Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Κυριακή των ΒαΐωνΚυριακή των Βαΐων


ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ BAlΩN
Ευλογημένος ο Ερχόμενος
(Εκείνος που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη, ο γυιός του Θεού και ο Λόγος του ο συναΐδιος, σήμερα τα­πεινώθηκε και ήρθε στη Βηθανία απάνω σ' ένα που­λάρι. Και τα παιδιά των Εβραίων τον υποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλιάς του Ισραήλ».
Οι πολέμαρχοι του κόσμου, σαν τελειώνανε τον πόλεμο και βάζανε κάτω τους οχ­τρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι και καθί­ζανε απάνω σε χρυσά αμάξια για να μπούνε στην πολιτεία τους. Μπροστά πηγαίνανε οι σάλπιγγες κι οι σημαίες κ' οι αντρειωμένοι στρατηγοί και πλήθος στρατιώτες σκεπα­σμένοι με σίδερα άγρια και βαστώντας φονικά άρματα γύρω σ' ένα αμάξι φορτωμένο με λογής λογής αρματωσιές και σπαθιά και κοντάρια παρμένα από το νικημένο έθνος.
Όλοι οι πολεμιστές ήτανε σαν άγρια θηρία σιδεροντυμένα, τα κεφάλια τους ήτανε κλει­δωμένα μέσα σε φοβερές περικεφαλαίες, τα χοντρά και μαλλιαρά χέρια τους ήτανε μα­τωμένα από τον πόλεμο, τα γερά ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα και τεντωμέ­να, σαν του λιονταριού που ξέσκισε με τα νύχια του το ζαρκάδι και τανύζεται με μουγκρητά και φοβερίζει τον κόσμο. Ύστερα ερχότανε το χρυσό τ' αμάξι του πο­λεμάρχου, που καθότανε σ' ένα θρονί πλου­μισμένο μ' ακριβά πετράδια, περήφανος, ακατάδεχτος, φοβερός, που δεν μπορούσε να τον αντικρύσει μάτι δίχως να χαμηλώσει και βα­στούσε το τρομερό σκήπτρο του, που κάθε σάλεμά του ήτανε προσταγή, δίχως ν' ανοίξει τα στόμα του αυτός που το κρατούσε.
Άλο­γα ανήμερα, ήτανε ζεμένα σ' αυτά τ' αμάξι, με λουριά χρυσοκεντημένα με γαϊτάνια και περπατούσανε κι αυτά καμαρωτά και περή­φανα σαν τους ανθρώπους. Ένα κορίτσι έμορ­φο σαν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστούσε ένα χρυσό στεφάνι απάνω από το κεφάλι του νικητή, κι άλλα κορίτσια κι αγόρια ρίχνανε λιβάνια κι άλλα μυρουδικά σε κάποια με­γάλα θυμιατήρια όμοια με μανουάλια.
Από πίσω έρχόντανε οι σκλάβοι άντρες και γυ­ναίκες κι όποιοι ήτανε άρρωστοι και λαβω­μένοι, τους σέρνανε και τους χτυπούσανε οι στρατιώτες. Όση δόξα είχανε αυτοί που πηγαίνανε μπροστά, άλλη τόση καταφρόνε­ση και δυστυχία είχανε όσοι ακολουθούσανε από πίσω. Αυτοί ήτανε δεμένοι με σκοινιά και μ' αλυσίδες, πολλοί πιστάγκωνα, κουρε­λιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σαν πεθα­μένοι από τα μαρτύρια κι από την αγρύ­πνια. Πολλοί ήτανε μισόγυμνοι κ' οι πλά­τες τους ήτανε μελανιασμένες από το βούνευρο. Ανάμεσά τους ήτανε γυναίκες, παρθέ­νες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες με αθώα μωρά στην αγκαλιά τους, γρηές που βαστούσανε τα εγγόνια τους από το χέρι, όλες κατατρομαγμένες σαν τα αρνιά που τα πάνε στον μακελάρη. Γύρω ο κόσμος έκανε σαν τρελλός και φώναζε και δόξαζε τον νι­κητή κι από πολλά στόματα τρέχανε αφροί. Αλαλαγμός έβγαινε σαν καπνός απ' όλη την πολιτεία. Αυτή την παράταξη τη λέγανε «θρίαμβο».
Έναν τέτοιον θρίαμβο έκανε κι ο Χρι­στός σήμερα, ο άρχοντας της ειρήνης και της αγάπης. Μα, όπως τα άλλαξε όλα και τα έκανε ανάποδα απ’ ό,τι συνηθίζανε οι άνθρωποι, έτσι κι ο θρίαμβος που έκανε, ήτανε θρίαμβος της φτώχειας και της ταπεί­νωσης. Ο Ρωμαίος ύπατος ήτανε καθισμένος απάνω σε θρόνο και σε χρυσό αμάξι, μα ο Χριστός ήτανε καβαλικεμένος απάνω σ' ένα πουλάρι, σ' ένα γαϊδουρόπουλο, πούνε το πιο ταπεινό και καταφρονεμένο ανάμεσα στα ζώα.
Κι' ο ίδιος ήτανε ταπεινός, πράος, ήσυχος, φτωχοντυμένος, κατά την  προφητεία που έλεγε: «Είπατε τη θυγατρί Σιών· Ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι πράος και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον, υιόν υποζυ­γίου». Το χέρι του δεν βαστούσε σκήπτρο, αλλά βλογούσε τον κόσμο. Από πόλεμο ερ­χότανε και κείνος, μα έναν πόλεμο πολύ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στην κα­κία και στην ψευτιά και στην υποκρισία και στη φιλαργυρία. Και δεν πήγαινε να ξεκου­ραστεί απ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά πήγαινε ν' αρχίσει άλλον, πιο σκληρόν, και να στεφανωθεί μ' αγκαθένιο στεφάνι και να δαρθεί και να περιπαιχθεί και στο τέλος να καρφωθεί απάνω σ' ένα ξύλο σαν κακούρ­γος.
Δεν ήτανε τριγυρισμένος από αγριεμέ­νους υποταχτικούς, αλλά από άκακους ψα­ράδες, καταφρονεμένους σαν και κείνον. Κι ούτε έσερνε από πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, αλλά ανθρώπους που τους ελευ­θέρωσε από τη σκλαβιά του διαβόλου και πεθαμένους που αναστηθήκανε από τη φωνή του. Σάλπιγγες και τούμπανα δεν φωνάζανε για να τον δοξάσουνε, αλλά παιδιά αθώα που συμβολίζανε την απλότητα που έχουνε οι χριστιανοί και που φωνάζανε «Ευλογη­μένος ο ερχόμενος» και κρατούσανε αντί για σημαίες και για μπαϊράκια κλαδιά πράσινα των δέντρων. Κλαδιά χλωρά και ρούχα στρώνανε χάμω για να πατήσει το γαϊ­δούρι και να περάσει. Κι αυτό το βλογημένο πήγαινε με σκυμμένο το κεφάλι, ταπεινό, ανήξερο, σηκώνοντας τον Χριστό που καθότανε πρωτύτερα απάνω στα τρομερά εξαφτέρουγα σεραφείμ που είναι από φωτιά. Δεν αξιώθηκε να τον σηκώσει κανένα χρυσό αμάξι, μητε άλογο άκριβοσελωμένο, μητε καμμιά κούνια που να τη βαστάνε αντρειω­μένοι βαστάζοι, αλλά τον σήκωνε το γαϊ­δούρι. Ποιο μάτι δεν δακρύζει άμα συλλο­γιστεί αυτό το μυστήριο!
