εἶπαν, ὅτι τίποτε δὲν γίνεται, δὲν ὑπάρχουν φάρμακα, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν κάτι· θὰ πεθάνῃ, μιὰ μέρα ἔχει ζωή.
Κοντὰ στὸν ἄρρωστο γονάτισε τότε ἡ γυναίκα του καὶ προσευχήθηκε. Κορόϊδευαν οἱ γιατροί, κορόϊδευαν οἱ νοσοκόμες, κορόϊδευαν οἱ πάντες. Μὰ τὴν ἄλλη μέρα ὁ ἄρρωστος ἄνοιξε τὰ μάτια του.
Ἕνας κρύος ἱδρώτας τὸν ἔπιασε τὴ νύχτα. Ὁ πυρετὸς ἔπεσε. Σηκώθηκε ἐπάνω, καὶ ὅλοι τά ᾽χασαν. Καὶ γιατροὶ πίστεψαν, ὅτι ἔγινε θαῦμα.

Ἐλᾶτε λοιπὸν ἐσεῖς οἱ ναυτικοί, γιὰ νὰ μᾶς πῆτε τὰ θαύματα ποὺ κάνει ὁ Θεός. Ἐλᾶτε ἐσεῖς οἱ ἄρρωστοι, γιὰ νὰ μᾶς πῆτε τὰ θαύματα ποὺ κάνει ὁ Χριστός. Κ᾿ ἐλᾶτε ἐσεῖς οἱ γέροντες, ποὺ πήγατε στρατιῶτες ἐπάνω στὴν Ἀλβανία, ὅπου οἱ σφαῖρες ἔπεφταν σὰν χαλάζι κ᾽ οἱ πέτρες σχίζονταν, καὶ πέστε μας· Ποιός σᾶς ἔσωσε; Ἐκεῖ τότε δὲν ἀκουγόταν καμμία βλασφημία, ἀλλὰ μόνο τὸ «Θεέ μου» καὶ «Παναγία μου».
Στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοὶ σώθηκαν μὲ τὴν προσευχή. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ προσευχή. Νὰ προσεύχεστε, ἀγαπητοί μου.

* * *

 –Καλά, θὰ πῇ ἕνας· ὅσοι πῆγαν σχολεῖο, αὐτοὶ ξέρουν γράμματα καὶ μποροῦν νὰ κάνουν προσευχή. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι ἀγράμματος, δὲν ξέρω οὔτε τὸ ἀλφάβητο· πῶς θὰ κάνω προσευχή;
Μπορεῖ, ἀγαπητοί μου, καὶ ὁ πιὸ ἀγράμματος, ποὺ δὲν ξέρει οὔτε τὴν ὑπογραφή του νὰ βάλῃ, μπορεῖ κι αὐτὸς νὰ κάνῃ προσευχή. Δὲν χρειάζονται πολλὰ λόγια. Θὰ σᾶς πῶ μιὰ προσευχή, ποὺ μπορεῖτε νὰ τὴ λέτε πάντοτε ὅπου βρίσκεστε, καὶ στὸ δρόμο καὶ παντοῦ. Δυὸ λέξεις εἶναι. Ἄχ αὐτὲς οἱ λέξεις, ἂν τὶς πῆτε μὲ συναίσθησι καὶ προσοχή! Ὄχι ὅπως τὰ λένε τώρα ὡρισμένοι ψαλτάδες, ποὺ τὰ παρατείνουν καὶ τὰ «τσιγαρίζουν», ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σας.
Δυὸ λέξεις εἶναι αὐτὴ ἡ προσευχή, καὶ μπορεῖ νὰ τὶς μάθῃ κι ὁ πιὸ ἀγράμματος. Ποιές λέξεις; «Κύριε, ἐλέησον»! Δὲν ὑπάρχει πιὸ ὡραία προσευχή. Λέγε αὐτὴ τὴν προσευχὴ κάνοντας συγχρόνως καὶ τὸ σταυρό σου κανονικά. (Παρακολουθῶ μετὰ λύπης, ὅτι σχεδὸν κανένας δὲν κάνει κανονικὰ τὸ σταυρό του. Ὁ σταυρός, ὁ κανονικός, εἶναι τὸ ἄλφα τῆς πίστεώς μας).
Λέγε, λοιπόν, μὲ πίστι τὸ «Κύριε, ἐλέησον» κάνοντας κανονικὰ τὸ σταυρό σου, καὶ τότε θὰ δῇς θαύματα.


Σάββατο 23 Μαΐου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ



 ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


Το Φως του κόσμου έλλαμψε σήμερα στην τελευταία πασχαλινή Κυριακή. Ο φωτισμός ενός εκ γενετής τυφλού ένα θαύμα ισοδύναμο με μία νεκρανάσταση! Ενα σημείο πού μας δεικνύει πώς όπου το Φως δεν μπορεί να υπάρξει σκοτάδι, όπου η Ζωή καταργείται ο Θάνατος, όπου Χριστός εξαφανίζεται η φθορά και ο πόνος. Σημείο εξουσίας και Δημιουργού η πράξη του Χριστού να ποιήσει πηλό και να ωματώσει τον αόμματο. Δεν είναι μόνο το Φως αλλά και δημιουργός του κτιστού φωτος, ο φέρων από την ανυπαρξία στην ύπαρξη το Παν.

To θαύμα της σημερινής περικοπής, η στάση των Φαρισαίων και ιουδαίων, ο διπλός ψυχοσωματικός φωτισμός του τυφλού, όλη αυτή η θεολογία περί φωτός αληθινού μας δίνει την αφορμή να μιλήσουμε για τέσσερα είδη πνευματικής τυφλότητας. Αφ΄ενός να πούμε προκαταβολικά, πώς είναι δύσκολο και επικίνδυνο να κατηγοριοποιείς, ειδικά αν δεν έχεις την τόλμη και την αυτογνωσία να αναγνωρίσεις τον εαυτο σου μέσα σε κάποια κατηγορία ανθρώπων, έναντι του φωτός. Αφ' ετέρου είναι θαυμάσιο πού τελικά ζούμε σε έναν κόσμο σχετικής ανοχής και αλληλοσεβασμού, αλλά η κατάχρηση των εννοιών αυτών καμιά φορά υπερτερεί καταχρηστικά εις βάρος της ελευθερίας και της αλήθειας. Και το φως δεν περιορίζεται, αλλά ούτε και το σκοτάδι μπορεί να κρυφτει.

Ας δούμε συνοπτικά κάποιες κατηγορίες ανθρώπων σε σχέση με το Φως:

α) Οι πρώτοι είναι οι ευδιάκριτα και ακούσια τυφλοί, οι οποίοι ως ο εκ γενετής τυφλός δεν ευθύνονται για την κατάσταση τους. Είναι οι ακατήχητοι, οι αφώτιστοι, οι αλλόθρησκοι πού δεν γνώρισαν το φως του Ευαγγελίου και πορεύονται με την ηθική συνείδηση , κρίνονται κατά τα φυσικά δίκαια πού ενέσπειρε ο Θεός στους ανθρώπους.

β) Δεύτερη κατηγορία τυφλότητας είναι αυτοι πού μισούν και αποστρέφονται το φως και εις το φως ουκ έρχονται για να μην φανερωθούν τα έργα, οι σκέψεις και οι επιθυμίες τους. Σε αυτούς συγκαταλέγονται οι άθεοι, οι βλάσφημοι και οι αιρετικοί. Όσο το φως λάμπει τόσο εκείνοι τυφλώνονται και πορεύονται προς το σκοτάδι, όσο το φως της αληθείας αποκαλύπτεται και τους προσεγγίζει τόσο πωρώνονται και απομακρύνονται από το φως.Μαζί με εκείνους  και οι δειλοί και οι ράθυμοι.

