«Λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα»
ἡμέρα τῆς βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ, Ἀγαπητοί μου, ὀνομάσθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας «ἡμέρα τῶν Φώτων» γιά τρεῖς κυρίως λόγους:
Πρῶτον, γιατί ἀνέτειλε ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος μέ τήν διδασκαλία του ἐφώτισε τό γένος τῶν ἀνθρώπων.
Δεύτερον, γιατί ἐμφανίσθηκε τό ἅγιον Πνεῦμα «ἐν εἴδει περιστερᾶς», καί
Τρίτον, γιατί τήν ἡμέρα ἐκείνη φωτίζονταν μέ τό ἅγιο Βάπτισμα οἱ κατηχούμενοι.
Τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας τίς ἡμέρες αὐτές κάνουν λόγο γιά τό Φῶς. Ἐπιβάλλεται, λοιπόν, κι ἐμεῖς σήμερα, νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀνακαλύψουμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά μπορέσουμε νά τό ἀποκτήσουμε.
Τό φῶς τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ ἴδιος διεκήρυξε «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου». (Ἰωάν. η΄ 12) Μέ τήν ἐνανθρώπισή του ἔλαμψε στόν κόσμο· «φῶς ἐκ φωτός ἔλαμψε τῷ κόσμῳ Χριστός». Ἐκεῖνος εἶναι τό φῶς πού καθαρίζει τήν συνείδηση, θερμαίνει τήν καρδιά, φωτίζει τήν διάνοια. Χωρίς τόν Χριστό δέν ὑπάρχει πνευματική ζωή, ὅπως χωρίς τόν ἥλιο δέν ὑπάρχει φυσική ζωή.
Πρίν ἀπό τόν Χριστό ὑπῆρχε σκοτάδι. Ὁ Χριστός ἔδειξε τόν δρόμο τῆς σωτηρίας καί φώτισε τόν ἄνθρωπο. Ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ ἦταν πλημμυρισμένη στό θεῖο Φῶς. Ἡ Γέννησή Του προμηνύεται μέ τό φωτεινό ἀστέρι. Στήν βάπτισή Του σχίζονται οἱ οὐρανοί καί κατέρχεται στήν κεφαλή Του τό Ἅγιον Πνεῦμα. Στό ὅρος τῆς Μεταμορφώσεως ἐπισκιάζεται ἀπό τό οὐράνιο Φῶς. Στήν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του οἱ ἀστραπές τῆς θεότητας ντροπιάζουν τόν Ἅδη καί καταφωτίζουν γῆ καί οὐρανό.
Ἡ Ἐκκλησία μας πιστεύει, ὅτι ὅπου ὁ Χριστός ἐκεῖ καί ὁ Θεός Πατήρ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Καί τά τρία πρόσωπα τῆς τρισηλίου θεότητος τά ὀνομάζει «Φῶς». «Φῶς ὁ Πατήρ, Φῶς ὁ Λόγος, Φῶς καί τό Ἅγιον Πνεῦμα». Ὁδηγός τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό Φῶς, τό ὁποῖο ἐκπέμπεται ἀπό τόν Πατέρα καί παραμένει στό Μυστικό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Προσωποποίηση τοῦ θείου Φωτός εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, πού προσφέρει στόν καθένα μας τό Φῶς τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀλήθειας Του.
Τά πάντα, μέσα στήν Ἐκκλησία, μᾶς μιλοῦν γιά τό Φῶς καί μᾶς διδάσκουν αὐτή τήν ἀλήθεια, τήν ὁποία καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει: «Ὡς τέκνα φωτός περιπατεῖτε». (Ἐφ. ε΄ 8) Ἡ ζωή μας πρέπει νά εἶναι καθαρή σάν τό φῶς, θερμή σάν τό φῶς καί ἀκτινοβόλος σάν τό φῶς. Αὐτή τήν ἀλήθειά μᾶς ὑπενθυμίζει τό κερί πού ἀνάβουμε μπροστά στίς ἅγιες εἰκόνες. Ὅτι δηλαδή, καλούμαστε νά γίνουμε φῶς πού θά καίγεται καί θά λιώνει, γιά νά θερμαίνει καί νά φωτίζει ἐμᾶς καί τούς ἀδελφούς μας. Ἡ ζωή μας μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι λουσμένη μέ τό Φῶς. Φωτεινός λευκός χιτώνας στήν Βάπτιση. Λευκά φωτεινά ἐνδύματα στόν Γάμο. Λαμπρά χρυσά ἄμφια οἱ Ἱερεῖς. Κάθε γεγονός τῆς Ἐκκλησίας στολίζεται μέ τό λευκό καί τό φωτεινό· πολυέλαιοι, κανδήλια, λαμπάδες εἶναι βασικά στοιχεῖα τῆς θείας Λατρείας πού συνεχῶς μᾶς ὑπενθυμίζουν τήν ἀνάγκη ἐσωτερικῆς καί ἐξωτερικῆς καθαρότητας καί ἁγιοπνευματικοῦ φωτισμοῦ.
