Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ





Το έπος του 1940 με την φλογισμένη πένα των Ελλήνων ποιητών.

Το έπος του 1940, από τον χρωστήρα των Ελλήνων ζωγράφων..

με ένα κλικ παραπάνω  επετειακά ποιήματα 



Το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου και το έπος του ‘40




Εξαιρετική είναι η συγκίνηση που αισθάνονται όλοι οι Έλληνες, όταν καλούν στην μνήμη τους αναμνήσεις από τα ένδοξα γεγονότα του 1940. Πράγματι τα μεγάλα και φωτεινά αυτά γεγονότα, επισφράγισαν με ανεξίτηλη δόξα την ιστορική πορεία του έθνους μας.

Το ελληνικό Έθνος αισθάνεται ιδιαίτερη υπερηφάνεια, για το μεγάλο ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου του 1940, το οποίο αντέταξε ο Ελληνικός λαός κατά τον βαθύ όρθρο της ιστορικής εκείνης ημέρας.

Ήταν η αρχή μιας εκστρατείας που ονομάστηκε «Έπος» που κάλυψε ένα ένδοξο μέρος της μακραίωνης ελληνικής ιστορίας μας.

Η γενιά του '40 απέδειξε για μια ακόμη φορά, ότι το ιερό πάθος για την ελευθερία της Πατρίδας είναι υπέρτατο καθήκον όλων των Ελλήνων, που επανειλημμένα το έχουν αποδείξει κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ύπαρξής τους και δεν θα σταματήσουν να το αποδεικνύουν, όσο υπάρχουν, σε αυτή την όμορφη χώρα.

Πως όμως φτάσαμε στην ιστορική ημερομηνία της 28ης Οκτωβρίου 1940; Η απάντηση βρίσκεται στη μελέτη των αιτίων που οδήγησαν ολόκληρη την ανθρωπότητα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.


Η εποχή που μεσολαβεί ανάμεσα στους δυο Παγκοσμίους Πολέμους (1918-1939) αποτελεί για την Ευρώπη και για την Ελλάδα μια περίοδο συνεχών ανακατατάξεων. Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Ιταλία σύμμαχος των οποίων ήταν και η Ελλάδα αναδείχθηκαν νικητές στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία αποτελούσαν τους ηττημένους.

Οι συνθήκες ειρήνης που υπογράφηκαν ήταν εξοντωτικές για τους νικημένους. Δυσβάσταχτες πολεμικές αποζημιώσεις, διανομή των αποικιών των ηττημένων μεταξύ των νικητών και αφαίρεση εδαφών ήταν μερικές μόνο από τις ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν το 1919.

Με τέτοιες μεθόδους οι νικητές κατέστρεφαν ουσιαστικά τη δυνατότητα οικονομικής ανόρθωσης όλης της Ευρώπης και δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για νέο πόλεμο. Οι προσδοκίες για ένα κόσμο ειρηνικό αποδεικνύονταν στην πράξη ανίσχυρες μπροστά στη βουλιμία των εθνικισμών και των οικονομικών υπολογισμών. Η Κοινωνία των Εθνών δημιούργημα των συνθηκών ειρήνης έγινε καταφύγιο των αδυνάτων και πεδίο ανταγωνισμού των ισχυρών.

Η Γερμανία και η Ιταλία ήταν δυο χώρες στις οποίες το παλαιό πολιτικό σύστημα δεν μπόρεσε να επιβιώσει. Η Ιταλία μαστίζονταν από υπερπληθυσμό, από έλλειψη επενδύσεων στην οικονομία, ενώ η διαφθορά απλωνόταν σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής. Η Γερμανία καταδικασμένη να πληρώνει κάθε χρόνο πολεμικές αποζημιώσεις στους νικητές, μεγαλύτερες από το εθνικό ακαθάριστο προϊόν, μαστιζόταν μέχρι το 1933 από ανεργία, αποβιομηχάνιση, ενώ ο εκτός ελέγχου πληθωρισμός έκανε απαγορευτική ακόμη και τη σκέψη για επενδύσεις.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να γεννηθούν και να αποκτήσουν απήχηση στα κράτη αυτά ακραία κινήματα που δεν αναγνώριζαν τις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στην Ιταλία ο Μουσολίνι δημιούργησε το φασιστικό κόμμα και στη Γερμανία ο Χίτλερ το Εθνικοσοσιαλιστικό / ναζιστικό κόμμα. Η ρητορεία των δυο ανδρών στρεφόταν κατά των κεφαλαιούχων και κατά των ξένων. Ταυτόχρονα υπόσχονται στις εξαθλιωμένες μάζες ότι η άνοδός τους στην εξουσία θα σημάνει τη λήξη των προβλημάτων τους, αφού το κράτος θα υπερασπίζεται τα συμφέροντά και τα δικαιώματά τους στις διαμάχες με τους κεφαλαιούχους.

Οι φασίστες του Μουσολίνι στην Ιταλία θα καταλάβουν πραξικοπηματικά την εξουσία το 1923, ενώ στη Γερμανία ο Χίτλερ θα νικήσει στις εκλογές του 1933 βασιζόμενος στις ψήφους των ανέργων και των εξαθλιωμένων εργατών και αγροτών. Και στα δυο κράτη η κοινωνική πρόνοια τέθηκε στο περιθώριο. Οι δυο άνδρες αρχίζουν να εξοπλίζουν τους στρατούς τους με νέα οπλικά συστήματα, ενώ εκπονούν σχέδια για την ανάδειξη της Γερμανίας και της Ιταλίας σε υπερδυνάμεις σε βάρος των υπολοίπων.

Από το 1935 πυκνώνουν τα σύννεφα στα Βαλκάνια. Η Ιταλία αυξάνει την επιθετικότητά της. Ο Μουσολίνι ονειρεύεται την εξάπλωση της ιταλικής κυριαρχίας σε όλη τη Μεσόγειο. Ονειρεύεται το Mare nostrum, τη Μεσόγειο ως μια ιταλική λίμνη. Επιτίθεται καταλαμβάνει διαδοχικά την Αβησσυνία, τη Λιβύη και την Αλβανία.

Τα βαλκανικά κράτη ανησυχούν και η Αγγλία, ευαίσθητη σε αυτή την περιοχή της Ευρώπης βγαίνει από την δε επιφυλακτικότητά της. Η Αγγλία και η Γαλλία προσφέρουν την εγγύησή τους στη Ρουμανία και στην Ελλάδα εναντίον ενδεχόμενης ιταλικής επίθεσης. Η Βουλγαρία προτιμά να συνταχθεί με τη Γερμανία και την Ιταλία που έχουν συστήσει τις δυνάμεις του Άξονα.


Την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 και αφού ο Χίτλερ έχει προσαρτήσει την Αυστρία και την Τσεχοσλοβακία, ο γερμανικός στρατός εισβάλλει στην Πολωνία. Η Αγγλία και η Γαλλία κηρύσσουν τον πόλεμο στη Γερμανία. Η Σοβιετική Ένωση, που έχει υπογράψει τον Αύγουστο του 1939 το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ (με το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μην εμπλακούν σε πόλεμο μεταξύ τους και συμφωνούν στην προσάρτηση των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης) εισβάλλει και αυτή αρχικά στην Πολωνία και αργότερα στη Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία και Φιλανδία.

Ακολούθως ο γερμανικός στρατός καταλαμβάνει τη Δανία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, εισβάλλει στη Γαλλία, ενώ ο Χίτλερ σκέπτεται να πραγματοποιήσει απόβαση στη Μεγάλη Βρετανία. Όμως η αγγλική αντίσταση καθ' όλη τη διάρκεια του θέρους του 1940, αναγκάζει τον Χίτλερ να εγκαταλείψει προσωρινά τα σχέδια για απόβαση και να στρέψει το ενδιαφέρον του στα Βαλκάνια.

Ο πόλεμος στην Ελλάδα

Τα βαλκανικά κράτη φοβούμενα μη βρεθούν στο δρόμο της θύελλας, άλλα κηρύσσουν ουδετερότητα και άλλα κάνουν επίδειξη καλής διαγωγής, η Ελλάδα όμως διαπιστώνει ότι όλο μεγαλώνει η δραματική της απομόνωση, άρα και το βάρος της ευθύνης της, απέναντι στις παραδόσεις της και την ιστορία της. 

Στο επακολουθήσαν χρονικό διάστημα, εντάθηκαν οι προσπάθειες αποκοιμίσεως της Ελλάδας και από τους δύο εταίρους του Άξονα. Η Ιταλία συνέχιζε να προετοιμάζεται για την παραβίαση της ελληνικής ανεξαρτησίας, όμως η αιφνιδιαστική έναρξη του πολέμου από τον Χίτλερ και οι κεραυνοβόλες επιτυχίες του στα πεδία των μαχών την έκαναν να χάσει τη ψυχραιμία της και να επιχειρήσει και αυτή κάτι εντυπωσιακό, ώστε να προλάβει να επωφεληθεί, αισθανόμενη το τέλος του πολέμου. 

Ακολούθησε μια προσπάθεια από τον Μουσολίνι εξερεθισμού της Ελλάδας και αναζήτησης αφορμών, ρυθμισμένη με μαθηματική ακρίβεια ώστε να ακολουθεί την ανιούσα και δεν έλειπαν και οι προκλήσεις:

  • Βομβαρδισμός ελληνικών πολεμικών πλοίων, συμπεριλαμβανομένου του αντιτορπιλικού Ύδρα. 

  • Συνεχής παραβίαση του ελληνικού εναέριου χώρου. 

  • Ο ιταλικός τύπος δημοσιεύει με εντυπωσιακούς τίτλους, ότι "ο μέγας Αλβανός πατριώτης Νταούτ Χότζα δολοφονήθηκε στην ελληνοαλβανική μεθόριο από Έλληνες πράκτορες". (Ο Νταούτ Χότζα ήταν ληστής επικηρυγμένος προ εικοσαετίας, σκοτώθηκε σε καυγά από δύο Αλβανούς, τους οποίους μάλιστα προ διμήνου είχαν συλλάβει οι ελληνικές Αρχές). 

  • Ο γνωστός δημοσιογράφος Γκάιντα, φερέφωνο του φασιστικού κόμματος, την 14 Αυγούστου, με άρθρο του στον κατευθυνόμενο ιταλικό τύπο έδινε το γενικό σύνθημα: Γενική επίθεση κατά της Ελλάδος. Η Ιταλία πλέον είχε αποβάλει το προσωπείο. 

Την επομένη, 15 Αυγούστου, ακολούθησε ο άνανδρος τορπιλισμός του καταδρομικού ΕΛΛΗ στο λιμάνι της Τήνου.



Αυτή η τελευταία πρόκληση, ιερόσυλη πράξη, εγκαινίασε συμβολικά την επίθεση εναντίον της Ελλάδος και χρωμάτισε με ιερότητα τον αγώνα που ακολούθησε. 
Από της 22 Οκτωβρίου, στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ρώμης, ο Τσιάνο, αρχίζει να συντάσσει το περιλάλητο τελεσίγραφο, που προορίζετο για την ελληνική Κυβέρνηση, το οποίο δεν άφηνε περιθώρια για διέξοδο, παρά μόνο "ή αποδοχή της κατοχής ή εκτέλεση επίθεσης". 

