Ἡ προσευχὴ. Κυρ. Πατέρων Α΄ Οἰκ. Συνόδου
«Ταῦτα
ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ
εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου
δοξάσῃ σε» (Ἰω. 17,1)
(†) ἐπίσκοποςΑὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης
(†) ἐπίσκοποςΑὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης
Τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ
διαβάστηκε σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶναι μιὰ προσευχή. Ποιός ἔκανε τὴν
προσευχὴ αὐτή; Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Πότε τὴν ἔκανε; Τὴν
τελευταία νύκτα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, τὴ Μεγάλη Πέμπτη. Ὅταν τελείωσε ὁ
Μυστικὸς Δεῖπνος κ᾿ ἔφυγε ὁ Ἰούδας, εἶχε πιὰ νυχτώσει καὶ ἔλαμπαν τὰ
ἄστρα. Τότε ὁ Κύριός μας ὕψωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε. Τί
εἶπε;
Ὁ Χριστὸς δοξάζει τὸ Θεὸ καὶ λέει· «Πατέρα μου, σὲ ἐδόξασα ἐπάνω στὴ γῆ. Τὸ ὄνομά σου τὸ φανέρωσα στοὺς ἀνθρώπους»· «ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις» (Ἰω. 17,6).
Καὶ μετὰ συνεχίζει· Σ᾿ εὐχαριστῶ, οὐράνιε Πατέρα, γιατὶ ἔφερες κοντά μου αὐτοὺς τοὺς μαθητάς. Αὐτοὶ θὰ μείνουν στὸν κόσμο. Αὐτοὶ μὲ ἀγαποῦν· ὁ κόσμος ὅμως μὲ μισεῖ. Αὐτοὶ ἄκουσαν τὰ λόγια σου, ὁ κόσμος δὲν τὰ ἄκουσε. Γι᾿ αὐτό, τώρα ποὺ φεύγω καὶ θὰ μείνουν μόνοι καὶ ὀρφανοί, σὲ παρακαλῶ πολὺ νὰ τοὺς φυλάξῃς, γιὰ νὰ μὴ χαθῇ κανένας ἀπὸ αὐτούς.
Ὁ Χριστὸς δοξάζει τὸ Θεὸ καὶ λέει· «Πατέρα μου, σὲ ἐδόξασα ἐπάνω στὴ γῆ. Τὸ ὄνομά σου τὸ φανέρωσα στοὺς ἀνθρώπους»· «ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις» (Ἰω. 17,6).
Καὶ μετὰ συνεχίζει· Σ᾿ εὐχαριστῶ, οὐράνιε Πατέρα, γιατὶ ἔφερες κοντά μου αὐτοὺς τοὺς μαθητάς. Αὐτοὶ θὰ μείνουν στὸν κόσμο. Αὐτοὶ μὲ ἀγαποῦν· ὁ κόσμος ὅμως μὲ μισεῖ. Αὐτοὶ ἄκουσαν τὰ λόγια σου, ὁ κόσμος δὲν τὰ ἄκουσε. Γι᾿ αὐτό, τώρα ποὺ φεύγω καὶ θὰ μείνουν μόνοι καὶ ὀρφανοί, σὲ παρακαλῶ πολὺ νὰ τοὺς φυλάξῃς, γιὰ νὰ μὴ χαθῇ κανένας ἀπὸ αὐτούς.
* * *
Βλέπουμε στὴν περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε,
ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ ἄνθρωπος, καὶ σὰν ἄνθρωπος ἔκανε καὶ αὐτὸς τὴν
προσευχή του. Μᾶς διδάσκει λοιπὸν ἔτσι, ὅτι κ᾽ ἐμεῖς πρέπει νὰ
προσευχώμεθα.
Πότε ἔκανε προσευχὴ ὁ Χριστός;Προσευχήθηκε στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Προσευχήθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου ἐπὶ σαράντα ἡμέρες δέχθηκε ἐπίθεσι ἀπὸ τὸ διάβολο. Προσευχήθηκε τὴ Μεγάλη Πέμπτη στὸ Μυστικὸ Δεῖ πνο, ὅπως εἴπαμε.
