Σάββατο 22 Απριλίου 2017
Παρασκευή 21 Απριλίου 2017
Ομολογία Πίστεως
ΚΥΡΙΑΚΗ 23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 – ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
(Ιωάν. κ΄ 19-31) (Πραξ. ιβ’ 1-11)
Ομολογία Πίστεως
“ο Κύριός μου και ο Θεός μου”
Χριστός Ανέστη.
Κλεισμένοι στο υπερώο των Ιεροσολύμων ήταν οι δέκα μαθητές (απουσίαζε ο Θωμάς). Και αυτό γιατί τους διακατείχε μεγάλος φόβος μετά από τα όσα έζησαν κατά τη διάρκεια του Πάθους του Διδασκάλου τους. Κυρίως μετά το μεγάλο γεγονός της Αναστάσεως ο κίνδυνος καταδίωξής τους ήταν ιδιαίτερα έντονος. Έτσι εξηγείται γιατί το βράδυ της Αναστάσεως ήταν τρομοκρατημένοι και βρίσκονταν σε αμηχανία για το τί έπρεπε να πράξουν. Ξαφνικά όμως και χωρίς να ανοίξει η πόρτα του υπερώου εμφανίσθηκε ο Αναστάς Κύριος και είπε: “Ειρήνη υμίν”. Βέβαια δεν εμφανίσθηκε με το φθαρτό ανθρώπινο σώμα, αλλά με το νέο, το αφθαρτοποιημένο. Η εμφάνιση αυτή συνδέεται πιο πολύ με την ανάγκη να τους ενημερώσει και να τους διαβεβαιώσει ότι το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου, στο οποίο είχαν κληθεί να γίνουν συνεργοί, θα συνεχιζόταν. Για να τους στηρίξει στην πίστη και να μην τους αφήσει περιθώρια αμφιβολιών, τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά Του για να δουν τα σημάδια των πληγών Του που άφησε στο σώμα Του η Σταύρωση.
Παρών και ο Θωμάς
“Μεθ’ ημέρας οκτώ” στον ίδιο χώρο του υπερώου ο Αναστάς Κύριος πραγματοποιεί νέα εμφάνιση, παρόντος τώρα και του Θωμά. Όταν είχε έλθει του διηγήθηκαν οι άλλοι μαθητές τα όσα συνέβησαν. Εκείνος από υπερβολικό ζήλο για να συναντήσει τον Κύριο τους είπε: “Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν Αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείραν μου εις την πλευράν Αυτού, ου μή πιστεύσω”. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι ο μαθητής του Κυρίου δεν έσπευσε να ψηλαφίσει τις πληγές του Διδασκάλου του διότι η “απιστία” του, αν μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι, ήταν καλή σύμφωνα με τα όσα μας λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Ο εσωτερικός κόσμος του Θωμά δεν διέλαθε της προσοχής του Παντογνώστη Κυρίου. Φαινόταν καθαρά η καλή προαίρεσή του και ο μεγάλος σεβασμός που έτρεφε απέναντι στον Διδάσκαλό του. Έτσι ο Χριστός αφού του απηύθυνε τον ίδιο χαιρετισμό, είπε αμέσως στον Θωμά: “Φέρε τον δάκτυλό σου εδώ και βάλε το χέρι σου στην πλευράν μου και μήν μένεις άπιστος αλλά γίνε πιστός”.
Ο Κύριος του μίλησε τόσο απλά και ήρεμα που ο Θωμάς συγκλονίστηκε από τα βάθη της ψυχής του. Δονήθηκαν τόσο όμορφα οι χορδές της καρδιάς του που στην πιο αυθεντική έκφραση μουσικής μελωδίας, απέδωσαν τη σωτήρια ομολογία: “Ο Κύριός μου και ο Θεός μου”.
Η ομολογία αυτή του Θωμά που είναι ομολογία πίστεως στην Θεότητα του Κυρίου μας, μπορεί να αποδίδεται και από τις χορδές της δικής μας καρδιάς και να εκφράζεται σαν πράξη καθημερινής ζωής. Αυτό σημαίνει ότι η ομολογία του Θωμά μπορεί να αντανακλάται στην καθημερινή μας ζωή ως μια γεννήτρια πίστεως που να μας υποκινεί να επαναλαμβάνουμε κι εμείς με τον δικό μας τρόπο: “Ο Κύριός μου και ο Θεός μου”.
Αγαπητοί αδελφοί, η ομολογία αυτή δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο φραστικά αλλά θα πρέπει να λειτουργεί σαν οδοδείκτης στην πορεία του κάθε ορθόδοξου Χριστιανού που ακολουθεί για να ενωθεί με το Θεό. Η αναγνώριση της θεότητας του Αναστημένου Κυρίου πραγματοποιείται ιδιαίτερα μετά από την άξια συμμετοχή μας στο Ευχαριστιακό Δείπνο. το οποίο μας προσφέρει σε κάθε Θεία Λειτουργία ως ευκαιρία για να συνδεθεί το θνητό με το αθάνατο, το φθαρτό με το άφθαρτο. Γι αυτό και μετά τη μετάληψη της Θείας Κοινωνίας διακηρύσσουμε ότι “είδομεν το Φως το αληθινόν” που μπορεί να παραλληλισθεί με το “Ο Κύριός μου και ο Θεός μου”.
Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος
Δευτέρα 17 Απριλίου 2017
Κυριακή 16 Απριλίου 2017
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ επί τώ Αγίω Πάσχα
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
επί τώ Αγίω Πάσχα
ΙA Κ Ω Β ΟΣ
έλέω καί χάρτη Θεού
Επίσκοπος καί Μητροπολίτης τής Αγιωτάτης Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Έρεσσού καί Πλωμαρίου
|
τόν Ιερόν
Κλήρον,
τίς Μοναστικές
Αδελφότητες
καί τόν εύλογημένον λαόν τής Επαρχίας μας
Ή Πανσθενουργός Χάρις τού Αγίου
Τριαδικού Θεού μας Οδήγησε ξανά τά βήματά μας στη μεγάλη Δεσττοτική εορτή τής
Αναστάσεως τού Κυρίου μας. Ή Εκκλησία ώς φιλόστρογος μητέρα μας, πού
ένδιαφέρεταιγιά τήν πνευματική προκοπή καί πρόοδο των τέκνων της, δηλαδή γιά
όλους εμάς, προβάλλει καί πάλι τό κοσμοσωτήριο γεγονός τής " έκ νεκρών
έγέρσεως " τού Σωτήρος μας καί μάς καλει να
συμμετάσχουμε στην εορτή τού Πάσχα, πού είναι ή ” κλητή" καί ή "άγια
ημέρα ", ή "βασιλίς καί κυρία ", ή " εορτών
εορτή " και ή " πανήγυρις
των πανηγύρεων " ( Ωδή Η').
Τη νίκη τού Χριστού επάνω στό
βασίλειο καί τό κράτος τού θανάτου εορτάζουμε μέ τό γεγονός τής Λαμπροφόρου
Αναστάσεως Του. Ό διάβολος πού εκπροσωπεί τόν κόσμο τής φθοράς, κατατροπώθηκε
μέ τη Σταυρική θυσία τού Κυρίου μας, τήν κάθοδο Του στόν άδη καί τήν ένδοξη
Ανάσταση Του. Κανένας άνθρωπος όσο σπουδαίος καί ισχυρός καί άν ήταν, δεν θά
μπορούσε νά δώσει ποτέ καί καμμία λύση στό πρόβλημα τού θανάτου, παρά μόνον ό
Θεός ! Συντρίβοντας ό Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός μας τόν αρχέκακο όφι- τον
πρωταίτιο, έμπνευστή, δημιουργό τού κακού καί τής αμαρτίας καί υποκινητή των
παθών - έλυσε το πρόβλημα τού θανάτου, δίνοντας στόν άνθρωπο τή δυνατότητα
πλέον νά ζεί από τώρα αιωνίως. Νά προγεύεται στή δίνη τού " παρόντος
κόσμου τού άπατεεύνος " τά αγαθά τής Βασιλείας του Θεού. Νά χαίρεται
ουσιαστικά, νά ζεΐ ελεύθερος αληθινά, νά πορεύεται, νά δημιουργεί καί νά
κινείται όχι με γνώμονα
πλέον τη φιλαυτία του αλλά μέ
τό βλέμμα του στραμμένο συνεχώς και την πλήρη εμπιστοσύνη του σ' ένα πρόσωπο :
Στην υπόσταση τού Αναστάντος Σωτήρος Χριστού, συνειδητοποιώντας ότι ή "
άνάσταση ώς έσχατολογικό γεγονός πού φανερώνεται στήν ιστορία, εισάγει μιά νέα
προοπτική πού ύπερβάλλει την ιστορία καί πού οδηγεί τόν άνθρωπο στήν άληθινή
ζωή καί τήν πραγματική ελευθερία
Όπως ορθά έχει λεχθεί " ό άνθρωπος ύφίσταται τήν
άνάσταση, όπως ύφίσταται καί τή γέννησή του. Όπως δηλαδή δεν εκλέγει κανείς τή
γέννησή του άλλά μόνο τόν τρόπο ζωής μετά τή γέννηση του, έτσι δεν εκλέγει καί
τήν άνάσταση του αλλα μόνο τόν τρόπο τής αναστημένης ζωής του. Καί ή εκλογή τού
τροπου αυτού αποτελεί συνάρτηση τής τοποθετήσεώς του απέναντι στό Χριστό από
τήν παρούσα ζωή ’.
