Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Η εποχή μας μέσα από τη παραβολή του πλουσίου κι του Λαζάρου.


ΚΥΡΙΑΚΗ Ε ΄ΛΟΥΚΑ
 
Πρέπει κανείς να είναι τυφλός κι αν όχι τότε φανατισμένος για να μη βλέπει ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα, που μαστίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Το κείμενο του σημερινού ευαγγελικού αναγνώσματος ακούγεται σε μια ατμόσφαιρα αποπνυκτική, που θέλει να δίνει αυθαίρετες λύσεις, που κυριαρχείται από τον φανατισμό της μονοδιάστατης οικονομικής θα λέγαμε ζωής. Πάντως η Εκκλησία βλέπει την ύπαρξη του κοινωνικού προβλήματος, αλλά δεν έχει τη «στενοκεφαλιά» να το βλέπει και να το λογαριάζει μόνο μνημονιακά, μόνο με αριθμούς. Δεν το απομονώνει από την πνευματική του πλευρά. Έχει την τόλμη και την παρρησία να διακηρύττει ότι στην υλική αυτή κρίση προηγείται  πνευματική. Έχει την τόλμη να κηρύττει, ότι η αλλαγή, η μεταμόρφωση και η πραγματική οργάνωση γίνεται δια των αγίων.

Πλούσιος και Λάζαρος

Το δεύτερο σημείο της σημερινής περικοπής.
Ο Κύριος παρουσίασε εκφραστικά την αβυσσαλέα διαφορά μεταξύ του πλουσίου και του Λαζάρου, του ανώνυμου θα λέγαμε κεφαλαιοκράτη, που είχε μεταβάλλει τον εαυτό του σε πράγμα, προς χάριν του πλούτου, που ήταν γι’ αυτόν πρόσωπο και του επώνυμου πτωχού, που, παρά την φτώχια του, ήταν πρόσωπο. Ονομαζόταν Λάζαρος. Χαώδης η διαφορά μεταξύ των δυο ανθρώπων. Ο πλούσιος είχε καθημερινά φαγοπότια, ενώ ο φτωχός ζούσε με τα ψυχία της τραπέζης. Ο πλούσιος ήταν εύρωστος σωματικά, ενώ ο φτωχός «ηλκωμένος». Ο πλούσιος έμενε σε αρχοντικό και εκεί διασκέδαζε με τους φίλους του, ενώ ο φτωχός ζητιάνευε στην πόρτα του σπιτιού του πρώτου, συντροφιά με τα σκυλιά. Ο πλούσιος φορούσε καθημερινά «πορφύραν και βύσσον» ενώ ο φτωχός ζητιάνευε ήταν ρακένδυτος και γυμνός. Ο Κύριος ζωγράφισε κατά τον καλύτερο τρόπο την μεγάλη ανισότητα μεταξύ του πλούτου και της φτώχιας.
          Το κείμενο αυτό του ιερού ευαγγελίου φανερώνει το δράμα όλων των εποχών και φυσικά και της δικής μας εποχής. Βλέπουμε την τέλεια εφαρμογή της παραβολής στον χώρο της πατρίδος μας και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Άλλοι -  ο λαός -  πεινούν και άλλοι – οι ταγοί -  μεθούν. Πολλά συστήματα αφιερώνονται με πάθος στην λύση αυτού του τεράστιου προβλήματος. Δεν παραγνωρίζουμε την προσφορά τους, αλλά δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε και τις μεγάλες αδυναμίες τους. Διότι όλα τα ανθρώπινα συστήματα δεν μπορούν να ξεφύγουν τον πειρασμό της υπαγωγής του προσώπου στην απρόσωπη αρχή και στους απρόσωπους νόμους. Επιδιώκουν την καλυτέρευση των κοινωνικών θεσμών με την βεβαιότητα ότι το πρόσωπο θα δει καλύτερες μέρες. Αλλά το πρόσωπο, όταν υποτάσσεται βίαια σε απρόσωπες αρχές κυριολεκτικά αλλοτριώνεται.

