Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ / 12 ΙΟΥΛΙΟΥ

ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΑ: ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΙΣΙΟΥ ...Αποσπάσματα από το βιβλίο «Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου», Άγιον Όρος,  Κεντρική - αποκλειστική διάθεση του βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, 63088, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής

Στα Φάρασα της αγιοτόκου Καππαδοκίας, στις 25 Ιουλίου του 1924, ανήμερα της αγίας Άννης γεννήθηκε ο Γέροντας. Στην βάπτιση οι γονείς του ήθελαν να τον ονομάσουν Χρήστο, στο όνομα του παππού. Ο όσιος Αρσένιος όμως είπε στην γιαγιά του: «Έ, Χατζηαννά1, τόσα παιδιά σου βάπτισα! Δεν θα δώσεις και σε ένα το όνομά μου;».

Και στους γονείς είπε: «Καλά, εσείς θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του παππού, εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγηρο στο πόδι μου;». Και γυρίζοντας στη νουνά1 της λέγει: «Αρσένιο να πής». Του έδωσε δηλαδή το όνομά του και την ευχή του, και προείδε ότι θα γίνει καλόγηρος, όπως και έγινε2.
Ο άγιος Παίσιος ο Αγιορείτης μαζί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο
Το έτος που γεννήθηκε ο Γέροντας έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών και ξερριζώθηκε ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας από τις πατρογονικές του εστίες. Πήρε και η οικογένεια του Γέροντα μαζί με τους άλλους Φαρασιώτες και τον όσιο Αρσένιο τον δρόμο της πικρής προσφυγιάς. Στο καράβι μέσα στον συνωστισμό κάποιος πάτησε το βρέφος (Αρσένιο) που κινδύνεψε να πεθάνη. Αλλά ο Θεός κράτησε στην ζωή τον εκλεκτό Του, γιατί έμελλε να γίνη χειραγωγός πολλών ψυχών στην βασιλεία των Ουρανών. Ο Γέροντας βέβαια από ταπείνωση έλεγε αργότερα: «Αν είχα πεθάνει τότε, που είχα την χάρι του Βαπτίσματος, θα με έρριχναν στην θάλασσα να με φάνε τα ψάρια, και τουλάχιστον θα μου έλεγε «ευχαριστώ» κανένα ψαράκι, και θα πήγαινα στον παράδεισο». (Ήθελε δηλαδή να πή ότι τώρα που έζησε δεν έκανε τίποτε).

Έμειναν για λίγο στον Πειραιά. Έπειτα μεταφέρθηκαν στο κάστρο της Κερκύρας, όπου εκοιμήθη και ετάφη ο όσιος Αρσένιος, σύμφωνα με την πρόρρησή του: «Εγώ θα ζήσω σαράντα ημέρες στην Ελλάδα και θα πεθάνω σε ένα νησί». Μετακόμισαν στην συνέχεια σε χωριό της Ηγουμενίτσας και τελικά εγκαταστάθηκαν στην Κόνιτσα.

Τον νεοφώτιστο Αρσένιο, βρέφος σαράντα ημερών, οι γονείς του τον έφεραν στην μητέρα Ελλάδα, άγνωστο τότε ανάμεσα στα πλήθη των προσφύγων. Αυτόν που μετά από χρόνια θα γινόταν γνωστός σε όλο τον κόσμο και θα ωδηγούσε πλήθη ανθρώπων στην θεογνωσία. Από τις πρώτες ημέρες γνώρισε τον πόνο και τα βάσανα των ανθρώπων. Αργότερα, ο ίδιος θα γινόταν λιμάνι παρηγοριάς σε χιλιάδες βασανισμένες ψυχές.
Ανατροφή «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου»
Ο μικρός και ευλογημένος Αρσένιος, μαζί με το γάλα που θήλαζε, μάθαινε από τους γονείς του και την ευλάβεια προς τον Θεό. Αντί για παραμύθια και ιστορίες του μιλούσαν για τον βίο και τα θαύματα του οσίου Αρσενίου. Μέσα του γεννήθηκε θαυμασμός και αγάπη για τον Χατζεφεντή, όπως αποκαλούσαν τον όσιο Αρσένιο. Από μικρός ήθελε να γίνη και αυτός μοναχός, για να μοιάση τον Άγιό του.

