Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

"Με το φρόνημα της τυφλότητας" - Κυριακή του Τυφλού

"Με το φρόνημα της τυφλότητας" - 

Βασίλειος Αργυριάδης 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΕΝ  ΠΛΩ




«Φῶς εἰμι τοῦ κόσμου», ακούσαμε σήμερα τον Χριστό να λέει στους μαθητές Του. Κι η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι αφιερωμένη σ’ αυτό ακριβώς, στο φως του κόσμου που είναι ο Χριστός και που χαρίζει ο Χριστός. Γι’ αυτό και Τον βλέπουμε σήμερα να δίνει σε έναν εκ γενετής τυφλό τόσο το σωματικό όσο και το ψυχικό φως. Κι επειδή ακριβώς πρόκειται για μια συνολική, ψυχοσωματική παρέμβαση του Κυρίου, η περικοπή μάς μιλά κατ’ ουσίαν για τη δημιουργία και την ανακαίνιση του ανθρώπου από τον αναστημένο Χριστό.

«Φῶς εἰμι τοῦ κόσμου». Όπως στη διήγηση της Γενέσεως, μία από τις πρώτες εντολές του Θεού είναι να λάμψει το φως (Γεν. 1,3), έτσι και στη σημερινή περικοπή, μία από τις πρώτες κουβέντες του Κυρίου είναι για το φως. Κι όπως στη διήγηση της Γενέσεως ο Θεός παίρνει χώμα και δημιουργεί τον άνθρωπο (Γεν. 2,7), έτσι και στη σημερινή περικοπή, ο Ιησούς παίρνει χώμα από τη γη και θεραπεύει τον εκ γενετής τυφλό. Κι έτσι, ο ευαγγελιστής Ιωάννης, μ’ αυτό τον λεπτό συμβολισμό, θέλει να μας επισημάνει πως ο αναστημένος Χριστός είναι η συνέχεια και η ολοκλήρωση της δημιουργίας, είναι το τέλος και η θέωσή της. Δεν είναι απλά μια πηγή φωτός σαν τον ήλιο, αλλά ένα φως πάνω απ’ αυτόν, ένα φως άκτιστο που διεμβολίζει την κτιστότητα και γίνεται ζωή της, καταυγάζει τον άνθρωπο εσωτερικά και εξωτερικά και κρίνει τον κόσμο. Στο γεγονός του σημερινού θαύματος κρίνονται οι πάντες, μας λέει η περικοπή. Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι ο ευαγγελιστής Ιωάννης δημιουργεί μια τόσο εκτεταμένη διήγηση, προκειμένου να δείξει σε αλλεπάλληλες σκηνές πως απέναντι στο φως του κόσμου είναι όλοι υποχρεωμένοι αναπόδραστα να πάρουν θέση.

Οι πρώτοι που τοποθετούνται απέναντι στον θεραπευμένο άνθρωπο είναι οι «οἱ γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον», εκείνοι που καθημερινά τον έβλεπαν να ζητιανεύει κοντά τους («καθήμενος καὶ προσαιτῶν»). Αυτοί απορούν. Κάνουν ερωτήσεις — «είναι τάχα ο τυφλός που ξέραμε ή δεν είναι αυτός»; Ο ίδιος τους διαβεβαιώνει, αλλά μοιάζουν να μην πείθονται ολότελα. Η στάση τους είναι η στάση των φιλοπερίεργων ανθρώπων. Στέκονται, αναρωτιούνται, θαυμάζουν κάπως, συζητούν και ξανασυζητούν… Θυμίζουν τους ανθρώπους μπροστά στις κρεμασμένες εφημερίδες των περιπτέρων: διαβάζουν τίτλους, απορούν για το περιεχόμενο των αθέατων άρθρων, μονολογούν, πιάνουν κουβέντα μεταξύ τους, αλλά στο τέλος όλοι θα συνεχίσουν τον δρόμο τους. Κατ᾽ ουσίαν, αδιαφορούν. Ό,τι έγινε τούς ακούμπησε σ’ ένα επίπεδο επιφανειακό. Μέσα τους έμειναν ανέγγιχτοι. Μετά τις ερωτήσεις τους, τα ίχνη τους σβήνουν στην περικοπή.

Οι δεύτεροι που τοποθετούνται απέναντι στο γεγονός είναι οι Φαρισαίοι. Αυτοί δεν αδιαφορούν, αλλά οργίζονται. Στην αρχή προσπαθούν να αρνηθούν το θαύμα, μα όταν διαπιστώνουν πως δεν μπορούν —οι γονείς του θεραπευμένου δεν αφήνουν περιθώρια— στρέφονται ενάντια στον Χριστό: «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ». Δεν αρνούνται το θαύμα, αρνούνται το φως του κόσμου. Οι διατάξεις του Νόμου έχουν μεγαλύτερη σημασία γι’ αυτούς. Είναι οι εγγυητές του Νόμου, άρα κάθε υπέρβασή του είναι αμφισβήτηση της εξουσίας τους. Αν το φως του κόσμου είναι υπέρτερο από τον δικό τους Νόμο, τότε οι ίδιοι μένουν μετέωροι. Η άρνηση του Χριστού είναι γι’ αυτούς μονόδρομος. Θέλουν να διατηρήσουν τη θέση τους, την ισχύ και το κύρος τους.

Οι τρίτοι που τοποθετούνται απέναντι στο περιστατικό είναι οι γονείς του εκ γενετής τυφλού. Στη στάση αυτών δεν υπάρχει αδιαφορία ή άρνηση, υπάρχει φόβος — «ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους». Γνωρίζουν το θαύμα, το παιδί τους θεραπεύτηκε. Όμως δεν έχουν το κουράγιο να γίνουν μάρτυρες του φωτός. Αυτό που ήταν οι ίδιοι πριν δεν μπορούν να το αφήσουν για να συνταχθούν πλάι σε κάτι νέο.

Αυτές τις αντιδράσεις του κόσμου απέναντι στο φως, ο ευαγγελιστής μάς τις αφηγείται σαν αλλεπάλληλα κύματα. Και μέσα στα κύματα παλεύει ο θεραπευμένος πρώην τυφλός: στέκει μάρτυρας του θαύματος απέναντι στους αδιάφορους˙ υπερασπίζεται το φως απέναντι στους αρνητές˙ δεν υιοθετεί τη φοβική στάση των δικών του, αλλά αντιμετωπίζει με θάρρος το ενδεχόμενο αποπομπής του από τη Συναγωγή («ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται»). Παρόλα αυτά, δεν φαίνεται να έχει εξαρχής επίγνωση του Χριστού. Κάτι χτίζεται μέσα του προοδευτικά. Η πορεία του μοιάζει πως είναι μια πορεία σταδιακής προκοπής: αρχικά, ονομάζει τον Κύριο «ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς»˙ στη συνέχεια, διατείνεται «ὅτι Προφήτης ἐστίν»˙ στο τέλος, όταν τον ξανασυναντά ο Χριστός, αξιώνεται να Τον πιστέψει ως «Υἰὸν Θεοῦ».