Τελευταία γίνεται πολύς λόγος γιά τήν κρίση πού διέρχεται ὁ κόσμος. Γεγονός εἶναι ὅτι ἡ κρίση δέν εἶναι οὔτε οἰκονομική, οὔτε κοινωνική, οὔτε μορφωτική· εἶναι κρίση πνευματική καί περιγράφεται μέ σαφήνεια ἀπό τόν Κύριο στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου. «Αὐτή εἶναι ἡ κρίση, ὅτι τό φῶς ἦλθε στόν κόσμο καί οἱ ἄνθρωποι ἀγάπησαν περισσότερο τό σκοτάδι ἀπό τό φῶς, διότι ἦταν πονηρά τά ἔργα τους». (Ἰω. γ΄ 19)
Γι᾽ αὐτό ὑποφέρει ὁ σημερινός ἄνθρωπος. Γιατί ζεῖ στό σκοτάδι τοῦ μίσους καί τῆς ἀγνωσίας. Τό μῖσος τυφλώνει τήν ψυχή καί τῆς ἀφαιρεῖ κάθε δυνατότητα χαρᾶς καί εὐτυχίας. Ἐκεῖνος πού μισεῖ, μοιάζει μέ τούς τυφλούς πού δέν ξέρουν πού βαδίζουν. Ἡ ἀγάπη εἶναι Φῶς. Ὅποιος ζεῖ τήν ἀγάπη ἀποκτᾶ τήν γνώση, ἀνακαλύπτει τήν ἀλήθεια. Ἡ ἀγάπη, τοῦ φωτίζει τόν νοῦ καί τοῦ παρέχει τήν δυνατότητα νά γνωρίσει τά Μυστηρία τοῦ Θεοῦ. «Ὁ ποιῶν τήν ἀλήθειαν ἔρχεται πρός τό φῶς» λέγει ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. (γ΄ 19) Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ εἰλικρινά, ζεῖ τήν ἀλήθεια καί ἀποκτᾶ τό Φῶς.
Γιά νά ἀποκτήσουμε τό θεῖο Φῶς ἔχουμε ἀνάγκη ἐσωτερικοῦ καθαρισμοῦ. Ὅπου ὑπάρχουν σκοτεινά ἔργα, τό φῶς τοῦ Θεοῦ ἀποστρέφει τίς ἀκτίνες του. Δέν εἶναι δυνατόν νά συνυπάρξει φῶς καί σκοτάδι, πίστη καί ἀπιστία, ἀγάπη καί μῖσος. Ὁ Χριστός, «τό φῶς τό ἀληθινόν», ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν ἀπόκτηση τοῦ Φωτός θεωρεῖ τήν μετάνοια. Μ᾽ αὐτό τό κήρυγμα ἄρχισε τήν διδασκαλία Του: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Χωρίς μετάνοια ὁ ἄνθρωπος μένει στό σκοτάδι τῶν παθῶν. Τά δάκρυα καθαρίζουν τήν ψυχή καί προετοιμάζουν τόν δρόμο ἐλεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μέ τήν μετάνοια γινόμαστε φωτοφόροι. Μᾶς ἐπισκιάζει ἡ θεία Χάρη καί μᾶς καταυγάζει τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Οἱ Ἅγιοι της Ἐκκλησίας μας, πού ἔζησαν ζωή μετανοίας, ἐξέπεμπαν τό ἅγιο Φῶς τοῦ Θεοῦ καί συνοδεύονταν ἀπό τό ἄκτιστο φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ φωτοστέφανος τῆς δόξης τῶν ἱερῶν εἰκόνων τους ἐκφράζει αὐτόν ἀκριβῶς τόν ἐσωτερικό φωτισμό. Οἱ Ἅγιοι ζοῦσαν μέσα στό Φῶς.
Πηγή τοῦ φωτός εἶναι, γιά μᾶς σήμερα, ἡ θεία Λειτουργία. Μέ τήν κοινωνία τοῦ τιμίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ παίρνουμε τό Φῶς. Στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας δοξολογοῦμε τόν δωρεοδότη Χριστό μ᾽ αὐτά τά λόγια: «Εἴδομεν τό Φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ …». Φωτισμένοι, ἀνακαινισμένοι καί δυναμωμένοι μέ τό Φῶς τῆς Ἀναστάσεως, ὕστερα εἰσερχόμαστε στόν καθημερινό στίβο τῆς ζωῆς, γιά νά μεταδώσουμε τό φῶς καί στούς ἀδελφούς μας.
Ἀγαπητοί μου, τό νά ἔχουμε δίπλα μας τό φῶς καί ἐμεῖς νά ζοῦμε στό σκοτάδι τοῦ ἐγωισμοῦ καί τοῦ μίσους, εἶναι ὅ,τι τραγικώτερο ὑπάρχει στήν ζωή. Ἄς βγοῦμε, λοιπόν, ἀπό τά σκοτεινά σπήλαια τῶν παθῶν γιά νά ἀπολαύσουμε τήν ἀνατολή πού ἔφερε στήν γῆ ἡ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου. «Ἡ νύξ προέκοψε, ἡ δέ ἡμέρα ἤγγικεν. Ἀποθώμεθα οὔν τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός».