Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ¨ ΛΟΥΚΑ

 

   Ο Ιησούς το φως της ψυχής και της ζωής μας

 

Δέκατη τέταρτη Κυριακή του Λουκά σήμερα, αγαπητοί. Ο Ιησούς μας ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα για το θείο Πάθος Του. Και καθώς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός, που καθόταν στον δρόμο και ζητιάνευε, Του ζήτησε θεραπεία. Ήταν τυφλός και φτωχός, είχε όμως τα μάτια της ψυχής του και πίστη μεγάλη. Καθώς άκουσε, λοιπόν, θόρυβο ρώτησε τι συμβαίνει, και του είπαν πως περνά από εκεί ο Ιησούς ο Ναζωραίος. Κι εκείνος αμέσως εφώναξε, μ΄ όλη του την ψυχή και μ΄ όλη του την πίστηː «Ιησού, Υιέ του Δαβίδ, ελέησον με».

Και οι προπορευόμενοι τον μάλωναν για να σιωπήσει, για να μην ανησυχήσει και προσβάλει τον υψηλό Επισκέπτη, ή να μην Τον διακόψει από την ομιλία Του, αν ομιλούσε. Εκείνος, όμως, όχι μόνο δεν σταμάτησε και δεν συμμορφώθηκε με τη σύστασή τους, αλλά φώναζε πολύ περισσότερο: «Ιησού, Υιέ Δαβίδ, ελέησον με». Αυτό έδειχνε τη μεγάλη και βαθιά πίστη του στον Μεσσία Χριστό, στον ενανθρωπήσαντα Κύριο. Και αυτό στάθηκε ικανό, να σταματήσει ο Ιησούς, να διακόψει την πορεία Του, πιθανόν και τη διδασκαλία Του, και να παρακαλέσει αυτούς, που ήταν κοντά του, να τον φέρουν πλησίον Του. Και καθώς έφτασε κοντά Του ο τυφλός, κατευθυνόμενος από τους ανθρώπους του Ιησού, τον ρώτησε Εκείνοςː «Τι θέλεις να σου κάμω;». Και ο τυφλός απάντησεː «Κύριε, θέλω να ξαναδώ».

Στην αρχή οι άνθρωποι Τον είπαν: « Ναζωραίο Ιησού». Εκείνος Τον είπε « Υιό του Δαβίδ», ένδοξο απόγονο του Δαβίδ. Και τώρα Τον λέειː «Κύριο». Τι μεγαλείο πίστεως! Τι θέρμη πίστεως και τι βάθος αγάπης, και τι μεγαλείο ψυχής! Τι μάτια ολάνοικτα της ψυχής του!

Κι ο Κύριος, στη συνέχεια, του λέει ένα ρήμα: «Ανάβλεψον». « Να ξαναδείς». Κι ο λόγος του Κυρίου έγινε έργο. Μέσα στον θείο  Του λόγο ήταν και το φως του τυφλού. Και ανέβλεψε. Και του είπεː « Η πίστη σου σε έσωσε». Δεν του ζήτησε πίστη, γιατί όλα αυτά τα οποία έκανε ήταν πίστη. Πίστη βαθειά και ουσιαστική.

Και τι έκανε στη συνέχεια; Δεν έφυγε. Όχι! Ακολούθησε τον Ιησού. Ακολούθησε τον Ιησού και Τον δοξολογούσε και χαιρότανε και ευφραινότανε. Κι ο κοσμάκης, που το είδε, έδωσε, λέει, «αίνον τῷ Θεῷ», δηλαδή ανύμνησε. Δοξολογούμε τον Θεό για τη δύναμη Του, και Τον ανυμνούμε και Τον επαινούμε για την αγαθότητα Του.

Ο Κύριος έρχεται πάντα κοντά μας περνάει δίπλα μας, είναι μαζί μας. Εμείς, όμως, έχοντας ψυχική τύφλωση, πολλές φόρες δεν μπορούμε να αισθανθούμε την παρουσία Του, να δούμε τα μεγαλεία Του και να ανυμνήσουμε τα θαύματά Του. Γι΄ αυτό ο τυφλός, ο τέως τυφλός, είναι εικόνα της ανθρωπότητος, η οποία είναι τυφλή πνευματικά κατά κανόνα και ζητιάνα. Δεν βλέπει το φως του κόσμου, αλλά το ζητάει. Κι ο Κύριος, που έρχεται αυτεπάγγελτος βοηθός, μας θεραπεύει.

Ας Τον παρακαλούμε ν ΄ ανοίγει της ψυχής μας τα μάτια, και ν΄ ανοίγει και των άλλων τα μάτια, όλων των ανθρώπων, για να ερχόμεθα κοντά Του, να γινόμαστε δικοί Του, και να αυξάνουμε και τη χαρά Του και τη χαρά μας.

 

Πηγή: † Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη (2009). ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΤΟΜΟΣ Β΄, Από την Κυριακή μετά την Πεντηκοστή , Λευκωσία: Περιοδικό «Ακτή», σελ. 170-173.


Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΑΦΛΑΓΩΝ


ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ
Ο ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Από το βιβλίο: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ "Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ"
του Αρχ. Χαράλαμπου Δ. Βασιλόπουλου
Εκδόσεις: Ορθόδοξου Τύπου

       ΟΑγιος Στυλιανός γεννήθηκε στην Παφλαγονία της Μικράς Ασίας , μεταξύ του 400 και 500 μ.Χ. Ήταν ευλογημένος από την κοιλιά της μητέρας του ακόμη. Όσο μεγάλωνε, τόσο με την Χάριν του Θεού γινόταν κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος.
Από την παιδική του ηλικία έδειξε τα σπάνια προτερήματα της αγιασμένης ζωής του. Αν και ήταν και αυτός παιδί και νέος και έφηβος , μολο­νότι είχε κι εκείνος σάρκα , εν τούτοις δεν άφη­σε τις επιθυμίες να μολύνουν το πνεύμα και την ψυχή του. Ήταν αγνός , αγνότατος. Δεν άφησε επίσης να τον κυριεύσει κανένα γήινο πάθος. Δεν επέτρεψε στα πλούτη και στην φιλοπλουτία να κυριαρχήσουν στην ψυχή του και να την υποτάξουν στην φθορά και στην απώλεια.
Με την δύναμη και την Χάρη του Θεού πολέ­μησε όλα τα δολώματα της φθαρτής και πρόσκαι­ρης ζωής. Φιλοσόφησε με την αληθινή σοφία του Θεού και είδε πόσο πρόσκαιρος και τιποτένιος είναι ο υλικός τούτος κόσμος. Αποφάσισε έπειτα να βαδίσει με την επιθυμία της ψυχής του. Η ψυχή του τον καλούσε σε αγώνες ηθικούς και ωραίους. Τον καλούσε στην άσκηση της αρε­τής. Του έδειχνε τον δύσκολο και δύσβατο δρόμο της αιωνίας ζωής, της παντοτινής ευτυχίας.
H αγνή και πιστή καρδιά του υπάκουσε στην φωνή της ψυχής του. Και η πρώτη ενέργεια του ή­ταν να πουλήσει την περιουσία του και να την μοιράσει στους φτωχούς της Εκκλησίας. Και όταν δεν του είχε απομείνει τίποτε πια από την πατρική κληρονομία , γεμάτος ανακούφιση και χαρά , είπε:
«Πέταξα μια βαρειά άγκυρα , που με κρατού­σε δεμένο κοντά στις επιθυμίες του φθαρτού σώ­ματος. Πέταξα από πάνω μου την φθορά και την απώλεια. Τώρα ανοίγεται μπροστά μου πιο ευδιά­κριτος ό δρόμος της αληθινής ζωής. Απαλλαγμέ­νος , λοιπόν, ο Αγιος από τα φθαρτά, αλλά και συγχρόνως με ευτυχισμένη την καρδιά του, διότι μοίρασε τα πλούτη του σε φτωχούς δυστυχισμένους και σε θεάρεστα άλλα έργα , σκέφτεται πως θα ζήσει τιμιότερα και αγιώτερα τη ζωή του.
Πόσο ανώτερον κάμνει τον άνθρωπο η διδα­σκαλία του Χριστού , από τη διδασκαλία των φιλο­σόφων! Αυτό το βλέπωμε, εάν συγκρίνωμε την πράξη αυτή του Αγ. Στυλιανού με εκείνο που έκανε ένας αρχαίος φιλόσοφος, Κράτης ονόματι. Και εκείνος κατάλαβε ότι ο πλούτος είναι τύραν­νος. Τον δουλεύει ο άνθρωπος σαν αφεντικό του. Εί­ναι σκλαβωμένος ο άνθρωπος στον πλούτο του και είναι δεμένος. Δεν είναι ελεύθερος. Γι´αυτό και αυτός πήρε τα χρήματα του , ανέβηκε σ´ έναν πα­ραθαλάσσιο βράχο και από εκεί τα πέταξε στη θάλασσα , φωνάζοντας συγχρόνως: «Κράτης Κράτη τα ελεύθεροι». Εγώ δηλ. ο Κράτης με το να πετά­ξω τα λεφτά μου στη θάλασσα ελευθερώνω τον Κράτητα , τον εαυτόν μου.
Κι' o Κράτης ελευθερώθηκε μεν από τα χρή­ματα του , αλλά δέθηκε περισσότερο από τον εγωι­σμό του. Πέταξε τα χρήματα του για να του πούνε ένα «μπράβο». Οι οπαδοί του Χριστού όμως τα απο­χωρίζονται , και συγχρόνως κτυπούν τα πάθη τους και κυρίως τον εγωϊσμόν. Αγωνίζονται να ελευθε­ρωθούν από το τυραννικόν πάθος του εγωισμού , διότι και η φιλοπλουτία είναι παιδί του εγωισμού. Για να απαλλαγούν όμως από τα πάθη και τον εγωϊσμόν αρχίζουν ισόβιο αγώνα, έχοντας συγχρό­νως και τη Θεία Χάρη βοηθόν.
Ο Κράτης ένας ήταν αν που το έκαμε αυτό οδη­γούμενος από τη φιλοσοφία, οι Χριστιανοί όμως που το πετυχαίνουν εφαρμόζοντας την διδασκαλία του Χριστού είναι εκατομμύρια. Πράγματι σε κά­θε γενιά πόσα εκατομμύρια εγκαταλείπουν τα εγ­κόσμια και ζουν θεληματικά φτωχοί. Ένα από τα τρία προσόντα του μοναχού είναι η ακτημοσύνη. Όλα τα πλήθη των μοναστών «αποθέτουν πάντα όγκον» όχι για ένα κούφιο μπράβο , αλλά για να αποκτήσουν την Βασιλείαν του Θεού. Δίνουν τα γήινα και παίρνουν τα επουράνια. Δίνουν τα ρέοντα και παίρνουν τα μόνιμα και παντοτεινά. Αποθέτουν το βάρος του πλούτου για να μπορούν ελεύθεροι να τρέχουν για να εισέλθουν στην Βασιλείαν του Θεού. Έχουν υπ´όψει τους το «ως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την Βασιλείαν του Θεού», που είπε ο Κύριος. Πόσο λοιπόν ανώτερη είναι η διδασκαλία του Χριστού από την φιλοσοφίαν των ανθρώπων.
Με μοναδική πλέον περιουσία τα ενδύματα του, αρχίζει ένα σκληρό και αγωνιστικό στάδιο σύμφωνα με την διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Αφού, λοιπόν, με τις ευεργεσίες του, ανέβασε ο μακάριος Στυλιανός τον γήινο θησαυρό του στους ουρανούς, και τον ασφάλισε, πήγε σε ένα μονα­στήρι και ντύθηκε το μοναχικό σχήμα. Από τη στιγμή εκείνη καμμιά γήινη σκέψη, καμμιά υλική παρένθεση δεν μπορεί να τον απομακρύνει από την πίστη του και την προσευχή του. Τίποτε άλλο δεν φροντίζει και τίποτε άλλο δεν επιδιώκει, παρά μονάχα ό,τι είναι αρεστό στο άγιο θέλημα του Θεού. Αγωνίζεται πως να αρέσει στον Κύριο, πως να τελειοποιήσει την ψυχή του, πως να κερδίσει τον Παράδεισο. Καμμιά δική του θέληση , που αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού , δεν βρίσκει θέση στην ζωή του. Η αυστηρή ασκητική του ζωή είναι απερίγρα­πτη. Η αγιότης του αρχίζει να αστράφτη. Η ταπει­νοφροσύνη του λαμποκοπάει. Η αγνότης του θαμ­πώνει. Η νηστεία του είναι αυστηρότατη. Η προσευ­χή του αληθινή επικοινωνία με τον Θεό.