Το πρόσωπο που μετά τον όσιο Αρσένιο επηρέασε ευεργετικά όλη του την ζωή ήταν η μητέρα του, προς την οποία αισθανόταν ιδιαίτερη αγάπη και την βοηθούσε όσο μπορούσε. Από αυτήν διδάχθηκε την ταπεινοφροσύνη. Τον συμβούλευε να μην θέλη να νικά τους συμμαθητές του στα παιχνίδια και ύστερα να υπερηφανεύεται, ούτε να επιδιώκη να μπαίνη πρώτος στην γραμμή, γιατί ήταν το ίδιο, είτε πρώτος, είτε τελευταίος έμπαινε.
Επί πλέον του έμαθε την εγκράτεια˙ να μην τρώγη πριν από την ώρα του φαγητού. Τήν παράβαση την θεωρούσε ως πορνεία.

Επίσης τον βοήθησε να αποκτήση απλότητα, εργατικότητα, νοικοκυροσύνη και προσοχή στην συμπεριφορά του προς τους άλλους, και τον προέτρεπε να μην αναφέρη καθόλου το όνομα του πειρασμού (διαβόλου).
Δυό φορές την ημέρα όλη η οικογένεια προσευχόταν μπροστά στο εικονοστάσι. Η μητέρα του όμως συνέχιζε να προσεύχεται και όταν έκανε τις εργασίες του σπιτιού λέγοντας την ευχή.
Τέτοια ήταν η ευλάβεια των γονέων του, ώστε και στα αλώνια έπαιρναν μαζί τους αντίδωρο.
Ο μικρός Αρσένιος, με το ενδιαφέρον και την εξυπνάδα που είχε, εύκολα αφωμοίωνε ό,τι καλό άκουγε από τους γονείς του.

Ακολουθώντας το παράδειγμά τους έμαθε να νηστεύη, να προσεύχεται και να εκκλησιάζεται. Ήταν το πιο αγαπητό από όλα τα παιδιά της οικογενείας. «Ο μεν πατέρας μου», έλεγε αργότερα ο Γέροντας, «με αγαπούσε, γιατί είχα κλίση στα τεχνικά και έπιαναν τα χέρια μου, η δε μητέρα μου για την ψεύτικη (λίγη, μικρή) ευλάβεια που είχα».
Παιδικές ασκήσεις
Όταν έμαθε να διαβάζη καλά, βρήκε την Αγία Γραφή και μελετούσε κάθε ημέρα το Τετραβάγγελο. Εύρισκε επίσης βίους Αγίων και εντρυφούσε. Είχε μαζέψει ένα κουτί με βίους. Μόλις γύριζε από το σχολείο, δεν ήθελε ούτε να φάη. Πρώτα πήγαινε, άνοιγε το κουτί, έπαιρνε και διάβαζε τους βίους των Αγίων. Ο μεγαλύτερός του αδελφός τους έκρυβε, αν και ευλαβής, διότι δεν ήθελε να ασχολήται ο μικρός Αρσένιος πολύ με τα εκκλησιαστικά, για να μην παραμελή τα μαθήματα. Ο Αρσένιος δεν έλεγε τίποτε. Εύρισκε άλλους βίους Αγίων και τρεφόταν πνευματικά. Κάποτε ο μεγάλος του αδελφός θαύμασε, βλέποντάς τον να διαβάζη τον βίο κάποιου αγνώστου Αγίου, που πρώτη φορά μάθαινε το όνομά του: «Πού τον βρήκες πάλι αυτόν τον Άγιο;», τον ρώτησε με απορία.

Η ευλαβής Κονιτσιώτισσα Καίτη Πατέρα, μεγαλύτερή του στην ηλικία, αναφέρει για τον Αρσένιο: «Είχε πολύ ενδιαφέρον για την Εκκλησία. Τον ρώτησα κάποτε:

- Παιδί μου, έφαγες τίποτε σήμερα;
- Δεν έφαγα. Τι να φάω, αφού η μητέρα μου τα βράζει όλα τα φαγητά στην ίδια κατσαρόλα, και το κρέας και τα νηστήσιμα. Η ίδια κατσαρόλα απορροφά˙ δεν μπορώ να φάω.
-Παιδί μου, αφού η μάννα σου είναι τόσο καθαρή και την πλένει καλά με αλισίβα.
- Δεν μπορώ να φάω από αυτά, απαντούσε.
»Και νήστευε, νήστευε συνέχεια και αποτραβιόταν μοναχός του για να προσεύχεται».
Μαρτυρεί και ο αδελφός του: «Ο Αρσένιος από την δευτέρα Δημοτικού διάβαζε θρησκευτικά βιβλία, απομονωνόταν και προσευχόταν πολύ. Δεν έπαιζε όπως τα άλλα παιδιά».