Παράδεισος και Κόλαση

Η παραβολή μας δείχνει και την μετά θάνατον αντίστροφη ανισότητα, που η Εκκλησία προσπαθεί να θεραπεύσει από αυτήν την ζωή. Είναι το τρίτο σημείο σήμερα. Ο πτωχός Λάζαρος βρίσκεται στους κόλπους του Αβραάμ, που είναι ο τόπος των σεσωσμένων. Ο πλούσιος «υπάρχων εν βασάνοις» βλέπει τον Αβραάμ και ζητά βοήθεια. Πρέπει και στο σημείο αυτό να διατυπώσουμε μερικές απλές σκέψεις, σχετικά με την Κόλαση και τον Παράδεισο, αφού έχουν σχέση με τα κοινωνικά προβλήματα, επειδή αυτός που δεν έχει αγάπη δεν μπορεί να συναντήσει την Αγάπη.
          Ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι δυο διαφορετικοί τρόποι ζωής. Ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό για να ενωθεί αιώνια μαζί Του και να απολαμβάνει την αγάπη Του. Με την αμαρτία έγινε η διάσπαση του ανθρώπου και με την ενανθρώπιση του Χριστού έχουμε πρόσληψη όλης της ανθρωπίνης φύσεως, οπότε υπάρχει η δυνατότητα της θεώσεως. Έτσι κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα έχουμε αποκατάσταση της ανθρωπίνης φύσεως, όχι όμως και της ανθρωπίνης θελήσεως. Αυτό σημαίνει ότι η φύση του ανθρώπου θα αποκτήσει το «αει είναι» ή το «αει φευ είναι» είναι θέμα της ανθρωπίνης θελήσεως, που συνδέεται με την στάση μας απέναντι στον πάσχοντα αδελφό. Κατά τον θεοφόρο Μάξιμο «ουκ ίσως μεθέξουσι του Θεού... αλλ’ αναλόγως εαυτοίς». Όσοι έκαναν καλή χρήση των φυσικών δυνάμεων αυτοί θα βλέπουν την δόξα του Θεού ως Φως, ενώ όσοι έκαναν κατάχρηση των φυσικών δυνάμεων, θα βλέπουν τον Θεό ως πυρ, φωτιά.
          Επομένως κόλαση δεν είναι η απουσία του Θεού, αλλά η παρουσία του Θεού ως φωτιά. Και η θέα του Θεού ως φωτιά, είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής πνευματικής τυφλώσεως του ανθρώπου. Είναι ακριβώς ό,τι γίνεται με την θεία Κοινωνία. Οι αξίως μετέχοντες της Αγίας Τραπέζης λαμβάνουν το Φως, ενώ οι αναξίως μετέχοντες της Αγίας Τραπέζης λαμβάνουν φωτιά και καταδίκη. Αυτό θα έχει αιώνιες συνέπειες.


Μάρτυρες πρότυπα ζωής

Στα πρόσωπα των σήμερα εορταζόμενων αδελφών Μαρτύρων Ζηνοβίου και Ζηνοβίας, συναντά κανείς την απόλυτη αγάπη και αφιέρωση των ανθρώπων του Θεού στον Ιησού Χριστό, η οποία, διαχρονικά, φθάνει μέχρι και αυτού του μαρτυρίου, αφού καμία κοσμική ενασχόληση, καμία ανθρώπινη εξάρτηση, καμία δύναμη και εξουσία δεν είναι σε θέση να αλλοιώσουν την πίστη και να κάμψουν το φρόνημα των αληθινών ομολογητών της αληθείας. Συναντά και τη λύση στα προβλήματα που προαναφέραμε. Συναντά τη λύση στα μεγάλα και άλυτα κοινωνικά μας προβλήματα.
………………………………………………………………………………………………………………………….
Τι γίνεται όμως; Στην εποχή μας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η αναφορά στους Μάρτυρες δεν αφορά τη θυσία της ζωής για την αγάπη του Χριστού.
Κι ενώ η πίστη είναι__προσωπικό δικαίωμα, το οποίο ελεύθερα και ακώλυτα μπορεί να χαρακτηρίζει την ζωή του κάθε ανθρώπου. την ίδια στιγμή, όμως, αυτό το δικαίωμα στην πίστη δοκιμάζεται από μια σειρά συνειδησιακών διώξεων, που στοχεύουν στην απαξίωση και στον ευτελισμό της στα μάτια του σύγχρονου και αυτάρκη ανθρώπου.
Σήμερα η πίστη στον Χριστό θεωρείται ξεπερασμένη, ενώ η συμμετοχή στη ζωή της Εκκλησίας ξένη προς το πνεύμα της προόδου και του εκσυγχρονισμού που διέπει την ανθρώπινη κοινωνία. Καταβάλλεται συστηματική προσπάθεια να τεθεί στο περιθώριο η θρησκευτική έκφραση και να συσχετιστεί με πρόσωπα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, τα οποία δήθεν δεν μπορούν να ακολουθήσουν το πνεύμα της εποχής. Μιας εποχής που, στη θέση του Θεού, τοποθετεί άλλους «θεούς», όπως το χρήμα, την δύναμη της εξουσίας, τα εντυπωσιακά επιτεύγματα της επιστήμης, δημιουργώντας ένα πλαίσιο ζωής ανθρωποκεντρικό, απ’ όπου απουσιάζει κάθε λόγος και σκέψη περί Θεού. Μιας εποχής αποτυχημένης που περίτρανα έχει αποδείξει ότι τίποτε τελικά δεν μπόρεσε να προφέρει στον άνθρωπο παρά μόνο μπελάδες. Μιας εποχής της οποίας τα προϊόντα είναι το άγχος, η ανασφάλεια, ο περιορισμός της ελευθερίας, η μαύρη καθημερινότητα, το ζοφερό μέλλον. 
Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, λοιπόν, αγγίζει τα όρια του μαρτυρίου η προσήλωση των ανθρώπων του Θεού στη ζωή της Εκκλησίας, η περιφρόνηση της κοσμικής καταφοράς, η οποία διέρχεται κάθε μέσο για να κυριαρχήσει στις ανθρώπινες συνειδήσεις. Είναι μαρτύριο σήμερα, να ζει κανείς επί τη βάσει Χριστιανικών αρχών, να βιώνει την αγάπη του Χριστού και την αληθινή κοινωνική δικαιοσύνη, να εργάζεται εθελοντικά για την ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου, ενώ γύρω του, το πνεύμα του κόσμου καλλιεργεί την αδιαφορία και τον «ωχαδελφισμό». Είναι μαρτύριο, σήμερα, να μάχεται κανείς τον κόσμο της αμαρτίας και να επιλέγει για τον εαυτό του τον δρόμο της μετανοίας, αρνούμενος τον πειρασμό της σύγχρονης ασυδοσίας, η οποία κάνει, τελικά, τον άνθρωπο σκλάβο των επιλογών και των ποικίλων εξαρτήσεών του. Είναι μαρτύριο να βγαίνεις και να εντοπίζεις τις αποτυχημένες ανθρώπινες συνταγές και να τονίζεις ότι χωρίς και μακράν του Θεού το χάος το οποίο σήμερα ζούμε.
          Αυτός είναι και ο τρόπος ζωής στον οποίο μάς καλεί σήμερα η Εκκλησία μας, αδελφοί μου. Είναι ο τρόπος της αντίστασης στις καταστροφικές επιλογές του κόσμου, τις οποίες πληθωρικά πληρώνουμε σήμερα. Και όπως κάθε αντίσταση, έτσι κι αυτή οδηγεί στον δρόμο της αληθινής ελευθερίας και της ποθητής κοινωνίας με τον Θεό.
 ΑΜΗΝ!
          Το κείμενο αυτό διαμορφώθηκε βάσει δυο άλλων κειμένων.
Το πρώτο είναι του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπακτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ  από το βιβλίο του «Οσμή Γνώσεως»
και το δεύτερο από κήρυγμα της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος στη σημερινή Κυριακή Ε Λουκά  30-10-2011 μνήμη των Αγίων μαρτύρων Ζηνοβίου και Ζηνοβίας.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄. ΛΟΥΚΑ

 ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ  ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΣΤ΄ ΛΟΙΥΚΑ  24/10/21021

https://www.saint.gr/readings.aspx




ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Θ´ 6 - 11



6 Τοῦτο δέ, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις ἐπ’ εὐλογίαις καὶ θερίσει. 7 ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. 8 δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, 9 καθὼς γέγραπται· ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. 10 Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· 11 ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι’ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Θ´ 6 - 11


6 Τοῦτο δὲ πρέπει νὰ γνωρίζετε, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ σπείρει μὲ τσιγγουνιάν, μὲ τσιγγουνιὰν καὶ θὰ θερίσῃ. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ σπείρει ἄφθονα, ἄφθονα καὶ θὰ θερίση. 7 Ὁ καθένας ἂς δίδῃ σύμφωνα μὲ τὴν ἐλευθέραν διάθεσιν τῆς καρδίας του, ὄχι μὲ λύπην ἢ ἀπὸ ἀνάγκην, διότι ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ ἐκεῖνον, ποὺ δίδει μὲ προθυμίαν καὶ χαρούμενον πρόσωπον. 8 Εἶναι δὲ δυνατὸς ὁ Θεὸς νὰ σᾶς δώσῃ ὑπεράφθονον κάθε χάριν· καὶ τὴν χάριν τουτέστι τῆς προθυμίας εἰς τὸ νὰ εἰσφέρετε γενναίως, καὶ τὴν χάριν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ὥστε νὰ ἔχετε πάντοτε εἰς ὅλα ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σας κάθε ἐπάρκειαν καὶ νὰ πράττετε μὲ τὸ παραπάνω κάθε ἔργον ἀγαθόν. 9 Καὶ ἔτσι νὰ γίνῃ καὶ μὲ σᾶς σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ λέγει ἡ Γραφή: Ἐμοίρασεν ἄφθονα, ἔδωκεν εἰς τοὺς πτωχούς· ἡ ἐκ τῶν ἀγαθοεργιῶν ἀρετή του μένει διὰ παντός. 10 Ὁ Θεὸς δέ, ὁ ὁποῖος χορηγεῖ ἄφθονον σπόρον εἰς ἐκεῖνον ποὺ σπέρνει, καὶ ἄρτον διὰ νὰ τρώγωμεν, εἴθε νὰ χορηγήσῃ καὶ νὰ πληθύνῃ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά σας καὶ νὰ αὐξήσῃ τοὺς καρποὺς τῆς ἀγαθοεργίας σας, 11 ὥστε νὰ γίνεσθε πλούσιοι εἰς κάθε τι, εἰς κάθε εἶδος γενναιοδωρίας, ἡ ὁποία διὰ μέσου ἡμῶν τῶν Ἀποστόλων, ποὺ μεταφέρομεν τὰς συνεισφοράς σας, συντελεῖ εἰς τὸ νὰ ἀναπέμπωνται εὐχαριστίαι εἰς τὸν Θεόν.·


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Η´ 27 - 39


27 ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν. 28 ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. 29 παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. 30 ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· Λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· 31 καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. 32 Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένη ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. 33 ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. 34 ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. 35 ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ’ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. 36 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. 37 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. 38 ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ, ἀφ’ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· 39 Ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ’ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Η´ 27 - 39


