Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

Μεγάλη Σαρακοστή, πορεία πρὸς τὸ Πάσχα



ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ  ΟΡΘΡΟΥ  ΚΥΡΙΑΚΗΣ  ΤΥΡΙΝΗΣ



ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1999

Ὅταν κάποιος ξεκινάει γιὰ ἕνα ταξίδι θὰ πρέπει νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἕνα πνευματικὸ ταξίδι ποὺ προορισμός του εἶναι τὸ Πάσχα, ἡ Ἑορτὴ Ἑορτῶν». Εἶναι ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν «πλήρωση τοῦ Πάσχα, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ Ἀποκάλυψη». Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀρχίσουμε μὲ τὴν προσπάθεια νὰ καταλάβουμε αὐτὴ τὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ Σαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα, γιατὶ αὐτὴ ἀποκαλύπτει κάτι πολὺ οὐσιαστικὸ καὶ πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή μας.
Ἄραγε εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐξηγήσουμε ὅτι τὸ Πάσχα εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μία γιορτή, πολὺ πέρα ἀπὸ μία ἐτήσια ἀνάμνηση ἑνὸς γεγονότος ποὺ πέρασε; Ὁ καθένας πού, ἔστω καὶ μία μόνο φορά, ἔζησε αὐτὴ τὴ νύχτα «τὴ σωτήριο, τὴ φωταυγὴ καὶ λαμπροφόρο», ποὺ γεύτηκε ἐκείνη τὴ μοναδικὴ χαρά, τὸ ξέρει αὐτό.
Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ χαρὰ; Γιατί ψέλνουμε στὴν ἀναστάσιμη λειτουργία: νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια»; Μὲ ποιὰ ἔννοια ἑορτάζομεν» - καθὼς ἰσχυριζόμαστε ὅτι τὸ κάνουμε - θανάτου τὴν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν...;
Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις ἡ ἀπάντηση εἶναι: ἡ νέα ζωὴ ἡ ὁποία πρὶν ἀπὸ δυὸ χιλιάδες περίπου χρόνια ἀνέτειλεν ἐκ τοῦ τάφου», προσφέρθηκε σὲ μᾶς, σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστό. Μᾶς δόθηκε τὴ μέρα ποὺ βαφτιστήκαμε, τὴ μέρα δηλαδὴ ποὺ ὅπως λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος: ... συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν (Ρωμ. 6,4).
Ἔτσι τὸ Πάσχα πανηγυρίζουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν γεγονὸς ποὺ ἔγινε καὶ ἀκόμη γίνεται σὲ μᾶς. Γιατὶ ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἔλαβε τὸ δῶρο αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς καὶ τὴ δύναμη νὰ τὴν ἀποδεχτεῖ καὶ νὰ ζήσει διὰ μέσου της. Εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ ριζικὰ ἀλλάζει τὴ διάθεσή μας ἀπέναντι σὲ κάθε κατάσταση αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀκόμη καὶ ἀπέναντι στὸ θάνατο. Μᾶς δίνει τὴ δύναμη νὰ ἐπιβεβαιώνουμε θριαμβευτικὰ τό: νικήθηκε ὁ θάνατος». Φυσικὰ ὑπάρχει ἀκόμα ὁ θάνατος, εἶναι σίγουρος, τὸν ἀντιμετωπίζουμε, καὶ κάποια μέρα θὰ ἔρθει καὶ γιὰ μᾶς. Ἀλλὰ ὅλη ἡ πίστη μας εἶναι ὅτι μὲ τὸ δικό Του θάνατο ὁ Χριστὸς ἄλλαξε τὴ φύση ἀκριβῶς τοῦ θανάτου. Τὸν ἔκανε πέρασμα - διάβαση», Πάσχα» - στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνοντας τὴ δραματικότερη τραγωδία σὲ αἰώνιο θρίαμβο, σὲ νίκη. Μὲ τὸ θανάτῳ θάνατον πατήσας», μᾶς ἔκανε μέτοχους τῆς Ἀνάστασής Του. Ἀκριβῶς γι αὐτὸ στὸ τέλος τοῦ ὄρθρου τῆς Ἀνάστασης - στὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου - λέμε θριαμβευτικά: Ἀνέστη Χριστός, καὶ ζωὴ πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι».
Τέτοια εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐπιβεβαιώνεται καὶ φανερώνεται μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἀναρίθμητων ἁγίων της. Ἀλλὰ μήπως δὲ ζοῦμε καθημερινὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ πίστη σπάνια γίνεται καὶ δική μας ἐμπειρία; Μήπως δὲ χάνουμε πολὺ συχνὰ καὶ δὲν προδίνουμε αὐτὴ τὴ νέα ζωὴ ποὺ λάβαμε σὰν δῶρο, καὶ στὴν πραγματικότητα ζοῦμε σὰν νὰ μὴν ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ σὰν νὰ μὴν ἔχει νόημα γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ μοναδικὸ γεγονὸς; Καὶ ὅλα αὐτὰ ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας μας, τῆς ἀνικανότητάς μας νὰ ζοῦμε σταθερὰ μὲ πίστη ἐλπίδα καὶ ἀγάπη», στὸ ἐπίπεδο ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἀνέβασε ὁ Χριστὸς ὅταν εἶπε: Ζητεῖτε πρώτον τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην Αὐτοῦ. Ἁπλούστατα ἐμεῖς ξεχνᾶμε ὅλα αὐτὰ γιατὶ εἴμαστε τόσο ἀπασχολημένοι, τόσο βυθισμένοι στὶς καθημερινὲς ἔγνοιες μας καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ξεχνᾶμε, ἀποτυχαίνουμε. Μέσα σ αὐτὴ τὴ λησμοσύνη, τὴν ἀποτυχία καὶ τὴν ἁμαρτία ἡ ζωή μας γίνεται ξανὰ παλαιὰ», εὐτελής, σκοτεινὴ καὶ τελικὰ χωρὶς σημασία, γίνεται ἕνα χωρὶς νόημα ταξίδι γιὰ ἕνα χωρὶς νόημα τέρμα. Καταφέρνουμε νὰ ξεχνᾶμε ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο καὶ τελικά, ἐντελῶς αἰφνιδιαστικά, μέσα στὶς «ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς» μᾶς ἔρχεται τρομακτικός, ἀναπόφευκτος, παράλογος. Μπορεῖ κατὰ καιροὺς νὰ παραδεχόμαστε τὶς ποικίλες ἁμαρτίες μας καὶ νὰ τὶς ἐξομολογούμαστε, ὅμως ἐξακολουθοῦμε νὰ μὴν ἀναφέρουμε τὴ ζωή μας σ᾿ ἐκείνη τὴ νέα ζωὴ ποὺ ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε καὶ μᾶς ἔδωσε. Πραγματικὰ ζοῦμε σὰν νὰ μὴν ἦρθε ποτὲ Ἐκεῖνος. Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη πραγματικὴ ἁμαρτία, ἡ ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ ἀπύθμενη θλίψη καὶ τραγωδία ὅλων τῶν κατ᾿ ὄνομα χριστιανῶν.