Προσευχήθηκε στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Τόσο μεγάλη ἦταν ἐκεῖ ἡ ἀγωνία του, ὥστε ὁ ἱδρώτας του ἔπεφτε σὰν σταλαγματιὲς αἷμα κάτω στὴ γῆ. Προσευχήθηκε τέλος κ᾿ ἐπάνω στὸ σταυρό.
Πότε ἔκανε προσευχὴ ὁ Χριστός;Προσευχήθηκε στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Προσευχήθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου ἐπὶ σαράντα ἡμέρες δέχθηκε ἐπίθεσι ἀπὸ τὸ διάβολο. Προσευχήθηκε τὴ Μεγάλη Πέμπτη στὸ Μυστικὸ Δεῖ πνο, ὅπως εἴπαμε.
Προσευχήθηκε στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Τόσο μεγάλη ἦταν ἐκεῖ ἡ ἀγωνία του, ὥστε ὁ ἱδρώτας του ἔπεφτε σὰν σταλαγματιὲς αἷμα κάτω στὴ γῆ. Προσευχήθηκε τέλος κ᾿ ἐπάνω στὸ σταυρό.
Ἑπτὰ φορὲς μίλησε πάνω ἀπὸ τὸ σταυρό του ὁ Χριστός. Ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ
λόγους, ποὺ εἶπε, οἱ τρεῖς εἶναι προσευχές. Τὴν ὥρα ποὺ τὸν κάρφωναν,
δὲν καταριόταν, ἀλλὰ εἶπε· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί
ποιοῦσι»· πατέρα μου, συχώρεσέ τους, γιατὶ δὲν ξέρουν τί κάνουν (Λουκ.
23,34). Τὴν ὥρα ποὺ σείστηκε ἡ γῆ κι ὁ ἥλιος σκοτείνιασε, ὁ Χριστὸς
εἶπε· «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνα- τί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46). Κι ὅταν
ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ξεψυχήσῃ εἶπε· «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ
πνεῦμά μου»· πατέρα μου, στὰ χέρια σου ἀφήνω τὴν ψυχή μου (Λουκ. 23,46).
Βλέπετε τί λόγια ἔχει τὸ Εὐαγγέλιο; Παντοῦ ἔκανε προσευχὴ ὁ Χριστός·
στὴν ἔρημο, στὰ βουνά, στὶς ῥεματιές. Καὶ μὲ προσευχὴ ἔφυγε ἀπὸ τὸν
κόσμο αὐτό. Τί μᾶς διδάσκει μ᾿ αὐτό; Ὅτι πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ
προσευχώμεθα. Χριστιανός, ποὺ δὲν προσεύχεται, δὲν εἶναι χριστιανός.
Τί εἶναι ἡ προσευχή; Τὸ παιδὶ μιλάει μὲ τὴ μάνα, ὁ ἄντρας μιλάει μὲ
τὴ γυναῖκα του. Εὐχαριστιέται τὸ παιδὶ νὰ κουβεντιάζῃ μὲ τὴ μάνα,
εὐχαριστιέται ὁ ἄντρας νὰ μιλάῃ μὲ τὴ γυναῖκα του, εὐχαριστιέται ὁ νέος
νὰ κουβεντιάζῃ μὲ τὴ νέα ποὺ ἀγαπᾷ.
Καὶ τί λένε; ἐφήμερα πράγματα, ἀνοησίες. Ἡ πιὸ ὡραία κουβέντα εἶναι, ν᾿ ἀνοίξῃς τὴν καρδιά σου καὶ νὰ μιλήσῃς μὲ τὸ Θεό· αὐτό εἶναι ἡ προσευχή. Καὶ τί νὰ λὲς στὸ Θεό; Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια σηκώνονταν τὸ πρωὶ καὶ πήγαιναν στὴν ἐκκλησιά. Κι ὅταν ἀνέτελλε ὁ ἥλιος, ἔπεφταν μπρούμυτα κ᾽ ἔλεγαν· «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς…».
Καὶ τί λένε; ἐφήμερα πράγματα, ἀνοησίες. Ἡ πιὸ ὡραία κουβέντα εἶναι, ν᾿ ἀνοίξῃς τὴν καρδιά σου καὶ νὰ μιλήσῃς μὲ τὸ Θεό· αὐτό εἶναι ἡ προσευχή. Καὶ τί νὰ λὲς στὸ Θεό; Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια σηκώνονταν τὸ πρωὶ καὶ πήγαιναν στὴν ἐκκλησιά. Κι ὅταν ἀνέτελλε ὁ ἥλιος, ἔπεφταν μπρούμυτα κ᾽ ἔλεγαν· «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς…».