Οι σύγχρονοι χριστιανοί, όλοι εμείς, αναρωτιόμαστε συνήθως σε ποια κατηγορία από τις παραπάνω ανήκουμε, ποια είναι η κατάστασή μας. Είμαστε αδιάφοροι; Μήπως αρνητές ή φοβικοί; Ή μήπως η ζωή μας είναι μια μαρτυρία για το φως του κόσμου; Το πιο πιθανό είναι πως είμαστε κάτι απ᾽ όλα αυτά. Κάποτε λιγότερο, κάποτε περισσότερο. Κάποιοι έτσι, άλλοι αλλιώς — οι ζωές των ανθρώπων δεν είναι μονοσήμαντες, η πνευματική κατάσταση καθενός περνά διακυμάνσεις και εναλλαγές. Όμως, όσο κι αν έχει σημασία για όλους μας μια τέτοια διερώτηση, ίσως αξίζει περισσότερο, το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα να γίνει αφορμή για να σκεφτούμε δύο πράγματα: πως το φως στον άνθρωπο το δίνει ο ίδιος ο αναστημένος Χριστός και πως απέναντί Του δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να στεκόμαστε με το φρόνημα της τυφλότητας. Απέναντι στο φως που είναι Εκείνος, εμείς είμαστε ένα τίποτα, κάτι πιο λίγο κι από το τίποτα, σαν τον τυφλό της περικοπής που του έλειπε ακόμα και το όργανο του οφθαλμού. Έχουμε αξιωθεί, έστω με το μυαλό μας, να γνωρίσουμε πως Εκείνος είναι το φως΄ κι έχουμε κληθεί να γίνουμε απεσταλμένοι Του, όπως κι ο τυφλός της σημερινής περικοπής («ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται, ἀπεσταλμένος»). Μα η ζωή μας είναι ακόμα εν πορεία. Άλλοτε πέφτουμε σε αδιαφορία, άλλοτε αρνούμαστε να σταθούμε μπροστά Του χωρίς το «κύρος» και τη «θέση» μας, χωρίς τις ψευτοάμυνες της «ισχύος» μας. Άλλοτε φοβόμαστε τι αλλαγή μπορεί να φέρει στη ζωή μας η ολόκαρδη αποδοχή Του. Αν κάτι πρέπει λοιπόν να μας βάλει να σκεφτούμε η σημερινή περικοπή είναι η αναγκαιότητα του φρονήματος της τυφλότητας: να στεκόμαστε μπροστά Του γυμνοί κι ανυπεράσπιστοι, με επίγνωση πως Εκείνος είναι τα πάντα, το φως μέσα κι έξω μας. Να στεκόμαστε σαν τυφλοί, «παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι» πιστεύοντες (Ρωμ. 4,18), μ’ αυτό που έρχεται αθέατο, ανοιχτοί στο απρόσμενο, χωρητικοί στην έκπληξη, εδραίοι στην υπομονή.

Είναι όμορφα όλα αυτά τα λόγια, θα πει κανείς, μας πώς γίνονται πράξη; Πώς παραιτείται κανείς από τον εαυτό του, για να αφεθεί στο φως του Χριστού, που είναι η νέα δημιουργία του κόσμου; Η απάντηση στο ερώτημα είναι όλο αυτό που παλεύει να είναι η ζωή του χριστιανού μέσα στην Εκκλησία. Αν παλεύουμε να βάλουμε τη ζωή μας σε μια τάξη, από τα πιο απλά και εύκολα (ας πούμε, την τροφή, μέσω της νηστείας), μέχρι τα πιο σύνθετα και δύσκολα (την τήρηση του νου μας από κάθε εφάμαρτο λογισμό), είναι γιατί η εμπειρία της Εκκλησίας διδάσκει πως έτσι μαθαίνουμε τον εαυτό μας να στέκει μπροστά Του γυμνός και παραδομένος. Αν παλεύουμε να κάνουμε κέντρο μας τις ανάγκες των διπλανών μας και να γινόμαστε βαστάζοι των δικών τους φορτωμάτων, είναι για να κρατάμε τη ζωή μας βυθισμένη στην εκούσια τυφλότητα μπροστά Του. Αν πασχίζουμε να περιστρέφουμε την καθημερινότητά μας γύρω από σταθερά σημεία προσευχής (πρωί και βράδυ), είναι για να κάνουμε τον εαυτό μας να νιώσει το δικό μας σκοτάδι και να ποθήσει το δικό Του φως.

Με το φρόνημα της τυφλότητας κάνουμε δοχή στο φως. Γι’ αυτό κι ένας άγιος της Εκκλησίας μας προσευχόταν «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος». Είχε φρόνημα τυφλότητας. Αλλά ήξερε πως τα δοχεία της τυφλότητας είναι που αξιώνονται το φως.

 

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

Τοῦ Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη


«Οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν.
Αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν καὶ οἴδαμεν
ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός» (Ἰωάν. δ´ 42)

Ὁ Κύριος στό σημερινό Εὐαγγέλιο συναντᾶται μέ μιά γυναίκα Σαμαρείτιδα, “παρά τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ”, καί παρ’ ὅλο πού πρόκειται ὄχι καί τόσο γιά μιά “ἠθική” περίπτωση – μέ πέντε ἄνδρες στό παρελθόν της καί μ᾽ ἕναν πού συζεῖ χωρίς νά εἶναι ὁ κανονικός της ἄνδρας – τῆς ἀποκαλύπτει βασικές ἀλήθειες περί τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ καί τοῦ τρόπου πού πρέπει κανείς νά Τόν λατρεύει καί νά Τόν προσκυνᾶ. Προφανῶς ἐκτιμώντας ὄχι βεβαίως τήν ἠθική της κατάσταση – ἐμμέσως ἀσκεῖ ἔλεγχο γι᾽ αὐτήν – ἀλλά τήν ἀναζήτησή της, ὅπως φανερώνεται ἀπό τά ἐρωτήματα πού τήν ἀπασχολοῦν καί πού τά θέτει ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, μόλις ἀντιλαμβάνεται ὅτι τῆς μιλᾶ ὡς προφήτης. Εἶναι τέτοιος μάλιστα ὁ συγκλονισμός της ἀπό αὐτά πού τῆς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος τόσο γιά τήν προσωπική της ζωή, ὅσο καί γιά τόν Θεό, καί μάλιστα ὅτι ὁ ῎Ιδιος εἶναι ὁ ἐρχόμενος Μεσσίας, ὥστε σπεύδει νά καταθέσει τή μαρτυρία της αὐτή καί στούς συμπατριῶτες της στή Σαμάρεια, οἱ ὁποῖοι θεωρώντας ἀξιόπιστο τόν λόγο της ἀνταποκρίνονται καί προσέρχονται στόν Ἰησοῦ. Κι ἐνῶ πρό καιροῦ εἶχαν ἀρνηθεῖ νά Τόν δεχθοῦν μαζί μέ τούς μαθητές Του στήν πόλη τους, τώρα καί Τόν πλησιάζουν καί Τόν ἀκοῦνε, ἀλλά καί Τόν παρακαλοῦν νά μείνει μαζί τους. Πρός τήν γυναίκα δέ πού αὐτή στήν οὐσία τούς κάλεσε, τήν μετέπειτα ἁγία μεγαλομάρτυρα Φωτεινή τήν ἰσαπόστολο, γύριζαν καί τῆς ἔλεγαν: “οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν, αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν καί οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός”.

. Κι αὐτή εἶναι ἡ συνήθης διαδικασία στό γεγονός τῆς πίστεως: κάποιος προσέρχεται στόν Χριστό, διότι ἕνας ἄλλος, γνωστός τίς περισσότερες φορές, καταθέτει μιά προσωπική μαρτυρία περί Αὐτοῦ. Ἐν προκειμένῳ ἡ “λαλιά” τῆς Σαμαρείτιδας ἀποτέλεσε τό ἔναυσμα γιά νά προκληθεῖ τό ἐνδιαφέρον τῶν συμπατριωτῶν της γιά τόν Ἰησοῦ ὡς Μεσσία. Παρομοίως κινήθηκαν καί οἱ πρῶτοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Μετά τήν δική τους κλήση ἀπό Ἐκεῖνον ἔνιωσαν τήν ἀνάγκη νά καλέσουν καί ἄλλους, σάν τόν ἀπόστολο “Ανδρέα πού ἔσπευσε στόν ἀδελφό του Σίμωνα, τόν μετέπειτα ἀπόστολο Πέτρο, σάν τόν Φίλιππο πού κάλεσε τόν ἀδελφικό του φίλο Ναθαναήλ. Στήν ἱστορία μάλιστα τῆς “Εκκλησίας διαπιστώνουμε ὅτι σ᾽ ἕνα μεγάλο ποσοστό ἡ πρώτη κλήση γιά τόν Χριστό σέ πολλές περιοχές ὀφείλετο σέ ἁπλούς πιστούς, πού ἔχοντας τήν ἐμπειρία τῆς συνάντησής τους μέ τόν Χριστό, θέλησαν νά μοιραστοῦν τή χάρη καί τή χαρά αὐτή. Δέν κινήθηκαν ὡς “ἐπαγγελματίες” ἱεραπόστολοι, ὡς “καπηλεύοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ” (Β´ Κορ. β´ 17) κατά τόν ἀπ. Παῦλο, ἀλλ᾽ ὡς ἄνθρωποι πού δέν μποροῦσαν νά συγκρατήσουν τή χαρά τους: ἕνα ξέσπασμα τοῦ πληρώματος τῆς καιομένης καρδίας τους νά μοιραστοῦν μέ τούς ἄλλους ὅ,τι βρῆκαν ὡς θησαυρό στή ζωή τους. “Ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περί τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς,… ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν”, ὅπως γράφει καί ὁ ἀπ. Ἰωάννης στήν Α´ Καθολική ἐπιστολή του (α´ 1-3).