Ἂν τὸ ἀναγνωρίζουμε αὐτό, τότε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τί εἶναι τὸ Πάσχα καὶ γιατὶ χρειάζεται καὶ προϋποθέτει τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Γιατὶ τότε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλος ὁ κύκλος τῶν ἀκολουθιῶν της ὑπάρχουν, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ξαναβροῦμε τὸ ὅραμα καὶ τὴν γεύση αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς, ποὺ τόσο εὔκολα χάνουμε καὶ προδίνουμε, καὶ ὕστερα νὰ μπορέσουμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν Ἐκκλησία. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ ἐπιθυμοῦμε κάτι ποὺ δὲν τὸ ξέρουμε; Πῶς μποροῦμε ἂν βάλουμε πάνω ἀπὸ καθετὶ ἄλλο στὴ ζωή μας κάτι ποὺ ποτὲ δὲν ἔχουμε δεῖ καὶ δὲν ἔχουμε χαρεῖ; Μὲ ἄλλα λόγια: πῶς μποροῦμε, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναζητήσουμε μιὰ Βασιλεία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχουμε ἰδέα; Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ εἶναι ἀκόμα καὶ τώρα ἡ εἴσοδος καὶ ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὴ νέα ζωὴ τῆς Βασιλείας. Μέσα ἀπὸ τὴ λειτουργική της ζωὴ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀποκαλύπτει ἐκεῖνα ποὺ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Κορ. 2,9). Καὶ στὸ κέντρο αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, σὰν καρδιά της καὶ μεσουράνημά της - σὰν ἥλιος ποὺ οἱ ἀκτίνες του διαπερνοῦν καθετὶ - εἶναι τὸ Πάσχα. Τὸ Πάσχα εἶναι ἡ πόρτα, ἀνοιχτὴ κάθε χρόνο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὑπέρλαμπρη Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πρόγευση τῆς αἰώνιας χαρᾶς ποὺ μᾶς περιμένει, εἶναι ἡ δόξα τῆς νίκης ἡ ὁποία ἀπὸ τώρα, ἂν καὶ ἀόρατη, πλημμυρίζει ὅλη τὴν κτίση: νικήθηκε ὁ θάνατος».
Ὁλόκληρη ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὀργανωμένη γύρω ἀπὸ τὸ Πάσχα, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ λειτουργικὸς χρόνος, δηλαδὴ ἡ διαδοχὴ τῶν ἐποχῶν καὶ τῶν ἑορτῶν, γίνεται ἕνα ταξίδι, ἕνα προσκύνημα στὸ Πάσχα, ποὺ εἶναι τὸ Τέλος καὶ ποὺ ταυτόχρονα εἶναι ἡ Ἀρχή. Εἶναι τὸ τέλος ὅλων αὐτῶν ποὺ ἀποτελοῦν τὰ παλαιὰ» καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς «νέας ζωῆς», μιὰ συνεχὴς «διάβαση ἀπὸ τὸν «κόσμο τοῦτο» στὴν Βασιλεία ποὺ ἔχει ἀποκαλυφτεῖ ἐν Χριστῷ.
Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἡ παλαιὰ» ζωή, ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς μικρότητας, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξεπεραστεῖ καὶ ν᾿ ἀλλάξει. Τὸ Εὐαγγέλιο περιμένει καὶ ζητάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνει μιὰ προσπάθεια ἡ ὁποία, στὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται τώρα ὁ ἄνθρωπος, εἶναι οὐσιαστικὰ ἀπραγματοποίητη. Ἀντιμετωπίζουμε μία πρόκληση. Τὸ ὅραμα, ὁ στόχος, ὁ τρόπος τῆς νέας ζωῆς εἶναι γιὰ μᾶς μία πρόκληση ποὺ βρίσκεται τόσο πολὺ πάνω ἀπὸ τὶς δυνατότητές μας!
Γι᾿ αὐτό, ἀκόμα καὶ οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν ἄκουσαν τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου Τὸν ρώτησαν ἀπελπισμένα: τὶς ἄρα δύναται σωθῆναι; (Ματθ. 19,26). Στ ἀλήθεια δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο ν ἀπαρνηθεῖς ἕνα ἀσήμαντο ἰδανικὸ ζωῆς καμωμένο μὲ τὶς καθημερινὲς φροντίδες, μὲ τὴν ἀναζήτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, μὲ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἀπόλαυση καὶ νὰ δεχτεῖς ἕνα ἄλλο ἰδανικὸ ζωῆς τὸ ὁποῖο βέβαια δὲν στερεῖται καθόλου τελειότητας στὸ σκοπὸ του: Γίνεσθε τέλειοι ὡς ὁ Πατὴρ ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς τέλειος ἐστίν. Αὐτὸ ὁ κόσμος μὲ ὅλα του τὰ μέσα» μᾶς λέει: νὰ εἶσαι χαρούμενος, μὴν ἀνησυχεῖς, ἀκολούθα τὸν «εὐρὺ» δρόμο. Ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο λέει: διάλεξε τὸ στενὸ δρόμο, ἀγωνίσου καὶ ὑπόφερε, γιατὶ αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος γιὰ τὴ μόνη ἀληθινὴ εὐτυχία. Καὶ ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν βοηθάει πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε αὐτὴ τὴ φοβερὴ ἐκλογὴ; Πῶς μποροῦμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν ὑπέροχη ὑπόσχεση ποὺ μᾶς δίνεται κάθε χρόνο τὸ Πάσχα; Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίζεται ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Αὐτὴ εἶναι ἡ χείρα βοηθείας» ποὺ ἁπλώνει σὲ μᾶς ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι τὸ σχολεῖο τῆς μετάνοιας ποὺ θὰ μᾶς δώσει δύναμη νὰ δεχτοῦμε τὸ Πάσχα ὄχι σὰν μιὰ ἁπλὴ εὐκαιρία νὰ φᾶμε, νὰ πιοῦμε, ν᾿ ἀναπαυτοῦμε, ἀλλά, βασικά, σὰν τὸ τέλος τῶν «παλαιῶν» ποὺ εἶναι μέσα μας καὶ σὰν εἴσοδό μας στὸ νέο.
Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ὁ βασικὸς σκοπὸς τῆς Σαρακοστῆς ἦταν νὰ προετοιμαστοῦν οἱ Κατηχούμενοι, δηλαδὴ οἱ νέοι ὑποψήφιοι χριστιανοί, γιὰ τὸ βάπτισμα πού, ἐκεῖνο τὸν καιρό, γίνονταν στὴ διάρκεια τῆς ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τώρα ποὺ ἡ Ἐκκλησία δὲν βαφτίζει πιὰ τοὺς χριστιανοὺς σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ ὁ θεσμὸς τῆς κατήχησης δὲν ὑπάρχει πιά, τὸ βασικὸ νόημα τῆς Σαρακοστῆς παραμένει τὸ ἴδιο. Γιατί, ἂν καὶ εἴμαστε βαφτισμένοι, ἐκεῖνο ποὺ συνεχῶς χάνουμε καὶ προδίνουμε εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ λάβαμε στὸ Βάπτισμα. Ἔτσι τὸ Πάσχα γιὰ μᾶς εἶναι ἡ ἐπιστροφή, ποὺ κάθε χρόνο κάνουμε, στὸ βάπτισμά μας καὶ ἑπομένως ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἡ προετοιμασία μας γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιστροφὴ - ἡ ἀργὴ ἀλλὰ ἐπίμονη προσπάθεια νὰ πραγματοποιήσουμε τελικὰ τὴ δική μας διάβαση», τὸ Πάσχα» μας στὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Τὸ ὅτι, καθὼς θὰ δοῦμε, οἱ ἀκολουθίες στὴ σαρακοστιανὴ λατρεία διατηροῦν ἀκόμα καὶ σήμερα τὸν κατηχητικὸ καὶ βαπτιστικὸ χαρακτήρα, δὲν εἶναι γιατὶ διατηροῦνται «ἀρχαιολογικὰ» ἀπομεινάρια, ἀλλὰ εἶναι κάτι τὸ ζωντανὸ καὶ οὐσιαστικὸ γιὰ μᾶς. Γι αὐτὸ κάθε χρόνο ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα εἶναι, μιὰ ἀκόμα φορά, ἡ ἀνακάλυψη καὶ ἡ συνειδητοποίηση τοῦ τί γίναμε μὲ τὸν «διὰ βαπτίσματός» μας θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση.
Ἕνα ταξίδι, ἕνα προσκύνημα! Καθὼς τὸ ἀρχίζουμε, καθὼς κάνουμε τὸ πρῶτο βῆμα στὴ χαρμολύπη» τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς βλέπουμε - μακριά, πολὺ μακριὰ - τὸν προορισμό. Εἶναι ἡ χαρὰ τῆς Λαμπρῆς, εἶναι ἡ εἴσοδος στὴ δόξα τῆς Βασιλείας. Εἶναι αὐτὸ τὸ ὅραμα, ἡ πρόγευση τοῦ Πάσχα, ποὺ κάνει τὴ λύπη τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς χαρά, φῶς, καὶ τὴ δική μας προσπάθεια μιὰ πνευματικὴ ἄνοιξη». Ἡ νύχτα μπορεῖ νὰ εἶναι σκοτεινὴ καὶ μεγάλη, ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸ μῆκος τοῦ δρόμου μιὰ μυστικὴ καὶ ἀκτινοβόλα αὐγὴ φαίνεται νὰ λάμπει στὸν ὁρίζοντα. Μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς ἀπὸ τῆς προσδοκίας ἡμῶν, Φιλάνθρωπε!»

