Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

"Ο ΤΥΦΛΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ" ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ ΛΟΥΚΑ



και το φως του Θεού
 
Κυριακή ΙΔ Λουκά  ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΠΑΤΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ 





Κυριακή ΙΔ Λουκά  1-12-2019



«Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με», φώναξε ο τυφλός της Ιεριχούς.
Ο κόσμος που συνόδευε και ακολουθούσε τον Χριστόν, του είπαν να σωπάσει, να μη φωνάζει. Αλλά αυτός εκραύγαζε ακόμα πιο πολύ και ακόμα πιο δυνατά «Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Και ο φιλάνθρωπος Κύριος που αγαπά και αρέσκεται πολύ στο να ακούει το όνομά Του, και μάλιστα όταν Τον επικαλούνται με όλη τους, με όλη τους την καρδιά, στάθηκε και είπε να φέρουν μπροστά Του αυτόν που τον φώναζε ως «Υιόν Δαβίδ».
Όταν πλησίασε τον ρώτησε, «Τι θέλεις να σου κάμω;»
Η απάντησις του τυφλού: «Κύριε ίνα αναβλέψω». Και ο Θεάνθρωπος Κύριος με ένα Του λόγο, λέγοντάς του δηλαδή «Ανάβλεψον», έκαμε το θαύμα. Έδωσε στον τυφλό το φως του, και πρόσθεσε «Η πίστις σου σέσωκέ σε».
Και ο τυφλός που είδε παραχρήμα, δηλαδή αμέσως, δόξασε τον Θεόν και ακολούθησε μαζί με το πλήθος του λαού τον Χριστό. Αυτήν την σωτήρια κραυγή, την συναντάμε πολλές φορές στην Αγία Γραφή. Τη φώναξε μάλιστα και μια ειδωλολάτρισσα, η Χαναναία, και πρόσθεσε στο «ελέησόν με» ότι «η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». «Εμένα να ελεήσεις Ιησού, Υιέ Δαβίδ, εμένα, γιατί το παιδί μου είναι δαιμονισμένο. Εγώ είμαι η αιτία για το μεγάλο κακό που συνέβη στο παιδί μου. Εγώ φταίω για το δαιμόνιο που μπήκε μέσα του και δαιμονίστηκε. Αν ελεήσεις εμένα, θα ελεηθεί και το παιδί μου. Εάν με λυπηθείς και θεραπεύσεις τον πόνο μου, θα θεραπευθεί και το παιδί μου». Μας λένε και μας συστήνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ότι θα πρέπει πολύ να μας προβληματίσουν τα λόγια αυτά της Χαναναίας, της ειδωλολάτρισσας αυτής μάνας, της οποίας η πίστις ήτο πολύ μεγάλη. Και ερωτώ: Μήπως από τα πολλά κακά που συμβαίνουν στα παιδιά μας, όπως αναποδιές, κακοτυχίες, δυστυχήματα, δαιμονοκρατίες και χίλιες δυο άλλες γρουσουζιές, μήπως αυτές και όλα αυτά οφείλονται στις δικές μας αμαρτίες; Μήπως οφείλονται στις αμαρτίες των γονέων, οι οποίοι ξεστομίζουν κάθε μέρα κατάρες, διαβολοστέλνουν, αναθεματίζουν, ή βρίζουν τα θεία καθημερινώς, - χώρια οι εκτρώσεις που γίνονται η μία πίσω από την άλλη.
Εμείς φταίμε για όλα. Εμείς αμαρτάνομε χωρίς ντροπή. Εμείς είμεθα μακριά από τον Θεόν, την Εκκλησία Του και τα Άγια σωστικά μυστήριά Της. Εμείς δεν προσευχόμεθα όπως πρέπει. Και αν καμιά φορά κάνομε καμιά προσευχή, την κάνομε χωρίς καρδιά και χωρίς αγάπη. «Ιησού Υιέ Δαβίδ» φώναξε ο τυφλός και μόλις άνοιξαν τα μάτια του, ποιόν είδε μπροστά του; Τον Χριστόν είδε! Το φώς είδε! Την αλήθεια είδε! Τον Θεόν είδε! Είδε τον Σωτήρα του, που είναι το φώς το αληθινόν, το φως του κόσμου. Άρα βγαίνει το συμπέρασμα ότι πρέπει και μείς να φωνάζουμε και να επικαλούμεθα το Πανάγιον όνομά Του, πολύ συχνά, γιατί και μείς είμεθα ψυχικά τυφλοί από τις πολλές μας καθημερινές αμαρτίες. Ας το φωνάζουμε λοιπόν, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», για να μας ελεήσει. Ας το φωνάζουμε για να μας αποτυφλώσει από την τύφλα της ψυχής μας. Ας Τον φωνάζουμε για να σκορπίσει και να διαλύσει τα σκοτάδια από τον σκοτισμένο μας νου. Ας Τον φωνάζουμε για να μας ελευθερώσει από την τυραννία των παθών μας αδελφοί μου.