. Στήν πραγματικότητα, ἡ κατάθεση τῆς μαρτυρίας κάποιου γιά τόν Χριστό, πού λειτουργεῖ καί ὡς κλήση τῶν ἀκουόντων, κατανοεῖται ὡς κλήση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανό Του τόν μάρτυρα αὐτόν. Ὅπως εἶπε ὁ Κύριος στούς μαθητές Του: “Καί ὑμεῖς μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ᾽ ἀρχῆς μετ᾽ ἐμοῦ ἐστε “ (Ἰωάν. ιε´ 27). Μέ ἄλλα λόγια ὁ κάθε πιστός στόν Χριστό, πού ἔχει γευτεῖ τή γλυκύτητα τῆς παρουσίας Του στήν ζωή του, γίνεται μέτοχος τῆς μαρτυρίας τοῦ Θεοῦ Πατέρα, πού ξεκινᾶ ἀπό τόν ῎Ιδιο τόν πρῶτο μάρτυρα “Εκείνου τόν Ἰησσοῦ Χριστό – “ἐγώ ἦλθον ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ” (Ἰωάν. ιη´ 37) – καί συνεχίζεται καί ἁπλώνεται μέσα πιά ἀπό τούς πιστεύοντες σ” Αὐτόν. “Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν” (Ἰωάν. ϛ´ 44). ῎Ετσι καί στήν περίπτωση τῆς Σαμαρείτιδας: γίνεται, ἐν ἀγνοίᾳ της στή φάση αὐτή, τό ὄργανο τοῦ Θεοῦ γιά νά καλέσει μέσα ἀπό τήν προσωπική της ἐμπειρία καί τούς ἄλλους Σαμαρεῖτες. Καί βεβαίως δέν σταμάτησε μόνον ἐκεῖ: μετά τήν πλήρη ἐνσωμάτωσή της στόν Χριστό διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, κινήθηκε ἱεραποστολικά μέσα στά ὅρια τῆς Σαμαρείας, ἀλλά καί ἀλλοῦ. Καί ἐπισφράγισε τήν ὅλη ἐν Χριστῷ πορεία της μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματός της, ἀφοῦ στόν διωγμό τοῦ Νέρωνα, λίγο μετά τό ἥμισυ τοῦ 1ου μ.Χ. αἰ., καί αὐτή ἀλλά καί σχεδόν ὅλοι οἱ συγγενεῖς της ἔδωσαν τή ζωή τους πρός χάρη τοῦ Ἰησσοῦ Χριστοῦ.

. Οἱ Σαμαρεῖτες λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθουμε, πίστεψαν σέ πρώτη φάση ἀπό τόν λόγο τῆς μετέπειτα ἁγίας Φωτεινῆς. Προχώρησαν ὅμως καί στήν δεύτερη φάση τῆς πίστεως, στήν προσωπική ἐμπειρία: “αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν καί οἴδαμεν”. Κι ἄν κανείς δέν φτάσει σ᾽ αὐτό τό δεύτερο βῆμα: ἡ πίστη ἐξ ἀκοῆς νά γίνει αὐτηκοΐα καί ἐμπειρία ζωῆς, δέν ὁλοκληρώνει ποτέ τή δυναμική πορεία τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Θά παραμένει πάντοτε σ᾽ ἐπίπεδο νηπιακό, πού σημαίνει ὅτι ἡ διψυχία καί ἡ ὀλιγοπιστία, μέ τά ἀποτελέσματα τῆς ἀκαταστασίας (Πρβλ. Ἰακ. α´ 8 ), θά ταλαιπωροῦν τήν ὅλη ζωή του, γιά νά φτάσει κατά πᾶσα πιθανότητα σέ πλήρη ἄρνηση αὐτῆς ἤ σέ μιά πίστη θρησκευτικοῦ τύπου, πού συνιστᾶ μιά ἐπιφανειακή ἰδεολογία καί πού βεβαίως δέν ἔχει τή δύναμη νά ἀλλοιώσει θετικά τή ζωή του. Κι αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί τό δράμα πολλῶν συγχρόνων Χριστιανῶν: παραμένουν μόνον σ᾽ ὅ,τι ἄκουσαν καί ἔμαθαν καί ἀποδέχτηκαν ἀπό τούς γονεῖς τους ἤ κάποιους ἄλλους ἀνθρώπους στά πρῶτα τους χρόνια καί δέν θέλησαν αὐτήν τήν πρώτη πίστη πού παρέλαβαν νά τήν κάνουν καί δική τους ἐμπειρία καί δικό τους βίωμα. ῎Ετσι παρέμειναν καί παραμένουν ἀκόμη Χριστιανοί κατ᾽ ὄνομα, ὁπότε ἰσχύει καί γι᾽ αὐτούς ὅ,τι ὀνόμασε ὁ ἁγιασμένος Γέροντας Παΐσιος “σύνδρομο τοῦ ἄδειου σακκιοῦ”. ῎Ανθρωποι δηλαδή πού ἐντάχθηκαν μέν στόν χριστιανισμό διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἀλλά πού δέν ἐνεργοποίησαν καθόλου τή χαρισματική αὐτή κατάσταση.

. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος βέβαια ἔχει ἀποκαλύψει τί γίνεται σ᾽ αὐτές τίς περιπτώσεις καί ἡ ἀποκάλυψή Του αὐτή ἠχεῖ πολύ φοβερά καί ζοφερά: πρόκειται γιά τούς “πιστούς” πού γίνονται μέν κλαδιά στό δένδρο Ἐκείνου, κλήματα στό ἀμπέλι Του, ἀλλά μή παραμένοντας ἑνωμένοι μαζί Του διά τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν καί τῆς συμμετοχῆς τους συνεπῶς στήν ἐν μετανοίᾳ Θεία Εὐχαριστία, ξηραίνονται καί ἀποκόπτονται καί εἰς πῦρ βάλλονται (Πρβλ. Ἰωάν. ιε´ 1ἑξ.). Στήν περίπτωση ἀπό τήν ἄλλη πού ἕνας πιστός ἀποκτήσει προσωπική σχέση μέ τόν Χριστό, γίνει αὐτήκοός Του καί νιώθει τήν παρουσία Του στή ζωή του, πού σημαίνει ὅτι ἔχει ὀρθά ἐκκλησιοποιηθεῖ, ζώντας ὡς μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τήν ἁγία Του “Εκκλησία, τότε θά διαπιστώνει διαρκῶς ὅτι ἡ ἔκπληξη ἀπό τήν ἀδιάκοπα παρεχόμενη χάρη τοῦ Θεοῦ σ” αὐτόν θά εἶναι μιά μόνιμη κατάσταση. Θά ὁδεύει πάντοτε “ἐκ πίστεως εἰς πίστιν καί ἀπό δόξης εἰς δόξαν”, δεδομένου ὅτι ἡ ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιά ἀτέλεστη πορεία, μιά συνεχής αὔξηση σ᾽ ἐπίπεδα θεώσεως, κάτι πού μᾶς φανερώνουν, συνεσκιασμένα καί ταπεινά, οἱ ἅγιοί μας.