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Κυριακή της Απόκρεω








Κυριακή της Απόκρεω
«ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε»(Ματθ. κε' 40).

Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ
Ματθαίου κε' 31-46.

ΑΓΑΠΗ; ΝΑΙ!      ΑΛΛΑ ΠΟΙΑ ΑΓΑΠΗ;

1. Η σημερινή ευαγγελική περικοπή έρχεται να μας υπενθυμίσει μια μεγάλη αλήθεια. Την περασμένη Κυριακή μίλησε το ιερό Ευαγγέλιο για την αγαθότη­τα του Θεού- Πατέρα, που περιμένει το πλάσμα του να επιστρέψει. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάμει να ξεχάσουμε και την δικαιοσύνη Του. Ο Θεός δεν είναι μονάχα στοργικός Πατέρας. Είναι και δίκαιος Κριτής. «Οὔτε ὁ ἔλεος αὐτοῦ ἄκριτος, οὔτε ἡ κρίσης ἀνελεήμων» λέγει ο Μ. Βασίλειος. Θα κρίνει τον Κόσμο, μας λέγει το Ευαγγέλιο, και μάλιστα όχι αυθαίρετα, αλλά σύμφωνα με τα έργα μας. Μας φέρνει, λοιπόν, η σημερινή περικοπή ενώπιον του γεγονότος της κρίσε­ως. Και λέμε «γεγονότος», γιατί η παγκόσμια κρίση αποτελεί για την πίστη μας εσχατολογική βεβαιότητα και πραγματικότητα, που ομολογείται σ' αυτό το Σύμ­βολο μας ως εκκλησιαστική πίστη: «Και πάλιν ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς...».
Καλούμεθα, λοιπόν, σήμερα να συνειδητοποιή­σουμε τρία πράγματα. Πρώτον, ότι Κριτής μας θα είναι ο Ι. Χριστός, ως Θεός. Σωτήρ ο Χριστός αλλά και Κριτής. Αν την πρώτη φορά ήλθε ταπεινός στη γη, «ἵνα σώσῃ τόν κόσμον», τώρα θα έλθει «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ», ίνα κρίνη τον κόσμον. Αυτός που έγινε για μας «κατάρα» πάνω στον Σταυρό, έχει κάθε δικαίωμα να μας κρίνει, αν αφήσαμε να μείνει μέσα μας και στην κοινωνία μας ανενέργητη η θυσία Του. Δεύτε­ρον θα κρίνει όχι μόνο τούς Χριστιανούς, ούτε μόνο τούς εθνικούς, όπως πίστευαν οι Εβραίοι για την κρί­ση του Θεού. Θα κρίνει όλους τούς ανθρώπους, χρι­στιανούς και μη, πιστούς και απίστους. Τρίτον βάση της κρίσεως, το κριτήριο, θα είναι η αγάπη. Η στάση μας δηλαδή απέναντι στους συνανθρώπους μας. Καθο­λική - παγκόσμια η κρίση, καθολικό - παγκόσμιο και το κριτήριο. Ο παγκόσμιος νόμος της ανθρωπιάς, στον όποιο συναντώνται όλοι, χριστιανοί και μη. Και όσοι εγνώρισαν τον Χριστό και όσοι δεν μπόρεσαν να τον γνωρίσουν και γι' αυτό έμειναν μακριά από το Ευαγγέλιό Του. Στο νόμο αυτό, δεν υπάρχει χώρος για προφάσεις και δικαιολογίες. Η πείνα, η δίψα, η γύ­μνια, η αρρώστια, η φυλακή βοούν, δεν μπορούν να μείνουν κρυφά, για να έχει το δικαίωμα να ισχυρισθεί κάποιος πώς δεν τα πρόσεξε... Δεν μπορεί να τ' αγνοή­σει κανείς, χωρίς προηγουμένως να παύσει να έχει συναισθήματα ανθρώπου, αν δεν έχει τελείως «αχρειώσει», εξαθλιώσει, την εικόνα του Θεού μέσα του.
2. Το συγκλονιστικό μεγαλείο και την φρικτότητα της ώρας της Κρίσεως ζωγραφίζουν με υπέροχα χρώ­ματα οι ύμνοι της ημέρας. «Ὦ, ποία ὥρα τότε! ὅταν... τίθωνται θρόνοι καί βίβλοι ἀνοίγωνται, καί πράξεις ἐ­λέγχωνται καί τά κρυπτά τοῦ σκότους δημοσιεύον­ται»! Είναι φρικτή και η απλή σκέψη της ώρας της κρίσεως, γιατί όχι μόνο υπενθυμίζει την ανετοιμότητά μας να εμφανισθούμε μπροστά στο βήμα του φοβερού Κριτού, αλλά και διότι αποκαλύπτει την τραγικότητα της ζωής μας, την οποία δαπανάμε μέσα σε έργα μα­ταιότητος, που δεν αντέχουν στο φως της αιωνιότητος. Δεν δικαιούμεθα ενώπιον του κριτού μας για όσα ο κόσμος θεωρεί μεγάλα και σπουδαία: γνώσεις, θέ­σεις, τίτλους, αξιώματα, πλούτο, δόξα. Αυτά όλα είναι δυνατό μάλιστα να οδηγήσουν στην καταδίκη μας.
Κρινόμεθα βάσει της έμπρακτης εφαρμογής της αγά­πης μας. Όχι ως άτομα δηλαδή, αλλά ως μέλη της αν­θρώπινης κοινωνίας. Ο θεός δεν έπλασε άτομα, αυτό­νομα και ανεξάρτητα. Μάς έπλασε, για να γίνουμε πρόσωπα και κοινωνία προσώπων. Και οι μεγαλύτε­ρες αρετές, αν μείνουν απλώς ατομικές, είναι μετοχές χωρίς αντίκρυσμα ενώπιον του Μεγάλου Κριτού. Για­τί δεν βρήκαν την πραγμάτωση τους μέσα στην αν­θρώπινη κοινωνία. Δεν καταξιώθηκαν σε διακονίες. Έτσι λ.χ. η γνώση είναι θεία ευλογία, όταν όμως θηρεύεται για χάρη του συνανθρώπου, για την διακονία του πλησίον. Το ίδιο και η εγκράτεια και η ευλάβεια, και η νηστεία και σύνολη η άσκησή μας. Αν όλα αυ­τά γίνονται για μια ατομική δικαίωση και όχι ως δια­κονία των αδελφών, των πλησίον, μας ελέγχει η φωνή του Θεού: «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ματ. θ΄ 13)! Αγάπη θέλω και όχι την θρησκευτικότητα, που αποβλέπει στην αυτοέξαρση και την αυτοπροβολή. Πού βλέπει τον τύπο ως πεμπτουσία της ευσέβειας.