Τώρα γίναμε σὰν τὰ ζῷα, χειρότεροι κι ἀπὸ τὰ ζῷα. Εἴμαστε ἀχάριστοι
ἄνθρωποι· μᾶς δίνει ὁ Θεὸς τόσα ἀγαθά, κ᾿ ἕνα εὐχαριστῶ δὲν λέμε.
Προσευχὴ εἶναι νὰ πῇς ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Προσευχὴ εἶναι νὰ πῇς «Σ᾿
εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γιὰ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες σου».
Σοῦ ἔδωσε χέρια γιὰ νὰ δουλεύῃς, σοῦ ἔδωσε πόδια γιὰ νὰ τρέχῃς, σοῦ ἔδωσε αὐτιὰ ν᾿ ἀκοῦς, μάτια γιὰ νὰ βλέπῃς, γλῶσσα νὰ μιλᾷς, μυαλὸ νὰ σκέπτεσαι. Ἔλα λοιπόν, ἄνθρωπε, νὰ πῇς γιὰ ὅλα αὐτὰ ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός».
Παραπάνω ὅμως ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, ποὺ ἔκανε ὁ Θεός, ξέρεις ποιό εἶναι; Ὅτι κατέβηκε ὁ ἴδιος στὴ γῆ. Ὦ Θεέ μου, ἄνοιξε τὶς καρδιὲς γιὰ νὰ τὸ καταλάβουν! Ὁ Θεὸς κατέβηκε ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, ἀναλήφθηκε – γιὰ ποιόν; γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους.
Κ᾿ ἐμεῖς οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ δὲν τοῦ λέμε. Αὐτὸ λοιπὸν μᾶς διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο.
–Μὰ τί θὰ κερδίσω μὲ τὴν προσευχή; σοῦ λέει ὁ ἄθεος καὶ ὁ ἄπιστος, καὶ γιατί νὰ πάω στὴν ἐκκλησιά;…
Τί θὰ κερδίσῃς; Ἂν κάνῃς προσευχή, θαύματα θὰ δῇς στὴ ζωή σου.
–Ποιά θαύματα;
Σᾶς ἀναφέρω ἐνδεικτικῶς μερικά. – Ἦταν ἕνα ἀντρόγυνο καὶ δὲν εἶχαν παιδιά. Παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς δώσῃ παιδί. Κι ὁ Θεὸς τοὺς ἄκουσε. Ποιό εἶναι τὸ ἀντρόγυνο αὐτό; εἶναι ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα τῆς Παναγίας μας, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα. Παρακαλοῦσαν τὸ Θεό, κι ὁ Θεὸς τοὺς ἔδωσε τὴν Παναγία.
- Κάποιος ἄλλος μὲ τὴν προσευχή του ἔκλεισε τὰ οὐράνια ἐπὶ τρία χρόνια. Σταγόνα δὲν ἔπεφτε στὸ χῶμα. Ἡ γῆ ἔγινε σὰν τὸ κεραμίδι. Καὶ πάλι αὐτός, ἕνας ἄνθρωπος, προσευχήθη κε καὶ ἄνοιξαν τὰ οὐράνια, ἔπεσε βροχὴ στὴ γῆ. εἶναι ὁ προφήτης Ἠλίας.
- Τὸν ἄλλο τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ἔρριξαν σ᾿ ἕνα λάκκο μὲ πεινασμένα λιοντάρια, κι αὐτὰ ἦταν ἕτοιμα νὰ τὸν φᾶνε. Ἀλλὰ μὲ τὴν προσευχή του ἔφραξε τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν. εἶναι ὁ προφήτης Δανιήλ.
Σοῦ ἔδωσε χέρια γιὰ νὰ δουλεύῃς, σοῦ ἔδωσε πόδια γιὰ νὰ τρέχῃς, σοῦ ἔδωσε αὐτιὰ ν᾿ ἀκοῦς, μάτια γιὰ νὰ βλέπῃς, γλῶσσα νὰ μιλᾷς, μυαλὸ νὰ σκέπτεσαι. Ἔλα λοιπόν, ἄνθρωπε, νὰ πῇς γιὰ ὅλα αὐτὰ ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός».