Η έμφυτη μοναχική του κλίση εκδηλώθηκε ενωρίς. Αισθανόταν αγάπη μεγάλη προς τον Θεό και η προσευχή του ήταν εκδήλωση αυτής της αγάπης. Στις μεγάλες γιορτές παρέμενε άγρυπνος, άναβε το καντηλάκι και προσευχόταν όρθιος όλη τη νύχτα. Ο μεγαλύτερος αδελφός του τον εμπόδιζε. Όταν σηκωνόταν τις νύχτες να διαβάση το Ψαλτήρι, δεν τον άφηνε. Τον έβαζε κάτω από τις κουβέρτες. Γενικά η τακτική του αδελφού του όχι μόνο δεν έκαμψε τον ζήλο του, αλλά αύξησε την αγάπη του προς τον Θεό.
Όταν τον ρωτούσαν, τι θα γίνει όταν μεγαλώση, ο Αρσένιος απαντούσε σταθερά: «Καλόγηρος». Οικονόμησε ο Θεός και πήρε από μικρός την καλή στροφή, γι αυτό δεν είχε ταλαντεύσεις στην εκλογή του. Για τον Αρσένιο ένας δρόμος ανοιγόταν μπροστά του, η αγγελική ζωή των μοναχών.

Ό,τι διάβαζε στα Συναξάρια προσπαθούσε να το εφαρμόση. Διάβασε πως, όταν φοβάσαι σε έναν τόπο, πρέπει να συχνάζης εκεί για να διώξης τον φόβο. Επειδή φοβόταν όταν περνούσε από το κοιμητήρι, αποφάσισε να πάη εκεί τη νύχτα, για να του φύγη ο φόβος. Ήταν τότε στην τετάρτη τάξη του Δημοτικού.
«Είδα», διηγήθηκε, «από την ημέρα έναν άδειο τάφο. Μόλις νύχτωσε η καρδιά μου χτυπούσε, αλλά πήγα και μπήκα στον τάφο. Στην αρχή ήταν δύσκολο, αλλά μετά συνήθισα. Κάθησα αρκετή ώρα και εξοικειώθηκα. Πήρα θάρρος και άρχισα να γυρίζω από μνήμα σε μνήμα, αλλά πρόσεχα να μη με δουν και με περάσουν για φάντασμα. Αυτό ήταν˙ πήγα τρία βράδυα και έμεινα μέχρι αργά στο κοιμητήρι και μου έφυγε ο φόβος».

Διηγήθηκε και το εξής: «Όταν ακόμη ήμουν στο σχολείο, διάβαζα τους βίους των Αγίων και επιθυμούσα από τότε να γίνω ασκητής. Έβγαινα συχνά έξω από το χωριό. Ήμουν τότε ένδεκα χρονών. Μιά μέρα επεσήμανα έναν βράχο μεγάλο. Πρωί-πρωί ξεκίνησα για να ανεβώ, να γίνω στυλίτης. Πήγα˙ ήταν ψηλός ο βράχος. Ανέβηκα με δυσκολία και άρχισα να προσεύχωμαι. Εξάντλησα όλες μου τις δυνάμεις και μετά άρχισα να σκέπτωμαι: «Οι ερημίτες είχαν ρίζες και έτρωγαν˙ λίγο νεράκι, έναν χουρμά. . . Εσύ δεν έχεις τίποτε εδώ πάνω στον βράχο. Πως θα ζήσεις;». Τέλος, αποφάσισα να κατέβω, αλλά ήδη είχε νυχτώσει. Το κατέβασμα ήταν πιο δύσκολο, γιατί δεν έβλεπα. Με μεγαλύτερη δυσκολία κατέβηκα. Η Παναγία με φύλαξε και δεν τσακίστηκα στα βράχια».

Η αδελφή του Χριστίνα θυμάται ότι, ενώ κάποτε οι γονείς τους ήταν στο χωράφι, άρχισε να βρέχη. Ο Αρσένιος τους σκεφτόταν που βρέχονταν. Πήρε τα δύο μικρότερα αδέλφια του, πήγαν στο εικονοστάσι, γονάτισαν, έκαναν προσευχή και η βροχή σταμάτησε. Όταν έπεφταν κεραυνοί, συνήθιζε να λέγη: «Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος».