3. Ο κόσμος έχει μάθει να εξαγοράζει τα πάντα, ακόμη και τις συνειδήσεις. Στο χώρο όμως της πίστε­ως δεν ισχύει ο νόμος αυτός. Η ατομική ευσέβεια δεν μπορεί να εξασφαλίσει θέση στην βασιλεία του Θεού, αν δεν γίνει πρώτα εκκλησιαστική, αν δεν συνοδεύε­ται δηλαδή από τα έργα της αγάπης. Ο στίβος του χριστιανού είναι και η κοινωνία και όχι μόνο το «ταμιείον». Εις το ταμιείον του καταφεύγει ο Χριστια­νός για τον πνευματικό του ανεφοδιασμό. Ποτέ όμως δεν εξαντλείται η πολιτεία του στο στενό χώρο της α­τομικότητας του. Αν η πνευματικότητα μας είναι ορ­θή, θα οδηγεί σε ανιδιοτελή αγάπη. Ας το ακούσουμε μια για πάντα: Το επιχείρημα των γλυκανάλατων χρι­στιανών της ανευθυνότητος και του «λάθε βιώσας» δεν έχει καμμιά δύναμη: «Κύτταξε την ψυχή σου» δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από δειλία και υποχώ­ρηση, αν δεν συνοδεύεται και από το στίβο: «Πάλευσε για να φτιάξεις τη χριστιανική σου κοινωνία». Διαφορετικά είμασθε κατά λάθος ανάμεσα σε χριστια­νούς. Η θέση μας είναι κάπου στην Άπω Ανατολή, στη νέκρωση του νιρβάνα.
4. Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να προλάβω στο σημείο αυτό μια απορία. Αν κρινόμασθε βάσει της έμπρακτης αγάπης μας, τότε που πηγαίνει η πίστη; Ποια σημασία έχει ο υπέρ της πίστεως και της καθαρότητος του δόγματος αγώνας; Αν δεν έχει διαστά­σεις αιώνιες, τότε γιατί να γίνεται;
Κατά την ώρα της κρίσεως η πίστη, και ως αφο­σίωση και ως διδασκαλία, δεν αποκλείεται, όπως πι­στεύουν εν πρώτοις πολλοί. Προϋποτίθεται. Κριτής μας είναι Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Μας σώζει η μας κατακρίνει η συμπεριφορά και στάση μας απέναντι του. Γιατί μας διευκρινίζει ότι στο πρόσωπο Του αναφέρεται κάθε πράξη μας προς τον συνάνθρωπό μας, καλή ή κακή. Ηθικά αδιάφορες πράξεις δεν υπάρχουν. Αν τονίζει σαν κριτήριο την αγάπη, δεν σημαίνει πώς θέλει ν' αποκλείσει την πίστη. Θέλει να προλάβει ακριβώς την καταδίκη της πίστεως εκ μέρους μας σ' ένα σύνολο θεωρητικών αληθειών χωρίς ανταπόκριση και εφαρ­μογή στη ζωή μας. Όπως ο κεκηρυγμένος άθεος και ο συνειδητός αρνητής της πίστεως μεταφράζει την α­θεΐα και απιστία του σε αντίθεα έργα, έτσι και ο πιστός πρέπει να κάμει την πίστη του κινητήρια δύναμη της ζωής του. Γιατί «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων» (Ιακ. β΄ 20) της α­γάπης, είναι νεκρά. Δεν αποκλείει, λοιπόν, την πίστη, αφού αυτή είναι η προϋπόθεση του ορθού βίου και της σωτηρίας. Αλλά και κάτι περισσότερο. Όχι μόνο «ὁ μή πιστεύσας» (εις τον Χριστό) δεν σώζεται, αλλά και ο μη ορθώς πιστεύσας. Ο Θεός δεν είναι μόνο α­γάπη, είναι και αλήθεια (Ιωαν. ιδ' 6· Α' Ιωαν. δ' 8· δ' 16· ε' 6) και μάλιστα Αυτοαλήθεια. Όποιος προδίδει την αλήθεια προδίδει και την αγάπη. Η αγάπη του Χριστού «συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 6) συζεί δηλαδή και συνευδοκιμεί με την αλήθεια, δεν υπάρχει χωρίς αυ­τήν. Να λοιπόν πώς καταξιώνεται ο αγώνας για την καθαρότητα του δόγματος. Γιατί είναι αγώνας για την αγάπη, είναι η μεγαλύτερη εκκλησιαστική διακονία. Είναι αγώνας πρώτιστα κοινωνικός, γιατί γίνεται χά­ριν του Λαού του Θεού, για να μείνει ανεπηρέαστος α­πό την πλάνη, που είναι πραγματική αυτοκτονία.
Αδελφοί μου!
Όταν ο Χριστός μας ανέφερε την παραβολή της Κρίσεως, οι λόγοι του μπορούσαν να νοηθούν όχι μό­νο σε συνάρτηση προς τούς συγχρόνους του, αλλά και προς όσους έζησαν πριν απ' Αυτόν. Όσοι δεν γνώρισαν τον Χριστό, μπορούν να έχουν λόγους να κριθούν μόνον για την αγάπη τους, μολονότι αγάπη χωρίς πίστη στον Θεό δεν είναι ποτέ δυνατόν να υπάρχει. Όποιος ειλικρινά ασκεί την αγάπη «δέχεται» τον Θεό, έστω και αν τον αγνοεί. Ο άπιστος δεν δύνα­ται να έχει παρά μόνο φαινομενικά αγάπη. Και μόνο εκεί, που υπάρχει βάπτισμα και «άγιο Πνεύμα», είναι δυνατό να υπάρξει «τελεία αγάπη», αγάπη χριστιανι­κή.
Το ζήτημα όμως πρέπει, νομίζω, να τεθεί κατ' άλ­λο τρόπο. Όταν εμείς σήμερα ακούμε την παραβολή, δύο χιλιάδες χρόνια μετά την σάρκωση του Υιού του Θεού, πώς είναι δυνατόν να χωρίσουμε από την αγά­πη μας την (ορθή) πίστη; Το Ευαγγέλιο λέγει καθαρά: «ὁ… μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ίωαν. γ' 18). Μετά την ένσαρκη δηλαδή οικονομία η κρίση εί­ναι συνέπεια της στάσης κάθε ανθρώπου έναντι του Χρίστου. Κριτήριο μένει η αγάπη. Αγάπη όμως που προϋποθέτει την εις Χριστόν πίστη. Γιατί αυτή είναι η μόνη αληθινή. Αυτή μονάχα δικαιώνει και σώζει...

http://www.impantokratoros.gr

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ



ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ
ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ  ΑΓΙΟΥ
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ


Μετά το ευλογητός, το Κύριε εισάκουσον,

Είτα το, Θεός Κύριος˙ και το τροπάριον.

Ήχος Δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ…



          Τω αθλοφόρω του Χριστού τω γενναίω, νυν προσδραμόντες οι πιστοί, ομοφώνως, εν μετανοία, κράξωμεν αυτώ αληθεί: Άγιε Θεόδωρε, Νεομάρτυς Κυρίου, σπεύσον εξελού ημάς, από πάσης ανάγκης, και επηρείας, μάκαρ, του εχθρού, ταις προς Θεόν ικεσίαις σου, ένδοξε.



