Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ

Η σημερινή εορτή του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά, της B' Κυριακής των Νηστειών, ο οποίος έζησε σε κρίσιμη ιστορική περίοδο (1296-1359), δίνει αφορμή να σκεφθούμε ότι η διδασκαλία του είναι αρκετά επίκαιρη, αφού ο 14ος αιώνας έχει πολλές ομοιότητες με την εποχή μας. Φυσικά η διδασκαλία του δεν είναι δική του εφεύρεση, αφού την ταραχώδη εκείνη εποχή εξέφρασε τη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ακριβώς εκείνη την εποχή εμφανίστηκαν τρεις φοβεροί εχθροί, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν τα εδάφη της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας, επεδίωκαν δε και την αλλοίωση της πολιτιστικής της ζωής.
Ο πρώτος κίνδυνος προερχόταν από τη Δύση και εκφραζόταν από το φιλόσοφο Βαρλαάμ ο οποίος βρισκόταν σε αντίθεση με την όλη Ορθόδοξη Παράδοση. Πράγματι, η θεολογία του ήταν ιδεαλιστική και δυιστική, αφού ξεχώριζε την ψυχή από το σώμα, και υποτιμούσε το δεύτερο.
Ο δεύτερος κίνδυνος προερχόταν από τους Οθωμανούς. Τα τέλη του 13ου αιώνος μια ορδή των Σελτζούκων Τούρκων, απέκτησε ως αρχηγό τον Οσμάν, ο οποίος υπήρξε ο ιδρυτής της δυναστείας των Οθωμανών, στους οποίους έδωσε το όνομά του και άρχισε να καταλαμβάνει τις επαρχίες της Μικράς Ασίας. Κατά την εποχή του αγ. Γρηγορίου Παλαμά και συγκεκριμένα το 1354 μ.Χ., για πρώτη φορά οι Οθωμανοί εισήλθαν στη Θράκη, καταλαμβάνοντας την Καλλίπολη. Τότε συλλαμβάνεται και ο ίδιος και παρέμεινε περίπου ένα χρόνο αιχμάλωτος.
Ο τρίτος κίνδυνος προερχόταν από τους Σλάβους και συγκεκριμένα από τον Στέφανο Δουσάν, ο οποίος είχε καταλάβει ολόκληρη τη Μακεδονία, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, καθώς επίσης την Ήπειρο, Θεσσαλία και μέρος της Στερεάς Ελλάδος. Ο σκοπός ήταν η κατάληψη του θρόνου της Κωνσταντινούπολης, για να γίνει ο διάδοχος των Ρωμαίων –Ρωμιών-Βυζαντινών- Αυτοκρατόρων..
Η ύπαρξη των τριών αυτών παραγόντων συνοδευόταν και από παράλληλα πολιτιστικά και θρησκευτικά ρεύματα. Κυρίως επικρατούσε ένας ηθικισμός αποξενωμένος από τα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, μια ευδαιμονία και ένας ανατολικός μυστικισμός.
Σε όλους αυτούς τους κινδύνους ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αντέταξε μια ρωμαλέα θεολογία. Ομίλησε για την ένωση κτιστού και ακτίστου, υπογράμμισε σοβαρά ανθρωπολογικά ζητήματα. Επίσης η κοινωνική του διδασκαλία ήταν περίφημη. Πέρα από αυτά ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς ως παραδοσιακός Ρωμιός αρνήθηκε να συμπράξει με τους εχθρούς της Ρωμιοσύνης και παρουσίασε όλη την ουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Έτσι και ο ίδιος συνετέλεσε στη θωράκιση του Γένους μας, αλλά και στην άνθηση που παρατηρήθηκε τον 14ο αιώνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο διάσημος βυζαντινολόγος Στηβεν Ράνσιμαν γράφει ότι «οι ημέρες των Παλαιολόγων, όταν το Βυζάντιο αργά αλλά αναπόφευκτα πέθαινε, ήταν, σε αντίθεση με την γενική παρακμή, η λαμπροτέρα περίοδος της βυζαντινής παιδείας». (ιδέες σεβ. Μητ/λίτου Ναυπάκτου κ Ιεροθέου)

Αγαπητοί Χριστιανοί.

Και σήμερα θυμόμαστε το άνομα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ενὸς από τοις μεγάλους Αγίους της Ορθοδοξίας, ο οποίος διακήρυξε, μέσα από την εμπειρία των ασκητών και όλων των πιστών, άτι η χάρη του Θεού δεν είναι ένα κτιστά Δώρο – είναι ο ίδιος ο Θεάς που μας ενώνει με τον εαυτό Του ώστε να μας διαπνέει η παρουσία Του, ώστε σταδιακά, εάν μονάχα τον δεχτούμε, αν Του ανοιχτούμε, να γίνουμε διάφανοι ή τουλάχιστον σχεδόν διάφανοι στο φως Του, ώστε να γίνουμε αρχικά και ολοένα πιο πολύ μέτοχοι της Θεϊκής Του φύσης. (Antony Bloom) Έτσι ο Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς με τη ζωή του και τη δράση του δίκαια κέρδισε τη σημερινή ημέρα, ημέρα της εορτής του η οποία και θεωρείται η συνέχεια της προηγούμενης Κυριακής που είναι και η επίσημη ημέρα της εορτής της Ορθοδοξίας.
Δυο πράγματα λοιπόν είναι ανάγκη να σχολιάσουμε τούτη τη στιγμή.
Η Ορθοδοξία, κατά πρώτον, δεν είναι ένα κομμάτι του Χριστιανισμού. Είναι ο αλη¬θινός Χριστιανισμός, χωρίς αλλοιώσεις και παραχαράξεις. Αν τα αλλά χριστιανικά δόγματα διατηρούν μέχρι σήμερα μια επιφά¬νεια, εμείς κρατούμε για 2000 χρόνια την καρδιά, το ύψος και το βάθος, το πλάτος και το μήκος της αλήθειας και της σωτηρίας. Ορθοδοξία είναι η ορθή πίστη και η ορθή λατρεία του Θεού. Ορθοδοξία είναι ο ανόθευτος Χρι¬στιανισμός. Ορθοδοξία είναι η αληθινή Εκκλησία πού ίδρυσε και συντηρεί ό Χριστός σαν ζύμη του κόσμου.
Γι’ αυτό και, όταν λέμε «Ορθόδοξος Χριστιανός», είναι ο ίδιο πράγμα με το να πούμε απλά "Χριστιανός".
Όμως, αυτό που το λέμε θεωρητικά, δυστυχώς δεν το νιώθουμε οι περισσότεροι. Δεν μας αγγίζει στην ψυχή. Δεν το συναντούμε σαν κάτι ιδιαίτερο στη ζωή και τα λό¬για μας.
Ίσως και να έχουμε την απατηλή εντύπωση ότι "Χριστιανός" είναι ό άνθρωπος πού, είτε υποκρίνεται με τους μεγάλους σταυρούς, είτε είναι ξεκομμένος από τη ζωή. Γι’ αυτό και προτιμούμε να πιστεύουμε στο Θεό με το δικό μας τρόπο, χωρίς καθόλου να είμαστε «η πόλις η επάνω όρους κειμένη».
Λέμε: "εγώ πιστεύω"• αλλά δεν εκκλησιαζόμαστε. Λέμε "εγώ τον έχω τον Θεό μέσα μου"• αλλά παραδίπλα, εκεί μέσα μας, φωλιάζουν χίλιες δυο κακίες και αμαρτίες χωρίς συναίσθηση. Λέμε καθαρή καρδιά αλλά από καθαρότητα…πέρα βρέχει! Τι συμβαίνει, λοιπόν; Μήπως αγνοούμε τι είναι χριστιανοσύνη;
Σήμερα, πηγαίνουμε στην Εκκλησία και στα Μοναστήρια, δυστυχώς όμως ως θρησκευόμενοι επισκέπτες. Ανάβουμε κεριά και λαμπάδες, μα ως εκεί εξαντλούμε το χριστιανικό μας καθήκον. Εκ¬κλησιαζόμαστε για λίγη ώρα στις μεγάλες γιορτές, αλλά εθιμοτυπικά και για το …καλό. Η θρησκευτικότητα φαίνεται να είναι αναπτυγμένη, φοράμε σταυρούς και κομποσχοίνια, η πίστη στο Θεό είναι της μόδας• από την άλλη όμως δεν έχουμε την ελάχιστη διάθεση να θυσιάσουμε και κάτι απ’ τον εαυτό μας• να βγούμε απ’ τη μακαριότητα μας. Προχωράμε μέχρις εκεί που δεν μας κοστίζει τίποτε! Η θρησκευτικότητα μας έχει επιφάνεια, αλλά της λείπει το βάθος, ο συγκλονισμός, η ολοκληρωτική πίστη στο Χριστό.
Ως άτομα έχουμε εκκοσμικεύσει πολλά πράγματα στο "Χριστιανι¬σμό" μας. Έχουμε αποκηρύξει την άσκη¬ση της προσευχής και της νηστείας• έχουμε περιορίσει την συχνότητα του εκκλησιασμού έ¬χουμε απεμπολήσει την σωφροσύνη και την αγνότητα• έχουμε περικόψει την μελέτη της Αγίας Γραφής και των Αγίων. Πως κωδικοποιούνται όλα αυτά; Ορθοδοξολογία και σε καμιά περίπτωση ορθοπραξία.
Το δεύτερο που θέλουμε να σχολιάσουμε.
Δεν ήταν «κάποτε», οι πολέμιοι της Εκκλη¬σίας. Υπάρχουν τόσοι και τόσοι που με τις ποικιλόχρωμες και ιδιόμορφες απόψεις και διδασκαλίες τους, τις δήθεν "προοδευτι¬κές", προσπάθησαν και προσπαθούν να ροκανίσουν τον κορμό της και τώρα. Λίγα χρόνια πριν, με τη δύναμη της εξουσίας και του νόμου, γκρέμι¬ζαν Ναούς, έκαιαν εικόνες, έκλειναν διά της βίας τα στόματα των Χριστιανών! Σήμερα μέσα από τις στήλες των εφημερίδων, τις σελίδες των βιβλίων, τα μικρόφωνα των ραδιοφώνων και τις κάμερες και των τηλεοπτικών συνεργείων, μιλούν για το θάνατο του Θεού, του Θεού που δυστυχώς αυτοί, αν όχι καθόλου, μόνο ελάχιστα γνωρίζουν. Όμως! Ας αφήσουμε να απαντήσει σ’ όλους αυτούς ένας Άγιος! Ένας μεγάλος Άγιος. Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
«Είναι πολλά τα κύματα και φοβερή η τρικυμία• αλλά δεν φοβόμαστε μην καταποντιστούμε• διότι στεκόμαστε πάνω στο βράχο. Ας λυσσομανά η θά¬λασσα, δεν μπορεί να διάλυση το βράχο. Ας υψώνονται τα κύματα, δεν θα βουλιάξουν το καράβι του Ιησού..... Δεν μπορείς να διάλυσης την Εκκλησία του Θεού. Την πολεμάς, χωρίς όμως και να μπορείς να την βλάψεις. Την κάνεις πιο έν¬δοξη, ενώ εσύ καταστρέφεσαι. Είναι σκληρό να κλωτσάς μυτερά καρφιά. Δεν χαλάς τα καρφιά, τα πόδια σου ματώνεις. Έτσι και τα κύματα δεν διαλύουν τον βράχο, αλλά τα ίδια διαλύονται σε αφρούς. Τίποτα πιο δυνατό από την Εκκλησία, άνθρωπε. Σταμάτα τον πόλεμο, για να μη καταστραφείς. Μην πολεμάς τον ουρανό. Αν πολεμάς άνθρωπο ή νίκησες ή νικήθηκες. Αν όμως πολε¬μάς την Εκκλησία είναι αδύνατον να νικήσεις. Διότι είναι πιο ισχυρός από όλους. …