Παραπάνω ὅμως ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, ποὺ ἔκανε ὁ Θεός, ξέρεις ποιό εἶναι; Ὅτι κατέβηκε ὁ ἴδιος στὴ γῆ. Ὦ Θεέ μου, ἄνοιξε τὶς καρδιὲς γιὰ νὰ τὸ καταλάβουν! Ὁ Θεὸς κατέβηκε ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, ἀναλήφθηκε – γιὰ ποιόν; γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους.
Κ᾿ ἐμεῖς οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ δὲν τοῦ λέμε. Αὐτὸ λοιπὸν μᾶς διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο.
–Μὰ τί θὰ κερδίσω μὲ τὴν προσευχή; σοῦ λέει ὁ ἄθεος καὶ ὁ ἄπιστος, καὶ γιατί νὰ πάω στὴν ἐκκλησιά;…
Τί θὰ κερδίσῃς; Ἂν κάνῃς προσευχή, θαύματα θὰ δῇς στὴ ζωή σου.
–Ποιά θαύματα;
Σᾶς ἀναφέρω ἐνδεικτικῶς μερικά. – Ἦταν ἕνα ἀντρόγυνο καὶ δὲν εἶχαν παιδιά. Παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς δώσῃ παιδί. Κι ὁ Θεὸς τοὺς ἄκουσε. Ποιό εἶναι τὸ ἀντρόγυνο αὐτό; εἶναι ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα τῆς Παναγίας μας, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα. Παρακαλοῦσαν τὸ Θεό, κι ὁ Θεὸς τοὺς ἔδωσε τὴν Παναγία.
- Κάποιος ἄλλος μὲ τὴν προσευχή του ἔκλεισε τὰ οὐράνια ἐπὶ τρία χρόνια. Σταγόνα δὲν ἔπεφτε στὸ χῶμα. Ἡ γῆ ἔγινε σὰν τὸ κεραμίδι. Καὶ πάλι αὐτός, ἕνας ἄνθρωπος, προσευχήθη κε καὶ ἄνοιξαν τὰ οὐράνια, ἔπεσε βροχὴ στὴ γῆ. εἶναι ὁ προφήτης Ἠλίας.
- Τὸν ἄλλο τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ἔρριξαν σ᾿ ἕνα λάκκο μὲ πεινασμένα λιοντάρια, κι αὐτὰ ἦταν ἕτοιμα νὰ τὸν φᾶνε. Ἀλλὰ μὲ τὴν προσευχή του ἔφραξε τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν. εἶναι ὁ προφήτης Δανιήλ.
– Μά, θὰ μοῦ πῆτε, αὐτὰ συνέβαιναν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Καὶ σήμερα γίνονται θαύματα μὲ τὴν προσευχή.
- Μοῦ ἔλεγε κάτω στὴν Ἀθήνα ἕνας καπετάνιος, ποὺ ταξίδευε μὲ μεγάλο καράβι στὸν Ἀτλαντικὸ ὠκεανό· Μᾶς ἔπιασε φουρτούνα. Βάλαμε τὰ δυνατά μας, ῥίξαμε τὶς ἄγκυρες, ἀλλὰ ἡ φουρτούνα ἦταν μεγάλη, τὸ κῦμα βουνό. Τελικῶς τὸ καράβι μας βούλιαξε. Πέσαμε στὴ θάλασσα μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Τὴν ὥρα ἐκείνη εἶπα· Θεέ μου, σῶσε με! τίποτε ἄλλο.
Καὶ τότε ἕνα κῦμα πελώριο μὲ πῆρε, μὲ σήκωσε ψηλὰ καὶ μὲ πέταξε στὴν ἀμμουδιά. Κοιμήθηκα. Ὕστερα ἀπὸ μία – δύο ὧρες ξύπνησα. Σὰν ὄνειρο μοῦ φάνηκε. Μὲ ἔσωσε ὁ Θεός.