Γι' αυτό ή Εκκλησία μας, θέλοντας νά φανερώσει ότι τό
ιστορικό γεγονός τής Ανάστασης τού Κυρίου μας μόνο τότε προσεγγίζεται,
βιώνεται, οίκοποιεΐται καί συνδέεται μέ τή σωτηρία μας, όταν ή όλη πορεία μας
έχει άναστάσιμο τρόπο ζωής καί ήθος, όπως ακριβώς περιγράφεται άπό τόν ιερό
ύμνογράφο στούς στίχους πού άκολουθούν : " Ας πλησιάσουμε, κρατούντες στά
χέρια μας λαμπάδες ( ώς σύμβολα των αρετών μας ), τόν Χριστόν, ό Όποιος
εξέρχεται άπό τόν τάφο ( ωραίος καί λαμπρός) ώς Νυμφίος, καί μαζί μέ τά τάγματα
τών ουρανίων Αγγέλων, πού αγαπούν τις εορτές, άς εορτάσουμε τό Πάσχα τού Θεού,
τό οποίο έφερε τη σωτηρία μας )
(Ώδή Ε').
Σύμφωνα μέ τή βιβλική καί
πατερική μιας παράδοση ό δρόμος γιά τή θέωση καί τή σωτηρία μιας εμποδίζεται
άπό τά πάθη, τά οποία είναι άφύσικες καταστάσεις καί δημιουργηθηκαν μετά τήν
πτώση τών πρωτοπλάστων καί τήν αποξένωση τους από τό Θείο θέλημα. Όταν τά πάθη
γίνουν τρόπος ζωής καί δεύτερη φύση, τότε σίγουρα ό άνθρωπος δεν μπορεί νά δει
μέ τά μάτια τής ψυχής του τόν Αναστάντα Ιησού Χριστό, άλλά χρειάζεται νά
άνανήψει, νά μισήσει τήν παλαιό του εαυτό, νά έγκαταλείψει τόν κόσμο τών παθών
καί τής αμαρτίας, νά άποτινάξει τά έργα τού σκότους καί τής ανομίας, γιά νά
μπορέσει νά γίνει αληθινά συμμέτοχος στήν εορτή τής Αναστάσεως. Βαδίζοντας τόν
δύσβατο άλλά όχι ακατόρθωτο δρόμο τής τηρήσεως τών Θείων εντολών, δηλαδή τής
μετάνοιας πού είναιπάντοτε συνδεόεμένη μέ τήν ιερά εξομολόγηση καί τή Θεία
Κοινωνία, τόν Πασχάλιο Αμνό , θα εγκολπώνεται μέρα μέ τή μέρα όλο καί
περισσότερο τις αρετές, μέ κορυφαίες τήν αγάπη στό Θεό καί τόν πλησίον, ποί) θά
καταλήγουν στήν "ακρότητα τού ένθεου πάθους, πού είναι ή θέωση '' καί ό
αγιασμός του, ώς δώρα Θεού .
Γιατί ό ενάρετος βίος του σέ τελευταία άνάλυοη όσο καί άν
νομίζει και όσο και άν φαίνεται σάν προσωπικό του άθλημα , δεν είναι δικό του
κατόρθωμα, άν καί προϋποθέτει την δική του συγκατάβαση , άλλά έργο Θεού. Κατά
δέ τον άγ. Γρηγόριο τόν Παλαμά, κάθε αρετή "πηγάζει άϊδίως από το Θεό καί
παρέχεται άπό Εκείνον κατά χάρη στίς ψυχές των ανθρώπων
Αγαπητοί
μου αδελφοί,
Αντικρίζοντας τή σημερινή κατάσταση δεν είναι καί τόσο
δύσκολο νά διαπιστώσουμε ότι παράλληλα μέ τή συνεχιζόμενη οικονομική κρίση
διερχόμαστε κυρίως ήμερες πνευματικής αποσύνθεσης. Ή άμετονοησία καί ή
άνευθυνότητα βασιλεύουν. Ή παιδεία καί ή οικογένεια παραπαίουν. Ή διαφήμισή ιών
σαρκικών αμαρτημάτων καί των παρά φύση καταστάσεων προκαλούν καί σκανδαλίζουν.
Ή δέ προβολή ενός σύγχρονου Σοδομισμού - πού επιύητά τόσο πολύ νά επιβληθεί ώς
κάτι τό φυσικό - επαληθεύει εκείνο τό οποίο αναφέρει ό Μ. Αντώνιος : " ότι
θά βλέπουν αύτοί, πού είναι άφρονες, εκείνους πού σωφρονούν, καί θά τούς
θεωρούν σάν παράφρονες, μη μπορώντας νά διακρίνουν ότι στην πραγματικότητα
παράφρονες είναι οι ίδιοι Έναντι , λοιπόν , αύτών των θλιβερών δεδομένων , άς
ευχηθούμε τό ανέσπερο Φως πού εξήλθε άπό τόν Ζωοδότη Τάφο τού Κυρίου μας νά
φωτίζει τήν πορεία όλων μας , ώστε τό παραμορφωμένο απο την άμαρτια ήθος μας νά
γίνεται ενάρετο, λαμπρό καί Αναστάσιμο.
Χρίστος
Άνέστη !
Διάπυρος πρός τόν Άναστάντα Χριστόν ευχέτης όλων
σας
+ Ο Μυτιλήνης ΙΑΚΩΒΟΣ
Σάββατο 15 Απριλίου 2017
Δευτέρα 10 Απριλίου 2017
Γλωσσάριο 100 δύσκολων λέξεων της Μεγ. Εβδομάδας
Γλωσσάριο 100 δύσκολων λέξεων της Μεγ. Εβδομάδας
αἰδεσθεῖσα
μετοχή Αορίστου
του ρ. αἰδοῦμαι = αισχύνομαι, ντρέπομαι (< αἰδώς)
Ὢ! πῶς ἡ παράνομος
συναγωγή, τὸν Βασιλέα τῆς Κτίσεως κατεδίκασε θανάτῳ, μὴ αἰδεσθεῖσα τὰς εὐεργεσίας,
ἃς ἀναμιμνήσκων, προησφαλίζετο λέγων πρὸς αὐτούς· (Δοξαστικό Εσπερίων, Μ.
Παρασκευή, Εσπερινός)
αἰωνίζω
= είμαι ή γίνομαι
αιώνιος (< αιών)
Βασιλεύει, ἀλλ' οὐκ
αἰωνίζει, ᾍδης τοῦ γένους τῶν βροτῶν· (Κανόνας, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ἀκουτισθῶμεν
Υποτακτική (Παθ.)
Αορίστου του ρ. ἀκουτίζομαι = ακούω με προσοχή (< ακούω, ακοή)
Ἀκουτισθῶμεν, πάντες
οἱ πιστοί, συγκαλουμένης ὑψηλῷ κηρύγματι, (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ἄμφω
(δυϊκός αριθμός) =
και τα δύο
Σήμερον τὴν τῶν
χρημάτων ἀγχόνην, Ἰούδας ἑαυτῷ περιτίθησι, καὶ στερεῖται κατ' ἄμφω, ζωῆς προσκαίρου
καὶ θείας. (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
τῆς σαρκὸς ἡ ψυχή
σου, διῄῥηται σπαράττουσα ἄμφω γὰρ δεσμούς, τοῦ θανάτου καὶ ᾍδου (Κανόνας, Μ.