Και όταν ανοίξουν τα μάτια της ψυχής μας, τότε θα δούμε και μείς, το φως το αληθινόν. Και τότε θα δοξολογήσουμε και μαζί με την Εκκλησία θα βροντοφωνήσουμε βεβαιωτικά και θριαμβευτικά : «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον».
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε και την διαβεβαίωση του Ευαγγελικού λόγου, ότι «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ή μη εν Πνεύματι Αγίω». Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός μας φωτίζει και μας σπρώχνει για να λέμε αυτό το αίτημα με την ευχούλα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Και ανάλογα με την προαίρεση που έχουμε, ανάλογα με την διάθεση που έχουμε, τη μικρή ή τη μεγάλη, λέμε ή δε λέμε προσευχή, κάνουμε ή δεν κάνουμε προσευχή. Άμα υποκύψουμε σε ένα πάθος με πλήρη την πνευματικήν μας συγκατάθεση, με ολοκληρωμένη την συγκατάθεση την ψυχοσωματική μας, τότε δεν μπορούμε να κάνουμε προσευχή. Δεν βγαίνει η προσευχή από μέσα μας, διότι το πάθος σκοτίζει το νου, και εμποδίζει να βγάλει την προσευχή της καρδιάς. Βγαίνει η προσευχή, αλλά την λένε μόνον τα χείλη μας, είναι ξερή και άγονη. Είναι άκαρπη σαν την άκαρπη συκιά του Ευαγγελίου. Γι’ αυτό και ζητάμε πρώτα απ’ όλα, να αποκτήσομε τη συναίσθηση της αμαρτωλότητός μας και το βάρος των πτώσεών μας στην αδικία, στην κακία, στην πονηρία, στην κατάκριση, στην ατιμία, στο ψέμα και σε πλήθος άλλων αμαρτημάτων και κακιών. Η συναίσθησις αυτή θα φέρει την αληθινή μετάνοια αφού με την αμαρτία λυπήσαμε το Πνεύμα το Άγιο. Στην αληθινή μετάνοια ενεργοποιείται η πίστις προς την παντοδυναμία και την αγαθότητα του Αγίου Θεού, και τότε η ψυχή μας ψάχνει να βρει τον Σωτήρα της Ιησού Χριστό, για να Τον φωνάξει παρακλητικά «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Και όχι μόνον μια φορά, πολλές φορές, αμέτρητες, με δυνατή την πίστη, με συντριβή, και δάκρυα βγαλμένα απ’ την καρδιά. Επειδή όμως χριστιανοί μου είμεθα όλοι μας αμαρτωλοί, και πρώτος εγώ, και μάλιστα περισσότερο απ’ όλους σας είμαι αμαρτωλός, έρχεται ο διάβολος, ο αιώνιος αυτός εχθρός της ψυχής μας και μας πολεμάει με τους λογισμούς, στο να μη φωνάζουμε το όνομα του Ιησού Χριστού, στο να μη λέμε την ευχούλα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», για να προκαλέσει απόγνωση και απελπισία. Τι μας ψιθυρίζει; - θα σας πω. Μας λέγει λοιπόν μέσα στο νου: «Γιατί λες την ευχή αφού δε βλέπεις από πουθενά ωφέλεια; Γιατί κοπιάζεις τόσο άδικα; Μάταια κουράζεσαι καυμένε! Γεύθηκες; Έχεις γεύσεις πνευματικές; Δεν έχεις! Θεϊκή ευωδία στην όσφρησή σου; Δεν έχεις! Όραση Θεού; Δεν έχεις! Καρπούς στα παιδιά σου και στην οικογένειά σου; Δε βλέπεις! Χαμένος λοιπόν κόπος και καιρός. Άλλωστε αυτός ο τρόπος δεν είναι για σένα που ζεις στο κόσμο και έχεις τόσες μέριμνες τόσες σκοτούρες! Μάταια λοιπόν κοπιάζεις!» Αυτά και άλλα παρόμοια μας ψιθυρίζει ο διάβολος, σπέρνοντας μέσα στην ψυχή μας τα ζιζάνια της αμφιβολίας. Μόνον η δική μας εμμονή στα πάθη εμποδίζει την προσευχή! Παρά ταύτα όμως, παρόλο που εμείς επιμένουμε στα πάθη και στην αμαρτία, ο Θεός και