. Εἶναι κρίμα πάντως νά εἶναι “στό χέρι μας” ἡ δύναμη καί ἡ χαρά τῆς προσωπικῆς πίστεως στόν Χριστό, αὐτῆς πού συνιστᾶ καί τή λύση ὅλων τῶν οὐσιωδῶν προβλημάτων τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, κι ἐμεῖς νά μένουμε στά “ξυλοκέρατα” τῶν πρώτων βημάτων τῆς πίστεως τῶν ἀρχαρίων.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΟΥΚ ΕΧΩ...

400 χρόνια προ Χριστού έζησε ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης. Τούτος χαρακτηρίστηκε σαν αναρχικός φιλόσοφος και χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του. Πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, τη λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί κανείς να την εξασφαλίσει. Τούτος λοιπόν μια μέρα, μέρα μεσημέρι πήρε ένα φανάρι αναμμένο και κυκλοφορούσε μέσα στο πλήθος φωνάζοντας «άνθρωπον ζητώ»• ψάχνω άνθρωπο, γυρεύω άνθρωπο.
400 χρόνια αργότερα στα χρόνια του Χριστού, όταν ο Θεάνθρωπος κυκλοφορούσε ανάμεσα μας η ίδια ακριβώς ιστορία. Και πάλι μέρα μεσημέρι και πάλι μέσα στο πλήθος.
Εκεί στην προβατική πύλη του τείχους της Ιερουσαλήμ όπου και η Βηθεσδά, η κολυμβήθρα του ελέους. Ο χώρος όλος πλημμυρισμένος από λογής – λογής αρρώστους. Όλοι αυτοί, τυφλοί, ανάπηροι, παράλυτοι, περίμεναν με αγωνία κι ελπίδα να κατέβει ο άγγελος, ο απεσταλμένος του Θεού, να ταράξει τα νερά της δεξαμενής. Και τότε όποιος προλάβαινε να πέσει μέσα στα νερά την ώρα εκείνη γινόταν αμέσως καλά, από οποιαδήποτε αρρώστια κι αν έπασχε. Απ’ όλους αυτούς τους βασανισμένους αρρώστους όμως ένας άνθρωπος ξεχώριζε. Τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια παράλυτος. Κι ήταν μόνος, κατάμονος. Δεν είχε κανένα να τον βοηθήσει. Αυτόν μόλις τον αντικρίζει ο Χριστός, τον πλησιάζει και του λέει «Θέλεις να γίνεις καλά»; Και η απάντηση : «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο να με βοηθήσει να πέσω πρώτος μέσα στα νερά όταν τα κινήσει ο άγγελος. Πάντοτε κάποιος άλλος προλαβαίνει να πέσει πρώτος».
Ετούτος ο παραλυτικὸς του σημερινού Ευαγγελίου, εκφράζει ένα βασικά παράπονο. Δεν έχει κάποιον δικό του άνθρωπο για να τον βάλει μέσα στα ταραγμένα νερά. Είναι μόνος και μέσα στην μοναξιά του, υπομένει για τριάντα οκτώ χρόνια την ασθένεια του, δυστυχισμένος και ξεχασμένος. Είναι μόνος ανάμεσα σε τόσο κόσμο. Άνθρωπο δεν έχει…
2000 χιλιάδες χρόνια μετά. Σήμερα… στην εποχή μας.
Η ίδια φωνή. Το ίδιο παράπονο. Η ίδια ικεσία.
«Άνθρωπον ουκ έχω…»
Η δραματική φωνή του ανθρώπου, σήμα κατατεθέν της εποχής μας. Φωνάζει βοή¬θεια, ο άνθρωπος και ο ήχος πέφτει στο κενό. Παρά την πρόοδο, παρά τις πολυσύχναστες πόλεις, παρά τις καταπληκτικές επιστημονικές προόδους, ο άνθρωπος μένει μόνος, μένει αβοήθητος. Ζει με τα τηλέφωνα στα χέρια του, βρίσκεται συνέχεια μέσα στο διαδίκτυο, ένα παγκόσμιο παράθυρο στο κόσμο, μια συνεχή και ασταμάτητη επικοινωνία και όμως είναι μόνος. Ο καθένας ζει μόνο για τον εαυτό του. Απομονωμένοι και διασπασμένοι από το σύνολο των ανθρώπων, ζούμε μέσα σε μια απέραντη εγωκεντρική μοναξιά. Συστεγαζόμαστε και συνεργαζόμαστε. Αγκαλιαζόμαστε και διασκεδάζουμε. Τρέχουμε μαζί στις γιορτές και στα πανηγύρια. Χορεύουμε και τραγουδάμε. Ζούμε και κινούμαστε πάντα στην πολυκοσμία. Τίποτε όμως το ουσιαστικό. Η ερημιά και η μοναξιά βασιλεύουν γύρω μας κι ας συνωστιζόμαστε στους δρόμους, στα μέσα συγκοινωνίας, ακόμα, ακόμα και μέσα στις εκκλησίες. Χιλιάδες και μυριάδες άνθρωποι δίπλα μας προσπερνούν βιαστικά χωρίς καμιά διάθεση επικοινωνίας, ούτε καν για ένα χαιρετισμό. Δίχως ένα βλέμμα, χωρίς ένα χαμόγελο. Όλα συμβατικά, επιφανειακά, χωρίς ειλικρίνεια, χωρίς αν¬θρωπιά.
Η μοναξιά λοιπόν και ο δικός μας καημός και σε μεγαλουπόλεις και σε χωριά. Έχει την αίσθηση κανείς, πως βυθίζεται ολομόναχος σε μια απύθμενη ανθρωποθάλασσα. Χιλιάδες άνθρωποι κυκλοφορούν γύρω μας, όμως δεν είναι παρά απρόσωπες μονάδες μιας ποσότητας. Είναι άνθρωποι χωρίς φυσιογνωμία, χωρίς χαμόγελο. Ζούμε, αλήθεια, τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο και όμως δεν έχουμε καμιά ψυχική επικοινωνία.
Ακόμη πρέπει να δούμε πως ζούμε στην εποχή που την χαρακτηρίζει ο άκρατος υλισμός, το χρήμα, η έλλειψη αγάπης για τον συνάνθρωπο, η εκμετάλλευση του αδυνάτου, η ύψιστη υποκρισία, σε μια εποχή όπου για κάθε μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα, εφευρίσκονται χονδροειδέστατα προσχήματα και παρουσιάζονται σαν μοναδικές εφικτές λύσεις. Η ανθρωπότητα έχει βυθιστεί σε έναν άνευ προηγουμένου μεσαίωνα που προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει διέξοδο.
Στον ίδιο τούτο κόσμο πόνος παντού και δυστυχία. Αρρώστιες, δυστυχήματα, απώλειες που τα αίτια τους μπορούν να αναχθούν είτε σε ανθρώπινες δραστηριότητες και εσκεμμένες παραλείψεις είτε σε φυσικούς παράγοντες. Μολυσμένες τροφές, μολυσμένο νερό, μολυσμένος αέρας, πόλεμοι, Τσερνόμπιλ, Φουκουσίμα, Κοσλοντούϊ, αεροπλάνα που πέφτουν, τρένα που εκτροχιάζονται, τροχαία δυστυχήματα, εργατικά ατυχήματα και πολλά άλλα «κατορθώματα» της ανθρώπινης τεχνολογίας, της απανθρωπιάς, της κακίας, της αδιαφορίας, της εγκληματικότητας.
Να προσθέσουμε και την ανασφαλή καθημερινότητά μας, σε κάθε τομέα και σε κάθε στιγμή με μια πολιτεία θεατή και ανίκανη για παρέμβαση. Όταν φοβόμαστε ακόμα και να χαιρετήσουμε το συνάνθρωπό μας ή να βγούμε έξω από το σπίτι μας, όταν αντικρίζουμε με αβεβαιότητα και φόβο το άμεσο μέλλον μας, όταν βάζουμε το χέρι στον τύπο των ήλων του ξεχαρβαλώματος του τόπου μας, της πατρίδας μας, του ξεπουλήματος των πάντων, ηθών, εθών, πίστεως γλώσσας, παιδείας, οικονομίας, όταν…όταν…όταν.
«…Σ' αυτή λοιπόν τη συγκεκριμένη ευαγγελική ιστο¬ρία, τι είναι αιώνιο και διαρκές; Στο κέντρο της βρί¬σκονται σαφώς τα λόγια του παραλύτου προς το Χριστό, "άνθρωπον ουκ έχω". Αυτή είναι στ' αλήθεια ή κραυγή του ανθρώπου πού φτάνει στο σημείο να γνωρίσει την τρομακτική δύναμη του ανθρώπινου εγωισμού και ναρκισσισμού. Ο καθένας για τον ε¬αυτό του. Ψάχνοντας για το νούμερο ένα. Όλοι αυ¬τοί, όλο αυτό το πλήθος των τυφλών, αρρώστων, παραλύτων, των "εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν", πού μ' άλλα λόγια περιμένουν για βοήθεια, φροντίδα, θεραπεία, παρηγοριά. Ό καθένας όμως περιμένει μόνος του. για τον εαυτό του. Και όταν τα νερά ταράσσονται, όλοι σπρώχνονται ξεχνώντας ό ένας τον άλλο... Από την άποψη του ευαγγελίου, αυτή ή "κολυμβήθρα" είναι φυσικά μια εικόνα του κόσμου, μια εικόνα της ανθρώπινης κοινωνίας, ένα σύμβολο της ίδιας της οργάνωσης της ανθρώπινης συνείδησης…
…Μας λένε πώς έτσι δουλεύει ο κόσμος, τι μπορείς να κάνεις; Αυτή όμως είναι πράγματι η έ¬σχατη, αντικειμενική και επιστημονική αλήθεια για το πρόσωπο και την ανθρώπινη ζωή; …
…Δεν αισθανόμαστε πλέον, έστω και ασυνείδητα, ασφυξία σ' έναν κόσμο πνιγμένο στο παμφάγο εγώ. Έχουμε τόσο συνηθίσει στο αίμα. στο μίσος, στη βία, και τουλάχιστον στην αδιαφορία…». (π. Αλέξανδρος Σμέμαν).
Αγαπητοί Χριστιανοί!
Πριν λίγες μέρες γίναμε μάρτυρες του τραγικού γεγονότος του πατέρα που σφαγιάστηκε τη στιγμή που έτρεχε για να μεταφέρει στο μαιευτήριο την ετοιμόγεννη σύζυγό του.
Δείγμα κι αυτό της εποχής μας. Δείγμα της εγκατάλειψής μας.
Και εμείς συνεχίζουμε να φωνάζουμε, να κραυγάζουμε «άνθρωπόν ουκ έχω». Λόγια που εκφράζουν το μέγεθος της τραγωδίας και μάλιστα μιας τραγωδίας κοινωνικής. Η δικαιολογημένη κραυγή μοναξιάς της δικής μας εποχής. Γιατί, αν μοναξιά είναι η αίσθηση της απουσίας των άλλων ανθρώπων, δυστυχώς, πολλές φορές μοναξιά είναι και η αίσθηση της παρουσίας πολλών, αλλά αδιάφορων ανθρώπων.
Αλλά. Σε όποια φάση μοναξιάς κι αν βρισκόμαστε ας μην ξεχνούμε ότι υπάρχει ο Θεός, ο οποίος με την παρουσία και την αγάπη Του σπάζει αυτή τη μοναξιά. Η διατάραξη της ισορροπίας Θεού - ανθρώπου δημιουργεί αφάνταστο πόνο και έχει αφετηρία τη διαταραχή – διακοπή των σχέσεων του ανθρώπου με το Θεό και κατάληξη τη διακοπή των σχέσεων με το συνάνθρωπο. Ο άνθρωπος τότε γίνεται ιδιαίτερα εγωιστής. Γίνεται θηρίο και καταλήγει στην αδιαφορία για τη δυστυχία και την τραγωδία του συνανθρώπου του. Προσπερνά αδιάφορα το συνάνθρωπο και τα προβλήματά του, ενώ κάποτε τον αντιμετωπίζει με τρόπο ειρωνικό, ακόμα και κυνικό!
Αδελφοί μου!
«Έχουμε και ζούμε μέσα σε μια φύση που ανασταίνεται πάγκαλη μέσα σε θείο κι άτρεμο φως, φύση που πλημμυρίζει τον εσωτερικό πλέον κόσμο του ανθρώπου από φως, που του μεταμορφώνει τα υλικά οράματα σε πνευματικά, που του εξάπτει τον ενθουσιασμό να ξαναπαλέψει με τον εαυτό του και τις εναντιότητες του βίου, που τον εμπνέει να νικήσει τον κόσμο αυτό και να τον μεταπλάσει, να τον σφραγίσει με το δικό του όραμα. Έχοντας αυτές τις καταβολές και τις δυνατότητες, γιορτάζει το Πάσχα το Έθνος μας, σαν ένα γεγονός ακένωτης ελπίδας : την νίκη του θανάτου και τον θρίαμβο της πνευματικής αιωνιότητας του ανθρώπου.
Αναμφισβήτητα, και σήμερα, στην πολυδύναμη κρίσι, το Πάσχα είναι, πρέπει να είναι το μοναδικό νεοελληνικό όραμα και βίωμα, κανόνας ζωής και δράσης, αφού σημαίνει ελευθερία, και αρμονία, αφού αποδίδει την αρετή απαραχάραχτη, αφού εκφράζει ο,τι πιο μύχιο, λυτρωτικό, αρρενωπό, καίριο έχει το Έθνος μας. Πάνω στις δυνατές καρδιές στέκεται ο Χριστός, στέκεται και πατεί η Ελευθερία». (Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ).

