Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Η ΕΛΛΑΣ ΕΥΓΝΩΜΟΝΟΥΣΑ. 1821 - 2021 (200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠ' ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ)

                                               Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!



Ο βράχος και το κύμα

«Μέριασε, βράχε, να διαβώ», το κύμ’ ανδρειωμένολέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο. «Μέριασε! Μες στα στήθη μου, που ’σαν νεκρά και κρύα, μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία. 5Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα, έχω ποτάμι αίματα, μ’ εθέριεψε η κατάρατου κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου που ’πε τώρα, βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα. Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο, 10και σὄγλειφα και σὄπλενα τα πόδια δουλωμένο, περήφανα μ’ εκοίταζες κι εφώναζες του κόσμουνα ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου. Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα, μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα, 15και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο που ’θε’ κάμω, με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο. Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη· τα θέμελά σου τα ’φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι. Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι20θα σε πατήσει στο λαιμό… Εξύπνησα λιοντάρι!…» 

Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος, αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός σαβανωμένος. Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες, του φεγγαριού, που ’ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες. 25Ολόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν, και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματ’ αρμενίζουν, καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνετη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε. 

Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα30χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέραν’ αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει και σήμερ’ ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει. 

«Κύμα, τί θέλεις από με και τί με φοβερίζεις; Ποιός είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις, 35αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνειςκαι με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις, εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;… Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω». 

«Βράχε, με λεν Εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος40χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος. Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με, έγινα θάλασσα πλατιά. Πέσε, προσκύνησέ με. Εδώ, μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις δεν έχω φύκη, σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη. 45Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του Άδη μου τ’ αχνάρια… Μ’ έκαμες ξυλοκρέβατο… Με φόρτωσες κουφάρια… Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς… Το ψυχομάχημά μουτο περιγέλασαν πολλοί, και τα παθήματά μουτα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη… 50Μέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη· καταποτήρας είμ’ εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου, γίγαντας στέκω εμπρός σου!» 

Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή τουεκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του. 55Χάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνεισα να ’ταν από χιόνι. Επάνωθέ του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη, η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένειστον τόπο που ’ταν το στοιχειό κανείς παρά το κύμα60που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα. 


[1872*]  ΑΡΙΣΤΡΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

Η Μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα

Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα.

Κωστής Παλαμάς