Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄. ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 

νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων…».

jesus

«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων…». Πολλοὶ ἄνθρωποι μέσα στὴν ἱστορία καὶ τὴν ζωὴ πλησίασαν καὶ πλησιάζουν τὸν Χριστὸ μὲ διαφορετικὰ κίνητρα, προθέσεις καὶ σκοπούς. Ἄλλοι γιὰ νὰ τὸν γνωρίσουν ἀπὸ μιὰ φυσικὴ περιέργεια καὶ ἐνδιαφέρον καὶ ἄλλοι γιὰ νὰ τὸν ἐμπιστευθοῦν ἀπὸ ἐλευθερία καὶ ἀγάπη. Ἄλλοι πάλι τὸν πλησιάζουν γιὰ νὰ τὸν ἀπομυθοποιήσουν, ὅπως νομίζουν, καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὸν ἀμφισβητήσουν καὶ νὰ τὸν πολεμήσουν. Ἄλλοι τόσοι πλησιάζουν τὸν Χριστὸ, γιὰ νὰ τὸν «πειράξουν» ὁ καθένας μὲ τὸν δικό του τρόπο, ὅπως ὁ νομικὸς τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ σκεφθοῦμε ποιοί καὶ γιατί ἀκολούθησαν τὸν Χριστὸ κατὰ τὴν ἐπίγεια διαδρομὴ καὶ δράση Του. Καταρχὰς τὸν Χριστὸ τὸν ἀκολούθησαν οἱ μαθητές Του, γιατί τὸν ἀναγνώρισαν ὡς δάσκαλό Τους. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀντιλήφθηκαν, ἔστω καὶ ἀτελῶς, τὴν θεϊκὴ ἀποστολή Του. Ἐπίσης, Τὸν ἀκολούθησε ἕνα ἀνώνυμο πλῆθος ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἔσπευδαν νὰ Τὸν συναντήσουν, ἐπειδὴ εἶχαν ἀκούσει γι’ Αὐτὸν καὶ ἤθελαν νὰ Τὸν γνωρίσουν προσωπικὰ καὶ μάλιστα κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς τοῦ ζητοῦσαν τὴν βοήθειά Του. Κάποιοι ἄλλοι, βέβαια, τὸν ἀκολούθησαν, γιατί εἶχαν γοητευθεῖ ἀπὸ τὴν διδασκαλία Του. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὅλοι αὐτοὶ τὸν ἀναγνώρισαν ὡς μεγάλο προφήτη καὶ ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ καὶ συνέδεσαν τὸ πρόσωπό Του μὲ τὶς μεσσιανικὲς προσδοκίες τῆς ἐποχῆς τους γιὰ μιὰ πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ ἀποκατάσταση τοῦ Ἰσραήλ.
Ὅμως, ἀνάμεσα σε αὐτοὺς ποὺ πλησίασαν τὸν Χριστὸ ἦταν καὶ μιὰ ἄλλη ὁμάδα ἀνθρώπων μὲ κίνητρα πολὺ διαφορετικὰ ἀπὸ ὅλους τοὺς προηγούμενους. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἀνῆκαν στὴν θρησκευτικὴ καὶ κοινωνικὴ ἐλὶτ τῶν Ἰουδαίων τῆς Παλαιστίνης ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, εἶναι οἱ γνωστοὶ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι. Τὰ Εὐαγγέλια ἀναφέρουν συχνὰ ὅτι, κυρίως, οἱ Φαρισαῖοι ἦταν ἡ σκιὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν σὲ κάθε βῆμα Του, ὄχι βέβαια ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ ἐκτίμηση ἢ ἔστω καλοπροαίρετη περιέργεια, ἀλλὰ μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ συγκεντρώσουν στοιχεῖα ἐναντίον του. Ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν παγιδεύσουν σὲ θεολογικὲς καὶ πολιτικὲς συζητήσεις, ποὺ θὰ τὸν ἐξέθεταν στὰ μάτια τοῦ λαοῦ καὶ τῶν Ρωμαίων, καὶ ἔτσι θὰ διευκόλυναν τὴν φυσική του ἐξόντωση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι «πείραξε» τὸν Χριστὸ ὁ νομικὸς τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος. Οἱ ἀπαντήσεις, βέβαια, τοῦ Χριστοῦ τὸν ἀποστόμωσαν.
Ὁ Κύριος στὴν συζήτηση αὐτὴν παρουσίασε τὴν ὁριζόντια καὶ κάθετη διάσταση τῆς ἀγάπης, δηλ. τὴν κατεύθυνσή της πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἑρμηνεύοντας αὐθεντικὰ τὸν Νόμο, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε δώσει. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι θεωρητικὴ καὶ συναισθηματικὴ, ἀλλὰ πρακτικὴ καὶ ὑπαρξιακὴ, ὡς ἀποτέλεσμα ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν πλήρη ἀφοσίωση καὶ ἀνεπιφύλακτη ὑπακοὴ στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Μιὰ τέτοια ἀγάπη εἶναι ἡ ἀλήθεια ποὺ σῴζει καὶ αὐτὴ ἡ ἀπόλυτη ἀλήθεια εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι αἰώνια ζωὴ: «αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σέ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν» (Ιωαν.17:3).
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, πολλὲς φορὲς στοὺς χριστιανικούς μας στοχασμοὺς καὶ προβληματισμοὺς ἂς ἀναρωτιόμαστε: ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστὸ σὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἐσωτερικὸ ἀγῶνα; Ἂν τὸν ἀκολουθοῦμε, μὲ τί κίνητρα τὸν πλησιάζουμε; Ἄραγε τὸν γνωρίζουμε καὶ ὡς ἐκ τούτου τὸν ἐμπιστευόμαστε; Εἶναι γιὰ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς πρόσωπο ποὺ συνδεόμαστε μὲ ἀδιάσπαστη πνευματικὴ σχέση, ἡ ὁποία γεμίζει τὴν ψυχή μας, ἢ εἶναι μιὰ θολὴ θρησκευτικὴ ἰδέα ποὺ φανταζόμαστε; Μήπως ἀλλοιώνουμε καὶ διαστρεβλώνουμε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν λόγο Του; Μήπως ἔγινε γιὰ ἐμᾶς ἡ σχέση μας μὲ τὸν Χριστὸ μιὰ ἀναζήτηση καὶ ἕνα «παιχνίδι τοῦ μυαλοῦ μας» καὶ ὄχι μιὰ συνάντηση καὶ μιὰ δυνατὴ ἐμπειρία τῆς καρδιᾶς μας; Τελικὰ, μήπως μὲ τὴν στάση τῆς ζωῆς μας πειράζουμε καὶ ἐμπαίζουμε τὸν Χριστὸ καὶ ζημιώνουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας περισσότερο ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀδιάφορων ἀνθρώπων, ποὺ πρέπει νὰ ἐμπνέουμε μὲ τὰ λόγια καὶ τὸ παράδειγμά μας;
Τὴν ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ἂς δώσει ὁ καθένας μας μόνο στὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν ζωή του καὶ τὸν ἀγῶνά του. Ἀμήν.-

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

 Γάμος ομοφυλοφίλων : 

Το κείμενο που θα διαβαστεί την Κυριακή στις εκκλησίες 


Το φως της δημοσιότητας βρήκε το κείμενο της εγκυκλίου που απεστάλη στους ιερούς ναούς από την Ιερά Σύνοδο σχετικά με τον γάμο των ομοφυλοφίλων ζευγαριών και αναμένεται να διαβαστεί στις εκκλησίες την ερχόμενη Κυριακή (4.2). Σε αυτό, η Ιερά Σύνοδος σημειώνει ότι η ένωση ομοφυλοφίλων δεν θα γίνει αποδεχτή και τονίζει πως «αλλοιώνεται ο θεσμός της οικογένειας».


Επιπλέον, στο κείμενο που δημοσιεύει το ekklisiaonline  υπογραμμίζεται ότι «ἡ δυαδικότητα τῶν δύο φύσεων καί ἡ συμπληρωματικότητά τους δέν ἀποτελοῦν κοινωνικές ἐπινοήσεις, ἀλλά παρέχονται ἀπό τόν Θεό» καθώς και ότι «ὁ χριστιανικός Γάμος δέν εἶναι ἁπλῆ συμφωνία συμβίωσης, ἀλλά ἱερό Μυστήριο, διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά προχωρήσουν πρός τήν θέωσή τους». Συγκεκριμένα, αναλύονται πέντε κεντρικές θέσεις της Εκκλησίας, για τις οποίες είναι αντίθετη με το νομοσχέδιο που φέρνει η κυβέρνηση στη Βουλή τον Φεβρουάριο. 


«Σέ ἕνα εὐνομούμενο Κράτος ἡ Πολιτεία μέ τά συντεταγμένα ὄργανά της ἔχει τήν ἁρμοδιότητα νά καταρτίζη νομοσχέδια καί νά ψηφίζη νόμους, ὥστε στήν κοινωνία νά ὑπάρχη ἑνότητα, εἰρήνη καί ἀγάπη. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, εἶναι θεσμός ἀρχαιότατος, ἔχει διαχρονικές παραδόσεις αἰώνων, συμμετέχει σέ ὅλες τίς κατά καιρούς δοκιμασίες τοῦ λαοῦ, συνετέλεσε ἀποφασιστικά στήν ἐλευθερία του, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἱστορία, τήν παλαιότερη καί τήν πρόσφατη, καί πρέπει ὅλοι νά στέκονται μέ σεβασμό, τόν ὁποῖο κατά καιρούς διακηρύσσουν. 