Σάββατο, Όρθρος)
ἀνάνηψον
Προστακτική
Αορίστου του ρ. ἀνανήφω = ανακτώ τη νηφαλιότητά μου• συνέρχομαι (πβ. νηφάλιος,
νῆψις)
ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα·
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς. (Τροπάριο
Νυμφίου, Μ. Δευτέρα, Όρθρος)
ἀναρτηθῆναι
Απαρέμφατο Παθητ.
Αορίστου του ρ. ἀναρτῶ (βλ.λ.)
καταδέχεται, ἀναρτηθῆναι
ἐν ξύλῳ, τοῦ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον. (Κάθισμα, Μ. Δευτέρα, Όρθρος)
ἀναρτῶ
= κρεμώ
(προσηλώνω)
Σήμερον σὲ θεωροῦσα,
ἡ ἄμεμπτος Παρθένος ἐν Σταυρῷ, Λόγε ἀναρτώμενον (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ.
Παρασκευή, Όρθρος)
ἀναφής
= αυτός που δεν
μπορεί κανείς να τον αγγίξει, ο μη απτός, άυλος· (< ἅπτω, ἁφή)
Ὁ ἀναφὴς κρατεῖται,
δεσμεῖται, ὁ λύων τὸν Ἀδὰμ τῆς κατάρας. (Και νύν Εσπερίων, Μ. Παρασκευή,
Εσπερινός)
ἀνάψας
Μετοχή Αορίστου
του ρ. ἀνάπτω = αναρτώ, κρεμώ (μεταγενέστερο το «ανάβω»)
ἀπογνώσει γὰρ σαυτόν,
ἑβρόχισας ἀνάψας προδότα. (Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ἀνεδήσω
Αόριστος του ρ. ἀναδέομαι
= φορώ ως διάδημα, στεφάνι (πβ. διάδημα)
Πρὸ τοῦ τιμίου σου
Σταυροῦ, στρατιωτῶν ἐμπαιζόντων σε Κύριε, αἱ νοεραὶ στρατιαὶ κατεπλήττοντο· ἀνεδήσω
γὰρ στέφανον ὕβρεως, ὁ τὴν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἄνθεσι, (Ιδιόμελο Ωρών, Μ.
Παρασκευή, Μ. Ώρες)
ἀνέθορε
Αόριστος β΄του ρ. ἀναθρώσκω
= ανυψώνομαι, ανεβαίνω
ὡς ἐκ θαλάμου, τοῦ
θηρὸς ἀνέθορε, προσεφώνει δὲ τῇ κουστωδίᾳ.(Κανόνας, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ἀνείδεος
= αυτός που δεν
έχει είδος, μορφή (< εἶδος)
Ὁ ὡραῖος κάλλει,
παρὰ πάντας βροτούς, ὡς ἀνείδεος νεκρὸς καταφαίνεται, ὁ τὴν φύσιν ὡραΐσας τοῦ
παντός. (Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
[ΣΗΜ. Ησ. 53,2: καὶ
εἴδοµεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδέ κάλλος]
ἀνεκφοίτητος
= αυτός που δεν
εξήλθε (από κάπου) (< ἐκφοιτῶ = εξέρχομαι, βλ. κ. φοιτήσαντος)
Κόλπων πατρικῶν, ἀνεκφοίτητος
μείνας οἰκτίρμον, καὶ βροτὸς γενέσθαι εὐδόκησας, καὶ εἰς ᾍδην καταβέβηκας Χριστέ.
(Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ἀντωσάμενος
Μετοχή Αορίστου
του ρ. ἀντωθοῦμαι = σπρώχνω προς τα πίσω• (κατ’ επέκτ.) απωθώ
οἰκειότητα Χριστοῦ,
Ἰούδας ἀντωσάμενος χρυσοῦ. (Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. Κατά μία
εκτίμηση ο υμνογράφος δεν έχει κατά νού το σπάνιο (ή και αδόκιμο) ρ. ἀντωθοῦμαι
«σπρώχνω πίσω», αλλά το ἀπωθοῦμαι τροποποιημένο σε ἀντωθοῦμαι, για να το
τονιστεί το (ευτελές) «αντίτιμο» αυτής της απωθήσεως.
ἀπαγορεύω
= (εδώ) αποκλείω
Ἀπαγορεύεις, Σίμων
Πέτρε, ὅπερ πείσῃ τάχος ὡς εἴρηται· (Κανόνας, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
ἀπαμφίασον
Προστατική
Αορίστου του ρ. ἀπαμφιέννυμι = αφαιρώ το ένδυμα, γδύνω (πβ. ἄμφιο, ἀμφίεση)
τὴν δυσείμονά μου
μορφήν, τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Τρίτη, Όρθρος)
ἀπαναινόμενος
Μετοχή του ρ. ἀπαναίνομαι
= αρνούμαι, απορρίπτω (< αἲνομαι «δέχομαι», πβ. αἶνος)
ἀπαναινόμενος Πέτρος
δὲ νίπτεσθαι, αὖθις τῷ θείῳ ὑπείκει προστάγματι, (Κάθισμα, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ἄπιτε
Προστακτική (γ’
πληθ.) του ρ. ἄπειμι = πηγαίνω, φεύγω
Ἄπιτε τοῖς Μαθηταῖς,
ὁ Λόγος ἔφη, (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ἀποῤῥυφθῆναι
Απαρέμφατο (Παθ.)
Αορίστου του ρ. ἀπορρύπτομαι = καθαρίζομαι, πλένομαι (< ῥύπος)
Ῥύπον τις μὴ ἔχων ἀπορρυφθῆναι
οὐ δεῖται πόδας· (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. (σε κάποιες
εκδόσεις εσφαλμένως γράφεται ἀπορριφθῆναι)
ἀποσμήχω
= καθαρίζω (συνήθ.
με σφουγγάρι) (< σμήχω, πβ. σμήγμα)
καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους
σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις,
(Δοξαστικό Αποστίχων, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ἄπωθεν
επίρρημα = μακριά
Ῥαθυμίαν, ἄπωθεν ἡμῶν,
βαλώμεθα, καὶ φαιδραῖς ταῖς λαμπάσι... (Κανόνας, Μ. Τρίτη, Όρθρος)
ἀπωθοῦμαι
= διώχνω μακριά,
απωθώ (βλ. παρακάτω ἀπωσάμενοι, ἀπώσατο, ἀπώσῃ, ἀπώσω)
ἀπωσάμενοι
Μετοχή Αορίστου
του ρ. ἀπωθοῦμαι (βλ.λ.)
Ῥύπον πάντα ἐμπαθῆ,
ἀπωσάμενοι, ἐπάξιον τῆς θείας Βασιλείας, γνώμην ἀναλάβετε ἔμφρονα, (Κανόνας, Μ.
Δευτέρα, Όρθρος)
ἀπώσατο
(Μέσος) Αόριστος
(γ΄ενικό) του ρ. ἀπωθοῦμαι (βλ.λ.)
μὴ συνδειπνήσας ἐκείνοις,
σὲ τῆς τραπέζης ἀπώσατο; (Κάθισμα, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
ἀπώσῃ
Υποτακτική
Αορίστου (β’ ενικό) του ρ. ἀπωθοῦμαι (βλ.λ.)
Μὴ ἀπώσῃ με, μηδὲ
βδελύξῃ Θεέ μου, ἀλλὰ δέξαι με, μετανοοῦσαν, καὶ σῶσον, ὡς μόνος φιλάνθρωπος.
(Κάθισμα, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ἀπώσω
(Μέσος) Αόριστος
(β΄ ενικό) του ρ. ἀπωθοῦμαι (βλ.λ.)
ἀλλὰ δέξαι με μετανοοῦσαν, ἣν οὐκ ἀπώσω ἁμαρτάνουσαν
Κύριε, διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος. (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ἀραβιανός
= όμοιο με των
Αράβων
Ἀραβιανόν, σκολιώτατον
γένος Ἑβραίων, ἔγνως τὴν ἀνέγερσιν τοῦ ναοῦ· διὰ τί κατέκρινας τὸν Χριστόν.
(Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ΣΗΜ. Η λέξη δεν
μαρτυρείται παρά μόνο ως κύριο όνομα (Αραβιανός). Φαίνεται να είναι ένας
σχηματισμός «επί τούτω», που αποδίδει στο γένος των Εβραίων αρνητικά
χαρακτηριστικά συνδέοντάς το με τους Άραβες.