γ) Τρίτη κατηγορία τυφλών είναι εκείνοι οι χριστιανοί πού μοιάζουν στους φαρισαίους του σημερινού ευαγγελίου. Νομίζουν πώς είναι οι ίδιοι το φως, πιστεύουν πώς είναι αυτόφωτοι, οι φορείς της αλήθειας και οι απόγονοι του Αβραάμ με αποστολή να φωτίζουν τους γύρω τους, ως επί καθέδρας Μωσεώς. Σε αυτούς ο Χριστός είπε: Αν λέγατε πώς είμαστε τυφλοί δεν θα είχατε αμαρτια, τώρα όμως λέτε πώς βλέπουμε για αυτό η αμαρτία μένει απάνω σας.Είναι οι ρυθμιστες και αυτεξουσιαστές των πνευματικών πραγμάτων πού υποβιβάζουν τον Θεό σε ιδέα και πορισμό.

δ) ,Η τέταρτη κατηγορία είναι η πιό ύπουλη και μπορεί κάλλιστα να αφορά τον καθένα μας . Είμαστε όλοι αυτοί πού ομολογούμε Χριστό μεν, μπορεί να έχουμε συνείδηση πώς είμαστε ετερόφωτοι, να είμαστε ταπεινοί, τυπικοί ακόμα και ουσιαστικοί πολλές φορές, πέφτουμε όμως σε μια παγίδα: Ομολογούμε το Φως, δεχόμαστε όμως και τα τεχνητά φώτα. Λίγο από Χριστό και λίγο από φιλοσοφία, λίγο από ευαγγέλιο και λίγο από ιδεολογία, στάσεις ζωής, δοξασίες, διαλογισμούς, τεχνικές πραγμάτωσης, ανθρώπινα επινοήματα, κόμματα, ιδεολογίες, συρμούς, τάσεις, κοσμικότητες. Φως ο Χριστός, φως και ο τάδε φιλόσοφος. Φως το Ευαγγέλιο, φως και η γιόγκα λχ.Φως η κάθε θρησκεία εκ του ενός φωτός. Όλοι εμείς που υποβιβάζουμε την ορθοδοξία σε φιλοσοφία. Και αυτή είναι η πιό ύπουλη και χρυσοτυλιγμένη τυφλότητα κατά την γνώμη μου.