βλέπει και ακούει. Και επειδή «δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν», θα του δώσει του χριστιανού πολλές πολλές ευκαιρίες για να σωθεί. Μόνον να μην πάψει ως ο τυφλός της Ιεριχούς, να φωνάζει και να επικαλείται το όνομά Του. «Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με», ή καλύτερα «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». «Ιησού επιστάτα ελέησον ημάς», φώναξαν οι απόστολοι όταν είδαν τον κίνδυνον από το ύψος των κυμάτων της τρικυμισμένης εκείνης λίμνης και εγείροντας τον Κύριο εσώθησαν. Γιατί ο Κύριος εγειρόμενος είπε προς την θάλασσα και τα αγριεμένα κύματα «Σιώπα, πεφίμωσον» και εγένετο γαλήνη μεγάλη. «Ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» φώναξε παρακλητικά ο Τελώνης, κτυπώντας το στήθος του με τα χέρια του για να βρεθεί ευθύς αμέσως δικαιωμένος στη Βασιλεία του Θεού.«Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου», φώναξε με πίστη και μετάνοια, και ο ληστής πάνω στο σταυρό, για να μπει πρώτος στον Παράδεισο. Ποιος; Ένας ληστής, ένας φονιάς, ένας κακούργος, ένας μεγάλος μεγάλος αμαρτωλός.
Είπαμε αδελφοί μου ότι ο τυφλός της Ιεριχούς, μόλις άνοιξαν τα μάτια του το πρώτο πράγμα που αντίκρισε μπροστά του ήταν το θεϊκό πρόσωπο του Κυρίου. Είδε το Σωτήρα του, είδε το Φώς του κόσμου. Το ίδιο συμβαίνει και στα δικά μας μάτια, στα μάτια της ψυχής μας που είναι τυφλά απ’ την αμαρτία. Όταν αυτά ανοίγουν από τη Θεία Χάρη, αποτυφλώνεται ο άνθρωπος στη σωματική του όραση, χωρίς όμως αυτή να τη χάσει, και βλέπει. Τι βλέπει; Δεν ξέρετε. Βλέπει όμως και ορά την παρουσίαν του Αγίου Θεού, που είναι Φώς, Φώς και μόνον Φώς. Φώς ο Θεός, Φώς ο Πατήρ, Φώς ο Υιός, Φως το Πανάγιον Πνεύμα, όλος ο Θεός Φώς. Φώς. Πλημμύρα Θεού Φωτός, μέσα και έξω απ’ τον άνθρωπο. Όλος ο προσευχόμενος χριστιανός γίνεται ένα με το φως, μέσα από το φως βλέπει το Φως του Θεού. Μέσα απ’ αυτό το Θείον Φώς βλέπει ακτίστως το έκτακτο κάλλος, την απροσπέλαστη δηλαδή ομορφιά του Θείου Προσώπου, του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, «ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς». Και η ομορφιά αυτή όπως το τονίζει ο δικός μου ο γέροντας, δεν συγκρίνεται λέγει βεβαιωτικά ούτε με μύριους Παραδείσους, από το αμήχανον αυτό κάλλος και από την Θεϊκή άπειρη δόξα του θείου προσώπου του Ιησού Χριστού τρέφονται άγγελοι και αρχάγγελοι, Χερουβείμ και Σεραφείμ και όλες οι υπερουράνιες αόρατες Ασώματες Δυνάμεις. Τρέφονται ακόμα και όλοι οι Άγιοι που θριαμβεύουν σήμερα στην Βασιλεία των Ουρανών. Τρέφονται ακόμα και όσες ψυχές έχουν φύγει ορθοδόξως και προγεύονται τη Βασιλεία του Αγίου Θεού. Απ’ αυτήν θα τρέφονται ακορέστως στους αιώνας των αιώνων και όσοι από μας αξιωθούν και σωθούν.
Η ευχή μου είναι να σωθείτε όλοι σας, μηδενός εξαιρουμένου, άνδρες και γυναίκες, νέοι γέροι και παιδιά, όλοι σας εύχομαι να σωθείτε εν μετανοία. Το επαναλαμβάνω. Όλοι σας εύχομαι να σωθείτε εν μετανοία. Να εύχεστε όμως και σεις όλοι, και να προσεύχεστε γι’ αυτό, για να σωθούμε και ημείς οι λειτουργοί του Υψίστου, οι ποιμένες των λογικών προβάτων, που σήμερα όλως αναξίως καταξιωθήκαμε να παρασταθούμε μπροστά στο επίγειο θυσιαστήριο του Αγίου Θεού, ο πατήρ Καλλίνικος, ο πατήρ Παναγιώτης και εγώ ο ανάξιος. Σας παρακαλώ πολύ να προσεύχεστε για να σωθούμε και μείς μαζί σας,