Οι αγρυ­πνίες του είναι θαυμαστές. Τρεις στόχους έβαλε για σκοπό του να επιτύχει ως μοναχός: την ακτημοσύνη , την αγνότητα και την υπακοή. Τους τρεις αυτούς στόχους τους πέτυχε. Και στις τρεις αυτές αρετές πήρε, σαν να πούμε , άριστα ο Αγιος Στυλιανός. Την ακτημοσύνην του την είδαμε. Δεν κράτη­σε για τον εαυτό του από την περιουσία του τίπο­τε απολύτως. Ούτε φρόντισε ν' αποκτήσει ποτέ στη ζωή του κάτι τι και αυτός. Έζησε με φτώχεια και τελεία ακτημοσύνη.
Την αγνότητα του επίσης και την ηθικότητα του την κράτησε πολύ ψηλά. Κρατούσε την ψυχή του καθαρή «από παντός μολυσμού σάρκας και πνεύματος». Αγωνιζότανε στις επιθέσεις του ε­χθρού να μη τον αγγίξει η βρωμερή αμαρτία. Στο μυαλό του στριφογύριζαν πάντα τα λόγια τού Κυρίου μας που είπε: «Μακάριοι οι κα­θαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται. Ευτυχισμένοι δηλαδή και καλότυχοι είναι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά τους από τη βρώμα της ανηθικότητος διότι αυ­τοί θ' αξιωθούν να δούνε το Θεό στη Βασιλεία των Ουρανών. Η υπακοή του στο Γέροντα του και τους άλ­λους ήταν παραδειγματική. Αγωνίστηκε σκληρά νά κόψει «το δικό του θέλημα», που στηρίζεται στον εγωισμό. Είναι πολύ δύσκολο να κόψη κανείς το θέλημα του. Αυτό το ξέρουν όσοι αγωνίζονται τον πνευματικόν αγώνα. Ο Αγιος Στυλιανός πολέμησε στο Μοναστήρι εκείνο σκληρά εναντίον των τριών εχθρών , της σάρκας , του κόσμου και του διαβόλου. Για να καταβάλει τον καθένα από αυτούς χρειάσθηκε πόλεμος πολυχρόνιος, σκληρός και ανύστακτος. Στις τρεις αυτές λέξεις κρύβονται ηρωισμοί και παλαίσματα υπεράνθρωπα.
Έτσι ο Αγιος Στυλιανός αποδεικνύεται λαμπρό αστέρι της ασκητικής ζωής.
Γίνεται παράδειγμα σε νεότερους και παλαιότερους. Όλοι τον θαυμάζουν και τον προβάλλουν σαν παράδειγμα. Τον έχουν σαν πρότυπο μιμήσεως.
Άλλα η αυστηρότης εκείνη του ασκητικού βίου δεν του είναι αρκετή , θέλει να πλησιάσει περισσότε­ρο στην τελειότητα. Επιθυμεί, τώρα την πλήρη μόνωση τον αυστηρότατο ασκητισμό: τον αναχωριτισμό. Αποχαιρετάει τους αδελφούς μονα­χούς στο Μοναστήρι και αποσύρεται ο Αγιος μακρυά σε έρημο και ακατοίκητο μέρος. Εκεί στην έρημο κατασκηνώνει σ' ένα σπήλαιο.
Το νέο στάδιο της ασκητικής του ζωής είναι ουράνιας τελειότητος. Οι μέρες και οι νύχτες του κυλούν με λογισμούς, με σκέψεις και προσευχές για τον Τρισυπόστατο Θεό. Ψάλλει ολόψυχα το μεγαλείο του Θεού. Υμνεί την Αγία Τριάδα. Ζει ενωμένος με τον Θεό! Τίποτε δεν διασπά την θεϊκή του γαλήνη.
Όλα όσα βρίσκονται γύρω του και όσα προβάλλουν στον μακρυνό του ορίζοντα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αποδείξεις του Δημιουργού. Μελέτα τα δημιουργήματα του Θεού και δυναμώνει πιο πολύ η πίστη του. Νοιώθει καλά εκείνο που λέγει ο Απόστολος Παύλος «Τα γάρ αόρατα του Θεό ο τοις ποιήμασι νοούμενα καθο­ράται ή τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης».
Ο σημερινός άνθρωπος , δεν έχει την ευκαιρία να βλέπει τα έργα το Θεό , που τον βοηθούν στο να πιστεύει στο Θεό. Ζεί χωμένος μέσα στις τερά­στιες πόλεις , μέσα στις πελώριες πολυκατοικίες ή στο θόρυβο των εργοστασίων. Απομακρύνθηκε έ­τσι από τη φύση , απομακρύνθηκε από τα δημιουρ­γήματα του. Βλέπει περιωρισμένα τα δικά του δη­μιουργήματα μόνον. Γι´αυτό απομακρύνεται από τον Θεό και λιγοστεύει η πίστη του συνεχώς.
Οι αστρονόμοι , οι οποίοι παρατηρούν συνεχώς τα ουράνια σώματα , τα πολυάριθμα άστρα , τα έρ­γα του Θεό , είναι ευσεβείς και θεοφοβούμενοι. Ο μεγάλος αστρονόμος Κέπλερ , όταν άκουε το όνο­μα του Θεού , σηκωνόταν όρθιος και έβγαζε το καπέλλο του.
Και ο ερημίτης Στυλιανός εκεί στην ησυχία της έρημου είχε τον καιρόν να παρατηρεί τα δημι­ουργήματα του Θεού και να φιλοσοφεί επάνω σ' αυτά. Έβλεπε τον Δημιουργόν σε όλα, διότι εσκέπτετο , ότι ήταν αδύνατον να γίνει μόνος του αυτός ο τρισμέγιστος κόσμος, τόσον ωραίος , σκόπιμος και αρμονικός. Έβλεπε τον Θεόν στα απειροπληθή άστρα του ουρανού , που στροβιλίζονται στο αχανές διάστημα με τόση ταχύτητα, αλλά και ακρίβειαν.
Έβλεπε τον Θεό στον γίγαντα της ημέρας τον ήλιο ο οποίος με το να κρατεί κανονική απόστασιν από την Γή, δίδει με την θερμότητα του ζωή στους ανθρώπους, τα ζώα και σ' όλην την γύ­ρω φύση. Έβλεπε τον Θεό στο νεράκι που κελλάριζε στις βρυσούλες του βουνού και τον δρόσιζε. Σκεφτόταν ότι το νερό αυτό ήταν κάτω στις θάλασσες και τους ωκεανούς και όμως η πανσοφία και παντοδυ­ναμία του Θεού το ανεβάζει στο βουνό. Το εξατμί­ζει , το κάνει αραιότατο και ανάλαφρο σύννεφο. Το μεταφέρει με τον αέρα στα βουνά, το κάνει ψηλή βροχούλα, το ραντίζει σε όλο το πρόσωπο της γης και την ποτίζει. Το εναποθηκεύει στα σπλάχνα των ορέων σε τεράστιες αποθήκες και το δίδει λίγο - λί­γο στις βρυσούλες , που τρέχουν συνεχώς! Έβλεπε τον Θεό στα αναρίθμητα ζώα τα μι­κρά και τα μεγάλα , που δημιούργησε ο Θεός «κατά γένος και κατά είδος». Κοίταζε την ποικιλίαν των δένδρων και των φυτών και σκεφτόταν, αν δεν τα έφτιαχνε αυτά ο Θεός , θα ήταν αδύνατον η ζωή των ανθρώπων και των ζώων. Διότι όλα αυ­τά τρέφονται από το φυτικόν βασίλειον.
     Τα έβλεπε όλα αυτά και αναφωνούσε με τον Δαυίδ: «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού ποίησιν δέ χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα». Ξεσπού­σε κατόπιν σε δοξολογία, λέγοντας: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε! Πάντα εν σοφία εποίησας. Επληρώθη η γη της κτίσεως Σου»!
Δύο βιβλία διάβαζε συνεχώς στην έρημο: το βιβλίο της φύσεως και το βιβλίον της Αγίας Γραφής. Η καρδιά του , η διάνοια του , η ψυχή του , όλη η ύπαρξης του είναι ολόθερμα δοσμένη στον Θεό. Θείο και ιερό ρίγος διαπερνά την ασκητική σάρκα του , καθώς η ψυχή του εμβαθύνει στο κάλ­λος της θείας Δημιουργίας. Το άγιο πάθος της αγάπης του οσίου Στυλια­νού προς το πανάγιο Όνομα του Θεού τον συγκλο­νίζει. Όλη η δύναμη του είναι συγκεντρωμένη στη θεία αυτή αγάπη. Εγκαταλείπει έτσι ο Αγιος το σαρκικό εγώ του. Παύει να φροντίζη για την τροφή του. Γίνεται όλος ακμή πνεύματος και ψυχής. Μπορεί να πει και αυτός «ζω δε ουκέτι εγώ, η δε εν εμοί Χριστός». Τρεφόταν με χόρτα της ερήμου. Και όταν δεν υπήρχαν αυτά, ο Θεός δεν τον άφηνε. Ο Θεός, που θαυματουργεί δια τους Αγίους και μέσω των Αγίων, δεν άφηνε τον σεβάσμιο όσιο να εξαντληθεί από την πείνα. Τον κράτησε στην ζωή στέλνοντας του τροφές με τους αγγέλους, όπως έστελνε και στους άλλους Αγίους, στον Προφήτη Ηλία, τον Άγιο Μάρκο τον Αθηναίο τον φιλόσοφο και λοιπούς.
Πολλά χρόνια έζησε τη σκληρή ζωή του αναχωρητού. Πάλεψε στην έρημο επί δεκαετίας ολό­κληρες σκληρά με τον διάβολο και τον εαυτό του. Πάλεψε να ξεριζώσει τα πάθη του , να από­κτησει τις αρετές και να φθάσει στην αγιότητα που θέλει ο Θεός, ο Οποίος είπε: «γίνεσθε Άγιοι , ότι Εγώ Αγιος ειμί».
Ο Δημιουργός ήθελε να ζήσει ακόμη ο Αγιος Στυλιανός , για να λαμποκοπάει με την αρετή του και να παραδειγματίζει με την αυστηρότητα της ασκητικής του ζωής. Ήθελε η έμψυχος εκείνη στήλη της εγκράτει­ας , ο φωτεινός λύχνος της ερήμου , να λάμψει σ' όλα τα πέρατα της γης. Ήθελε ο Θεός να φανούν οι ποικίλες αρετές του. Ο λύχνος όμως πρέπει να βρίσκεται ψηλά , για να φέγγει σ' όλους και όχι να κρύβεται και να χά­νεται η λάμψη του. Έτσι και εκείνοι , που φεγγο­βολούν με τις αρετές τους , τους φανερώνει ο Θεός για να γίνονται φως στο δρόμο της ζωής των άλ­λων. Έτσι και ο Αγιος Στυλιανός , αφού με τους σκληρούς ασκητικούς αγώνας του στολίστηκε με τις αρετές και ήταν σαν λαμπάδα , με το γλυκό και ζεστό φως , αφού έφθασε σε ύψη δισθεώρητα αρε­τής, μπορούσε να χύσει στο λαό το ιλαρό φως της αγιότητός του , προς δόξαν Θεού και σωτηρίαν αν­θρώπων. Ο δίκαιος Θεός θα έδειχνε ακόμη στον κόσμο πως αντιδοξάζει εκείνους , που λατρεύουν το όνο­μα Του και Τον δοξάζουν.
Διαδόθηκε , λοιπόν, η φήμη του Αγίου Στυλια­νού παντού. Πλήθος κόσμου από διάφορα μέρη συνέρρεαν μ' ευλάβεια προς τον Άγιον για να θαυ­μάσουν την αγιότητα του και ν' αποκομίσουν ψυχι­κά και σωματικά αγαθά. Η αγία του μορφή , τα σοφά του λόγια , οι προτροπές του άλλαξαν την ζωή πολλών ανθρώπων. Πολλοί ήταν εκείνοι που γοητευμένοι από την ασκητικότητα του , εγκατέ­λειπαν τον κακό εαυτό τους και μετανοούσαν και αναγεννιόνταν ψυχικά. Συγκινητικές ήταν οι εκδηλώσεις των Χριστια­νών που τον επισκέπτονταν στην έρημο , εκεί στο ασκητήριο του. Ήξερε να γαληνεύει τις ταραγμένες ψυχές. Κοντά του έτρεχαν και άλλοι ασκητές για να ενι­σχυθούν με τα λόγια του και την λάμψη του στο σκληρό ασκητικό βίο. Εγνώριζεν ο Αγιος Στυλιανός , ότι για να κερδίσει κανείς την Βασιλεία των Ουρανών πρέπει να έχει την ψυχή του , σαν την ψυχή των μικρών παι­διών. Του έκαναν εντύπωση τα λόγια του Κυρίου: «Εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των Ουρα­νών». «Των γαρ τοιούτων εστίν, η Βασιλεία του θεού», των μικρών παιδιών δηλαδή που είναι αθώα. Ήξερε, ότι τα παι­διά έχουν αγγελικές ψυχές. Το κτυπάει ο πατέρας του και πάλι πηγαίνει σ' αυτόν. Τον κτυπάει ο φί­λος του και δεν του κρατάει κακία , αλλά σε λίγο πάλιν παίζουν μαζί. Ενώ οι μεγάλοι το κρατούν σαν κα­μήλα μέσα τους. Γι´αυτό ήθελε να τα βοηθάει, να τα προστατεύει τα παιδιά. Και στην αγία του εκείνη επιθυμία ο Παντο­γνώστης Θεός του έδωσε την Χάρη Του, να μπορεί να κάνει θαύματα.
Ο Θεός βράβευσε το ιερό του αίσθημα και του έδωσε την θαυματουργική δύναμη να θεραπεύει τα ασθενεί παιδιά. Μητέρες από κον­τινά και μακρινά μέρη, με φορτωμένα στους ώμους ανάπηρα και άρρωστα παιδιά έτρεχαν , με πόνο καί πίστη, κοντά στον Άγιο για να ζητήσουν την θεραπείαν των παιδιών τους. Μέρες ολόκληρες βάδιζαν μέσα σ' έρημα μέρη για να βρουν την δοξασμένη από τον Θεό ασκη­τική σπηλιά του Αγίου Στυλιανού. Και όταν έφθασαν εκεί, με δάκρυα στα μάτια έπεφταν στα πόδια του Γέροντα ασκητή, δόξαζαν τον Θεό, που τον συνάντησαν και τον παρακαλού­σαν να γιατρέψει τα παιδιά τους. Ο Αγιος Στυλιανός γεμάτος καλωσύνη και συμπόνοια έπαιρνε τ' άρρωστα νήπια στα χέρια του και με μάτια δακρυσμένα παρακαλούσε το Θεό να τα γιατρέψει. Ο Δεσπότης των Ουρανών άκουγε την ολόψυ­χη προσευχή του και ο Αγιος θαυματουργούσε. Παιδιά άρρωστα εύρισκαν την υγειά τους.
Πα­θήσεις διαφόρων ειδών εξαφανίζονταν. Μπροστά στη δύναμη του Θεού καμιά αρρώστια δεν μπο­ρούσε ν' αντισταθεί. Μανάδες έκλαιγαν από χαρά έξω από το ασκητήριο του. Και άλλες καταφιλούσαν με σεβα­σμό και ευγνωμοσύνη το χέρι του Αγίου γέροντα , δοξάζοντας τον Θεόν. Δοξολογούσε κι' εκείνος ακατάπαυστα το Άγιο Όνομά Του και τον ευχαριστούσε για τα θαύ­ματα αυτά , που τον αξίωνε να κάνει. Έπειτα γεμάτος στοργή κοίταζε τα αθώα πλασματάκια που είχαν λυτρωθεί από την αρρώστια. Ένα γλυκό χαμόγελο , χαμόγελο αγγελικό άνθιζε στο πρόσωπο του σεβασμίου ασκητού. Τα θαύματα όμως αυτά γινόταν γνωστά σ' όλα τα μέρη και κόσμος πολύς έτρεχε στον Άγιο Στυλιανό για να τον παρακαλέσει να γιατρέψει από κάποια ασθένεια τα παιδιά του.
Έτσι δόξαζε ο Αγιος Θεός το όνομα του ο­σίου Στυλιανού που αφιέρωσε την ζωή του για την δό­ξα του Θεού. 'Αλλά δεν ήταν μόνο τα θαύματα της θεραπεί­ας των παιδιών που δόξαζαν το όνομα του ταπει­νού Αγίου Στυλιανού. Ο Αγιος απέκτησε φήμη ως θαυματουργού, διότι έκανε τους άτεκνους εύτεκνους, με την προσ­ευχή του. Με την προσευχή του Αγίου Στυλιανού πολλές στείρες τεκνοποιούσαν. Πολλοί πιστοί Χριστιανοί με την ευλογία του, αν και ήταν άτεκνοι πρωτύτερα , απέκτησαν ωραία και γεμάτα υγεία παιδιά.
Πολλοί μάλιστα καλοί Χριστιανοί και μετά την κοίμηση του, επικαλούμενοι το όνομα του Αγίου και ζωγραφίζοντες σαν τάμα την εικόνα του , α­πέκτησαν παιδιά, αν και είχαν χάσει την ελπίδα πια να τεκνοποιήσουν.
Εν' τω μεταξύ απ' όλα τα μοναστήρια πήγαι­ναν στον γέροντα ασκητή για να ευφρανθούν κον­τά του , το άρωμα της αγιότητας του. Μοναχοί και ασκητές ζητούσαν από τον Άγιο δάσκαλο συμβουλές , για το πως πρέπει να αντιμε­τωπίζουν τους πειρασμούς και πως να επιβάλλουν την γαλήνη στα κοινόβια τους. Όλοι τον έβλεπαν σαν πρότυπο αγίας ασκητι­κής ζωής. Η προσωπικότητα του ήταν γεμάτη τα­πεινοφροσύνη και άστραφτε από ουράνιο κάλλος.
Και εκείνος ακούραστος με αγγελική γαλήνη τους δίδασκε , τους καθοδηγούσε , τους γέμιζε την καρδιά , τους στερέωνε στην πίστη , τους διέλυε τις αμφιβολίες. Ειρήνευε με τις συμβουλές του από μακριά όσα μοναστήρια είχαν εσωτερικές διχόνοιες. Έτσι έζησε κι έτσι δόξασε το όνομα του Θεού και δοξάσθηκε από τον Ουράνιο Πατέρα ο Αγιος Στυλιανός. Όταν έφθασε σε βαθειά γεράματα , έστειλε ο Θεός τους Αγγέλους Του και πήραν την αγίαν του ψυχή , για να την αναπαύσουν από τους πολύ­χρονους κόπους , τις στερήσεις και την σκληρότητα της ασκητικής ζωής. Κοιμήθηκε , λοιπόν, ο Αγιος πλήρης ημερών και αρετών.
Που τον έθαψαν , δεν γνωρίζουμε , ούτε διεσώθηκαν άλλα στοιχεία από την κουρασμένη και αγιασμένη ζωή του. Εμεινε όμως το όνομα του. Τον σέβεται και τον τιμά όλη η Ορθόδοξη Χριστιανωσύνη. Τον επικαλούνται στις ανάγκες τους και προπάντος για τα άρρωστα παιδιά τους. Κτίζουν στο όνομα του μεγαλοπρεπείς Ναούς. Στην Αθήνα υπάρχουν τουλάχιστον δύο Ναοί του Αγίου Στυλιανού στον Γκύζη και στον Καρρέα. Τα θαύματα του Αγίου συνεχίζονται και μετά την κοίμηση του. Και σήμερα ο Αγιος Στυλιανός εξακολουθεί να είναι προστάτης των παιδιών. Λένε μάλιστα, ότι από την λέξη «στυλώνει» που σημαίνει «στηρίζει τη υγεία των παιδιών».
Ο Αγιος εικονογραφείται με ένα νήπιο σπαργανωμένο στην αγκαλιά του που συμβολίζει , ότι είναι ο προστάτης των νηπίων. Η μνήμη του Αγίου Στυλιανού εορτάζεται στις 26. Νοεμβρίου.