Αναρτήθηκε από π Παντελεήμων Kρούσκος 

Σάββατο 16 Μαΐου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

Η ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΣ

π.Ἀλέξανδρος Σμέμαν
18[1]Τέσσερις ἑβδομάδες μετὰ τὸ Πάσχα τὸ εὐαγγέλιο πού διαβάζεται στὶς ἐκκλησίες εἶναι ἡ ἀφήγηση τοῦ εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη γιὰ τὴν ἐκπληκτικὴ συζήτηση τοῦ Χριστοῦ μὲ μιὰ Σαμαρείτισσα. Σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιο, ὁ Χριστὸς σταματᾶ σ’ ἕνα πηγάδι κοντὰ στὴν πόλη Σιχάρ. ἐνῶ οἱ μαθητὲς Του πᾶνε στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Μιὰ γυναίκα ἔρχεται στὸ πηγάδι γιὰ νὰ πάρει νερό, καὶ ὁ Χριστὸς τῆς ζητεῖ νὰ πιεῖ. Ἀρχίζουν μιὰ συζήτηση, καὶ κάποια στιγμὴ ἡ γυναίκα ἐρωτᾶ τὸν Χριστό, οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτω προσεκύνησαν καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν  τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν (Ἰωάν. 4, 20).
Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀφορᾶ μιὰ πολύχρονη ἀντιδικία μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν, πού εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο Ἰουδαϊσμό. Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους τὸ θρησκευτικὸ κέντρο ἦταν ἡ Ἱερουσαλήμ· γιὰ τοὺς Σαμαρεῖτες ἕνα βουνὸ στὴ Σαμάρεια. Εἶναι σαφὲς πώς ἦταν μιὰ διαμάχη γιὰ τὰ ἐξωτερικά, τελετουργικὰ χαρακτηριστικά τῆς θρησκείας.
Ἀπαντώντας της ὁ Χριστὸς τῆς λέει: «γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν ῾Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν. ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν». (Ἰωάν. 4, 21-24).
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία πώς οἱ στίχοι αὐτοὶ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη εἶναι κρίσιμοι στὴν κατανόηση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτὰ τὰ λόγια ἐκφράζουν καὶ αἰώνια διακηρύσσουν μιὰ γνήσια θρησκευτικὴ ἐπανάσταση, μιὰ ἐπανάσταση στὴν ἔννοια τῆς θρησκείας· σ’ αὐτὲς τὶς λίγες γραμμὲς βλέπουμε τὴ γέννηση τοῦ Χριστιανισμοῦ.
“Ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”. Ἡ θρησκεία μέχρι τότε καὶ γιὰ αἰῶνες ἀποτελεῖτο ἀπὸ κανόνες, νόμους καὶ διατάξεις, καὶ ἔτσι ἡ τήρηση τῆς θρησκείας συνίστατο ἀποκλειστικὰ ἀπὸ μιὰ τυφλή, ἀναντίρρητη ὑποταγὴ σ’ αὐτοὺς τοὺς κανόνες. Ὄχι σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ ἀλλά στὰ Ἱεροσόλυμα· ὄχι ἐδῶ, ἀλλά ἐκεῖ· ὄχι μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀλλά μ’ ἐκεῖνον.
Ἔτσι προσφέροντας στὸν Θεὸ χιλιάδες τέτοιες συνταγές, οἱ ἄνθρωποι προστατεύονταν ἀπό τούς μπελάδες, ἀπὸ τὸ φόβο καὶ ἀπὸ τὴν ἐπώδυνη ἀναζήτηση. Εἶχαν κατασκευάσει ἕνα κλουβὶ στὸ ὁποῖο τὸ καθετί ἦταν προσεκτικὰ καὶ σαφῶς καθορισμένο καὶ δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ἀπαίτηση ἀπὸ τὴν ἀκριβῆ τήρησή του. Ὅλα αὐτὰ τώρα σβήνονται καὶ ἀνατρέπονται μὲ λίγες λέξεις. Ἡ προσκύνηση δὲν γίνεται σ’ αὐτὸ τὸ βουνό, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα, ἄλλα “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”. Μ’ ἄλλα λόγια ὄχι μὲ φόβο καὶ στὰ τυφλά, ὄχι μὲ ἀγωνία καὶ στενοχώρια, ἀλλά μὲ γνώση καὶ ἐλευθερία, μὲ ἐλεύθερη ἐπιλογὴ καὶ ἀγάπη, ὅπως ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ γιὰ τὸν πατέρα του.
Τώρα στὸ κέντρο τῆς θρησκείας, στὴν καρδιά της, δὲν βρίσκεται ὁ νόμος, ἡ ὑποταγή, ἡ συνταγή, ἀλλά ἡ ἀλήθεια: “γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν”, εἶπε ὁ Χριστός, “καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς” (Ἰωάν. 8, 32). Στὴν καρδιὰ της τώρα βρίσκεται ἡ διαδικασία τῆς ἀναζήτησης: “ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε” (Ματθ. 7, 7). Ὄχι καθησυχασμός, ἀλλά δίψα: “μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην” (Ματθ. 5, 6). Ὄχι δουλεία, ἀλλά ἐλευθερία: “οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος” (Ἰωάν. 15, 15). Ὄχι φιλονομία ἀλλά ἀγάπη: “ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν” (Μάτθ. 9, 13)· “ἐντολήν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους” (Ἰωάν. 13, 34).
Φυσικὰ στὴν Ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ οἱ ἄνθρωποι συχνὰ ξέχασαν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ ἐπέστρεψαν στὴ θρησκεία τοῦ φόβου καὶ τῆς τυπολατρίας, στὴ διαμάχη γιὰ τὸ βουνὸ καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀπ’ ἔξω δὲ ὁ Χριστιανισμὸς πολὺ συχνὰ φαίνετει νὰ εἶναι μόνο νόμοι καὶ συνταγές. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ κριθεῖ ἀπὸ τὰ ἐξωτερικά, οὔτε ἀπὸ τὶς ἧττες καὶ τὶς παραμορφώσεις, ἀλλά ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ θεία φώτιση. Πρέπει νὰ κριθεῖ ἐπὶ τῇ βάσει αὐτῶν πού δέχθηκαν σοβαρὰ καὶ χωρὶς καμιὰ ἐπιφύλαξη αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀλήθεια, καὶ πού ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τους ἔχει γίνει μιὰ συνεχὴς πτήση ἀγάπης, ἐλευθερίας, χαρᾶς καὶ πνευματικῆς μεταμόρφωσης.
Παρ’ ὅλες τὶς ἱστορικὲς πτώσεις καὶ ἀποτυχίες του, ὁ Χριστιανισμὸς ποτὲ δὲν ἔσβησε αὐτὰ τὰ λόγια ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο, καὶ γι’αὐτὸ κρίνεται μὲ βάση αὐτά. Ἡ ἀντιθρησκευτικὴ προπαγάνδα, μὲ πολὺ πιὸ τραγικὰ ἀποτελέσματα, μὲ τὸ τυφλὸ μίσος της πρὸς τὴ θρησκεία, ἀγνοεῖ αὐτὰ τὰ λόγια σὰν νὰ μὴν εἰπώθηκαν ποτέ, καὶ γιὰ νὰ ξεμπερδέψει μὲ τὴ θρησκεία μὲ τὴ μεγαλύτερη εὐκολία, τὴν ἐξισώνει μὲ τὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικά, τὶς προλήψεις καὶ τὸ φόβο.
Ὁ Χριστιανισμὸς ὅμως κατεξοχὴν εἶναι ὁ Χριστός, καὶ ἡ διδασκαλία Του, τὸ εὐαγγέλιο. Τὸ εὐαγγέλιο ἀφηγεῖται πώς οἱ ἄνθρωποι προτίμησαν τὴ δική τους γνώμη, τὴ δική τους ἰδεολογία, τὸ δικό τους νόμο ἀπὸ τὸ “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”, καὶ πόσο ἀφόρητη ἦταν αὐτή ἡ πρόσκληση γιὰ ἀπελευθέρωση. Ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων πού ἀπέρριψαν Αὐτὸν πού τοὺς κάλεσε νὰ ζήσουν “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”, βρίσκεται ὁλόκληρο τὸ νόημα τοῦ εὐαγγελίου. Ἔτσι τὸ ἴδιο τὸ εὐαγγέλιο μᾶς δίνει μιὰ ἐξήγηση γιὰ τὸ μίσος ἐνάντια στὸν Χριστό, τὸ ἴδιο μίσος πού σήμερα ἀναγκάζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ψεύδονται, νὰ συκοφαντοῦν καὶ σιωπηλὰ νὰ Τὸν ἀγνοοῦν.
Ἀκόμη καὶ τώρα ἡ ἀπειλή πού θέτει ὁ Χριστιανισμὸς σὲ κάθε ἰδεολογία εἶναι αὐτὸ τὸ “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”. Αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι μιὰ αἰώνια χειρονομία περιφρόνησης κάθε εἰδώλου, θρησκευτικοῦ ἢ ἰδεολογικοῦ· ὅσο δὲ αὐτὲς οἱ λέξεις δὲν ἔχουν ἐντελῶς ξερριζωθεῖ ἀπὸ τὴ μνήμη, ὁ ἄνθρωπος ποτὲ δὲν θὰ δεχθεῖ ὁλοκληρωτικὰ μιὰ διδασκαλία πού τὸν σκλαβώνει στὴν ὕλη καὶ πού τὸν μετατρέπει σὲ ἕναν ὀδοντωτὸ τροχὸ μίας ἀπρόσωπης πορείας, σὲ ἕναν ὑπηρέτη μιᾶς ἀπρόσωπης συλλογικότητας. Ὅταν λοιπὸν οἱ ὀπαδοὶ τέτοιων ἰδεολογιῶν προσβάλλουν τὴ θρησκεία μὲ τὴ δικαιολογία πώς ξερριζώνουν τὴν πρόληψη, αὐτὸ γίνεται μόνο γιὰ ἐπίδειξη.
Ὄχι, ἡ θρησκεία ὡς πρόληψη, ὡς νόμος, ὡς δουλεία τοὺς εἶναι ἀκόμη χρήσιμη, ἐπειδὴ ἐπαληθεύει τὰ ἐπιχειρήματά τους. Αὐτὸ πού τοὺς φοβίζει περισσότερο ἀπὸ καθετί ἄλλο στὸν κόσμο, εἶναι μήπως κάποιος ἀνακαλύψει τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς πίστεως, αὐτὰ τὰ ἐκπληκτικὰ καὶ ἀπελευθερωτικὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”. Ἡ δύναμη βρίσκεται τώρα μὲ τὸ πλευρὸ τῆς στρατευμένης ἀθεΐας. Ἡ πίστη ἔχει φιμωθεῖ. Καὶ μόνο αὐτὸ ὅμως ἀποδεικνύει τὴ δύναμή της. Ἡ φωνὴ της εἶναι φιμωμένη ἀκριβῶς ἐπειδὴ μέσα στὰ βάθη της συντηρεῖ ἀκόμη τὴ διδασκαλία τοῦ “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”, πού σημαίνει πώς δίχως τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει, πώς τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἰσχυρότερα ἀπ’ ὁτιδήποτε ἄλλο πάνω στὴ γῆ.
Ἡ συζήτηση πού ἄρχισε δίπλα ἀπὸ τὸ πηγάδι ἐκεῖνο τὸ ζεστὸ μεσημέρι ἀκόμη συνεχίζεται, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι ποτὲ δὲν θὰ σταματήσουν νὰ ψάχνουν, νὰ ἀναζητοῦν, νὰ διψοῦν καὶ νὰ ἀνακαλύπτουν ξανὰ καὶ ξανὰ πώς αὐτὴ ἡ δίψα, αὐτὴ ἡ ἀναζήτηση, αὐτή ἡ πνευματικὴ πείνα δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθεῖ μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο μὲ τὸ Θεό, πού εἶναι Πνεῦμα καὶ Ἀλήθεια, Ἀγάπη καὶ Ἐλευθερία, αἰώνια Ζωὴ καὶ πληρότητα τῶν πάντων.
Ἀπό τό βιβλίο:ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ
ἐκδ. Ἀκρίτας

Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

Ἁγίου ΙΩΑΝΝΟΥ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
par6[1]Στό χρυσωρυχεῖο οὔτε τήν πιό ἀσήμαντη φλέβα δέν θά δεχόταν νά περιφρονήση κανένας κι ἄς προξενῆ πολύν κόπο ἡ ἔρευνά της. Ἔτσι καί στίς θεῖες Γραφές δέν εἶναι χωρίς βλάβη νά προσπεράσης ἕνα γιῶτα ἤ μιά κεραία. Ὅλα πρέπει νά ἐξετάζωνται. Τό ἅγιο Πνεῦμα τά ἔχει πεῖ ὅλα καί τίποτα δέν εἶναι ἀνάξιο σ̉ αὐτές.
Πρόσεξε λοιπόν τί λέει ὁ Εὐαγγελιστής κι ἐδῶ: Αὐτό πάλι ἦταν τό δεύτερο σημεῖο πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, πηγαίνοντας ἀπό τήν Ἰουδαία στήν Γαλιλαία. Καί δέν πρόσθεσε βέβαια ἔτσι ἁπλᾶ τή λέξη «δεύτερο», ἀλλά τονίζει ἀκόμα περισσότερο τό θαῦμα τῶν Σαμαρειτῶν. Δείχνει ὅτι, μόλο πού ἔγινε καί δεύτερο σημεῖο, δέν εἶχαν φτάσει ἀκόμα στό ὕψος ἐκείνων πού τίποτα δέν εἶδαν (τῶν Σαμαρειτῶν) αὐτοί πού ἔχουν δεῖ πολλά καί θαυμάσει. Ὕστερ̉ ἀπ̉ αὐτά ἦταν ἑορτή τῶν Ἰουδαίων. Ποιά ἑορτή; Ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, νομίζω, καί ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα.
Συστηματικά τίς γιορτές βρίσκεται στήν πόλη. Ἀπ̉ τή μιά γιά νά φανῆ πώς ἑορτάζει μαζί τους, ἀπ̉ τήν ἄλλη γιά νά τραβήξη κοντά του τόν ἁπλό λαό. Γιατί αὐτές τίς μέρες γινόταν περισσότερη συρροή τῶν πιό ἁπλῶν. Ὑπάρχει στά Ἱεροσόλυμα ἡ προβατική κολυμβήθρα, Βηθεσδά μέ τό Ἑβραϊκό ὄνομά της, μέ πέντε στοές. Σ̉ αὐτές ἦσαν πεσμένοι ἄρρωστοι πλῆθος – κουτσοί, τυφλοί, ξηροί, πού περίμεναν τήν ταραχή τοῦ νεροῦ. Τί σημαίνει αὐτός ὁ τρόπος τῆς θεραπείας; Τίνος μυστηρίου κάνει ὑπαινιγμό; Αὐτά δέν ἔχουν γραφῆ ἁπλᾶ καί τυχαῖα ἀλλά εἰκονίζει καί ὑποτυπώνει ὅσα ἀνάγονται στό μέλλον.
Μ̉ αὐτόν τόν τρόπο, τόν ὑπερβολικά παράξενο, ὅταν συνέβαινε ὁλότελα ἀπροσδόκητα, δέ θά κατάστρεφε μέσα στίς ψυχές τῶν πολλῶν τή δύναμη τῆς πίστης. Ποιό εἶναι λοιπόν αὐτό πού εἰκονίζει; Σκόπευε νά δώση τό βάπτισμα πού ἔχει πολλή δύναμη καί μεγάλη χάρη.τό βάπτισμα πού ἀποπλύνει ὅλες τίς ἁμαρτίες καί ζωοποιεῖ τούς νεκρούς. Ὅπως λοιπόν σέ εἰκόνα, προδιαγράφονται αὐτά στήν κολυμβήθρα καί σέ πολλά ἄλλα. Καί πρῶτα ἔδωσε τό νερό πού βγάζει τά στίγματα τῶν σωμάτων καί πού δέν εἶναι μιάσματα ἀλλά φαίνονται, ὅπως τά μολύσματα ἀπό κηδεῖες, ἀπό λέπρα καί ἄλλα τέτοια. Καί πολλές ἄλλες θεραπεῖες στήν Παλαιά Διαθήκη θά μποροῦσε κανείς νά δῆ πού πραγματοποιήθησαν μέ νερό, γι̉ αὐτό τό λόγο. Ἀλλά ἄς μποῦμε στό θέμα μας.
Πρῶτα λοιπόν ὅπως εἶπα πρωτύτερα, μολυσμούς σωματικούς κι ἔπειτα διάφορες ἄλλες ἀσθένειες κάνει νά θεραπεύωνται μέ νερό. Γιατί θέλοντας ὁ Θεός νά μᾶς ὁδηγήση κοντύτερα στή δωρεά τοῦ βαπτίσματος δέν θεραπεύει τούς μολυσμούς μονάχα ἀλλά καί ἀσθένειες. Γιατί οἱ πλησιέστερες πρός τήν ἀλήθεια εἰκόνες καί σχετικά μέ τό βάπτισμα καί τό πάθος καί τά ἄλλα ἦσαν καθαρώτερες ἀπό τίς παλαιότερες. Γιατί ὅπως οἱ κοντινοί τοῦ βασιλιᾶ δορυφόροι εἶναι λαμπρότεροι ἀπό τούς πιό μακρινούς, ἔτσι γίνεται καί σχετικά μέ τούς τύπους. Κι ὁ ἄγγελος καταβαίνοντας ἀνατάραζε τό νερό καί τοῦ ἔδινε θεραπευτική δύναμη, γιά νά μάθουν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι πολύ περισσότερο ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων μπορεῖ νά θεραπεύση ὅλα τά νοσήματα τῆς ψυχῆς. Ἀλλά ὅπως ἐδῶ ἡ θεραπευτική δύναμη δέν ἦταν φυσική ἰδιότητα τοῦ νεροῦ, γιατί τότε θά ἐκδηλωνόταν ἀδιάλειπτα, ἀλλά παρουσιαζόταν μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἀγγέλου, ἔτσι καί πάνω σ̉ ἐμᾶς δέν ἐνεργεῖ ἁπλᾶ τό νερό ἀλλά ὅταν δεχτῆ τή χάρη τοῦ Πνεύματος τότε διαλύει ὅλες τίς ἁμαρτίες.
Γύρω ἀπ̉ αὐτή τήν κολυμβήθρα κοίτονταν ἕνα μεγάλο πλῆθος ἄρρωστοι τυφλοί, κουτσοί, λεπροί πού περίμεναν τήν ταραχή τοῦ νεροῦ καί τότε ἡ ἀσθένεια γινόταν ἐμπόδιο σ̉ ἐκεῖνον πού ἤθελε νά θεραπευτῆ. Μά τώρα εἶναι κύριος ὁ καθένας νά προσέλθη. Γιατί δέν ἀναταράζει κάποιος ἄγγελος ἀλλά εἶναι τῶν πάντων ὁ Κύριος αὐτός πού τά ἐκτελεῖ ὅλα καί δέν εἶναι δυνατό νά πῆ ὁ ἀσθενής«μόλις πάω νά κατεβῶ, ἄλλος κατεβαίνει πρίν ἀπό μένα». Ἀλλά, κι ἄν ἔρθη ὅλη ἡ οἰκουμένη, ἡ χάρη δέν ξοδεύεται, οὔτε ἡ ἐνέργεια δαπανᾶται ἀλλά ἴδια καί ἀπαράλλακτη μένει ὅπως πρῶτα. Κι ὅπως οἱ ἡλιακές ἀκτῖνες καθημερινά δίνουν τό φῶς τους καί δέν δαπανῶνται οὔτε λιγοστεύει ἡ λάμψη τους ἀπό τήν ἄφθονη παροχή των, ἔτσι καί πολύ περισσότερο ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, δέν ἐλαττώνεται μ̉ ὅλο τό πλῆθος πού τήν ἀπολαμβάνει.