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Ο ΑΦΡΟΝΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΦΡΟΝΕΣ

Ήτανε ένα πλούσιος πού έτρωγε και έπινε και ποτέ δεν χόρταινε. Ένας πλούσιος που καθημερινά ντυνότανε λαμπρά και πανάκριβα χωρίς να νοιάζεται για κανέναν και για τίποτε πέρα από τον εαυτό του. Ένας πλούσιος που δεν καταδεχότανε ούτε καν να κοιτάξει το φτωχό και κατατρεγμένο Λάζαρο που αργοπέθαινε καθημερινά εκεί δίπλα του, έξω από το σπίτι του. Μα τη πάτησε αυτός ο άνθρωπος. Ήρθε η ώρα για να αφήσει πίσω του και πλούτη και παλάτια. Πως την πάτησε; Απ’ τα παλάτια σε τόπο οδύνης.

Τα είδαμε όλα αυτά σε προηγούμενη Κυριακή.

Άραγε ο μοναδικός;

Μα φυσικά όχι. Η ανθρώπινη ανοησία δεν τελειώνει ποτέ.

Σήμερα άλλος άμυαλος, άλλος ανόητος πλούσιος.

«Ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα• Και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων τι ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου;»

Και βρήκε επιτέλους λύση ο άνθρωπος στο πρόβλημα του.

«Τούτο ποιήσω• καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου, Και ερώ τη ψυχή μου• ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά• αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου».