Γένοιτο!

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

Ακούγοντας τη διήγηση για τη σταύρωση και το θάνατο του Χριστού, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, με εντυπωσιάζει συνεχώς μια λεπτομέρεια της ιστορίας: η μέχρι τέλους αφοσίωση μιας χούφτας ανθρώπων, κυρίως γυναικών, για τις οποίες το ευαγγέλιο δεν λέει σχεδόν τίποτε άλλο.Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως οι μαθητές του Χριστού, όλοι τους, έφυγαν και τον άφησαν μόνο. Ο Πέτρος Τον αρνήθηκε τρεις φορές. Ο Ιούδας Τον πρόδωσε. Τα πλήθη ακολουθούσαν το Χριστό ενώ κήρυττε, και όλοι περίμεναν να πάρουν κάτι απ'; Αυτόν: προσδοκούσαν βοήθεια, θαύματα και θεραπείες, περίμεναν την απελευθέρωσή τους από τη μισητή Ρωμαϊκή κατοχή, περίμεναν απ'; Αυτόν να ασχοληθεί με τις επίγειες μέριμνές τους. [...]

Δεν είναι δε το οδυνηρότερο μέρος αυτών των τελευταίων ημερών η προδοσία των στενών φίλων και μαθητών, στους οποίους ο Χριστός είχε αληθινά και ολοκληρωτικά δοθεί; Στον κήπο της Γεσθημανή, ακόμη και οι τρεις στενότεροι μαθητές Του δεν άντεξαν, αλλά αποκοιμήθηκαν ενώ ο Χριστός βρισκόταν στην τελική αγωνία, με τον ιδρώτα Του «ωσεί θρόμβοι αίματος» και προετοιμαζόταν για ένα φοβερό θάνατο. Γνωρίζουμε πως ακόμη κι ο Πέτρος, που τόσο ηχηρά είχε υποσχεθεί να πεθάνει για το Χριστό, κλονίστηκε την τελευταία στιγμή και Τον αρνήθηκε, Τον απέρριψε και Τον πρόδωσε. Και «τότε», γράφει ο ευαγγελιστής, «οι μαθηταί πάντες αφέντες αυτόν έφυγον» (Ματθ. 26, 56).