Επίλογος
Οπως είδαμε ο Αγιος Στυλιανός είναι προ­στάτης των μικρών παιδιών. Και είναι αλήθεια, ότι οι γονείς τρέχουν στον Αγιο να τα θεραπεύσει από τις διάφορες ασθένειες του σώματος. Δεν τρέ­χουν όμως στον Άγιο να τα προστατέψει και από τις ασθένειες της ψυχής. Τα παιδιά πάσχουν από ελαττώματα και πά­θη. Είναι κακοκέφαλα και ατίθασα, νευρικά και ανάποδα. Τα επηρεάζει ο Σατανάς και τα παρακι­νεί στο κακό και την αμαρτία. Τα κάνει αγνώρι­στα στο σπίτι. Κινδυνεύουν επίσης τα παιδιά από τους κακούς και φαύλους ανθρώπους , καθώς και από τις κακές παρέες. Παρασύρονται και παίρ­νουν τον κακό δρόμο.
Αι λοιπόν, σ' αυτές τις περιπτώσεις πρέπει οι γονείς να καταφεύγουν στον Άγιο Στυλιανό. Είναι πρόθυμος να τα βοηθεί , να τα προστατεύει και να τα θεραπεύει όχι μόνον σωματικά, άλλα και ψυ­χικά , αρκεί φυσικά να κάνει και εκείνος που τον παρακαλεί το καθήκον του. Αλλά και εκτός της ειδικής αυτής περιπτώσε­ως , η ζωή του μας καλεί και εμάς να εργασθούμε τα έργα της ευσέβειας, της σωφροσύνης, της δικαι­οσύνης , της ελεημοσύνης. Μας καλεί στην θερμή πίστη , αν θέλουμε να δούμε Θεού πρόσωπο κατά την ημέρα της Κρίσεως. Μας καλεί να ζήσωμε με έργα το θέλημα του Θεού για να παραλάβουν και τη δική μας την ψυχή οι άγγελοι και να την οδηγή­σουν στην αιώνια ευτυχία και μακαριότητα των Ουρανών !!! ΑΜΗΝ !!!