Βασανίστηκε, έστυψε το μυαλό του, νύχτες ολόκληρες έμεινε άγρυπνος. Και τώρα, μετά από τόσους υπολογισμούς, αναστεναγμός ανακούφισης. «Αυτό θα κάνω, θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω πολύ πιο μεγάλες. Θα συγκεντρώσω εκεί μέσα όλα τα αγαθά μου, και θα ζω ξένοιαστα και χαρούμενα. Θα έχω να τρώω και να πίνω. Δε θα με νοιάζει πλέον, ούτε και θα στεναχωριέμαι για τίποτα».

Άραγε βλέπουμε καμιά διαφορά και σε τούτον και στον άλλο πλούσιο;

Απολύτως καμιά.

Και ο ένας και ο άλλος λογάριαζαν χωρίς το «ξενοδόχο».

Έκαναν λάθος λογαριασμούς. Λογάριαζαν τα πλούτη τους, τα έβρισκαν αρκετά, πολύ αρκετά, και έμειναν με τη σιγουριά μιας μακάριας ζωής. Μιας ζωής χωρίς πόνο και δάκρυα, χωρίς απολύτως καμιά ενόχληση. Αλλά και χωρίς να νοιάζονται για κανέναν και για τίποτε. Για κανέναν μα κανέναν Λάζαρο.

Αλήθεια πόσο μεγάλη η ομοιότητα και στους δυο αρχοντάδες; Πόσο μεγάλη η ανοησία και των δυο;

Πόσο όμως έπεσε έξω στους υπολογισμούς του και τούτος; Πόσο άμυαλα και ασυλλόγιστα λογάριαζε.

Έρχεται η φωνή της αλήθειας. Της μόνης αλήθειας.

«Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου• α δ’• ητοίμασας τίνι έσται;»

Την ίδια στιγμή που πίστεψε πως βρήκε την λύση, όλα γκρεμίζονται! Η φωνή του Θεού, η αδυσώπητη φωνή της αλήθειας, τον προσγειώνει στην πραγματικότητα. «Άφρονα, άμυαλε, ανόητε τούτη τη νύκτα, απόψε, θα πεθάνεις. Αυτά που ετοίμασες τι θα τα κάνεις;»

Αδελφοί μου!

Ο άφρονας πλούσιος της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής, οι ανόητοι πλούσιοι και τούτης και της άλλης που ήδη μιλήσαμε, που τρώνε και πίνουν και ντύνονται και κανέναν δεν λογαριάζουν, είναι τύποι που δεν μας έλειψαν ποτέ. Είναι τύποι πολύ συνηθισμένοι και στα χρόνια μας! Είναι εκείνοι που περιορίζουν τα όνειρα και τις προσδοκίες τους, στο τι θα φάνε και στο τι θα πιούνε, στο πως θα εξαπατήσουμε τον άλλον και θα τον έχουνε στη δούλεψή τους κοψοχρονιά, στο πως θα κερδίσουν περισσότερα και θα πληρώσουν τα λιγότερα. Είναι τύποι που ούτε καν σκέπτονται πως τα χρόνια μας είναι λίγα, χωρίς να ενδιαφέρονται για τίποτε περισσότερο απ’ την καλοπέρασή τους.

Αδελφοί μου!

Για μια ακόμη φορά τα λόγια του Κυρίου μας σε πλήρη σύμπλευση με τη τωρινή πραγματικότητα. Και σήμερα η Ευαγγελική περικοπή υπογραμμίζει μια ακόμη παράμετρο της κατάστασης που βιώνουμε.

Άραγε είμαστε αμέτοχοι της κρίσης που ζούμε;

Τονίζουμε συνεχώς πως η κρίση είναι πρωτίστως πνευματική, είναι ηθική, είναι κρίση θεσμών, είναι κρίση πολιτισμού με φυσικό επακόλουθο βέβαια το οικονομικό κατρακύλισμα.