Το ελληνικό Γενικό Επιτελείο δεν μπορούσε να ολοκληρώσει την άμυνα της χώρας, όπως ακριβώς θα επιθυμούσε, κυρίως για δύο λόγους: 

Κάθε σημαντική κινητοποίηση, θα σήμαινε πρόκληση στον Μουσολίνι. 
Η πρωτοβουλία ενάρξεως των επιχειρήσεων ανήκε στην Ιταλία, που όμως ήταν άγνωστο πότε θα εκδηλωθεί και μια επιστράτευση, με πιθανή μακροχρόνια αναμονή, θα έφθειρε το ηθικό των στρατευμένων αλλά και την οικονομία της χώρας. 

Το Ιταλικό τελεσίγραφο

Στις 3 τα μεσάνυχτα της 28ης Οκτωβρίου ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Ελλάδα κόμης Γκράτσι επιδίδει στον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά το παρακάτω τελεσίγραφο:

(απόσπασμα)
... Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική. Η ευθύνη δια την κατάστασιν ταύτην πίπτει πρωτίστως επί της Αγγλίας και επί της προθέσεώς της όπως περιπλέκη πάντοτε άλλας χώρας εις τον πόλεμον. Η Ιταλική Κυβέρνησις θεωρεί έκδηλον ότι η πολιτική της Ελληνικής Κυβερνήσεως έτεινε και τείνει να μεταβάλη το ελληνικόν έδαφος, ή τουλάχιστον να επιτρέψη όπως το ελληνικόν έδαφος μεταβληθή εις βάσιν πολεμικής δράσεως εναντίον της Ιταλίας. Τούτο δεν θα ηδύνατο να οδηγήση ή εις μίαν ένοπλον ρήξιν μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδος, ρήξιν την οποίαν η Ιταλική Κυβέρνησις έχει πάσαν πρόθεσιν να αποφύγη.

Όθεν, η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν -ως εγγύησιν δια την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν δια την ασφάλειαν της Ιταλίας- το δικαίωμα να καταλάβη δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων, δια την διάρκειαν της σημερινής προς την Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι. Τα στρατεύματα ταύτα δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η Ιταλική Κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς, δια της προσωρινής κατοχής στρατηγικών τινών σημείων, επιβαλλομένης υπό της ανάγκης των περιστάσεων και εχούσης καθαρώς αμυντικόν χαρακτήρα, να θίξη οπωσδήποτε την κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.
Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώση αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αυτή δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήση αντίστασιν, η αντίστασις αυτή θα καμφθή δια των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προκύψη εκ τούτου.


Το ιταλικό τελεσίγραφο με το οποίο ο Μουσολίνι ζητούσε την ελεύθερη δίοδο των ιταλικών στρατευμάτων απορρίπτεται εκ στόματος Ιωάννη Μεταξά χωρίς συζήτηση.

Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία, μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι 'Ελληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν, και μου ανεκοίνωσεν ότι, προς κατάληψιν αυτών, η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ' εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. 'Όλον το 'Έθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα. τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις.
Νυν υπέρ πάντων ο αγών.
Ι. ΜΕΤΑΞΑΣ

Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν που εκδόθηκε από τον αρχιστράτηγο Παπάγο, έδωσε το έναυσμα για το ξεκίνημα μιας από τις λαμπρότερες και ενδοξότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας:





Ο ελληνικός λαός δεν γνώριζε τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου τι είχε προηγηθεί από τις 3 το πρωί στην οικία του πρωθυπουργού, ούτε τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και όμως, όταν την 6η πρωινή ώρα οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την Αθήνα, ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους σαν να περίμενε ακριβώς την στιγμή να βροντοφωνάξει το ιστορικό "ΟΧΙ", καθολική επιλογή που δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν διαφορετική.

Πανηγυρισμοί και ζητωκραυγές δεν θα περίμενε κανείς ανήμερα της ανακήρυξης ενός πολέμου. Κι όμως, μια διάθεση πανηγυρισμού και ευφορίας ξεχύθηκε στον αττικό ουρανό από ένα κόσμο που είχε κατακλύσει τους δρόμους και που αισθανόταν να τον καλούν με το όνομά του, για να προστατεύσει τα τρεις και πλέον χιλιάδες χρόνια της ιστορίας του. Η είδηση έτρεχε από στόμα σε στόμα σαν την αναγγελία κάποιου χαρμόσυνου γεγονότος "Πόλεμος! Οι Ιταλοί εισβάλλουν!". Τα συναισθήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο, υπερηφάνεια, φιλότιμο, λεβεντιά, αγανάκτηση, περιφρόνηση, και μάλιστα όχι μόνο από αυτούς που έτρεχαν να καταταγούν, αλλά και από τον άμαχο πληθυσμό, που και αυτός αργότερα προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον αγώνα. 

Κάτι μεγάλο ορθωνόταν στην Ελλάδα τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου που εάν το έβλεπε ο υπερόπτης Ιταλός δικτάτορας, θα προτιμούσε να αποσύρει τις δυνάμεις του από το Αλβανικό έδαφος και να αναθεωρήσει όλα τα επιχειρησιακά του σχέδια. 
Πανηγυρική ήταν η ατμόσφαιρα στους δρόμους και στους σταθμούς των τραίνων όπου η μια μετά την άλλη αναχωρούσαν γεμάτες χαμογελαστούς στρατιώτες οι αμαξοστοιχίες προς το Μέτωπο.

Παρά τον γενικό ενθουσιασμό και εθνική υπερηφάνεια που ένιωθαν οι Έλληνες φαντάροι δεν πρέπει να πιστέψει κανείς πως η πορεία του ελληνικού στρατού προς το μέτωπο ήταν εύκολη υπόθεση.  Ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης καταγράφει τη δική του μαρτυρία για τις κακουχίες και τα βάσανα που αντιμετώπισε ο ηρωικός Έλληνας στρατιώτης:


Η πορεία των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων προς το Μέτωπο ήταν γεμάτη κακουχίες. 'Όμως ο βαρύς χειμώνας, ο ενθουσιασμός του ελληνικού στρατού και τα βουνά της Αλβανίας επιτρέπουν στους 'Ελληνες όχι μόνον να αντιμετωπίσουν την επίθεση με ιταλική επιτυχία, αλλά και να περάσουν αμέσως στην αντεπίθεση. 

H επίλεκτη μεραρχία των Ιταλών Τζούλια άρχισε στις απόκρημνες βουνοκορφές της βόρειας Πίνδου την επίθεσή της εναντίον της χώρας μας, για να προελάσει γρήγορα προς τα Γιάννενα, όπως πίστευε το Ιταλικό Επιτελείο, και να διευκολύνει τον "άνετο περίπατο" των υπολοίπων ιταλικών μεραρχιών προς την Αθήνα. Η έκπληξη όμως των "γενναίων" του Μουσολίνι γρήγορα μετατράπηκε σε απογοήτευση, όταν οι ταμπουρωμένοι 'Ελληνες φαντάροι των φυλακίων, δεν τους προσέφεραν την υποδοχή που ήθελαν, αλλά πυκνά πυρά. Αλήθεια τι υποδοχή περίμεναν; 

Ως γνωστό, το βάρος της άμυνας το έφερε η μεραρχία Ηπείρου, που είχε τη τύχη μόνη από τις μεγάλες δυνάμεις να υπερασπίζεται τη τιμή και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, με κύρια αποστολή "την κάλυψη της κεντρικής Ελλάδος από την κατεύθυνση Ιωάννινα - Ζυγός Μετσόβου" και δευτερεύουσα "την προάσπιση εθνικού εδάφους", και η οποία με απόφαση του διοικητή της υποστράτηγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου, δεν εγκατέλειψε την προωθημένη αμυντική γραμμή και αγωνίσθηκε χωρίς να παραχωρήσει εθνικό έδαφος. 

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί η ουσιαστική συμβολή στον αγώνα του ηρωικού αποσπάσματος του συνταγματάρχη Δαβάκη, που αμυνόμενος σθεναρά με λίγους στρατιώτες, με πενιχρά μέσα αλλά με μεγάλη αυτοθυσία, απέκρουσε τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του εχθρού και έδωσε πολύτιμο χρόνο στον Ελληνικό στρατό να ανασυνταχθεί και να αντεπιτεθεί καταδιώκοντας τους εισβολείς πέρα από τα Αλβανικά σύνορα, στα ιστορικά χώματα της Βορείου Ηπείρου. 

Κατά την αντεπίθεση της 1ης Νοεμβρίου, από το ηρωικό απόσπασμα Πίνδου επετεύχθη η ανακατάληψη της Γραμμής "Γύφτισσα - Οξυά" συνελήφθησαν τρεις Ιταλοί αξιωματικοί και διακόσιοι είκοσι δύο οπλίτες, και περιήλθαν στα ελληνικά τμήματα 140 άλογα και αρκετά εφόδια.

Στη δυτική Μακεδονία ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει στις 21 Νοεμβρίου την Κορυτσά, ενώ στον κεντρικό τομέα της βόρειας Πίνδου εξουδετερώνει μια ιταλική μεραρχία Αλπινιστών και στον παραλιακό τομέα, όπου οι Ιταλοί είχαν στην αρχή κατορθώσει να εισχωρήσουν σε μεγάλο βάθος, τους υποχρεώνει να εκκενώσουν την κοιλάδα του ποταμού Καλαμά. Στο τέλος του χρόνου οι Ιταλοί βρίσκονται απωθημένοι 60 χιλιόμετρα πέρα από τα ελληνικά σύνορα.

Η ιταλική αντεπίθεση που ξεκινά με την έναρξη του νέου έτους δεν έχει αποτέλεσμα. Ο ελληνικός στρατός θα μπει στο Πόγραδετς, στη Πρεμετή στο Αργυρόκαστρο, στη Χιμάρα, στους Αγίους Σαράντα. Σε διάστημα έξι μηνών οι Ιταλοί υφίστανται βαριές ήττες. Δεκαέξι ελληνικές μεραρχίες ακινητοποιούν στην Αλβανία εικοσιεπτά ιταλικές με εξοπλισμό πολύ ανώτερο των ελληνικών.

Ζωγράφοι όπως τον Αλέξανδρο Αλεξαντράκη αποτύπωσαν στον καμβά την εποποιία του ’40.  Ο ηρωικός Έλληνας στρατιώτης, ο ηρωικός μαχητής της Αλβανίας αποτυπώνεται πολύ εύστοχα στους πίνακες που βλέπουμε και το μεγαλείο της ψυχής του προβάλλει αγέρωχο και δυναμικό.

Το ’40 ανέδειξε τον Έλληνα ήρωα, τον ανδρείο Έλληνα που, στην ανάπαυλα της μάχης δεν διστάζει να χορέψει γύρω από ένα πυροβόλο.  Ο Έλληνας στρατιώτης χορεύει ακόμα και με το θάνατο και τον κατατροπώνει!

Στα μετόπισθεν, ρίγη ενθουσιασμού κατακλύζουν το λαό από τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού.  Ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους και πανηγυρίζει τις περίλαμπρες νίκες του στρατεύματος.

Οι γυναίκες πλέκουν ασταμάτητα κάλτσες για τους στρατιώτες, ο ηρωικός Εύζωνας της Αλβανίας πολεμά αντάμα με τον Λεωνίδα και τον Καραϊσκάκη και η Σοφία Βέμπο, η τραγουδίστρια της λευτεριάς, εξυμνεί τα ηρωικά παιδιά της Ελλάδας.     

Ακόμα και η πένα του γελοιογράφου σατιρίζει εύστοχα την αντιπαράθεση Ελλήνων και Ιταλών.  Το μεγαλείο, εντός εισαγωγικών, των στρατιών του Μουσολίνι παρουσιάζεται στα πρωτοσέλιδα των ξένων εφημερίδων.  Ο Έλληνας Εύζωνας κατατροπώνει τους Ιταλούς φασίστες στην Πίνδο.

Συμβολή του ελληνικού ναυτικού και αεροπορίας στον αγώνα του ‘40

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί και η συμμετοχή στον αγώνα του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, παρά την μεγάλη διαφορά που υπήρχε σε σχέση με το ιταλικό, σε αριθμό, θωράκιση, ταχύτητα, δύναμη πυρός και χρόνο πλεύσεως για τα υποβρύχια. Παρ' όλα αυτά τα ελληνικά σκάφη εξετέλεσαν τη δύσκολη αποστολή τους χωρίς σοβαρές απώλειες. Βύθισαν εχθρικά μεταφορικά χωρητικότητας αρκετών δεκάδων χιλιάδων τόνων και συνόδευσαν με επιτυχία τις στρατιωτικές αποστολές στο μέτωπο. Τα Χριστούγεννα, το υποβρύχιο "Παπανικολής" με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Ιατρίδη, προσέβαλε ιταλική νηοπομπή στα ανοιχτά της Αυλώνας, βυθίζοντας δύο μεταγωγικά 20.000 και 15.000 τόνων και διέφυγε παρά τον απηνή διωγμό από ιταλικά αντιτορπιλικά.

Λίγες ημέρες αργότερα το υποβρύχιο "Πρωτεύς" με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Χατζηκωνσταντή, βύθισε ιταλικό μεταγωγικό που μετέφερε στρατιωτικές δυνάμεις στην Αλβανία, για να βυθισθεί στη συνέχεια και το ίδιο αύτανδρο, έπειτα από εμβολισμό που δέχτηκε από ιταλικό αντιτορπιλικό. Την πρωτοχρονιά το υποβρύχιο "Λάμπρος Κατσώνης", με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Σπανίδη, πυρπόλησε ιταλικό πετρελαιοφόρο, ενώ το "Παπανικολής" βύθισε στα ανοιχτά του Μπρίντεζι ιταλικό μεταγωγικό. Ανάλογες επιτυχίες σημείωσαν το υποβρύχιο "Νηρεύς", το τορπιλοβόλο "Σφενδόνη", το αντιτορπιλικό "Ψαρά" και το υποβρύχιο "Τρίτων".

Για την αεροπορία, που όπως προαναφέρθηκε, είχε τα περισσότερα αεροσκάφη της παλαιά έως άχρηστα, με λιγοστά αεροδρόμια και ακατάλληλα για χρήση τον περισσότερο καιρό, με στοιχειώδη αντιαεροπορική άμυνα, δεν θα ήταν υπερβολή να γραφεί ότι στο βαθμό που λειτούργησε, αυτό οφειλόταν στην εξαιρετική ευψυχία των Ελλήνων αεροπόρων και μάλιστα με αξιοσημείωτες επιτυχίες. Έμειναν παροιμιώδεις οι πτήσεις των Ελλήνων αεροπόρων σε χαμηλό ύψος στις χαράδρες των βουνών, "στα μονοπάτια του ουρανού", και τα κατορθώματά τους, όπως του Υποσμηναγού Μικραλέξη ο οποίος αφού εξήντλησε τα πυρομαχικά του, κάρφωσε εκουσίως με τον έλικα του αεροσκάφους του το πηδάλιο ιταλικού βομβαρδιστικού το οποίο και κατέρριψε για να προσγειωθεί δίπλα στο πενταμελές ιταλικό πλήρωμα που είχε πέσει με αλεξίπτωτα, να το συλλάβει και να το οδηγήσει αιχμάλωτο στη στρατιωτική διοίκηση Θεσσαλονίκης.




Ο Χίτλερ βλέποντας τις διαδοχικές ήττες του ιταλικού στρατού αποφασίζει να επέμβει. Στέλνονται γερμανικές μηχανοκίνητες μεραρχίες στη Βουλγαρία, ενώ παράλληλα απευθύνεται τελεσίγραφο στη Γιουγκοσλαβία να παραχωρήσει το έδαφός της για να περάσει ο γερμανικός στρατός στην Ελλάδα. Η γιουγκοσλαβική άρνηση όμως δεν συνοδεύεται και από αντίστοιχη αντίδραση. Οι Γερμανοί τσακίζουν μέσα σε έξι μόνον ημέρες την αντίσταση των Γιουγκοσλάβων και στις 6 Απριλίου του 1941 οι γερμανικές μηχανοκίνητες μεραρχίες εισβάλλουν στο έδαφος της Ελλάδας ταυτόχρονα από τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία.

Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού βρίσκεται βαθιά μέσα στην Αλβανία και δεν μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του νέου εισβολέα. Παρά την αντίσταση των ηρωικών μαχητών της Μακεδονίας στα οχυρά Ρούπελ κατά μήκος της γραμμής Μεταξά, οι λίγες ελληνικές μονάδες που βρίσκονταν εκεί μαζί με βρετανικές δυνάμεις δεν μπορούν να ανακόψουν την προέλαση των χιτλερικών στρατευμάτων. Η κυβέρνηση και ο βασιλιάς εγκαταλείπουν τη χώρα, ενώ η στρατιωτική ηγεσία συνθηκολογεί στις 24 Απριλίου.

Καθώς τα γερμανικά στρατεύματα εισέρχονται στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941 ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών εκπέμπει για τελευταία φορά ελεύθερος:


Ταυτόχρονα με την άφιξη του κατακτητή στην Αθήνα η συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτονεί.




Η αντίσταση κατά των Γερμανών μεταφέρεται στην Κρήτη. Οι Γερμανοί για να καταλάβουν την Κρήτη μεταφέρουν από τα άλλα μέτωπα τις επίλεκτες δυνάμεις των αλεξιπτωτιστών. Το κέντρο βάρος της επίθεσης στρέφεται στα δυτικά της Κρήτης, με σκοπό να καταληφθεί το αεροδρόμιο του Μάλεμε, για να μπορούν μετά να προσγειωθούν τα γερμανικά μεταγωγικά αεροπλάνα. Οι αρχικές απώλειες των Γερμανών αλεξιπτωτιστών είναι τρομακτικές, κατορθώνουν όμως να καταλάβουν το Μάλεμε. Η πτώση της Κρήτης είναι πια γεγονός. 'Όμως οι Γερμανοί για να υποτάξουν την Κρήτη έχασαν έναν ολόκληρο μήνα με αποτέλεσμα να αργήσει να ξεκινήσει η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα για την κατάληψη της Σοβιετικής 'Ένωσης, και να τους προλάβει ο βαρύς ρωσικός χειμώνας πριν κατορθώσουν να κάμψουν την αντίσταση του Σοβιετικού στρατού.

Ξεκίνημα της Εθνικής Αντίστασης

Το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας από το βράχο της Ακρόπολης

Ο αγκυλωτός σταυρός, το σύμβολο του φασισμού και της θηριωδίας, κυμάτιζε στην Ακρόπολη των Αθηνών. Δύο παλικάρια, ο ένας Λευκαδίτης και ο άλλος Ναξιώτης, γείτονες και φίλοι, που έμεναν στην Πλάκα, αντίκριζαν καθημερινά το κόσμημα της ανθρωπότητας, το σύμβολο της δημοκρατίας να βιάζεται από τη γερμανική σημαία. Και στο νου των δύο παλικαριών καρφώθηκε μια τρελή, μια παράτολμη ιδέα. Έτσι κι αλλιώς ο φόβος και η δειλία δεν ήταν ποτέ χαρακτηριστικά της νιότης.

Ο Απόστολος Σάντας και ο Μανώλης Γλέζος, 17χρονα παλικάρια τότε, αποφάσισαν στις 30 Μαΐου 1941, να κατεβάσουν από την Ακρόπολη τη γερμανική σημαία, το σύμβολο του Γ' Ράιχ. Και το κατάφεραν. Κατόρθωσαν να εξευτελίσουν τη γερμανική φρουρά και να χαμογελάσουν τα χείλη εκατομμυρίων ανθρώπων, που υπό το βάρος της ναζιστικής θηριωδίας, κόντευαν να χάσουν την ελπίδα.

Αυτή η πράξη των δυο γενναίων παλικαριών έδωσε το έναυσμα για την οργάνωση της εθνικής αντίστασης.  Πήρε το πνεύμα της αντίστασης μορφή, οργάνωση, απόχτησε αμέτρητες στρατιές πολεμιστών που έδωκαν το αίμα, την ζωή και την ψυχή τους σε τούτον τον υπέρτατον αγώνα για απελευθέρωση από το ναζιστικό ζυγό.
Η εθνική αντίσταση έλαβε σάρκα και οστά παντού σ’ όλες τις πόλεις και χωριά της σκλαβωμένης Ελλάδας.  Οι Έλληνες βγήκαν εκ νέου αντάρτες στα βουνά και πολέμησαν με νύχια και με δόντια τον κατακτητή.

Στη προσπάθεια τους να αντιμετωπίσουν ολοένα αυξανόμενη εθνική αντίσταση, οι Γερμανοί εκτέλεσαν ουκ ολίγους αγωνιστές, έκαψαν χωριά και προέβησαν σε αναρίθμητες θηριωδίες.  Το φρόνημα του Έλληνα όμως δεν κάμφθηκε.  Το αντάρτικο ενισχύθηκε με την ίδρυση των ομάδων του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ και έχει να επιδείξει ως κορυφαία στιγμή του την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου το Σεπτέμβριο του 1942

Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου

Το Σεπτέμβριο του 1942 Αγγλικό κλιμάκιο με αρχηγό το συνταγματάρχη Μάγερς αποβιβάζεται κρυφά στην Ελλάδα, έρχεται σε επαφή με τις διάφορες ανταρτικές ομάδες και κατορθώνει να συντονίσει τις ενέργειες τους.  Αποτέλεσμα του συντονισμού αυτού ήταν η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου.

Στην ανατίναξη έλαβαν μέρος 120 άντρες του Ε.Α.Μ., 65 του Ε.Δ.Ε.Σ. και 12 Άγγλοι κάτω από την προσωπική καθοδήγηση του Άρη Βελουχιώτη και Ναπολέοντα Ζέρβα.

Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου καθυστέρησε για αρκετές εβδομάδες τον ανεφοδιασμό των Γερμανών που μάχονταν στην Αφρική για ένα τουλάχιστον πολύτιμο μήνα, έδωσε το έναυσμα να φουντώσει το αντάρτικο στα βουνά της Ρούμελης, ανύψωσε το ηθικό των Ελλήνων και καταξίωσε τον ένοπλο αγώνα στη συνείδηση των συμμάχων.