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com



Read more:http://www.egolpion.com/agios-stulianos.el.aspx#ixzz2llm4HNjX

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2023

Κυριακή Θ΄ Λουκά – ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ∆ΗΜΗΤΡΙΑ∆ΟΣ


Κυριακή Θ΄ Λουκά – 

Ο κατά Θεόν πλούτος

Σε εποχή βαθιάς οικονοµικής κρίσης, αγαπητοί µου αδερφοί,  σαν και αυτή στην οποία ζούµε, το σηµερινό Ευαγγελικό ανάγνωσµα αποδεικνύεται ιδιαίτερα διδακτικό για όλους µας, καθότι ο Κύριος δίδαξε την παραβολή του άφρονος πλουσίου. Η αφορµή, όµως, για τη διδαχή αυτή υπήρξε η διχογνωµία δύο αδελφών πάνω σε κληρονοµικά ζητήµατα, διαφορά η οποία διασώζεται από τον Ευαγγελιστή Λουκά λίγους στίχους πριν την κατάθεση της παραβολής του άφρονος πλουσίου.

Ένας αδελφός πλησίασε το Χριστό και του είπε, «Κύριε σε παρακαλώ, πείσε τον αδελφό µου να µοιράσει σωστά την περιουσία µας γιατί µε αδικεί». Και ο Κύριος του είπε, «ποιος νοµίζεις ότι είµαι; Νοµίζεις ότι ήρθα στον κόσµο αυτό για να κάνω το διαιτητή και το δικαστή ανάµεσά σας; Ένα πράγµα θα σας πω. Να αποφεύγετε την πλεονεξία, καθ’ ότι η συσσώρευση πλούτου και υλικών αγαθών αποτελεί τροχοπέδη για την κατάκτηση της αιώνιας ζωής». Και για του λόγου το αληθές, για να επικυρώσει αυτήν την αλήθεια ο Χριστός, παρέθεσε την παραβολή του άφρονος πλουσίου, που ακούσαµε στο Ευαγγελικό ανάγνωσµα.