Δόξα. Απολυτίκιον. Ήχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.

Το πάντιμον λείψανον του Θεοδώρου, πιστοί, ενδόξως τιμήσωμεν ως θησαυρόν τιμαλφή, και πάντες βοήσωμεν: Σώσον εκ των κινδύνων, τους πιστώς σε τιμώντας, ως ποτέ συ ερρύσω, εκ πανώλους την πόλιν, και πάντας περιφρούρησον ταις ικεσίαις σου.

Και νυν… Θεοτόκιον.

Ου σιωπήσωμεν ποτέ, Θεοτόκε,  τας δυναστείας σου λαλείν οι ανάξιοι.  Ει μη γαρ συ προΐστασο πρεσβεύουσα,  τις ημάς ερρύσατο  εκ τοσούτων κινδύνων,  τις δε διεφύλαξεν  έως νυν ελευθέρους;  Ουκ αποστώμεν, Δέσποινα, εκ σου ˙  σους γαρ δούλους σώζεις αεί εκ παντοίων δεινών.



Ο Ν’ Ψαλμός. Και ο Κανών.

Ωδή Α’. Ήχος Δ’. Αρματηλάτην Φαραώ εβύθισε.

Προς την σην όντως κραταιάν αντίληψιν, οι εν κινδύνοις πολλοίς, συσχεθέντες, Μάρτυς, πεφευγότες κράζομεν: Σπεύσον Χριστού Θεόδωρε, ρύσαι θλίψεως πάσης, τους σε αεί μακαρίζοντας, και τα σα δοξάζοντας τρόπαια.



Πάσαις ιδέαις λυπηρών κυκλούμενοι, και αντιπνοίαις αεί, των σκανδάλων βίου, υπέρ νουν βαλλόμενοι, προς την σην, Θεόδωρε, ταχινήν προστασίαν προσπεφευγότες, δεόμεθα, τούτων λυτρωθήναι, πανεύφημε.



Τους καθ΄ημών εγειρομένους κλύδωνας εξ αοράτων εχθρών, και των ορωμένων, και δεινήν κατάλυσιν, επαπειλούντας, Άγιε, τη ροπή πρεσβειών σου, εις νηνεμίαν μετάτρεψον, και φαιδράν γαλήνην, Θεόδωρε.

Θεοτόκιον.

Γην εύφορον Θεοτόκε Δέσποινα, σε δυσωπώ εκτενώς, την ακανθοφόρον ποίησον, γεωργία ενθέω, των πρεσβειών σου Πανάχραντε, όπως κατά χρέος δοξάζω σε.



Ωδή Γ’. Ουρανίας αψίδος.

Προς Θεού συ εδόθης, δώρον πιστοίς ένδοξε, σε προσκαλουμένοις εκ πόθου, Μάρτυς Θεόδωρε, εκ των κινδύνων αεί, πάντας λυτρούμενος μάκαρ, ταις προς τον φιλάνθρωπον, θείαις πρεσβείαις σου.



Τις ισχύσειεν όντως, σου εξειπείν Άγιε, τας τερατουργίας εν κόσμω, Μάρτυς, και την βοήθειαν προσπεφευγότες πιστώς, μετά δακρύων αιτούμεν, νεύσον ελευθέρωσον ημάς Θεόδωρε.



Συνεχόμενοι θλίψει, νυν προς την σην Άγιε, κραταιάν αντίληψιν Μάρτυς, και την βοήθειαν προσπεφευγότες πιστώς, μετά δακρύων αιτούμεν, νεύσον ελευθέρωσον ημάς Θεόδωρε.



Θεοτόκιον.

Επί σοι τας ελπίδας, μόνη Αγνή Δέσποινα, τας της σωτηρίας μου πάσας, νυν ανατίθημι ˙  εν σοι θαρρών εκ πολλών, νυν αναγκών εκλυτρούμαι, όθεν και μελλούσης με ρύσαι κολάσεως.

Διάσωσον από κινδύνων ημάς τους πίστει σοι προσιόντας, ότι πάντες ικετικώς προς σε καταφεύγομεν, ως μέγιστον Θεόδωρον ημών πρέσβυν.

Επίβλεψον εν ευμενεία, Πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν και ίασε της ψυχής μου το άλγος.

Αίτησις και το Κάθισμα. Ήχος β΄. Τα άνω ζητών.

Μαρτύρων Χριστού, τοις δήμοις αριθμούμενος στεφάνω λαμπρώ, αθλήσεως κοσμούμενος, Νεομάρτυς ένδοξε, αθλητά Θεόδωρε μέγιστε, μη παύση πρεσβεύων Θεώ λυτρώσασθαι ημάς, εκ παντοίων δεινών.



Ωδή Δ’. Συ μου ισχύς, Κύριε.

Και που λοιπόν, έτερον, εύρω υπέρμαχον; Ει μη όντως σε αξιάγαστον τον του Χριστού νέον αθλητήν; Όθεν σου τη σκέπη, τη κραταιά,μ νυν Θεόδωρε, προσέδραμον ο τάλας, εν κατανύξει, κραυγάζων σοι ˙  εκ παντοίων με ρύσαι κακώσεων.



Ικετικώς Μάρτυς, Άγιε Θεόδωρε, Βυζαντίου θείον μάκαρ βλάστημα, και Μυτιλήνης κλέος, ήδη σοι προσπίπτω, εν ταπεινώσει αιτούμενος, την σην παναλκεστάτην, αρρωγήν εν κινδύνοις, συνεχόμενος νυν παναοίδιμε.



Θεοτόκιον.

Νυν εφ΄ημάς, έπνευσαν θλίψεν, Άγιε, καταιγίδες, και καταστρωννύειν τε, επαπειλούσιν άρδην βυθώ, της απελπισίας, άσπερ ταις αύραις δεήσεων των σων προς τον Δεσπότην, σταθεράν εις γαλήνην διαμείψαι αιτούμεν Θεονύμφευτε.



Ωδή Ε’. Την δέησίν μου εκχεώ.

Εν κινδύνοις σε ρύστην, εν συμφοραίς τε παρήγορον εύροιμι και ποικίλαις νόσοις, δοκιμώτατον όντως ακέστωρα, αθλητά Κυρίου, Νεομαρτύρων ωραιότης, αξιάγαστε μάκαρ Θεόδωρε.



Λύπης άμετρος σάλος, και αμέτρων θλίψεων άπειρα κύματα, της ψυχής το σκάφος, της εμής κατακλύζουσιν, Άγιε, και μηκέτι φέρων, την βίαν τούτων καταφεύγω, προς την σην προστασίαν Θεόδωρε.



Νεομάρτυς Κυρίου, αξιομακάριστε σοφέ Θεόδωρε, ο αγχόνην όντως υποστάς υπέρ Χριστού της πίστεως, τους ημίν εχθίως, διακειμένους προς Χριστόν σαις λιταίς κατασίγασον.



Θεοτόκιον.

Αειπάρθενε Κόρη, χαίρε Θεοτόκε Μαρία Θεόνυμφε, χαίρε Θεού ζώντος, όντως έμψυχε πόλις πανθαύμαστε, χαίρε κλίμαξ θεία, βροτούς αννάγουσα προς ύψος ουρανού από γης τους υμνούντας σε.



Ωδή ς’. Την δέησιν εκχεώ.

Εκύκλωσαν ωσεί κύνες άγριοι, οι ψυχώλεθροι εχθροί την σην ποίμνην, καθυλακτούντες ατιθάσως, και εις τον Άδην ωθούντες και έλκοντες ˙  σπεύσον ουν μάκαρ αθλητά, και της τούτων μανίας εξάρπασον.