Η απελευθέρωση



Μετά τις ήττες της στα κύρια μέτωπα με τις συμμαχικές δυνάμεις, η Γερμανία αναγκάζεται να συνθηκολογήσει. Μετά από τέσσερα χρόνια σκληρής κατοχής η Ελλάδα πανηγύρισε την ελευθερία της. Στις 18 Οκτωβρίου του 1944 επέστρεψε στην Αθήνα και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση με πρωθυπουργό το Γεώργιο Παπανδρέου που ύψωσε στον ιερό βράχο της Ακρόπολης την ελληνική σημαία.. Επιτέλους η Ελλάδα ήταν και πάλι ελεύθερη!

ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ  : http://www.akida.info

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2023

Κυριακή Ζ΄ Λουκά

Λόγος 

εις την ανάστασιν της θυγατρός του Ιαείρου και εις την αιμορροούσαν 

(Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)

Το έργον επρόφθασε τους λόγους, και οι Φαρισαίοι απεστομώθησαν ακόμη περισσότερο. Διότι ήταν αρχισυνάγωγος αυτός που ήλθε, και το πένθος βαρύ. Το παιδί μονογενές και στο άνθος της ηλικίας του, μόλις δώδεκα ετών. Και το ανέστησε δια μιάς. Εάν δε ο Λουκάς λέγει ότι ήλθαν και είπαν «μη σκύλλε, μη ταλαιπωρείς τον διδάσκαλον’ τέθνηκε γαρ», θα απαντήσωμε τούτο, ότι το «άρτι ετελεύτησε» το είπεν εκείνος στοχαζόμενος τον χρόνο της οδοιπορίας ή για να επαυξήσει την συμφορά. Συνηθίζουν, όσοι παρακαλούν, να μεγαλοποιούν με τα λόγια την συμφορά τους, και να προσθέτουν κάτι επιπλέον ώστε να προσελκύσουν περισσότερο τους ικετευομένους. Κοίτα όμως την απλοϊκότητά του. Δύο πράγματα απαιτεί από τον Χριστόν, και να έλθει ο ίδιος, και να βάλει το χέρι του επάνω. Πράγμα που σημαίνει ότι η μικρή ανέπνεε ακόμη όταν την άφησε. Το ίδιο απαιτούσε και εκείνος ο Σύρος Νεεμάν από τον Προφήτην. Ζητούσε, λέγει, και να εξέλθει, και το χέρι να βάλει επάνω. Πράγματι, όσοι είναι πιο παχείς στον νου, χρειάζονται και την όραση και τα αισθητά πράγματα.
Ενώ λοιπόν ο Μάρκος λέγει ότι έλαβε τους τρεις μαθητάς, καθώς και ο Λουκάς, ο Ματθαίος λέγει απλώς τους μαθητάς. Για ποίον λόγον όμως δεν παρέλαβε τον Ματθαίον, αν και είχε μόλις προσέλθει; Για να του δημιουργήσει μεγαλυτέραν επιθυμία, και επειδή ήταν ακόμη ατελέστερος. Γι’ αυτό τιμά τους τρεις μαθητάς, ώστε να γίνουν και οι άλλοι όπως εκείνοι. Ήταν γι’ αυτόν αρκετό το ότι είδε την αιμορροούσα, και ότι ετιμήθη με το να γίνει ομοτράπεζος του Δεσπότου και να φάγει μαζί του.
Και όταν εσηκώθη να φύγει, τον ηκολούθησαν πολλοί, σαν να περίμεναν κάποιο μεγάλο θαύμα, αλλά και εξ αιτίας του προσώπου που είχε έλθει. Επίσης, επειδή οι περισσότεροι ήσαν παχύτεροι στον νου, εζητούσαν όχι τόσο την επιμέλεια της ψυχής όσο την θεραπεία του σώματος, και συνέρρεαν ωθούμενοι άλλοι από τα παθήματά τους και άλλοι σπεύδοντας να γίνουν θεαταί της διορθώσεως ξένων παθημάτων. Αυτοί όμως που τον επλησίαζαν κυρίως για τους λόγους και την διδασκαλία του ως τότε, ήσαν λίγοι. Πράγματι, γι’ αυτό δεν άφησε να εισέλθουν στην οικία παρά μόνον οι μαθηταί, και πάλιν όχι όλοι, σε κάθε περίπτωση διδάσκοντάς μας να αποφεύγωμε την δόξα των πολλών. «Και ιδού», λέγει, «γυνή εν ρύσει αίματος δώδεκα έτη έχουσα, προσήλθεν όπισθεν, και ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού. Έλεγε γάρ εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι». Για ποίον λόγο δεν τον επλησίασε με παρρησίαν; Εντρέπετο για την αρρώστια, επειδή ενόμιζε ότι είναι ακάθαρτος. Διότι αν η γυναίκα που είναι στα έμμηνά της δεν εθεωρείτο καθαρά, πολύ περισσότερο θα θεωρούσε τον εαυτόν της ακάθαρτον εκείνη που πάσχει από τοιούτου είδους ασθένεια. Πράγματι, σύμφωνα με τον νόμο, αυτή η ασθένεια εθεωρείτο πολύ ακάθαρτος. Γι’ αυτό προσπαθεί να μη γίνει αντιληπτή και κρύπτεται. Δεν είχε ούτε αυτή ακόμη σωστήν και διαμορφωμένην γνώμη περί του Κυρίου. Αλλιώς δεν θα επίστευε πως θα περνούσε απαρατήρητη. Και είναι αυτή η πρώτη γυναίκα που προσέρχεται δημοσίως. Είχε ακούσει ότι θεραπεύει και γυναίκες, και ότι τώρα πορεύεται προς την μικρή κόρη που μόλις απέθανε. Δεν τον εκάλεσε όμως στον οίκο της, μολονότι ήταν πλουσία, ούτε προσήλθε φανερά, αλλά μόνον ήγγισε με πίστη κρυφά τα ενδύματά του. Ούτε καν αμφέβαλλεν ούτε είπε μέσα της: θα απαλλαγώ άραγε από την ασθένειά μου; Ή μήπως δεν θα απαλλαγώ; Αλλά επλησίασε γεμάτη ελπίδες για την αποκατάσταση της υγείας της. «Έλεγε γάρ», διηγείται ο Ευαγγελιστής, «εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου του, σωθήσομαι». Είδε από ποίαν οικία είχεν εξέλθει, των τελωνών, και ποίοι τον ακολουθούσαν, αμαρτωλοί και τελώνες. Όλα αυτά την έκαμαν αισιόδοξη. Και ο Χριστός δεν την άφησε να διαφύγει απαρατήρητη, αλλά την παρουσιάζει στο μέσον. (Ο άγιος φαίνεται συμπεραίνει ότι η γυναίκα αυτή, η μετέπειτα αγία Βερονίκη, ήταν πλουσία, από τον χάλκινο ανδριάντα που, όπως διέσωσε η παράδοση, έστησε αργότερα στην αυλή του σπιτιού της.) Και την φανερώνει, για πολλούς λόγους. Αν και μερικοί αναίσθητοι λέγουν ότι αυτό το έκαμε από φιλοδοξία. Γιατί, λέγει, δεν την άφησε να περάσει απαρατήρητη; Τι λέγεις, μιαρέ και παμμίαρε; Αυτός που προστάσσει να σιωπούμε, που αφήνει μύρια θαύματα να περάσουν απαρατήρητα, αυτός αγαπά την δόξαν;
Γιατί λοιπόν την παρουσιάζει στο μέσον; Πρώτον διαλύει τον φόβο της γυναικός, για να μη την ελέγχει η συνείδησις, και ζει με αγωνία σαν να την έχει κλέψει την δωρεά. Δεύτερον, την διορθώνει, επειδή είχε φαντασθεί ότι δεν θα υποπέσει στην αντίληψή Του. Τρίτον, επιδεικνύει σε όλους την πίστη της, ώστε να ποθήσουν και οι άλλοι να την μιμηθούν. Άλλωστε το ότι έδειξε πως τα γνωρίζει όλα πολύ καλά, αποτελεί σημείον όχι μικρότερον από την παύση της ροής του αίματος. Έπειτα, με την στάση της γυναικός κερδίζει τον αρχισυνάγωγον, ο οποίος ήταν έτοιμος να κλονισθεί στην πίστη, και με αυτόν τον τρόπο να χάσει το παν. Επειδή εκείνοι που ήλθαν έλεγαν «μη σκύλλε τον διδάσκαλον, ότι τέθνηκε το κοράσιον», και οι οικιακοί τον περιγελούσαν όταν είπε ότι κοιμάται, ήταν φυσικό κάτι παρόμοιο να πάθει και ο πατέρας.
Γι’ αυτό, προλαβαίνοντας αυτήν την αδυναμία, φέρνει στο μέσον την γυναίκα. Το ότι εκείνος ήταν πολύ παχύς στον νουν, άκου το από τα λόγια που του απευθύνει: «μη φοβού, συ μόνον πίστευε, και σωθήσεται». Και πράγματι, επίτηδες περίμενε να επέλθει ο θάνατος, και τότε να παρουσιασθεί, ώστε να γίνει σαφής η απόδειξις της αναστάσεως. Γι’ αυτό και βαδίζει κάπως αργά, και παρατείνει την συνομιλία του με την γυναίκα, για να αποθάνει εν τω μεταξύ η μικρή, και να έλθουν οι απεσταλμένοι να το αναγγείλουν και να ειπούν: «Μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Αυτό υπονοεί και ο Ευαγγελιστής και το επισημαίνει λέγοντας ότι «έτι λαλούντος αυτού, ήλθαν οι από της οικίας λέγοντες, τέθνηκεν η θυγάτηρ σου, μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Ήθελε να διαπιστωθεί ο θάνατος, για να μη δημιουργηθούν υποψίες για την ανάσταση. Αυτό κάνει παντού. Έτσι έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, περίμενε και μία και δύο και τρεις ημέρες. Για όλους αυτούς τους λόγους την παρουσιάζει στο μέσον και της λέγει: «Θάρσει, θύγατερ». Όπως ακριβώς είχεν ειπεί και στον παράλυτο: «Θάρσει τέκνον». Επειδή η γυναίκα ήταν φοβισμένη. Γι’ αυτό λέγει «Θάρσει», και την αποκαλεί θυγατέρα. Η πίστις την έκαμε θυγατέρα. Και ακολουθεί το εγκώμιον «η πίστις σου σέσωκέ σε». Ο Λουκάς μάλιστα μας αναφέρει περισσότερα για την γυναίκα. Αφού προσήλθε, λέγει, και έλαβε την υγεία, δεν την εκάλεσεν ο Χριστός αμέσως, αλλά πρώτα ερώτησε: «τις ο αψάμενός μου;». Έπειτα, όταν ο Πέτρος και οι άλλοι του είπαν: «Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου;» (αυτό μάλιστα είναι πολύ μεγάλη απόδειξις του ότι είχε ενδυθεί σάρκα αληθινήν, και ότι είχε καταπατήσει εντελώς την υπερηφάνεια. Διότι δεν τον ακολουθούσαν από μακρυά, αλλά τον είχαν περικυκλώσει από παντού)’ αυτός, λέγει, επέμενε: «ήψατό μου τις. Εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξ εμού εξελθούσαν», αποκρινόμενος με απλοϊκότερο τρόπο, σύμφωνα με το πνευματικόν επίπεδο των παρευρισκομένων. Αυτά τα έλεγε για να πείσει και εκείνην να το ομολογήσει μόνη της. Γι’ αυτό και δεν την ήλεγξεν αμέσως, ώστε αφού αποδείξει ότι τα γνωρίζει όλα σαφώς, να την πείσει να τα ομολογήσει όλα αυθορμήτως. Αυτό θα τον βοηθούσε να διακηρύξει την πίστη της γυναικός, χωρίς να προξενήσει αμφιβολίες.