Θεοπτία
Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Από ένδεκα χρονών διάβαζα βίους Αγίων και έκανα νηστείες και αγρυπνίες. Ο αδελφός μου ο μεγαλύτερος έπαιρνε και έκρυβε τους βίους. Δεν κατάφερε τίποτε. Πήγαινα στο δάσος και συνέχιζα. Κάποιος φίλος του τότε, ο Κώστας, του είπε: «Θα σου τον κάνω να τα παρατήση όλα».
«Ήρθε και μου ανέπτυξε την θεωρία του Δαρβίνου. Κλονίστηκα τότε και είπα: Θα πάω να προσευχηθώ, και, αν ο Χριστός είναι Θεός, θα μου παρουσιαστή να πιστέψω. Μιά σκιά, μια φωνή, κάτι θα μου δείξει». Τόσο μούκοβε. Πήγα και άρχισα μετάνοιες και προσευχή για ώρες, αλλά τίποτε. Στο τέλος τσακισμένος σταμάτησα. Μού ήρθε τότε στην σκέψη κάτι που μούχε πει ο Κώστας: «Παραδέχομαι ότι ο Χριστός είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος, δίκαιος, ενάρετος, τον οποίο εμίσησαν από φθόνο για την αρετή του και τον καταδίκασαν οι συμπατριώτες του». Τότε είπα: «Αφού είναι τέτοιος, και άνθρωπος να ήταν, αξίζει να τον αγαπήσω, να τον υπακούσω και να θυσιασθώ γι Αυτόν. Δεν θέλω ούτε παράδεισο, ούτε τίποτε. Για την αγιότητά του και την καλωσύνη του αξίζει κάθε θυσία». (Καλός λογισμός και φιλότιμο).

Ο Θεός περίμενε την αντιμετώπισή μου. Ύστερα από αυτό παρουσιάσθηκε ο ίδιος ο Χριστός μέσα σε άφθονο φως. Φαινόταν από την μέση και πάνω. Μέ κοίταξε με πολλή αγάπη και μου είπε: «Εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται». Τα λόγια αυτά ήταν γραμμένα και στο Ευαγγέλιο που κρατούσε ανοικτό στο αριστερό χέρι Του».

Το γεγονός αυτό διέλυσε στον δεκαπενταετή Αρσένιο τους λογισμούς αμφιβολίας, που τάραζαν την παιδική του ψυχή, και γνώρισε με την χάρι του Θεού τον Χριστό ως Θεό αληθινό και Σωτήρα του κόσμου. Βεβαιώθηκε για τον Θεάνθρωπο, όχι από άνθρωπο ή από βιβλία, αλλά από τον ίδιο τον Κύριο, που του αποκαλύφθηκε και μάλιστα σε τέτοια ηλικία. Στερεωμένος πλέον στην πίστη μονολογούσε: «Κώστα, άμα θέλης τώρα, έλα να συζητήσουμε».
Φροντίδα για τους άλλους
Ο Αρσένιος με την προσεκτική ζωή και τις συμβουλές του βοήθησε πνευματικά και άλλους νέους. Συναναστρεφόταν συνήθως με μικρότερα παιδιά. Τα συγκέντρωνε στην αγία Βαρβάρα, διάβαζαν βίους Αγίων και τα παρακινούσε να κάνουν μετάνοιες και να νηστεύουν. Μερικές μητέρες ανησύχησαν και απέτρεπαν τα παιδιά τους να τον συναναστρέφωνται. Οι γονείς ενός παιδιού με το οποίο εργαζόταν στον ίδιο μάστορα και προσεύχονταν μαζί, φοβήθηκαν μη γίνη καλόγηρος και δεν τον άφηναν να έχη σχέση με τον Αρσένιο ούτε να αγωνίζεται. Αργότερα πήγε να εργασθή στην Γερμανία και σκοτώθηκε. Οι γονείς του αισθάνθηκαν τύψεις και έλεγαν: «Καλύτερα να είχε γίνει καλόγηρος». Κάποιο παιδί, που καταγόταν από τα Φάρασα, ήθελε ο Αρσένιος να το πάρη μαζί του για μοναχό και προσπαθούσε να πείση την μητέρα του. Άλλον νέο τον στήριξε να γίνη ιερέας. Κληρικός καταγόμενος από την Κόνιτσα ομολογεί ότι βοηθήθηκε στην μοναχική του κλίση από τον λαϊκό ακόμη Αρσένιο.

Είχε ενδιαφέρον και πόθο μεγάλο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τον Θεό. Κάποιον γέρο βοσκό, που ζούσε μόνος πάνω στα βουνά και είχε πάει στην Εκκλησία δύοτρεις φορές σε όλη του την ζωή, ο Αρσένιος τον πλησίασε και φρόντισε να τον φέρη κοντά στον Χριστό.