Ο Χριστός ανα­ποδογύρισε όσα είχε για σωστά και για α­ληθινά ο αμαρτωλός ο άνθρωπος. Ποιος όμως είναι σε θέση να νοιώσει την ελευθερία που μας έφερε και να ακολουθήσει το που­λάρι με το σκοινένιο καπίστρι κι όχι τ' αφρισμένα τάλογα που χλιμιντράνε καμαρω­τά και να μη μπει στη Ρώμη με τα πολλά τα είδωλα, παρά να μπει μαζί με τον βασι­λιά της ειρήνης στην Απάνω Ιερουσαλήμ;
Πολλοί, που είναι σοβαροί άνθρωποι, θα πούνε πως δεν τα καταλαβαίνουνε αυτά και πως τα παιδιά παιδιακίζουνε κ' οι άντρες αντρειεύουνται. Τα ίδια λέγανε κ' οι αρχιε­ρείς κ' οι σπουδασμένοι. «Ιδόντες δε οι αρχιερείς και γραμματείς τα θαύματα α εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας: Ωσαννά τω υιω Δαυίδ, ηγανάκτησαν και είπον αυτώ: Ακούεις τι ούτοι λέγουσιν; Ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς: Ναι· ουδεποτε ανέγνωτε ότι «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον;» Και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πό­λεως». Οι αρχιερείς κ' οι γραμματείς διαβάσανε τον ψαλμό του Δαυίδ που έλεγε πως θα προϋπαντήσουνε τον Χριστό τα νήπια και δεν πιστέψανε ωστόσο σ' αυτόν που υμνολογούσανε. Αμή εμείς που διαβάσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο και τον ψαλμό κι αυτά που είπε ο Χριστός στους Εβραίους, δεν θα κριθούμε πιο αυστηρά αν δεν τον πιστέψου­με; Η ματαιότητα κ' η περηφάνεια μάς κάνουνε να μην καταδεχόμαστε να παμε μαζί με τη φτωχή συνοδεία του, ντρεπόμα­στε να ακολουθήσουμε ένα αρχηγό που πάει καβαλικεμένος απάνω σ' ένα γαϊδούρι. Τα ταπεινά, τα φτωχικά, δεν τα θέλουμε. Μα μπορεί να γίνει χριστιανός όποιος δεν α­γαπά αυτά που αγάπησε ο Χριστός;
Χθες, Σάββατο, ανάστησε έναν πεθαμένο άνθρωπο, τον Λάζαρο. Ποιος ήτανε αυτός ο Λάζαρος; Κανένας επίσημος άνθρωπος, κανένας τρα­νός; Ο Λάζαρος ήτανε φτωχός, χωριάτης, κι όπως λέγει το Ευαγγέλιο, ήτανε φίλος του Χριστού, που είχε φίλους όλους τους ανθρώπους. Έναν φίλο σημειώνει το Ευαγ­γέλιο πως είχε ο Χριστός στον κόσμο, κι αυτός ήτανε φτωχός κι αγράμματος. Μα ποιος από μας αγαπά αυτή την πλούσια φτώχια του Χριστού; Απ' όπου λείπει ο Χριστός, εκεί είναι η φτώχια η αληθινή, όπως απ’ όπου λείπει ο Χριστός λείπει κ' η ζωή η αληθινή και βασιλεύει ο θάνατος. Αυτό θα το καταλάβεις καλώτατα αν γυρί­σεις και δεις γύρω σου κι ακουμπήσεις το κεφάλι σου και συλλογιστείς. Πού είναι εκείνοι οι Ρωμαίοι κ' οι παντοδύναμοι αφέν­τες που κάνανε τους θριάμβους οπού ιστορήσαμε πρωτύτερα; Τι γινήκανε κι αυτοί κι οι μυριάδες που τους προσκυνούσανε και που γονατίζανε μπροστά τους σαν τα καλά­μια που τα γέρνει ο βοριάς; Ποιος τους φέρ­νει στον νου του εξόν κάποιοι που γράφουνε τα ιστορικά εκείνου του καιρού; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, άλογα, περηφάνειες, φοβέρες, φωνές,   όλα  πέσανε σ' έναν λάκκο και χαθήκανε και σβύσανε σαν να μη γινήκανε ποτές. Και τι απόμεινε από όλα τούτα στις καρδιές των ανθρώπων; Τί­ποτα κι ακόμα πιο λίγο από τίποτα.  
Πλην ο άνθρωπος είναι άπιστος ακόμη και σ' αυτά που βλέπει και  σ' αυτά που πιάνει με τα χέρια του και τραβά τον δρόμο  που τραβή­ξανε και κείνοι  και σέρνει με  ευχαρίστηση το άρμα του Νέρωνα, γιατί  είναι   «νεύρον σιδηρούν ο τράχηλός του». Τ' αυτιά του εί­ναι σφαλιχτά σε Κείνον που λέγει:   «Εγώ ειμί Θεός πρώτος  και εις τα επερχόμενα εγώ ειμί. Εγώ  βοσκήσω  τα  πρόβατά μου και εγώ αναπαύσω  αυτά».  Εκείνος  που καθότανε απάνω στο γαϊδούρι, εκείνος είναι ζωντανός μέσα στις απλές ψυχές στον αιώνα κ' είναι για δαύτες θροφή, πηγή αθανασίας, χαρά και αγαλλίαση, κατά τον λόγο που λέ­γει : «Ευφρανθήσεται καρδία ζητούντων τον Κύριον». Ναι, όποιος ένοιωσε τη χαρά του Χριστού, είναι σαν τον πεθαμένο που αναστή­θηκε. Στον κόσμο υπάρχουνε πονεμένοι λογής λογής.   Όσοι πονάνε  στο   κορμί και στην ψυχή κι ο πόνος  τους  καθαρίζει και τους πηγαίνει στον Θεό, αυτοί είναι οι αγα­πημένοι του Χριστού  και  περπατάνε  στη στράτα του με το  φως του  το παρηγορη­τικό. Οι άλλοι υποφέρουνε άγονα.   Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος  γράφει  στους  Κορινθίους:   «Νυν  χαίρω,  ουχ ότι  ελυπήθητε, αλλ' ότι  ελυπήθητε  κατά  Θεόν,   ίνα  εν μηδενί ζημιωθήτε  εξ ημών.  Η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν  εις σωτηρίαν  αμεταμέλητον κατεργάζεται·  η  δε  του  κόσμου λύπη  θάνατον   κατεργάζεται».   Γι' αυτούς που ελπίζουνε   στον Θεό,  δεν  μετάλλαξε ο Χριστός τον άγονον ίδρωτά τους  σε ιδρώτα σωτηρίας, «ιδρώτα ιδρώτι», αλλά  θρηνούνε και πονάνε παντοτινά σαν τους  ειδωλολάτρες, σφαζόμενοι με τα μαχαίρι της μοίρας. Γι' αυτούς δεν άλλαξε ο Χριστός τον ιδρώτα της αγωνίας τους σε ιδρώτα της προσευχής και της ελπίδας. Όποιος δεν πιστεύει στον Χριστό και στο Ευαγγέλιο, είναι πεθαμένος, αφού δεν υπάρχει αληθινή ζωή μέσα του. Γιατί ζωή δεν θα πει να ανασαίνεις και να περπατάς και να τρως  και να πίνεις, αλλά να νοιώθεις τη χάρη της αθανασίας. Τότε θα μπορείς να ψάλεις μαζί με τον υμνωδό τούτο το εξαίσιο απολυτίκιο:
«Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός. Όθεν και ημείς, ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες, σοι τω νικητή του θανάτου βοώμεν. Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυ­ρίου».
ΚΙΒΩΤΟΣ
ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΕΤΟΣ Β’ ΜΑΡΤΙΟΣ 1953 ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 15

Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

Ε´ ΚΥΡΙΑΚΗ ΝΗΣΤΕΙΩΝ





ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ 



ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ



Η αμαρτωλή ζωή κι η θαυμαστή άσκηση της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, της οποίας η Εκκλησία σήμερα επιτελεί την μνήμη, πάντα μας διδάσκει πολλά και μάλιστα στην εποχή μας, που οι άνθρωποι, κυνηγώντας χωρίς φραγμούς την ευτυχία, έχουν ριχθεί "απηλγηκότες" σε κάθε είδους υλική και σαρκική απόλαυση.


Εκείνο που μένει πάντα μέσα από την τέτοια ικανοποίηση των παθών είναι η πικρία και η μεταμέλεια - ένα άδειασμα κι ένα κενό μέσα στον άνθρωπο.


Χαρά σε κείνους που κι όταν φθάσουν στο κατώτατο σκαλοπάτι του κακού, δεν πέφτουν σε απόγνωση, μα με την βέβαιη ελπίδα της σωτηρίας παίρνουν τον δρόμο του γυρισμού.


Κάποιο σημείο πάντα δείχνει την κλήση του Θεού σε μετάνοια "ήψατο γαρ των οφθαλμών της καρδίας μου λόγος σωτηρίας", γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων για την Οσία Μαρία.


Και τότε "όπου επλεόνασεν η αμαρτία υπερεπερίσσευσεν η χάρις".

Τον βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο οποίος συνέγραψε διάφορα ασκητικά και υμνογραφικά κείμενα που διαποτίζονται από το πνεύμα της Ορθοδόξου θεολογίας και της ασκητικής παραδόσεως.



Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.). Από τα δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας, αφού από την μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και είχε ασυγκράτητο και αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως. Ζώντας αυτήν την ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, αλλά απλώς ικανοποιούσε το πάθος της.


Η ίδια ξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά ότι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεως τινός, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδή το έργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Και όπως του απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στο βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι, ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση.



Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας που είχε, κάποια φορά ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε, όχι για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά για να έχει πολλούς εραστές που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της.


Περιγράφει δε και η ίδια ρεαλιστικά και τον τρόπο που επιβιβάστηκε στο πλοιάριο. Και, όπως η ίδια αποκάλυψε, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια εξέφρασε την απορία της για το πώς η θάλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και γιατί η γη δεν άνοιξε το στόμα της και δεν την κατέβασε στον άδη, επειδή είχε παγιδεύσει τόσες ψυχές.


Κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού δεν αρκέστηκε στο ότι διέφθειρε τους νέους, αλλά διέφθειρε και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους επισκέπτες. Και στα Ιεροσόλυμα που πήγε κατά την εορτή του Τιμίου Σταυρού, περιφερόταν στους δρόμους «ψυχᾶς νέων ἀγρεύουσα».




Αισθάνθηκε όμως, βαθιά μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό για να προσκυνήσει το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη την εμπόδισε να προχωρήσει. Στην συνέχεια στάθηκε μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, έδειξε μεγάλη μετάνοια και ζήτησε την καθοδήγηση και βοήθεια της Παναγίας. Με την βοήθεια της Θεοτόκου εισήλθε ανεμπόδιστα αυτή την φορά στον ιερό ναό και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό.


Στην συνέχεια, αφού ευχαρίστησε την Παναγία, άκουσε φωνή που την προέτρεπε να πορευθεί στην έρημο, πέραν του Ιορδάνου.


Αμέσως ζήτησε την συνδρομή και την προστασία της Θεοτόκου και πήρε τον δρόμο της προς την έρημο, αφού προηγουμένως πέρασε από την Ιερά Μονή του Βαπτιστού, στον Ιορδάνη ποταμό και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων.


Στην έρημο έζησε σαράντα επτά χρόνια, χωρίς ποτέ να συναντήσει άνθρωπο.




Κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια στην έρημο, πάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις επιθυμίες της, ουσιαστικά για να νικήσει τον διάβολο που την πολεμούσε με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής.



Η Οσία ζούσε δεκαεπτά χρόνια στην έρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταῖς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Είχε πολλές επιθυμίες φαγητών, ποτών και «πορνικῶν ᾀσμάτων» και πολλούς λογισμούς που την ωθούσαν προς την πορνεία. Όμως, όταν ερχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, έπεφτε στην γη, την έβρεχε με δάκρυα και δεν σηκωνόταν από τη γη «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντάς μοι ἐδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Παναγία, την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής, της μετανοίας που έκανε. Το ιμάτιό της σχίσθηκε και καταστράφηκε και έκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από τον παγετό και «ὡς πολλάκις με χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μεῖναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».




Ύστερα από σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού και την συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε το λογιστικό και παθητικό μέρος της ψυχής της, καθώς επίσης εθεώθηκε και το σώμα της.



Λόγω της μεγάλης πνευματικής της καταστάσεως στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία, έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα.



Ήταν γυμνή αλλά το σώμα της υπερέβη τις ανάγκες της φύσεως. Λέγει η ίδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Το σώμα τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στη περίπτωσή της, όπως και σε άλλες περιπτώσεις Αγίων, παρατηρούμε ότι αναστέλλονται οι ενέργειες του σώματος. Αυτή η αναστολή των σωματικών ενεργειών οφειλόταν στο ότι η ψυχή της δεχόταν την ενέργεια του Τριαδικού Θεού και αυτή η θεία ενέργεια διαπορθμευόταν και στο σώμα της: «Ἀρκεῖν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεῖν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».




Εκείνη την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο Ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς, που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου. Έβλεπε θεία οράματα, καθώς του είχε δοθεί το χάρισμα των θείων ελλάμψεων, λόγω του ότι ζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση και ήταν φημισμένος στην περιοχή του. Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας λογισμός κάποιας πνευματικής υπεροψίας, για το αν δηλαδή υπήρχε άλλος μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει ή να του διδάξει κάποιο καινούργιο είδος ασκήσεως. Ο Θεός, για να τον διδάξει και να τον διορθώσει, του αποκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα. Και στην συνέχεια του υπέδειξε να πορευθεί σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στον Ιορδάνη ποταμό.



Ο Αββάς Ζωσιμάς υπάκουσε στην φωνή του Θεού και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που του υποδείχθηκε. Εκεί συνάντησε τον ηγούμενο και τους μοναχούς, και διέκρινε ότι ακτινοβολούσαν τη Χάρη και την αγάπη του Θεού, ζώντας έντονη μοναχική ζωή με ακτημοσύνη, με μεγάλη άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή.



Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας. Σύμφωνα με αυτόν, την Κυριακή της Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ τους, και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είχαν ως κανόνα να μην συναντά κανείς τον άλλο αδελφό στην έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφαν, για το είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο αυτή.



Αυτόν τον κανόνα εφήρμοσε και ο Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.



Είχε περπατήσει μία πορεία είκοσι ημερών όταν, κάποια στιγμή που κάθισε να ξεκουραστεί και έψελνε, είδε στο βάθος μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος. Αυτό το ον που έβλεπε ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα - το σώμα αυτό προερχόταν από τις ηλιακές ακτίνες - και είχε στο κεφάλι του λίγες άσπρες τρίχες, που δεν έφθαναν πιο κάτω από τον λαιμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς έβλεπε την Οσία Μαρία, την ώρα που προσευχόταν. Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία ασκούσε την αδιάλειπτη προσευχή και μάλιστα ο Αββάς Ζωσιμάς την είδε όταν εκείνη ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό και άπλωσε τα χέρια της και «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίσουσα, φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Και σε κάποια στιγμή, ενώ εκείνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».




Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να διαπιστώσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Και ο Αββάς κραύγαζε με δάκρυα προς αυτό ώστε να σταματήσει, για να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον αφού τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά, του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δει κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της. Τον παρακάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του και να της ρίξει ένα κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Ο Αββάς έκανε ότι του είπε και τότε εκείνη στράφηκε προς αυτόν. Ο Αββάς αμέσως γονάτισε για να λάβει την ευχή της, ενώ το ίδιο έκανε και εκείνη. Και παρέμειναν και οι δύο γονατιστοί «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».
Επειδή ο Αββάς αναρωτιόταν μήπως έβλεπε μπροστά του κάποιο άυλο πνεύμα, εκείνη διακρίνοντας τους λογισμούς του, του είπε ότι είναι αμαρτωλή, που έχει περιτειχισθεί από το άγιο Βάπτισμα και είναι χώμα και στάχτη και όχι άυλο πνεύμα.