Οι μώλωπες της εμής προσώζεσαν, παναθλίας τε ψυχής και δυστήνου, παραχωρήσει διόπερ Κυρίου, κατεδικάσθην εις θλίψεις και κάκωσιν, δυνάμει των σων πρεσβειών αθλητά με Θεόδωρε ίασαι.

Ως άγριοι μονιοί την άμπελον, ενεμήσαντο ψυχής μου αθλίας, των δυσμενών επελθούσαι κακώσεις, και παντελή απειλούσιν ερήμωσιν ˙  ταις σαις πρεσβείαις προς Χριστόν, Αθλοφόρε, διάσωσον δέομαι.



Θεοτόκιον.

Στενώσεως πάσης ρύσαι Δέσποινα, και κινδύνων με, Παρθένε, ναυτίας  ˙  ώσπερ γαρ κύματα πάντοθεν, θλίψεις, το της ψυχής μου σκάφος κυκλώσασθαι, έμετον νυν, φθοροποιόν, προξενούσιν ων λύτρωσαι Πάναγνε.

Διάσωσον από κινδύνων ημάς Θεόδωρε Μάρτυς, τους εν πίστει νυν ακλινεί προς σε καταφεύγοντας, πρεσβείαις σου προς Χριστόν ευπροσδέκτοις.

Επίβλεψον εν ευμενεία Πανύμνητε Θεοτόκε, επι την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.



Αίτησις και Κοντάκιον. Ήχος Β’.

Αθλοφόρε Χριστού του Θεού γενναιότατε, ορθοδόξων απάντων προστάτα οξύτατε, μη παρίδης σων ικετών δεήσεων φωνάς ˙  αλλ΄επάκουσον και νυν ημών Μάρτυς Θεοδώρου σοφέ, των Λεσβίων το καύχημα ˙  λύτρωσαι εκ κινδύνων και θλίψεων εκ παντοίων, τους σε γεραίροντας αεί, και τιμώντας σου την άθλησιν.

Είτα το Αντίφωνον του δ΄ήχου και το Προκείμενον.

Θαυμάσιος ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού.

Στίχος. Τοις Αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος.



Ευαγγέλιον. Εκ του κατά Λουκάν (κα’ . 12-19).

Είπεν ο Κύριος τοις εαυτού μαθηταίς ˙  προσέχετε από των ανθρώπων ˙  επιβαλούσι γαρ εφ΄υμάς τας χείρας αυτών και διώξουσι, παραδιδόντες εις συναγωγάς και φυλακάς, αγομένους επι βασιλείς και ηγεμόνας ένεκεν του ονόματός μου ˙  αποβήσεται δε υμίν εις μαρτύριον. Θέσθε ουν εις τας καρδίας υμών μη προμελετάν απολογηθήναι ˙  εγώ γαρ δώσω υμίν στόμα και σοφίαν, η ου δυνήσονται αντειπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν. Παραδοθήσεσθε δε και υπο γονέων και αδελφών και συγγενών και φίλων, και θανατώσουσιν εξ υμών, και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά μου, και θριξ εκ της κεφαλής υμών ου μη απόληται ˙  εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών.

Δόξα Πατρί…

Ταις του Αθλοφόρου…

Και νύν.

Ταις της Θεοτόκου…

Στίχος. Ελεήμον, ελέησόν με ο Θεός. Και το παρόν Προσόμοιον.

Ήχος Πλ. Β’.Όλην αποθέμενοι.

Ρύσαι πάντας Άγιε, τους νυν εν πίστει και πόθω, επικαλουμένους σε, εκ παντοίων θλίψεων και κακώσεων, των εχθρών φάλαγγας τας εξ εναντίας, ισταμένας ημίν ένδοξε, και απειλούσας τε, ρίψαι απωλείας εις βάραθρα, τω ξίφει των σων σύγκοψον, πρεσβειών στερρόφρον Θεόδωρε, ίνα σεσωσμένοι υμνώμεν ευχαρίστως εν ωδαίς, την προς ημάς σου αντίληψιν Μάρτυς καρτερόψυχε.

Έτερον.

Παναγία Δέσποινα, η προστασία του κόσμου, Άγγελοι, Αρχάγγελοι, Απόστολοι δώδεκα Θεοσύλλεκτοι, του Χριστού Πρόδρομε, Ιωάννη μάκαρ, Αθλοφόροι τεσσαράκοντα, Στέφανε πρώταθλε, Βίκτωρ και Μηνά και Βικέντιε. Θεόδωρε Δημήτριε και τροπαιοφόρε Γεώργιε συν Αθανασίω. Βασίλειε Γρηγόριε Χρυσόστομε σοφέ συν Νικολάω πρεσβεύσατε υπέρ των ψυχών ημών.



Το, Σώσον ο Θεός τον Λαόν σου κ.τ.λ.

Ωδή Ζ’. Οι εκ της Ιουδαίας.

Κλύδων κακών κατέλαβέ με, και ανύποιστος χειμών παντός κινδύνου. Νεομάρτυς Χριστού, Θεόδωρε γενναίε, εις όρμον με γαλήνιον καθοδήγησον λιταίς σου.



Μη με παρίδης τον σον δούλον, σοι προσπίπτοντα ψυχής εν ταπεινώσει, και αιτούντα την σην παμάκαρ προστασίαν, Νεομαρτύρων καύχημα, ω Θεόδωρε γενναίε.



Όλην αυτού ο βροτοκόνος, εξεκένωσεν ως όντως, την φαρέτραν, κατ΄εμού ο δεινός, και όλον τραυματίαν κατέστησεν ˙  αλλ΄ίασαι, προς Χριστόν με σαις πρεσβείαις.

Θεοτόκιον.

Ειδόν σε πόρρωθεν Προφήτα εν τω Πνεύματι σε φως τω Παναγίω, την εν σπλάχνοις το πυρ το Θείον δεξαμένην, το καταφλέγον πταίσματα των ανθρώπων Θεοτόκε.



Ωδή Η’. Τον εν Όρει αγίω.

Περιστάσεων χείμαρροι παντοίων, εξετάραξαν τον οίκον της ψυχής μου ˙  διο προς σε κατέφυγον κραυγάζων σοι ˙  στήριξόν με Μάρτυς, σαις προς τον Δεσπότην πρεσβείαις ευπροσδέκτοις.



Συνεχόμενος θλίψεσιν αμέτροις, απηλπίσθην του ζην ο σος οικτρός ικέτης ˙  αλλά θαρρών τη ση Χριστέ χρηστότητι, σώσον με βοώ σοι, ταις του νεοάθλου πρεσβείαις Θεοδώρου.

Συνηθεία ηττώμενος κακίστη, διαπράττω έργα επαξία γεέννης, εντεύθεν ουν ποικίλαις περιπέπτωκα θλίψεσιν ο τάλας ˙  ων με Νεομάρτυς Θεόδωρε νυν ρύσαι.





Θεοτόκιον.

Μυστικόν σε πλουτώ σαφώς λιμένα, διαπλέων Αγνή την θάλασσαν του βίου, συ γαρ αεί προφθάνεις διασώζουσα πάσης με βλάβης και επηρείας πνευμάτων εναντίων.



Ωδή Θ’. Εξέστη επι τούτω ο ουρανός.

Μυρίαις νυν κυκλούμενος συμφοραίς και ανάγκαις δειναίς πιεζόμενος και πειρασμοίς πάντοθεν δονούμενος φοβεροίς, προς την σην Μάρτυς ένδοξε ήδη καταφεύγω επισκοπήν, αιτούμενος την λύσιν τούτων, Αθλοφόρε, Νεομαρτύρων ακροθίνιον.