Στήν Κόνιτσα κάποιος Μουσουλμάνος ονόματι Μπαϊράμης είχε άρρωστη την μητέρα του. Ο μικρός Αρσένιος πήγαινε τη νύχτα και βοηθούσε την άρρωστη. ΟΜπαϊράμης εξέφρασε την επιθυμία να γίνη Χριστιανός.
Τα λίγα χρήματα που έπαιρνε ως μαθητευόμενος ξυλουργός, τα μοίραζε ελεημοσύνη σε φτωχά παιδιά του ορφανοτροφείου. Έφερνε και στο σπίτι τους φτωχά παιδιά για φαγητό.
Ο κ. Χατζηρούμπης Απόστολος, Κονιτσιώτης, αναφέρει: «Ο Αρσένης ήταν ο μόνος που προτιμούσε να αδικήται παρά να αδική. Είχε πάντα στην τσέπη του ένα θρησκευτικό βιβλίο που το διάβαζε συχνά. Θυμάμαι τον ζήλο του να εξασφαλίση ακροατήριο από τον παιδικό κόσμο, αντί οποιουδήποτε τιμήματος, όπως λ. χ. να αναλαμβάνη την φύλαξη των ζώων μας, να γίνεται νεροκουβαλητής μας, κ. α. , αρκεί εμείς να τον προσέχαμε, όταν μας διάβαζε την Αγία Γραφή.

»Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πάθος του να χρωματίζη αυτά που έλεγε, όταν αναφερόταν στην σταυρική θυσία του Χριστού. Γινόταν τόσο παραστατικός, ώστε  κατώρθωνε να αποσπά την προσοχή και των πιο ζωηρών παιδιών. Έβλεπα κατακάθαρα στο νεανικό του πρόσωπο την ικανοποίηση και την αγαλλίασή του, γιατί μπορούσε να διδάσκη τον λόγο του Κυρίου σε τόσο αγνό ακροατήριο. Από όσο θυμάμαι αυτή την τακτική την συνέχισε τέσσερα με πέντε χρόνια μέχρι που πήγε στρατιώτης».
Ο Αρσένιος πέρασε τα νεανικά του χρόνια με αμεριμνία και αγώνες ασκητικούς. Έπειτα ήρθαν τα δύσκολα χρόνια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, της Κατοχής και του ανταρτοπολέμου. Τότε πέρασε πολλές δυσκολίες και κινδύνους.

Στόν ανταρτοπόλεμο τον συνέλαβαν οι κομμουνιστές αιχμάλωτο και τον φυ-λάκισαν. Κακοπάθησε όσο διάστημα έμεινε στην φυλακή και υπέφερε από τις ψείρες και το πολύ στρίμωγμα. Σε ένα μικρό δωμάτιο έβαλαν πολλούς. Όταν ξάπλωναν ο τελευταίος έμπαινε σαν σφήνα ανάμεσά τους.
Δοκιμάστηκε και ηθικώς, γιατί τον έκλεισαν σε ένα δωμάτιο μόνο του και ύστερα έβαλαν δύο αντάρτισσες σχεδόν γυμνές. Προσευχήθηκε έντονα επικαλούμενος την Παναγία και αμέσως ένιωσε «δύναμιν εξ ύψους», που τον ενίσχυσε και τις έβλεπε με απάθεια σαν αδελφές του, όπως ο Αδάμ την Εύα στον παράδεισο. Τις μίλησε με τρόπο καλό. Εκείνες ήρθαν σε συναίσθηση, ντράπηκαν και έφυγαν κλαίγοντας.

Αν και ο πόλεμος έκανε τον Αρσένιο να αναβάλη την αναχώρησή του, όμως ο ζήλος του δεν ψυχράνθηκε. Στους αγώνες και στις ασκήσεις προσέθετε νέους αγώνες και υψηλότερες ασκήσεις. Έβλεπε τα εθνικά πράγματα σε άσχημη κατάσταση. Σε λίγο θα τον καλούσαν να υπηρετήση την Πατρίδα. Στο εξωκκλήσι της αγίας Βαρβάρας παρακάλεσε την Παναγία: «Ας ταλαιπωρηθώ, ας κινδυνεύσω, μόνο να μη σκοτώσω άνθρωπο, και ν αξιωθώ να γίνω μοναχός».
Τότε έκανε τάμα, αν τον διαφυλάξη η Παναγία στον πόλεμο, να υπηρετήση για τρία χρόνια το Μοναστήρι της που το έκαψαν οι Γερμανοί, και να βοηθήση να κτισθή πάλι η Ιερά Μονή Στομίου.
Αγώνες αρχαρίου
Ο άγιος και οι γονείς του
Ο Αρσένιος προσήλθε στην ιερά Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους που τότε δεν είχε γίνει ζηλωτική για να μονάση. Έχοντας πρότυπα τους οσίους Πατέρες, προσπαθούσε να τους μιμηθή. Έβαλε ως θεμέλιο της μοναχικής ζωής την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή και επιδόθηκε σε αγώνες υπέρ την αντοχή του.