Η Οσία Μαρία κατά την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη την ζωή της, ζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, σε έναν ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνη ποταμού, κοντά σε μια κατοικημένη περιοχή, για να την κοινωνήσει, ύστερα από πολλά χρόνια μεγάλης μετάνοιας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτω τῷ ἔρωτι», του είπε, δηλαδή είχε ακατάσχετο έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.




Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι χωρίς να πει σε κανένα τι ακριβώς συνάντησε, σύμφωνα άλλωστε και με τον κανόνα που υπήρχε σε εκείνη την ιερά μονή. Όμως, συνεχώς παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει και πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» την επόμενη χρονιά και μάλιστα ήταν στεναχωρημένος γιατί δεν περνούσε ο χρόνος, καθώς ήθελε όλος αυτός ο χρόνος να ήταν μία ημέρα.


Το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια δεν μπόρεσε να βγει από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί στον τόπο που του είχε υποδείξει η Οσία, για να την κοινωνήσει.



Την Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σε ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή και βγήκε από το μοναστήρι για να συναντήσει την Οσία Μαρία. Επειδή όμως εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο, ο Αββάς προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μην του στερήσει λόγω των αμαρτιών του την ευκαιρία να τη δει εκ νέου.



Μετά την θερμή προσευχή την είδε από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη ποταμού, να κάνει το σημείο του Σταυρού, να πατά πάνω στο νερό του ποταμού «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στην συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πει το «Σύμβολο της Πίστεως» και το «Πάτερ ἠμῶν». Ακολούθως ασπάσθηκε τον Αββά Ζωσιμά και κοινώνησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».




Στην συνέχεια, αφού τον παρακάλεσε να έλθει και το επόμενο έτος στο χείμαρρο που την είχε συναντήσει την πρώτη φορά, ζήτησε την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια της Οσίας, ζήτησε και αυτός την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμούσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Εκείνη έφυγε κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήλθε, πατώντας δηλαδή πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.


Το επόμενο έτος, σύμφωνα και με την παράκληση της Οσίας, ο Αββάς βιαζόταν να φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Αφού βάδισε πολλές ημέρες και έφθασε στον τόπο εκείνο, έψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» να δει «τὸ γλυκύτατο θήραμα», την Οσία του Θεού. Όμως δεν την έβλεπε πουθενά. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά: «Δεῖξόν μοι, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῆδε τῇ  ἐρήμω κατέκρυψας, δεῖξόν μοι δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὗ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἐπάξιος».


Για τον Αββά Ζωσιμά η Οσία Μαρία ήταν άθικτος θησαυρός, άγγελος μέσα σε σώμα, που ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον έχει. Και προσευχόμενος με τα λόγια αυτά είδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τάς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολάς ὅρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρήκε δε και δική της γραφή που έλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τῇ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.



Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε, αφού είχε διασχίσει σε μία ώρα απόσταση την οποία διήνυσε το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς σε είκοσι ημέρες. Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὅδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Το σώμα της είχε αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε μεταμορφωθεί.



Στην συνέχεια ο Αββάς Ζωσιμάς, αφού έκλαψε πολύ και είπε ψαλμούς κατάλληλους για την περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Και μετά με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοῖς δακρύσι» επιμελήθηκε τα της ταφής. Επειδή, όμως, η γη ήταν σκληρή και ο ίδιος ήταν προχωρημένης ηλικίας, γι’ αυτό δεν μπορούσε να την σκάψει και βρισκόταν σε απορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστῶτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδή είδε ένα λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της.


Ο Αββάς τρόμαξε, αλλά το ίδιο το λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοῖς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδή το ίδιο το λιοντάρι καλόπιανε τον Αββά και τον παρακινούσε και με τις κινήσεις του και με τις προθέσεις του, να προχωρήσει στον ενταφιασμό της.


Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο του λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει αυτό το ίδιο τον λάκκο, για να ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας Μαρίας, επειδή εκείνος αδυνατούσε. Το λιοντάρι υπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή με τα μπροστινά του πόδια άσκαψε το λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το σκήνωμα της Οσίας Μαρίας.




Ο ενταφιασμός της Οσίας έγινε προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά και του λιονταριού «παρεστῶτος». Μετά τον ενταφιασμό έφυγαν και οι δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἠμῶν».

 
 

Και ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, καταλήγει ότι έγραψε αυτό το βίο «κατὰ δύναμιν» και «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων».Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, δείχνει πως μία πόρνη μπορεί να γίνει κατά Χάριν θεός, πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει άγγελος εν σώματι και πως η κατά Χριστόν ελπίδα μπορεί να αντικαταστήσει την υπό του διαβόλου προερχόμενη απόγνωση. Στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας βλέπουμε τον άνθρωπο που αναζητά την ηδονή και κυνηγά τους ανθρώπους για την ικανοποίησή τους, αλλά όμως με τη Χάρη του Θεού μπορεί να εξαγιασθεί τόσο πολύ, ώστε να φθάσει στο σημείο να την κυνηγούν οι Άγιοι για να λάβουν την ευλογία της και να ασπασθούν το τετιμημένο της σώμα, καθώς επίσης να τη σέβονται και τα άγρια ζώα.

Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία με την μετάνοιά της, την βαθιά της ταπείνωση, την υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού και παθητού σώματός της, αφ’ ενός μεν προσφέρει μια παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ’ ετέρου δε ταπεινώνει εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους κατορθώματα. Δεν ημέρωσε μόνο τα άγρια θηρία που υπήρχαν μέσα της, δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά υπερέβη όλα τα όρια της ανθρώπινη φύσεως και ημέρωσε ακόμη και τα άγρια θηρία της κτίσεως.

Αυτός είναι ο σκοπός και ο πλούτος της ενανθρωπήσεως του Χριστού, που φυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά.

Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και την Ε’ Κυριακή των Νηστειών.



Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τὴ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανής λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾶ τῷ ἱερῷ, ὠράθης ἐν τῇ ἐρήμω, Μαρία Ὁσία Μῆτερ μεθ’ οὗ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
 
 Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ’.Εν σοι Μήτερ ακριβώς διεσώθη το κατ’ εικόνα· λαβούσα γαρ τον σταυρόν, ηκολούθησας τω Χριστώ, και πράττουσα εδίδασκες, υπεροράν μεν σαρκός, παρέρχεται γαρ· επιμελείσθαι δε ψυχής, πράγματος αθανάτoυ· διο και μετά Αγγέλων συναγάλλεται, Οσία Μαρία το πνεύμά σου.

Κοντάκιον.
Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Η πορνείαις πρότερον, μεμεστωμένη παντοίαις, Χριστού νύμφη σήμερον, τη μετανοία εδείχθης, Αγγέλων την πολιτείαν επιποθούσα, δαίμονας, Σταυρού τω όπλω καταπατούσα, δια τούτο βασιλείας, εφάνης νύμφη Μαρία πάνσεμνε.

Μεγαλυνάριον.Αίγυπτον φυγούσα την των παθών, δάκρυσιν εκπλύνεις, αμαρτίας τον μολυσμόν, και εν τη ερήμω, του Ιορδάνου Μήτερ, ως άγγελος Μαρία, όντως ηγώνισαι.

Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος!