ἀσέληνος
= αυτός που δεν φωτίζεται (από το φως της
σελήνης)• ο σκοτεινός (< σέλας)
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος,
ἔρως τῆς ἁμαρτίας. (Δοξαστικό Αποστίχων, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ἄσχετος
= που δεν
συνέχεται, συγκρατείται από κάπου (< σχεῖν, του ρ. ἔχω)
Σὲ τὸν ἐπὶ ὑδάτων,
κρεμάσαντα πᾶσαν τὴν γῆν ἀσχέτως (Κανόνας, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
Ἡ τὸ ἄσχετον κρατοῦσα,
καὶ ὑπερῷον ἐν αἰθέρι ὕδωρ (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
αὐτόφθονος
= που έχει μέσα
του τον φθόνο
Τοῖς ἔθνεσιν ἔκδοτον
τὴν ζωήν, σὺν τοῖς Γραμματεύσιν, ἀναιρεῖσθαι οἱ Ἱερεῖς, παρέσχον, πληγέντες, αὐτοφθόνῳ
κακίᾳ τὸν φύσει Ζωοδότην, ὃν μεγαλύνομεν. (Κανόνας, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
ΣΗΜ. Τύπος
σχηματισμένος μάλλον αναλογικά προς το αὐτόχθων, με τη σημασία «κακία εγχώρια»,
δηλ. που γεννιέται από τον ίδιο τους τον φθόνο. Δημιουργείται έτσι αντιδιαστολή
με το πληγέντες: δηλαδή «πληγώθηκαν από μόνοι τους».
δαιτυμών
= αυτός που
παρακάθεται σε γεύμα, ο ομοτράπεζος· (< αρχ. δαιτύς «γεύμα», πβ. πανδαισία)
δαιτυμόνα[/u]
φαιδρὸν ἀνάδειξον, τῆς Βασιλείας σου ὡς εὔσπλαγχνος. (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ.
Τρίτη, Όρθρος)
Οἱ δαιτυμόνες οἱ
μακαριστοί, ἐν τῇ Σιὼν τῷ Λόγῳ προσκαρτερήσαντε (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
δεῖται
τρίτο πρόσωπο του
ρ. δέομαι = χρειάζομαι
Ῥύπον τις μὴ ἔχων ἀπορρυφθῆναι,
οὐ δεῖται πόδας· (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
δεξιοῦμαι
= χαιρετώ (με το
δεξί χέρι)• (εδώ) υποδέχομαι, λαμβάνω
Ἐδεξιοῦτο τὸ λυτήριον,
τῆς ἁμαρτίας σῶμα, ὁ ἀσυνείδητος, (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
διαδονῶ
= δονώ, σείω,
τραντάζω πέρα ως πέρα
τὰ θεμέλια τῆς γῆς,
διεδονεῖτο φόβῳ τοῦ κράτους σου, (Αντίφωνο, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
διακενῆς
επίρρημα = μάταια,
άσκοπα (< διά κενῆς [ενν. πράξεως])
Νόμον ἀγνοοῦντες οἱ
ἀσεβεῖς, φωνὰς Προφητῶν τε, μελετῶντες διακενῆς, (Κανόνας, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
διαπεφώνηκεν
Παρακείμενος του
ρ. διαφωνῶ = (εδώ) αφανίζομαι (βλ. Σχόλιο)
τῷ φρικτῷ τῆς μορφῆς
δέ, διαπεφώνηκεν. (Κανόνας, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ΣΗΜ. Η πηγή της
σημασίας «αφανίζομαι» είναι το χωρίο Ιεζ. 37,11: ξηρά γέγονε τὰ ἀστά ἡµῶν, ἀπόλωλεν
ἡ ἐλπὶς ἡµῶν, διαπεφωνήκαµεν. (Απόδοση Ι.Κολιτσάρα: ότι τα οστά µας έγιναν
κατάξηρα, εχάθη πλέον κάθε ελπίς δι' ηµάς• έχοµεν οριστικώς χαθή).
διήμαρτε
αόριστος του ρ.
διαμαρτάνω = αποτυγχάνω• δεν κατορθώνω να πάρω κάτι (< ἁμαρτία)
διὸ τῶν ἐν βίῳ οὐ
διήμαρτε, πεπραγμένων τῆς ἀπολυτρώσεως (Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. «Δεν απέτυχε
να λάβει την απολύτρωση των πεπραγμένων».
δρακί
δοτική του δράξ,
δρακός = παλάμη (πβ. άδραξα, δραχμή)
ὁ τὰ σύμπαντα, ἐν
τῇ δρακὶ περιέχων (Κάθισμα, Μ. Δευτέρα, Όρθρος)
δύσαντος
Μετοχή Αορίστου
(γενική) του ρ. δύω (βλ.λ. ἔδυς)
Ἔφριξεν ἡ γῆ, καὶ ὁ
ἥλιος Σῶτερ ἐκρύβη, σοῦ τοῦ ἀνεσπέρου φέγγους Χριστέ, δύσαντος ἐν τάφῳ σωματικῶς.
(Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
δυσείμων
= κακοντυμένος
(δυσ- + -είμων [< εἷμα «ένδυμα»], πβ. λευχείμων)
τὴν δυσείμονά μου
μορφήν, τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον, (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Τρίτη, Όρθρος)
δυσώνυμος
= αυτός που έχει
κακό όνομα• μισητός (δυσ- + όνομα, πβ. ανώνυμος)
Νόμου φιλίας, ὁ
δυσώνυμος, Ἰσκαριώτης γνώμῃ ἐπιλαθόμενος (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ἔδυς / ἔδυ
Αόριστος β΄ του ρ.
δύω = βυθίζομαι• (κατ’ επέκταση) χάνομαι
οἴμοι τὸ φῶς τοῦ Κόσμου!
τί ἔδυς ἐξ ὀφθαλμῶν μου, ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. (Ιδιόμελο Αποστίχων, Όρθρος, Μ.
Παρασκευή)
Υἱέ μου, ποῦ τὸ κάλλος
ἔδυ τῆς μορφῆς σου; (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
Ἔδυς[/u] Φωτουργέ,
καὶ συνέδυ σοι τὸ φῶς ἡλίου, τρόμῳ δὲ ἡ Κτίσις συνέχεται, πάντων σε κηρύττουσα
Ποιητήν. (Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
Ὧ γλυκύ μου ἔαρ,
γλυκύτατόν μου Τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος; (Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
εἰλήσας
Μετοχή Αορίστου
του ρ. εἰλέω = τυλίγω
σινδόνι καθαρᾷ εἱλήσας
καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἀπέθετο. (Απολυτίκιο, Μ. Σάββατο,
Όρθρος)
εἰλήσω
Υποτακτική Αορίστου
του ρ. εἰλέω (βλ. εἰλήσας) = τυλίγω
πῶς σε κηδεύσω Θεέ
μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; (Δοξαστικό Αποστίχων, Μ. Παρασκευή, Εσπερινός)
εἶξε
Αόριστος του ρ. εἴκω
= υποχωρώ (βλ. κ. ὑπείκω)
καὶ εἶξε τὸ τραφέν,
ἐν ἀπείρῳ ὕλῃ, ἀκάματον πῦρ. (Κανόνας, Μ. Δευτέρα, Όρθρος)
ἔκδοτος
= παραδομένος•
προδομένος (< ἐκδίδωμι)
Τοῖς ἔθνεσιν ἔκδοτον
τὴν ζωήν, σὺν τοῖς Γραμματεύσιν, ἀναιρεῖσθαι οἱ Ἱερεῖς, παρέσχον (Κανόνας, Μ.
Παρασκευή, Όρθρος)
ἐκμάσσω
= σφουγγίζω,
σκουπίζω (πβ. μάκτρον)
Ἡ Πόρνη ἐν κλαυθμῷ,
ἀνεβόα οἰκτίρμον, ἐκμάσσουσα θερμῶς, τοὺς ἀχράντους σου πόδας, (Κάθισμα, Μ.
Τετάρτη, Όρθρος)
Δάκρυσι πλύνει, τοὺς
πόδας ὑπεύθυνος, ἁμαρτίαις τοῦ πλάσαντος, καὶ ἐκμάσσει θριξί·( Κανόνας, Μ.