 Τις ημέρες κοπίαζε σωματικά και τις νύχτες παρέμενε άϋπνος, προσευχόμενος και δοξολογώντας τον Θεό. Αισθανόταν μεγάλη κούραση, αλλά ήταν ανυποχώρητος στην άσκηση. Συνεχώς πρόσθετε νέους αγώνες, πάντα με ευλογία και παρακολούθηση από τον Ηγούμενο. Όλα τα έκανε με χαρούμενη διάθεση.
Έλεγε: «Κάναμε πολύ σκληρή δουλειά στον τόρνο όλη την ημέρα. Το βράδυ πήγαινα στο Αρχονταρίκι και βοηθούσα μέχρι τις 10 ή 11 η ώρα. Δεν μου έμενε χρόνος ούτε για πνευματικά. Γι αυτό στην συνέχεια, όταν πήγαινα στο Κελλί μου, δεν κοιμόμουν, μόνο έβαζα ένα τέταρτο τα πόδια ψηλά για να ξεκουραστούν λίγο και να κατέβη το αίμα (που μαζευόταν από την πολύωρη ορθοστασία). Μετά στεκόμουν όρθιος σε μια λεκάνη με νερό, για να μη με παίρνη ο ύπνος, και έκανα τα κομποσχοίνια. Κοιμόμουν μισή μέχρι μία ώρα, και μετά πήγαινα στην ακολουθία για να διαβάσω το Μεσονυκτικό. Και επειδή είχα τον λογισμό, μήπως δεν θα κατάφερνα αργότερα να κάνω τα καθήκοντα του μεγαλοσχήμου, ζήτησα ευλογία από τον Ηγούμενο και μου έδωσε, να κάνω τον κανόνα του μεγαλοσχήμου από δόκιμος. Όχι από εγωισμό, αλλά μήπως δεν μπορέσω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις του Σχήματος. Δεν τάκανα με υπερηφάνεια. «Αν δεν μπορώ», έλεγα, «να μην κοροϊδεύω τον εαυτό μου».

Στην Εκκλησία δεν καθόταν καθόλου. Στεκόταν όρθιος στο στασίδι. Πήγαινε καμμιά φορά να τον κλέψη ο ύπνος και αμέσως τιναζόταν.

Τον χειμώνα δεν άναβε φωτιά. Είχε τόση υγρασία στο Κελλί, που η μούχλα γινόταν σαν βαμβάκια στους τοίχους. Όταν το κρύο ήταν ανυπόφορο, είχε ένα δέρμα ζώου, από αυτά που έκανε τα σαμάρια, και τύλιγε τα πόδια του. Δούλευε έξω στο κρύο μόνο με το ζωστικό, και έβαζε από μέσα ένα χαρτί για να τον προστατεύη λίγο.
Πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή είχαν τυπικό στο Μοναστήρι να δίνουν σε όλους τους πατέρες από ένα κουτί γάλα. Και εκείνο ο Αρσένιος δεν το έπινε, αλλά το έδινε στον γερο-Νικήτα που ήταν προφυματικός. Στη νηστεία τα φασόλια δεν τα μασούσε καλά, για να αργούν να χωνέψουν και έτσι να τον κρατούν κάπως. Κοιμόταν για άσκηση κάτω στις πλάκες και άλλες φορές στα τούβλα, που «ήταν πιο φιλάνθρωπα». Άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται αντιληπτή στους πατέρες η άσκηση και η ευλάβειά του. Οι ιερείς τον προτιμούσαν να τους ψάλλη στα παρεκκλήσια.

Δαιμονικές εμφανίσεις
Ο διάβολος δεν αρκείτο μόνο στον πόλεμο των λογισμών, αφού μάλιστα δεν μπορούσε με αυτούς να ανακόψη την αγωνιστικότητά του. Παρουσιαζόταν και αισθητώς. Τον έβλεπε οφθαλμοφανώς και συνωμιλούσαν. Προσπαθούσε ο πειρασμός με κάθε τρόπο να τον εκφοβίση και να τον εμποδίση από τους αγώνες του. Φαίνεται ότι από την πείρα του καταλάβαινε τι θα γινόταν αυτός ο αρχάριος.