27 Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκεν εἰς τὴν ξηράν, τὸν συνήντησε κάποιος ἄνθρωπος καταγόμενος ἀπὸ τὴν πόλιν, ὁ ὁποῖος εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπὸ πολλὰ χρόνια καὶ δὲν ἐφοροῦσεν ἐπάνω του ροῦχα καὶ δὲν ἔμενεν εἰς σπίτι, ἀλλὰ μέσα εἰς τὰ μνήματα. 28 Ὅταν ὅμως εἶδε τὸν Ἰησοῦν, ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ ἐφώναξε δυνατὰ καὶ ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας του καὶ μὲ φωνὴν μεγάλην εἶπε· Ποία σχέσις ὑπάρχει μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ καὶ τὶ ζητᾷς ἀπὸ ἐμέ, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ βασανίσῃς, καὶ μὴ μοῦ ἐπιβάλῃς τὴν τιμωρίαν νὰ ἐγκλεισθῶ ἀπὸ τώρα εἰς τὰ σκότη τοῦ Ἅδου. 29 Εἶπε δὲ τὸν λόγον αὐτὸν ὁ δαιμονιζόμενος, διότι ὁ Ἰησοῦς παρήγγειλε καὶ διέταξε τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα νὰ βγῇ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. Διότι ἐπὶ πολλὰ ἔτη τὸν εἶχε κυριεύσει. Καὶ λόγῳ τῆς ἀγρίας ἑξάψεως, ποὺ τοῦ ἐδημιουργεῖ, τὸν ἔδεναν μὲ ἁλύσεις καὶ μὲ σιδηρᾶ δεσμὰ εἰς τὰ πόδια, ἐπειδὴ τὸν ἐφύλαττον νὰ μὴ κακοποιήσῃ ἢ βλάψῃ τινά. Ἀλλ’ αὐτὸς ἔσπαζε τὰ δεσμὰ καὶ ἐσύρετο βιαίως ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τοὺς ἐρήμους τόπους. 30 Τὸν ἠρώτησε δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· Τί εἶναι τὸ ὄνομά σου; Αὐτὸς δὲ εἶπε· Λεγεών, δηλαδὴ σύνταγμα στρατιωτῶν. Καὶ ἦτο αὐτὸ τὸ ὄνομά του, διότι οὐχὶ ἕν, ἀλλὰ πολλὰ δαιμόνια εἶχον εἰσέλθει εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτόν. 31 Καὶ διὰ στόματος τοῦ δαιμονιζομένου παρεκάλουν αὐτὸν νὰ μὴ διατάξῃ νὰ ὑπάγουν εἰς τὰ τρίσβαθα τοῦ Ἅδου. 32 Ἦτο δὲ ἐκεῖ ἕνα κοπάδι ἀπὸ πολλοὺς χοίρους, ποὺ ἔβοσκαν εἰς τὸ βουνόν. Καὶ τὸν παρεκάλουν νὰ ἐπιτρέψῃ εἰς αὐτὰ νὰ ἔμβουν εἰς ἐκείνους τοὺς χοίρους. Καὶ ἐπειδὴ αὐτοί, ποὺ ἔτρεφον τοὺς χοίρους, ἔπραττον τοῦτο παρὰ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, ὁ ὁποῖος ἀπηγόρευεν ὡς ἀκάθαρτον τὸ χοιρινὸν κρέας, ὁ Κύριος τιμωρῶν τὴν παρανομίαν ταύτην ἐπέτρεψε τοῦτο εἰς αὐτά. 33 Ἀφοῦ δὲ ἐβγῆκαν τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ἐμβῆκαν εἰς τοὺς χοίρους. Καὶ ἔτρεξεν ἀσυγκράτητα καὶ μὲ μανίαν τὸ κοπάδι ἀπὸ τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ κρημνοῦ πρὸς τὰ κάτω εἰς τὴν λίμνην καὶ ἐπνίγη. 34 Ὅταν δὲ ἐκεῖνοι, ποὺ ἔβοσκαν τοὺς χοίρους, εἶδαν αὐτὸ ποὺ ἔγινεν, ἔφυγαν. Καὶ ἀνήγγειλαν τὸ συμβὰν τῆς καταστροφῆς τῶν χοίρων εἰς τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔμεναν ἔξω εἰς τοὺς ἀγρούς. 35 Ἐβγῆκαν δὲ ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ τὰ περίχωρα οἱ ἄνθρωποι διὰ νὰ ἴδουν ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε. Καὶ ἦλθον εἰς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ηὗραν τὸν ἄνθρωπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχαν βγῇ τὰ δαιμόνια, νὰ κάθεται κοντὰ εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἐνδεδυμένος καὶ σωφρονισμένος. Καὶ ἐφοβήθησαν. 36 Τοὺς διηγήθησαν δὲ καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ εἶχαν ἴδει τὸ περιστατικόν, πῶς ἔγινε καλὰ ὁ δαιμονισμένος. 37 Καὶ τὸν παρεκάλεσαν ὅλον τὸ πλῆθος τῆς περιφερείας τῶν Γαδαρηνῶν νὰ φύγῃ ἀπὸ αὐτούς, διότι ἐκυριεύθησαν ἀπὸ μεγάλον φόβον, ὅταν εἶδαν τὴν δικαίαν τιμωρίαν, ποὺ ἐπεβλήθη εἰς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι παρὰ τὴν ἀπαγόρευσιν τοῦ νόμου ἔτρεφον χοίρους. Αὐτὸς δέ, ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸ πλοῖον, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ μέρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον εἶχεν ἔλθει. 38 Παρεκάλει δὲ αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχαν βγῇ τὰ δαιμόνια, νὰ μένῃ μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸν ἀφῆκεν ἐλεύθερον καὶ τοῦ παρήγγειλε νὰ φύγῃ λέγων· 39 Γύρισε ὀπίσω εἰς τὸ σπίτι σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἔκαμεν εἰς σὲ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σὲ ἀπήλλαξεν ἀπὸ τὰ δαιμόνια. Καὶ ἔφυγεν ἐκεῖνος καὶ διεκήρυττεν εἰς ὅλην τὴν πόλιν ὅσα τοῦ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς.