Κάποια χρονιά, τα κτήµατα ενός πλουσίου γαιοκτήµονα, καρποφόρησαν πλουσιοπάροχα και πληθωρικά, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ο άνθρωπος, όµως, αυτός, αντί να χαίρεται γι’ αυτήν την ευλογία, άρχισε να αγχώνεται, να στεναχωριέται, να χάνει τον ύπνο του και να αναρωτιέται, «πού θα χωρέσω όλα αυτά που απέκτησα, πού θα αποθηκεύσω όλους αυτούς τους καρπούς για να µην τους κλέψουν οι κλέπτες και να µην τους χάσω από τη µια µέρα στην άλλη;». Και σκέφτηκε, «θα γκρεµίσω τις αποθήκες µου, θα κτίσω µεγαλύτερες και θα χωρέσω όλους τους καρπούς και τα γεννήµατά µου στις καινούργιες. Και µετά θα πω στην ψυχή µου, ψυχή, τώρα µπορείς να αναπαυτείς. Φάγε, πιες, ευφραίνου, έχεις πολλά αγαθά για όλη σου τη ζωή». Και τότε εµφανίζεται ο Θεός µπροστά του και του λέει. «Ανόητε, αυτήν την νύχτα θα φύγεις από τη ζωή, θα πεθάνεις. Αυτά, λοιπόν, που απέκτησες σε ποιόν θα πάνε; Τί θα απογίνουν»; Και συνεχίζει ο Χριστός, «αυτά παθαίνει εκείνος ο οποίος θησαυρίζει για τον εαυτό του και δεν πλουτίζει για τον Θεό». Αυτή ήταν η Ευαγγελική περικοπή που ακούσαµε σήµερα και µας δίνει πολλές αφορµές για να πούµε πράγµατα σωτήρια για την ψυχή µας. Από τις αφορµές αυτές θα σταθούµε σε τρία µόνο σηµεία. 

Το πρώτο είναι η διένεξη µεταξύ των αδερφών για κληρονοµικά ζητήµατα. Βλέπετε, δεν είναι µόνο σηµερινή αυτή η κατάσταση. Κρατά από την εποχή του Χριστού. Άρα, είναι διαχρονικό κακό η διένεξη, µεταξύ αδερφών, για τα χρήµατα, για τα κτήµατα, για τα σπίτια, για τα οικόπεδα. Και είναι τόσο µεγάλος αυτός ο πειρασµός, ώστε να γίνεται αφορµή διάσπασης της οικογενειακής συνοχής, αφορµή να ορθώνονται τοίχοι ανάµεσα στους ανθρώπους και µάλιστα, στους αδερφούς, αφορµή να οξύνονται τα πάθη, να προκαλούνται άσβεστα µίση, ακόµη δε, να οδηγούνται οι άνθρωποι σε εγκλήµατα! Αδερφός να αφαιρεί τη ζωή αδερφού πάνω στο πάθος για το ποιος θα έχει τα περισσότερα από την κληρονοµιά που άφησαν οι γονείς. Αυτό συνιστά κατάντηµα για τον άνθρωπο. ∆εν υπάρχει µεγαλύτερη κατάρα για µία οικογένεια να χωρίζεται, να διασπάται, να χύνεται αίµα αδελφικό και να κυριαρχεί το µίσος µεταξύ των αδερφών για όλα αυτά τα οποία, όπως φάνηκε στην σηµερινή Ευαγγελική διήγηση, αφήνουµε πίσω µας και δεν παίρνουµε τίποτα µαζί µας στην αιώνια ζωή. Είναι ντροπή, αλλά και βλασφηµία κατά του ονόµατος του Θεού, αδέρφια να στερούνται του µεγάλου δωρήµατος της αδερφικής αγάπης, το οποίο είναι αγαθό ανεκτίµητης αξίας και να το ανταλλάσσουν µε τα ξυλοκέρατα της ύλης και των εφήµερων οικονοµικών συµφερόντων.

Το δεύτερο σηµείο είναι η ανοησία του πλουσίου. Ο Χριστός χαρακτηρίζει τον άνθρωπο αυτόν µε σκληρό τρόπο, τον ονοµάζει «άφρονα». Άφρων είναι αυτός που δεν έχει φρόνηση, που δεν έχει σώας τας φρένας, ο ανόητος δηλ., αυτός που έχει τρελαθεί. Έτσι χαρακτηρίζει τον πλούσιο ο Χριστός. Γιατί, ο πλούσιος δεν έκανε τίποτα άλλο από το να σκέφτεται πώς θα περάσει καλά σ’ αυτή τη ζωή, πώς θ’ αποκτήσει περισσότερα αγαθά, πώς θα καρποφορήσει τους καρπούς της γης του, πώς θα αποκτήσει περισσότερα χρήµατα. Τον χαρακτήρισε ανόητο, γιατί ο άνθρωπος αυτός δε σκέφτηκε πως θα έρθει η ώρα και η στιγµή που θα φύγει απ’ αυτή τη ζωή. ∆εν είχε ποτέ δηλ. στην καρδιά του, στο νου του αυτό που ονοµάζουµε «µνήµη θανάτου», ότι δεν είµαστε αθάνατοι, αλλά περαστικοί και κάποια στιγµή θα αφήσουµε αυτόν τον κόσµο για την αιωνιότητα κι όλα αυτά που αποκτήσαµε θα τα αφήσουµε πίσω και δε θα πάρουµε τίποτα µαζί µας. Τον χαρακτήρισε «ανόητο» γιατί, αντί να χαίρεται αυτά που ο Θεός πλουσιοπάροχα του χάρισε, αυτά τα αποκτήµατα έγιναν για εκείνον αφορµή άγχους και στεναχώριας. Ήταν άφρων αυτός ο άνθρωπος και ανόητος για τον Θεό, γιατί δεν έκανε τίποτα για την άλλη ζωή η οποία είναι αιώνια και ατελεύτητη, αλλά έκανε τα πάντα γι’ αυτήν την ζωή, η οποία είναι περιορισµένη και µε συγκεκριµένη χρονική κατάληξη.

Υπάρχει και το τρίτο σηµείο στο οποίο αξίζει να σταθούµε: «Αυτά παθαίνει», λέει ο Χριστός, «αυτός που πλουτίζει για τον εαυτό του και δεν πλουτίζει για το Θεό». Ποιος είναι ο κατά Θεόν πλούτος, για τον οποίο οµιλεί ο Κύριος; Ποιος είναι ο πλούσιος κατά Θεόν; Λέγει ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ότι «πλούσιος δεν είναι όποιος κατέχει, αλλά όποιος µεταδίδει. Και αυτή η µετάδοση, η προσφορά, αποκαλύπτει τον µακάριο άνθρωπο, όχι η κατοχή των υλικών αγαθών»[1]. Ο πλούσιος κατά Θεόν, είναι αυτός ο οποίος αυτά που έχει δεν τα κρατάει για τον εαυτό του, αλλά τα µοιράζεται, τα προσφέρει µε αγάπη στους ανθρώπους. ∆εν αδιαφορεί για τα προβλήµατα και την αδυναµία των συνανθρώπων του, αλλά στρέφει το βλέµµα της αγάπης του γύρω και βλέπει, ποιος έχει ανάγκη, ποιος δεν έχει τα στοιχειώδη σ’ αυτή τη ζωή, ποιος είναι δυστυχισµένος, ποιος είναι άρρωστος; Ποιος δεν µπορεί να ζήσει τα παιδιά του; ποιος είναι άνεργος, έχει χάσει τη δουλειά του και το έδαφος κάτω από τα πόδια του; Αυτός είναι ο πλούσιος άνθρωπος εκείνος που, είτε από το υστέρηµα, είτε από το περίσσευµά του, ξέρει να κάνει πλουσίους και όλους τους άλλους µαζί µε τον εαυτό του και έτσι χαίρεται και αναπαύεται ο ίδιος και ευαρεστεί το Θεό µε την έξοδο της αγάπης από τον εαυτό του, για να κερδίσουν µε την αγάπη του όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Πλούσιος κατά Θεόν είναι εκείνος ο οποίος εργάζεται µε τον τρόπο αυτόν µέσα στην κοινωνία, εξασφαλίζοντας την ενότητα και την κοινωνική ισορροπία και δικαιοσύνη. Αλλά πλούσιος κατά Θεόν, κυρίως και πρωτίστως, είναι εκείνος ο οποίος µέσα στην ψυχή του εργάζεται τον κόσµο των αρετών. Αυτός ο οποίος ζει κατά Χριστόν. Αυτός ο οποίος κάνει πνευµατική ζωή. Αυτός ο οποίος προσέρχεται τακτικά στα ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας µας. Αυτός που εκκλησιάζεται, εξοµολογείται, κοινωνεί του Σώµατος και του Αίµατος του Χριστού. Αυτός είναι πλούσιος κατά Θεόν, γιατί ενώ µπορεί να µην έχει υλικά αγαθά, µπορεί οι τσέπες του να µην είναι γεµάτες από χρήµατα, εντούτοις η καρδιά του είναι γεµάτη από την παρουσία του Θεού. Και όταν η καρδιά µας είναι γεµάτη από την παρουσία του Θεού, τότε είµαστε οι πιο πλούσιοι άνθρωποι στον κόσµο αυτόν. 

Να, λοιπόν, αγαπητοί µου, ποιο είναι το µήνυµα της σηµερινής Ευαγγελικής περικοπής. Να γίνουµε πλούσιοι! Αλλά όχι µε τον τρόπο που εµείς νοµίζουµε. Να γίνουµε πλούσιοι πλουτίζοντας τους άλλους ανθρώπους, παρηγορώντας τους συνανθρώπους µας, σε µια εποχή εσχάτης ανάγκης, εσχάτης ένδειας, οξυµένων κοινωνικών προβληµάτων και κοινωνικών ανισοτήτων. Εδώ θα φανεί ποιος είναι πραγµατικός Χριστιανός. Εδώ θα φανεί ποιος είναι πραγµατικά αδελφός προς αδελφόν, ποιος είναι ο αληθινά πλούσιος. Εκείνος που έχει γεµίσει τη ζωή του από τη Χάρη του Θεού και γίνεται αφορµή χαράς  και ευτυχίας και για τους άλλους ανθρώπους. Αµήν!