Είδες ότι η γυναίκα ήταν καλλιτέρα από τον αρχισυνάγωγον; Δεν τον εσταμάτησε, δεν τον εκράτησε. Μόνον με τα άκρα των δακτύλων της τον ήγγισε, και μολονότι ήλθε αργότερα, έφυγε πριν από αυτόν θεραπευμένη. Και εκείνος μεν οδήγησε τον ιατρόν στην οικία του, ενώ σ’ αυτήν ήρκεσε μόνον η αφή.
Αν και ήταν δεμένη με τα δεσμά του πάθους της, της είχε όμως αναπτερώσει το ηθικόν η πίστις. Και πρόσεξε πώς την παρηγορεί με τα λόγια: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Εάν την είχε φέρει στο μέσον για να επιδειχθεί, βεβαίως δεν θα το προσέθετε αυτό. Αλλά το είπε για να ενισχύσει την πίστη του αρχισυναγώγου, και συγχρόνως να διακηρύξει την αρετήν της γυναικός, ώστε να της προξενήσει με αυτά τα λόγια ευχαρίστηση και οφέλειαν όχι μικροτέραν από την σωματικήν υγείαν. Από τούτο γίνεται φανερόν ότι με αυτό που έκαμε ήθελε να δοξάσει εκείνην, και συγχρόνως να διορθώσει τους άλλους, αλλά όχι να προβάλει τον εαυτόν του. Διότι ο ίδιος έμελλε να είναι εξ ίσου θαυμαστός και χωρίς να γίνει αυτό (αφθονότερα από χιονονιφάδες εξεχύνοντο γύρω του τα θαύματα, και πολύ μεγαλύτερα από αυτό και έκαμε και επρόκειτο να κάμει). Ενώ η γυναίκα αυτή, εάν δεν συνέβαινε αυτό, θα είχεν απέλθει απαρατήρητη, απεστερημένη των μεγάλων αυτών επαίνων. Γι’ αυτό την έφερε στο μέσον και την παρουσίασε ενώπιον όλων, και την απήλλαξε από τον φόβο (διότι, λέγει, επλησίασε τρέμοντας) και την έκαμε να λάβει θάρρος. Και μαζί με την υγεία του σώματος της έδωσε και άλλα εφόδια λέγοντας: «πορεύου εν ειρήνη».
Όταν ήλθε στην οικία του άρχοντος και είδε τους αυλητάς και τον όχλον θορυβημένον, τους είπε: «Αποχωρείτε, ου γαρ απέθανε το κοράσιον, αλλά καθεύδει (κοιμάται δηλαδή). Και κατεγέλων αυτού». Ωραία τα τεκμήρια των αρχισυναγώγων. Αυλοί και κύμβαλα στον θάνατο, για να προκαλέσουν θρήνους. Και ο Χριστός; Εξέβαλε όλους τους άλλους, και έβαλε μέσα τους γονείς, ώστε να μην ημπορούν να ειπούν ότι εθεράπευσε με κάποιον άλλον τρόπο. Ανέστησε λοιπόν με τον λόγο του και πριν από την ανάσταση, λέγοντας: «ου τέθνηκε το κοράσιον, αλλά καθεύδει». Πολλές φορές το κάνει αυτό. Όπως ακριβώς και τότε στην θάλασσαν επετίμησε πρώτα τους μαθητάς, έτσι και εδώ αποβάλλει την ανησυχίαν από τις ψυχές των παρόντων, δεικνύοντας συγχρόνως ότι του είναι εύκολο να εγείρει τους νεκρούς. Το ίδιο έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, όταν είπε: «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται». Και συγχρόνως μας μαθαίνει να μη φοβούμεθα τον θάνατο, διότι δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά ήδη έχει γίνει ύπνος. Επειδή και ο ίδιος επρόκειτο να αποθάνει, προπαρασκευάζει τους μαθητάς με τα σώματα των άλλων, ώστε να λάβουν θάρρος, και να υπομένουν τον θάνατο με ηρεμία. Πράγματι, από τότε που ήλθεν Αυτός, ο θάνατος είναι πλέον ύπνος. Ωστόσο τον περιγελούσαν. Αυτός όμως δεν ηγανάκτησε που δεν τον επίστευαν για το θαύμα που θα επιτελούσε έπειτα από λίγο, ούτε τους επετίμησε που γελούσαν, ώστε και ο γέλως και οι αυλοί και τα κύμβαλα και όλα τα άλλα να γίνουν απόδειξις του θανάτου.Επειδή πολλές φορές μετά από τα θαύματα οι άνθρωποι δυσπιστούν, τους προλαμβάνει με τις ίδιες τις αποκρίσεις των. Όπως έγινε και με τον Λάζαρο και με τον Μωυσή. Στον Μωυσήν είπε: «Τι τούτο το εν τη χειρί σου», ώστε όταν το ιδεί να μετατρέπεται σε όφη, να μη λησμονήσει ότι ήταν ράβδος προηγουμένως, αλλά ενθυμούμενος τα ίδια του τα λόγια, να εκπλαγεί για το γεγονός. Και στην περίπτωση του Λαζάρου ερωτά: «Πού τεθείκατε αυτόν»; Ώστε εκείνοι που απήντησαν «έρχου και ίδε» και ότι «όζει, τεταρταίος γάρ εστί», να μην ημπορούν πλέον να απιστήσουν για την ανάσταση του νεκρού. Όταν λοιπόν είδε τα κύμβαλα και τον κόσμο, τους οδήγησε όλους έξω, και θαυματουργεί παρόντων των γονέων, εισάγοντας στο σώμα όχι άλλην ψυχήν, αλλά επαναφέροντας αυτήν την ιδία που εξήλθε, και έτσι εξύπνησε την μικρή σαν από ύπνο. Την πιάνει δε από το χέρι, για να πληροφορήσει αυτούς που παρακολουθούσαν, ώστε με όσα έβλεπαν να τους ανοίξει τον δρόμο για την πίστη της αναστάσεως. Διότι ενώ ο πατέρας έλεγε: «επίθες την χείρα», Αυτός κάνει κάτι περισσότερο. Όχι μόνον θέτει επάνω της το χέρι του, αλλά την πιάνει και την εγείρει, δεικνύοντας ότι τα έχει όλα έτοιμα. Και όχι μόνο την εγείρει, αλλά προστάσσει να της δώσουν και τροφή, για να μη φανεί το γεγονός φανταστικό. Και δεν της δίδει ο ίδιος, αλλά ανέθεσε σ’ εκείνους, όπως έκαμε και με τον Λάζαρο, όταν είπε: «Λύσατε αυτόν, και άφετε υπάγειν», και μετά τον έκαμε ομοτράπεζόν του. Πράγματι, φροντίζει πάντοτε και για τα δύο, για να αποδείξει πλήρως και τον θάνατο και την ανάσταση.
Συ όμως πρόσεξε παρακαλώ όχι μόνον την ανάσταση, αλλά και ότι παρήγγειλε να μη το ειπούν σε κανέναν. Και περισσότερο κοίτα να διδαχθείς από όλα αυτά την ταπεινοφροσύνη και την αποφυγή της ματαιοδοξίας. Μάθε επίσης και τούτο. Ότι εξέβαλε από την οικίαν εκείνους που θρηνούσαν, και τους έκρινε αναξίους γι’ αυτήν την θαυμαστήν θεωρία. Εσύ, μην εξέλθεις με τους αυλητάς, αλλά μείνε μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην. Εάν τους αυλητάς εξεδίωξε τότε, πολύ περισσότερο τώρα. Διότι τότε δεν ήταν ακόμη φανερόν ότι ο θάνατος έγινεν ύπνος. Τώρα όμως αυτό είναι και από τον ήλιον φανερώτερον. Αλλά δεν σου ανέστησε τώρα την μικρή σου θυγατέρα; Θα σου την αναστήσει όμως οπωσδήποτε, και με πιο μεγάλην δόξα. Επειδή εκείνη μετά την ανάστασή της απέθανε πάλι. Ενώ η δική σου όταν αναστηθεί, θα μείνει στο εξής αθάνατος. Κανείς λοιπόν να μη χτυπιέται πλέον από την θλίψιν, ούτε να θρηνεί, ούτε να διαβάλλει το κατόρθωμα του Χριστού. Επειδή όντως ενίκησε τον θάνατο. Τί θρηνείς λοιπόν αδίκως; Αφού το πράγμα έγινε ύπνος, οδύρεσαι και κλαίεις; Αυτό και εθνικοί αν το έκαμαν, θα έπρεπε να τους περιγελούμε. Όταν όμως κάνει ο πιστός αυτές τις ασχημίες, ποία δικαιολογία, ποία συγγνώμη θα υπάρξει, εάν κάνει παρόμοιες ανοησίες, και μάλιστα μετά από τόσον χρόνον και σαφή απόδειξη της αναστάσεως; Συ όμως σαν να προσπαθείς να επαυξήσεις το παράπτωμα, μας φέρνεις και γυναίκες εθνικές για θρηνωδούς, με σκοπό να εξάψεις το πάθος και να ρίξεις λάδι στην φωτιά. Και δεν ακούς τον Παύλο που λέγει: «Τις συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;». Και οι μεν ειδωλολάτρες, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τίποτε για την ανάστασιν, ευρίσκουν όμως λόγους παρηγορίας και λέγουν: Υπόμεινε με γενναιότητα, δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, ούτε να το διορθώσεις με τους θρήνους. Ενώ εσύ που ακούς πνευματικοτέρους και υψηλοτέρους λόγους από αυτούς, δεν εντρέπεσαι να κάμεις μεγαλύτερες ασχημίες από εκείνους; Διότι εμείς δεν έχουμε μόνον αυτό να ειπούμε: υπόμεινε γενναίως επειδή δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, αλλά, υπόμεινε γενναίως, επειδή οπωσδήποτε θα αναστηθεί. Το παιδί κοιμάται, δεν απέθανε, ησυχάζει, δεν εχάθη, το περιμένει ανάστασις και ζωή αιώνιος, και αθανασία και κατάστασις αγγελική. Δεν ακούς τον ψαλμό που λέγει «Επίστρεψον ψυχή μου εις την ανάπαυσίν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε»; Ο Θεός ονομάζει το πράγμα ευεργεσίαν, και συ θρηνείς; Και τί περισσότερο θα έκαμες εάν ήσουν εχθρός του νεκρού; Εάν κάποιος πρέπει να θρηνεί, αυτός είναι ο διάβολος. Εκείνος ας κτυπά την κεφαλή του, εκείνος ας οδύρεται για το ότι οδεύουμε προς μεγαλύτερα αγαθά. Στην ιδικήν του πονηρίαν αρμόζουν αυτές οι γοερές κραυγές, όχι σ’ εσέ, που μέλλεις να στεφανωθείς και να εύρεις ανάπαυση. Ένα γαλήνιο λιμάνι είναι ο θάνατος. Παρατήρησε από πόσα κακά είναι γεμάτη η ζωή αυτή, σκέψου πόσες φορές την έχεις καταρασθεί. Και τα πράγματα προχωρούν προς το χειρότερο. Αλλά και απ’ αρχής δεν εκληρονόμησες μικρήν καταδίκη: «Εν λύπαις τέξη τέκνα», λέγει, και «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγεί τον άρτον σου», και «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Για τα εκεί όμως τίποτε παρόμοιον δεν έχει λεχθεί, αλλά το εντελώς αντίθετον, ότι «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός», και ότι «από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του Αβραάμ», του Ισαάκ και του Ιακώβ. Και ότι τα εκεί είναι νυμφών πνευματικός και χαρμόσυνες λαμπάδες και ταξίδι στον ουρανό.