Γιατί η Εκκλησία τοποθετεί αυτόν τον Άγιο στο μέσον της νηστείας, ωσάν την πιο άγια εικόνα, ώστε να ατενίζουν όλοι σε Αυτόν;

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Ποιος είναι αυτός; Είναι ο άνθρωπος που εβίωσε και έγραψε την Κλίμακα του Παραδείσου, που εβίωσε την ανάβασι του ανθρώπου από την κόλασι μέχρι τον Ουρανό, μέχρι τον Παράδεισο. Αυτός εβίωσε την κλίμακα από την γη μέχρι τον Ουρανό, την κλίμακα που εκτείνεται από τον πυθμένα της κολάσεως του ανθρώπου μέχρι την κορυφή του παραδείσου. Εβίωσε και έγραψε. Άνθρωπος πολύ μορφωμένος, πολύ σπουδαγμένος. Άνθρωπος που οδήγησε την ψυχή του εις τας οδούς του Χριστού, που την οδήγησε ολόκληρη από την κόλασι στον παράδεισο, από τον διάβολο στον Θεό, από την αμαρτία στην αναμαρτησία, και που θεόσοφα μας περιέγραψε όλη αυτή την πορεία, τι δηλαδή βιώνει ο άνθρωπος πολεμώντας με τον κάθε διάβολο που βρίσκεται πίσω από την αμαρτία.

Με την αμαρτία μας πολεμάει ο διάβολος, και μένα και σένα, αδελφέ μου και αδελφή μου. Σε πολεμάει με κάθε αμαρτία. Μην απατάσαι, μη νομίζης πως κάποια μικρή και ασθενής δύναμις σου επιτίθεται. Όχι! Αυτός σου επιτίθεται! Ακόμη κι’ αν είναι ένας ρυπαρός λογισμός, μόνο λογισμός, γνώριζε ότι αυτός ορμά κατεπάνω σου. Λογισμός υπερηφανείας, κακής επιθυμίας, φιλαργυρίας,... ένα αναρίθμητο πλήθος λογισμών έρχεται κατεπάνω σου από όλες τις πλευρές. Και συ, τι είσαι εσύ;

Ω, Κλίμακα του Παραδείσου! Πώς, πάτερ Ιωάννη, μπόρεσες να στήσης αυτή την κλίμακα του Παραδείσου ανάμεσα στην γη και στον Ουρανό; Δεν την έσχισαν οι δαίμονες, δεν την έκοψαν, δεν την έσπασαν; Όχι!... Η νηστεία του ήταν μια φλόγα, μια φωτιά, μια πυρκαγιά. Ποιος διάβολος θα την άντεχε; Όλοι έφυγαν πανικοβλημένοι, όλοι οι δαίμονες έφυγαν κυνηγημένοι από την ένδοξη και θεία του προσευχή, όλοι οι δαίμονες έφυγαν τρομοκρατημένοι από την νηστεία του, όλοι οι δαίμονες εξαφανίσθηκαν από την πύρινη, την φλογερή, προσευχή του.

Η Κλίμακα του Παραδείσου! Τι είναι αυτή; Είναι οι άγιες αρετές, οι άγιες ευαγγελικές αρετές: η ταπείνωσις, η πίστις, η νηστεία, η πραότης, η υπομονή, η αγαθότης, η καλωσύνη, η ευσπλαχνία, η φιλαλήθεια, η αγάπη στον Χριστό, η ομολογία του Χριστού, τα παθήματα χάριν του Χριστού. Αυτές και άλλες πολλές άγιες καινοδιαθηκικές αρετές. Κάθε εντολή του Χριστού, αδελφοί μου,· αυτό είναι αρετή. Την τηρείς; Την εφαρμόζεις; Π.χ. την εντολή του περί νηστείας την τηρείς, την εφαρμόζεις; Η νηστεία είναι αγία αρετή, είναι σκαλοπάτι της κλίμακος από την γη στον Ουρανό. Η νηστεία, η ευλογημένη νηστεία, όπως και όλη η κλίμακα από την γη στον Ουρανό.

Κάθε αρετή είναι ένας μικρός παράδεισος. Κάθε αρετή τρέφει την ψυχή σου, την κάνει μακαρία, κατεβάζει στην ψυχή σου θεία, ουράνια ανάπαυσι. Κάθε αρετή είναι ένα χρυσό και διαμαντένιο σκαλοπάτι στην κλίμακα της σωτηρίας σου, στην κλίμακα που ενώνει την γη με τον Ουρανό, που εκτείνεται από την δική σου κόλασι μέχρι τον δικό σου παράδεισο. Γι’ αυτό καμμία από αυτές δεν είναι ποτέ μόνη της. Η πίστις στόν Κύριό μας Ιησού Χριστό δεν είναι ποτέ μόνη της. Εκδηλώνεται με την προσευχή, με την νηστεία, με την ελεημοσύνη, με την ταπείνωσι, με τα παθήματα χάριν του πλησίον. Όχι μόνο εκδηλώνεται αλλά και ζει κάθε αρετή, επειδή υπάρχει η άλλη αρετή. Η πίστις ζει με την προσευχή, η προσευχή ζει με την νηστεία, η νηστεία τρέφεται με την προσευχή, η νηστεία τρέφεται με την αγάπη, η αγάπη τρέφεται με την ευσπλαχνία. Έτσι κάθε αρετή ζει διά της άλλης. Και όταν μία αρετή κατοικήσει στην ψυχή σου, όλες οι άλλες θα ακολουθήσουν, όλες σιγά-σιγά από αυτήν θα προέλθουν και θα αναπτυχθούν δι’ αυτής και μαζί με αυτήν.

Ναι, η κλίμακα του Παραδείσου εξαρτάται από σένα. Πες ότι νηστεύω με φόβο Θεού, με ευλάβεια, με πένθος, με δάκρυα. Μετά όμως τα παρατάω. Να, άρχισα να κτίζω την κλίμακα και εγώ ο ίδιος την γκρέμισα, την έσπασα. Εσύ πάλι, εσύ, νηστεύεις συχνά, εγκρατεύεσαι από κάθε σωματική τροφή. Αλλά να, τον καιρό της νηστείας αφήνεις να κατοικήσει στην ψυχή σου η αμαρτία, να σπείρωνται στην ψυχή σου διάφοροι ακάθαρτοι λογισμοί, επιθυμίες. Σε σένα ανήκει να τους διώχνεις αμέσως μακρυά σου με την προσευχή, το πένθος, την ανάγνωση ή με οποιαδήποτε άλλη άσκησι. Αλλά, αν εσύ, ενώ νηστεύεις σωματικώς, τρέφεις την ψυχή σου με κάποια αμαρτία ή με κάποιο κρυφό πάθος, να! εσύ, ενώ αρχίζεις να χτίζεις ένα-ένα τα σκαλοπάτια της νηστείας από την γη προς τον Ουρανό, εσύ ο ίδιος πάλι τα γκρεμίζεις, τα καταστρέφεις.

Η νηστεία απαιτεί ευσπλαχνία, ταπείνωσι, πραότητα. Όλα αυτά πάνε μαζί. Είναι σαν ένα συνεργείο οικοδόμων, των οποίων αρχηγός είναι η προσευχή. Αυτή είναι ο αρχιμάστορας, ο αρχιτέκτονας, ο αρχιμηχανικός της πνευματικής μας ζωής, των πνευματικών μας εφέσεων, της κλίμακος που θα στήσουμε μεταξύ γης και Ουρανού. Η προσευχή κατέχει την πρώτη θέσι. Όταν η προσευχή εγκατασταθεί στην καρδιά σου και αυτή φλέγεται από αδιάλειπτη δίψα για τον Κύριο, όταν Αυτόν συνέχεια βλέπει, Αυτόν συνέχεια αισθάνεται, τότε με την προσευχή εισάγεις στην ψυχή σου όλες τις άλλες αρετές. Τότε ο μηχανικός (η προσευχή) έχει άριστους τεχνίτες, κτίζει γρήγορα-γρήγορα θαυμάσιες κλίμακες από την γη μέχρι τον Ουρανό, τις κλίμακες των σταδιακών σου αναβάσεων προς τον Θεό, προς την τελειότητά Του. Όταν έχεις δύναμι, δυνατή προσευχή, τότε καμμία νηστεία δεν θα σου είναι δύσκολη, τότε καμμία αγάπη δεν θα σου είναι αδύνατη. Αγία ευαγγελική αγάπη!