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

 


πέρμαχοι σο τος λγων πλοις, Λγε,
χθρος τροπονται τν σεβαστν εκνων.

Τα
ς τν γων Πατρων πρεσβεαις, Θες, λησον μς.


Την Kυριακή μετά την ενδεκάτη Οκτωβρίου, μνήμη επιτελούμε των Aγίων Πατέρων της αγίας και Oικουμενικής Eβδόμης Συνόδου.

Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας από τις 24 Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου 787 μ.Χ., με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Ειρήνης, η όποια ασκούσε χρέη αντιβασιλέως. Υπό την προεδρία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ταρασίου (βλέπε 25 Φεβρουαρίου) συγκεντρώθηκαν τριακόσιοι πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι, και σε αυτούς προστέθηκαν άλλοι δεκαεπτά ιεράρχες, οι όποιοι αποκήρυξαν την αίρεση των εικονομάχων.

Πλάι στους αντιπροσώπους του Πάπα Ρώμης και των Πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, οι μοναχοί οι όποιοι υπέφεραν δεινούς διωγμούς επί βασιλείας των εικονομάχων αυτοκρατόρων Λέοντος Γ’ Ίσαύρου (717 – 741 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου Ε’ Κοπρωνύμου (741 – 775 μ.Χ.) αποτελούσαν έντονη παρουσία· ήταν περίπου εκατόν τριάντα έξι.

Μετά από επιμελή προετοιμασία, οι Πατέρες της Συνόδου αναθεμάτισαν τους αιρετικούς, οι όποιοι για περισσότερα από πενήντα έτη απαγόρευαν στους ορθόδοξους χριστιανούς να τιμούν τις σεπτές εικόνες του Χρίστου και των αγίων Του διότι αυτό αποτελούσε δήθεν ειδωλολατρία. Έθεσαν έτσι τέρμα στην πρώτη περίοδο της εικονομαχίας, η οποία όμως ξέσπασε εκ νέου λίγα χρόνια αργότερα επί Λέοντος Ε’ Αρμενίου (813 – 820 μ.Χ.) και δεν σταμάτησε οριστικά παρά το 843 μ.Χ., χάρις στην αυτοκράτειρα Θεοδώρα και στον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο (βλέπε 14 Ιουνίου). οι άγιοι Πατέρες αναθεμάτισαν τους αιρετικούς πατριάρχες Αναστάσιο, Κωνσταντίνο και Νικήτα, αποκήρυξαν τη δήθεν οικουμενική σύνοδο που συνεκλήθη στο ανάκτορο της Ιερείας με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Ε’ το 754 μ.Χ., και κήρυξαν αιωνία τη μνήμη των άγιων υπερμάχων της Ορθοδοξίας: του πατριάρχου αγίου Γερμανού (715 – 730 μ.Χ.) [βλέπε 12 Μαΐου], του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), του Γεωργίου Κύπρου, και όλων όσοι είχαν υποστεί βασάνους και εξορίες ως υπέρμαχοι των αγίων εικόνων. Στον Όρο της πίστεως που ανέγνωσαν στην έβδομη και τελευταία συνεδρία της Συνόδου, οι Πατέρες διεκήρυξαν:

«Ορίζομεν συν ακριβεία πάση και εμμελεία, παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τας εκ χρωμάτων και ψηφίδος και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς· της τε του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εικόνος, και της αχράντου δεσποίνης ημών της αγίας Θεοτόκου, τιμίων τε αγγέλων, και πάντων άγιων και οσίων ανδρών. Όσω γάρ συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν, και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησαν απονέμειν, ου μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη θεία φύσει - αλλ’ ον τρόπον τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και τοις αγίοις εύαγγελίοις και τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι, και θυμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιεισθαι, καθώς και τοις αρχαίοις εύσεβώς είθισται. η “γαρ της εικόνος τιμή έπι το πρωτότυπον διαβαίνει”, και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν. Ούτω γαρ κρατύνεται η των άγιων Πατέρων ημών διδασκαλία, είτουν παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας, της από περάτων εις πέρατα δεξαμένης το ευαγγέλιον».