Ζυγόν πικράς δουλείας τον χαλεπόν, ον οι δούλοι σου μάκαρ περίκεινται, σαις προσευχαίς σύντριψον, Θεόδωρε Αθλητά, ο την εχθρών δυσσέβειαν πάσαν στηλιτεύσας πριν ανδρικώς, και αίτησαι τελείαν ημίν ελευθερίαν δούναι θεόφρον τον Φιλάνθρωπον.



Χαίροις ο αήττητος αθλητής και κήρυξ γενναίος της θεότητος Ιησού, χαίροις Θεού δώρον ημίν δεδωρημένον εν χρόνοις τοις υστέροις, μάρτυς Θεόδωρε.



Ήνθησας ως ρόδον κοκκοβαφές, Θεόδωρε μάρτυς, εν τοις χρόνοις τοις καθ΄ημάς και ευωδιάζεις οσμαίς των σων χαρίτων ημών των σε ποθούντων, ψυχάς και σώματα.



Ως έχων παρρησίαν προς τον Χριστόν, δι΄ον Μάρτυς γενναίως ενήθλησας, υπέρ ημών τούτον εκδυσώπησον των πιστών, τα σα τιμώντων τρόπαια και ασπαζομένων πανευλαβώς θήκην των λειψάνων, Θεόδωρε τρισμάκαρ, το των Λεσβίων εγκαλλώπισμα.





Θεοτόκιον.

Ουκ έστιν όστις πέφευγε προς την σην κραταιάν προστασίαν Πανάχραντε Μήτερ Θεού και της σης ουκ έτυχε ταχινής Δέσποινα αντιλήψεως ˙  όθεν σοι βοώμεν χαρμονικώς το χαίρε του Αγγέλου, χαίρε παντός του γένους βροτών, Παρθένε, η ανάκλησις.



Το «Άξιόν εστί»  και τα παρόντα Μεγαλυνάρια του Αγίου.

Ρύσαι πάσης νόσου φθοροποιού και παντός κινδύνου τους ικέτας σου αθλητά, Θεόδωρε μάκαρ, σαις προς Χριστόν πρεσβείαις, Νεομαρτύρων κλέος και εγκαλλώπισμα.

Φύλαττε τους δούλους σου αθλητά εκ παντοίας βλάβης και εκ πάσης τε απειλής εχθρών αοράτων και ορωμένων άμα, Θεόδωρε, της Λέσβου κλεινόν ωράϊσμα.

Μάρτυς αξιάγαστε του Χριστού, δέξαι παρακλήσεις αναξίων σων οικετών και ταύτας, θεόφρον, προσάγαγε τω μόνω Θεώ τε και Δεσπότη ημών, Θεόδωρε.

Λύτρωσαι κινδύνων παντοδαπών, σεισμού βαρυτάτου και βαρβάρων επιδρομής, λοιμού λιμού τε την σε τιμώσαν ποίμνην, Θεόδωρε τρισμάκαρ, Χριστού Νεόαθλε.

Δεύτε ευφημήσωμεν οι πιστοί, εν ωδαίς και ύμνοις, μαργαρίτην του Ιησού, των Νεομαρτύρων Χριστού το λαμπρόν άστρον. Θεόδωρον τον νέον πιστών το καύχημα.

Δεύτε φιλομάρτυρες εν χαρά, ύμνοις εγκωμίων στεφανώσωμεν τον κλεινόν και Θείον πολιούχον την νήσου Μυτιλήνης και κράξωμεν ενθέως, χαίροις πανθαύμαστε Θεόδωρε.

Τους μετ΄ευλαβείας τα ιερά λείψανά σου Μάρτυς προσκυνούντας σαις προς Θεόν ιεραίς πρεσβείαις φρουρών μη διαλείπης, Νεομαρτύρων κλέος Θείε Θεόδωρε.









Τρισάγιον, και τα εξής τροπάρια.

Ήχος β΄. Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν.

Πάντας προστατεύεις Αθλητά των καταφευγόντων εν πίστει τη αντιλήψει τη ση Άγιε Θεόδωρε, των ευσεβών αρρωγέ ˙  προς Θεού γαρ δεδώρησαι ημίν τους εν βίω αεί κινδυνεύουσιν, ως ασφαλής βοηθός ˙  πάντας εκλυτρούμενος τάχει τους προσκαλουμένους σε Μάρτυς πάσης περιστάσεως πολύαθλε.



Ήχος πλ. δ΄. Δέσποινα πρόσδεξαι… και Απόλυσις.


 Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ




17 Φεβρουαρίου, μνήμη και του Αγίου Νεομάρτυρος Θεοδώρου του Βυζαντίου, πολιούχου Μυτιλήνης