- Μοῦ ἔλεγε κάτω στὴν Ἀθήνα ἕνας καπετάνιος, ποὺ ταξίδευε μὲ μεγάλο καράβι στὸν Ἀτλαντικὸ ὠκεανό· Μᾶς ἔπιασε φουρτούνα. Βάλαμε τὰ δυνατά μας, ῥίξαμε τὶς ἄγκυρες, ἀλλὰ ἡ φουρτούνα ἦταν μεγάλη, τὸ κῦμα βουνό. Τελικῶς τὸ καράβι μας βούλιαξε. Πέσαμε στὴ θάλασσα μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Τὴν ὥρα ἐκείνη εἶπα· Θεέ μου, σῶσε με! τίποτε ἄλλο.
Καὶ τότε ἕνα κῦμα πελώριο μὲ πῆρε, μὲ σήκωσε ψηλὰ καὶ μὲ πέταξε στὴν ἀμμουδιά. Κοιμήθηκα. Ὕστερα ἀπὸ μία – δύο ὧρες ξύπνησα. Σὰν ὄνειρο μοῦ φάνηκε. Μὲ ἔσωσε ὁ Θεός.
- Ὁ ἄλλος ἦταν βαρειὰ ἄρρωστος στὸ νοσοκομεῖο. Ἔφεραν γιατροὺς ἀπὸ
τὴν Εὐρώπη, ἀπὸ τὴν Ἑλβετία. Τὸν ἐξέτασαν καὶ εἶπαν, ὅτι τίποτε δὲν
γίνεται, δὲν ὑπάρχουν φάρμακα, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν κάτι· θὰ πεθάνῃ,
μιὰ μέρα ἔχει ζωή.
Κοντὰ στὸν ἄρρωστο γονάτισε τότε ἡ γυναίκα του καὶ προσευχήθηκε. Κορόϊδευαν οἱ γιατροί, κορόϊδευαν οἱ νοσοκόμες, κορόϊδευαν οἱ πάντες. Μὰ τὴν ἄλλη μέρα ὁ ἄρρωστος ἄνοιξε τὰ μάτια του.
Ἕνας κρύος ἱδρώτας τὸν ἔπιασε τὴ νύχτα. Ὁ πυρετὸς ἔπεσε. Σηκώθηκε ἐπάνω, καὶ ὅλοι τά ᾽χασαν. Καὶ γιατροὶ πίστεψαν, ὅτι ἔγινε θαῦμα.
Κοντὰ στὸν ἄρρωστο γονάτισε τότε ἡ γυναίκα του καὶ προσευχήθηκε. Κορόϊδευαν οἱ γιατροί, κορόϊδευαν οἱ νοσοκόμες, κορόϊδευαν οἱ πάντες. Μὰ τὴν ἄλλη μέρα ὁ ἄρρωστος ἄνοιξε τὰ μάτια του.
Ἕνας κρύος ἱδρώτας τὸν ἔπιασε τὴ νύχτα. Ὁ πυρετὸς ἔπεσε. Σηκώθηκε ἐπάνω, καὶ ὅλοι τά ᾽χασαν. Καὶ γιατροὶ πίστεψαν, ὅτι ἔγινε θαῦμα.
Ἐλᾶτε λοιπὸν ἐσεῖς οἱ ναυτικοί, γιὰ νὰ μᾶς πῆτε τὰ θαύματα ποὺ κάνει ὁ
Θεός. Ἐλᾶτε ἐσεῖς οἱ ἄρρωστοι, γιὰ νὰ μᾶς πῆτε τὰ θαύματα ποὺ κάνει ὁ
Χριστός. Κ᾿ ἐλᾶτε ἐσεῖς οἱ γέροντες, ποὺ πήγατε στρατιῶτες ἐπάνω στὴν
Ἀλβανία, ὅπου οἱ σφαῖρες ἔπεφταν σὰν χαλάζι κ᾽ οἱ πέτρες σχίζονταν, καὶ
πέστε μας· Ποιός σᾶς ἔσωσε; Ἐκεῖ τότε δὲν ἀκουγόταν καμμία βλασφημία,
ἀλλὰ μόνο τὸ «Θεέ μου» καὶ «Παναγία μου».
Στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοὶ σώθηκαν μὲ τὴν προσευχή. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ προσευχή. Νὰ προσεύχεστε, ἀγαπητοί μου.
Στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοὶ σώθηκαν μὲ τὴν προσευχή. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ προσευχή. Νὰ προσεύχεστε, ἀγαπητοί μου.