Αλήθεια σκεφτήκαμε άραγε ποτέ πως δε διαφέρουμε και πολύ απ’ τον ανόητο της περικοπής; Τις αποθήκες μας τις γκρεμίζαμε μέχρι πριν λίγο καθημερινά και φτιάχνουμε καινούριες. Κι μη μου πείτε πού είναι τα κτίσματά μας και οι καινούριες μας αποθήκες.

Έχουμε ξεχάσει άραγε το μεγάλο σφάλμα μας, το ασυγχώρητο σφάλμα μας, όταν ανίδεοι πέφταμε στα χέρια των τραπεζικών σειρήνων και χωρίς κανένα αντίκρισμα, παραλαμβάναμε καθημερινά κάρτες και δάνεια, για γιορτές και πανηγύρια, για διακοπές και ρούχα για καινούριες τηλεοράσεις και πλυντήρια, δάνεια επί των δανείων άσκεφτα για οτιδήποτε και αλόγιαστα για άσκοπα φαγοπότια.

Και τώρα; Τώρα σηκώνουμε τα χέρια μας. Δεν μπορούμε να πληρώσουμε. Δε μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα. Δε μπορούμε να ζήσουμε τούτη τη συμβιβασμένη ζωή, στερημένοι ίσως και πεινασμένοι.

Φταίμε γιατί πιστέψαμε στα τραγούδια των σειρήνων. Φταίμε γιατί δε βουλώσαμε τα αφτιά μας στα ψέματά τους. Φταίμε γιατί απλώσαμε τα πόδια μας πιότερο απ΄ το πάπλωμα μας. Φταίμε γιατί έτσι τους επιτρέψαμε να γίνουν οι οικονομικοί δικτάτορές μας.

Φταίμε αδελφοί μου γιατί αν και Χριστιανοί, αν και ακούμε συνεχώς για τους άφρονες πλουσίους, αφήνουμε τα λόγια τούτα να μπαίνουν απ’ τη μια και να βγαίνουν απ’ την άλλη.

Φταίμε γιατί ζούμε σαν να μην έχουμε Θεό, σαν άθεοι που λέμε «φάγωμεν και πίωμεν αύριον γαρ αποθνήσκομεν», σαν να είμαστε κυρίαρχοι της ζωής, σαν να μην υπάρχει τίποτε παραπέρα.

Αδελφοί μου να τελειώσουμε με ένα διάλογο με ένα γέροντα που με έχει εντυπωσιάσει και τον αναφέρω προσωπικά πολλές φορές.

«Ένας ασκητής συνομιλούσε με έναν νέο, ο οποίος αποκάλυπτε τα όνειρά του : – Σκέπτομαι να σπουδάσω Αρχιτέκτων.

Και ύστερα ; Του λέει ο Ασκητής.

– Ύστερα θα πάρω υποτροφία στο εξωτερικό.

Και ύστερα ;

– Θα ανοίξω ένα Αρχιτεκτονικό Γραφείο, θα παντρευτώ, θα δημιουργήσω οικογένεια θα είμαι πλούσιος!

Και ύστερα ; Ξαναρωτά ο Γέροντας.

– Θα γεράσω και όταν έλθει η ώρα θα πεθάνω!

Και ύστερα ; Επιμένει ο ερημίτης.

Ο νέος έσκυψε το κεφάλι!

Αλήθεια και ύστερα ;….

Το ίδιο ερώτημα του ερημίτη απευθύνεται προς όλους μας. Ας αφήσουμε ελεύθερη την φωνή της ψυχής μας να δώσει την απάντηση»!