Η προσευχή αγιάζει τα πάντα μέσα σου, την κάθε άσκησί σου, τον κάθε λογισμό σου, την κάθε αίσθηση σου, την κάθε διάθεσί σου. Προσευχή! Δύναμις θεϊκή, την οποία μας έδωσε ο Κύριος για να αγιάζουμε ο,τιδήποτε εναγές μέσα μας, στην ψυχή μας. Η προσευχή σε ενώνει με τον Πανεύσπλαχνο Κύριο, και Αυτός εκχέει μέσα στην καρδιά σου την συμπάθεια για κάθε άνθρωπο, για τον αμαρτωλό, για τον αδελφό πού είναι αδύναμος όπως και συ, που πέφτει όπως και συ, αλλά και πού μπορεί να σηκωθεί όπως και συ· που του χρειάζεται όμως η δική σου βοήθεια, η αδελφική σου βοήθεια, η προσευχητική σου βοήθεια, η εκκλησιαστική σου βοήθεια. Τότε, όταν δώσεις βοήθεια, χωρίς αμφιβολία θα κτίσεις την δική σου κλίμακα, την κλίμακα που οδηγεί από την κόλασί σου στον παράδεισό σου· τότε, με βεβαιότητα στην καρδιά θα ανεβαίνεις από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι, από αρετή σε αρετή, και θα φθάσεις έτσι στην κορυφή της κλίμακος, στον Ουρανό, θα αποβιβασθείς στον Ουρανό, θα αποβιβασθείς στον ουράνιο Παράδεισο.

Όλα τα έχουμε, και συ και εγώ: εννέα Μακαρισμοί, εννέα άγιες ευαγγελικές αρετές. Αυτό είναι το ευαγγέλιο της νηστείας, το ευαγγέλιο του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος. Αρετές, αδελφοί, μεγάλες αρετές. Τις δύσκολες ασκήσεις της νηστείας, της προσευχής, της ταπεινώσεως, ο Κύριος τις παρουσίασε ως Μακαρισμούς. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών (Ματθ. ε΄ 3)...

Η ταπείνωσις! Αυτή είναι η αρχή της χριστιανικής ζωής, αυτή είναι η αρχή της πίστεώς μας, αυτή είναι η αρχή της αρετής μας, αυτή είναι η αρχή της αναβάσεώς μας προς τον Ουρανό, αυτή είναι το θεμέλιο της κλίμακός μας. Κύριε, εγώ είμαι ένα τίποτα, Εσύ είσαι το παν! Εγώ τίποτα, Εσύ το παν! Ο νους μου είναι τίποτα μπροστά στον δικό Σου Νου, το πνεύμα μου είναι τίποτα μπροστά στο Πνεύμα Σου, η καρδιά μου, η γνώσις μου... ώ! τίποτα, τίποτα, μπροστά στην γνώσι Σου Κύριε! Εγώ, εγώ, μηδέν, μηδέν... και πίσω από αυτό αναρίθμητα άλλα μηδενικά. Αυτό είμαι εγώ μπροστά Σου, Κύριε.

Η ταπείνωσις! Αυτή είναι η πρώτη αγία αρετή, η πρώτη χριστιανική αρετή. Όλα αρχίζουν από αυτήν...

Αλλά οι Χριστιανοί αυτού του κόσμου, που οικοδομούμε την κλίμακα της σωτηρίας μας, πάντοτε κινδυνεύουμε από τις ακάθαρτες δυνάμεις. Ποιες είναι αυτές; Οι αμαρτίες, οι αμαρτίες μας, τα πάθη μας. Και πίσω από αυτές ο διάβολος, ... Όπως οι άγιες αρετές οικοδομούν την ουράνια κλίμακα μεταξύ Ουρανού και γης, έτσι και οι αμαρτίες μας φτιάχνουν μία σκάλα για την κόλασι. Κάθε αμαρτία. Αν υπάρχουν αμαρτίες στην ψυχή σου, πρόσεχε! Αν κρατάς μίσος στην ψυχή σου μια, δυο, τρεις, πενήντα μέρες, πρόσεξε να δεις σε τι κόλασι έχει μεταβληθεί η ψυχή σου. Το ίδιο κι αν κρατάς θυμό, φιλαργυρία, αισχρή επιθυμία... Και συ, τι κάνεις; Πραγματικά, μόνος σου φτιάχνεις μια σκάλα για την κόλασι.

Αλλά ο Αγαθός Κύριος μας δίνει θαυμαστό παράδειγμα. Να, στο μέσον της νηστείας, προβάλλει τον μεγαλώνυμο, τον θαυμάσιο, τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος. Όλος λάμπει από τις άγιες ευαγγελικές αρετές. Τον βλέπουμε πώς ανεβαίνει γρήγορα και σοφά την κλίμακα του Παραδείσου, την οποία έστησε ανάμεσα στην γη και στον Ουρανό. Ως διδάσκαλος, ως άγιος οδηγός, μας δίνει την Κλίμακά του σε μας τούς Χριστιανούς ως πρότυπο για να ανεβούμε από την κόλασι στον Παράδεισο, από τον διάβολο στον Θεό, από την γη στον Ουρανό...

Εύχομαι ο ελεήμων και μέγας άγιος πατήρ ημών Ιωάννης της Κλίμακος... να μας χειραγωγεί στους αγώνες μας εναντίον όλων των αμαρτιών μας με στόχο τις άγιες αρετές· να οικοδομήσουμε και εμείς με την βοήθειά του την δική μας κλίμακα και ακολουθώντας τον να φθάσωμε στην Βασιλεία των Ουρανών, στον Παράδεισο, όπου υπάρχουν όλες οι ουράνιες αναπαύσεις, όλες οι αιώνιες χαρές, όπου μαζί του εκεί θα δοξάζουμε τον Βασιλέα όλων εκείνων των αγαθών, τον Αιώνιο Βασιλέα της Ουρανίου Βασιλείας, τον Κύριο Ιησού Χριστό, Ώ, η δόξα και η τιμή νυν και αεί και εις τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(+) π. Ιουστίνου Πόποβιτς, ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (1965)

Παρασκευή 2 Απριλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ

Ερμηνεία Καταβασιών Κυριακής Σταυροπροσκυνήσεως. (+ Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητού Παν/μίου)




Ωδή α΄.
«Ο θειότατος προετύπωσε πάλαι Μωσής, εν Ερυθρά θαλάσση, διαβιβάσας Ισραήλ, τω Σταυρώ σου την υγράν, τη ράβδω τεμών, ωδήν σοι εξόδιον, αναμέλπων Χριστέ ο Θεός».

(Ο θειότατος Μωυσής προτύπωσε παλαιά, στην Ερυθρά θάλασσα, διά της οποίας διαβίβασε το λαό του Ισραήλ, αφού έκοψε με το σημείο του σταυρού σου το νερό της θάλασσας με τη ράβδο του, αναμέλποντας ωδήν εξόδιο για την ταφή σου, Χριστέ ό Θεός.)