Γιατί λοιπόν εντροπιάζεις αυτόν που απήλθε; Γιατί προδιαθέτεις τους άλλους να φοβούνται και να τρέμουν τον θάνατο; Γιατί κάνεις πολλούς να κατηγορούν τον Χριστόν ότι είναι αίτιος μεγάλων δεινών; Ή μάλλον γιατί μετά από αυτά προσκαλείς τους πτωχούς και παρακαλείς τους ιερείς να προσεύχονται; Για να εύρει ανάπαυσιν ο νεκρός, λέγεις, για να τον αντιμετωπίσει ο Δικαστής με ευσπλαχνία. Γι’ αυτά λοιπόν θρηνείς και μοιρολογείς; Άρα τον εαυτόν σου μάχεσαι και πολεμείς, προκαλώντας για σένα καταιγίδαν, ενώ εκείνος έχει προσαράξει σε λιμάνι. Και πώς να αντιδράσω, λέγει, έτσι είναι η φύσις. Δεν ευθύνεται όμως η φύσις ούτε αυτό είναι αναπόφευκτον, αλλά εμείς είμεθα που κάνουμε τα άνω κάτω, εκφυλιζόμεθα και προδίδουμε την ευγένεια των χριστιανών, και τους απίστους τους κάνουμε χειροτέρους. Πώς θα ομιλήσωμε στον άλλον περί αθανασίας; Πώς θα πείσωμε τον εθνικόν, όταν φοβούμεθα και φρίττωμε τον θάνατο περισσότερο από εκείνον; Και μάλιστα πολλοί από τους ειδωλολάτρες, όταν απέθαναν τα παιδιά τους, εφόρεσαν στεφάνι και λευκά ενδύματα, αν και δεν εγνώριζαν τίποτε περί αθανασίας, για να κερδίσουν την παρούσαν δόξα. Και συ ούτε για την μέλλουσα δεν παύεις να κτυπάς το στήθος σου σαν τις γυναίκες. Αλλά τώρα δεν έχεις κληρονόμους της περιουσίας σου, δεν έχεις διάδοχο; Και τί θα προτιμούσες γι’ αυτόν, να κληρονομήσει την περιουσία σου ή τους ουρανούς; Τί θα επιθυμούσες, να κληρονομήσει πράγματα που αφανίζονται, τα οποία μετά από λίγο θα τα άφηνε, ή τα μόνιμα και ακίνητα; Δεν τον έκαμες κληρονόμο σου, αλλά τον έκαμε ο Θεός ιδικόν του. Δεν έγινε συγκληρονόμος των αδελφών του, αλλά του Χριστού. Και σε ποίον θα αφήσωμε τα ενδύματα, σε ποίον τα οικήματα, σε ποίον τους δούλους και τους αγρούς; Πάλι σ’ αυτόν, και μάλιστα με περισσοτέραν ασφάλειαν από ό,τι αν ζούσε. Τίποτε δεν σε εμποδίζει. Εάν οι βάρβαροι μαζί με τους νεκρούς καίουν και τα υπάρχοντά τους, πολύ περισσότερον είναι δίκαιο να στείλεις και συ μαζί με τον νεκρόν αυτά που του ανήκουν. Όχι για να γίνουν στάκτη όπως εκείνα, αλλά για να τον περιβάλεις με μεγαλυτέραν δόξα. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, για να του συγχωρηθούν οι αμαρτίες. Εάν δίκαιος, για να αυξηθεί ο μισθός και η ανταμοιβή του. Επιθυμείς όμως να τον ιδείς; Ζήσε την ιδίαν ζωή μ’ εκείνον, και γρήγορα θα απολαύσεις το ιερόν του πρόσωπο. Και μαζί με αυτά συλλογίσου και τούτο, ότι και αν δεν ακούσεις εμένα, θα σε πιάσει οπωσδήποτε ο χρόνος. Αλλά τότε δεν θα έχεις κανένα μισθόν, αφού η παρηγορία θα προέλθει από τον χρόνο που θα έχει παρέλθει. Εάν όμως θέλεις τώρα να φιλοσοφήσεις, θα κερδίσεις δύο, τα μεγαλύτερα: και τον εαυτόν σου θα απαλλάξεις από αυτά τα δεινά, και με το πιο λαμπρό στεφάνι θα σε στεφανώσει ο Κύριος. Διότι και από την ελεημοσύνη και από τα άλλα, πολύ ανώτερον είναι το να υπομείνεις την συμφορά με πραότητα. Αναλογίσου ότι και ο Υιός του Θεού απέθανε. Εκείνος για σένα, και συ για τον εαυτόν σου. Και μολονότι είπε «ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον», και ελυπήθη, δεν απέφυγε όμως τον θάνατον, αλλά τον εβίωσε σε όλη του την τραγικότητα. Και δεν υπέμεινε έναν κοινόν θάνατον, αλλά τον χειρότερο. Και πριν τον θάνατο μαστιγώσεις, και πριν τις μαστιγώσεις ονειδισμούς και ειρωνείες και ύβρεις, για να σε μάθει να τα υπομένεις όλα γενναίως. Αφού όμως απέθανε και απέθεσε το σώμα, το έλαβε πάλι πιο ένδοξο, προσφέροντας έτσι σε σένα τις καλλίτερες ελπίδες. Εάν αυτά δεν είναι μύθος, τότε μη θρηνείς. Εάν τα θεωρείς αυτά αξιόπιστα, μη δακρύζεις. Εάν όμως δακρύζεις, πώς θα ημπορέσεις να πείσεις τον εθνικόν ότι πιστεύεις;
Αλλά και έτσι ακόμη σου φαίνεται ανυπόφορο το συμβάν; Γι’ αυτό ακριβώς δεν αξίζει να τον θρηνείς, επειδή εκείνος απηλλάγη από πολλές παρόμοιες συμφορές. Μη τον φθονείς λοιπόν, μη θέλεις το κακό του. Διότι το να αποζητά κανείς τον θάνατον επειδή κάποιος απέθανε πρόωρα, και να τον πενθεί που δεν έζησε για να υποφέρει και άλλα πολλά παρόμοια, σημαίνει ότι τον φθονεί, και θέλει το κακό του. Και μη σκέπτεσαι ότι δεν θα επιστρέψει πλέον στην οικογενειακήν εστίαν, αλλά ότι και συ ο ίδιος σε λίγο θα πας κοντά του. Μη συλλογίζεσαι ότι πλέον δεν θα επανέλθει εδώ, αλλά ότι και όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας δεν θα παραμείνουν όπως είναι τώρα, αλλά θα μετασχηματισθούν. Διότι και ο ουρανός και η γη και η θάλασσα και τα πάντα θα αναμορφωθούν και τότε θα λάβεις το παιδί σου πίσω λαμπρότερο. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, ο θάνατος εσήμανε την παύση των έργων της κακίας. Διότι εάν ο Θεός εγνώριζε ότι θα παρουσίαζε μεταβολή, δεν θα τον έπαιρνε πριν μετανοήσει. Εάν όμως έφυγε δίκαιος από την ζωή, κατέχει τώρα τα αγαθά με ασφάλεια. Άρα είναι φανερόν ότι τα δάκρυά σου δεν μαρτυρούν φιλοστοργίαν, αλλά πάθος αλόγιστον. Επειδή αν αγαπούσες αυτόν που έφυγε, έπρεπε να χαίρεις και να ευφραίνεσαι που απηλλάγη από αυτήν την τρικυμία. Τί περισσότερον υπάρχει εδώ; Ειπέ μου, τι το νέο και ασύνηθες; Τα ίδια δεν βλέπουμε συνεχώς να επαναλαμβάνονται; Ημέρα και νύκτα, νύκτα και ημέρα. Χειμών και θέρος, θέρος και χειμών, και τίποτε περισσότερο. Και αυτά μεν είναι πάντοτε τα ίδια. Τα κακά όμως πάντοτε παράδοξα και ανανεωμένα. Με αυτά λοιπόν ήθελες να ταλαιπωρείται καθημερινώς μένοντας εδώ, να αρρωσταίνει, να πενθεί, να φοβείται, να τρέμει και, άλλα μεν από τα δεινά να τα υποφέρει, άλλα δε να φοβείται μήπως τα υποστεί; Ούτε βεβαίως ημπορείς να ισχυρισθείς ότι ταξιδεύοντας στο μέγα τούτο πέλαγος, ήταν δυνατόν να απαλλαγεί από την λύπη και τις μέριμνες και τα άλλα παρόμοια. Και εκτός αυτού συλλογίσου και το άλλο, ότι δεν τον εγέννησες αθάνατον. Και ότι αν δεν απέθαινε τώρα, θα το υφίστατο αυτό λίγο αργότερα. Αλλά δεν τον εχόρτασες; Θα τον απολαύσεις όμως εκεί οπωσδήποτε. Αλλά επιθυμείς να τον βλέπεις και εδώ; Και τι σε εμποδίζει; Έχεις και τώρα αυτήν την δυνατότητα, εάν νήφεις, διότι η ελπίς των μελλόντων είναι πιο φανερά από την όραση. Και αν ζούσε μέσα στα ανάκτορα, συ η ιδία η μητέρα του δεν θα ζητούσες να τον ιδείς, ακούγοντας ότι ευδοκιμεί. Τώρα όμως που τον βλέπεις να έχει αποδημήσει προς τα πολύ ανώτερα, μικροψυχείς για τον σύντομον αυτόν καιρό, και μάλιστα ενώ έχεις αντί εκείνου τον σύζυγό σου; Αλλά δεν έχεις άνδρα; Έχεις όμως παρηγορία τον «Πατέρα των ορφανών και κριτήν των χηρών». Άκου ότι και ο Παύλος αυτήν την χηρεία την μακαρίζει, λέγοντας: «Η δε όντως χήρα και μεμονωμένη ήλπισεν επί Κύριον». Πράγματι αυτή θα ευαρεστήσει περισσότερο τον Θεόν, δεδομένου ότι επέδειξε περισσοτέραν υπομονή. Μη θρηνείς λοιπόν γι’ αυτό το γεγονός, το οποίο θα γίνει αφορμή να στεφανωθείς, για το οποίο θα απαιτήσεις μισθόν. Απλώς επέστρεψες την παρακαταθήκην, εάν παρέδωσες αυτό που ο Θεός σου είχε εμπιστευθεί. Μη μεριμνάς πλέον, αφού εφύλαξες τον θησαυρό σε ασύλητο θησαυροφυλάκιο. Και, αν συνειδητοποιήσεις τι είναι η παρούσα και τι η μέλλουσα ζωή, και ότι αυτή μεν είναι ιστός αράχνης και σκιά, τα δε εκεί όλα αμετάβλητα και αθάνατα, δεν θα χρειασθείς πλέον άλλους λόγους. Τώρα το παιδί έχει απαλλαγεί από κάθε είδους μεταβολήν. Εάν όμως ήταν εδώ, ίσως παρέμενεν ενάρετος, αλλά ίσως και όχι. Ή δεν βλέπεις πόσοι αποκηρύττουν τα παιδιά τους; Πόσοι αναγκάζονται να τα κρατούν κοντά τους αν και είναι χειρότερα από τα αποκηρυγμένα; Ας συλλογιζόμεθα όλα αυτά, και ας φιλοσοφούμε. Με τον τρόπον αυτόν, και τον νεκρό θα ευχαριστήσωμε, και από τους ανθρώπους θα απολαύσωμε πολλούς επαίνους, και από τον Θεόν θα λάβωμε τον μεγάλο μισθό της υπομονής, και θα γίνωμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών. Τα οποία είθε να επιτύχωμε με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