Τρίτη 4 Μαρτίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


Κυριακή 
της

Ορθοδοξίας


0(ομιλία του π.Δημ.Μπαθρέλλου)
http://www.imml.gr
   Η Εκκλησία μας εορτάζει σήμερα την Κυριακή της Ορθοδοξίας με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Το γεγονός αυτό μάς κάνει όχι μόνο να χαιρόμαστε και να δοξάζουμε το Θεό, αλλά ενδεχομένως και να απορούμε. Για ποιο λόγο άραγε τοποθετείται μια τόσο μεγάλη και χαρμόσυνη εορτή κατά την πένθιμη και κατανυκτική περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, και μάλιστα τιμητικά κατά την πρώτη Κυριακή της; Δεν θα ήταν άραγε καλύτερα να εορταζόταν την ημέρα αυτή κάποιος μεγάλος ασκητής της Εκκλησίας μας, για να μας διδάσκει με τη βιοτή του ‘την τρίβον’ της ασκήσεως ‘την όντως ευθείαν’, και συγχρόνως να μας εμπνέει, αλλά και να μας ταπεινώνει, με τα ασκητικά του κατορθώματα; Η απάντηση στο ερώτημα είναι προφανώς αρνητική. Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι, αποφάσισαν διαφορετικά. Και τούτο διότι γνώριζαν ότι τα ανθρώπινα έργα της ασκήσεως και της αγάπης μάς ενώνουν με το Θεό εφόσον παραμένουν θεμελιωμένα στο αρραγές θεμέλιο της πίστεως και αμόλυντα από το μικρόβιο των αιρέσεων. Η πίστη αποτελεί το θεμέλιο της άσκησης και της αρετής. Και η αληθινή πίστη δεν μπορεί να είναι παρά ορθόδοξη πίστη.

   Τη σημασία της ορθής πίστης ως θεμέλιου λίθου της χριστιανικής και εκκλησιαστικής ύπαρξης και ζωής την τονίζει στο Ευαγγέλιο ο ίδιος ο Χριστός. Όταν ο Χριστός ρώτησε τους μαθητές του ‘τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι’, ο Πέτρος του απάντησε ‘συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος’. Ο Χριστός τον επαίνεσε για την απάντησή του αυτή με τα λόγια ‘μακάριος ει Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής’. Η Εκκλησία οικοδομείται πάνω στην πέτρα της πίστεως. Μια χριστιανική κοινότητα που δεν πιστεύει ορθά στο Θεό έχει νοθεύσει την ταυτότητα και την αποστολή της. Διδάσκει στους ανθρώπους μια πίστη που δεν παραπέμπει στον τριαδικό Θεό όπως αυτός είναι αλλά όπως εκείνη τον φαντάζεται. Και κάτι τέτοιο τραυματίζει καίρια τη σχέση των ανθρώπων με το Θεό.

   Είναι γνωστή μια ιστορία από το Γεροντικό, που μας διηγείται ότι κάποιοι μοναχοί για να δοκιμάσουν ένα ξακουστό Γέροντα άρχισαν να τον κατηγορούν για διάφορα πάθη και αμαρτήματα. Εκείνος δεχόταν αγόγγυστα και ταπεινά όλες τις κατηγορίες χωρίς να διαμαρτύρεται. Όταν όμως τον αποκάλεσαν αιρετικό, διαμαρτυρήθηκε έντονα ομολογώντας την oρθοδοξία του. Όταν στη συνέχεια οι μοναχοί τον ρώτησαν γιατί δεν αντέδρασε για όσα αμαρτήματα εσφαλμένα του απέδιδαν, διαμαρτυρήθηκε όμως όταν τον αποκάλεσαν αιρετικό, εκείνος απάντησε ότι εάν δεχόταν ότι είναι αιρετικός θα χωριζόταν από το Θεό.