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΛΟΥΚΑ / ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ

Ο καλός Σαμαρείτης

Ο καλός Σαμαρείτης - 

" Οι άνθρωποι του Θεού" 


—Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή; ρώτησε κάποτε ένας νομοδιδάσκαλος τον Κύριο θέλοντας να Τον παγιδεύσει. Κι Εκείνος τον παρέπεμψε στις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου. Τότε ο νομοδιδάσκαλος ανέφερε τις δύο βασικότερες εντολές της Παλαιάς Διαθήκης, την αγάπη προς το Θεό και την αγάπη προς τον πλησίον. Θέλοντας όμως να δικαιολογηθεί, επειδή έθεσε ένα ερώτημα στο οποίο του ήταν γνωστή η απάντηση, έθεσε κι ένα δεύτερο: Ποιον πρέπει να θεωρώ πλησίον μου; Αυτό το ερώτημα στάθηκε η αφορμή να διηγηθεί ο Κύριος μία υπέροχη παραβολή, την παραβολή του καλού Σαμαρείτη.
Κάποιος άνθρωπος, είπε, κατέβαινε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ και έπεσε σε ενέδρα ληστών, οι οποίοι τον λήστεψαν, τον έγδυσαν, τον καταπλήγωσαν και τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο. Κάποια στιγμή ένας ιερεύς που κατέβαινε στο δρόμο εκείνο, ενώ τον είδε από μακριά, πέρασε από το απέναντι μέρος χωρίς να του δώσει καμία βοήθεια. Παρόμοια και κάποιος Λευίτης, υπηρέτης του ναού, έφθασε στο μέρος εκείνο. Αυτός φάνηκε ακόμη πιο άσπλαχνος. Ήλθε πολύ κοντά, είδε την άθλια κατάσταση του πληγωμένου ανθρώπου κι έφυγε. Ο ιερεύς έφυγε από ενστικτώδη φιλαυτία, ενώ ο Λευίτης έπειτα από υπολογισμό.
Και τα δύο όμως πρόσωπα, ο ιερέας και ο Λευίτης είχαν κάτι κοινό: Ήταν δύο πρόσωπα που είχαν αξίωμα και έργο ιερό. Αυτοί εξαιτίας της ιδιότητάς τους θα έπρεπε περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο της εποχής εκείνης να είναι συμπονετικοί και σπλαχνικοί, να δείξουν αγάπη στον ετοιμοθάνατο διαβάτη. Αυτοί λόγω της θέσεώς τους δίδασκαν και τους άλλους το καθήκον της αγάπης προς τον πλησίον. Κι όμως αθέτησαν το καθήκον τους αυτό. Είναι θλιβερό, εκείνοι που θα έπρεπε να δίνουν το παράδειγμα της αγάπης, να γίνονται παραδείγματα σκληρότητος. Οι άνθρωποι του Θεού να δυσφημούν τόσο πολύ το Θεό.
Κάτι  τέτοιο δυστυχώς επαναλαμβάνεται πολλές φορές μέσα στην ιστορία σε «ανθρώπους του Θεού». Και είναι φοβερό να συμβαίνει κάποτε και σε μας. Σε μας που θέλουμε να είμαστε άνθρωποι της Εκκλησίας, να αποδεικνυόμαστε στην πράξη άσπλαχνοι, σκληροί, αδιάφοροι στον ανθρώπινο πόνο. Είναι τραγικό να ισχύει κάτι τέτοιο και για μας. Εάν δεν δείξουμε εμείς οι πιστοί χριστιανοί αγάπη, ποιος άλλος θα δείξει; Ο Κύριός μας το ξεκαθάρισε ότι χωρίς την αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας, Βασιλεία ουρανών δεν πρόκειται να κληρονομήσουμε. Η αγάπη προς τον πλησίον είναι η σφραγίδα της γνησιότητός μας, η βασική προϋπόθεση της σωτηρίας μας.