Ἄλλωστε καί ὅλοι οἱ ἄρχοντες, ἐκτός ἀπό μερικές ἐξαιρέσεις, εἶναι δυνάμει καί ἐνεργείᾳ μέλη της.

 Ἡ Ἐκκλησία οὔτε συμπολιτεύεται οὔτε ἀντιπολιτεύεται, ἀλλά πολιτεύεται κατά Θεόν καί ποιμαίνει ὅλους. 

Γι’ αὐτό καί ἔχει ἰδιαίτερο λόγο πού πρέπει νά γίνεται σεβαστός. Στό θέμα τοῦ λεγομένου «πολιτικοῦ γάμου τῶν ὁμοφυλοφίλων», ἡ Ἱερά Σύνοδος ὄχι μόνον δέν μπορεῖ νά σιωπήση, ἀλλά πρέπει νά ὁμιλήση, ἀπό ἀγάπη καί φιλανθρωπία σέ ὅλους. 

Γι’ αὐτό ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν πρόσφατη ἀπόφασή της μέ ὁμόφωνο καί ἑνωτικό τρόπο, γιά λόγους τούς ὁποίους αἰτιολόγησε, δήλωσε ὅτι «εἶναι κάθετα ἀντίθετη πρός τό προωθούμενο νομοσχέδιο», αναφέρεται σε άλλο σημείο της εγκυκλίου. 


Γάμος ομοφυλοφίλων: Αυτό είναι το κείμενο που θα διαβαστεί στις Εκκλησίες

Αναλυτικά όλη η Εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου έχει ως εξής:


Ὅπως ἔχετε ἐνημερωθῆ, μόλις πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες, δηλαδή τήν 23η Ἰανουαρίου 2024, συνῆλθε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού εἶναι ἡ Ἀνωτάτη Ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά νά μελετήση τό θέμα πού ἀνέκυψε στίς ἡμέρες μας, δηλαδή τήν θέσπιση τοῦ «πολιτικοῦ γάμου» τῶν ὁμοφυλοφίλων, μέ ὅλες τίς συνέπειες πού ἐπιφέρει αὐτό στό οἰκογενειακό δίκαιο.


Ἡ Ἱεραρχία συζήτησε ἐπαρκῶς τό θέμα αὐτό μέ ὑπευθυνότητα καί νηφαλιότητα, ἀποδεικνύοντας γιά μιά ἀκόμη φορά τήν ἑνότητά της, καί στήν συνέχεια ὁμόφωνα ἀποφάσισε τά δέοντα πού ἔχουν ἀνακοινωθῆ.


Μιά ἀπό τίς ἀποφάσεις πού ἔλαβε εἶναι νά ἐνημερώση τό πλήρωμά της, τό ὁποῖο θέλει νά ἀκούση τίς ἀποφάσεις της καί τίς θέσεις της. Μέσα στό πλαίσιο αὐτό, ἡ Ἱεραρχία ἀπευθύνεται πρός ὅλους ἐσᾶς, γιά νά διατυπώση τήν ἀλήθεια γιά τό σοβαρό αὐτό θέμα.


Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, διά μέσου τῶν αἰώνων, εἶναι διπλό, δηλαδή θεολογικό, μέ τό νά ὁμολογῆ τήν πίστη της, ὅπως τήν ἀποκάλυψε ὁ Χριστός καί τήν ἔζησαν οἱ Ἅγιοί της, καί ποιμαντικό, μέ τό νά ποιμαίνη τούς ἀνθρώπους στήν κατά Χριστόν ζωή. Αὐτό τό ἔργο της φαίνεται στήν Ἁγία Γραφή καί στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες θέσπισαν ὅρους γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἱερούς κανόνες, πού καθορίζουν τά ὅρια μέσα στά ὁποῖα πρέπει νά κινοῦνται ὅλα τά μέλη της, Κληρικοί, Μοναχοί καί Λαϊκοί.


Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ποιμαίνει, δηλαδή θεραπεύει τίς πνευματικές ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, ὥστε οἱ Χριστιανοί νά ζοῦν σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τούς ἀδελφούς τους, νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν φιλαυτία καί νά ἀναπτυχθῆ ἡ φιλοθεΐα καί ἡ φιλανθρωπία, δηλαδή ἡ ἰδιοτελής, φίλαυτη ἀγάπη νά γίνη ἀνιδιοτελής ἀγάπη.


Ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους, δικαίους καί ἀδίκους, ἀγαθούς καί κακούς, ἁγίους καί ἁμαρτωλούς∙ αὐτό κάνει καί ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλωστε, ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό Νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τούς ἀνθρώπους, χωρίς νά ἀποκλείη κανέναν, ὅπως δείχνει ἡ παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, τήν ὁποία εἶπε ὁ Χριστός (Λουκ. ι΄, 3037). Τό ἴδιο κάνουν καί τά νοσοκομεῖα καί οἱ ἰατροί γιά τίς σωματικές ἀσθένειες. Ὅταν οἱ ἰατροί κάνουν χειρουργικές ἐπεμβάσεις στούς ἀνθρώπους, κανείς δέν μπορεῖ νά ἰσχυρισθῆ ὅτι δέν ἔχουν ἀγάπη. Ἀλλά οἱ ἄνθρωποι ἀνταποκρίνονται διαφορετικά σέ αὐτήν τήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας∙ ἄλλοι τήν ἐπιθυμοῦν καί ἄλλοι ὄχι. Ὁ ἥλιος ἀποστέλλει τίς ἀκτῖνες του σέ ὅλη τήν κτίση, ἄλλοι ὅμως φωτίζονται καί ἄλλοι καίγονται, καί αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τήν φύση αὐτῶν πού δέχονται τίς ἡλιακές ἀκτῖνες.


Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἀγαπᾶ ὅλα τά βαπτισθέντα παιδιά της καί ὅλους τούς ἀνθρώπους πού εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, μικρούς καί μεγάλους, ἀγάμους καί ἐγγάμους, Κληρικούς, Μοναχούς καί Λαϊκούς, ἐπιστήμονες καί μή, ἄρχοντες καί ἀρχομένους, ἑτεροφύλους καί ὁμοφυλοφίλους, καί ἀσκεῖ τήν φιλάνθρωπη ἀγάπη της, ἀρκεῖ, βέβαια, νά τό θέλουν καί οἱ ἴδιοι καί νά ζοῦν πραγματικά στήν Ἐκκλησία.


Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Γάμο ἀπορρέει ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τήν διάταξη τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου.

Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως γράφεται: «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. Καί εὐλόγησεν αὐτούς λέγων˙ αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτήν καί ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καί πάντων τῶν κτηνῶν καί πάσης τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί τῆς γῆς» (Γεν., 1, 2728).


Αὐτό σημαίνει ὅτι «ἡ δυαδικότητα τῶν δύο φύσεων καί ἡ συμπληρωματικότητά τους δέν ἀποτελοῦν κοινωνικές ἐπινοήσεις, ἀλλά παρέχονται ἀπό τόν Θεό»∙ «ἡ ἱερότητα τῆς ἕνωσης ἄνδρα καί γυναίκας παραπέμπει στήν σχέση τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας»∙ «ὁ χριστιανικός Γάμος δέν εἶναι ἁπλῆ συμφωνία συμβίωσης, ἀλλά ἱερό Μυστήριο, διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά προχωρήσουν πρός τήν θέωσή τους»∙ «ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα εἶναι συστατικά στοιχεῖα τῆς παιδικῆς καί τῆς ἐνήλικης ζωῆς».


Ὅλη ἡ θεολογία τοῦ Γάμου φαίνεται καθαρά στήν ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου, στά τελούμενα καί τίς εὐχές. Σ’ αὐτό τό Μυστήριο ἡ ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός ἱερολογεῖται ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, μέ τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Τά ἀποτελέσματα τοῦ ἐν Χριστῷ Γάμου εἶναι ἡ δημιουργία καλῆς συζυγίας καί οἰκογενείας, ἡ γέννηση παιδιῶν, ὡς καρποῦ τῆς ἀγάπης τῶν δύο συζύγων, ἄνδρα καί γυναίκας, καί ἡ σύνδεσή τους μέ τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἡ μή ὕπαρξη παιδιῶν χωρίς τήν εὐθύνη τῶν συζύγων, δέν διασπᾶ τήν ἐν Χριστῷ συζυγία.


Ἡ χριστιανική παραδοσιακή οἰκογένεια ἀποτελεῖται ἀπό πατέρα, μητέρα καί παιδιά, καί σέ αὐτήν τήν οἰκογένεια τά παιδιά ἀναπτύσσονται, γνωρίζοντας τήν μητρότητα καί τήν πατρότητα πού θά εἶναι ἀπαραίτητα στοιχεῖα στήν μετέπειτα ἐξέλιξή τους.


Ἐξ ἄλλου, ὅπως φαίνεται στό «Εὐχολόγιο» τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχει σαφέστατη σύνδεση μεταξύ τῶν Μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος, τοῦ Γάμου, τῆς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θείας Κοινωνίας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Κάθε διάσπαση αὐτῆς τῆς σύνδεσης δημιουργεῖ ἐκκλησιολογικά προβλήματα.


Ἑπομένως, βαπτιζόμαστε καί χριόμαστε γιά νά κοινωνήσουμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Γίνεται ὁ Γάμος ὥστε οἱ σύζυγοι καί ἡ οἰκογένεια νά συμμετέχουν στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί νά κοινωνοῦν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Κάθε διάσπαση τῆς σχέσεως αὐτῆς τῶν Μυστηρίων συνιστᾶ τήν ἐκκοσμίκευση.


Ἡ Ἐκκλησία βασίζεται σέ αὐτήν τήν Παράδοση, πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στούς Ἁγίους, καί δέν μπορεῖ νά ἀποδεχθῆ κάθε ἄλλη μορφή Γάμου, πολλῷ δέ μᾶλλον τόν λεγόμενο «ὁμοφυλοφιλικό γάμο».


Σέ ἕνα εὐνομούμενο Κράτος ἡ Πολιτεία μέ τά συντεταγμένα ὄργανά της ἔχει τήν ἁρμοδιότητα νά καταρτίζη νομοσχέδια καί νά ψηφίζη νόμους, ὥστε στήν κοινωνία νά ὑπάρχη ἑνότητα, εἰρήνη καί ἀγάπη. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, εἶναι θεσμός ἀρχαιότατος, ἔχει διαχρονικές παραδόσεις αἰώνων, συμμετέχει σέ ὅλες τίς κατά καιρούς δοκιμασίες τοῦ λαοῦ, συνετέλεσε ἀποφασιστικά στήν ἐλευθερία του, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἱστορία, τήν παλαιότερη καί τήν πρόσφατη, καί πρέπει ὅλοι νά στέκονται μέ σεβασμό, τόν ὁποῖο κατά καιρούς διακηρύσσουν. Ἄλλωστε καί ὅλοι οἱ ἄρχοντες, ἐκτός ἀπό μερικές ἐξαιρέσεις, εἶναι δυνάμει καί ἐνεργείᾳ μέλη της. Ἡ Ἐκκλησία οὔτε συμπολιτεύεται οὔτε ἀντιπολιτεύεται, ἀλλά πολιτεύεται κατά Θεόν καί ποιμαίνει ὅλους. Γι’ αὐτό καί ἔχει ἰδιαίτερο λόγο πού πρέπει νά γίνεται σεβαστός.


Στό θέμα τοῦ λεγομένου «πολιτικοῦ γάμου τῶν ὁμοφυλοφίλων», ἡ Ἱερά Σύνοδος ὄχι μόνον δέν μπορεῖ νά σιωπήση, ἀλλά πρέπει νά ὁμιλήση, ἀπό ἀγάπη καί φιλανθρωπία σέ ὅλους. Γι’ αὐτό ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν πρόσφατη ἀπόφασή της μέ ὁμόφωνο καί ἑνωτικό τρόπο, γιά λόγους τούς ὁποίους αἰτιολόγησε, δήλωσε ὅτι «εἶναι κάθετα ἀντίθετη πρός τό προωθούμενο νομοσχέδιο».


Καί αὐτή ἡ σαφής ἀπόφασή της στηρίζεται στό ὅτι «οἱ ἐμπνευστές τοῦ νομοσχεδίου καί οἱ συνευδοκοῦντες σέ αὐτό προωθοῦν τήν κατάργηση τῆς πατρότητας καί τῆς μητρότητας καί τήν μετατροπή τους σέ οὐδέτερη γονεϊκότητα, τήν ἐξαφάνιση τῶν ρόλων τῶν δύο φύλων μέσα στήν οἰκογένεια καί θέτουν πάνω ἀπό τά συμφέροντα τῶν μελλοντικῶν παιδιῶν τίς σεξουαλικές ἐπιλογές τῶν ὁμοφυλοφίλων ἐνηλίκων».


Ἐπί πλέον, ἡ θέσπιση τῆς «υἱοθεσίας παιδιῶν» «καταδικάζει τά μελλοντικά παιδιά νά μεγαλώνουν χωρίς πατέρα ἤ μητέρα σέ ἕνα περιβάλλον σύγχυσης τῶν γονεϊκῶν ρόλων», ἀφήνοντας δέ ἀνοικτό παράθυρο γιά τήν λεγόμενη «παρένθετη κύηση», πού θά δώση κίνητρα «γιά τήν ἐκμετάλλευση εὐάλωτων γυναικῶν» καί ἀλλοίωση τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογενείας.


Ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία πρέπει νά ἐκφράζη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά καθοδηγῆ ὀρθόδοξα τά μέλη της, δέν μπορεῖ νά τά ἀποδεχθῆ, διότι διαφορετικά θά προδώση τήν ἀποστολή της. Καί τό κάνει αὐτό ὄχι μόνο ἀπό ἀγάπη στά μέλη της, ἀλλά ἀπό ἀγάπη καί στήν ἴδια τήν Πολιτεία καί τούς θεσμούς της, ὥστε νά προσφέρουν στήν κοινωνία καί νά συντελοῦν στήν ἑνότητά της. Ἀποδεχόμαστε, βέβαια, τά δικαιώματα τῶν ἀνθρώπων τά ὁποῖα κινοῦνται σέ ἐπιτρεπτά ὅρια, σέ συνδυασμό μέ τίς ὑποχρεώσεις τους, ἀλλά ἡ νομιμοποίηση τοῦ ἀπολύτου «δικαιωματισμοῦ», πού εἶναι θεοποίηση τῶν δικαιωμάτων, προκαλεῖ τήν ἴδια τήν κοινωνία.


Ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιά τήν οἰκογένεια, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό κύτταρο τῆς Ἐκκλησίας, τῆς κοινωνίας καί τοῦ Ἔθνους. Σέ αὐτό πρέπει νά συντείνη καί ἡ Πολιτεία, ὅπως διαλαμβάνεται στό ἰσχῦον Σύνταγμα ὅτι «ἡ οἰκογένεια ὡς θεμέλιο τῆς συντήρησης καί προαγωγῆς τοῦ Ἔθνους, καθώς καί ὁ Γάμος, ἡ μητρότητα καί ἡ παιδική ἡλικία τελοῦν ὑπό τήν προστασία τοῦ Κράτους» (ἄρ. 21).


Σύμφωνα δέ μέ τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού εἶναι νόμος τοῦ Κράτους (590/1977), «ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συνεργάζεται μετά τῆς Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος ὡς… τῆς ἐξυψώσεως τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογενείας» (ἄρ. 2).

Ἔτσι, προτρέπουμε τήν Πολιτεία νά προβῆ στήν ἀντιμετώπιση τοῦ Δημογραφικοῦ προβλήματος «πού ἐξελίσσεται σέ βόμβα ἕτοιμη νά ἐκραγεῖ» καί εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἐθνικό θέμα τῆς ἐποχῆς μας, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπίλυση ὑπονομεύεται ἀπό τό πρός ψήφιση νομοσχέδιο, καί τήν καλοῦμε νά ὑποστηρίξη τίς πολύτεκνες οἰκογένειες πού προσφέρουν πολλά στήν κοινωνία καί τό Ἔθνος.


Ὅλα τά ἀνωτέρω ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνακοινώνει σέ ὅλα τά μέλη της «μέ αἴσθημα ποιμαντικῆς εὐθύνης καί ἀγάπης», διότι ὄχι μόνο ὁ λεγόμενος «γάμος τῶν ὁμοφυλοφίλων» εἶναι ἀνατροπή τοῦ Χριστιανικοῦ Γάμου καί τοῦ θεσμοῦ τῆς πατροπαράδοτης ἑλληνικῆς οἰκογένειας, ἀλλάζοντας τό πρότυπό της, ἀλλά καί διότι ἡ ὁμοφυλοφιλία ἔχει καταδικαστῆ ἀπό τήν σύνολη ἐκκλησιαστική παράδοση, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο (Ρωμ. α΄, 2432), καί ἀντιμετωπίζεται μέ τήν μετάνοια, ἡ ὁποία εἶναι ἀλλαγή τρόπου ζωῆς.


Ἐννοεῖται, βέβαια, ὅτι ὑφίσταται ἡ βασική ἀρχή ὅτι, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει τήν κάθε ἁμαρτία ὡς ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Φῶς καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, συγχρόνως ἀγαπᾶ τόν κάθε ἁμαρτωλό, διότι καί αὐτός ἔχει τό «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» καί μπορεῖ νά φθάση στό «καθ’ ὁμοίωσιν», ἐάν συνεργήση στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.


Αὐτόν τόν ὑπεύθυνο λόγο ἀπευθύνει ἡ Ἱερά Σύνοδος σέ σᾶς, τούς εὐλογημένους Χριστιανούς, τά μέλη της, καί σέ ὅλους ὅσοι ἀναμένουν τόν λόγο της, διότι ἡ Ἐκκλησία «ἀληθεύει ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. δ΄, 15) καί «ἀγαπᾶ ἐν ἀληθείᾳ» (Β΄ Ἰω. α΄, 1).


† Ὁ Ἀθηνῶν Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος

† Ὁ Καρυστίας καί Σκύρου Σεραφείμ

† Ὁ Μονεμβασίας καί Σπάρτης Εὐστάθιος

† Ὁ Νικαίας Ἀλέξιος

† Ὁ Νικοπόλεως καί Πρεβέζης Χρυσόστομος

† Ὁ Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου Θεόκλητος

† Ὁ Μαρωνείας καί Κομοτηνῆς Παντελεήμων

† Ὁ Κίτρους καί Κατερίνης Γεώργιος

† Ὁ Ἰωαννίνων Μάξιμος

† Ὁ Ἐλασσῶνος Χαρίτων

† Ὁ Θήρας, Ἀμοργοῦ καί Νήσων Ἀμφιλόχιος

† Ὁ Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Νικηφόρος

† Ὁ Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Δαμασκηνός.


ekklisiaonline.gr

ATHENS VOICE. 

nikiforospress.

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ 


 Δέκα λεπροί άνδρες αντίκρυσαν τον Χριστό και όπως και ο τυφλός, ο Βαρτίμαιος, ο ζητιάνος τυφλός που καθημερινά με μόνη συντροφιά του το σκοτάδι του, άνοιγε παρακλητικά και υπομονετικά το χέρι του στους διαβάτες, για να κατορθώσει να ζήσει κι αυτός, όπ
ως η Χαναναία που ικετευτικά ζητούσε έλεος με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, «ήραν φωνήν λέγοντες. Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς», φώναξαν δυνατά: «Ιησού διδάσκαλε, λυπήσου μας». Δεν απογοήτευσε η σκληροκαρδία. Ευτυχώς που ο τυφλός ο Βαρτίμαιος, παρά τη σκληροκαρδία των συμπολιτών του, που προσπαθούσαν να του κλείσουν το στόμα για να μην ενοχλεί, «πολλώ μάλλον έκραζε, υιέ Δαυίδ ελέησον με». Και έτσι η επιμονή του δικαιώθηκε. Έτσι οι ελπίδες του εκπληρώθηκαν. Και γέμισαν ξανά με φως τα σβησμένα του μάτια. Γιατί όπως μας βεβαιώνει και πάλι ο Λουκάς, ο Κύριος κάλεσε τον τυφλό κοντά του και τον θεράπευσε. Και οι δέκα λεπροί, αδελφοί μου, οι δέκα δυστυχισμένοι άνθρωποι, οι αποδιωγμένοι και ξεχασμένοι από την κοινωνία, για το καλό της βέβαια, για την ησυχία της και την ασφάλειά της, αλήθεια πόσο παίζουμε εδώ με τις λέξεις, έμεναν στο περιθώριο και ούτε καν τους επιτρέπονταν να πλησιάσουν άνθρωπο. Και τούτοι εδώ πήρανε χαμπάρι τον Ιησού που πλησίαζε στα μέρη τους. Και τούτοι εδώ άρχισαν όλοι μαζί να φωνάζουν, να κραυγάζουν και να εκλιπαρούν. «ήραν φωνήν λέγοντες. Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς» Δυο τρεις λέξεις μια προσευχή. Μια φράση μικρή, μια ικεσία μεγάλη. Μια ικεσία, που όπως φαίνεται και στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, έχει μεγάλη δύναμη. Ελκύει το έλεος του Θεού και απαλλάσσει τον άνθρωπο από κάθε κακοδαιμονία. Αδελφοί μου! Η ικεσία των λεπρών είναι η αδιάλειπτη προσευχή της Εκκλησίας μας που την ακούμε σε κάθε εκκλησιαστική ακολουθία. Σε κάθε αίτηση του Ιερέως εμείς απαντάμε με το «Κύριε ελέησον». Και εφ’ όσον όλοι μας είμαστε μέλη της Εκκλησίας, όλοι πρέπει να αποκτήσουμε εκκλησιαστικό φρόνημα, και να γίνει δική μας ζωή και δικό μας φρόνημα, η ικεσία τούτη. Να είναι και η δική μας αδιάλειπτη προσευχή. Αδελφοί μου! Μια παραπερα ερμηνεία της ικεσίας των λεπρών και της δεήσεως της Εκκλησίας, είναι η λεγομένη «ευχή» του Ιησού, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», την οποίαν οι άγιοι Πατέρες παραγγέλουν να λέμε συχνά, για να απαλλαγούμε από την πνευματική μας λέπρα. Και η αξία της «ευχής» είναι ανυπολόγιστη, γιατί μέσα σε λίγες λέξεις συνδέεται στενά η ομολογία του Θεανθρώπου με την ομολογία της αμαρτωλότητός μας και ακριβώς σ’ αυτόν τον υπέροχο συνδυασμό βρίσκεται όλο το μακάριο πνεύμα της αγίας μας Ορθοδοξίας. Είναι αυτή η «ευχή» το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», η ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας μας, που ρέει από γενιά σε γενιά μέσα στους αιώνες και συνοψί¬ζει ολόκληρη τη δογματική της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Η «μονολόγιστη» αυτή προσευχή, η «ευχή του Ιησού», αποτελεί την ακατάπαυστη κραυγή του πιστού Ορθοδόξου Χριστιανού προς το Θεό για τη σω¬τηρία του. Μ' αυτή την προσευχή μπορούμε να προ¬σευχόμαστε παντού και πάντοτε σε κάθε δουλειά και σε κάθε περίσταση. Μπορεί να τη λέγει κανείς νο¬ερά και την ώρα των εκκλησιαστικών ακολουθιών, αλλά κυρίως όταν εργασία η αρρώστια, σε κρατούν, μακριά από την Εκκλησία. Μ' αυτή την «νοερά» προσευχή, η φλεγόμενη από την αγάπη του Κυρίου ψυχή, αναζητά επίμονα Αυτόν που μπορεί να την σώσει. Και διαθέτει μια θαυμαστή ευελιξία. Είναι προσευχή για αρχάριους, αλλά και προσευχή που μπορεί να οδηγήσει στα βαθύτερα μυστήρια του θεωρητικού βίου. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον καθένα, οποτεδήποτε και οπουδήποτε: περιμένοντας κάπου στην ουρά, περπατώντας, ταξιδεύοντας με το λεωφορείο ή το τρένο. Στη δουλειά, ή τη νύχτα, όταν δεν σου κολλάει ο ύπνος. Σε στιγμές ιδιαίτερης αγωνίας, όταν είναι αδύνατο να συγκεντρωθεί κανείς σε άλλου είδους προσευχή. Η προσευχή του Ιησού αποδεικνύεται μεγάλη πηγή θάρρους και χαράς γι' αυτούς που την προφέρουν συνέχεια, αλλά και γι' αυτούς που τη χρησιμοποιούν περιστασιακά. (Α΄Θεσσαλ. 5, 17). Τhe Way of a Pilgrim, σς. 17-18 / απόσπασμα από το βιβλίο "Ορθόδοξη Εκκλησία" του επισκόπου Κάλλιστου Ware: «Με την συνεχή αυτή ευχή θα διαλυθούν όλες oι εσωτερικές ταραχές, φόβοι, στενοχώριες και θα σε βοηθήσει ό Χριστός ν' αποκτήσεις καρδίαν συντετριμμένην και τότε ακριβώς θα συντριβή εις την τελειότητα ή δύναμις του Σατανά. Όπως κάποιος φοβάται να πιάσει με το χέρι του ένα πυρακτωμένο σίδερο, έτσι και ό διάβολος φοβάται την συντριβή της καρδίας, την οποίαν προκαλεί ή ευχή ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΥΙΕ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Ή συντριβή της καρδιάς πού προκαλεί η συνεπής αυτή ευχή διώχνει την αμαρτία και κάθε σατανική πονηρία, ταπεινώνει την Έπαρσιν του Εωσφόρου και εξασφαλίζει την σωτηρίαν της ψυχής. Μπροστά εις την συντετριμμένην καρδίαν με την ευχή ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΥΙΕ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ ό Σατανάς και οι δαίμονές του φεύγουν πιο γρήγορα και από την αστραπή. Όταν ό δαίμονας περιεργάζεται την καρδιά σου πού λέγει την ευχή ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ. ΥΙΕ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ, πρώτα ετοιμάζει τα βήματά του για να φύγει από τον φόβο του, μήπως συνετρίβη η καρυδιά σου με την ευχή αυτή. Όπως το φίδι περισσότερο από κάθε άλλη πληγή φοβάται τα νύχια του γάτου, έτσι και ό δαίμονας περισσότερο από κάθε άλλην αρετή φοβάται την συντριβή της καρδιάς από την ευχή ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΥΙΕ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Φαρμακερά είναι στο φίδι τα νύχια του γάτου, άλλα στην ψυχή του ανθρώπου είναι επτά φορές πιο φαρμακερά τα νύχια του διαβόλου, ενώ ή συντριβή της καρδίας γι' αυτόν είναι εβδομήντα επτά φορές πιο φαρμακερή από τα δικά του νύχια, ύστερα από την Ευχή ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΥΙΕ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Διασκευή και μεταγλώττιση από αρχαίο χειρόγραφο της Ί. Μονής Κωσταμονίτου. Αγίου Όρους Ας ακούσουμε, τελειώνοντας τα λόγια ενός Προσκυνητή από το περίφημο βιβλίο «Περιπέτειες ενός Προσκυνητή» ο οποίος γυρνούσε τον κόσμο ψάχνοντας να βρει ασκητές να του μιλήσουν για αυτή τη προσευχή.: Έτσι πορεύομαι τώρα, και επαναλαμβάνω ασίγαστα την Προσευχή του Ιησού, που μου είναι πολυτιμότερη και γλυκύτερη από καθετί άλλο στον κόσμο. Μερικές φορές κάνω σαράντα τρία με σαράντα τέσσερα μίλια τη μέρα, και δεν αισθάνομαι πως περπάτησα καθόλου. Έχω τη συνείδηση μόνο του γεγονότος πως επαναλαμβάνω την προσευχή. Όταν με διατρυπάει το πικρό κρύο, αρχίζω να λέω την προσευχή πιο ζωηρά, και γρήγορα ζεσταίνομαι. Όταν αρχίζει να με βασανίζει η πείνα, καλώ πιο συχνά το Όνομα του Ιησού, και ξεχνώ την επιθυμία του φαγητού. Όταν αρρωσταίνω και με πιάνουν οι ρευματισμοί στην πλάτη και στα πόδια, συγκεντρώνω τις σκέψεις μου στην Προσευχή, και δεν προσέχω τον πόνο. Αν κάποιος με πληγώσει, αρκεί να σκεφτώ "Πόσο γλυκιά είναι η Προσευχή του Ιησού!" και ο πόνος και ο θυμός περνούν και ξεχνώ τα πάντα… Ευχαριστώ τον Θεό που καταλαβαίνω τώρα το νόημα των λέξεων που άκουσα στον Απόστολο - Αδιαλείπτως προσεύχεσθε απόσπασμα από το βιβλίο "Ορθόδοξη Εκκλησία" του επισκόπου Κάλλιστου Ware

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ

 

 Εὐαγγέλιον: Ματθ. δ' 12-17

 

᾿Αδελφοί  μου χριστιανοί,

῾Η σημερινή Κυριακή ὀνομάζεται Κυριακή μετά τά Φῶτα, διότι εὑρίσκεται ἡμερολογιακῶς μετά τήν ῾Εορτήν τῶν ῾Αγίων Θεοφανείων, πού ὀνομάζονται καί Φῶτα.

Εἰς τό Εὐαγγέλιον, τό ὁποῖον διαβάζει σήμερα ἡ ᾿Εκκλησία μας, ἀπό τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, καταγράφεται ὅτι συνέλαβαν τόν Πρόδρομον ᾿Ιωάννην καί τόν ἐφυλάκισαν, μέ ἐντολήν τοῦ αἱμοχαροῦς ῾Ηρώδου, διά νά μή ἀκούη τόν ἔλεγχον του. Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός ἀνεχώρησε εἰς τήν Γαλιλαίαν, ἄφησε τήν Ναζαρέτ καί ἦλθε καί ἔμεινεν εἰς τήν παραθαλασσίαν πόλιν τῆς Καπερναούμ. Καί αὐτό τό σημεῖον τό προεφήτευσεν ὁ Προφήτης ῾Ησαΐας, ὅταν ἔγραφε, «Γῆ Ζαβουλών καί γῆ Νεφθαλείμ, ὁδόν θαλάσσης, πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καί τούς καθημένους ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» (῾Ησ. η' 22). ᾿Από ἐδῶ ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός ἀρχίζει τό κήρυγμα του, καί μάλιστα μέ τά ἴδια λόγια τοῦ Τιμίου Προδρόμου. «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

Βλέπομεν λοιπόν, τήν ἐναρμόνισιν τῶν Γραφῶν καί τοῦ Κηρύγματος. Προφητεύουν οἱ Προφῆται ἑκατοντάδες χρόνια πρό Χριστοῦ, καί ἀποκαλύπτονται ὅλα εἰς τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Τίμιος Πρόδρομος καλεῖ τόν λαόν νά ἑτοιμασθῆ διά τῆς μετανοίας καί νά ὑποδεχθῆ τόν Μεσσίαν. Καί ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός ἀρχίζει τό κήρυγμα του, μέ τό κήρυγμα τῆς μετανοίας, πού ἐκήρυττεν ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Διότι ἡ μετάνοια εἶναι ἡ μόνη ὁδός πρός τήν σωτηρίαν. Βλέπομεν τόν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, ὅταν ἀποστέλλει τούς Μαθητάς του εἰς τό Κήρυγμα, τούς παραγγέλλει νά κηρύξουν μετάνοιαν εἰς ὅλους τούς λαούς.

῾Η συνισταμένη τοῦ θείου Κηρύγματος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μετάνοια. Καί τό χαροποιόν μήνυμα τοῦ Κηρύγματος εἶναι, ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός ἀναμένει ὅλους εἰς ἐπιστροφήν, εἰς μετάνοιαν, διά νά δώση τήν συγχώρησιν καί τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν. Θά κηρύξη ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια' 28).

῾Ο ῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης γράφει, ὅτι «ὁ ᾿Ιορδάνης ποταμός συμβολίζει τήν μετάνοιαν. Διότι εἰς τόν ᾿Ιορδάνην ποταμόν, ἐβάπτιζεν ὁ ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Βαπτιστής, βάπτισμα μετανοίας. Καί ἡ ἀξίνη πού  ἀναφέρεται ἐκεῖ, εἶναι ἡ ἁμαρτία. Διότι καί ἡ ἁμαρτία εἶναι βαρεῖα καί κατωφερής, ὡς ὁ σίδηρος καί τό μολύβι. Διά τοῦτο καί ὁ Δαβίδ γράφει εἰς τόν Ψαλμόν του, «αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῆραν τήν κεφαλήν μου, ὡσεί φορτίον βαρύ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ» (Ψαλμ. λθ' 4).

Καί συνεχίζει ὁ ῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης. «Μή φοβηθῆς ἀδελφέ μου, μπροστά εἰς τήν ἁμαρτίαν, μηδέ ἀπελπίσης τήν σωτηρίαν σου. Στάσου ἀνδρεῖος, καί ἀντιπολέμησον τόν ἐχθρόν διάβολον, ὁ ὁποῖος ζητεῖ νά σέ ἀπολέση μέ τήν ἀπόγνωσιν. Δεῖξον μετάνοιαν ἀληθινήν εἰς τόν Θεόν. Πήγαινε εἰς τόν Πνευματικόν, καί ἐξομολογήσου μέ κατάνυξιν ὅλες τίς ἁμαρτίες σου. Σύντριψον τήν καρδίαν σου. Δέξαι τόν Κανόνα, πού θά σοῦ δώση ὁ Πνευματικός καί κάμε τελείαν ἀποχήν τῆς ἁμαρτίας. Δέν ὑπάρχει ἁμαρτία ἀσυγχώρητος, παρά μόνον ἡ ἀμετανόητος.

᾿Εάν ἔτσι μετανοήσης, ἀγαπητέ, ἤξευρε ὅτι ἡ γνησία αὐτή μετάνοια σου, θά σέ ἀνεβάση ἀπό τό βάθος τῆς κακίας, διά τῆς Χάριτος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, εἰς τό ὕψος τῆς θείας συγγνώμης. Καθώς τότε καί ὁ ᾿Ιορδάνης, ὁ εἰς τύπον τῆς μετανοίας παραλαμβανόμενος, ἀνεβίβασε τήν βαρεῖαν ἐκίνην ἀξίνην διά τῆς Χάριτος τοῦ Σταυροῦ.

῾Ο διάβολος εἶναι δράκων μέγας εἰς τήν θάλασσαν τοῦ βίου καί τῶν ἡδονῶν διατριβῶν, καί εἶναι ἕτοιμος νά καταβρωχθίση κάθε ἁμαρτωλόν ἀμετανόητον. ᾿Εάν ὅμως δέν ἀπελπισθῆ ὁ ἁμαρτωλός καί φωνάξει μέσα ἀπό τήν ἁμαρτίαν του ἐκ βάθους καρδίας, Κύριε σῶσον με, τόν ἀκούει ὁ Θεός καί δίδει εἰς αὐτόν τρόπον καί τόπον διά νά μετανοήση καί νά σωθῆ».

῞Ενας ἀσκητής σημειώνει, ὅτι δέν θά καταδικασθοῦμε διότι ἁμαρτήσαμε ἁπλῶς, ἀλλά διότι δέν μετανοήσαμεν. Δύο δρόμοι ὑπάρχουν τῆς σωτηρίας, οἱ ὁποῖοι διαβαίνουν μέσα ἀπό τήν ᾿Εκκλησίαν. ῾Η ὁδός τῆς ἀθωότητος καί τῆς ἁγιότητος, τήν ὁποίαν καθαγιάζει ἡ ᾿Εκκλησία διά τῶν Μυστηρίων, καί ἡ ὁδός τῆς μετανοίας, ἡ ὁποία διαβαίνει μέσα ἀπό τό Μυστήριον τῆς ἱερᾶς ᾿Εξομολογήσεως καί ἐπαναφέρει τόν χριστιανόν εἰς τήν ἀθωότητα.

῞Οταν ὁ Χριστός ἀρχίζει τό Κήρυγμα μέ τήν φράσιν: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν», κηρύττει καί ἐννοεῖ, ὅτι εἴμεθα προσκεκλημένοι εἰς τήν σωτηρίαν, εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, εἰς τήν ὁποίαν ὁδηγεῖ ἡ ὁδός τῆς ἀθωότητος καί τῆς ἁγιότητος. ῾Επομένως, προσέξετε τήν ἁμαρτίαν, καί ἐάν ἔχετε πέσει εἰς αὐτήν, μετανοήσατε, διά νά ἐπανέλθετε εἰς τήν ὁδόν τῆς σωτηρίας.

Μᾶς περιμένει λοιπόν ὁ Κύριος εἰς τήν ἐπιστροφήν, εἰς τήν μετάνοιαν, εἰς τήν ὁδόν τῆς μετανοίας, εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Καί ἔδωκε τήν ᾿Εκκλησίαν, ἡ ὁποία ἱερουργεῖ τόν Λόγον καί τά ἱερά Μυστήρια, ὡς τήν Κιβωτόν τῆς σωτηρίας, μέσα εἰς τήν ὁποίαν ἐνσωματωμένοι οἱ χριστιανοί, σώζονται.

῎Ετσι λοιπόν, σημειώνει ὁ ῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης, «διά τῆς πίστεως εἰς τόν ᾿Ενανθρωπήσαντα Θεόν, τόν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, ἡμεῖς μέν  θέλομεν φανῆ νικηταί τῆς ἁμαρτίας καί ἀνώτεροι, ἡ δέ ἁμαρτία θέλει μείνη νικημένη ἀπό ἡμᾶς. Διότι καθώς ἐκεῖνοι ὅπου θέλουν νά νικήσουν ἕναν γίγαντα καί μεγαλόσωμον ἐχθρόν, ἀναβαίνουν εἰς μίαν ὑψηλήν καί στρερεάν πέτραν, καί ἀπό ἐκεῖ κτυποῦν καί θανατώνουν τόν ἐχθρόν, ἔτσι καί ὅποιος χριστιανός θέλει νά νικήση τήν ἁμαρτίαν καί τόν ἐχθρόν του Διάβολον, πρέπει νά ἀναβαίνη νοερῶς ἐπάνω εἰς τήν ὑψηλήν καί στερεάν Πέτραν τόν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καί ἀπό ἐκεῖ νά κτυπᾶ τόν ἐχθρόν του καί νά τόν καταβάλη διά τῆς Χάριτος καί δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ».

Αὐτά τά Μηνύματα μᾶς προσφέρει σήμερα ἡ ῾Αγιωτάτη ᾿Εκκλησία μας, καθώς ἐκλείσαμεν τόν κύκλον τῶν ῾Εορτῶν τῶν Χριστουγέννων καί ἀκούσαμεν τό πρῶτον Κήρυγμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». ῾Ο Χριστός μᾶς καλεῖ νά γίνωμεν οὐρανοπολῖται. ῎Ας Τόν ἀκούσωμεν, ἄς Τόν ἀκολουθήσωμεν. ᾿Αμήν.

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής μετά την Χριστού Γέννησιν, ευρισκόμενο μέσα στην όλη ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων, αναφέρεται σε τρία γεγονότα: στη φυγή της αγίας
οικογένειας στην Αίγυπτο, κατόπιν προτροπής αγγέλου στον ύπνο του Ιωσήφ, λόγω της δαιμονιώδους οργής του Ηρώδη, στη σφαγή των νηπίων από τον παράφρονα Ηρώδη και στην επάνοδο της αγίας οικογένειας στην Ιουδαία και την εγκατάστασή της στην πόλη της Ναζαρέτ. Η σφαγή των νηπίων μάλιστα, τρομακτική και μόνον ως λέξη, αποτελεί και το περιεχόμενο της μνήμης της σημερινής ημέρας, 29 Δεκεμβρίου, γι᾽ αυτό και σ᾽ αυτήν θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας, καθοδηγούμενοι μάλιστα από το συναξάρι του όρθρου, το οποίο στοιχεί στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα.

«Όταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων Ηρώδης πρόσταξε τους μάγους να γυρίσουν πίσω και του αναφέρουν τα σχετικά με τον βασιλιά που γεννήθηκε, τον οποίο φανέρωνε ο αστέρας που ακολουθούσαν, προκειμένου τάχα μαζί με εκείνους να τον προσκυνήσει και αυτός, κι αφού ο άγγελος είπε στους μάγους να μη γυρίσουν στον Ηρώδη αλλά από άλλη οδό να αναχωρήσουν για τη χώρα τους, κάτι που το έκαναν, είδε λοιπόν ο Ηρώδης ότι εμπαίχθηκε από αυτούς και οργίστηκε πολύ. Κι αφού ερεύνησε ακριβώς για τον χρόνο του αστέρος που φάνηκε και έστειλε στρατιώτες, φόνευσε όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ και στα όριά της, από δύο χρονών και κάτω, γιατί σκέφτηκε ότι αν φονεύσει όλα τα παιδιά, οπωσδήποτε θα πεθάνει και ο μελλοντικός βασιλιάς και δεν θα καταστεί απειλή γι’ αυτόν. Ματαίως όμως κόπιασε ο παράφρων, διότι δεν γνώριζε ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να εμποδίσει τη βουλή του Θεού. Οπότε στα μεν παιδιά προξένησε τη βασιλεία των Ουρανών, στον δε εαυτό του την αιώνια κόλαση».

Το κύριο πρόβλημα που θέτει η σημερινή ημέρα, της μνήμης όπως είπαμε των σφαγιασθέντων νηπίων από τον Ηρώδη, είναι η εξώφθαλμη αδικία που διαπράχθηκε τότε, γεγονός που οδηγεί στο πάντα επίκαιρο και ουδέποτε αποδεκτό από την ανθρώπινη λογική πρόβλημα της θεοδικίας: γιατί βρέφη και νήπια, πριν καν ξεκινήσουν τη ζωή τους, την έχασαν και μάλιστα με τέτοιο τραγικό τρόπο; Και πού βρίσκεται η δικαιοσύνη του Θεού; Πώς ανέχτηκε ο δίκαιος Θεός μία τέτοια αδικία; Δεν φαίνεται έτσι ότι ο Θεός απουσιάζει ή τέλος πάντων είναι κρυμμένος, ενώ παρουσιάζεται ως κυρίαρχος ο δαίμονας με τα όργανά του, τύπου Ηρώδη; Και με βάση τον προβληματισμό για ό,τι άδικο συνέβη τότε, η ανθρώπινη σκέψη ανοίγεται και σε όλη τη διαδρομή του ανθρωπίνου γένους, καταγράφοντας παρόμοια και σκληρότερα ίσως περιστατικά: εξανδραποδισμούς ολόκληρων λαών, πείνες, πολέμους, εξαθλίωση ανθρώπων, ανέχεια, ανεργία, φτώχεια. Σε όλα αυτά το κυρίαρχο ερώτημα είναι το γιατί; Και το πώς ο Θεός ανέχεται τέτοιες καταστάσεις;

Δεν είναι εύκολα ερωτήματα. Δεν μπορεί κανείς χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη λογική να δώσει μία πειστική απάντηση. Πρόκειται για ένα μόνιμο αγκάθι στην ανθρώπινη σκέψη. Γι’ αυτό και το ερώτημα αυτό, το πρόβλημα της θεοδικίας, της δικαιοσύνης του Θεού μέσα σε έναν κόσμο απανθρωπίας και παραλογισμού, είναι ερώτημα που απασχόλησε από παλιά τον άνθρωπο και ασφαλώς θα τον απασχολεί πάντοτε. Την πρώτη από πλευράς θεολογικής αντιμετώπιση του προβλήματος έχουμε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο του Ιώβ. Πάσχει ο Ιώβ, ο πιο δίκαιος άνθρωπος της εποχής του, και μάλιστα με τρόπο που δεν είναι εύκολο να ακούσει κανείς τα πάθια του, χωρίς να κινδυνεύει να κλονιστεί η ισορροπία του μυαλού του: πεθαίνουν με τρόπο τραγικό όλα τα παιδιά του, χάνει όλη την περιουσία του, γεμίζει ο ίδιος από παντός είδους μολυσματικές αρρώστιες και γι’ αυτό δεν μπορεί να σταθεί σε κατοικημένη περιοχή, η γυναίκα του τον κατηγορεί, οι φίλοι του τον αντιμετωπίζουν με σκληρότητα… Το «γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά, ενώ είμαι δίκαιος άνθρωπος;» φτάνει στα χείλη ακόμη και του ίδιου του Ιώβ, ο οποίος σε ό,τι του συνέβαινε έλεγε: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα πήρε. Ας είναι ευλογημένο το όνομά Του».

Η απάντηση έρχεται τελικά από τον ίδιο τον Θεό, ο Οποίος λέγοντας στον Ιώβ να μην πολυεξετάζει το γιατί, αλλά μόνο να έχει εμπιστοσύνη στην αγάπη Του, τον επιβραβεύει αποκαθιστώντας τον έτσι, ώστε να βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ό,τι ήταν πριν. Η απάντηση δηλαδή στο πρόβλημα της θεοδικίας δεν υπάρχει στους ανθρώπινους συλλογισμούς και την ανθρώπινη λογική. Η απάντηση δίνεται στο επίπεδο της πίστεως στον Θεό: έχε εμπιστοσύνη στην αγάπη μου, έστω κι αν δεν την καταλαβαίνεις. Αν κανείς δεν αναχθεί σ’ αυτό το επίπεδο, πάντοτε θα προσκρούει σε αδιέξοδο και στη διαπίστωση του παράλογου της ζωής. Κι αν μεν στην Παλαιά Διαθήκη η απάντηση δόθηκε στον Ιώβ με αυτόν τον τρόπο, εκεί που έχουμε την πληρότητα της απαντήσεως είναι στην Καινή με τον ερχομό του Χριστού. Στο πρόσωπο του Χριστού, του ενσαρκωμένου Θεού, βλέπουμε ότι οι όποιες δοκιμασίες στη ζωή, οι όποιες θλίψεις, οι όποιες τραγικότητες, συνιστούν δρόμο ζωής που αν κανείς τα αντιμετωπίσει με πίστη και υπακοή στον Θεό, οδηγούν στη Βασιλεία του Θεού. Ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός είναι η απάντηση: η ζωή Του απαρχής μέχρι τέλος είναι ένα πάθος. Το πάθος του Χριστού δεν σχετίζεται μόνον με τον Σταυρό, αλλά με όλη τη ζωή Του. Κι απόδειξη η σημερινή ημέρα: μόλις γεννάται αντιμετωπίζει τον φονικό θυμό του παράφρονα Ηρώδη. Το ίδιο και στα μετέπειτα χρόνια Του. Ο Σταυρός Του είναι η αποκορύφωση του Πάθους Του. Και τι μας δείχνει; Ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού, στην Ανάσταση, εκτός από το πάθος της ζωής αυτής.

Κι αυτό γιατί; Διότι δυστυχώς ο κόσμος αυτός ξέπεσε, λόγω της αμαρτίας του ανθρώπου. Ενώ απαρχής τα πράγματα ήταν διαφορετικά, διότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, για να είναι μέτοχος της χαράς Του, ο άνθρωπος με την επανάσταση που κήρυξε κατά του Δημιουργού, με την εμμονή του στην ανυπακοή του προς Εκείνον, έφερε όλα τα δεινά στον κόσμο. Και ο ερχομός του Χριστού ήταν ακριβώς γι’ αυτό: να άρει την αμαρτία του κόσμου και τις συνέπειες της αμαρτίας αυτής, προκειμένου να αποκαταστήσει τον άνθρωπο. Ο κόσμος όμως αυτός πάντοτε θα είναι και θα παραμένει το πεδίο που θα αναμετράται η πίστη με την απιστία, με το δεδομένο ότι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες της εδώ ζωής θα έχουν πάντοτε αντίκρισμα στη συνέχειά της, την άλλη ζωή. «Ουκ άξια τα παθήματα της παρούσης ζωής προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν» που σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Αυτά που υφιστάμεθα στη ζωή αυτή, τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, τους πόνους, δεν ισοφαρίζουν τη δόξα που θα μας αποκαλυφθεί στη μέλλουσα.

Στη λογική της πίστεως αυτής, με βάση την ίδια τη ζωή του Κυρίου, βρίσκεται και η υμνογραφία της σημερινής εορτής. Τα νήπια που σφαγιάστηκαν, δεκατέσσερις χιλιάδες ή απλώς δεκατέσσερα – δεν έχει σημασία ο αριθμός, αν είναι πραγματικός ή συμβολικός – ναι μεν έχασαν τη ζωή τους πριν ακόμη την ξεκινήσουν, όμως την βρήκαν ολοκληρωμένη με τη χάρη του Θεού στους κόλπους του Αβραάμ. Ο Θεός θέλησε, κρίμασιν οις οίδεν Εκείνος, αυτά τα παιδάκια να είναι οι πρώτοι μάρτυρές Του στον κόσμο, η πρώτη προσφορά σ’ Αυτόν, γι’ αυτό και θεωρούνται άγιοι με μεγάλη δύναμη παρρησίας ενώπιόν Του. Είναι κατ’ ακρίβεια τα πρώτα νεόφυτα στελέχη της Εκκλησίας, που έθρεψαν με το παρθενικό και αγνό αίμα τους το δέντρο της Εκκλησίας («Εκ στελεχών νεοφύτων η του Χριστού Εκκλησία σήμερον, ώσπερ άνθη ευθαλή, δρεψαμένη αίματα τερπνώς, εφηδύνεται αυτοίς και ωραΐζεται», δηλαδή: Η Εκκλησία του Χριστού σήμερα, αφού μάζεψε με τερπνό τρόπο τα αίματα από νεόφυτα στελέχη, όπως κόβει κανείς ολοζώντανα άνθη, χαίρεται γι’ αυτά και ομορφαίνει)∙ είναι, όπως είπαμε, η πρώτη μυστική θυσία στον ενανθρωπήσαντα Θεό («Χορός θεόλεκτος βρεφών, εν σαρκί γεννηθέντι, προσηνέχθη τω Κτίστη, ως θυσία μυστική», δηλαδή: ο θείος χορός των βρεφών προσφέρθηκε στον Δημιουργό που γεννήθηκε ως άνθρωπος, ως μυστική θυσία)∙ είναι οι καθαυτό νεομάρτυρες του Κυρίου («ως βότρυες Χριστώ προσήχθησαν, ει και μητρώων μαζών εσπάσθησαν, οι νεομάρτυρες, τον Ηρώδην πλήξαντες», δηλαδή: σαν σταφύλια προσφέρθηκαν στον Χριστό οι νεομάρτυρες, αν και αποσπάσθησαν βίαια από τα μητρικά στήθη, και έπληξαν τον Ηρώδη)∙ είναι τα νήπια εκείνα που με τον σφαγιασμό τους συμβασιλεύουν πια με τον Χριστό («υπέρ Αυτού γαρ σφαγέντα, συμβασιλεύουσι Τούτω»).

Η ανατροπή των ανθρωπίνων δεδομένων και της συμβατικής λογικής δεν έρχεται μόνον με την ενανθρώπηση του Θεού, αλλά και με ό,τι συνιστά τον περίγυρό της, και τότε, στα ίδια χρόνια με την επί γης παρουσία Του, και μετέπειτα σε όλους τους αιώνες. Η Εκκλησία και οι άγιοί της, με ό,τι υφίσταται στον κόσμο, θα διατρανώνει πάντοτε την άλλη λογική: μέσα από τα παθήματα του κόσμου τούτου θα αποκαλύπτει την οδό που εκβάλλει στην πληρότητα της Βασιλείας του Θεού. «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών»

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ




Η καθιέρωση της εορτής, το νόημά της και ο Μεγάλος Αγιασμός.

Με την εορτή των Θεοφανείων ολοκληρώνεται ένας πλούσιος λατρευτικός κύκλος που η Εκκλησία μας τον ονόμασε «Άγιο Δωδεκαήμερο». Τα γεγονότα που εορτάζονται είναι η κατά σάρκα Γέννηση (25 Δεκεμβρίου), η Περιτομή (1 Ιανουαρίου) και η Βάπτιση (6 Ιανουαρίου) του Χριστού (Ματθ. 2ο και 3ο κεφ.)
Αρχικά οι γιορτές του Δωδεκαημέρου ήταν μία, τα Θεοφάνεια, η οποία είναι η παλαιότερη Δεσποτική εορτή και από τον 4ο αιώνα αρχίζουν και υπάρχουν περιπτώσεις χωριστού εορτασμού των εορτών  Χριστουγέννων και των Θεοφανείων όπως μας πληροφορούν ο Μ. Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Για τις εορτές και τις λατρευτικές τελετές των εορτών των δύο πρώτων αιώνων και για τον λόγο και τον ορισμό σε συγκεκριμένη ημέρα των εορτών μας πληροφορούν ο Ιγνάτιος Αντιοχείας, ο Κλήμης Ρώμης και άλλοι χριστιανοί συγγραφείς του 2ου και 3ου αιώνα. Σ’ αυτά, λοιπόν, τα κείμενα φαίνεται ότι οι Χριστιανοί γιόρτασαν την ίδια μέρα Χριστούγεννα και Θεοφάνεια καλύπτοντας, κυρίως, τρεις γιορτές που είναι α) η φανέρωση του Θεού ως βρέφους στους ανθρώπους γενικά, β) η φανέρωση του Θεού στους Μάγους ειδικά και γ) η φανέρωση της Αγίας Τριάδος στον Ιορδάνη.
 Από τον 4ο αιώνα όμως και μετά η Εκκλησία αποφασίζει να χωρισθούν οι εορτές για να δώσει θρησκευτικό και σωτηριολογικό περιεχόμενο και να αντιταχθεί στις δυο μεγάλες ειδωλολατρικές που ήταν στην μεν Δύση ο Θεός-Ήλιος στην δε Ανατολή οι Επιφάνειες. Η προέλευση, πιθανότατα, είναι εξωβιβλική: είναι γνωστό, ότι αιγύπτιοι λάτρεις ενός μυστηριακού θρησκεύματος εόρταζαν την εμφάνιση του Χρόνου ή Κρόνου μέσα από τα νερά του Νείλου στις 6 Ιανουαρίου. Αυτή ήταν μια από τις πολλές ειδωλολατρικές «Επιφάνειες». Είναι φανερό ότι οι Χριστιανοί ξεκίνησαν στην Αίγυπτο να δίνουν τη δική τους απάντηση για το ποια είναι η πραγματική «Επιφάνεια» του Θεού μέσα από τα νερά: αυτή του βαπτιζομένου Ιησού. Με το παράδειγμά Του και την εντολή Του αργότερα για βάπτιση των πιστευόντων όχι μόνο πλέον «εν ύδατι» (όπως στην θρησκευτική πρακτική πολλών ανατολικομεσογειακών θρησκειών, όπου το λιγοστό νερό θεωρείται πάντα θεόσταλτο καθαρτήριο), αλλά και «εν Πνεύματι», ο Χριστός αναδείκνυε τη μοναδική ιστορική «Επιφάνεια» του Θεού σε μια ιστορία ευθύγραμμη, που δεν επαναλαμβάνεται. Αντίθετα, η «Επιφάνεια» των νερών ή του θεού-Ηλίου (solis invicti) στη Δύση, κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, ήταν η αποθέωση της κυκλικής φυσικής ροής του κόσμου.
Στη Ρώμη είχε αρχίσει από τις πρώτες δεκαετίες του 4ου αιώνα (περί το 330-340) ο εορτασμός των Χριστουγέννων ως απάντηση στα ειδωλολατρικά Βρουμάλια ή Σατουρνάλια, που ήταν η λατρεία του αναγεννώμενου Ηλίου, όταν (περισσότερο εμφανώς στα βορειότερα κλίματα) άρχιζε να ξαναμεγαλώνει η μέρα, μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο. Οι Χριστιανοί στη λατρεία του «ξαναγεννημένου Ήλιου» του φυσικού κύκλου, απαντούσαν με τη γέννηση του «νοητού Ηλίου της Δικαιοσύνης». Περί το 375 άρχισαν να εορτάζονται τα Χριστούγεννα και στη Συρία και το 386 ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πρεσβύτερος στην Αντιόχεια, εξέφρασε στο Λόγο του «Εις την γενέθλιον ημέρα του Σωτήρος» τη χαρά του, που επιτέλους η 25η Δεκεμβρίου μπήκε επίσημα στο εορτολόγιο της πόλης. Μέχρι το 432 η εορτή είχε φθάσει και στην Αλεξάνδρεια.
Εκτός της κύριας ονομασίας της εορτής, ο κόσμος γνωρίζει την Βάπτιση του Κυρίου μας ως εορτή των Θεοφανείων ή των Φώτων. Το γνωστό σε όλους μας απολυτίκιο της Εορτής περιγράφει ακριβώς και δικαιολογεί τις δύο αυτές ονομασίες. Σας το παραθέτουμε σε μετάφραση:
«Όταν βαπτιζόσουν στον Ιορδάνη, Κύριε, φανερώθηκε η προσκύνηση της Τριάδας, η φωνή του Πατέρα το επικύρωνε, καθώς σε ονόμαζε Υιό αγαπητό. Και το Πνεύμα με μορφή περιστεριού βεβαίωνε την αλήθεια του Λόγου. Δόξα σε Εσένα, Χριστέ Θεέ, που φανερώθηκες και φώτισες τον κόσμο» (Απολυτίκιο Θεοφανείων «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε...»).
Άρα, λοιπόν, ονομάζεται Θεοφάνεια επειδή η Αγία Τριάδα γίνεται αντιληπτή από τον άνθρωπο με τα αισθητήρια όργανά του, δηλ. με τα μάτια και τα αυτιά του. Και ονομάζεται Φώτα επειδή, όπως λέει στο τέλος το Απολυτίκιο της Εορτής, ήλθε ο Χριστός για να φωτίσει τον κόσμο, μπολιάζοντάς τον και πνευματικά δια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος. Την παραμονή των Θεοφανείων, την νύκτα γίνονταν οι βαπτίσεις των Κατηχουμένων χριστιανών έτσι ώστε την επομένη ημέρα των Θεοφανείων οι νεοφώτιστοι να κοινωνήσουν. Πηγαίνοντας προς το Βαπτιστήριο, κρατούσαν στα χέρια τους λαμπάδες συμβολίζοντας τον φωτισμό της ψυχής. Εξ αιτίας όλων αυτών των λαμπάδων και του φωτός η εορτή ονομάσθηκε και Φώτα.
Γνωρίζουμε όλοι μας το ιστορικό γεγονός της Βαπτίσεως έτσι όπως το περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος στο 3ο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του (στιχ. 13-17). Ο Χριστός βαπτίσθηκε για τους εξής λόγους, όπως μας τους παραθέτει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός:
1ον Για να καθαρίσει από την αμαρτία το ανθρώπινο σώμα ολόκληρης της ανθρωπότητας αλλά και του καθενός μας προσωπικά.
2ον Για να συντρίψει τα κεφάλια των δρακόντων που έμεναν στο νερό, όπως πίστευαν οι αρχαίοι πολιτισμοί.
3ον Για να πνίξει στο νερό πάθη και αδυναμίες, επειδή οι Εβραίοι πίστευαν στην καταστρεπτική ιδιότητα του νερού.
4ον Για να αγιάσει και να ευλογήσει τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και Βαπτιστή.
5ον Για να εκπληρώσει τον εβραϊκό Νόμο που όριζε ότι ο Μεσσίας έπρεπε να αρχίσει την δημόσια δράση του με βάπτισμα.
6ον Για να αποκαλύψει στους ανθρώπους το μυστήριο της Αγίας Τριάδος.
7ον Για να εισαγάγει στην Εκκλησία τον τύπο του Βαπτίσματος.

Η σημασία του Ιορδάνη ποταμού

Αυτές τις ημέρες ακούμε στίχους από τους Ψαλμούς του Δαβίδ που λένε «ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω», ένα γεγονός που συνέβη κατά την Βάπτιση του Κυρίου μας όταν και ανεστράφη η ροή του ποταμού. Ο ποταμός Ιορδάνης ξεκινάει από δύο πηγές, την Ιόρ και την Δάν. Αυτά τα δύο μικρά ποτάμια ενώνονται και σχηματίζουν τον Ιορδάνη που χύνεται τελικά στην Νεκρά Θάλασσα. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας αναφέρει πως ο Ιορδάνης ποταμός συμβολίζει την απαρχή του ανθρωπίνου γένους από τον Αδάμ και την Εύα (Ιορ και Δαν). Η πορεία τους οδηγεί προς την νέκρωση που συμβολίζεται με την Νεκρά Θάλασσα. Ήλθε όμως ο Χριστός και με την Βάπτισή του ανέστρεψε τη ροή του ποταμού και των ανθρώπων που πλέον δεν τρέχουν προς τον θάνατο, αλλά προς την αφθαρσία και την αιωνιότητα.

Ο Μέγας Αγιασμός
Σ’ ότι αφορά τον Αγιασμό υπάρχουν κάποιες παρανοήσεις ή λαθεμένες ευλαβείς παραδόσεις και γι’ αυτό κρίνουμε σκόπιμο προς άρση των παρεξηγήσεων να παρουσιασθεί η ορθή διδασκαλία περί του Αγιασμού.

1. Κατ’ αρχήν είναι λάθος η διάκριση του Αγιασμού που τελείται την 5η και 6η Ιανουαρίου σε Μικρό και Μεγάλο Αγιασμό. Και τις δύο ημέρες τελείται ο Μεγάλος Αγιασμός και το Τυπικό της Εκκλησίας μας ορίζει την τέλεση Μεγάλου Αγιασμού μόνο κατ’ αυτές τις δύο ημέρες. Μικρός Αγιασμός ονομάζεται ο αγιασμός της πρώτης κάθε μήνα και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση τελείται. Η τέλεση του Μεγάλου Αγιασμού και την παραμονή των Θεοφανείων είναι νεότερη συνήθεια με μοναδικό σκοπό την εξυπηρέτηση των πιστών σε αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές.
2. Ο Μέγας Αγιασμός μπορεί να φυλάσσεται στα σπίτια στο εικονοστάσι, όπως αναφέρει και το κείμενο των ευχών της Ακολουθίας «για να τον έχουν όλοι όσοι τον λαμβάνουν προς θεραπεία των παθών, προς αγιασμό των σπιτιών και για οποιαδήποτε πνευματική ωφέλεια». Το ίδιο αναφέρει και ο Ιωάννης  ο Χρυσόστομος στον Λόγο του για την εορτή των Θεοφανείων.
3. Δεν νηστεύουμε την παραμονή των Θεοφανείων για να πιούμε τον Μεγάλο Αγιασμό. Δεν μαρτυρείται πουθενά αυτό από την παράδοση και την πράξη της Εκκλησίας μας. Άλλωστε, αυτό αποδεικνύεται ότι ο Αγιασμός και των δύο ημερών είναι ο ίδιος αλλά ο πιστός δεν νηστεύει την παραμονή της 5ης Ιανουαρίου. Η νηστεία αφορούσε τον ομαδικό βαπτισμό που γινόταν την νύκτα της 5ης Ιανουαρίου όπου νήστευε όλη η Εκκλησία για να υποδεχθεί τους νεοφωτίστους, οι οποίοι κοινωνούσαν στα Θεοφάνεια.
4. Σε καμία περίπτωση ο Μέγας Αγιασμός δεν συγκρίνεται με την Θεία Κοινωνία και δεν μπορεί να την υποκαταστήσει, διότι η Θεία Κοινωνία είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και ο Μέγας Αγιασμός είναι αγιασμένο νερό. Πρωταρχικός σκοπός των Χριστιανών την ημέρα των Θεοφανείων πρέπει να είναι πρώτα να κοινωνήσουν και έπειτα να πάρουν τον Αγιασμό.
Η Εκκλησία μας προσφέρει τον Μεγάλο Αγιασμό στους χριστιανούς έτσι ώστε ο πιστός να χαριτώνεται, να αγιάζεται και να παίρνει δύναμη στον πνευματικό του αγώνα. Απαιτείται, όμως, από όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς, προσοχή στην τήρηση και στην ερμηνεία των Ιερών Παραδόσεων ούτως ώστε να αποφεύγονται παρερμηνείες και παρεξηγήσεις.

Αρχιμ. Ειρηναίος Λαφτσής 
Πρωτοσύγκελλος Ι.Μ. Αλεξανδρουπόλεως