   Υπάρχει μία ακόμη χαρακτηριστική ιστορία που φανερώνει τη μεγάλη σημασία της ορθής πίστης, και την οποία μας έχει παραδώσει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αυτός ο μεγάλος υπερασπιστής της ορθοδοξίας των εικόνων. Κάποιος, λέει, ασκητής αντιμετώπιζε για μεγάλη χρονική περίοδο πολύ έντονους σαρκικούς πειρασμούς. Είχε στην καλύβη του μια εικόνα του Χριστού και της Θεοτόκου, μπροστά στην οποία προσευχόταν καθημερινά. Παρόλα αυτά ο πόλεμος του διαβόλου συνεχιζόταν τόσο έντονα ώστε να έχει καταστεί σχεδόν ανυπόφορος. Κάποια λοιπόν από τις ημέρες εκείνες, εμφανίστηκε στον ασκητή ο δαίμονας που τον πολεμούσε, και του πρότεινε να σταματήσει να τον πολεμά, αρκεί ο ασκητής να απομάκρυνε από το κελί του την εικόνα. Ο μοναχός προβληματίστηκε και, μαθημένος καθώς ήταν να επιζητεί πάντοτε τη συμβουλή και την ευλογία των Γερόντων, απευθύνθηκε σε κάποιον άγιο και έμπειρο συνασκητή του. Εκείνος τότε τον συμβούλευσε ότι θα ήταν πολύ καλύτερο γι’ αυτόν να διαπράξει κάθε είδος σαρκικής αμαρτίας, παρά να απομακρύνει την εικόνα από το κελί του. Αυτό έδωσε κουράγιο και δύναμη στο μοναχό να συνεχίσει τον αγώνα του περιφρονώντας τον πόλεμο και τα τεχνάσματα του διαβόλου και παραμένοντας φυσικά σταθερός στην πίστη της Εκκλησίας.

   Η προάσπιση της ορθόδοξης πίστης είναι κάτι στο οποίο η Εκκλησία αφιέρωσε μεγάλο μέρος του χρόνου της και του δυναμισμού της. Ήδη τον 4ο αιώνα, με το τέλος των διωγμών, εμφανίστηκε η πρώτη μεγάλη αίρεση, η αίρεση του Αρείου και των οπαδών του, οι οποίοι αρνούνταν τη θεότητα του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος. Εάν όμως ο Χριστός δεν ήταν Θεός, όπως ισχυριζόταν ο Άρειος, αλλά απλώς και μόνο ένα δημιούργημα του Θεού, τότε με την ενσάρκωσή του δεν θα ενωνόταν η ανθρώπινη φύση με τη θεία. Η απόσταση ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο θα παρέμενε αγεφύρωτη. Εξάλλου, οι χριστιανοί που από τις πρώτες στιγμές της ύπαρξης της Εκκλησίας λάτρευαν το Χριστό, έφεραν το όνομά του, και καλούνταν να μαρτυρήσουν για την πίστη τους σ’ Εκείνον, δεν θα διέφεραν στην πραγματικότητα από τους ειδωλολάτρες. Επιπλέον, η αγιοπνευματική χαρισματική εμπειρία της Εκκλησίας θα έχανε το νόημά της, καθώς δεν θα αποτελούσε μετοχή στη ζωή και τη χάρη του Θεού.

   Τον ίδιο αιώνα η Εκκλησία καταδίκασε την αιρετική διδασκαλία του Απολλιναρίου, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ο Χριστός δεν είχε ανθρώπινο νου, διότι δήθεν ο ανθρώπινος νους και η ανθρώπινη σκέψη οδηγούν αναπόφευκτα στην αμαρτία, και άρα δεν έχουν θέση στην ύπαρξη και τη ζωή του Θεανθρώπου. Η δεύτερη οικουμενική σύνοδος καταδικάζοντας την παραπάνω θεωρία τόνισε τη σημασία της λογικότητας του ανθρώπου ως δώρου του Θεού, ενός δώρου το οποίο ο ίδιος ο Υιός του Θεού και Θεός με την ενανθρώπησή του προσέλαβε, θεράπευσε, και αγίασε. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε για να μας απαλλάξει από τις αμαρτίες μας, όχι από το μυαλό μας. Οι χριστιανοί καλούνται να αποκτήσουν ‘νουν Χριστού’, ‘αιχμαλωτίζοντες παν νόημα εις υπακοήν Του’. Τα προϊόντα του ανθρώπινου στοχασμού δεν είναι αμαρτωλά όταν προέρχονται από ένα νου εξαγιασμένο.

   Η επόμενη μεγάλη δογματική πρόκληση για την Εκκλησία ήρθε μετά από μισό περίπου αιώνα. Γύρω στα 430 μ.Χ. ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος ισχυρίστηκε ότι στο Χριστό έχουμε όχι ένα αλλά δύο πρόσωπα, το Θεό Λόγο και τον άνθρωπο Ιησού, δύο πρόσωπα που ήταν ενωμένα μεταξύ τους με μια ‘σχετική’ ένωση, με ένα είδος δηλαδή λίγο-πολύ εξωτερικής και χαλαρής συνάφειας, που θεμελιωνόταν στην κοινή τιμή και αξία των δύο αυτών προσώπων. Ένας όμως τέτοιος διχασμός του Χριστού θα σήμαινε ότι ο Θεός δεν ενώθηκε πραγματικά με τον άνθρωπο και ότι κατά συνέπεια ούτε ο άνθρωπος θα μπορούσε εν Χριστώ να ενωθεί με το Θεό. Η Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος, καταδικάζοντας την αίρεση του Νεστορίου, επανεπικύρωσε τη θεολογία του Μεγάλου Αθανασίου, σύμφωνα με την οποία ‘ο Θεός ενηνθρώπισεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν’, ο Θεός ενώθηκε πλήρως με τον άνθρωπο, έγινε άνθρωπος, ώστε και ο άνθρωπος να μπορεί να γίνει κατά χάριν θεός.

   Είκοσι χρόνια αργότερα, το 451μ.Χ., συνήλθε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα, με αφορμή τη διδασκαλία του Ευτυχή, ενός διάσημου μοναχού εκείνης της εποχής. Ο Ευτυχής ισχυριζόταν ότι το σώμα του Χριστού δεν ήταν ομοούσιο με το δικό μας, ο Χριστός δηλαδή δεν ήταν πραγματικός άνθρωπος, επειδή η ανθρώπινη φύση του είχε αλλοιωθεί ως αποτέλεσμα της ενώσεώς της με τη θεία φύση. Εάν όμως όντως είχε συμβεί κάτι τέτοιο, αυτό θα σήμαινε ότι η ένωση του ανθρώπου με το Θεό δεν συνεπάγεται την τελείωση αλλά την καταστροφή του ανθρώπου. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον Ευτυχή και τη διδασκαλία του και διακήρυξε ότι ο ένας Χριστός δεν είναι μόνο τέλειος Θεός αλλά και τέλειος άνθρωπος. Κάθε άνθρωπος που ενώνεται με το Θεό δεν χάνει τα στοιχεία που συνιστούν την ιδιαιτερότητα και την ομορφιά της ανθρώπινης φύσης και της ανθρώπινης ζωής, αλλά αντιθέτως τα αγιάζει και τα μεταμορφώνει μέσα από την ανακαινιστική ενέργεια του Θεού. Το μόνο που έχει να χάσει ο άνθρωπος που ενώνεται με το Θεό είναι τα πάθη και οι αμαρτίες του.

   Η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος στα μέσα του 6ου αιώνα καταδίκασε, μεταξύ άλλων, τη διδασκαλία του Ωριγένη, σύμφωνα με την οποία όλοι οι άνθρωποι, αλλά ακόμη και οι δαίμονες, τελικά θα σωθούν. Η διδασκαλία αυτή, που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε στην Εκκλησία μας μόλις πριν από δύο Κυριακές, πλήττει καίρια τη ζωή και τη σωτηρία των ανθρώπων. Σχετικοποιεί τη διαφορά του καλού από το κακό, εφόσον και τα δύο οδηγούν τελικά στο ίδιο αποτέλεσμα. Επιπλέον χρησιμεύει ως εύκολη και φτηνή δικαιολογία για την επιτέλεση του κακού, εφόσον, ούτως ή άλλως, η σωτηρία του ανθρώπου είναι εξασφαλισμένη. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, τη μνήμη του οποίου θα γιορτάσουμε μετά από τρεις Κυριακές, προειδοποιεί τους αναγνώστες του με τα παρακάτω λόγια: ‘πρόσχωμεν πάντες, επί πλείον δε οι πεπτωκότες, μη νοσήσαι εν καρδία την Ωριγένους του αθέου νόσον˙ την γαρ του Θεού φιλανθρωπίαν προβαλλομένη η μιαρά, ευπαράδεκτος τοις φιληδόνοις γίνεται’. ‘Ας προσέξουμε όλοι, ιδίως όσοι έχουμε διαπράξει μεγάλα αμαρτήματα, να μην νοσήσει η καρδιά μας με τη νόσο του άθεου Ωριγένη˙ διότι η μιαρή αυτή αρρώστια, υπερτονίζοντας τη φιλανθρωπία του Θεού, γίνεται εύκολα παραδεκτή από τους φιλήδονους’.

   Η έκτη οικουμενική σύνοδος συνήλθε για να καταδικάσει μία ακόμη αίρεση, εκείνη του μονοθελητισμού. Η αίρεση αυτή ισχυριζόταν ότι ο Χριστός δεν είχε ανθρώπινη θέληση, διότι αυτή είχε κατακυριευτεί από τη θεία θέληση. Η Σύνοδος, βασισμένη στη θεολογία ενός απλού μοναχού αλλά συνάμα και μέγιστου ονόματι και πράγματι θεολόγου, του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, επανέλαβε ότι ο Χριστός είχε όχι μόνο θεία αλλά και ανθρώπινη θέληση, η οποία όμως δεν αντιμαχόταν τη θεία θέληση, αλλά υποτασσόταν ελεύθερα σ’ αυτήν. Ο Χριστός, ως τέλειος άνθρωπος, ήθελε ελεύθερα αυτό που ήθελε ο Θεός. Αυτό σημαίνει για μας ότι ο Θεός δεν καταστρέφει αλλά τελειοποιεί και εξαγιάζει την ελευθερία των ανθρώπων μέσα από μια υγιή διαδικασία ελεύθερης κατά Θεόν υπακοής.

   Τέλος, η έβδομη οικουμενική σύνοδος υπερασπίστηκε την προσκύνηση των εικόνων. Εφόσον ο Χριστός είναι τέλειος άνθρωπος, είναι περιγραπτός και εικονιστός κατά το ανθρώπινον, η δε τιμή που αποδίδουμε στην εικόνα, ‘επί το πρωτότυπον διαβαίνει’ σύμφωνα με την περίφημη ρήση του Μεγάλου Βασιλείου.

   Ήδη από τις προηγηθείσες αναφορές γίνεται σαφής μια βασική διάσταση της Ορθόδοξης Πίστης. Η Ορθοδοξία δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι απλώς και μόνο μια θεωρητική γνώση της αλήθειας για το Θεό. Η Εκκλησία δεν υπήρξε ποτέ ένα είδος ‘φιλοφοφικής σχολής’, και η μαθητεία στις αλήθειες της δεν είχε ποτέ το χαρακτήρα μιας ξερής, έστω και ορθής, θρησκευτικής γνώσης. Η λέξη ορθοδοξία σημαίνει ορθή δόξα. Η λέξη όμως δόξα σημαίνει τόσο το δόγμα, δηλαδή την πίστη, όσο και τη λατρεία, τη δοξολογία δηλαδή του Θεού. Ορθόδοξος είναι αυτός που πιστεύει, δηλαδή λατρεύει, ορθά το Θεό, ή αντίστροφα, αυτός που λατρεύει, δηλαδή πιστεύει, ορθά το Θεό. Ήδη τον τρίτο αιώνα ο Άγιος Ειρηναίος τόνιζε ότι ‘ημών σύμφωνος η γνώμη τη ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην’˙ η γνώμη, δηλαδή η πίστη, και η ευχαριστία συνδέονται άρρηκτα. Δύο περίπου αιώνες αργότερα, ένας διακεκριμένος μοναχός θα γράψει ότι ‘ει θεολόγος ει, προσεύξει αληθώς, ει δε προσεύχει αληθώς, θεολόγος εί’. Εάν είσαι θεολόγος, θα προσεύχεσαι αληθινά, και εάν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος’.

   Τη στενή σύνδεση της πίστης με τη λατρεία την κατανοούμε εάν φέρουμε για μια στιγμή στο μυαλό μας το μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Η τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας θα αποτελούσε χονδροειδή ειδωλολατρική πράξη χωρίς την πίστη στη θεότητα του Χριστού που διακήρυξε η πρώτη οικουμενική σύνοδος. Κάτι παρόμοιο θα συνέβαινε εάν γινόταν δεκτή η διδασκαλία του Νεστορίου, που απέκοπτε την ανθρωπότητα του Χριστού από τη θεότητά του. Στην περίπτωση αυτή θα κοινωνούσαμε το σώμα και το αίμα ενός ανθρώπου ενωμένου απλώς και μόνο κατά χάριν, θέλησιν, και ευδοκίαν με το Θεό, και όχι το σώμα και του αίμα του ίδιου του σαρκωμένου Θεού. Τέλος, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας θα έχανε το νόημά του εάν ίσχυε αυτό που ισχυρίζονταν ορισμένοι εικονομάχοι, ότι δηλαδή ο καθαγιασμένος άρτος και οίνος αποτελούν απλώς και μόνο εικόνα του Χριστού – στην πραγματικότητα εδώ δεν έχουμε απλώς και μόνο εικόνα του Χριστού αλλά τον ίδιο το Χριστό, το ίδιο το σώμα του και το ίδιο αίμα του. Αυτή η βαθιά σύνδεση της πίστης με τη λατρεία αναδεικνύεται και από τη σημερινή εορτή. Διότι δεν είναι φυσικά τυχαίο που η Κυριακή της Ορθοδοξίας συνδέεται με την αναστήλωση των εικόνων, ενός δηλαδή σημαντικού λειτουργικού αντικειμένου.

   Η σημερινή όμως εορτή της Ορθοδοξίας συνδέεται και με μερικά ακόμη στοιχεία στα οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια εν πάση δυνατή συντομία. Πρώτον, η σημερινή εορτή συνδέεται με την πίστη στο Θεό όχι μόνο ως υπόθεση του νου αλλά και ως βίωμα της καρδιάς. Το πρώτο είναι πολύ λίγο χωρίς το δεύτερο. Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Χριστός κατέκρινε τους Ιουδαίους συμπυκνώνεται στα προφητικά λόγια του Ησαϊα, τα οποία ο Χριστός επαναλαμβάνει: ‘ο λαός ούτος τοις χείλεσιν αυτών με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού’. Ο Χριστός ζητά να έχει την πρώτη θέση όχι μόνο στο μυαλό μας ή το λόγο μας, αλλά και στην καρδιά μας. Ο Θεός απευθύνει σε όλους μας την έκκληση που διαβάζουμε στις Παροιμίες: ‘υιέ, δος μοι σην καρδίαν’.

   Δεύτερον, η σημερινή εορτή μας θυμίζει ότι η πίστη συνδέεται με τα έργα. Όπως μας γράφει ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ‘η πίστις άνευ των έργων νεκρά εστι’. Ο Χριστός, άλλωστε, στο Ευαγγέλιο μας τονίζει ότι ‘ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε εισελεύσεται εις την βασιλεία του Θεού, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς’. Σήμερα τιμήσαμε και τιμούμε τους μεγάλους ομολογητές της πίστης: τους αυτοκράτορες που την υπερασπίστηκαν και που συχνά αντήλλαξαν τη βασιλική πορφύρα με το ταπεινό ένδυμα του μοναχικού σχήματος. Τους ποιμένες της Εκκλησίας, αρχιερείς και ιερείς, που ορθοτόμησαν το λόγο της αληθείας και υπέστησαν τις συνέπειες. Τους μοναχούς και τους λαϊκούς που αγωνίστηκαν για το μεγάλο δώρο της ορθοδοξίας θυσιάζοντας πολλές φορές ακόμη και τη ζωή τους. Τα υποδείγματα των ομολογητών και των αγίων μάς θυμίζουν ότι το να χρησιμοποιείται το καύχημα της ορθοδοξίας ως άλλοθι για την έλλειψη ορθοπραξίας αποτελεί τεράστιο λάθος.

   Τρίτον, η σημερινή εορτή συνδέεται με την ενότητα της Εκκλησίας. Η ενότητα της Εκκλησίας θεμελιώνεται στην ενότητα της πίστεως, την οποία σε κάθε θεία λειτουργία ζητάμε από το Θεό. Όποιος τραυματίζει την ενότητα της Εκκλησίας, δεν είναι πια σε θέση να ομολογεί την πίστη της Εκκλησίας. Η λέξη ομολογία συνδέεται με το ρήμα ομολογώ, που σημαίνει ‘ομού’ λέγω, το να λέγω δηλαδή το ίδιο πράγμα μαζί με τους άλλους, μαζί, δηλαδή, με την Εκκλησία. Όποιος εγκαταλείπει την Εκκλησία, εγκαταλείπει και τη δυνατότητα να ‘ομολογεί’ την πίστη της. Όποιος τραυματίζει την ενότητα της Εκκλησίας διαπράττει σχεδόν εξίσου σοβαρό αμάρτημα με εκείνον που τραυματίζει την αυθεντικότητα της πίστεως στην οποία αυτή η ενότης θεμελιώνεται.

   Τα παραπάνω συνδέονται με ένα τέταρτο στοιχείο, με το ότι δηλαδή η ορθοδοξία, ήτοι η αλήθεια, δεν είναι μία ιδέα αλλά ένα πρόσωπο. ‘Εγώ ειμι η οδός, και η αλήθεια, και η ζωή’, διακήρυξε ο Χριστός. Όπως ακούσαμε στο σημερινό ευαγγέλιο, όταν ο Φίλιππος κάλεσε το Ναθαναήλ, δεν επικαλέστηκε μια θεωρία, αλλά τον προσκάλεσε να δει ένα πρόσωπο: ‘έρχου’, του είπε, ‘και είδε’. Η αλήθεια ταυτίζεται με το Χριστό, και οι χριστιανοί καλούν τους ανθρώπους στο Χριστό, όχι απλώς και μόνο σε μία, έστω και ορθή, θρησκευτική θεωρία. Για να το θέσουμε ακριβέστερα, οι χριστιανοί καλούν τους ανθρώπους στον όλο Χριστό και ο όλος Χριστός, σώμα και κεφαλή, συμπεριλαμβάνει, όπως έγραψε ο Άγιος Αυγουστίνος και επανέλαβε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, την Εκκλησία, ‘το πλήρωμα’, κατά τον Απόστολο Παύλο, ‘του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου’.

   Η κλήση όμως του Φίλιππου προς το Ναθαναήλ μας θυμίζει το πέμπτο και τελευταίο στοιχείο με το οποία συνδέεται η σημερινή εορτή, και αυτό δεν είναι άλλο από την ιεραποστολή. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η σημερινή ημέρα έχει οριστεί από την Εκκλησία της Ελλάδος ως η αφετηρία της εβδομάδος που είναι αφιερωμένη στην εξωτερική ιεραποστολή. Ο Χριστός, που είναι η αλήθεια, είναι και ο πρώτος και μεγάλος ιεραπόστολος. Στους ύμνους που ψάλλαμε σήμερα το πρωί και στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας που διαβάσαμε εκφράσαμε την ευγνωμοσύνη μας στο Χριστό για το μεγάλο δώρο της ορθόδοξης πίστης που κληρονομήσαμε. Το δώρο όμως αυτό δημιουργεί ευθύνες. Όπως διαβάζουμε στις Πράξεις των Αποστόλων, οι Ιουδαίοι, λίγο μετά την Πεντηκοστή, συνέλαβαν τον Πέτρο και τον Ιωάννη με αφορμή το θαύμα της θεραπείας του παραλύτου από τον Απόστολο Πέτρο. Όταν μετά από λίγο τους άφησαν ελεύθερους, τους απείλησαν να μην μιλούν καθόλου για τον Ιησού. Η απάντηση των Αποστόλων σ’ αυτή την απειλή ήταν η εξής: ‘εμείς δεν μπορούμε να μη μιλάμε γι’ αυτά που είδαμε και ακούσαμε’. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει σήμερα και για μας. Η Εκκλησία δεν ήταν ποτέ μια εσωστρεφής και αυτοαπασχολούμενη κοινότητα. Την συνείχε πάντοτε το χρέος να μεταδώσει το ευαγγέλιο του Χριστού στους εγγύς και τους μακράν, με το λόγο της και τη ζωή της. Το χρέος της ιεραποστολής αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της Ορθόδοξης πίστης. ‘Ουδέν ψυχρότερον χριστιανού ετέρους μη σώζοντος’ γράφει ο Χρυσόστομος. Πολύ δικαιολογημένα λοιπόν ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος συνέγραψε πριν από δεκαετίες ένα σχετικό κείμενο με τον ενδεχομένως προκλητικό αλλά στην πραγματικότητα πολύ εύστοχο τίτλο ‘αδιαφορία για την ιεραποστολή σημαίνει άρνηση της Ορθοδοξίας’.

Σεβασμιώτατε,

   Το μεγάλο έργο της διαφύλαξης και της μαρτυρίας της Ορθόδοξης πίστης η Εκκλησία μας το έχει αναθέσει στους κληρικούς και μάλιστα στον επίσκοπο. Ο επίσκοπος κατά τη χειροτονία του ομολογεί την ορθόδοξη πίστη, χειροτονείται δε ακριβώς προ της αναγνώσεως των βιβλικών αναγνωσμάτων της λειτουργίας για να τονιστεί με τον τρόπο αυτό η ευθύνη του να ορθοτομεί το λόγο της αληθείας κατά το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Το κήρυγμα όμως αυτό είχε, έχει, και θα έχει πάντοτε ανταγωνιστές και αντιπάλους. Ποιοι είναι άραγε σήμερα οι κίνδυνοι που απειλούν την ορθόδοξη πίστη;

   Στις μέρες μας ζούμε την τραγωδία της διηρημένης χριστιανοσύνης. Οι προκλήσεις της πολυπολιτισμικότητας, της εκκοσμίκευσης, και της αθεϊας σημαδεύουν την καθημερινότητά μας. Η ειδωλοποίηση της δύναμης και του πλούτου απειλούν να μας παραλύσουν. Νέα Ευαγγέλια, από το χώρο της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας, των κοινωνικών επιστημών, της πολιτικής θεωρίας, και της τέχνης προσπαθούν να εκτοπίσουν την πίστη από τις ψυχές των ανθρώπων και να τοποθετήσουν την Εκκλησία στο περιθώριο. Τα ψεύδη, επαναλαμβανόμενα από χιλιάδες στόματα, εμφανίζονται, σχεδόν αυτονόητα, ως αλήθειες. Την ίδια στιγμή, η αλήθεια πολλές φορές σιωπά, ελλείψει μαρτύρων ικανών και πρόθυμων να την υπερασπιστούν και να την ομολογήσουν. Η ευθύνη της μαρτυρίας της πίστεως είναι σήμερα τόσο επίκαιρη όσο ποτέ.
 
   Η μαρτυρία όμως αυτή θα πρέπει να δίνεται στην εποχή μας μετά λόγου γνώσεως. Η εποχή των αυτονοήτων και της συνθηματολογίας, η εποχή των εύκολων λύσεων κατά την οποία αρκούσε απλώς και μόνο η επίκληση της αυθεντίας και της παράδοσης, έχει παρέλθει. Η μαρτυρία της πίστεως σήμερα δεν έχει συνήθως ανάγκη από θορύβους και συγκρούσεις, υψηλούς τόνους, αμυντισμό, και φανατισμούς. Πολλές φορές η μαρτυρία της πίστεως είναι πολύ αποτελεσματικότερη όταν εκφράζεται με την ήρεμη και ειρηνική αυτοπεποίθηση όσων πραγματικά πιστεύουν ότι ο λόγος του Ευαγγελίου είναι ο μόνος λόγος που αξίζει να ακούγεται.
 