Αὐτό συνέβαινε, μέ τό σκοπό ἐκεῖνοι πού ἔμαθαν ὅτι εἶναι δυνατό μέ τό νερό νά θεραπευτοῦν πολλά σωματικά νοσήματα καί ἀσκήθηκαν στή γνώση αὐτή πολύν καιρό, νά πιστέψουν εὔκολα ὅτι μπορεῖ νά θεραπεύση καί νοσήματα τῆς ψυχῆς. Καί γιατί τέλος πάντων ὁ Ἰησοῦς ἄφησε ὅλους τούς ἄλλους καί ἦρθε σ̉ αὐτόν, πού εἶχε τριάντα ὀχτώ χρόνια καί γιατί τόν ρώτησε ἄν θέλη νά γίνη ὑγιής. Ὄχι γιά νά μάθη, αὐτό ἦταν περιττό, ἀλλά γιά νά δείξη τήν ὑπομονή τοῦ παραλυτικοῦ καί γιά να καταλάβωμε ὅτι γι̉ αὐτό ἄφησε τούς ἄλλους καί πῆγε σ̉ αὐτόν. Κι ὁ ἀσθενής τοῦ ἀποκρίθηκε καί τοῦ εἶπε:«Κύριε δέν ἔχω κάποιον νά μέ βάλη στήν κολυμβήθρα, ὅταν ταραχθῆ τό νερό. Κι ἐνῶ πηγαίνω ἐγώ, κατεβαίνει ἄλλος πρίν ἀπό μένα».
Γι̉ αὐτό ρώτησε, ἄν θέλη νά γίνη γερός. Γιά νά πληροφορηθοῦμε αὐτά τά πράγματα. Δέν τοῦ εἶπε θέλεις νά σέ κάμω καλά; -Γιατί δέν φανταζόταν ἀκόμα τίποτα σπουδαῖο γι̉ αὐτόν- ἀλλά θέλεις νά γίνης καλά; Ξαφνιάζεται ὁ καρτερικός παράλυτος. Ἔχοντας τριάντα ὀχτώ ἔτη τήν ἀσθένεια καί κάθε χρόνο ἐλπίζοντας ὅτι θά γλύτωνε ἀπ̉ αὐτή, ἔμενε μόνιμα ἐκεῖ καί δέν ἀπομακρυνόταν. Χωρίς τήν καρτερία του ἄν ὄχι τά περασμένα, δέν θά ἦσαν ἱκανά τά μέλλοντα νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό κεῖ;
Σκέψου σέ παρακαλῶ πῶς ἦταν φυσικό καί οἱ ἄλλοι ἄρρωστοι νά εἶναι ἥσυχοι. Γιατί μήτε ἡ ὥρα δέν ἦταν φανερή πού ταραζόταν τό νερό. Καί στό κάτω-κάτω οἱ κουτσοί καί οἱ κουλλοί μποροῦσαν νά παρατηρήσουν. Οἱ τυφλοί ὅμως πού δέν ἔβλεπαν; Ἴσως τό καταλάβαιναν ἀπό τό θόρυβο. Ἄς νιώσωμε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ντροπή καί ἄς στενάξωμε γιά τήν πολλή ἀδιαφορία μας. Τριάντα ὀχτώ χρόνια ἔμεινε στό ἴδιο μέρος ἐκεῖνος καί, μ̉ ὅλο πού δέν πετύχαινε ὅ,τι ἤθελε, δέν ἀπομακρυνόταν. Καί δέν πετύχαινε ὄχι ἀπό ἀδιαφορία δική του ἀλλά γιατί τόν ἐμπόδιζαν καί τόν παραμέριζαν οἱ ἄλλοι. Καί ὅμως δέν ἀπογοητευόταν. Ἐμεῖς ὅμως δέκα ἡμέρες, ἄν μείνωμε κάπου καί παρακαλέσωμε γιά κάτι χωρίς νά πετύχουμε στό τέλος βαρυόμαστε νά δείξωμε τόν ἴδιο ζῆλο. Καί στούς ἀνθρώπους κάποτε μένουμε κοντά τόσο διάστημα ὑποφέροντες τίς ταλαιπωρίες τῆς ἐκστρατείας καί ἐκτελώντας ἐργασίες δουλοπρεπεῖς, χωρίς νά ἐκπληρώνεται πολλές φορές ἡ ἐλπίδα μας. Στόν Κύριο ὅμως τό δικό μας, ὅπου θά πάρωμε ὁπωσδήποτε μεγαλύτερη ἀπό τούς κόπους μας ἀμοιβή – ἡ ἐλπίδα, γράφει, δέν ἀπογοητεύει – δέν θέλομε νά μείνωμε κοντά του μέ τό ζῆλο πού πρέπει.
Πόση τιμωρία ἁρμόζει σ̉ αὐτή τή στάση; Ἀκόμη κι ἄν δέν ἦταν δυνατό νά πάρουμε τίποτα, αὐτή τήν ἀδιάκοπη συνομιλία μαζί του δέν ἔπρεπε νά τήν θεωροῦμε ἄξια ἄπειρων ἀγαθῶν; Ἀλλά εἶναι κουραστική ἡ ἀδιάκοπη προσευχή; Ἀλλά καί ποιά ἀρετή δέν εἶναι κοπιαστική; Κι αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀπορία: ὅτι μαζί μέ τήν κακία κληρώθηκε ἡ εὐχαρίστηση, ἐνῶ μέ τήν ἀρετή ὁ πόνος. Πολλοί ἀναζητοῦν τήν αἰτία. Μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός ἀπ̉ τήν ἀρχή ζωή ἐλεύθερη ἀπό φροντίδες καί κόπους. Ἡ ἀργία ὡδήγησε στή διαστροφή καί χάσαμε τόν παράδεισο. Γι̉ αὐτό ἔκαμε ἐπίπονη τή ζωή μας, σάν νά δικαιολογοῦνταν στό γένος τῶν ἀνθρώπων λέγοντας.σᾶς ἔβαλα μέσα στήν τρυφή, ἀλλά ἡ ἀπιστία σᾶς ἔκαμε χειρότερους. Γι̉ αὐτό διέταξα νά δοκιμάζετε τόν πόνο καί τόν ἱδρῶτα. Ἐπειδή ὅμως οὔτε αὐτός ὁ πόνος δέν συγκράτησε τόν ἄνθρωπο, μᾶς ἔδωσε νόμο μέ πολλές ἐντολές βάζοντάς μας, ὅπως στό δύσκολο ἄλογο, δεσμά καί χαλινάρια.
Τό ἴδιο κάνουν καί οἱ ἀλογοδαμαστές. Γι̉ αὐτό εἶναι ἐπίπονη ἡ ζωή μας. Ἡ ζωή ἡ χωρίς κόπο συνήθως διαφθείρει. Ἡ φύση μας δέν δέχεται τήν ἀργία, εὔκολα κλίνει στήν κακία. Ἄς ὑποθέσωμε ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό κόπους ὁ φρόνιμος καί ἐνάρετος γενικά, ἀλλά ἐπιτυγχάνουν τό κάθε τι ἀκόμα καί κοιμισμένοι. Τήν ἄνεση πού θά προέκυπτε ποῦ θά τή χρησιμοποιούσαμε; Ὄχι στήν ἀνοησία καί τήν ὑπερηφάνεια;
Ἀλλά γιατί ἔχει συζευχθῆ μέ τήν κακία πολλή εὐχαρίστηση καί μέ τήν ἀρετή πολύς κόπος καί ἱδρῶτας; Καί τί χάρη θά εἶχε καί τί μισθό θά ἔπαιρνε, ἄν τό πρᾶγμα δέν ἦταν κοπιαστικό; Ἔχω νά σᾶς δείξω πολλούς πού ἀποστρέφονται ἐκ φύσεως τό γάμο καί τόν ἀποφεύγουν μέ σιχαμάρα. Αὐτούς θά τούς ποῦμε φρόνιμους καί θά τούς στεφανώσωμε καί θά τούς ἀνακηρύξωμε πανηγυρικά; καθόλου. Γιατί ἡ σωφροσύνη εἶναι ἐγκράτεια καί ὑπερίσχυση πάνω στίς ἡδονές ὕστερα ἀπό μάχη. Καί τά πολεμικά τρόπαια εἶναι λαμπρότερα, ὅταν οἱ ἀγῶνες εἶναι σκληροί, ὄχι ὅταν οἱ ἀντίπαλοι δέν ἀντιστέκονται.