Οι άγιοι Πατέρες ως εκ τούτου απεδείχθησαν υπέρμαχοι όχι μόνον των αγίων εικόνων αλλά, στην ουσία, αυτού του ιδίου του μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού: «Πάλαι μεν ο Θεός ο ασώματος τε και ασχημάτιστος ουδαμώς εικονίζετο, νυν δε σαρκί οφθέντος Θεού και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος εικονίζω Θεού το ορώμενον. Ού προσκυνώ τη ύλη, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν, τον ύλην δι’ εμέ γενόμενον και εν ύλη κατοικήσαι καταδεξάμενον και δι’ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον, και σέβων ου παύσομαι την ύλην, δι’ ης η σωτηρία μου είργασται». Προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, ο Λόγος του Θεού την θέωσε χωρίς εκείνη να χάσει τα ιδιώματά της. Γι’ αυτό τον λόγο, ενώ εν τη δόξα Του είναι ακατάληπτη στις αισθήσεις μας, η ανθρώπινη φύση του Σωτήρος δύναται ωστόσο να αποτυπωθεί. η εικόνα του Χριστού - την πιστότητα της οποίας φυλάσσει η παράδοση της Εκκλησίας - καθίσταται κατά συνέπεια αληθής παρουσία του θεανθρώπινου προτύπου της, αγωγός χάριτος και αγιασμού σε όσους με πίστη της απονέμουν τιμητική προσκύνηση.

Η δεύτερη Σύνοδος της Νικαίας είναι η έβδομη και τελευταία Οικουμενική Σύνοδος που αναγνωρίζει η Ορθόδοξος Εκκλησία. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να συγκληθούν στο μέλλον άλλες οικουμενικές Σύνοδοι, άλλα ότι ως έβδομη η Σύνοδος της Νικαίας συμπληρώνει τον αριθμό που μέσα στην Αγία Γραφή αντιπροσωπεύει την τελειότητα και ολοκλήρωση (π.χ., Γεν. 2, 1-3). Σφραγίζει το πέρας της περιόδου των δογματικών συγκρούσεων, που επέτρεψαν στην Εκκλησία να διευκρινίσει με σαφείς και ακριβείς ορισμούς τα όρια της ορθοδόξου πίστεως. Εφεξής, κάθε αίρεση δύναται και θα δύναται να αναχθεί σε μία από τις πλάνες που αναθεμάτισε η Εκκλησία στις οικουμενικές συνόδους, από την πρώτη (325 μ.Χ.) έως την έβδομη (787 μ.Χ.) εν Νικαία Σύνοδο.


πολυτκιον

χος πλ. δ’.

περδεδοξασμνος ε Χριστ Θες μν, φωστρας π γς τος Πατρας μν θεμελισας, κα δι' ατν πρς τν ληθινν πστιν πντας μς δηγσας, πολυεσπλαγχνε δξα σοι.


http://www.saint.gr/

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ΛΟΥΚΑ (ΣΠΟΡΕΩΣ)


 

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Σούλου

«ο σπόρος εστίν ο λόγος του Θεού»