Όχι όμως όλοι, όπως αποδείχθηκε. Ο Σταυρός έφερε την ώρα της απλής ανθρώπινης αφοσίωσης και αγάπης. Αυτοί που την ώρα της «επιτυχίας» φαίνονταν τόσο απόμακροι, που δεν τους βρίσκουμε σχεδόν ποτέ στις σελίδες των ευαγγελίων, στους οποίους ο Χριστός ποτέ δεν προανήγγειλε την ανάστασή Του, και για τους οποίους τα πάντα τέλειωσαν και χάθηκαν τη νύχτα του Σταυρού, αυτοί ήταν παρέμειναν στο Σταυρό με ακλόνητη ανθρώπινη αγάπη. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει, «εισήκεισαν δε παρά τω σταυρώ του Ιησού η μήτηρ αυτού και η αδελφή της μητρός αυτού, Μαρία η του Κλωπά και Μαρία η Μαγδαληνή» (Ιωάν. 19, 25). Αργότερα, μετά το θάνατο του Ιησού,

Οψίας δε γενομένης ήλθεν άνθρωπος πλούσιος από Αριμαθαίας, τούνομα Ιωσήφ, ος και αυτός εμαθήτευσε τω Ιησού, ούτος προσελθών τω Πιλάτω ηττήσατο το σώμα του Ιησού, τότε ο Πιλάτος εκέλευσεν αποδοθήναι το σώμα, και λαβών το σώμα ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά, και έθηκεν αυτό εν τω καινώ αυτού μνημείω ο ελατόμησεν εν τη πέτρα, και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου απήλθεν. (Ματθ. 27, 57- 60).

Μια μέρα αργότερα, μετά το Σάββατο, την αυγή της τρίτης ημέρας, οι ίδιες γυναίκες ήρθαν στον τάφο, όπου σύμφωνα με το έθιμο της εποχής θα άλειβαν το νεκρό με μύρα. Ακριβώς σ'; αυτές ο αναστημένος Χριστός εμφανίστηκε για πρώτη φορά. Ήταν οι πρώτες που άκουσαν απ'; αυτόν το «Χαίρετε», το οποίο πλέον έγινε για πάντα η ουσία της Χριστιανικής δύναμης. Ο Χριστός δεν είχε αποκαλύψει σ'; αυτές τις γυναίκες τα μυστήρια του μέλλοντος όπως τα είχε αποκαλύψει στους δώδεκα αποστόλους. Δε γνώριζαν ούτε το νόημα του θανάτου Του, ούτε το μυστήριο της προσεγγίζουσας νίκης Του με την ανάσταση. Γι'; αυτές ο θάνατος του δασκάλου και φίλου τους ήταν ένας απλός θάνατος, ένα τέλος, ακόμη χειρότερα, ήταν ένας τρομακτικός και επαίσχυντος θάνατος, ένα τρομερό και παράλογο τέλος. Στάθηκαν στο Σταυρό μόνο επειδή αγαπούσαν το Χριστό, και λόγω αυτής της αγάπης υπέφεραν μαζί Του. Δεν άφησαν το φτωχό, βασανισμένο σώμα Του, αλλά έκαναν όλα όσα η αγάπη κάνει πάντοτε κατά τον τελικό χωρισμό. [...]

Αυτό είναι το νόημα της Κυριακής των Μυροφόρων. Μάς υπενθυμίζει πως η αγάπη και η αφοσίωση λίγων ατόμων έλαμψε φωτεινά στο μέσο του απελπιστικού σκοταδιού. Μάς καλεί να εξασφαλίσουμε πώς σ'; αυτόν τον κόσμο η αγάπη και η αφοσίωση δε θα εξαφανισθούν, ούτε θα πεθάνουν. Κρίνει την έλλειψη θάρρους, το φόβο μας, τον ατέλειωτο και δουλοπρεπή ορθολογισμό μας. Οι μυστηριώδεις Ιωσήφ και Νικόδημος, και αυτές οι γυναίκες που πάνε στον τάφο την αυγή, καταλαμβάνουν τόσο λίγο χώρο στα ευαγγέλια. Ακριβώς εδώ όμως είναι που αποφασίζεται η αιώνια μοίρα του καθενός μας.

Νομίζω πως σήμερα έχουμε ιδιαίτερη ανάγκη να ξαναβρούμε αυτή την αγάπη και τη βασική ανθρώπινη αφοσίωση. Επειδή έχουμε εισέλθει σε μια εποχή όπου ακόμη κι αυτά δυσφημούνται από επιβλαβείς ιδέες σχετικά με το πρόσωπο και την ανθρώπινη ζωή, που επικρατούν τώρα σ'; αυτόν τον κόσμο. Για αιώνες ο κόσμος διέθετε ακόμη εκείνη την αδύνατη, αλλά τρεμάμενη και φεγγοβόλα φλόγα της αφοσίωσης, της αγάπης και της συμπόνιας που ήταν σιωπηλά παρούσα στα βάσανα του Ανθρώπου που είχε απορριφθεί από όλους. Πρέπει δε να πιαστούμε, σαν από τελευταία κλωστή, από το καθετί που στον κόσμο μας διαθέτει ακόμη αυτό το ζεστό φως της απλής, γήινης, ανθρώπινης αγάπης. Η αγάπη δεν εξετάζει θεωρίες και ιδεολογίες, αλλά μιλά στην καρδιά και στην ψυχή. Η ανθρώπινη ιστορία πέρασε με βοή, βασίλεια υψώθηκαν και έπεσαν, πολιτισμοί φτιάχθηκαν και αιματηροί πόλεμοι έγιναν, αλλά αυτό που έμεινε αμετάβλητο πάνω στη γη και σ'; αυτή την ταραγμένη και τραγική ιστορία είναι η φωτεινή εικόνα της γυναίκας. Μια εικόνα φροντίδας, αυτοπροσφοράς, αγάπης και συμπόνιας. Δίχως αυτή την παρουσία, χωρίς αυτό το φως, ο κόσμος μας, ανεξάρτητα από τις επιτυχίες και τα κατορθώματά του, θα ήταν ένας κόσμος τρόμου. Μπορεί να ειπωθεί χωρίς υπερβολή πως η ανθρωπιά του ανθρωπίνου γένους διασώζεται και συντηρείται από τη γυναίκα, συντηρείται όχι με λόγια και ιδέες, αλλά με τη σιωπηλή παρουσία της που φροντίζει και αγαπά, και αν συνεχίζεται ακόμη η μυστηριώδης γιορτή της ζωής, παρά το κακό που επικρατεί στον κόσμο, αν ακόμη αυτή η γιορτή εορτάζεται σε κάποιο πάμφτωχο δωμάτιο, σ'; ένα γυμνό τραπέζι, τόσο χαρούμενα όσο και σ'; ένα παλάτι, τότε η χαρά και το φως αυτής της γιορτής ανήκει σ'; αυτή, στη γυναίκα, στην αγάπη και την αφοσίωσή της που ποτέ δε σβήνει. «Και υστερήσαντος οίνου...» (Ιωάν. 2, 3), αλλά όσο είναι αυτή εδώ, - η μητέρα, η σύζυγος, η νύφη -; υπάρχει αρκετό κρασί, αρκετή αγάπη, αρκετό φως για τον καθένα...