Εἶναι πολλοί νωθροί ἀπό τή φύση. Αὐτούς δέ θά τούς ποῦμε ἐνάρετους. Γι’ αυτό ὁ Χριστός ἀναφέροντας τρεῖς τρόπους εὐνουχισμοῦ τούς δύο τούς ἀφήνει ἀβράβευτους καί τόν ἕναν μόνο βραβεύει μέ τή βασιλεία. Σᾶς λέω καί γιατί χρειάζεται ἡ κακία. Ποιός ἄλλος εἶναι ὁ δημιουργός τῆς κακίας ἀπό τή θεληματική ἀδιαφορία; Κι οἱ ἀγαθοί ἔπρεπε νά εἶναι μόνοι. Ποιό εἶναι τό γνώρισμα τοῦ ἀγαθοῦ, ἡ νηφαλιότητα καί ἡ ἀγρυπνία ἤ ὁ ὕπνος καί τό ροχαλητό; Καί γιατί φαινόταν γιά ἀγαθό τό νά ἐπιτυγχάνης χωρίς κόπο; Φέρνεις ἐνστάσεις πού θά ἔφεραν ζωντανά καί λαίμαργοι καί ἄνθρωποι πού νομίζουν Θεό τήν κοιλιά τους. Ἀποκρίσου μου ὅτι αὐτοί εἶναι λόγοι ἀδιαφορίας.
Ἄν ὑπάρχη βασιλέας καί στρατηγός, κι ἐνῶ ὁ βασιλιάς κοιμᾶται καί μεθᾶ, ὁ στρατηγός μέ ταλαιπωρίες τήν ἕκτη ὥρα στήνει τά τρόπαια, σέ ποιόν θά ἀπέδιδες τήν νίκη; Καί ποιός χάρηκε τή χαρά τῆς νίκης; Βλέπεις ὅτι ἡ ψυχή κλίνει σ̉ ἐκεῖνον μέ τόν ὁποῖον κοπίασε; Γι̉ αὐτό καί τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς τή συνώδεψε μέ κόπους, ἐπειδή ἤθελε νά ἐξοικειώση τήν ψυχή μ̉ αὐτή. Γι̉ αὐτό τήν ἀρετή κι ἄν ἀκόμα δέν τήν πραγματοποιήσωμε τή θαυμάζομε, ἐνῶ τήν κακία μ̉ ὅλη τή γλυκύτητα τήν καταδικάζομε. Κι ἄν ἐρωτήσης, γιατί δέ θαυμάζομε πιό πολύ τούς ἐκ φύσεως ἀγαθούς ἀπό ἐκείνους πού εἶναι ἀγαθοί μέ τήν θέλησή τους; Ἐπειδή εἶναι δίκαιο νά προτιμᾶται αὐτός πού κοπιάζει. Καί γιά πιό λόγο τώρα κοπιάζομε; Ἐπειδή τήν ἔλλειψη τοῦ κόπου δέν τήν ἐκρατήσαμε ὅπως ἔπρεπε. Κι ἄν τό καλοεξετάση κανένας, ἡ ἀργία πάντα μᾶς ἔβλαψε καί δημιούγησε πολύν κόπον. Κι ἄν θέλης, ἄς κλείσουμε κάποιον σ̉ ἕνα σπίτι κι ἄς ἱκανοποιοῦμε μόνο τή λαιμαργία του, χωρίς νά τόν ἀφήνουμε οὔτε νά βαδίζη οὔτε στήν ἐργασία νά τόν βγάζουμε.
Ἀλλά ἄς χαίρεται τό φαγητό καί τόν ὕπνον καί ἄς γλεντᾶ ἀδιάκοπα. Ὑπάρχει ἀθλιώτερη ζωή ἀπ̉ αὐτήν; Εἶναι ἄλλο ὅμως νά ἐργάζεσαι καί ἄλλο νά κοπιάζης. Ἦταν στό χέρι μας τότε νά ἐργαζώμαστε χωρίς κόπους. Μά εἶναι δυνατό; Βέβαια εἶναι, κι αὐτό θέλησε ὁ Θεός, ἀλλά δέν τό ἐβαστάξαμε ἐμεῖς. Γι̉ αὐτό μᾶς ἔβαλε νά καλλιεργοῦμε τόν Παράδεισο, ὁρίζοντάς μας τήν ἐργασία χωρίς νά ἀναμείξη τόν κόπο. Γιατί βέβαια ἄν ὁ ἄνθρωπος κοπίαζε ἀπό τήν ἀρχή δέν θά πρόσθετε ἔπειτα τόν κόπο σάν τιμωρία. Γιατί εἶναι δυνατόν νά ἐργάζεται κανείς καί νά μήν κοπιάζει, ὅπως οἱ ἄγγελοι. Γιά νά πεισθῆτε ὅτι ἐργάζονται, ἀκοῦστε τί λέγει: Μποροῦν μέ τή δύναμή τους νά ἐκτελέσουν τό λόγο του. Τώρα ἡ ἔλλειψη τῆς δυνάμεως προξενεῖ πολλή κούραση.τότε ὅμως αὐτό δέ γινόταν. Αὐτός πού μπῆκε στήν περίοδο τῆς ἀναπαύσεώς του, ἀναπαύθηκε λέει, ἀπό τά ἔργα του, ὅπως ἀπό τά δικά του ὁ Θεός. Ἐδῶ δέν ἐννοεῖ ἀργία ἀλλά ἔλλειψη κόπου. Γιατί ὁ Θεός καί τώρα ἀκόμη ἐργάζεται καθώς λέγει ὁ Χριστός.Ὁ πατέρας μου ὡς τώρα ἐργάζεται κι ἐργάζομαι κι ἐγώ.
Γι̉ αὐτό συμβουλεύω ἀφοῦ ἐγκαταλείψεται κάθε ἀδιαφορία νά ζηλέψετε τήν ἀρετή. Γιατί ἡ εὐχαρίστηση τῆς κακίας εἶναι σύντομη ἐνῶ ἡ λύπη παντοτινή.τῆς ἀρετῆς ἀντίθετα, ἀγέραστη εἶναι ἡ χαρά καί πρόσκαιρος ὁ κόπος. Ἡ ἀρετή ξεκουράζει τόν ἐργάτη της καί πρίν ἀπό τή βράβευσή του, συντηρῶντας τον μέ τίς ἐλπίδες, ἐνῶ ἡ κακία τιμωρεῖ τόν δικό της ἐργάτη, πιέζοντας τή συνείδηση καί τρομοκρατῶντας την καί προδιαθέτοντας σέ ὑποψία ἐναντίον ὅλων. Κι αὐτά βέβαια ἀπό πόσους κόπους καί ἱδρῶτες εἶναι χειρότερα.
Κι ἄν στή θέση τους ὑπῆρχε μόνο εὐχαρίστηση, τί χειρότερο ὑπάρχει ἀπό τήν εὐχαρίστηση αὐτή; Τήν ἴδια ὥρα φανερώνεται καί μαραμένη χάνεται καί φεύγει πρίν τήν πιάση κανένας, κι ἄν πῆς τήν ἀπόλαυση τῶν σωμάτων ἤ τοῦ γλεντιοῦ ἤ τῶν χρημάτων.δέν παύουν νά γερνοῦν καθημερινά. Κι ὅταν ἡ ἡδονή συνεπάγεται κόλαση καί τιμωρία, ποιός θά ἦταν πιό ἀξιολύπητος ἀπό αὐτούς πού τήνἐπιδιώκουν; Ἄς τά ξέρωμε αὐτά κι ἄς ὑποφέρωμε τά πάντα γιά χάρη τῆς ἀρετῆς. Γιατί ἔτσι θά χαροῦμε καί τήν ἀληθινή ἀπόλαυση μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζί μ̉ ἐκεῖνον καί στόν Πατέρα καί στό ἅγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.
https://www.imaik.gr/