* * *
–Καλά, θὰ πῇ ἕνας· ὅσοι πῆγαν
σχολεῖο, αὐτοὶ ξέρουν γράμματα καὶ μποροῦν νὰ κάνουν προσευχή. Ἐγὼ ὅμως
εἶμαι ἀγράμματος, δὲν ξέρω οὔτε τὸ ἀλφάβητο· πῶς θὰ κάνω προσευχή;
Μπορεῖ, ἀγαπητοί μου, καὶ ὁ πιὸ ἀγράμματος, ποὺ δὲν ξέρει οὔτε τὴν ὑπογραφή του νὰ βάλῃ, μπορεῖ κι αὐτὸς νὰ κάνῃ προσευχή. Δὲν χρειάζονται πολλὰ λόγια. Θὰ σᾶς πῶ μιὰ προσευχή, ποὺ μπορεῖτε νὰ τὴ λέτε πάντοτε ὅπου βρίσκεστε, καὶ στὸ δρόμο καὶ παντοῦ. Δυὸ λέξεις εἶναι. Ἄχ αὐτὲς οἱ λέξεις, ἂν τὶς πῆτε μὲ συναίσθησι καὶ προσοχή! Ὄχι ὅπως τὰ λένε τώρα ὡρισμένοι ψαλτάδες, ποὺ τὰ παρατείνουν καὶ τὰ «τσιγαρίζουν», ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σας.
Δυὸ λέξεις εἶναι αὐτὴ ἡ προσευχή, καὶ μπορεῖ νὰ τὶς μάθῃ κι ὁ πιὸ ἀγράμματος. Ποιές λέξεις; «Κύριε, ἐλέησον»! Δὲν ὑπάρχει πιὸ ὡραία προσευχή. Λέγε αὐτὴ τὴν προσευχὴ κάνοντας συγχρόνως καὶ τὸ σταυρό σου κανονικά. (Παρακολουθῶ μετὰ λύπης, ὅτι σχεδὸν κανένας δὲν κάνει κανονικὰ τὸ σταυρό του. Ὁ σταυρός, ὁ κανονικός, εἶναι τὸ ἄλφα τῆς πίστεώς μας).
Λέγε, λοιπόν, μὲ πίστι τὸ «Κύριε, ἐλέησον» κάνοντας κανονικὰ τὸ σταυρό σου, καὶ τότε θὰ δῇς θαύματα.
Μπορεῖ, ἀγαπητοί μου, καὶ ὁ πιὸ ἀγράμματος, ποὺ δὲν ξέρει οὔτε τὴν ὑπογραφή του νὰ βάλῃ, μπορεῖ κι αὐτὸς νὰ κάνῃ προσευχή. Δὲν χρειάζονται πολλὰ λόγια. Θὰ σᾶς πῶ μιὰ προσευχή, ποὺ μπορεῖτε νὰ τὴ λέτε πάντοτε ὅπου βρίσκεστε, καὶ στὸ δρόμο καὶ παντοῦ. Δυὸ λέξεις εἶναι. Ἄχ αὐτὲς οἱ λέξεις, ἂν τὶς πῆτε μὲ συναίσθησι καὶ προσοχή! Ὄχι ὅπως τὰ λένε τώρα ὡρισμένοι ψαλτάδες, ποὺ τὰ παρατείνουν καὶ τὰ «τσιγαρίζουν», ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σας.
Δυὸ λέξεις εἶναι αὐτὴ ἡ προσευχή, καὶ μπορεῖ νὰ τὶς μάθῃ κι ὁ πιὸ ἀγράμματος. Ποιές λέξεις; «Κύριε, ἐλέησον»! Δὲν ὑπάρχει πιὸ ὡραία προσευχή. Λέγε αὐτὴ τὴν προσευχὴ κάνοντας συγχρόνως καὶ τὸ σταυρό σου κανονικά. (Παρακολουθῶ μετὰ λύπης, ὅτι σχεδὸν κανένας δὲν κάνει κανονικὰ τὸ σταυρό του. Ὁ σταυρός, ὁ κανονικός, εἶναι τὸ ἄλφα τῆς πίστεώς μας).
Λέγε, λοιπόν, μὲ πίστι τὸ «Κύριε, ἐλέησον» κάνοντας κανονικὰ τὸ σταυρό σου, καὶ τότε θὰ δῇς θαύματα.