Ο δόκιμος Αρσένιος δεν ταρασσόταν ούτε φοβόταν από την παρουσία του διαβόλου. Έλεγε: «Νάρχεσαι, διότι μου κάνεις καλό. Μέ βοηθάς να θυμάμαι τον Θεό, όταν τον ξεχνώ, και να προσεύχωμαι».
Αργότερα σχολίαζε ο Γέροντας: «Πού να μείνη ο πειρασμός! Εξαφανιζόταν αμέσως. Δεν είναι χαζός να προξενή στεφάνια στον μοναχό».
- Γέροντα, πειρασμό εννοείτε τους λογισμούς; τον ρώτησε με αφέλεια κάποιος μοναχός.
- Βρέ, πειρασμός! (διάβολος)˙ καταλαβαίνεις; Τι λογισμοί;
Ο δόκιμος Αρσένιος με την ευστροφία του «ενίκησε δαιμόνων πανουργίαν δι ανθρωπίνης επινοίας».
Ρασοευχή
Στις 27 Μαρτίου 1954 μετά από την κανονισμένη δοκιμασία εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Ο Ηγούμενος του πρότεινε να λάβη το Μεγάλο Σχήμα, αλλά δεν δέχθηκε. Ανέφερε: «Αν και μπορούσα να γίνω αμέσως μεγαλόσχημος, διότι μου είπαν: «Εσύ Στρατό τελείωσες, δεν σε εμποδίζει τίποτε», είπα: «Αρκεί η ρασοευχή». Θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο, αλλά και δεν ήθελε να δεσμευθή με τις υποσχέσεις του Μεγάλου Σχήματος, εξ αιτίας της αγάπης του για την ησυχαστική ζωή που επιθυμούσε.


Επίσκεψη της θείας χάριτος
Την τραχύτητα της ασκήσεως ήρθε να γλυκάνη ένα πρωτόγνωρο γεγονός, η επίσκεψη της θείας χάριτος. «Όταν είχαν σωθή τελείως οι μπαταρίες (εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις)», διηγήθηκε, «έζησα ένα γεγονός: Μιά νύχτα, ενώ προσευχόμουν όρθιος, ένιωσα κάτι να κατεβαίνη από πάνω και να με περιλούζη ολόκληρο. Αισθανόμουν μια αγαλλίαση και τα μάτια μου έγιναν δύο βρύσες που έτρεχαν συνέχεια δάκρυα. Έβλεπα και ζούσα αισθητά την χάρι. Μέχρι τότε, συγκινήσεις και τέτοια είχα αισθανθή πολλές φορές, αλλά τέτοιο πράγμα πρώτη φορά μου συνέβη. Ήταν τόσο δυνατό πνευματικά αυτό το γεγονός, ώστε με στήριξε και κράτησε για δέκα περίπου χρόνια μέχρι που αργότερα στο Σινά, έζησα μεγαλύτερες καταστάσεις με άλλον τρόπο».

Ευλογίες από την Παναγία
Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Ήμουν άγρυπνος και νηστικός και περίμενα το «μοτόρι», στον αρσανά της Ιβήρων. Από την εξάντληση δεν αισθανόμουν καλά. Φοβήθηκα να μην λιποθυμήσω εκεί και με δουν οι εργάτες. Γι αυτό έκανα κουράγιο και πήγα πίσω από μια ντάνα ξύλα.

»Σκέφθηκα προς στιγμήν να παρακαλέσω την Παναγία και αμέσως είπα στον εαυτό μου: «Άθλιε, την Παναγία για το ψωμάκι την έχουμε;».
»Και μόλις είπα αυτό, να η Παναγία και μου έδωσε ζεστό ψωμί και σταφύλι! Έ, από κεί και πέρα μετά. . . ».
Κάποιος, τον οποίον ο Γέροντας θεράπευσε από ανίατη ασθένεια, ακούγοντας την διήγηση, ρώτησε έκπληκτος:
- Καλά, Γέροντα, μετά που έφαγες τις ρόγες του σταφυλιού, το κοτσάνι σου έμεινε στο χέρι;
- Και το κοτσάνι και ψίχουλα, απάντησε με έμφαση. «Η θεότης, δηλαδή η θεία χάρις καθ' εαυτήν, ήγουν μοναχή δεν φαίνεται, εάν δεν έλθη εις την λογικήν ψυχήν. Και ανίσως η αισθητή φωτία δεν φαίνεται εις τα αισθητά, όταν δεν εύρη ύλην, μήτε η νοητή φωτία φαίνεται εις τα νοητά, όταν δεν εύρη ύλην των εντολών του Θεού», Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου, Λόγος Γ΄, σ. 38. 32

Ανακαίνιση του Μοναστηριού
Παρά Κυρίου τα διαβήματα ανθρώπου κατευθύνεται». Μέ αποκάλυψη κατευθύνει ο Κύριος και τώρα τα βήματα του ανθρώπου του Θεού Παϊσίου στην Μονή Στομίου, της Επαρχίας Κονίτσης. Διψούσε για ερημική ζωή και προετοιμαζόταν για την έρημο, αλλά με εντολή της Παναγίας βρέθηκε σε Μοναστήρι του κόσμου.