Τετάρτη, Όρθρος)
ἵνα ἴδωμεν τοὺς πόδας
πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καὶ ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ (Οίκος, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ἐνειλημένος
Μετοχή Μέσου
Παρακειμένου του ρ. ἐνειλέω (βλ. εἰλήσας) = περιτυλίγω (με οθόνια)
Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας,
νεκρὸς ὁρᾶται, καὶ σμύρνῃ καὶ σινδόνι ἐνειλημένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται,
(Κοντάκιο, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ΣΗΜ. Η μετοχή
γράφεται με ένα –μ- (όχι με δύο <ἐνειλημμένος>, όπως θα γραφόταν, αν
προερχόταν από το ἐλλαμβάνομαι)
ἐξαπενίζοντο
Παρατατικός του ρ.
ἐξαπονίζομαι, επιτατικός τύπος του ρ. ἀπονίζομαι (κ. ἀπονίπτομαι) = νίπτομαι,
πλένομαι
τῷ δεσπόζοντι τῶν ὅλων,
ἑαυτοὺς Χριστῷ, ἀναθέμενοι, ὡραίους πόδας ἐξαπενίζοντο, (Κανόνας, Μ. Πέμπτη,
Όρθρος)
ἐξήμεσεν
Αόριστος του ρ. ἐξεμῶ
= ξερνώ (πβ. εμετός)
καὶ οὓς κατέπιον ἰσχύσας,
πάντας ἐξήμεσα (Ιδιόμελο Εσπερίων, Μ. Σάββατο, Εσπερινός)
ἐπελάβετο
Αόριστος του ρ. ἐπιλαμβάνομαι
= κρατώ, πιάνω
Ἀποκενοῦσα, Γυνὴ μύρον
ἔντιμον, δεσποτικῇ καὶ θείᾳ, φρικτῇ κορυφῇ, Χριστὲ τῶν ἰχνῶν σου ἐπελάβετο, τῶν
ἀχράντων (Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ἐπίρρυτος
= που ρέει (σαν
υγρό)
Ἀλλ' ὁ τῷ, νοητῷ
μύρῳ χρισθείς, Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν ἐπιρρύτων παθῶν ἐλευθέρωσον, καὶ ἐλέησον ἡμᾶς,
ὡς μόνος ἅγιος, καὶ φιλάνθρωπος. Ἀμήν. (Συναξάριο, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. Ο
προσδιορισμός των παθών ως ἐπιρρύτων αναφέρεται στο εφήμερό τους (χρήση που
απαντά κυρίως στον Γρηγόριο Νύσσης) και εδώ γίνεται μάλλον σε αντιδιαστολή με
το αναφερόμενο νοητό μύρο (ὁ τῷ, νοητῷ μύρῳ χρισθείς).
ἔπτηξαν
Αόριστος του ρ.
πτήσσω = ζαρώνω από φόβο• φοβάμαι (πβ. κ. πτωχός)
Οἱ Παῖδες ἐν Βαβυλῶνι,
καμίνου φλόγα οὐκ ἔπτηξαν (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ἑσμός
= πλήθος, αγέλη,
ομάδα
Τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός,
Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον (Μακαρισμοί, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
ἐτάζω
= υποβάλλω σε
δοκιμασίες, βασανίζω, τυραννώ (πβ. εξετάζω)
Ὁ ἐτάζων καρδίας
καὶ νεφρούς, ἀδίκως ἐτάζεται (Και νύν Εσπερίων, Μ. Παρασκευή, Εσπερινός)
ἐτασμός
= δοκιμασία,
βάσανος (<ἐτάζω)
ὁ γὰρ Κτίστης ἔρχεται,
σταυρὸν καταδέξασθαι, ἐτασμούς καὶ μάστιγας, Πιλάτῳ κρινόμενος· (Κάθισμα, Μ.
Δευτέρα, Όρθρος)
ἐτέτρωτο
Υπερσυντέλικος του
ρ. τιτρώσκομαι = πληγώνομαι (πβ. τρωτός, άτρωτος)
ὀδυρομένη μητρῷα
σπλάγχνα, ἐτέτρωτο τὴν καρδίαν πικρῶς (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Παρασκευή,
Όρθρος)
ἐτύθη
(Παθητικός) Αόριστος
του ρ. θύομαι = θυσιάζομαι
Μὴ ὡς Ἰουδαῖοι ἑορτάσωμεν·
καὶ γὰρ τὸ Πάσχα ἡμῶν, ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστὸς ὁ Θεός, (Αντίφωνο, Μ. Παρασκευή,
Όρθρος)
εὐαγής
= καθαρός, άμωμος
(< ἄγος, πβ. ἐναγής, το αντίθετό του)
Ἔφριξε Παίδων εὐαγῶν,
τὸ ὁμόστολον ψυχῆς ἄσπιλον σῶμα, (Κανόνας, Μ. Δευτέρα, Όρθρος)
εὔωνος
= φθηνός,
οικονομικός, προσιτός (εὖ + ὠνοῦμαι «αγοράζω»)
Ὢ φιλαργυρίας προδότου!
εὔωνον ποιεῖται τὴν πρᾶσιν (Ιδιόμελο Αίνων, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ᾐδεῖτο
Παρατατικός του ρ. αἰδοῦμαι = αισχύνομαι•
σέβομαι (< αίδώς, βλ. κ. αἰδεσθεῖσα)
ἀλλ' οὐκ ᾐδεῖτο πίνων,
ὃ ἐπίπρασκε τιμῆς (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
θᾶττον
Επίρρημα,
συγκριτικός του ταχέως = πιο γρήγορα
καὶ σοὶ παιδίσκη,
οἷα θᾷττον προσελθοῦσα πτοήσει σε, ὁ Κύριος ἔφη· (Κανόνας, Μ. Παρασκευή,
Όρθρος)
ΣΗΜ. Το οἷα είναι
μάλλον πληθ. του ουδετέρου της αντωνυμίας οἷος ως επίρρημα, εδώ με επιτατική
σημασία (οἷα θᾷττον = πολύ πιο γρήγορα).
θροεῖσθε
Προστακτική
Ενεστώτα του ρ. θροοῦμαι = τρομοκρατούμαι
Ὁρᾶτε ἔφης, φίλοι
μὴ θροεῖσθε· (Κανόνας, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
ἱκανούσθω
Προστακτική του ρ.
ἱκανοῦμαι = είμαι αρκετός, επαρκής (< ἱκανός «αρκετός»)
Ἱκανούσθω, τὸ
κοινωνικόν, ψυχῆς ἡμῶν ἔλαιον ἐν ἀγγείοις, (Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
καθέξει
Μέλλοντας του ρ.
κατέχω.
Μάτην φυλάττεις τὸν
τάφον, κουστωδία. / Οὐ γὰρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν. (Στίχοι Συναξαρίου, Μ.
Σάββατο, Όρθρος)
καθυπέδυ
Αόριστος του ρ.
καθυποδύομαι = επιτατικός τ. του ὑποδύομαι• (εδώ) ενδύομαι, μεταφορικά (δηλ.
εισέρχομαι σε κάτι)
Γῆς ὁ καταρχάς, μόνῳ
νεύματι πήξας τὸν γῦρον, ἄπνους ὡς βροτὸς καθυπέδυ γῆν· φρῖξον τῷ θεάματι οὐρανέ.
(Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
κεχραμέναις
Μετοχή
Παρακειμένου (δοτική) του ρ. χραίνω = μολύνω
Χριστὲ τῶν ἰχνῶν
σου ἐπελάβετο, τῶν ἀχράντων, κεχραμέναις παλάμαις (Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. = άγγιξε τα
ίχνη σου με χέρια μολυσμένα
κυλινδοῦμαι
(κ. κυλίνδομαι) =
περιστρέφομαι• (εδώ) κυλιέμαι (πβ. κύλινδρος)
καὶ γυνὴ ἁμαρτωλὸς
προσελθοῦσα, τοῖς ποσὶν ἐκυλινδοῦτο βοῶσα· (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Τετάρτη,
Όρθρος)
κυσίν
δοτ. πληθ. του
κύων, κυνός = σκύλος (πβ. κυνόδοντας)
νῦν ἔβαλε τὰ ἅγια,
τοῖς κυσὶν ὁ μαθητὴς· (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. πβ. μὴ δότε τἀ ἃγια τοῖς κυσίν
λογοπραγῶ
= κάνω συμφωνία
για κάτι (< λογο- + -πραγῶ < πράττω)
δῶρον ἀξιόθεον
λογοπραγεῖ, δι' οὗ ὀφειλέσιον ἐλύθη ἁμαρτημάτων (Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
μολῇς
Υποτακτική του
Αορ. β΄ ἔμολον του αμάρτυρου *βλώσκω = έρχομαι (πβ. μολών λαβέ)
Κἂν ἐνθάπτῃ τάφῳ,
κἂν εἰς ᾍδου μολῇς, ἀλλὰ Σῶτερ καὶ τοὺς τάφους ἐκένωσας, καὶ τὸν ᾍδην ἀπεγύμνωσας
Χριστέ. (Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ΣΗΜ. Αντί μόλῃς
για λόγους μετρικούς.