Η παραβολή του σπορέα, που ακούσαμε στην ευαγγελική περικοπή, είναι η πρώτη από μια κατηγορία παραβολών, που λέγονται παραβολές της βασιλείας, γιατί κεντρικό τους θέμα είναι η βασιλεία του Θεού. Με την σημερινή παραβολή, η Eκκλησία προβάλλει το έργο του σπορέα – Χριστού και ταυτόχρονα θυμίζει στον πιστό λαό της, την ανάγκη της καρποφορίας, που είναι το αποτέλεσμα του κηρυγματικού, του αγιαστικού και του ποιμαντικού της έργου, που δια της Θείας Χάριτος, επιτελούν οι Ποιμένες της και οι ενάρετοι και αφοσιωμένοι συνεργάτες αυτών, που από κοινού σπέρνουν, σαν καλοί γεωργοί τον λόγο του Θεού.
Ο λόγος του Θεού κοινωνείται, μεταλαμπαδεύεται, διδάσκεται ή παραβολικά σπέρνεται, από τους «γεωργούς» του Θεού με το Θείο Κήρυγμα, είτε γραπτώς, είτε προφορικώς. Ο λόγος του Θεού, δια του κηρύγματος,  απευθύνεται στον πιστό λαό του Θεού, στα μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, αναπτύσσοντας το θεματολόγιό του, από την Αγία Γραφή και από τα Πατερικά κείμενα με σκοπό να
κατηχήσει, να καθοδηγήσει και να διδάξει, τον ακροατή ή τον αναγνώστη.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, αναφερόμενος στο κήρυγμα ισχυρίζεται ότι  η διάθεση για ακρόαση του θείου λόγου είναι απόδειξη της υγείας της ψυχής και το παρομοιάζει με την όρεξη για τροφή του υγιούς σώματος. Ο πνευματικά υγιής άνθρωπος πεινάει και διψάει για λόγο Θεού. Έχει μια ακόρεστη διάθεση, για να ακούει τον λόγο του Θεού. Αντίθετα εκείνος που δυσανασχετεί, όταν φθάνει η ώρα του θείου κηρύγματος, δηλώνει ότι είναι πνευματικά ασθενής και έχει την ανάγκη της μεταμέλειας και θεραπείας, δια να μην εξελιχθεί η ασθένειά του, σε πνευματικό θάνατο.
Το θείο κήρυγμα εις την πνευματικότητα του Εκκλησιαστικού βίου, ήταν και παραμένει ένα από τα αποτελεσματικότερα μέσα της ποιμαντικής κατήχησης και καθοδήγησης του λαού του Θεού  και είναι άρρηκτα  συνδεδεμένο με την μυσταγωγικότητα των Ιερών ακολουθιών και ιδιαίτερα με το Ιερό Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, που επιφέρουν τη νήψη της ψυχής και της διάνοιας των  πνευματικά ολοκληρωμένων πιστών.
Το κήρυγμα αναφέρεται στα ποικίλα καθημερινά προβλήματα, που αντιμετωπίζει η κοινωνική ζωή των πιστών, σε όλους τους χώρους της ζωής και της δράσεώς τους, όπως η προσωπική, η οικογενειακή, η επαγγελματική, η κοινωνική κ.ά.  Όμως, ο κήρυκας του Θείου Λόγου επιβάλλεται να σταθμίσει τον λόγο του, ώστε να μη παρασύρεται σε ηθικισμούς και στείρους διδακτισμούς. Διότι, δεν πρέπει να του διαφεύγει, ότι ο λόγος του Ευαγγελίου, είναι από την φύση του θεολογικός, γιατί είναι έκφραση της εμπειρίας που αποκτούν τα μέλη της Εκκλησίας στη σχέση και στην κοινωνία τους με τον Θεό.
Σκοπός, λοιπόν, του κηρύγματος δεν είναι να επιλύσει τα επίγεια προβλήματα του κόσμου, αλλά να καθοδηγεί τους ανθρώπους της Εκκλησίας στην έξοδό τους, από τη φθορά και τη θνητότητα, που κραταιώνουν τα πάθη της καθημερινότητας. Έτσι, κινείται μέσα στην καθημερινότητα του κόσμου, αλλά δεν εγκλωβίζεται σ’ αυτήν, οδηγώντας το λαό του Θεού, στη Βασιλεία του Θεού.
Είναι γεγονός ότι υπάρχει στον κόσμο πολύς πόνος, σωματικός  και ψυχικός. Ο λαός του Θεού πονάει, εξόχως τούτη την δύσκολη χρονική περίοδο, που βιώνει πολιτικά και οικονομικά προβλήματα. Ο κήρυκας του Θείου Λόγου, επιβάλλεται να εκφέρει λόγο ελπίδας και παρηγοριάς. Να εκφράζει λόγο ενθαρρυντικό και  να ανακαινίζει τις ψυχικές πνευματικές δυνάμεις του λαού. Η απελπισία που υπάρχει στον κόσμο γίνεται καταστροφική, όταν δεν μπορεί να βρει κανείς νόημα στις θλίψεις και τις ταλαιπωρίες της ζωής.
 Γι’ αυτό είναι σημαντική η διδασκαλία της Εκκλησίας για τη δημιουργία του ανθρώπου, τη ζωή του στον Παράδεισο, την πτώση του, την αμαύρωση του «κατ’ εικόνα», την ανακαίνισή του από τον Χριστό, την ύπαρξη της Εκκλησίας, ως Σώματος Χριστού, τον τρόπο της ζωής που εμπνέει το Άγιο Πνεύμα, το οποίο δίνει αισιοδοξία και προοπτική στη ζωή και ανακουφίζει τον πόνο.
 Η παρηγοριά της Εκκλησίας είναι η θεολογία της, είναι ο λόγος που μιλά για το ότι ο «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» και ότι, «έτι αμαρτωλών όντων ημών, υπέρ ημών απέθανε», αφήνοντάς μας τον εαυτό του υπόδειγμα για να «επακολουθήσουμε τοις ίχνεσιν αυτού», ώστε να γίνουμε, «όμοιοι αυτώ», γιατί θα τον δούμε «καθώς εστί».