Η προτύπωση και πάλι του σταυρικού πάθους του Χριστού από το θειότατο Μωυσή, στο θαύμα της διασώ­σεως του λαού στην Ερυθρά θάλασσα. Ο δούλος του Θεού έκοψε στα δύο την υγρή θάλασσα, αφού χτύπησε τα νερά της σταυροειδώς με τη ράβδο του. Η κίνηση του Μωυσή ήταν συμβολική. Η σταυροειδής κρούση της θάλασσας με τη ράβδο, εικόνιζε το ξύλο του σταυρού, στο οποίο απέθανε ο Σωτήρας για τη σωτηρία του κόσμου από την αμαρτία. Κάνοντας αυτό ο Μωυσής, σαν να συνέθετε εξόδια ωδή στον ενταφιασμό του Κυρίου μας, που ακολούθησε στο σωτήριο πάθος και το θάνατο του.

Ωδή γ΄.
 
«Στερέωσον Δέσποτα Χριστέ, τω Σταυρώ σου εν πέ­τρα με τη της πίστεως, μη σαλευθήναι τον νουν, εχθρού προσβολαίς του δυσμενούς μόνος γαρ ει Άγιος».
 
(Στερέωσέ με Δέσποτα Χριστέ, με τη δύναμη του σταυρού σου στην πέτρα της πίστεως, ώστε να μη σαλευθεί ο νους μου από τις προσβολές του δυσμενούς εχθρού (του διαβόλου)· διότι μόνος συ είσαι άγιος.)

Ο νους του ανθρώπου είναι ευρίπιστος. Εύκολα σαλεύεται και διαχέεται. Πολλές σκέψεις και συλλογισμοί τον σκορπάνε, τον κάνουν να μετατοπίζεται από το ζωτικό κέντρο του. Ο διάβολος, ο δυσμενής και αδυσώπητος εχθρός φυσάει μέσα του τις δικές του εμπνεύσεις, τον άνεμο των δικών του επινοήσεων. Και μετατοπίζεται εύκολα από την προσήλωσή του στο αγαθό του Θεού, από τη διάσωση της λυτρωτικής θείας αλήθειας, από το ιλαρό φως του Χριστού και την έμπνευση του αγίου Πνεύματος, σε άλλες σφαίρες άγριες και σκοτεινές, όπου υπάρχει η πλάνη και ο νόμος του θανάτου.
Και ζητά ο προσευχόμενος πιστός από το Χριστό στερέωση του νου του στην πέτρα της πίστεως, ώστε να μη διαρρέει και να μην πλανάται στο ψεύδος και την αναλήθεια της αμαρτίας. Ζητά διαρκή προσήλωση στο «ένα, ου έστι χρεία», στο νόμο και την αλήθεια του Θεού, στη δικαιοσύνη της θείας Βασιλείας. Και ζητά όλα αυτά με περιπάθεια, όπως ο πεινασμένος θέλει το ψωμί και το νερό ο διψασμένος, γιατί σ’ αυτά έχει το θησαυρό του, το νόημα της υπάρξεώς του και την υπέρτατη χαρά της ζωής του· τόσο περισσότερο όσο ο εχθρός διάβολος απειλεί να τον σκορπίσει στα αδιέξοδα του θανάτου, στην ευρύχωρη οδό της αιώνιας απώλειας. Ζητά από τον άγιο Θεό να τον στηρίξει σε «πνεύμα ηγεμονικόν», στέρεο και ασάλευτο.

Ωδή δ΄.
 
«Επί Σταυρού σε Δυνατέ, ο φωστήρ ο μέγας κατιδών, τρόμω επαρθείς τας ακτίνας, συνέστειλεν, έκρυ­ψε πάσα δε Κτίσις ύμνησεν, εν φόβω την σην μακροθυμίαν· και γαρ επλήσθη η γη, της σης αινέσεως».
 
(Βλέποντάς σε Δυνατέ πάνω στο Σταυρό, ο φωστήρας ο μέγας (ο ήλιος), καταληφθείς από τρόμο, μάζεψε και έκρυψε τις ακτίνες του· κι όλη η κτίση ύμνησε έμφοβη τη μακροθυμία σου, ενώ η γη γέμισε από την αίνεσή σου.)

Όλη η κτίση, ο ήλιος και η γη, δεν έμειναν ασυγκίνητοι απέναντι στο σταυρικό πάθος του δυνατού δημιουργού των απάντων. Η κτίση κατανοεί, με τον τρόπο της βέβαια, τις περιπέτειες -ευχάριστες ή δυσάρεστες- του πλαστουργού της. Μετέχει στα ευφρόσυνα γεγονότα του Πλάστη της, ενώ λυπάται για την ατίμωση και τον επώδυνό του θάνατο. Η φυσική Πλάση, κτισμένη ομοίως στη δημιουργική θεία ενέργεια, δεν είναι άσχετη με το Θεό. Εξυπηρετεί και αύτη το λυτρωτικό σχέδιο της θείας ευδοκίας. Άλλωστε λυτρώθηκε και αυτή διά του έργου του Χριστού από το πικρό φαρμάκι, που χύθηκε στα σπλάχνα της με την παράβαση του Αδάμ, μετέχοντας στην καθολική ανακαίνιση των πάντων.
Ο ήλιος ταράχτηκε, βλέποντας τον ποιητή του να πεθαίνει θάνατο άδοξο επάνω στο σταυρό από τα χέρια εκείνων, που ήλθε να ευεργετήσει και να λυτρώσει. Συγκλονίστηκε από το θέαμα, μάζεψε τις ακτίνες του μη θέλοντας να φωτίσει την πλάση την πικρή εκείνη ώρα, ντύνοντας με το σκοτάδι το θλιβερό τόπο του Κρανίου. Παράλληλα και η γη, βλέποντας ομοίως τον πλάστη της κρεμάμενο στο ατιμωτικό ξύλο, καταλήφθηκε από φόβο, ανυμνώντας τη μεγάλη μακροθυμία του Κτίστη των απάντων. Έτσι η κένωση του Λόγου, που έφθασε το αποκορύφωμα της στο λόφο του Κρανίου, γέμισε τη γη από την αίνεση και τη δοξολογική ανύμνηση του δημιουργού των απάντων.

Ωδή ε’.
 
«Ορθρίζοντες σε ανυμνούμεν, Σωτήρ του Κόσμου ειρήνην, ευράμενοι τω Σταυρώ σου· δι’ ου ανεκαίνισας το γένος το ανθρώπινον, φως προς ανεσπερον άγων ημάς».

(Εγερθέντες (από τον ύπνο) πολύ πρωί, σε ανυμνούμε Σωτήρα του κόσμου, γιατί βρήκαμε ειρήνη στο σταυρό σου, διά του οποίου ανακαίνισες το γένος των ανθρώπων, οδηγώντας μας προς το ανέσπερο θείο φως.)

Στο Σταυρό του Κυρίου οι πιστοί βρίσκουν ειρήνη· ειρήνη όμως αληθινή και πραγματική, αφού αφαιρέθηκε η έχθρα από τον κόσμο, την οποία δημιουργεί η διασπαστική δύναμη της αμαρτίας. Ο άνθρωπος διά του σταυρού έχει ειρηνεύσει με το Θεό, έχει καταλλαγεί (συμφιλιωθεί) με τον Πλάστη του στη μεγάλη θυσία του Υιού του. Παράλληλα ειρηνεύει με τον εαυτό του, έχοντας συνείδηση καθαρή και δικαιωμένη, όπως και με το συνάνθρωπο και την υπόλοιπη κτίση, στην οποία ζει.
Η ειρήνευση έρχεται ως φυσικό επακόλουθο της πνευματικής αναγεννήσεως των ανθρώπων, η οποία πληρώθηκε με το αίμα του Υιού του Θεού και της Παρθένου. Ο ανακαινισμένος άνθρωπος έχει αποβάλει την παλαίωση της φύσεως, που ήταν το τίμημα της αρχαίας παρακοής. Τα παλαιά εξαφανίστηκαν. Οι έχθρες και τα μίση και οι άγριες αναστατώσεις της πεσμένης φύσεως χάθηκαν στο αναγεννητικό και καινοποιητικό έργο του σταυρού. Ο Χριστός έφερε πραγματική ειρήνη στον κόσμο, την οποία πλήρωσε πολύ ακριβά, προσφέροντας ως τίμημα τη δική του αγία και άμωμη ζωή,
Ανακαινίζοντας τη φύση των ανθρώπων ο Σωτήρας, την οδηγεί προς το ανέσπερο φως, που είναι η ίδια του η χάρη και η λυτρωτική του ενέργεια. Την οδηγεί προς το φως, που δεν δύει ποτέ, της ανέσπερης ημέρας της θείας Βασιλείας. Ενωμένος με το θείο φως του Χριστού ο άνθρωπος θεοποιείται.