Από το βιβλίο  «Εορτολόγιο-  Ετήσιος Εκκλησιαστικός Κύκλος»  Αλέξανδρος Σμέμαν  Εκδ. Ακρίτας

Παρασκευή 25 Απριλίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

Η ΨΗΛΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑhttp://alopsis.gr/

Αυτή την Κυριακή, που είναι δεύτερη από το Πάσχα, εορτάζουμε τα εγκαίνια της Αναστάσεως του Χριστού και την ψηλάφηση του αποστόλου Θωμά.
Τα εγκαίνια, δηλαδή η υπενθύμιση σπουδαίων γεγονότων, ήταν αρχαία συνήθεια· κάθε χρόνο, όταν ερχόταν η μέρα κατά την οποία έγινε κάτι σπουδαίο, έκαναν την ετήσια μνήμη του, για να μη λησμονιούνται τα μεγάλα έργα.
Γι’ αυτό οι Εβραίοι πρώτα στα Γάλγαλα έκαναν το Πάσχα εγκαινίζοντας –δηλαδή ανακαλώντας στη μνήμη τους– τη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας· γι’ αυτό εγκαινίζεται από αυτούς και η σκηνή του Μαρτυρίου και η βασιλεία του Δαβίδ και όλα τα άλλα, για να μην τα αναφέρω ένα ένα.
Επειδή λοιπόν απ’ όλα τα γεγονότα το ασύγκριτα μέγιστο έργο που ξεπερνά κάθε έννοια είναι η Ανάσταση του Κυρίου, γι’ αυτό, όχι μόνο κάθε χρόνο την εορτάζουμε και την εγκαινίζουμε, αλλά πάντοτε και κάθε οκτώ μέρες.
Ο πρώτος λοιπόν εγκαινισμός της Ανάστασης είναι η παρούσα Κυριακή, η οποία μπορεί να λέγεται και όγδοη και πρώτη. Όγδοη μετρώντας από το Πάσχα και πρώτη ως αρχή όλων των άλλων. Και πάλι όγδοη, γιατί λαμβάνεται ως εικόνα της ατελεύτητης εκείνης ημέρας του μέλλοντα αιώνα, η οποία βέβαια θα είναι και πρώτη και μία, αφού νύχτα δεν θα τη διακόπτει.
Αυτά σχετικά με τα εγκαίνια.
Τα του Θωμά τώρα έγιναν ως εξής. Όταν ο Χριστός, το απόγευμα της ημέρας που αναστήθηκε, εμφανίστηκε στους Μαθητές, έλειπε ο Θωμάς. Όταν ήρθε και έμαθε την παρουσία του Χριστού, δεν πίστευε όχι μόνο ότι οι Μαθητές τον είδαν αναστημένο, αλλά ούτε ότι αναστήθηκε, αν και ο ίδιος ήταν ένας από τους δώδεκα.
Γι’ αυτό ο φιλάνθρωπος Κύριος, φροντίζοντας για τη σωτηρία του ενός και ταυτόχρονα κάνοντας θεία οικονομία, για να πιστοποιήσει περισσότερο την ανάστασή Του στους μεταγενέστερους, ήρθε πάλι ύστερα από οκτώ μέρες, με τις θύρες κλειστές κι ενώ ήταν παρών και ο Θωμάς, και αφού έδωσε τον συνήθη χαιρετισμό της ειρήνης, απευθύνθηκε στον Θωμά και είπε: «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου, φέρε και το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου, και μη γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός. Επειδή δηλαδή δεν σου αρκούσε η όραση για να πεισθείς, αλλά ανέφερες και την αφή, βάλε το χέρι σου στην πλευρά μου»· πράγμα που φανερώνει ότι η πληγή της πλευράς ήταν μεγάλη, έτσι που χωρούσε το χέρι του.
Και κάνοντας αυτό ο Θωμάς και πιστεύοντας με την αφή –διότι του επιτράπηκε να δει και να κάνει αυτά στο άφθαρτο και απόλυτα θεωμένο σώμα, για να βεβαιωθεί– φώναξε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου»· το πρώτο για τη σάρκα, το άλλο για τη θεότητα.
Του λέει τότε ο Χριστός: «Πίστεψες επειδή με είδες· μακάριοι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει!»
Ο Θωμάς τώρα λέγεται Δίδυμος είτε γιατί γεννήθηκε μαζί με κάποιον άλλο είτε γιατί είχε κολλημένα τα δύο του δάκτυλα είτε γιατί απίστησε στην Ανάσταση. Άλλοι όμως λένε, και αυτό είναι το πιο σωστό, ότι το όνομα Θωμάς ερμηνεύεται Δίδυμος.
Αυτή λοιπόν ήταν η δεύτερη φανέρωση του Χριστού.
Η τρίτη ήταν στη θάλασσα της Τιβεριάδας. Έπειτα εμφανίστηκε στους Εμμαούς. Την πέμπτη φορά στη Γαλιλαία. Και όπως λένε, μέχρι την ανάληψη Του εμφανίστηκε ένδεκα φορές, και πολλά και υπερφυσικά θαύματα έκανε ενώπιον των μαθητών μετά την Ανάσταση, τα οποία δεν τα φανέρωνε στους πολλούς.
Αυτά οι ευαγγελιστές τα άφησαν και δεν τα έγραψαν, διότι δεν μπορούσαν να τα ακούσουν οι πολλοί που ζουν στον κόσμο, επειδή ήταν πολύ υψηλά και υπερφυσικά.
Με τις πρεσβείες του αποστόλου Θωμά, Χριστέ, Θεέ μας, ελέησέ μας. Αμήν.

(Διασκευή για την Κ.Ο. του κειμένου του Πεντηκοσταρίου)

Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΠΑΣΧΑ 2025

           ΙΕΡΑ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ  ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ 

Ἀριθμ.Πρωτ. 276            Μυτιλήνη  15- 4 -2025 

 

     Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ 

              ἐπί τῶ Ἁγίῳ Πάσχα 

 

      Ι  Α  Κ  Ω  Β  Ο  Σ 

Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης τῆς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως 

         Μυτιλήνης, Ἐρεσσοῦ καί Πλωμαρίου 

 

Πρός 

τόν Ἱερόν Κλῆρον 

τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες καί  

τόν εὐλογημένον λαόν τῆς Ἐπαρχίας μας 

 

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα, 

 

Ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας κατακλύζει καί πάλι τόν ἐσωτερικό μας κόσμο. διαβεβαίωση τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτιἐπί τοῦ ΄΄ Σταυροῦ κρεμάμενος ΄΄ ( Ἀντίφωνον Μ. Πέμπτης  ),    Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος ΄΄ κατῆλθε ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς καί συνέτριψε μοχλούς αἰωνίους ΄΄ ( Ἀναστάσιμη Ὠδή ΣΤ’ νικῶντας τό κράτος  τοῦ θανάτου, τοῦ κακοῦ  καί  τῆς ἁμαρτίας , μᾶς χαρίζει ἀνείπωτη  εὐφροσύνη καί εὐγνωμοσύνη.χαρμόσυνη πληροφορία τοῦ ἀγγέλου στίς Μυροφόρες γυναῖκες ὅτι ΄΄ Οὐκ ἔστιν ὧδε , ἠγέρθη γάρ, καθώς εἶπε. Δεῦτε ἴδετε τόν τόπον ὅπου ἔθηκαν αὐτόν ΄΄ ( Ματθ. 28, 6 ) πλημμυρίζει τίς ὑπάρξεις μας ἀπό ἐλπίδα βέβαιη καί ἰσχυρή , βασιζόμενη στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως . Τά λόγια  τοῦ  Ἀναστάντος  Χριστοῦ μας  ὅτι  θά ΄΄ εἶναι μαζί μας μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ΄΄  ( Ματθ. 28, 20 ) διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος  , λειτουργοῦν  γιά  τή ζωή  μας  ὡς  ΄΄  ἄγκυρα ἐλπίδος ΄΄ ( Ἀναστάσιμη  Ὠδή Θ’ ), γιατί  ὑπόσχονται  ἀληθινή  παρηγοριά  καί  θεμέλιο  ἀσάλευτο ὅπως  εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μας. 