μυρεψός
= αυτός που
παρασκευάζει μύρα, ο μυροποιός (< μύρον + ἕψω «ψήνω»)
Ἡ ἁμαρτωλὸς ἔδραμε
πρὸς τὸ μύρον πριάσασθαι, πολύτιμον μύρον, τοῦ μυρίσαι τὸν εὐεργέτην, καὶ τῷ
μυρεψῷ ἐβόα· (Δοξαστικό Αίνων, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
νάπη
= δασώδης περιοχή,
κοιλάδα
Ὢ βουνοὶ καὶ νάπαι,
καὶ ἀνθρώπων πληθύς, κλαύσατε καὶ πάντα θρηνήσατε, σὺν ἐμοὶ τῇ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν
Μητρί. (Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
νευστάζω
= κουνώ το κεφάλι
(< νεύω)
Νευστάζων κάραν Ἰούδας,
κακὰ προβλέπων ἐκίνησεν (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. Η φράση έχει
ομηρική προέλευση (κατά τον π. Κ. Παπαγιάννη) και δηλώνει κίνηση της κεφαλής με
απειλητικό σκοπό.
νοσφίζομαι
= ιδιοποιούμαι,
οικειοποιούμαι παράνομα (< επίρρ. νόσφι «μακριά», «κατ' ιδίαν, κρυφά»)·
οὐκέτι τὸ μύρον
πιπράσκει, τὸ τῆς ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τὸ οὐράνιον μύρον, καὶ ἐξ αὐτοῦ νοσφίζεται τὰ
ἀργύρια (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ὀφειλέσιον
= χρέος• (κυριολ.
μικρό χρέος) (< ὀφειλέτης)
Ἀγνώμων φανείς, καὶ
πονηρὸς ζηλότυπος, δῶρον ἀξιόθεον λογοπραγεῖ, δι' οὗ ὀφειλέσιον ἐλύθη ἁμαρτημάτων
(Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
παρείποντο
Παρατατικός του ρ.
παρέπομαι = ακολουθώ (< ἕπομαι, πβ. επόμενος)
Οἱ δαιτυμόνες οἱ
μακαριστοί, ἐν τῇ Σιὼν τῷ Λόγῳ προσκαρτερήσαντες, οἱ Ἀπόστολοι παρείποντο, τῷ
Ποιμένι ὡς ἄρνες (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
παροινήσας
μετοχή Αορίστου
του ρ. παροινῶ = φέρομαι βίαια κατά την οινοποσία• (κατ’ επέκτ.) φέρομαι σαν
μεθυσμένος (< πάροινος «οινοπότης, μέθυσος» < οἶνος)
Ὅθεν καὶ παροινήσας,
τρέχει πρὸς Ἰουδαίους, (Κάθισμα, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
πείσῃ
Μέλλοντας (β’
ενικό) του ρ. πάσχω
Ἀπαγορεύεις, Σίμων
Πέτρε, ὅπερ πείσῃ τάχος ὡς εἴρηται· (Κανόνας, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
πέλω
(ως συνδετ. ρήμα)
= είμαι, υπάρχω
Ἡ πρῴην ἄσωτος Γυνή,
ἐξαίφνης σώφρων ὤφθη, [….] καὶ κρίσιν τῆς κολάσεως, ἣν ὑποστῶσι πόρνοι καὶ ἄσωτοι,
ὧν περ πρῶτος πέλω (Κοντάκιο, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
πεπαρμένος
Μετοχή Παθ.
Παρακειμένου του ρ. πείρω = διατρυπώ (πβ. πόρος, περόνη, διαμπερές)
Ἥλοις σε Σταυρῷ,
πεπαρμένον ἡ σὴ Μήτηρ Λόγε, βλέψασα τοῖς ἥλοις λύπης πικρᾶς, βέβληται καὶ βέλεσι
τὴν ψυχήν. (Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
πέπρακα
Παρακείμενος του
ρ. πιπράσκω (βλ.λ.)
τὸν Δεσπότην τῶν ἁπάντων,
ὡς δοῦλον πέπρακε τοῖς παρανόμοις (Ιδιόμελο Αίνων, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
Ὁ μαθητὴς τοῦ
Διδασκάλου, συνεφώνει τὴν τιμήν, καὶ τριάκοντα ἀργυρίοις, πέπρακε τὸν Κύριον
(Αντίφωνο, Μ. Παρασκευή, Όρθρος).
μαθητὴς γενόμενος,
Δεσπότην παρέδωκεν, ἀργυρίῳ πέπρακε, τὸν μάννα χορτάσαντα τὸν ἄνθρωπον.
(Αντίφωνο, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
περιέθου
Αόριστος (β ενικό)
του ρ. περιτίθεμαι = περιβάλλομαι
Ἐμεγάλυνας Χριστέ,
τὴν τεκοῦσάν σε Θεοτόκον, ἀφ' ἧς ὁ πλάστης ἡμῶν, ὁμοιοπαθὲς περιέθου σῶμα
(Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
πηρωτικός
= αυτός που
τυφλώνει (< πηρόω < πηρός, «αδύναμος», «ανάπηρος» και ειδικότ. «τυφλός»)
Ὢ πηρωτικής,
φιλαργυρίας ἄσπονδε! (Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
πιπράσκω
= πουλάω (πβ.
πρατήριον)
ἀλλ' οὐκ ᾐδεῖτο πίνων,
ὃ ἐπίπρασκε τιμῆς (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
οὐκέτι τὸ μύρον
πιπράσκει, τὸ τῆς ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τὸ οὐράνιον μύρον (Απόστιχα, Μ. Πέμπτη,
Όρθρος)
πραθέντι
δοτ. παθητικής
μετοχής (πραθείς) του ρ. πιπράσκω (βλ.λ.)
Διό σοι βοῶμεν, τῷ
πραθέντι καὶ ἐλευθερώσαντι ἡμᾶς, Κύριε δόξα σοι. (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ.
Παρασκευή, Όρθρος)
πραθῆναι
απαρέμφατο
παθητικού Αορίστου του ρ. πιπράσκω (βλ.λ.)
ἐπεζήτει δὲ καὶ τὸ
μύρον πραθῆναι, καὶ τὸν Ἰησοῦν δόλῳ κρατηθῆναι, (Ιδιόμελο Αίνων, Μ. Πέμπτη,
Όρθρος)
προήσομαι
Μέλλοντας του ρ.
προΐεμαι = (για λόγο) εκφωνώ, λέω
Βέβηλον ἔπος τῶν
χειλέων, οὔ ποτε προήσομαι Δέσποτα,(Κανόνας, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
προσώχθισε
Αόριστος του ρ.
προσοχθίζω = δυσφορώ (με κάποιον/κάτι)• (κατ΄ επέκταση) αποστρέφομαι
ἀλλ' οὐκ ᾐδεῖτο πίνων,
ὃ ἐπίπρασκε τιμῆς οὐ κακίᾳ προσώχθισε καὶ βοᾶν οὐ συνῆκε· (Κανόνας, Μ. Πέμπτη,
Όρθρος)
ΣΗΜ. Ψαλμός 35,5: ἀνομίαν
διελογίσατο ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ, παρέστη πάσῃ ὁδῷ οὐκ ἀγαθῇ, κακίᾳ δὲ οὐ
προσώχθισε
πτερνισμός
= λάκτισμα (<
πτερνίζω «χτυπώ με τις φτέρνες – ρίχνω κάτω» <πτέρνα)
καὶ σοῦ ἐσθίων ἄρτον,
Σῶμα θεῖον, ἐπῆρε πτερνισμόν ἐπὶ σέ, Χριστέ, (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. Ψαλ. 40,10: ὁ
ἐσθίων ἄρτους µου, ἐµεγάλυνεν ἐπ’ ἐµέ πτερνισµόν.
ῥέμβομαι
= περιφέρομαι εδώ
κι εκεί, τριγυρνάω άσκοπα
καὶ νεάνισιν ὡμοιώθην
μωραῖς, ἐν καιρῷ τῆς ἐργασίας ῥεμβόμενος (Ιδιόμελο Αίνων, Μ. Τρίτη, Όρθρος)
ῥιφείς
Μετοχή Παθητ.