 

Αρχιµ. Ε.Ο.

 



[1] «Παιδαγωγός», 3,6,35,5

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ. / ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για καλος σαμαρειτης


Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς. 
Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς
Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ.
        
...................................



Ἀκούσαμε, ἀδελφοί μου, στό Εὐαγγέλιο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ μᾶς λέη: «Κατέβαινε κάποιος ἀπό τὴν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχὼ κι ἔπεσε στά χέρια ληστῶν. Τοῦ πῆραν τὰ ροῦχα,τὸν ἐχτυπη­σαν καὶ τὸν πα­ράτησαν μισοπεθα­μένο. Ἕνας ἱερεὺς κι ἔνας Λευΐτης περνώντας ἀπὸ κεῖ τὸν εἶδαν ἀλλὰ  συνέχισαν τὸ δρόμο τους.  Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως ποὺ   ἦθρε στὸ μέρος αὐτὸ τὸν εἶδε καὶ τὸν λυπήθηκε.  Ἀνακάτεψε λοιπὸν κρασὶ καὶ λάδι κι ἔβαλε στὶς πληγὲς, τὶς ἔδεσε κι’ ἀφοῦ τὸν ἔβαλε πάνω στὸ ζῶο του,  τὸν ἔφερε στὸ πανδοχεῖο.  Ἔδωσε στὸν πανδοχέα δυὸ δηνάρια καὶ τοῦ εἶπε. Περιποιήσου τὸν  ἄνθρω­πο κι ἄν ξοδέψης περισ­σότερα, στὴν ἐπιστροφή  θὰ σοῦ τὰ δώ­σω ἐγώ». Ἄς δοῦμε λοι­πὸν τὸ νόημα τῆς παραβολῆς καὶ μὲ γνωστικὴ ψυχὴ κατα­νοῶντας το, ἄς γνωρίσωμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ.
Ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, Ἱερουσαλήμ ἡ πολιτεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ σύνεση, Ἰεριχῶ ὁ κόσμος. Ὅσο λοιπόν ὁ Ἀδάμ, πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοή, εἶχε φρόνημα τῶν  οὐρανῶν καὶ ἀγγελικὴ ζωή, εἶχε ἀνεμπόδιστη εἴσοδο στὴν ἐπουράνια πόλη Ἱερουασαλήμ.  Κατοικῶντας, ζῶντας μέσα στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ τίποτα δὲν τὸν νικοῦσε οὔτε τὸν τραυμάτιζε. Ὅταν ὅμως παράκουσε στὸ Θεὸ καὶ δὲν φύλαξε τὶς ἐντολὲς του, ἀλλὰ παρασύρθηκε ἀπὸ τό φίδι, τότε κατέβηκε στὴν Ἱερι­χὼ δηλαδή στὴ γῆ, κι’ ἀσχολή­θηκε μὲ τὰ ἔργα τῆς γῆς.  Γιατὶ Ἱερουσαλήμ σημαίνει ἀνάβαση, ἐνῶ Ἱεριχὼ κατακλυσμός. Κα­τέ­βηκε λοιπόν ἀπό τὴν Ἰερου­σαλήμ στὴν Ἱεριχὼ, ἀπό τὴ  ζωὴ δηλαδὴ τῶν οὐρανῶν στὴ ζωὴ  ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου. Ὅταν κάποιος τηρῆ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τότε ζῆ στοὺς οὐρανοὺς, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος·  Ἡ δική μας  πολι­τεία εἶναι στὸν οὐρανό.  Κατέ­βηκε ἀπὸ τή δόξα στὴν ἀδοξία, ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς ἀπο­λαύ­σεως στὴ γῆ μὲ τ’ ἀγκάθια, ἀπὸ τὴ ζωῆ στό θάνα­το. Ὅταν φᾶτ­ε, λέει, ἀπὸ τὸ δένδρο, θὰ σᾶς κυριαρχήση ὁ θάνατος, δη­λα­δὴ ἡ ἁμαρτία.  Γιατὶ ἡ ἁμα­ρτία, ἡ παρακοῆ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι θάνατος ψυχῆς.  Κατέβηκε ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Παραδείσου, ἀπὸ τὴν ἁγιωσύνη τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἦρθε στὴν Ἱεριχὼ δηλαδὴ στὸ βάραθρο τῆς παρακοῆς, στὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας.  Καὶ πέφτει στὰ χέρια τῶν ληστῶν, παναπῆ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δυνάμεών του. Δρόμος, εἶναι ἡ ζωὴ αὐτὴ ὅπου βάδισε ὁ Ἀδάμ κι’ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν καὶ τὸν ἀπογύμνωσαν.  Καὶ ποιὰ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν; Τὴ στολὴ τῆς ὑπακοῆς, τὴ φιλία μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὴν ἀθάνατη δόξα, τὴ συναναστροφὴ μὲ τὸ Χριστὸ, τὴν παραδεισένια χαρά, τὴν οὐράνια ζωή.  Αὐτὴ τὴ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν.  Καὶ τοῦ προξένησαν πληγές, δηλαδή ἁμαρτίες, πορνεῖες,  μοιχεῖες, εἰδωλολατρεῖες, φαρμακώματα,       δολοφο­νίες,φιλονικίες, θυμὸ κι ὅλη τὴν ὑπόλοιπη σειρὰ τῶν κακῶν. Αὐτὰ τὰ ἔργα πληγώνουν τὸν ἄνθρωπο, αὐτὰ προξενοῦν τὴ δυσωδία καὶ τὴ φθορά. Κι ὅτι εἶναι ἀκριβῶς αὐτό, κατανοῆστε το ἀπὸ τὸ Δαβίδ, πῶς ἀπεικονίζοντας στὸν ἑαυτό του τὶς πληγὲς τοῦ Ἀδάμ τὶς ἀποκαλεῖ μώλωπες καὶ λέει ὀρθά· Ἐβρώμησαν καὶ σάπισαν τὰ χτυπήματά του ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας μου. Κάθε ἁμαρτία προκαλεῖ μώλωπα καὶ τραῦμα. Λαβώθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρακοή, χτυπήθηκε γιὰ τὶς ἀνομίες, ὅπως λέει ὁ προφήτης· Χτυπήθηκα σὰν τὸ χόρτο καὶ ἡ καρδιά μου ξηράθηκε, γιατὶ λησμόνησα νὰ φάω τὸ ψωμί μου· νὰ φυλάξω δηλαδὴ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.  Τὸν ἄφησαν, λέει, μισοπεθαμένο, ὄχι γιατὶ δἐν ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν, ἀλλὰ δὲν ἄφησε ὁ Θεός.   Δὲ θέλω, λέγει, τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅσο τὴ μετάνοιά του.  Καὶ ποῦ τὸν  ἀφήνουν;  Στὸ δρόμο,   δηλαδὴ στὴ ζωὴ αὐτή·    δρόμος λέγεται τούτη ἡ ζωή, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πενροῦν ἀπ’αὐτή.  Κι ὅταν ἔφτασε στὸ δρόμο ὁ ἱερεύς   καὶ τὸν εἶδε, τὸν προσπέρασε. Ἱερέα ὀνομάζει τό  μακάριο Μωϋσῆ καὶ Ἀαρών.  Σ’ αὐτὸ μαρτυρεῖ κι ὁ Δαβὶδ λέγοντος ὅτι ὁ Μωϋσῆς κι ὁ Ἀαρὼν εἶναι ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς του κι ὁ Σαμουήλ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἐπικαλοῦνται τ’ ὄνομά του.  Εἶναι τοῦτος λοιπὸν ὁ ἀξιοθαύ­μαστος Μωϋσῆς ποὺ δοξάστηκε, ποὺ μὲ τὴ δεκαπλῆ μάστιγά του χτύπησε τοὺς Αἰγυπτίους· αὐτὸς ποὺ ἔσχισε καὶ ξέρανε τὴν Ἐρυθ­ρὰ καὶ πέρασε ἀπ’ αὐτή τὸ λαό, αὐτὸς ποὺ γλύκανε τὸ νερὸ στὸ Μαρρᾶ καὶ πίσω ἀπὸ τὸ σύννε­φο μίλησε μὲ τὸ Θεό· αὐτὸς ποὺ ἔκαμε πολλὰ ἀξιοθαύμαστα· αὐτὸς βαδίζοντας τὸ δρόμο τῆς ζωῆς καὶ ἀφοῦ εἶδε τὸν ἄνθρωπο πληγωμένο στὴ γῆ, τὸν προσπέρασε, χωρὶς νὰ τὸν σηκώση. Ὅμοια κι ὁ Λευΐτης,     ἡ τάξη τῶν προφητῶν.  Γιατὶ αὐτοί, ποὺ ἦρθαν ὕστερα ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ, ἀφοῦ ἐβάδισαν τὸν ἴδιο δρόμο καὶ συνάντησαν πληγωμένο τὸν ἄνθρωπο,   δὲν τὸν ἐσήκωσαν. Οὔτε ὁ Μωϋσῆς μὲ τὰ θαύματά του, οὔτε οἱ προφῆτες μὲ τὰ      σημεῖα τους, κανένας δὲν τὸν ἐλύτρωσε ἀπὸ τὸ θάνατο, κανένας δὲν ἔκλεισε τὸ   τραῦμα τῆς    ἁμαρτίας.        Γιατὶ  οἱ ἴδιοι ἦσαν τῆς ἁμα­ρτίας δεσμῶτες.  Μ’ ὅλο ποὺ μὲ τὴ σεμνὴ ζωή τους ἔγιναν φίλοι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἦσαν ὁμόσα­ρκοι μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ προέρχονταν ἀπὸ τὴν νεκρὴ ρίζα, δὲν μποροῦσαν, κλαδιὰ αὐτοὶ, νὰ ἀποσπάσουν τὴ ρίζα τῆς  ἁμαρτίας.  Κάποιος ὅμως Σαμαρείτης μὲ ἔργα ὄχι τυχαῖα, προαίρεση σπλαχνική, φίλος  τῶν ὁμοδούλων του, ὅταν ἤρθε στὸ μέρος αὐτὸ καὶ τὸν εἶδε πληγωμένο, τὸν λυπήθηκε,  τοῦ ἔβαλε λάδι καὶ κρασὶ καὶ ἔδεσε τὶς πληγὲς τους, τὶς ἁμαρτίες  του.  Τό πρόσωπο καὶ τὴ    μορφὴ τοῦ Σαμαρείτη παίρνει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλὰ   θὰ πῆ κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀκροατάς·  Γιατί ἀποκαλεῖς τὸν Κύριο Σαμαρείτη; Ναί, Σαμαρείτη τόν λέγω ὄχι γιὰ τὴ φύση τῆς θεότητός του ἀλλὰ γιὰ τὸ  σπλαχνικό τρόπο του. Ὁ Σαμαρείτης μὲ τὴν φύση τοῦ σώματός τους ἦταν ὅμοιος μὲ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴ σπλαχνικὴ προαίρεσή του ὅμως δὲν ἤσαν ὅμοιος·  φάνηκε ἀνώτερός τους. Ἔτσι κι ὁ Κύριος παρουσιάστη­κε σὰν ἄνθρωπος μὲ τὴ σωματι­κή του μορφή, ὅμοιος μὲ τοῦς προφῆτες καὶ τοὺς πατριάρχες κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴ Μαρία. Μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητός του ὅμως στάθηκε ἀπ’ ὅλους ἀνώτερος. Ἴσος μ’ αὐτοὺς στὸ ἀνθρώπινο σχῆμα, ὄχι ἴσος   στὴν ὑπερκόσμια δόξα. Ἐκεῖνοι ἀπὸ ἀδιαφορία καὶ σκληρότητα προσπέρασαν  ἄσπλαχνα τὸν πληγωμένο. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως φάνηκε πιὸ σπλαχνικὸς καὶ πιὸ εὐσεβὴς καὶ ἐλεητικός.  Ὅμοια κι ὁ Χριστός. Οἱ πατριάρχες κι οἱ προφῆτες ἀδιαφόρησαν γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ξέπεσε μὲ τὴν παρακοή του. Ἐκεῖνος μόνο ἀποδείχθηκε σπλαχνικὸς κι ἐλεητικός, κατὰ τὸ λόγο τοῦ προφήτη·  Σπλαχνικὸς καὶ ἐλεητικὸς εἶναι ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλαιος· καὶ πάλι· Γιατὶ σύ, Κύριε, εἶσαι σπλαχνικός. Κι ὅπως ὁ Σαμαρείτης δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Ἰσραηλιτικὸ ἔθνος ἀλλὰ προερχόταν ἀπὸ ἄλλη χώρα, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὴ γῆ ἀλλὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἦθε στὴ γῆ·  ἦταν Θεὸς κι ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας Ἦταν Κύριος καὶ ντύθηκε τὴ μορφὴ τοῦ δούλου. Ἔνιωσε συμπάθεια γιὰ μᾶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε στὴ γῆ, εἶδε τὸν ἄνθρωπο ριγμένο, ληστευμένο, λαβωμένο ἀπὸ τὶς πορνεῖες, τὶς εἰδωλολατρεῖες, τὶς μοιχεῖες,  τοὺς φόνους·  εἶδε καὶ σπλαχνίσθηκε τὸ πλάσμα του καὶ τοῦ ἔβαλε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ δηλαδὴ ἀνάμειξε τὰ δύο ἔκαμε ἀλοιφὴ καὶ τὰ ἔβαλε στὸν ἄνθρωπο.  Τὶ σημαίνει ἀφοῦ ἀνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι; Ἀφοῦ συνδύασε τὴ θεία φύση μὲ τὴν ἀνθρώπινη, ἀφοῦ συνταίριασε τὴν εὐσπλαχνία μὲ τὴ σωτηρία ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἀφοῦ ἐνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ ἕνωσε τὸ ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὸ αἷμα του, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ζωή. Γιατὶ μόλις ἔσταξε τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὴν πλευρὰ του ξεπλύθηκαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ οἱ ἁμαρτίες μας.  Τί σημαίνει  τώρα· Ἔδεσε τὶς πληγὲς του; Τοῦτο·  ἔδεσε τὸ διάβολο κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἔδεσε τὸ σκάφος κι   ἐζωοποίησε τοῦς ναυαγούς, ἐδέσμευσε καὶ ὑπόταξε τὶς δυνάμεις τοῦ πονηροῦ.  Κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἄν θέλης νὰ τὸ σκεφτῆς καὶ διαφο­ρετικά, ἄκου. Σὰ λάδι προσκο­μίζει τὸ λόγο τῆς παρακλήσεως, καὶ προσθέτει σὰν στυπτικό κρασὶ τὴ διδασκαλία,  ποὺ μαζεύει τὴ σκορπισμένη σκέψη, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου· Ἔλεγξε,  ἐπιτήμησε,   πρακάλεσε.   Καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ ἴδιο   του τὸ ζῶο, πῆρε δηλαδὴ ὁ Χριστὸς τὴ σάρκα πάνω στοὺς ὤμους τῆς θεότητός του καὶ τὴν ἀνέβασε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό,  οὔτε χρυσό, ἤ ἄργυρο, ἤ πολύτιμους λίθους ἀνέβασε ἀλλά τόν  κατ’ εἰκόνα ἄνθρωπο ἀνέβασε ἀπό τους οὐρανούς, στὸ μεγάλο καὶ θαυμαστὸ καὶ ἁπλόχωρο πανδοχεῖο, σ’ αὐτὴν τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία.