ἀγωνιζόμενος πιστός ὁδοιπορεῖ σ’ αὐτόν τόν κόσμο ἔχοντας τήν ἐλπίδα του  ὄχι στά κτιστά πράγματα ἀλλά στό γεγογός τῆς συνδέσεώς του μέ τό Χριστό Ὁποῖος , ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας ὅλες αὐτές τίς εὐφρόσυνες ἡμέρες τοῦ ἱεροῦ Πεντηκοσταρίου                    ΄΄ ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας ΄΄ ( Τροπάριο Ἀναστάσιμο )  

Γιατί  ἡ τελική ἀναφορά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ  Θεός . Δέν εἶναι  οὔτε  οἱ  ἰδέες  καί  οἱ θεωρίες,  πού γρήγορα ἀνατρέπονται καί γεννιοῦνται  ἄλλες  , οὔτε  τά χρήματα καί οἱ περιουσίες οὔτε τά ὑψηλά ἐπιτεύγματα τῆς τεχνολογίας καί τῆς ἐπιστήμης , τά ὁποῖα ὅσο σπουδαῖα καί ἄν εἶναι , δέν μποροῦν νά ἀπαντήσουν στά ὑπαρξιακά προβλήματα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου , οὔτε οἱ θέσεις καί τά ἀξιώματα  καί  φυσικά  δέν εἶναι ἐγωπαθής ἑαυτός του.  

Ἔχεις  τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ τά ἔχεις ὅλα καί εἶσαι  ὁ πλουσιότερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Δέν ἔχεις ἐνεργοῦσα στή ζωή σου τή Χάρη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ εἶσαι ὁ πτωχότερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου ἔστω καί ἄν εἶσαι Κροῖσος. 

πνευματικός ἄνθρωπος  πορεύεται  σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες θεραπεύουν τήν καρδιά ἀπό τίς ἐμπαθεῖς καταστάσεις.  Γιατί  αὐτές  εἶναι   ΄΄ θεῖες  ἐνέργειες ΄΄ κατά  τόν  ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί χαρίζουν ἀληθινή ἐλπίδα.  Εἶναι ἐμπειρίες  πίστεως,  ἐμπειρίες  πού δέν περιορίζονται στά στενά  ὅρια  τῆς λογικῆς καί τῶν αἰσθήσεων . Μπορεῖ νά ἐνεργοῦνται στό χῶρο καί  μέσα  στό  χρόνο, ἀλλά  πηγάζουν  πό   τόν ΄΄ πλούσιο  καί εὐτυχῆ τάφο τοῦ  Κυρίου μας !  Διότι ἀφοῦ δέχθηκε μέσα του   ( ὁ τάφος ) τόν  Δημιουργό  τοῦ  παντός, σάν νά κοιμᾶται, ἀποδείχθηκε μέ τήν Ἀνάστασή Του θεῖο θησαυροφυλάκιο  γεμάτο  πό θησαυρούς  αἰωνίου  ζωῆς ΄΄ ( Κανόνας Μ. Παρασκευῆς,  Ὠδή  Ζ’  ). 

Γι’ αὐτό , ΄΄ Ἀναστάς  ἐκ τῶν νεκρῶν ΄΄ Χριστός εἶναιἐλπίς τῶν χριστιανῶν ( Α’ Τιμ. 1, 1 ) καί ἐκεῖνος πού ἀκουμπᾶ πάνω Του ξεκουράζεται  ἐσωτερικά  ἀπό  τούς  ποικιλόμορφους  πόνους καί τίς διάφορες  θλίψεις  τῆς παρούσης ζωῆς Δέν χάνει ποτέ τήν ἐλπίδα του,  γιατί  ἔχει μάθει νά ἀκούει μυστικά μέσα του τή φωνή Του, πού λέγει: ΄΄ Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμί μή φοβεῖσθε ΄΄ ( Ματθ. 14, 27 ). 

Μπορεῖ νά σηκώνει ἕνανκαί περισσότερους σταυρούς , μπορεῖ πολλές φορές τά προβλήματα καί οἱ ἀντιξοότητες νά μήν τελειώνουν, μπορεῖ ἡ ζωή του νά εἶναι τόσο δύσκολη καί         ἀκανθώδης, ἀλλά δέν χάνει τό θάρρος του. Δέν καταποντίζεται , ἔστω καί ἄν ταλαιπωρεῖται λίγο ἤ πολύ ἀπό τόν ψυχικό πόνο , γιατί ἔμαθε νά ρίχνει τήν ἄγκυρα τῆς ἐλπίδος ἔξω ἀπό τόν παρόντα κόσμο,  στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ , γνωρίζοντας  ὅτι χωρίς τή θέληση καί τήν παραχώρηση Του τίποτε δέν γίνεται. Τίποτε δέν μετακινεῖται καί τίποτε δέν ἀλλάζει. 

Ὁ πόλεμος τῶν λογισμῶν, ὁ ποικίλος φόβος , οἱ ἀνασφάλειες οἱ  ἀδικίες , οἱ ἀρρώστιες, πτωχεία , ἡ λύπη γιά τό ποικιλόμορφο κακό πού λαμβάνει χώρα δίπλα καί μακριά μας, θάνατος προσφιλῶν  προσώπων  καί    σκέψη  τοῦ δικοῦ του θανάτου  δέν εἶναι σέ θέση νά τόν ὁδηγήσουν σέ ἀπελπισία, πού εἶναι στόχος τοῦ διαβόλου, καί νά τόν νικήσουν, γιατί ἔχει σύμμαχο στή ζωή του Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος ΄΄ ἐπίκρανε καί ἐνέκρωσε τόν ἅδην ΄΄ ( Κατηχητικός Λόγος ἁγ. Ἰω. τοῦ Χρυσοστόμου ). 

Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ σύγχρονος  ἄνθρωπος, ἔχει ἀποσυνδέσει τόν ἑαυτό του ἀπό τή Ζωή πέραν τοῦ τάφου , γι’ αὐτό καί ἔχασε τήν σώζουσα ἐλπίδα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔχει περιορισθεῖ στήν αἰσθητή πραγματικότητα , μέ ἀποτέλεσμα νά χάσει τήν Ἀληθινή καί Αἰώνια πραγματικότητα, πού εἶναι ὁ Χριστός. Ἔχει ἀναγάγει σέ κριτήριο πάντων τή λογική μέ ἀποτέλεσμα νά πτωχεύσει πνευματικά, γιατί εἴτε συνειδητά εἴτε ἀσυνείδητα  ἀπορρίπτει τό ὑπέρλογο μυστήριο τῆς πίστεως, τό ὁποῖο ἀνακαινίζει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη , δίδοντας τή δυνατότητα τῆς πραγματικῆς ἐλπίδος. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος , ὁ ἁγιορείτης  ἔλεγε: ΄΄ μεγαλύτερη ἁμαρτία στίς μέρες  μας ἔγκειται στό ὅτι οἱ ἄνθρωποι βυθίστηκαν στήν ἀπόγνωση καί δέν πιστεύουν πιά στήν ἀνάσταση ΄΄. 

Ἡ γνήσια καί αὐθεντική ἐλπίδα εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πίστεως στόν Ἀναστάντα Χριστό. Μέ μία βασική, ὡστόσο προϋπόθεση: Νά κοπιάζουμε πνευματικά, πορευόμενοι μέ μετάνοια, ἀγάπη, ταπείνωση, ἐξομολόγηση καί Θεία Κοινωνία, μιμούμενοι τόν Κύριο μας ὅσο γίνεται ἀνθρωπίνως καί κάτω ἀπό τίς συνθῆκες πού ζεῖ ὁ καθένας  μας , σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή, πού λέγει :΄΄ Κάθε ἄνθρωπος πού ἔχει καί κρατᾶ στέρεη τήν ἐλπίδα στό Χριστό, καθαρίζει τόν ἑαυτό του ἀπό κάθε ἁμαρτία, ὅπως καί ἐκεῖνος εἶναι καθαρός καί ἅγιος. Μόνον οἱ ἁγνοί καί καθαροί θά ἀξιωθοῦν νά δοῦν τόν καθαρό καί ἅγιο ΄΄ ( Α’ Ἰω. 3, 3 ).   

Ἄς βαδίζουμε, λοιπόν, μέ αὐτόν τόν τρόπο , γιά νά εἶναι ἡ πορεία μας ἐλπιδοφόρα, νικηφόρα καί ἀναστάσιμη , ἔχοντας προοπτική  αἰωνιότητος. 

 

Μετά πολλῶν Πασχαλίων εὐχῶν 

           Εικόνα 1, Εικόνα