Ωδή ς’.

«Τον τύπον του θείου Σταυρού Ιωνάς, εν κοιλία του κήτους, τεταμέναις παλάμαις, προδιεχάραξε, και ανέθορε, σεσωσμένος του θηρός, τη δυνάμει σου Λόγε».

(Τον τύπο του θείου σου Σταυρού, στην κοιλιά του κήτους, προδιεχάραξε ο Ιωνάς με τις απλωμένες του παλάμες· από όπου και εξήλθε, σωθείς από το τεράστιο ψάρι, με τη θεία σου δύναμη Λόγε.)
Προτύπωση του τιμίου Σταυρού, που είναι η υπόθεση της μεγάλης Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως, έχουμε στην Π. Διαθήκη το πάθημα του Ιωνά, που καταπόθηκε στην κοιλιά του κήτους, στην οποία παρέμεινε ξαπλωμένος τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Πώς βέβαια έμεινε ο προφήτης στην κοιλιά του κήτους, είναι δύσκολο να φανταστούμε. Όπως φαίνεται, είχε τεταμένες τις παλάμες του δεξιά και αριστερά, ώστε να σχηματίζει με το υπόλοιπο σώμα του τον τύπο του σταυρού. Αυτό το σχήμα ακριβώς ήταν προτυπωτικό του τιμίου Σταυρού, όπου ο Σωτήρας άπλωσε τις παλάμες του για να σώσει τον κόσμο.
Ο Ιωνάς φυσικά δεν παρέμεινε για πάντα στην κοιλιά του ψαριού. Αφού εκπληρώθηκε η βούληση του Θεού και ο προφήτης ανακλήθηκε στην τάξη του, το ψάρι τον εξέβρασε στην ξηρά. Έτσι σώθηκε με τη δύναμη τού Λόγου του Θεού, όπως και ο Χριστός δεν έμεινε για πάντα στο σταυρό, αλλά μετά το θάνατό του ήρθη απ’ αυτόν, εν­ταφιάστηκε και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε ένδοξος από το μνήμα.

Ωδή ζ΄.
«Φλογώσεως ο Παίδας ρυσάμενος, σάρκα προσλαβόμενος, ήλθεν επί γης, και Σταυρώ προσηλωθείς, σωτηρίαν ημίν εδωρήσατο, ο μόνος ευλογητός των Πα­τέρων Θεός, και υπερένδοξος».

(Αυτός που έσωσε τους Παίδες από τη φλόγωση της καμίνου, ήλθε στη γη όπου πήρε ανθρώπινη σάρκα, και προσηλωθείς στο Σταυρό, δώρισε σε μας σωτηρία, ο μόνος ευλογητός των Πατέρων Θεός και υπερένδοξος.)

Τη σωτηρία των τριών Παίδων από τη φλόγα της καμίνου πραγματοποίησε ο Λόγος του Θεού, ο οποίος εργαζόταν και στην παλαιά θεία οικονομία. Ο αυτός Λόγος, όταν έφτασε ο κατάλληλος καιρός, ήλθε στη γη, πήρε σάρκα από την Παρθένο, και αφού προσηλώθηκε στο Σταυρό, μας χάρισε με τη θυσία του σωτηρία από την αμαρτία. Αυτά έκανε ο Θεός των Πατέρων μας, ο οποίος είναι ο μόνος ευλογητός και υπερένδοξος.

Ωδή η’.
«Χείρας εν τω λάκκω βληθείς, των λεόντων ποτέ, ο μέγας εν Προφήταις, σταυροειδώς εκπετάσας, Δανιήλ αβλαβής, εκ της τούτων καταβρώσεως σέσωσται, ευ­λογών Χριστόν, τον Θεόν εις τους αιώνας».

(Ο μέγας μεταξύ των Προφητών Δανιήλ, βληθείς κάποτε στο λάκκο των λεόντων, αφού άπλωσε σταυροει­δώς τα χέρια του, έμεινε άβλαβης από το φάγωμά τους, ευλογώντας Χριστό το Θεό εις τους αιώνες.)

Ακόμη μία εκφραστική προτύπωση στην Π. Διαθήκη του μυστηρίου του Σταυρού. Όταν ο μέγας προφήτης Δανιήλ βλήθηκε στο λάκκο των πεινασμένων λιονταριών, κινήθηκε από το Πνεύμα του Θεού να απλώσει τα χέρια του, ώστε να σχηματίσει τον τύπο του σταυρού. Τα πεινασμένα λιοντάρια δεν έφαγαν τον προφήτη, σεβόμενα την αγιότητά του. Και τα άλογα ακόμη ζώα γαληνεύουν μπροστά στη γλυκύτητα της χάριτος του Θεού, αναγνωρίζοντας με τον τρόπο τους την παρουσία της δυνάμεως του Πλαστουργού τους. Ο Δανιήλ παρέμεινε άβλαβης στο λάκκο των λεόντων, οι οποίοι δεν τον κατασπάραξαν, ευλογώντας το Χριστό και Θεό του.

Ωδή θ΄.

«Ω Μήτερ Παρθένε, και Θεοτόκε αψευδής, η τεκούσα ασπόρως, Χριστόν τον Θεόν ημών, τον εν Σταυρώ υψωθέντα σαρκί, σε οι πιστοί, άπαντες αξίως, συν τούτω νυν μεγαλύνομεν».

(Ω Μητέρα Παρθένε και Θεοτόκε αληθινή, συ που γέννησες χωρίς σπορά ανδρική Χριστό το Θεό μας, ο οποίος υψώθηκε με τη σάρκα του επάνω στο Σταυρό, όλοι οι πιστοί αξίως σε μεγαλύνουμε μαζί του.)

Η Παρθένος Μαρία είναι Θεοτόκος αψευδής. Γέννησε πραγματικά το Θεό κατά τη σάρκα του. Αυτό δε δέχονταν οι Νεστοριανοί αιρετικοί στην αρχαία Εκκλησία, που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως, τη βαθιά ένωση των δύο φύσεων, θείας και ανθρώπινης, στο Χριστό, ούτε κατανοούσαν την αντίδοση των ιδιωμάτων των φύσεων στο ενιαίο πρόσωπο του Σωτήρα.

Για μας τους Ορθοδόξους όμως ο όρος «Θεοτόκος» αποτελεί τη λυδία λίθο της γνησιότητας του χριστολογικού δόγματος. Η Μαρία γέννησε πραγματικά το Θεό, όχι βέβαια τη θεία του φύση, που δεν μπορεί να γεννηθεί, αλλά την ανθρώπινη, με την οποία ήταν από την πρώτη στιγμή ενωμένη η θεότητα του Λόγου.

Ο κατά σάρκα γεννηθείς εκ της Παρθένου Θεός, υψώθηκε «σαρκί» (με τη σάρκα του) επάνω στο σταυρό και απέθανε για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Τη Θεοτόκο Μαρία μαζί με τον άχραντο τόκο της οι Ορθόδοξοι πιστοί μεγαλύνουν αξίως, δηλαδή μέσα στα ορθόδοξα πλαίσια του δόγματος και την ορθόδοξη παράδοση του ήθους της Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας

(+ Ανδρέα Θεοδώρου, «Σταυρόν Χαράξας Μωσής», σ. 143-150, Εκδ. Αποστολικής Διακονίας).