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Βυζάντιος, ο πολιούχος της Μυτιλήνης, καταγόταν από το Νεοχώρι, προάστιο της Κωνσταντινουπόλεως . Οι γονείς του , Χατζή Αναστάσιος και Σμαραγδού, φρόντισαν να μάθει από μικρός τα ιερά γράμματα και την τέχνη του ζωγράφου.
Μαζί με τον δάσκαλό του εργαζόταν στο παλάτι του σουλτάνου. Εκεί συναναστρεφόμενος τους Τούρκους , από επιπολαιότητα , απατημένος από τον μαλθακό και τρυφηλό τρόπο ζωής, τη δόξα που δίνει η εξουσία και κυρίως με την παρακίνηση των Τούρκων, έγινε μουσουλμάνος . Έζησε τρία χρόνια μέσα στα παλάτια, έχοντας την εκτίμηση και την ιδιαίτερη εύνοια των Τούρκων, με υλικές απολαύσεις και με την προοπτική μιας σπουδαίας ανέλιξης στην κρατική διοίκηση.
Συνέβη όμως τότε επιδημία πανούκλας και ,βλέποντας τον θάνατο μπροστά του κάθε μέρα , συναισθάνθηκε το κακό που έπαθε, έκλαψε πικρά , μετανόησε και προσπαθούσε να βρει τρόπο να φύγει.
Μια νύκτα πήδηξε από κάποιο ψηλό κτήριο έξω, αλλά άκουσαν κάποιοι Τούρκοι τον κτύπο, τον έπιασαν και τον γύρισαν πίσω. Μια άλλη μέρα παρεκάλεσε ένα Χριστιανό, που πήγαινε συχνά στο παλάτι για δουλειές, να του φέρει μια αλλαξιά ρούχα ναυτικά . Πράγματι του έφερε και κάποια μέρα, την ώρα του φαγητού, κρύφτηκε και κάνοντας τον σταυρό του, άλλαξε τα ρούχα του τα πολυτελή με τα γεμετζίδικα, μουτζούρωσε με κάρβουνα το πρόσωπό του, έδεσε στο κεφάλι του ένα λερωμένο μαντήλι, πήρε μια στάμνα στον ώμο και κάνοντας πάλι τον σταυρό του, βγήκε έξω, χωρίς να τον σταματήσει κανένας.
Πήγε στο σπίτι κάποιας θείας του, όπου έμεινε μερικές ημέρες και χρίσθηκε με το Άγιο Μύρο.
Στη συνέχεια κατέφυγε στη Χίο με πολλούς κόπους, έξοδα και κινδύνους. Εκεί έγινε δεκτός από τον Άγιο Μακάριο Νοταρά , πρώην Κορίνθου, ο οποίος ησύχαζε στη Χίο. Κοντά του, με τη μελέτη πνευματικών βιβλίων, ιδιαιτέρως δε των μαρτυρίων των Νεομαρτύρων, έφθασε σε τέλεια μετάνοια. Συνειδητοποίησε πόσο σοβαρή ήταν η πτώση του, άρχισε τον πνευματικό αγώνα, εξομολογήθηκε λεπτομερώς και κοινώνησε. Σιγά σιγά του δημιουργήθηκε ο πόθος για το μαρτύριο, ο οποίος μέρα με τη μέρα αυξανόταν μέσα του, ώστε δεν μπορούσε να συγκρατηθεί.
Με την ευλογία του Αγίου Μακαρίου, αναχώρησε για την Μυτιλήνη, συνοδευόμενος από τον αδελφό με τον οποίο αγωνιζόταν πνευματικά, για να παρουσιαστεί στον δικαστή και να ομολογήσει τον Χριστό. Εκείνη τη νύκτα δοκίμασε ο ευλογημένος Θεόδωρος, δεινούς λογισμούς ακαθαρσίας και βλασφημίας . Ο αδελφός τον βοηθούσε στον σκληρό πνευματικό του αγώνα.
Όταν έφθασαν στη Μυτιλήνη, μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Έπειτα κάθισαν να φάνε λίγη τροφή αλλά ο Μάρτυς δεν μπορούσε να φάει από τα πολλά δάκρυα που έχυνε. Ύστερα ετοιμάστηκε να παρουσιαστεί στον δικαστή, έχοντας ντυθεί τούρκικα. Με δάκρυα χωρίστηκε από τον πνευματικό του αδελφό, τον οποίο παρακάλεσε να παρηγορήσει τους γονείς του.
Την πέμπτη ημέρα της πρώτης εβδομάδος της Σαρακοστής του 1795, παρουσιάστηκε ο Μάρτυς στον δικαστή .
-Πριν από δέκα χρόνια , άρχισε να λέει ,σκοτίστηκε ο νους μου και με κάνατε Τούρκο. Όμως τώρα συνήλθα , συνειδητοποίησα την πτώση μου, το κακό που έπαθα και γι’ αυτό ήρθα να σου το πω και να σου δώσω πίσω την ψεύτικη και βρώμικη θρησκεία που μου έδωσες και να ομολογήσω τη δική μου πίστη, την αληθινή και αγία. Συγχρόνως έβγαλε το κάλυμμα της κεφαλής του, το πέταξε κάτω και το καταπατούσε. Ομοίως και τα πράσινα ρούχα που φορούσε.
Όταν άκουσε και είδε ο δικαστής το θάρρος του αγίου έμεινε απορημένος. Όλοι οι παριστάμενοι τον θεώρησαν τρελλό. Ο άγιος όμως συνέχισε :
-Δεν είμαι τρελλός. Είμαι Χριστιανός, αρνούμαι τη θρησκεία σας. Ό,τι έχεις να μου κάνεις , κάνε το γρήγορα . Είμαι έτοιμος να υπομείνω όσα έχεις να μου κάνεις , με τη δύναμη του Χριστού μου.
Οι παριστάμενοι τότε τον άρπαξαν και δέρνοντάς τον , σπρώχνοντάς τον και κλωτσώντας τον , τον γκρέμισαν κάτω από τη σκάλα. Τον έκλεισαν στη φυλακή με τα πόδια στο τιμωρητικό ξύλο και μια βαριά αλυσίδα στο λαιμό. Άφησαν δε τη φυλακή ανοιχτή, ώστε όποιος ήθελε έμπαινε τον έδερνε ή του έκανε ό,τι άλλο βάσανο νόμιζε. Την άλλη μέρα το μεσημέρι τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον οδήγησαν πάλι στο δικαστή .
-Ήρθες στα συγκαλά σου ; τον ρωτούσαν στο δικαστήριο, αρχίζοντας τα ταξίματα και τις κολακείες, με σκοπό τον εξισλαμισμό του .
-Αφήνετε εσείς την πίστη σας να γίνετε Χριστιανοί ;
-Όχι, του αποκρίθηκαν.
Πως λοιπόν εγώ να αφήσω την πίστη μου, τη λαμπρή και να έρθω στη δική σας τη σκοτεινή. Γελάστηκα και έγινα Τούρκος, τώρα όμως ήρθα στον εαυτό μου και είμαι Χριστιανός. Αποστρέφομαι την πίστη σας και τον προφήτη σας και όλους σας.
Με κλωτσιές τον έβγαλαν πάλι έξω, τον έκλεισαν στη φυλακή, την οποία άφησαν πάλι ανοικτή, για να μπαίνει όποιος ήθελε να τον βασανίζει. Έτσι άρχισαν να τον δέρνουν με ραβδιά πολλοί συγχρόνως και τον γύριζαν και από την άλλη μεριά του σώματός του να τον δείρουν σα να ήταν ασκί. Ο άγιος τα υπέμενε όλα με πολλή υπομονή , δε φώναζε, παρά μόνο έλεγε : Χριστιανός είμαι. Ύστερα του έσφιξαν τόσο βίαια το κρανίο μ’ ένα σκοινί, ώστε πετάχτηκαν τα μάτια του και μ’ ένα ξύλο του έσφιγγαν το στόμα του και του έβγαλαν αρκετά δόντια. Όταν βαρέθηκαν πια οι βασανιστές και τον άφησαν, ήρθε και τον συνάντησε κάποιος Χριστιανός που εργαζόταν στη φυλακή. Με τον Χριστιανό αυτόν ζήτησε από τον επίσκοπο τη Θεία Κοινωνία και αυτός ο Χριστιανός του την έφερε.
Ήταν τότε κάποιος Γεώργιος από τη Θεσσαλονίκη ,ο οποίος διάβαζε για τους μάρτυρες και επεδίωξε να κλειστεί στη φυλακή κοντά στον άγιο μάρτυρα Θεόδωρο. Ο Χριστιανός αυτός πολύ τον ενίσχυσε με πνευματικούς λόγους , με την υπενθύμιση των μαρτυρίων των παλαιών μαρτύρων.
Στο μεταξύ, μετά από φρικτά μαρτύρια, εκδόθηκε η καταδίκη του εις θάνατον. Για τελευταία φορά τον ρώτησαν αν θα άλλαζε και πάλι την πίστη του, και μετά την αρνητική του απάντηση, τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης. Φθάνοντας τον έδειραν τόσο ανελέητα, που έμεινε κάτω μισοπεθαμένος. Τον σήκωσαν και τον ρωτούσαν:
-Τι είσαι ;
Και ο άγιος τους απαντούσε :
-Χριστιανός είμαι, Θεόδωρος το όνομά μου και Χριστιανός πεθαίνω.
Μόλις τράβηξαν το σκοινί για να τον απαγχονίσουν, κόπηκε το σκοινί και ο άγιος έπεσε κάτω, χτύπησε το γόνατό του κι έτρεχε πολύ αίμα. Τελικά τον απαγχόνισαν. Ήταν 17 Φεβρουαρίου του 1795. Το άγιο λείψανό του έμεινε κρεμασμένο τρεις ημέρες. Από το γόνατό του και τις τρεις ημέρες έσταζε αίμα. Πήγαιναν οι Χριστιανοί, χωρίς να φοβούνται, έκοβαν κομμάτια από το πουκάμισό του και το βουτούσαν στο τίμιο αίμα του. Πολλά θαύματα έγιναν με το αίμα αυτό του αγίου.
Μετά τις τρεις ημέρες οι Χριστιανοί, με άδεια του δικαστή, έθαψαν με πολλές τιμές το τίμιο λείψανο του αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Νέου στην εκκλησία της Παναγιάς της Χρυσομαλλούσας .
Όταν του έκαναν ανακομιδή, βρέθηκε το Ιερό του λείψανό άφθορο. Σήμερα ευρίσκεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Μυτιλήνης, τιμώμενο και προσκυνούμενο από τους Χριστιανούς και θαυματουργεί.