Ο δεινός ρήτορας της Εκκλησίας μας, ο ιερός Χρυσόστομος, λέγει ότι το κήρυγμα πρέπει να προσφέρει και να μεταποιεί με λεκτικά σχήματα στις καρδιές των ανθρώπων απτή τη σχέση και τη συνάφειά  τους με το πρόσωπο του Χριστού. Αυτό που συνιστά την Εκκλησία, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, είναι η σχέση και η συνάφεια με το πρόσωπο του Χριστού. Γι' αυτό ονομάζεται «εκκλησία» και όχι συνάθροιση ομοπίστων, όσοι συμμετέχουν στη σύναξη που γίνεται, αποκλειστικά, για την «κλάση του άρτου», δηλαδή, την Θεία Ευχαριστία.
Η Θεία Ευχαριστία είναι το μοναδικό γεγονός της πραγματικής προσωπικής αλληλοπεριχώρησης του ανθρώπου και του Θεού. Είναι η αληθινή μέθεξη του Χριστού στην προσωπική εκστατική επαναφορά του πλάσματός του. Όμως, έχουμε ξεχάσει την ουσιαστική λειτουργία μας, ως μέλη του Σώματος του Χριστού. Έχουμε αποσυνδεθεί από την ευχαριστιακή μας αναφορά και έχουμε επικεντρωθεί σε αλλότρια ενδιαφέροντα, με αποτέλεσμα  ο Λόγος της Εκκλησίας να  μεταποιείται σε «ξύλινο λόγο» της πολιτικής και της κοινωνιολογικής οριζόντιας και επίπεδης θεώρησης, ώστε «Τούτω τας εκκλησίας ανέτρεψεν, ότι και υμείς ου ζητείτε λόγον ακούσαι κατανυκτικόν», διακηρύσσει ο ιερός Χρυσόστομος.
Συνεπώς θα λέγαμε ότι ο λόγος του κηρύγματος, ως λόγος του Θεού σημαίνει,  ότι «εμεγάλυνας τον λόγον σου υπέρ παν το όνομα σου». Δηλαδή, ο Θεός έχει μεγαλύνει τον Λόγο Του ακόμα και πάνω από το ίδιο Του το όνομα. Γενικότερα, ο Λόγος του Θεού είναι για όλους μας αλήθεια, είναι τροφή για την ζωή μας και πηγή ευφροσύνης. Ο λόγος του Θεού οδηγεί και καθοδηγεί, προφυλάσσει και διαφυλάσσει, ενισχύει και ενδυναμώνει, παρηγορεί και διδάσκει.
Το κήρυγμα, είναι η ουσιαστικότερη διακονία και πράξη των Μαθητών και Αποστόλων, καθώς επίσης και των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Το κήρυγμα το αποκαλεί ο Χριστός, έργο του Πατρός και το ονομάζει Θείο σπόρο, «έστι δε αύτη παραβολή· ο σπόρος εστίν ο λόγος του Θεού», (Λουκ.8,11) συμπληρώνοντας ότι γι’ αυτόν τον σκοπό ήλθε, για να σπείρει τον λόγο. «Εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού» (Λουκ.8,5). Αλλά και ο Απ. Παύλος λέγει ότι τα έργο του κηρύγματος είναι ανώτερο από όλα τα άλλα έργα και διακηρύσσει ότι «μου επιβάλλεται ως ανάγκη» και «ουαί δε μοι έστιν, εάν μη ευαγγελίζωμαι», «αλλοίμονο, αν δεν ευαγγελίζομαι», λέγει χαρακτηριστικά στην επιστολή του Α΄ Κορ. 9,16.
Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας έχουσα επίγνωση του κινδύνου διολίσθησης στην νοησιαρχία, δεν εκφέρεται φιλοσοφικά. Όμως κομίζει μια οντολογική οπτική, με συγκεκριμένη πρόταση νοήματος της ύπαρξης και των υπαρκτών. Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας παραπέμπει στην αιτιώδη αρχή του υπαρκτού, ως προσωπική εμπειρία, που παραπέμπει στην εμπειρία της παρουσίας του συγκεκριμένου ιστορικού προσώπου του Ιησού του από Ναζαρέτ και πραγματώνει την ενανθρώπησή Του, χωρίς τροπή ή αλλοίωση του Είναι Του, που έχει ως αιτιώδη αρχή του  την αγάπη, η οποία δεν είναι ιδίωμα κάποιας συμπεριφοράς, αλλά οντολογικός τρόπος υπάρξεως. Ο τρόπος αυτός είναι ηθελημένος και όχι αναγκαστικός και εκφράζεται μέσα από τα «ομοούσια» πρόσωπα του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που ανάγουν την ύπαρξή τους, όχι ως ατομικότητα, αλλά ως σχέση αλληλοπεριχωριτική και  δηλώνουν το «αιτιατό αίτιο» του υπάρχειν της κοινωνίας μεταξύ των.
Η διδαχή του λόγου του Θεού αληθεύει μόνον όταν κοινωνείται, μέσω των σημαινόντων αυτών «ομοούσιων» προσώπων και η αλήθεια της γνώσης συνάγεται από την αλήθεια της οντολογικής ύπαρξης Αυτών, που καλείται ο κήρυκας του Ευαγγελίου, να σπείρει στην «καλή γη».

Συνεπώς  το κήρυγμα είναι αυτό που προετοιμάζει τον κόσμο, δια να συναντηθεί και να συμβιώσει με τον Τρισυπόστατο Θεό. Το κήρυγμα είναι αυτό που βοηθά τον άνθρωπο, σε συνδυασμό με τη συμμετοχή του στη Θ. Ευχαριστία, να επιθυμήσει και να βιώσει την αγιότητα και την καθαρότητα της καρδιάς, για να μπορεί να ζει με την αδιάλειπτη μνήμη του Τριαδικού Θεού. Ας αντιληφθούμε, λοιπόν, ότι το κήρυγμα είναι έργο της Εκκλησίας και των Ποιμένων της και ας αποφεύγουν μερικοί, να επικρίνουν το έργο των «γεωργών του Θεού» και να γίνουν και αυτοί «η καλή γη, οίτινες εν καρδία καλή και αγαθή ακούσαντες τον λόγον κατέχουσι και καρποφορούσιν εν υπομονή». ΑΜΗΝ!