   Η μαρτυρία αυτού του λόγου δεν είναι πάντοτε υπόθεση απλή. Προϋποθέτει, ιδίως εκ μέρους των ποιμένων της Εκκλησίας, επίπονη και μακρά μαθητεία στις πηγές της πίστης, αλλά και γνώση των αντίζηλων ‘ευαγγέλιων’ που την παρερμηνεύουν ή την αρνούνται, ούτως ώστε να είναι δυνατή η αντίκρουσή τους. Προϋποθέτει τέλος την αναθέρμανση της πνευματικής και εκκκλησιαστικής μας ζωής, αλλά και της αγάπης μας προς τον Θεό και τον άνθρωπο. Με τον τρόπο αυτό η Ορθοδοξία δεν θα αποτελεί απλώς και μόνο καύχημα και μουσειακό θησαυρό του παρελθόντος, αλλά και πηγή ζωής για τους εγγύς και τους μακράν, για το σήμερα και το αύριο.

Σάββατο 1 Μαρτίου 2025

Η μεγάλη προσδοκία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

 



 

 

Η μεγάλη προσδοκία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

 

Ασφαλώς δεν θα αδικούσαμε την αλήθεια, αν λέ­γαμε ότι αυτό πού ως κοινή εσωτερική κατάσταση συμπυκνωμένη αυτή τη στιγμή κυριαρχεί στις ψυχές μας είναι η μεγάλη προσδοκία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Υπάρχει μπροστά μας μια ολόκληρη περίοδος γεμάτη από πνευματικές προκλήσεις και ευκαιρίες πού ή αξιοποίηση τους αποτε­λεί ανάγκη τής ψυχής μας. Όλοι κατανοούμε πόση ανάγκη έχουμε να ανε­βούμε λίγο πρτα πάνω, κάπως να αλλάξει ή ζωή μα, να μεταμορφωθεί και να μπολιασθεί από τη χάρη του θεού με έναν τρόπο αισθητό και ουσιαστικά αποτελεσματικό. Υπάρχει μέσα στην ψυχή του καθενός και εγκαταστημένος  ό πόθος και ή θεία και ιερή προσδοκία για κάτι ανώτε­ρο, για κάτι αλλιώτικο, για κάτι πνευματικότερο και ουσιαστικότερο στη ζωή μας.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, στα πρόθυρα ακριβώς αυτής     της ευλογημένη περιόδου πού είναι ή πιο όμορφη περίοδο τού έτους, ή πιο κατανυκτική, ή πιο πλούσια σέ πνευματικές αφορμές και ευκαιρίες. Ήδη ή λειτουργική ατμόσφαιρα τη έχει γίνει κατανυκτικότερη εξωτερικά: πέφτει ό φωτισμό, σκουραί­νουν τα χρώματα, μαζεύεται ο καθένας μας περισσότερο μέσα του. Αλλάζει και ο χαρακτήρα των ακολουθιών: οι γνωστές καθημερινές θείες Λειτουργίες έχουν δώσει τη θέση του στις έκτακτες Λειτουργίες των Προηγιασμένων Δώρων, κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Επιπλέον, υπάρχουν οι Κατανυκτικοί Εσπερινοί, οι Χαιρετισμοί, τα Μεγάλα Απόδειπνα, ό Μέγα Κανών, ο ιδιάζων χαρακτήρας τη καθεμιά από τις εορτές πού έχουμε μπροστά μας κ.ο.κ. Και όλα αυτά τα δένει ή αυστηρή νηστεία, πού απο­τελεί τη σφραγίδα τη ταυτότητα αυτής τής περιόδου.

Πώς λοιπόν θα μπορούσαμε αυτή τη στιγμή να βοηθήσουμε λίγο την ψυχή μας, πού είναι δύσκαμπτη και κλειστή, κάπως να ανοίξει, να γίνει πιο ευέλικτη, πιο ευκίνητη περί τα πνευματικά, και να μπορέσει να θέσει σε εφαρμογή αυτό που έχει ως όνειρο, ως πόθο και ως προσδοκία, ώστε να διευκολυνθεί η είσοδος της  χάριτος και την ευλογία του θεού και να φανερωθεί κάποιο αποτέλεσμα στη ζωή μας. Πολλά θα μπορούσε κάνει να πει. Ας σταθούμε όμως απόψε σέ τέσσερα βασικά χαρακτηρι­στικά, τα όποια προκύπτουν μέσα από την Κυριακή αυτή τής Τυροφάγου και αναδύο­νται μέσα από το περιεχόμενο των τροπαρίων που ακούσα­με σήμερα το πρωί και τώρα το βράδυ στον Κατανυκτικό Εσπερινό.

Το πρώτο στοιχείο είναι ό αγώνας. Χρειάζεται η ψυχή μας μια απόφαση για αγώνα, για έξοδο από τη χαλάρωση και την ευκολία, για εντονότε­ρη προσπάθεια, για άσκηση. Να κάνει κάνει ό,τι μπορεί, λίγο παραπάνω απ' όσο νο­μίζει ότι μπορεί. Να τεντώ­σει τις δυνατότητές του πέρα από τα γνωστά όρια του. Να μπορέσει να στοχεύσει στο τί ακριβώς χρειάζεται η ψυχή του. Έλεγε το πρωί ένα τροπά­ριο στους Αίνους: «Το στάδιο των αρετών ηνέωκται». Ανα­φέρεται σε ένα στάδιο αρετών και αγώνων που ήδη έχει ανοί­ξει και προτρέπει όποιον θέλει, χωρίς αναστολές, να εισέλθει: «οι βουλόμενοι αθλήσαι εισέλθετε». Και παρακάτω χρησιμοποιείται η λέξη «αντιμαχησόμεθα», που εκφράζει το μαχητικό φρόνημα με το όποιο πρέπει να ανταποδώσουμε τις επιθέσεις πού δεχόμαστε, για να μπορέσουμε, όπως λέγει στη συνέχεια, οπλισμένοι με τα όπλα των αρετών να προχωρήσουμε νικηφόρα σέ αυτό τον αγώνα. Ο όπλισμτων ημερών έχει ώ θώρακα την προσευχή, ως περικεφαλαία την ελε­ημοσύνη, ως μάχαιρα τη νηστεία. Ο υμνογράφος χρησιμοποιεί πολεμική διάλεκτο, η οποία δεν οφείλεται σε φιλολογική συγκυρία ή φραστικό τέχνασμα, άλλα στο ότι στοχεύει νά περιγράψει τό αγωνιστικό φρόνημα μέ τό όποιο κάθε πιστό καλείται να ριχθεί στο στάδιο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Είναι πολύ σημαντικό κάθε μέρα, κάθε λεπτό να μπο­ρεί ο καθένας μας να τοποθετείται ενώπιον του θεού και να εξομολογείται, διακρίνοντας στο βάθος τής ψυχής του τα ελαττώματα, τις αδυναμίες, τα πάθη εναντίον των οποίων και πρέπει να αγωνισθεί. Έλεγε πάλι ένα τροπά­ριο ότι καλή είναι ή νηστεία των «βρωμάτων», δηλαδή των τροφών, άλλα «νηστεία αληθή η των κακών αλλο­τρίωσα», πράγμα που σημαίνει ότι, παράλληλα με τον αγώνα της νηστείας, πρέπει να κάνουμε και τον ουσια­στικότερο αγώνα εναντίον των παθών μας. Και έχουμε όλοι μας πάθη ! Πάθη κρυμμένα, πάθη τα οποία δεν θέ­λουμε να ομολογούμε ούτε στον εαυτό μας, πάθη κι αδυναμίες πού βασανίζουν την ψυχή μα και πού την κρατούν δέσμια, απαγορεύοντάς της να απελευθερωθεί και να πετάξει λίγο πιο ψηλά από τον κόσμο στον όποιο βρίσκεται.

Το πρώτο λοιπόν στοιχείο στο οποίο μας καλεί η Εκκλη­σία είναι να εντοπίσουμε την αδυναμία μας και με τη συ­νεργία και βοήθεια των πνευ­ματικών μας, μέσα στις στιγμές της ησυχίας μας, να διακρίνει ό καθένας μα το δικό του πάθος -όχι του διπλανού του από το οποίο θέλει ό ίδιας να απαλ­λαγεί, άλλα τη δική του αδυ­ναμία, τη δική του δουλεία, τη δική του αμαρτία, αυτή που και στον εαυτό του ακόμη αρνείται να ομολογήσει.