(4ος – 5ος αιών, Migne, PG τομ. 57, στ. 369 – Από το βιβλίο “ Πατερικόν Κυριακοδρόμιον”, σελίς 353 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
(Πηγή ηλ. κειμένου: orp.gr)
http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2057

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ΛΟΥΚΑ

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ΛΟΥΚΑ

 https://im-manis.gr




       Τη συνάντηση του Χριστού, με έναν παράξενο άνθρωπο, έναν δαιμονισμένο στη χώρα των Γαδαρηνών, μας περιγράφει, ο ευαγγελιστής Λουκάς. Τον συνάντησε κάποιος άνθρωπος που είχε κυριευθεί από πολλά δαιμόνια επί πολλά χρόνια και είχε καταντήσει θηρίο άγριο. Δεν φορούσε ρούχα, δεν έμενε σε σπίτι, τριγυρνούσε στα μνήματα. Και επειδή τα δαιμόνια τον έφερναν σε κατάσταση αγριότητας, τον έδεναν οι άνθρωποι με αλυσίδες βαριές να μην κάνει κανένα κακό. Αλλά αυτός τις έσπαζε και εξαγριωμένος σερνόταν βίαια από τους δαίμονες στις ερημιές.

       Αυτό το «αγρίμι» λοιπόν που τρομοκρατούσε τον κόσμο, καθώς αντίκρισε τον Κύριο, τώρα από το φόβο του έβγαλε δυνατή κραυγή. Κι αφού έπεσε μπροστά στα πόδια του Χριστού, φώναξε δυνατά: —Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σένα, Ιησού, Υιέ του Θεού του υψίστου; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις και με κλείσεις από τώρα στα σκοτάδια του Άδη. —Ποιο είναι το όνομά σου; Τον ρώτησε ο Κύριος. —Λεγεών, απάντησε, δηλαδή ταξιαρχία. Διότι είχε μέσα του χιλιάδες δαιμόνια. Τότε τα δαιμόνια αυτά άρχισαν να παρακαλούν και πάλι τον Κύριο να μην τους στείλει στα τρίσβαθα του Άδη. Αλλά καθώς υπήρχε εκεί κοντά στο βουνό ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους που έβοσκαν, Τον παρακαλούσαν να τους επιτρέψει να μπουν στα ζώα αυτά. Ο Κύριος τους το επέτρεψε, το θέμα ήταν φρικτό: μόλις τα δαιμόνια βγήκαν από τον άνθρωπο και μπήκαν στους χοίρους, το κοπάδι όρμησε με ασυγκράτητη μανία προς το γκρεμό και πνίγηκε.

       Μέσα από το εκπληκτικό αυτό θαύμα μπορεί να δει κανείς σε ποια κατάσταση οδηγεί ο διάβολος κάθε άνθρωπο που κυριεύει. Πώς καταντάει ο άνθρωπος μακρυά του Θεού. Τα ακάθαρτα πνεύματα όταν εισέρχονται στον άνθρωπο, του σαλεύουν το νου και την ψυχή, τον απογυμνώνουν απ’ τη χάρη του Θεού. Τον καθιστούν ακυβέρνητο, κτηνώδη και δαιμονιώδη.   Τον απομονώνουν από τους συγγενείς και φίλους. Τον οδηγούν στους τόπους της φρίκης και του θανάτου. Διότι οι δαίμονες, επειδή μισούν τον Θεό και τον άνθρωπο, αισθάνονται μεγάλη ηδονή να ταλαιπωρούν τα όντα του Θεού και να τα οδηγούν στο θάνατο. Το καταχθόνιο αυτό έργο τους το επιτελούν όχι μόνο στους δαιμονισμένους αλλά σε κάθε άνθρωπο. Ενώ όμως όλοι μας ξέρουμε πόσο μεγάλο κακό προξενούν στον άνθρωπο και με πόσο φοβερή πανουργία μας πολεμούν, πώς κάποιες φορές γινόμαστε θύματα των πονηρών δαιμόνων και του αρχηγού τους διαβόλου, του αοράτου εχθρού μας; Πώς δελεαζόμαστε από τις υποσχέσεις του, πώς παρασυρόμαστε και γινόμαστε σκλάβοι στα πάθη και στην εξουσία του; Ας προσέξουμε πολύ, διότι κινδυνεύουμε. Μη δίνουμε δικαιώματα στον διάβολο, θα μας καταστρέψει χωρίς να το πάρουμε είδηση. Θα μας απομακρύνει από το δρόμο του Θεού και θα μας οδηγήσει στην αιώνια απώλεια.

       Μετά το θαύμα άλλαξαν πλέον όλα. Το μανιασμένο «αγρίμι» έγινε ταπεινός μαθητής του Κυρίου. Τρομοκρατημένοι οι χοιροβοσκοί έτρεξαν στην πόλη και ανήγγειλαν το φοβερό γεγονός. Κι άρχισαν οι κάτοικοι της περιοχής να βγαίνουν έκπληκτοι να δουν τι έγινε. Μόλις όμως αντίκρισαν τον πρώην δαιμονισμένο να κάθεται ήρεμα δίπλα στον Κύριο ντυμένο και μυαλωμένο, φοβήθηκαν. Και όλοι με μία φωνή, αντί να ζητήσουν από τον Κύριο να μείνει κοντά τους, Τον παρακάλεσαν να φύγει από τον τόπο τους· επειδή φοβήθηκαν μην τιμωρηθούν κι αυτοί για τις ανομίες τους. Και ο Κύριος έφυγε από κοντά τους. Αντίθετα ο άνθρωπος που θεραπεύτηκε Τον παρακαλούσε να μένει μαζί του. Ο Χριστός όμως του είπε: Γύρισε στο σπίτι σου για να διηγείσαι τις ευεργεσίες  που σου έκανε ο Θεός.

       Κι εκείνος έγινε με το λόγο του και με τη ζωή του μάρτυρας της αγάπης του Κυρίου. Έγινε ένα φωτεινό παράδειγμα στον τόπο του, ο πρώην δαιμονισμένος έγινε φορέας της χάριτος του Χριστού. Αυτός που απέφευγε κάθε ανθρώπινη κοινωνία έγινε κήρυκας της δυνάμεως του Κυρίου.

       Όλα αυτά τι μαρτυρούν; Ότι όλες οι δυνάμεις του σκότους βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο και την εξουσία του Κυρίου. Και ότι ο Χριστός μας είναι ο παντοκράτωρ δημιουργός και εξουσιαστής των πάντων. Μπροστά του τρέμουν οι δαίμονες, υποτάσσονται στο λόγο του, εξαφανίζονται.

       Σ’ αυτή λοιπόν τη εποχή που ζούμε, όπου πολλοί άνθρωποι παραμορφώνονται παρασυρμένοι από την αρπακτική μανία του διαβόλου,  οι πιστοί Χριστιανοί δεν πρέπει να φοβόμαστε, να αγωνιούμε. Στα χέρια του Χριστού είναι η ιστορία του κόσμου και η δική μας. Αυτός κυβερνά τα σύμπαντα, στα χέρια του είναι η ζωή μας. Ο διάβολος δεν έχει καμία εξουσία επάνω μας, εάν εμείς δεν του τη δώσουμε με την συγκατάθεσή μας. Ας εμπιστευόμαστε λοιπόν τη ζωή μας στον Ενανθρωπίσαντα Κύριό μας, ζώντας μέσα στη χάρη των ιερών Μυστηρίων, για να ασφαλιζόμαστε κάτω από την κραταιά εξουσία του και να πλημμυρίζουμε από το φως του.

Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ

Πρωτ. Γεώργιος Μ. Μεταλληνός
Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

https://www.impantokratoros.gr


1. Την μνήμη των Αγίων Πατέρων της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου (787) εορτάζει σήμερα η Εκκλησία μας. Μία αίρεση προκάλεσε και την σύνοδο αυτή, η αίρεση της Εικονομαχίας. Πέρα από το αναμφισβήτητο χριστολογικό περιεχόμενό της είχε η Εικονομαχία και σαφή εκκλησιολογικό χαρακτήρα. Ήταν μια απροκάλυπτη επίθεση της Πολιτείας, που δεν ενεργούσε πια ως «διάκονος Θεού εις το αγαθόν» (Ρωμ. ιγ’ 3), εναντίον της Εκκλησίας. Οι δύο διακονίες του Γένους, η «Ιερωσύνη» και η «Βασιλεία», η ιερατική και η πολιτειακή διακονία, βρίσκονται αντιμέτωπες. Εγείρεται η επιδίωξη της Πολιτείας να υποτάξει την Εκκλησία, σε μια πρωτοφανή έκρηξη πολιτειοκρατίας. Η αίρεση ήταν το πνευματικό υπόβαθρο του προβλήματος.
Αίρεση, λοιπόν, κυρίως η Εικονομαχία, όπως τόσες άλλες, που συγκλόνισαν την Εκκλησία μας στη διαιώνια πορεία της. Πώς όμως συνέβη τούτο; Πώς δηλαδή απείλησε η αίρεση την Εκκλησία και πώς εξουδετερώθηκε ο κίνδυνος αυτός; Αυτό θα επιχειρήσουμε να αναπτύξουμε στη συνέχεια.