Αορίστου β΄ (ἐρρίφην) του ρ. ῥίπτω = (εδώ) απορρίπτω
χοροῦ δὲ Ἀποστόλων
ῥιφείς, καὶ τὰ τριάκοντα ῥίψας ἀργύρια, σοῦ τὴν τριήμερον Ἀνάστασιν οὐκ εἶδε,
δι' ἧς ἐλέησον ἡμᾶς. (Ιδιόμελο Αίνων, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ῥοπή
= α) κλίση• (κατ’
επέκτ.) ορμή
καθαροὶ ὦ Μαθηταὶ ὑμεῖς
δέ, ἀλλ' οὐχὶ πάντες· ῥοπὴ γὰρ ἀτάκτως, ἐξ ὑμῶν ἑνὸς μαίνεται. (Κανόνας, Μ.
Παρασκευή, Όρθρος)
= β) κρίσιμο
σημείο, γενικότ. στιγμή (πβ. μία ῥοπή καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται)
Μικρὰν φωνὴν ἀφῆκεν
ὁ Λῃστὴς ἐν τῷ σταυρῷ, μεγάλην πίστιν εὗρε, μιᾷ ῥοπῇ ἐσώθη (Αντίφωνο, Μ.
Παρασκευή, Όρθρος)
ΣΗΜ. (= σε μια
στιγμή σώθηκε)
ῥυφθέντες
Μετοχή (Παθ.)
Αορίστου του ρ. ῥύπτομαι = καθαρίζομαι, πλένομαι (βλ. κ. ἀποῤῥυφθῆναι)
Ῥυφθέντες πόδας,
καὶ προκαθαρθέντες, μυστηρίου μεθέξει, τοῦ θείου νῦν Χριστέ, (Κανόνας, Μ.
Πέμπτη, Όρθρος)
σκῆψις
= πρόφαση,
πρόσχημα, δικαιολογία
Ἐν τῷ δείπνῳ τοὺς
Μαθητὰς διατρέφων, καὶ τὴν σκῆψιν τῆς προδοσίας γινώσκων, ἐν αὐτῷ τὸν Ἰούδαν διήλεγξας,
(Κάθισμα, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
ΣΗΜ. Ως σκῆψις,
δηλαδή πρόφαση της προδοσίας, την οποία γνώριζε ο Χριστός, θα μπορούσε να
εννοηθεί η διαμαρτυρία του Ιούδα για την απώλεια του μύρου (Ματθ. 26,9).
Δύσκολο να εννοηθεί ως σκῆψις η φιλαργυρία του Ιούδα, διότι αυτό είναι η αιτία,
όχι η πρόφαση της προδοσίας. Η χρήση της λέξης στους πατέρες και κυρίως στον
Χρυσόστομο παραπέμπει σε πρόφαση.
συναπάχθητε
Προστακτική Παθ.
Αορίστου του συναπάγομαι = αίρομαι, φέρομαι μακριά (μαζί με άλλους)
Ἀφορῶντες εἰς ἐμέ,
εἶπας Κύριε τοῖς σεαυτοῦ Μαθηταῖς, μὴ φρονεῖτε ὑψηλά, ἀλλὰ συναπάχθητε τοῖς
ταπεινοῖς, (Κανόνας, Μ. Δευτέρα, Όρθρος)
συνεσχέθη / συνεσχέθης
Παθητ. Αόριστος
του ρ. συνέχω = (εδώ) χωρώ
Συνεσχέθη, ἀλλ' οὐ
κατεσχέθη, στέρνοις κητῴοις Ἰωνᾶς (Κανόνας, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
Μνήματι καὶ σφραγίσιν,
ἀχώρητε συνεσχέθης βουλήσει· (Κανόνας, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
συνήσει
Μέλλοντας του ρ.
συνίημι = κατανοώ
καὶ οὗτος ἀσύνετος
ὢν, οὐ μὴ συνήσει· (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
συνιέναι
Απαρέμφατο του ρ.
συνίημι = κατανοώ
Ὁ δέ παράνομος Ἰούδας
οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι. (Αντίφωνο, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
ΣΗΜ. Ψαλμ. 35,4: οὐκ
ἠβουλήθη συνιέναι τοῦ ἀγαθύναι
συσχεθεῖσα
Μετοχή. (Παθ.)
Αορίστου του ρ. συνέχομαι = (εδώ) κατέχομαι από κάτι
Γῆ σε πλαστουργέ, ὑπὸ
κόλπους δεξαμένη τρόμῳ, συσχεθεῖσα Σῶτερ τινάσσεται, ἀφυπνώσασα νεκροὺς τῷ
τιναγμῷ. (Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
συσχεθῆναι
Απαρέμφατο Παθ.
Αορίστου του ρ. συνέχω = (εδώ) χωρώ
Ὁ συνέχων τὰ πέρατα,
τάφῳ συσχεθῆναι κατεδέξω Χριστέ, (Οίκος, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
τμηθείσῃ
τμηθείσῃ
(εννοείται ράβδῳ). Μετοχή Παθ. Αορίστου του ρ. τέμνω = κόβω
Τμηθείσῃ τμᾶται, πόντος
ἐρυθρός, κυματοτρόφος δέ ξηραίνεται βυθός. (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. Κατά τον π.
Κ. Παπαγιάννη η φράση πρέπει να κατανοηθεί σε παραλληλισμό με τον ειρμό «Ἡ
κεκομμένη τὴν ἄτομον ἔτεμε», που αναφέρεται στο ίδιο γεγονός. Δηλ. η κεκομμένη
είναι ό,τι και τμηθείσα.
τρύβλιον
= (α) κούπα,
ποτήρι (β) πιάτο
Ἰούδας ὁ παράνομος
Κύριε, ὁ βάψας ἐν τῷ δείπνῳ τὴν χεῖρα, ἐν τῷ τρυβλίῳ μετὰ σοῦ(Ιδιόμελο Αίνων,
Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
Μεθ' ὅστις ἐμοῦ τὴν
χεῖρα, τρυβλίῳ βάλλει θρασύτητι, (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
τρύχομαι
= καταπονούμαι,
εξαντλούμαι
Τὸν ἴδιον Ἄρνα, ἡ ἀμνὰς
θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον, ἠκολούθει Μαρία, τρυχομένη μεθ' ἑτέρων γυναικῶν,
ταῦτα βοῶσα· (Κοντάκιο, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ὑπείκω
= υποχωρώ (βλ. κ.
εἶξε)
ἀπαναινόμενος Πέτρος
δὲ νίπτεσθαι, αὖθις τῷ θείῳ ὑπείκει προστάγματι, (Κάθισμα, Μ. Παρασκευή,
Όρθρος)
φενακίζω
= εξαπατώ,
παραπλανώ (< φενάκη = περούκα)
Προσεύχῃ· καὶ φόβητρα,
θρόμβοι αἱμάτων, / Χριστέ, προσώπου, παραιτούμενος δῆθεν / Θάνατον, ἐχθρὸν ἐν
τούτοις φενακίζων. (Στίχοι Συναξαρίου, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. Απηχείται η πατερική
διδασκαλία περί της εξαπατήσεως του διαβόλου κατά το πάθος του Χριστού.
φοιτήσαντος
Μετοχή Αορίστου
(γενική) του ρ. φοιτῶ = συχνάζω• επισκέπτομαι• (εδώ) πηγαίνω
Ἕπτηξεν Ἀδάμ, Θεοῦ
βαίνοντος ἐν Παραδείσῳ, χαίρει δὲ πρὸς ᾍδην φοιτήσαντος, ἀναστὰς μὲν νῦν καὶ
πάλαι πεπτωκώς. (Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ὠνήσαντο
Αόριστος του ρ. ὠνοῦμαι
= αγοράζω (πβ. εξωνημένος, αργυρώνητος κ.λπ.)
Τὸν τοῦ νόμου
Ποιητήν, ἐκ μαθητοῦ ὠνήσαντο ἄνομοι, (Μακαρισμοί, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
__________________
"οὔ τοι συνέχθειν͵ ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν" (Σοφοκλ. Ἀντιγόνη
523) ( = η φύση μου είναι να έχω κοινούς φίλους, όχι κοινούς εχθρούς)
http://analogion.com
Δευτέρα 3 Απριλίου 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Απόστολος Κυριακής: Φιλιπ. δ’ 4-9Ἀδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. 5 τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς. 6 μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ’ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν. 7 καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. 8 Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· 9 ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ’ ὑμῶν.