Η ευκαιρία της νηστείας είναι μεγάλη. Δι' αυτής, η Εκκλησία μας εισάγει σε έναν αγώνα εναντίον της φύσεως μας, διότι έχουμε όλοι την τάση της λαιμαργίας, έχουμε όλοι ορμές εσωτερικές που εκφράζονται με το σώμα μας. Πολύ βαθιά φυτευμένες, πού πραγματικό παγιδεύουν τη βούληση, παραλύουν ιοί θέληση και πνίγουν την ελευθερία μας. Αυτός είναι ο Λόγος που η νηστεία είναι τόσο καλά ριζωμένη στη ζωή, την παράδοση και την εμπειρία της Εκκλησίας μας. Να Λοιπόν μια καλή ευκαιρία να αρχίσουμε τον αγώνα αυτής τη περιόδου από τη νηστεία, από κάτι πού είναι ίσως εξωτερικό, είναι όμως και τόσο σημαντικό.

Το δεύτερο στοιχείο στο οποίο θα έπρεπε να στα­θούμε μπορούμε να το δανεισθούμε από τη λέξη πού προσδιορίζει τον Εσπερινό τής Συγχωρήσεως. Αυτό πού ζητάει η Εκκλησία από μας είναι ή διπλή συγχώρηση: μετους αδελφούς μας και με τον θεό.

Τί θα πει συγχώρηση; Συγχώρηση θα πείνα ανοίξουμε την πόρτα της ψυχής μας για να φιλοξενηθεί στον χώρο της ο συνάνθρωπμας, ο γείτονας μας, ο συγγενής μας, η γυναίκα ή ό άντρας μας, τα παιδιά μας, τα αδέλφια μας, οι συνάνθρωποι μας όποιος μας περιβάλλει και όποιος ενδεχομένως μάς δημιουργεί κάποια δυσκολία στη σχέ­ση μας μαζί του. Είναι τόσο δύσκολο πολλές φορές να έχουμε την αρχοντιά να ζητήσουμε οι ίδιοι συγγνώμη! Η να έχουμε το θάρρος να δεχθούμε την αίτηση τής συγγνώμης από τον άλλο και να διαγράψουμε αυτό πού μάς χωρίζει, αυτό πού μας πικραίνει, αυτό πού μας κάνει όχι μόνο να μη νιώθουμε τον διπλανό μας ως αδελφό, αλλά να μην τον νιώθουμε καν ως πλησίον.

«Συχώρεση»· αυτό το «συν» σημαίνει «μαζί». Τον αγώνα αυτόν πρέπει να τον κάνουμε, όπως μας λέει ή Εκκλησία μας, μέσα από μια ζωή συμφιλίωσης -κι εδώ υπάρχει το «συν»-. Η συγχώρηση οδηγεί στη συμφιλίωση, η συμφιλίωση στη συναδέλφωση, η συνα­δέλφωση στη συμπόρευση, στη συνάθληση, και τέλος, σ' αυτό πού ό Απόστολος Παύλος περιγράφει, στην ευλογημένη κατάσταση του να γίνουμε σύμψυχοι, «το εν φρονούντες» (Φιλ. 2, 2), «εν μια" ψυχή συναθλούντες» (Φιλ. 1, 27)· να είμαστε ενω­μένοι σαν μία ψυχή, με ένα κοινό φρόνημα, ενωμένοι στο πρόσωπο ιού θεού και τής αγάπης που Αυτός δίδαξε και ενέπνευσε σ' εμάς. Τί ωραίες λέξεις! «Συγχώρηση», «συμφιλίωση», «συναδέλφωση», «συμπόρευση», «συνάθληση», και η κατάσταση του να είμαστε «σύμψυχοι», ομόφρονες και, ακόμη περισσότερο, ομόψυχοι, με μία ψυχή, ενωμένοι στο όνομα τού Χριστού.

Υπάρχει όμως και μία άλλη κλίμακα εξαγιασμού και σωτηρία ή οποία προκύπτει από μία άλλη συγχώρηση, τη συγχώρεση μας από τον θεόή μετάνοια που έλεγαν τα τροπάρια. Πόσα δεν έχουμε κάνει πού μας απομακρύ­νουν από Αυτόν! Πόσα δεν έχουμε κάνει πού μας κάνουν δύσκολη την αίσθηση τής παρουσίας Του στη ζωή μας! Εμείς φταίμε πού δημιουργούμε την ομίχλη των παθών μας και των αδυναμιών μας. Μα λείπει ή αρχοντιά και ή ελευθερία της ομολογίας της αμαρτίας μας.

Οι ευαγγελικές περικοπές των τριών τελευταίων Κυριακών, η πρώτη του Τελώνου και Φαρισαίου, η δεύτερη του Ασώτου και η τρίτη της Κρίσεως, έχουν μεταξύ του ένα κοινό σημείο: παρουσιάζουν την αμαρτία ως αμαρτία ενώπιον του Θεού. Βλέπουμε τον Τελώνη να πηγαίνει στον ναό για να ζητήσει συγγνώμη και να απευθύνεται στον θεό λέγοντας: «ο Θειλάσθητι μοι τω αμαρτωλό» (Λουκ. 18, 13).Ενώ ο Τελώνης αμάρτησε έναντι των συνανθρώπων του, συγχώρηση ζητάει πρωτίστως από τόν θεό στον χώρο του ναού.

Αλλά και ο Άσωτος: «ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον Σου και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός Σου» (Λουκ. 1ς, 21), λέει προς τον πατέρα του - ο πρώτος έναντι του όποιου αμάρτησα δεν είσαι εσύ, ο πατέρας μου, που κατασπατάλη­σα την περιουσία σου, άλλα είναι ο θεός του οποίου κατέστρεψα την εικόνα, λέρωσα και σπί­λωσα την τίμια εικόνα με την οποία περιποι­ήθηκε την ύπαρξη και την υπόσταση μου.

Και στην τρίτη πα­ραβολή, την παραβολή τής Κρίσεως, βλέπουμε ο ίδιος ο θεός να λέει: «Επείνασα και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και ουκ εποτίσατέ με» (Μτ. 2ς, 42) -αυτό πού δεν κάνατε στον συνάνθρωπο σας δεν το κάνατε σε μένα- αυτό πρόσωπο του αδελφού είμαι εγώ, άρα η αμαρτία σας είναι αμαρτία που ανάγεται σε έμενα.

Και οι δικές μας αμαρτίες, αγαπητοί μου αδελφοί, που έχουν ως βάση τους τον εγωισμό και τη φιλαυτία, τη φιληδονία, τη φιλοϋλία, τη φιλαργυρία, τον υλισμό, την πνευματική μας μυωπία, είναι αμαρτίες εσωτερικές, αμαρτίες που τις ζούμε μέσα μας και μας τρώνε τα σωθικά. Είναι αμαρτίες πού καταστρέφουν και καταβροχθίζουν τις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους και τους αδελφούς μας. Αποτελούν όλες μαζί της μία αμαρτία πού διαπράττουμε ενώπιον του Θεού, ο όποιος μάς έβαλε τη σφραγίδα της εικόνας Του και μας έδωσε τη δυνατότητα να φθάσουμε με τη χάρη Του στην ομοίωσή Του. Κι εμείς αμαυρώσαμε και το κατ' εικόνα και το καθ' ομοίωσιν. Έτσι, ζούμε σ' αύτη τη ζωώδη κατάσταση της καθημερινότητάς μας. Δεν μεταμορφώνεται ο εαυτό μας, δεν αναγεννάται, δεν ζει κάπως πιο πνευματικά, δεν λειτουργεί ως συγγενή τού αληθινού θεού.