2. Ό,τι είναι αναγκαίο για την σωτηρία μας μας το εφανέρωσε ο Θεός «πολυμερώς και πολυτρόπως», καθ’ όλη την εξέλιξη του σχεδίου της Θείας Οικονομίας, από τους χρόνους της Π. Διαθήκης, κυρίως όμως στο πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ο Θεάνθρωπος Κύριός μας έγινε «υπογραμμός, ίνα τοις ίχνεσιν αυτού επακολουθήσωμεν» (Α’ Πέτρ. β’ 21). Γιατί μας απεκάλυψε εκείνο που αυτός ήταν (την οδό, την αλήθεια και τη ζωή) και έζησε εκείνο, που εδίδαξε. Δεν μας εξήγησε δηλαδή μόνο τί είναι αλήθεια, αλλά μας εφανέρωσε την ίδια την Αλήθεια, το Πρόσωπό του δηλαδή που είναι η μόνη και γι’ αυτό αιώνια αλήθεια. Απάλλαξε τον άνθρωπο από την αγωνιώδη προσπάθεια να βρει την αλήθεια. Γιατί βλέποντας τον Χριστό και το έργο του, έχει ενώπιόν του την Αλήθεια και δεν του μένει παρά ν’ ακολουθήσει τον Χριστό, για να είναι και αυτός «εν τη αληθεία» (Β’ Ιωάν. 3). Όποιος ζει μέσα στην Εκκλησία του Χριστού δεν φοβάται να πλανηθεί, γιατί η Εκκλησία ως το σώμα του Χριστού είναι «στύλος και εδραίωμα της Αληθείας» (Α’ Τιμ. γ’ 15).
Αλλ’ ο Χριστός δεν είναι μόνο η κηρύττουσα και αποκαλύπτουσα, αλλά και η κηρυττομένη Αλήθεια. Στο πρόσωπό του συγκεκριμενοποιείται το κήρυγμα της Αληθείας. Για αυτό και οι Απόστολοί του τον Χριστό εκήρυξαν (πρβλ. Α’ Κορ. α’ 23 κ.ά.). Δεν ανέπτυξαν κήρυγμα φιλοσοφικό, αόριστο, νεφελώδες. Τί έλεγε ο Παύλος στους Κορινθίους; «Ου γαρ έκρινα του ειδέναι τι εν υμίν, ει μη Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον» (Α’ Κορ. β’ 2). Τον Χριστό παρέλαβε η Εκκλησία, από τον Χριστό ιδρύθηκε και αυτόν εκήρυξε. Γιατί το έργο του Χριστού συνέχισαν στον κόσμο και οι απόστολοι και οι πρώτοι χριστιανοί. Για να είναι όμως το έργο τους έργο Χριστού, έπρεπε και αυτοί να κηρύττουν ό,τι και ο Χριστός εκήρυξε, και να ζουν όπως ο Χριστός έζησε. Αν έλειπε αυτή η συνέχεια και συνέπεια, δεν θα ήταν οι χριστιανοί μέλη του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, αλλά ξένο σώμα.

3. Το έργο του Χριστού επολέμησε απ’ αρχής ο Σατανάς. Γιατί είδε να καταλύεται, να συντρίβεται η βασιλεία του. Ο Χριστός ήλθε να «λύση τα έργα του διαβόλου». Να συντρίψει το κράτος και την δυναστεία του και να χαρίσει την ελευθερία της ιδικής του βασιλείας. Γι’ αυτό ο Σατανάς, που θεωρεί τον εαυτό του άρχοντα και εξουσιαστή του κόσμου (πρβλ. Ματθ. δ’ 9), εκήρυξε ανοικτό πόλεμο ενάντια στη βασιλεία του Χριστού. Ως όργανά του -στρατιώτες του- χρησιμοποίησε τους άρχοντες του Ισραήλ και τους Ρωμαίους, την πολιτική εξουσία του κόσμου. Στόχος του ήταν στην αρχή το ίδιο το Πρόσωπο του Χριστού μας. Όταν όμως είδε να εξουδετερώνεται η επίθεσή του με την αναστάσιμη νίκη του Κυρίου και να γλυστρά το θύμα μέσα από τα χέρια του, εστράφηκε εναντίον του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας. Αν δεν συνέτριψε τον ίδιο τον Χριστό, να συντρίψει τη συνέχεια του Χριστού, την Εκκλησία. Όπλα του και πάλι οι διωγμοί. Σηκώνει διωγμούς εκ μέρους των Εβραίων και κατόπιν εκ μέρους των Ρωμαίων. Η Εκκλησία, ως συνέχεια του έργου του Χριστού, έρχεται σ’ αντίθεση και προς την ιουδαϊκή θρησκοληψία και τον εβραϊκό εθνικισμό, και προς την ειδωλολατρία και την ψευδοφιλοσοφία (π.χ. τον γνωστικισμό). Γιατί αυτή εκήρυττε την σώζουσα αλήθεια, την αληθινή μονοθεΐα και την αληθινή σοφία.
Παρ’ όλο τον πόλεμο εναντίον της κατόρθωσε η Εκκλησία με την αποστολική σύνοδο (49 μ.Χ.) να μην υποδουλωθεί στον ιουδαϊκό εθνικισμό, γιατί αποστολή της δεν είναι να εξυπηρετήσει σχέδια εθνικιστικά, δηλαδή εθνοφυλετικά. Με την ενότητα της πίστεώς της μπόρεσε πάλι να κρατήσει την ψευδοφιλοσοφία έξω από τους κόλπους της. Έτσι, παρ’ όλους τους διωγμούς η Εκκλησία αντί να μειώνεται, αυξάνει και συνεχίζει την ενότητα πίστεως και ζωής των Αγίων Αποστόλων. Αναγκάζει μάλιστα η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, τους Ιουδαίους να σταματήσουν τον ανοικτό πόλεμο εναντίον της, τους ειδωλολάτρες να την παραδεχθούν και να ζητήσουν την συμμαχία της, τους φιλοσόφους να γίνουν χριστιανοί και το κράτος να την αναγνωρίσει. Τα αίματα των μαρτύρων της έγραψαν τον θρίαμβό της.

4. Ο Σατανάς όμως ανασυντάσσεται. Ό,τι δεν πέτυχε με τους διωγμούς, από έξω, θα επιδιώξει να το επιτύχει τώρα από μέσα, με το νέο φοβερό του όπλο, την αίρεση. Πρώτα επίστευε πως θα νικήσει, αν εξοντώσει τον Χριστό και τους μαθητές του. Τώρα, μετά την αποτυχία του, επιτίθεται εναντίον της αληθείας του Χριστού. Και να πώς. Ο Χριστός μας έδωσε μια πίστη, μια διδασκαλία και ένα νέο τρόπο ζωής, που σώζουν. Ο Σατανάς προσπαθεί να καταστρέψει την ενότητα αυτή, να διαστρεβλώσει την θεία Αποκάλυψη. Αυτό το σκοπό έχει η αίρεση. Δεν είναι μια άλλη θρησκεία, που γίνεται εύκολα αντιληπτή. Είναι καταστροφή της πίστεως, ύπουλη και παραπλανητική. Γιατί εμφανίζεται ως η αλήθεια και ως διόρθωση της πλάνης. Η αίρεση άρα δεν προσβάλλει τα σώματα, αλλά την ψυχή και γι’ αυτό απειλεί την καρδιά της Εκκλησίας. Αν επικρατούσε, θα επέφερε αλλοίωση της ουσίας του Χριστιανισμού, γιατί μια ποικιλία στην πίστη, όπως δυστυχώς την επιδιώκει και σήμερα ο αθεμελίωτος Οικουμενισμός, θα σήμαινε καταστροφή της πίστεως, η οποία τότε μόνο είναι εκκλησιαστική Πίστις, όταν συνοδεύεται από την ενότητα.
Το σπουδαιότερο όμως. Μια Εκκλησία, στην οποία επιβάλλεται η αίρεση και η πλάνη, είναι ξένη προς εκείνη, που ο Χριστός μας «απέκτησε με το αίμα του» (Πράξ. κ’ 28). Δεν είναι άλλο παρά «κόσμος», μακρά από τον Χριστό και την χάρη του.
Από το θανάσιμο αυτό κίνδυνο της αιρέσεως έσωσαν την Εκκλησία, με την χάρη και το φωτισμό του Χριστού μας οι Άγιοι Πατέρες. Ως γνήσια της Εκκλησίας τέκνα έγιναν πνευματικοί πατέρες και καθοδηγηταί των τέκνων της. Συνελθόντες σε συνόδους, εχώρισαν με τη μάχαιρα του Πνεύματος το νόθο από το γνήσιο, την αλήθεια από την πλάνη, τον θάνατο από τη σωτηρία. Με τους συνοδικούς όρους και τους ιερούς κανόνες των μας παρέδωσαν το συγκεκριμένο της αλήθειας του Χριστού, την Ορθοδοξία. Έτσι έθεσαν τα πνευματικά οροθέσια, που χωρίζουν καθαρά και αποτελεσματικά την θεία αποκάλυψη από την αίρεση. Επειδή δε σε κάθε εποχή δεν παύει ο Θεός να αναδεικνύει Αγίους Πατέρες, γι’ αυτό, ως μέλη της Εκκλησίας, μένουμε πάντα με την βεβαιότητα, ότι ακολουθώντας το δρόμο των Αγίων Πατέρων μας, μένουμε μέσα στην αλήθεια του Χριστού μας και γινόμασθε μέτοχοι της σωτηρίας Του.

Αδελφοί μου!

Τρεις φορές μέσα στο εκκλησιαστικό έτος τιμά η Εκκλησία μας Αγίους Πατέρες (της Α’, της Δ’ και της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου). Τρεις φορές μέσα σ’ ένα χρόνο ζούμε «Κυριακή των Αγίων Πατέρων». Δεν είναι συμπτωματικό φυσικά, γιατί τίποτε δεν είναι τυχαίο και συμπτωματικό στη ζωή της Εκκλησίας. Με τον τριπλό εορτασμό τονίζει η Εκκλησία την μεγάλη προσφορά των Αγίων Πατέρων στην εδραίωση της πίστεώς μας πάνω στο ανυπέρβλητο μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Προβάλλοντας δε την πρώτη, την τέταρτη και την έβδομη Οικουμ. Σύνοδο, την αρχή, το μέσο και το τέλος των μέχρι τώρα (αναγνωρισμένων) Οικουμενικών Συνόδων, αγκαλιάζει όλους τους Αγίους εκείνους, που προσέφεραν τη ζωή και την ύπαρξή τους, για να μπορούμε εμείς, να ζούμε μέσα στην ελευθερία των τέκνων του Θεού. Αν τιμάμε, λοιπόν -και δίκαια- όσους μας χαρίζουν την εθνική μας ελευθερία, πόσο ευγνώμονες πρέπει να είμασθε σ’ αυτούς που μας έσωσαν από τη χειρότερη δουλεία που υπάρχει, την αίρεση. Δεν υπάρχει όμως μεγαλύτερη ένδειξη ευγνωμοσύνης από το να μιμηθούμε τον αγώνα τους και να γίνουμε και μείς με τη χάρη του Χριστού, πατέρες της Εκκλησίας, όπως εκείνοι. Αυτό όμως προϋποθέτει, ότι είμασθε πρώτα πιστά τέκνα της.
“ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ”
(Απάνθισμα κηρυγμάτων από την 
«ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ» των ετών 1980 και 1983)
ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»