Ο Χριστός, καλός Σαμαρείτης

Η συνέχεια της παραβολής είναι γνωστή. Κάποια στιγμή ένας Σαμαρείτης που διάβαινε από το δρόμο εκείνο είδε τον καταπληγωμένο άνθρωπο, πλησίασε κοντά του και τον σπλαχνίστηκε. Δεν φοβήθηκε μην πάθει τα ίδια, έμεινε κοντά του, έπλυνε τα τραύματά του, τα άλειψε με λάδι και κρασί, τα έδεσε με επιδέσμους. Και αφού με πολύ κόπο ανέβασε τον άνθρωπο αυτόν στο ζώο του, τον μετέφερε σε κάποιο πανδοχείο και τον περιποιήθηκε όλη τη νύχτα. Και την άλλη μέρα το πρωί έδωσε δύο δηνάρια στον ξενοδόχο και του είπε: Περιποιήσου τον για να γίνει καλά. Και ό,τι άλλο ξοδέψεις, καθώς θα επιστρέφω στην πατρίδα μου και θα περάσω πάλι από εδώ, θα σου το εξοφλήσω.

Λοιπόν, ρώτησε ο Κύριος το νομοδιδάσκαλο, ποιος από τους τρεις αυτούς επιτέλεσε το καθήκον του προς τον πλησίον; Κι εκείνος απάντησε: Αυτός που τον συμπόνεσε και τον ελέησε. Ο Κύριος τότε του είπε: Πήγαινε και κάνε κι εσύ το ίδιο.
Αυτή την προσταγή δίνει και σε μας ο Κύριος. Μας ζητά δηλαδή να δείχνουμε αγάπη σε κάθε άνθρωπο που πάσχει, χωρίς να εξετάζουμε αν αυτός είναι δικός μας, ξένος ή εχθρός μας, και χωρίς να υπολογίζουμε θυσίες και κόπους και δαπάνες. Αυτό μας το δίδαξε ο Κύριος όχι μόνο μέσα από την παραβολή αυτή αλλά πολύ περισσότερο μέσα από τη ζωή του. Διότι ο ίδιος έγινε ο καλός Σαμαρείτης για μας. Αγάπησε τους ανθρώπους μέχρι θανάτου. Η αγάπη του κορυφώθηκε και έλαμψε σε όλο το μεγαλείο επάνω στο Σταυρό. Και μας ζητά να μάθουμε κι εμείς να αγαπάμε, να γινόμαστε καλοί Σαμαρείτες στους γύρω μας.
Δυστυχώς όμως στην εποχή μας, ενώ όλοι μιλούμε για αγάπη, πραγματική αγάπη δεν έχουμε. Κι αυτό φαίνεται περισσότερο στις σχέσεις μας με τα δικά μας πρόσωπα. Πώς τους μιλάμε, πώς τους φερόμαστε; Αλλά αν δυσκολευόμαστε να αγαπήσουμε τους δικούς μας, πόσο μάλλον τους ξένους; Γι΄ αυτό υποφέρουμε. Διότι αγάπη σημαίνει θυσία, σημαίνει να δίνουμε κι όχι να απαιτούμε να γίνουν οι άλλοι καλοί για να τους αγαπήσουμε. Αγάπη σημαίνει να γίνει πλατιά η καρδιά μας όπως των αγίων για να χωράει όλους, ακόμη κι αυτούς που μας δυσκολεύουν. Να τους προσφέρουμε την αγάπη μας με απαλό τρόπο, χωρίς να έχουν την αίσθηση ότι κάνουμε προσπάθεια για να τους αγαπήσουμε. Να ακούμε με πόνο τον πόνο τους, να τους ανακουφίζουμε στο πρόβλημά τους. Κατανοώντας το χαρακτήρα τους, να διαισθανόμαστε την κούρασή τους, τις δυσκολίες τους, τις επιθυμίες τους. Και να τους προσφέρουμε την αγάπη μας άλλοτε μ’ ένα στοργικό λόγο κι άλλοτε με τη σιωπή μας· άλλοτε με τη διακονία μας κι άλλοτε με θυσίες που κοστίζουν ίσως πολύ. Έτσι θα γίνουμε καλοί Σαμαρείτες. Έτσι θα δούμε πρόσωπο Θεού.
Περιοδικό “Ο Σωτήρ”, τ. 1988