Δεήσεις με ευχαριστία
Η Κυριακή των Βαΐων είναι μία μέρα μοναδική μέσα στην περίοδο του ιερού Τριωδίου. Είναι ο πρόναος της Μεγάλης Εβδομάδος. Είναι ημέρα πανηγυρική ανάμεσα στις τόσες κατανυκτικές. Διότι ο Κύριος προτυπώνοντας τον αιώνιο θρίαμβό του, εισέρχεται στην αγία πόλη «καθήμενος επί πώλον όνου». Και τα πλήθη του λαού Τον υποδέχονται μετά βαΐων και κλάδων και ζητωκραυγάζουν: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ».
Το αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας σ’ αυτό το κλίμα κινείται. «Χαίρεται εν Κυρίω πάντοτε», μας λέει ο απόστολος Παύλος. Και το επαναλαμβάνει και πάλι, «χαίρετε». Να χαίρεστε. Η επιείκειά σας και η υποχωρητικότητά σας ας γίνει γνωστή σ’ όλους τους ανθρώπους, ακόμη και στους απίστους. Ο Κύριος πλησιάζει να έλθει και θ’ αποδώσει στον καθένα ό,τι του ανήκει. Μη κυριεύεστε από άγχος για τίποτε, αλλά για κάθε τι που σας παρουσιάζεται να κάνετε γνωστά τα αιτήματά σας προς τον Θεό με την προσευχή και με τη δέηση, οι οποίες πρέπει να συνοδεύονται και με ευχαριστία ευγνωμοσύνης για όσα ο Θεός μας έδωσε. «Μετά ευχαριστίας τα αιτήματα υμών γνωριζέσθω προς τον Θεόν». Κι έτσι, η ειρήνη του Θεού, της οποίας την τελειότητα δεν μπορεί να νιώσει κάθε νους, θα φρουρήσει τις καρδιές σας και τις σκέψεις σας, εφόσον μένετε ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό.
Σ’ αυτό το ιερό κείμενο μας προκαλεί εντύπωση μια φράση του Αποστόλου που δεν την κατανοεί κανείς με μία πρώτη ανάγνωση. Ζητά να αναφέρουμε τα προβλήματα και τις δυσκολίες της ζωής μας στον Κύριό μας με αισθήματα ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης. Γιατί; Διότι όταν εμπιστευόμαστε τη ζωή μας στα χέρια του Θεού, κατανοούμε ότι ακόμη και τα δυσάρεστα γεγονότα είναι για το καλό μας. Τα ξέρει όλα ο Κύριός μας και ό,τι επιτρέπει τελικώς συντελεί στη σωτηρίας μας. Αφού όμως τα ξέρει, γιατί να Του τα αναφέρουμε; Για να δείξουμε την εξάρτησή μας απ’ Αυτόν και την εμπιστοσύνη μας σ’ Αυτόν. Όλα τα προβλήματά μας μόνο ο Κύριος μπορεί να μας τα λύσει, γι’ αυτό να τ’ αναθέτουμε όλα στον Θεό. Όλη μας τη ζωή να την εμπιστευόμαστε σ’ Αυτόν. Το θέλημά του να γίνεται. Εάν είμαστε γνήσιοι άνθρωποι του Χριστού, θα πρέπει όλα να τα κάνουμε δοξολογητική προσευχή. Και τη δυσκολία και τη θλίψη και τη χαρά και την επιτυχία. Ό,τι κι αν μας συμβεί. Διότι όλα με την προσευχή παίρνουν τον δρόμο τους, όταν εμείς έχουμε εμπιστοσύνη και πίστη στην αγάπη του και την πρόνοιά του. Έτσι θα ζούμε χωρίς αγωνία. Όλα θα γίνονται προσευχή μέσα στο κλίμα της προσευχής όλα γίνονται με χάρη και χαρά.
Οι σκέψεις και οι πράξεις
Ο άγιος Απόστολος στη συνέχεια μας δίνει πνευματικές παρακαταθήκες σπουδαίες, που αναφέρονται στις σκέψεις και στις πράξεις μας. Αδελφοί, λέει, όσα είναι αληθινά, όσα είναι σεμνά, όσα είναι δίκαια, όσα είναι αμόλυντα και αγνά, όσα είναι προσφιλή στον Θεό και στους καλούς ανθρώπους, όσα έχουν καλή φήμη, και οποιαδήποτε άλλη αρετή και οποιοδήποτε καλό έργο που είναι άξιο επαίνου, αυτά να συλλογίζεστε και να προσέχετε, κι έτσι να τα εφαρμόζετε και στη ζωή σας· «ταύτα λογίζεσθε· και… ταύτα πράσσετε». Αυτά που μάθατε και παραλάβατε με την προφορική διδασκαλία μου και τα ακούσατε και τα είδατε σ’ όλη τη συμπεριφορά μου και τη διαγωγή μου, αυτά και να κάνετε. Και τότε ο Θεός που είναι ο χορηγός της ειρήνης θα είναι μαζί σας.
Όλες αυτές οι πνευματικές παρακαταθήκες που δίνει ο απόστολος Παύλος στους Φιλιππησίους, αναφέρονται ουσιαστικά σ’ ένα θέμα, στην καθαρότητα και την αγιότητα των σκέψεων και των πράξεών μας. Να είναι οι σκέψεις μας αμόλυντες, για να είναι και οι πράξεις μας θεάρεστες. Διότι από το περιεχόμενο του νου και της καρδιάς μας πηγάζουν και οι πράξεις μας. Αυτήν βέβαια τη γενική αλήθεια μπορούμε ιδιαιτέρως τώρα τις άγιες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος να την εφαρμόσουμε με ιδιαίτερο περιεχόμενο. Μην αφήσουμε δηλαδή το νου μας τις μεγάλες και κοσμοσωτήριες και ιερές αυτές ημέρες να πελαγοδρομεί στα καθημερινά και τα βιοτικά. Αλλά ας στρέψουμε το νου και την καρδιά μας στον ερχόμενο Βασιλέα των βασιλευόντων.
Ας Τον υποδεχθούμε ότι τόσο με βαΐα φοινίκων και πρόσκαιρα επιδερμικά αισθήματα αλλά με βιώματα ιερά. Σε λίγο η Μεγάλη Εβδομάδα αρχίζει. Θα αντικρίσουμε τον Κύριο και Βασιλέα της ζωής μας επάνω στο σταυρό. Ας Του προσφέρουμε όχι τόσο τα δάκρυα και τα άνθη μας, αλλά την καρδιά μας και την αγάπη μας. Να αφήσουμε το νου μας να πλημμυρίσει με άγιες σκέψεις και αισθήματα αφοσιώσεως και μετανοίας. Να γίνει η καρδιά μας ιερό όχημα, για να έλθει μέσα της ο Χριστός. Έτσι θα μεταμορφωθεί και η ζωή μας. Έτσι και οι πράξεις μας θα εξαγιασθούν. Μοναδική εντρύφησή μας να είναι η μελέτη των αγίων Παθών του Κυρίου μας. Να πονέσουμε όχι μόνο για τα δικά του Πάθη αλλά και για τις δικές μας αμαρτίες, που τόσο εύκολα και εξακολουθητικά διαπράττουμε. Κι ας Τον παρακαλέσουμε να μας κάνει νέους ανθρώπους, αναγεννημένους και αναστημένους.
Περιοδικό «Ο Σωτήρ», αριθ. 1997
Κυριακή 2 Απριλίου 2017
ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΕΝ ΕΠΙΓΝΩΣΕΙ
Μια
νέα προσπάθεια ξεκινάμε από φέτος με την διμηνιαία
ηλεκτρονική έκδοση ενός νέου
περιοδικού με τίτλο
ΦΩΝΗ
ΒΟΩΝΤΟΣ ΕΝ ΕΠΙΓΝΩΣΕΙ.
Το
περιεχόμενό του πνευματικό και οικοδομής στην
ορθοδοξία, ώστε να είμαστε εν επιγνώσει
ορθόδοξοι και να
γνωρίζουμε τί και γιατί πιστεύουμε.
Μπούμε να το
βρούμε στην ηλεκτρονική διεύθυνση,
αλλά και στα
ιστολόγια μας
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΙΜΙΟΥ
ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ
και ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΕΝ ΛΙΣΒΟΡΙΩ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)