Σάββατο 2 Μαΐου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ 
Λόγος εις την Κυριακή των Μυροφόρων
Στα τριάμιση τελευταία χρόνια της επίγειας ζω­ής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όταν Αυτός κήρυττε το Ευαγγέλιο της δικαιοσύνης και έκανε αμέ­τρητα θαύματα, μαζί Του βρίσκονταν συνεχώς οι άγι­οι απόστολοι και οι μυροφόρες γυναίκες. Οι από­στολοι τους οποίους ο ίδιος διάλεξε ήταν περισσό­τεροι από τις μυροφόρες. Και μόνο τους αποστόλους έστελνε ο Κύριος να κηρύττουν το Ευαγγέλιο. Μό­νο στους αποστόλους έδωσε την εξουσία να διώ­χνουν τα δαιμόνια και να θεραπεύουν τους ασθενείς. Οι μυροφόρες, αν και δεν τις αγαπούσε ο Κύριος λι­γότερο από τους αποστόλους, δεν έλαβαν απ' Αυτόν τέτοια χαρίσματα.
Πρέπει να σκεφτούμε ποιοι είναι οι λόγοι που ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός άλλη στάση κρατούσε απέναντι στους άνδρες και άλλη απέναντι στις γυ­ναίκες, τα δύο αυτά φύλα του ανθρωπίνου γένους. Δεν μπορούμε βέβαια να δώσουμε μία εξαντλητική απά­ντηση σ' αυτό το ερώτημα.
Μπορούμε όμως με βάση όχι τη δική μας λογική αλλά την αγία Γραφή να βρούμε κάποια στοιχεία που θα βοηθήσουν τη σκέ­ψη μας να πάρει σωστή κατεύθυνση.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να σκεφτούμε, αν μπορούσαν ή όχι οι γυναίκες με τις ασθενείς δυνά­μεις τους να σηκώσουν το βάρος του αποστολικού έργου, των διωγμών και των βασάνων που υπέφεραν οι απόστολοι του Χριστού. Υπάρχουν γι' αυτό το θέμα πολλές μαρτυρίες και στην Αγία Γραφή και στους βίους των αποστόλων. Ας ακούσουμε τι λέει ο Πρωτοκορυφαίος και μεγάλος απόστολος Παύλος για τα βάσανα που υπέφερε για τον Χριστό και τους διω­γμούς που υπέστη για το όνομά Του κατά τη διάρκεια του αποστολικού του έργου:
«Υπό Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρά μί­αν έλαβον, τρις ερραβδίσθην, άπαξ ελιθάσθην, τρις εναυάγησα, νυχθημερόν εν τω βυθώ πεποίηκα· οδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις· εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψει, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι» (Β' Κορ. 11, 24-27).
Αυτά υπέφερε ο απόστολος Παύλος.
Ας θυμηθούμε τώρα το βίο του Πρωτοκλήτου αποστόλου Ανδρέα. Ήταν πολύ δύσκολη η ζωή του. Στην αρχή κήρυττε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία. Με­τά πήγε στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας, επι­σκέφτηκε όλες τις σημαντικότερες παραθαλάσσιες πόλεις και κήρυττε εκεί τον Χριστό. Στη Σινώπη οι ειδωλολάτρες τον χτύπησαν με αγριότητα και τον άφησαν μισοπεθαμένο έξω από την πύλη της πόλε­ως. Εδώ του φανερώθηκε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, τον θεράπευσε και του είπε να μην φοβάται κανέ­ναν. Έτσι ο απόστολος Ανδρέας συνέχισε το δρόμο και αφού πέρασε την Αμπχαζία και τον Καύκασο έ­φτασε στην Κριμαία.
Ναι, και εδώ κήρυττε ο απόστολος Ανδρέας το Ευαγγέλιο. Όμως δεν σταμάτησε εδώ αλλά συνέχι­σε την πορεία του. Ακολουθώντας τον ποταμό Δνεί­περο έφτασε στον τόπο όπου σήμερα βρίσκεται η μεγάλη και η αγία πόλη του Κιέβου. Εκεί στους λό­φους του Κιέβου ύψωσε τον Τίμιο Σταυρό και είπε: «Πιστέψτε με, εδώ σ' αυτούς τους λόφους θα λάμψει η χάρη του Θεού. Μεγάλη πόλη θα είναι εδώ, θα κτί­σει ο Κύριος στον τόπο αυτό πολλές εκκλησίες και θα φωτίσει με το θείο Βάπτισμα όλη την Ρωσική γη».
Δεν τελείωσε όμως στο Κίεβο η περιοδεία του. Ο απόστολος του Χριστού προχώρησε στο βάθος της ρωσικής γης και έφτασε μέχρι την βόρεια πόλη Νόβγκορον. Φανταστείτε τώρα πόσο δύσκολος ήταν ο δρόμος του. Από δω γύρισε στην Ελλάδα, όπου τελείωσε τη ζωή του πάνω στο σταυρό. Δεν κάρφω­σαν με τα καρφιά τα χέρια και τα πόδια του αλλά τα έδεσαν με σχοινί για να υποφέρει πιο πολύ. Επάνω στο σταυρό ο απόστολος βρισκόταν τέσσερεις μέρες και τέσσερεις νύχτες, υποφέροντας πολλά βάσανα και δοξάζοντας τον Θεό.
Σκεφτείτε τώρα, αν θα μπορούσαν οι μυροφόρες γυναίκες να αντέξουν τέτοιους κόπους, πόνους και διωγμούς που υπέφεραν οι απόστολοι. Σας έχω πει ότι εκτός από τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο όλοι οι άλλοι απόστολοι είχαν μαρτυρικό θάνατο και πολ­λοί απ' αυτούς τελείωσαν την ζωή τους πάνω στο σταυρό. Θα μπορούσαν οι γυναίκες να αντέξουν τέ­τοιους κόπους; Τέτοιους διωγμούς και καταδιώξεις που υφίσταντο οι απόστολοι; Μπορούν να συγκρι­θούν οι ασθενείς δυνάμεις μιας γυναίκας με την δύ­ναμη που είχε για παράδειγμα ο άγιος απόστολος Ανδρέας; Ασφαλώς όχι. Οι γυναίκες είναι πιο αδύναμες από τους άνδρες, γι' αυτό και ο Κύριος Ιη­σούς Χριστός αλλιώς φερόταν στους άνδρες και αλ­λιώς στις γυναίκες. Δεν θέλησε να επιφορτίσει τις μυροφόρες γυναίκες με το βάρος του αποστολικού έργου.
Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Υπάρχει όμως και μία άλλη, η οποία και αυτή έχει μεγάλη σημασία. Ακούστε τι είπε ο μεγάλος προφήτης Μωϋσής στο πέμπτο βιβλίο της Πεντατεύχου, στο Δευτερονόμιο: «Ουκ έσται σκεύη ανδρός επί γυναικί, ουδέ μη ενδύσηται ανήρ στολήν γυναικείαν, ότι βδέλυγμα Κυρίω τω Θεώ σού εστιν πας ποιών ταύτα» (Δευτ. 22, 5). Μη νομίζετε ότι εδώ πρόκειται για καρναβάλια. Και να μην νομίζετε ότι είναι ασήμα­ντος αυτός ο σύντομος λόγος του προφήτη, που ανα­φέρεται στο γυναικείο ένδυμα.
Ο λόγος αυτός έχει μεγάλη σπουδαιότητα και θα ήθελα να το καταλάβετε διότι αυτό θα μας βοηθή­σει για να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί ο Κύριος Ιησούς Χριστός ανέθεσε το αποστολικό έργο με τους κόπους και τους πόνους του στους άνδρες απο­στόλους και όχι στις μυροφόρες γυναίκες. Είναι πο­λύ σημαντική η διάκριση που έκανε ο Κύριος μετα­ξύ ανδρών και γυναικών σε σχέση με το ρόλο και την αποστολή που έχει κάθε φύλο.