 Καὶ τὴν παράδωσε στὸν πανδο­χέα, στὸ μακάριο Παῦλο, στὸ στῦλο τῶν Χριστιανῶν, τὸ γνήσιο πανδοχέα, διδοντάς του δυὸ δηνάρια καὶ διὰ μέσου τοῦ Παύλου σὲ κάθε μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς δασκά­λους καὶ τοὺς λειτουργούς.  Δυὸ δηνάρια, τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, λέγοντας· περι­ποιήσου τοῦτον τὸν ἄνθρω­πο, κι ἄν ξοδέψης κάτι ἀκόμα, ἐγὼ θἀ ἐπιστρέψω καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω. Ἐννοεῖ τοῦτο·  Φρόντισε γιὰ τὸ λαὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔθνη καὶ τὸν  ἐμπιστεύτηκα σὲ σένα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐπειδὴ εἶναι ἄρρωστοι οἱ ἄνθρωποι, τραυματισμένοι ἀπὸ τῆς ἁμαρτί­ες, θεράπευσέ τους, θέτοντας ἐπάνω σὰν σιναπισμὸ τοὺς προφητικοὺς λόγους καὶ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα ἀποκαθι­στῶντας τὴν ὑγεία τους μὲ τὶς νουθεσίες καὶ τὶς παρακλήσεις τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ πειθοντάς τους νὰ στέκονται μακρυὰ ἀπὸ   τὴν ἁμα­ρτία καὶ νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τῆς ἁμαρτίας. Ἄν ὅμως κι ἔτσι μείνουν ἀδιόρθωτοι, λύγισέ τους μὲ τοὺς αὐστηροὺς λόγους σου. Γίνε τὸ πρότυπο καὶ τὸ       παρά­δειγμά τους, μὲ τοὺς  λόγους,  μὲ τὰ ἔργα σου,  τὴ συμπεριφορὰ,  τὴν πίστη,  τὴν ἀγάπη, τὴ σεμνότητα, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη σου καὶ νὰ μιμηθοῦν    τὴν ἐνάρετη ζωή σου.  Κι ἄν κάμης τοῦτο, ἄν ἀπὸ λόγου σου κάμης κάποια προσθήκη λόγων ἤ ἔργων, ἄν δαπανήσης κάτι ἀκόμα,  θὰ σοῦ τὸ δώσω στὴ  ἐπιστροφὴ δηλαδὴ στὴ δευτέρα παρουσία μου, τὴν ἀνταποδοτική·  θὰ σοῦ δώσω μισθὸ τῶν κόπων σου ἄξιο.  Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος μὲ τὸ θάρρος τῶν ὑποσχέσων αὐτῶν λέει·  Μὲ πολλὴ χαρὰ θὰ ξοδέψω γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἀναλωθῶ γιὰ τὶς ψυχὲς σας, ἐννοῶντας τὴ διδασκαλία του πρὸς τοὺς ἐθνι­κοὺς καὶ τὴν κηρυκτική του διακονία.  Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ οἰκοδομεῖ καὶ στηρίζει τὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὶς πνευματικὲς ὑποδείξεις του θεραπεύει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μοιράζοντας τὸ ὠφέλιμο στὸν καθένα, ὁδηγεῖ τὶς ψυχὲς στὴν αἰώνια ζωή.  Στοὺς πάντες ἔγινα, λέει, τὰ πάντα, γιὰ νὰ σώσω τοὺς πάντες.  Αὐτὸς εἶναι τῆς Ἐκκλησίας ὁ καλὸς πανδοχέας, ὅλους τοὺς δέχεται κι ὅλους τοὺς φροντίζει· δὲν ἀπομακρύνει τὸν πόρνο, δὲν ἀπεχθάνεται τὸν εἰδωλολάτρη, κανένα ἄλλον ἀσεβῆ κι ἀκάθαρτο δὲν ἀποδιώχνει, τοὺς δέχεται ὅλους.  Σὰν γιατρὸς πλύνει τὶς πληγές, τὶς καθαρίζει καὶ τὶς σφογγίζει μὲ λουτρὸ ξαναγεννημοῦ.  Προσφέρει τούς στυφτικούς λόγους, ὅπως τὸ καρσί, γιὰ νὰ μῆν παρασυρώμαστε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῆς ἅγνοιάς μας ἤ τὶς κακίες μας.  Καὶ πάλι μᾶς θεραπεύει μὲ παράληση, σὰν μὲ λάδι ἀλείφοντας τὶς ψυχές μας.  Μᾶς λέει ὁ Παῦλος·  Σᾶς παρακαλοῦμε, ἀδελφοί μου, μὲ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ νὰ προσφέρετε τὰ σώματά σας θυσία ζωντανή, ἁγία, ἀρεστή, ὅπως πρέπει νὰ εἶναι ἡ λογική σας λατρεία. Ὅσοι λοιπὸν τυχαίνει νὰ εἴμαστε μαθηταὶ τῶν λόγων τοῦ Παύλου, ἄς φυλάξω­μεν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴν ξεπέσωμε ἀπὸ τὴν Ἱερου­σαλήμ τῶν οὐρανῶν, τὴν πόλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.  Καὶ μακάρι, μὲ θεραπευμένα τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ὑγιεῖς καὶ τέλειοι στὴν πίστη νὰ παρουσιαστοῦμε στὸ Χριστό, σῶοι καὶ θαρραλέοι, χωρὶς νὰ μειονεχτοῦμε σὲ κανένα καλὸ ἔργο καὶ ν’ ἀπολαύσωμε τὴν ἀγαθὴ ὑπόσχεση στοὺς οὐρα­νοὺς μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλα­νθρω­πία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.  Μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον, στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι δόξα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμή



Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ (ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΛΑΖΑΡΟΥ)

 

Κυριακή Ε’ Λουκά

†Του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη - Το κήρυγμα της Κυριακής

Ο Κύριος είναι ο Δίκαιος Κριτής πλουσίων και πτωχών

Πέμπτη Κυριακή του Λουκά σήμερα, αγαπητοί, και το άγιο Ευαγγέλιο αναφέρεται στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, την οποίαν είπε ο Ιησούς στους ακροατάς Του, επί τη ευκαιρία κάποιας ομιλίας Του πάνω στο θέμα του πλούτου.

Τους είπε στην αρχή για τον πιστό και φρόνιμο εκείνο οικονόμο της αδικίας, ο οποίος έκαμε καλή χρήση του άδικου πλούτου και ωφελήθηκε. Εδώ όμως, στην παραβολή που λέει στη συνέχεια του πλουσίου και του Λαζάρου, ο πλούσιος έκανε κακή χρήση του πλούτου και χάθηκε έστω και αν τον πλούτο δεν τον είχε με αδικίες. Το κέντρο βάρους πέφτει στο γεγονός της χρήσεως του πλούτου, με την έννοια αν σκεφτήκαμε και το άλλον, τον πλησίον, γιατί ο Θεός μας δίνει τα καλά για να φάνε και οι άλλοι, να βοηθήσουμε και τους άλλους. Εκείνος όμως ξέχασε πως υπάρχουν και άλλοι.

Στην πόρτα του απ’ έξω ήταν παραπεταμένος ο φτωχός, άρρωστος και μόνος, Λάζαρος. Του ‘δειχνε ο Θεός χρυσή ευκαιρία να κάμει ένα καλό, να τον ευσπλαγχνιστεί, να του δώσει να φάει, να τον μαζέψει και να του φερθεί με αγάπη και καλοσύνη. Δεν το έκαμε αυτό, παρά μονάχα ντυνότανε λαμπρώς και έτρωγε, επίσης, και ευφραινότανε. Όμως τα εδώ έχουν τέλος. Δοκιμασία είναι να έχεις πλούτο. Και δοκιμασία είναι να είσαι φτωχός και άρρωστος. Έδωσαν εξετάσεις και οι δύο και ο πλούσιος και ο Λάζαρος. Ο πλούσιος απέτυχε. Ο Λάζαρος επέτυχε δεν τον βλέπουμε να μιλάει και να κατακρίνει τον πλούσιο και να κάνει το ‘να και τα’ άλλο, αλλά τον βλέπουμε να κάνει υπομονή, να έχει εμπιστοσύνη στο Θεό. Άλλωστε το όνομα Λάζαρος σημαίνει ο Θεός είναι βοηθός. Και όντως ήταν βοηθός του ο Κύριος.

Πέθανε ο Λάζαρος και τον πήρανε οι άγγελοι και τον πήγαν στον ουρανό. Υπάρχει κι άλλη ζωή και Κρίση και ανταπόδοση. Πέθανε και ο πλούσιος και τον έθαψαν. Και μετά άλλαξε το σκηνικό. Στον ουρανό, εκεί που ήταν στην άλλη πλάση, στον Άδη, κάποια στιγμή σήκωσε τα μάτια του και βλέπει τον Αβραάμ και τον Λάζαρο στην αγκάλη του. Και τότε του κακοφάνηκε. Τότε στεναχωρήθηκε. Είχε παιδαγωγηθεί στον Άδη, αλλά εις μάτην. Και παρεκάλεσε τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο και να του δώσει μια σταγόνα νερό, εκείνος που δεν έδινε ένα ψίχουλο στον Λάζαρο πάνω σ’ αυτή τη ζωή. Κι ο Αβραάμ του είπε τη μεγάλη κουβέντα: «Μη ξεχνάς», του λέει, «πλούσιε» -σε εισαγωγικά το πλούσιε –«πως εσύ στη γη απόλαυσες τα αγαθά σου και ο Λάζαρος ομοίως κακά. Τώρα αυτός ευφραίνεται κι εσύ πληρώνεις, ταλαιπωρείσαι. Κι ακόμα ανάμεσά μας υπάρχει μεγάλο χάσμα, που δεν μπορεί να γίνει τίποτα». Αυτό είναι φοβερό.

Και αφού είδε ο πλούσιος πως δεν έβγαινε τίποτα για τον εαυτό του, θυμήθηκε τα αδέλφια του πάνω στη γη. Και παρεκάλεσε τον Αβραάμ, να στείλει τον Λάζαρο και να τους πει να μην κάνουν τα ίδια που έκανε κι αυτός, για να μην έλθουν στον τόπο της βασάνου, όπου εκείνος. Κι ο Αβραάμ του είπε: «Δεν γίνεται. Έχουν τον Μωυσή και τους Προφήτες, τον θείο Νόμο. Έχουν τη συνείδησή τους, έχουν τόσα παραδείγματα και τόσες διδασκαλίες, από τη φύση ακόμα».

Αλλά επέμενε ο πλούσιος και του είπε: «αν στείλεις τον Λάζαρο, αν αναστηθεί ο Λάζαρος και πάει, τότε θα πεισθούν». Και τελειώνει εδώ η παραβολή, με τα λόγια του Αβραάμ, ότι: «Άμα δεν πιστεύουν στο Μωυσή και στους Προφήτες και στο Νόμο, ούτε και αν αναστηθεί κάποιος θα πεισθούν». Αυτό είναι αλήθεια. Αφού αργότερα, στα χρόνια του Χριστού, ανέστη ο Λάζαρος ο ομώνυμος, ο φίλος του Χριστού, και δεν τον πίστεψαν. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ήθελαν να φονεύσουν και το Λάζαρο οι Ιουδαίοι, για να μην πηγαίνουν οι άνθρωποι και βλέπουν τον αναστημένο Λάζαρο και πιστεύουν στον Ιησού, αλλά και στο τέλος ούτε και στον ίδιο το Χριστό, που ανέστη, δεν επίστευσαν.

Το χειρότερο κ
ακό στον άνθρωπο είναι η πώρωση, η δαιμονοποίηση της υπάρξεώς του, η φυλακή του, το κλείσιμο και το κάστρο του αυτισμού του. Ο Θεός να μας φυλάει από τέτοια πώρωση. Κι αν είμαστε πλούσιοι, να μας φωτίζει να φερόμεθα με καλοσύνη και δικαιοσύνη στους πτωχούς, και να τους φροντίζουμε, γιατί είναι ο ίδιος ο Χριστός. Κι αν είμαστε φτωχοί, να κάνομε υπομονή και να ‘χομε την απαντοχή μας στο Θεό, που ‘ναι ο πλούτος όλων και περισσότερο ο πλούτος των πτωχών.


  Πηγή: † Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη (2009). ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΤΟΜΟΣ Β΄, Από την Κυριακή μετά την Πεντηκοστή, Λευκωσία: Περιοδικό «Ακτή», σελ.121-124