Στεκόμαστε λοιπόν ενώπιον του θεού και ζητούμε αυτή τη δεύτερη συγχώρηση. Αφού συμφιλιωθούμε με τους αδελφούς μας, με τους διπλανούς μας, και αισθαν­θούμε λιγάκι ότι γκρεμίζονται τα τείχη που μας χωρίζουν, προχωρούμε στην άλλη συμφιλίωση, τη συμφιλίωση με το πρόσωπο του θεού και Πατέρα μας. Αυτή η συμφι­λίωση, αυτή η συγχώ­ρηση βάζει τον θεό στον χώρο της ψυχής μας. Έτσι, αρχίζουν να εμφανίζονται τα αποτυ­πώματα της κεκαλυμμένης αλήθειας Του μέσα στην καρδιά μα, να εκφράζονται οι εσω­τερικοί, οι πνευματικοί «αλάλητοι στεναγμοί» της παρουσίας Του. Έτσι, εισέρχεται η χάρις Του, κοινωνείται ή θεία φύση Του και καθίστα­ται ορατό το πρόσωπο Του.

Υπάρχουν άλλα δύο «συν» της «συν-χώρησης». Λέγεται στο βιβλίο τού Δευτερονομίου (και περιγράφεται αναλυτικά από τον άγιο Νικόδημο) πως σέ αυτό τον αγώνα που κάνουμε ζητούμε και έχουμε ανάγκη από τη συμπα­ράσταση του ίδιου του θεού. Η δική μας αίτηση συγγνώμης από Αυτόν Τον καθιστά «συνεκπολεμούντα» (πρβλ. Δευτ. 1, 3) μαζί μα, τού επιτρέπει Αυτός να πολεμά για εμάς και να φέρνει σε πέρα τον δικό μας αγώνα.

Κι ακόμη παραπάνω, έχουμε ανάγκη να γινόμαστε «συμπορευόμενοι» με Αυτόν. Όχι να συμπορεύεται ο θεός στον δικό μας αγώνα -αυτό είναι το προηγούμενο- άλλα να συμπορευόμαστε εμείς στη δική Του πορεία και οδό. Το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων θα ψάλουμε: «Δεύτε ουν και ημείς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθώμεν Αυτώ και συσταυρωθώμεν και νεκρωθώμεν δι' Αυτόν ταις τού βίου ηδοναίς». Αυτή η συγχώρηση πού θα ζητήσουμε από τον θεό θα μα δώσει μεν την αίσθηση ότι στον αγώνα μα και στην πορεία μας είναι και Αυτός συνοδοιπόρος, ταυτόχρονα όμως θα μας οδηγήσει και στο να μπορέσουμε κι εμείς να πορευθούμε τη δική Του οδό· να συσταυρωθούμε, να ζήσουμε το πάθος Του, για να μπορέσουμε να συζήσουμε μαζί Του και να συναντηθούμε.

Τί ευλογημένη που είναι η συγχώρηση! Πόσο, όμως, δύσκολα βγαίνει από την ψυχή μας μερικές φορές. Είμαι σίγουρος ότι κι εγώ έχω πικράνει κάποιους, είδα μερικούς ανάμεσα σας. Ελπίζω να ήρθαν για να με συγχωρέσουν, να κατανοήσουν το γιατί έκανα αυτό πού έκανα. Ενδεχομένως και κάποιοι έχουν πικράνει κάποιους άλλους ή έμενα ή εσάς. Τί ωραίο πράγμα φεύγοντάς σήμερα από την Εκκλησία να μπορέ­σουμε να ζήσουμε ότι δεν υπάρχουν τείχη ανά­μεσα μας.

Οι άλλοι δεν είναι κακοί, είναι αδελ­φοί μας. Δεν είναι εχθροί και εμπόδια στην πορεία μας, άλλα ευλογημένες ευκαιρίες στον αγώνα μας. Εκτός από τον αγώ­να και τη συγχώρηση, υπάρχει και ένα τρίτο στοιχείο πού προσδιορί­ζει τον χαρακτήρα αυτής της ευλογημένης περιό­δου ης Μεγάλη Τεσσαρακοστής, για το οποίο σήμερα θα μιλήσουμε πιο συνοπτικά. Είναι το στοιχείο της χαράς. Ξε­κινούμε την προετοιμα­σία μας για το Πάσχα με διάθεση αγωνιστική. Ξεκινούμε με την επι­θυμία τη συμφιλίωση με τους αδελφούς και τη συγχώρηση με τον θεό. Ο αγώνας όμως και η συγχώρηση δεν μπορούν να τελεσφορήσουν αν η καρδιά μας διατηρεί τη μιζέρια και την κακομοιριά της, να δεν κυριαρχείται από μεγάλη και εσωτερική χαρά.

«Τον της Νηστείας καιρόν, φαιδρώς απαρξώμεθα, προς αγώνας πνευματικούς εαυτούς υποβάλλοντες», λέγει το τροπάριο αυτό, τον αγώνα με χαρά να τον ξε­κινήσουμε. Σε άλλο δε σημείο έλεγε: «Έλαμψεν ή χάρις σου Κύριε, έλαμψεν ο φωτισμός των ψυχών ημών», έφθασε η λάμψη και ο φωτισμός Του στην ψυχή μας. Γι' αυτό προτρεπόμαστε να είμαστε «πνευματικώς εναγαλλιώμενοι» -γεμάτοι εσωτερική και πνευματική χαρά- και έτσι να ξεκινήσουμε. Άλλα και τα τροπάρια της επόμενης εβδομάδας υπογραμμίζουν την ανάγκη να διεξαγάγου­με αυτό τον αγώνα και να διεξέλθουμε την πορεία αυτή τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής χαρούμενα, δοξολογικά, ελπιδοφόρα.

Θα κλείσουμε με ένα τέταρτο γνώρισμα της Τεσσαρακοστής: τον στόχο της Αναστάσεως. Έλεγε ένα τροπάριο: «αξιωθείημεν κατιδείν το Άγιον Πάσχα». Τα τροπάρια σήμερα, από την πρώτη μέρα, μιλούν για το τέλος τής περιόδου, για το Πάσχα. Ένα άλλο έλεγε να «καταντήσωμεν» στην Ανάσταση τού Χριστού, να φθάσουμε δηλαδή ευλογημένα στο τέλος και στον στόχο μα, πού είναι ό εορτασμός της Αναστάσεως του Χριστού- όχι ασφαλώς με εξωτερικούς μόνο τρόπους άλλα κυρίως με πνευματικούς, να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ζήσει αύτη τη χαρά και τη δόξα του Αναστάντος Χρίστου.

Έχουμε μπροστά μας μια εκπληκτική ευκαιρία, με μοναδικές αφορμές και με όμορφές δυνατότητες, για να μπορέσει ό καθένα μας να ξεκι­νήσει φιλότιμα και όσο πιο έντονα μπορεί αυτό τον αγώνα τής νηστεία των «βρωμάτων», των τροφών, άλλα και τη νηστεία των παθών, να συγχωρεθούμε μεταξύ μας και να συμφιλιω­θούμε, να μη θεωρούμε ότι ό άλλος είναι αυτός πού χρησιμοποιεί ο διάβολος εναντίον μας, άλλα ότι είναι, ακόμη και με τα ελαττώματα του, αυτός που φέρνει ο θεός στον δρόμο και στην πορεία μας. Και έτσι αγκαλιασμένοι, ενωμένοι και σύμψυχοι, αφού ζητήσου­με και τη συγγνώμη του Θεού, να φθάσουμε γεμάτοι χαρά στον στόχο μα, πού είναι ή βίωση της ευλογίας της Αναστάσεως.

Σας εύχομαι, αγαπητοί μου αδελφοί, ο θεός πράγματι να είναι παρών αυτές τις μέρες στη ζωή μα -στη ζωή όλων! Να συνεκπολεμεί μαζί μα και να φέρνει εις πέρας τον αγώνα μας. Και καθώς θα περνάνε οι εβδομάδες και θα πλησιάζουμε «εγγύτερον ή ότε επιστεύσαμεν», από τότε ξεκινήσαμε τον αγώνα μας προς τη Βασιλεία του Θεού, να νιώθουμε ήδη την αύρα της παρουσίας του Αναστάντος Χρίστου στη ζωή μας.

Καλή και Ευλογημένη Τεσσαρακοστή!    

Από ιό βιβλίο Από ιό καθ' ημέραν στο καθ' ομοίωσιν». εκδ. Εν πλω.