Εκείνοι οι επιστήμονες, οι οποίοι ασχολούνται με τη βιολογία, ξέρουν καλά ότι κάθε φυτό και κάθε ζώο από τη φύση τους, ή καλύτερα να πούμε από τον Δημιουργό, είναι προορισμένα να ζουν σε κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες, οι οποίες είναι διαφορετι­κές για το καθένα απ' αυτά. Αυτές οι συνθήκες προσδιορίζουν τη ζωή τους αλλά επίσης και τη δομή που έχει το σώμα τους.
Τώρα, ό,τι αφορά τον άνθρωπο. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ανδρός και γυναικός. Και είναι δια­φορετική η δομή του σώματος τους. Πρώτ' απ' όλα η γυναίκα είναι πολύ πιο αδύνατη από τον άνδρα. Ο Θεός προόρισε τη γυναίκα για ένα συγκεκριμένο έργο. Τη γυναίκα, και όχι τον άνδρα. Το έργο αυτό διαφέρει πολύ από εκείνο, για το οποίο είναι προο­ρισμένος ο άνδρας.
Τι είναι το σημαντικότερο στη ζωή του άνθρω­που; Όλα τα έργα που κάνει ο άνθρωπος έχουν γι' αυτόν την ίδια σπουδαιότητα; Ασφαλώς όχι. Όταν έπλασε ο Θεός τους πρώτους ανθρώπους, τον Αδάμ και την Εύα, τους έδωσε την πρώτη εντολή, πολύ σύντομη και πολύ απλή: «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» (Γεν. 1, 28). Αν αυτή ήταν η πρώτη εντολή τό­τε πρέπει να παραδεχθούμε ότι είναι εξαιρετικά σημαντική και πολύ βαθιά. Αν δεν υπήρχε αυτή η ε­ντολή, τότε το ανθρώπινο γένος θα ήταν ολιγάριθμο και αδύναμο μπροστά στη φύση. Ξέρουμε ότι μόνο εκείνα τα κράτη θεωρούνται ισχυρά, αυτά που έχουν μεγάλο πληθυσμό.
Η εντολή, λοιπόν, του Θεού «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» δηλώνει την σπουδαιότητα που έχει για το ανθρώπινο γένος το έργο αυτό. Αδιαμφισβήτητα τον πρώτο λόγο εδώ έχει η γυναίκα και όχι ο άνδρας. Για τη γυναίκα το έργο αυτό είναι το πιο σημαντικό στη ζωή της. Αυτό δεν το λέω εγώ αλλά η αγία Γραφή. Βέβαια δεν είναι σωστό να περιορίζουμε το ρόλο της γυναίκας στην τεκνογονία. Και πιστεύω ότι κανένας άνθρωπος προσεκτικός και πνευματικά καλλιεργημέ­νος δεν σκέφτεται έτσι.
Οι Γερμανοί λένε ότι όλος ο ρόλος και η απο­στολή της γυναίκας προσδιορίζονται από τέσσερεις λέξεις: παιδιά, ρούχα, κουζίνα, εκκλησία. Είναι ασέ­βεια να λέμε και να σκεφτόμαστε έτσι και να προσ­βάλλουμε ολόκληρο το γυναικείο φύλο. Για μας τους ορθοδόξους αυτό είναι απαράδεκτο. Θέλω να πω ότι αν η γυναίκα έχει κάποια προσόντα δεν πρέ­πει να τα αφήσει. Αν της έδωσε ο Θεός βαθιά διά­νοια μπορεί να ασχοληθεί με την επιστήμη ή τη λο­γοτεχνία. Επαναλαμβάνω, είναι μεγάλο λάθος και είναι ανεπίτρεπτο να περιορίζουμε το ρόλο της γυ­ναίκας στην τεκνογονία και την ανατροφή των παι­διών.
Αυτό όμως δεν αφορά όλες τις γυναίκες. Διότι είναι λίγες οι γυναίκες που έχουν κάποιες εξαιρετι­κές ικανότητες ή ταλέντα ή κλίση στην τέχνη, την επιστήμη ή την φιλοσοφία. Οι περισσότερες ως το σημαντικότερο έργο τους πρέπει να βλέπουν αυτό για το οποίο τις προόρισε ο Κύριος. Το να γεννάει η γυναίκα και να φροντίζει τα παιδιά της είναι έργο σπουδαιότατο. Και είναι απαράδεκτο να αφήνει η γυναίκα το παιδί της χωρίς φροντίδα. Καμμία άλλη γυναίκα δεν μπορεί να φροντίσει το παιδί της όπως το φροντίζει η μητέρα του.
Εδώ πολύ μεγάλο ρόλο παίζει η συγγένεια εξ αίματος, την οποία δεν πρέπει να την παραβλέπου­με. Επίσης και το μητρικό γάλα, τις ιδιότητες του οποίου ίσως δεν τις γνωρίζουμε καλά, έχει μεγάλη σημασία για τη σωστή ανάπτυξη του παιδιού. Και ένα άλλο εξίσου σημαντικό πράγμα: Η αγάπη που προσφέρει η μητέρα στο παιδί της δεν μπορεί να του την προσφέρει καμμία άλλη γυναίκα. Αλλοίμονο στο παιδί που το μεγαλώνει μία ξένη γυ­ναίκα και όχι η μητέρα του ή που μεγαλώνει σε κά­ποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Αλίμονο στη γυναίκα που αρνείται το παιδί της.
Αλλοίμονο και σ' αυτή τη γυναίκα που παραβλέ­πει και δεν δίνει σημασία στις προτεραιότητες του φύλου της. Αλλοίμονο σ' εκείνες τις γυναίκες που περιφρονώντας την αξιοπρέπεια τους προτιμούν να φοράνε ανδρικά ρούχα. Έχω ακούσει για μία ανόη­τη γυναίκα που κυκλοφορούσε στους δρόμους ντυμέ­νη με ανδρικό κοστούμι. Όταν την έβλεπαν οι άν­θρωποι με απέχθεια και αγανάκτηση έστρεφαν το βλέμμα τους. Δεν καταλάβαινε η καημένη ότι προσ­βάλλει μ' αυτό την αξιοπρέπειά της.
Αυτό επιβεβαιώνει και η Αγία Γραφή με το λό­γο που ήδη έχουμε αναφέρει: «Ουκ έσται σκεύη ανδρός επί γυναικί, ουδέ μη ενδύσηται ανήρ στολήν γυναικείαν, ότι βδέλυγμα Κυρίω τω Θεώ σού εστιν πας ποιών ταύτα» (Δευτ. 22, 5). Βεβαίως δε θεωρεί­ται βδέλυγμα κάθε άνθρωπος που είναι ντυμένος με ρούχα του άλλου φύλου. Δεν μπορεί να είναι οργή του Θεού πάνω στη γυναίκα η οποία για να θρέψει τα μικρά της παιδιά δουλεύει ως σοβατζής και είναι αναγκασμένη να φοράει ανδρικά ρούχα για να κάνει τη δουλειά της. Δεν πρόκειται εδώ για τέτοιες περιπτώσεις. Εδώ μιλάμε για τις γυναίκες που περιφρο­νούν το δικό τους γυναικείο ένδυμα. Έχω δει στα πανεπιστήμια πολλές καθηγήτριες που φοράνε ανδρικά ρούχα. Αυτές είναι βδέλυγμα ενώπιον του Θε­ού, αυτές παραβαίνουν την εντολή που τις δόθηκε από τον Θεό.
Αυτός λοιπόν είναι ο λόγος για τον οποίο ο Κύ­ριος δεν κάλεσε τις μυροφόρες γυναίκες να αναλά­βουν το έργο που προοριζόταν για τους άνδρες. Και γι' αυτό ζητά ο Κύριος από τις γυναίκες να εκτιμούν και να σέβονται το δικό τους γυναικείο φύλο, τις ιδι­ότητες της ψυχολογικής τους σύνθεσης που τις χά­ρισε ο Θεός. Αν έχετε από τον Θεό αυτές τις ιδιό­τητες, να τις φυλάγετε με μεγάλο σεβασμό και ευχα­ριστία προς τον Κύριο. Αμήν.
ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ
ΤΟΜΟΣ Α'
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"