Άρχισε την ανακαίνιση του καμένου Μοναστηριού, χωρίς να έχη τα απαραίτητα χρήματα και υλικά. Αγόρασε ξυλεία και μόνος έκανε πόρτες, παράθυρα, στασίδια, τραπέζια και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Επίσης άλλαξε την σκεπή της Εκκλησίας, έκανε Κελλιά για μοναχούς, Αρχονταρίκι, στέρνα και άλλα έργα.
Αυτός ανέστησε το κατεστραμμένο Μοναστήρι με πολλούς κόπους. Ήταν άρρωστος αλλά και νηστευτής. Τη νηστεία δεν την χαλούσε ποτέ».
Πηδά στον γκρεμό
Κάποτε μετέφερε τα άγια Λείψανα και είχε την λειψανοθήκη δεμένη με λουριά από τους ώμους του. Σε ένα σημείο του δρόμου, που λέγεται «Μεγάλη Σκάλα», κόπηκε το λουρί και έπεσε η λειψανοθήκη στον γκρεμό. Ο Γέροντας από τον πόθο και την ευλάβεια προς τα άγια Λείψανα, χωρίς να υπολογίση τον εαυτό του και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, πήδησε αμέσως στον γκρεμό για να τα προλάβη. Κατρακυλούσε η λειψανοθήκη και χτυπούσε στα βράχια. Τελικά ο ίδιος διαφυλάχθηκε, χάριτι Θεού, σώος˙ δεν έπαθε τίποτε, ούτε γρατσουνιά! Η λειψανοθήκη με τα άγια Λείψανα έμειναν επίσης άθικτα, ενώ ο μεταλλικός κορβανάς που ήταν προσαρμοσμένος στην λειψανοθήκη είχε κατατσαλακωθή από τα χτυπήματα. Ήταν τόσο βαθύς και απότομος ο γκρεμός που ήταν αδύνατο να ξανανεβή ο Γέροντας. Για να βγή στο μονοπάτι, βάδιζε πολλή ώρα μέσα στο ποτάμι.

Κόποι, ασκήσεις και ησυχία
Νήστευε αυστηρά και δουλαγωγούσε με κάθε τρόπο το εύθραυστο σώμα του, παρ ότι έκανε θεραπεία με ενέσεις. Κάποιες φορές με ένα ποτήρι νερό περνούσε όλο το ημερονύκτιο. Αν και καλλιεργούσε στον κήπο του Μοναστηριού κηπευτικά πολλών ειδών, η συνηθισμένη τροφή του ήταν τσάϊ με παξιμάδι ή καρύδια κοπανισμένα.

Αναφέρει η κυρία Πηνελόπη Μπαρμπούτη: «Στον κήπο πήγαινε ξυπόλυτος και το βράδυ καθάριζε τα αγκάθια από τα πόδια του. Ένα παξιμάδι έτρωγε το πρωί και ένα το βράδυ. Άλλοτε έπινε σκέτο τσάϊ. Δούλευε παρά πολύ. Δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου. Προσπαθούσε να μην χαλάση το χατήρι κανενός και ήθελε όλους να τους αναπαύη. Ποτέ δεν έλεγε όχι. Τα χέρια του είχαν κάνει ρόζους από τις πολλές μετάνοιες. Τα πόδια του ήταν μόνο κόκκαλα. Είχε πολλά προβλήματα με την υγεία του». Την ημέρα εργαζόταν σκληρά και τη νύχτα αγρυπνούσε. Μόνος του διάβαζε όλες τις ακολουθίες, όπως είχε μάθει στο Άγιον Όρος.
Παρ όλο που το Μοναστήρι ήταν σε έρημο και ήσυχο μέρος, ο Γέροντας αποσυρόταν ενίοτε σε μια σπηλιά. Πήγαινε τις νύχτες και έκανε αγρυπνίες με το κομποσχοίνι και αναρίθμητες μετάνοιες. Ήταν όμως ανήλια και έσταζε νερό.

Προστάτης πτωχών και ορφανών
Εκτός από τα κτισίματα μεριμνούσε συγχρόνως και για όσους είχαν ανάγκη. Και αυτοί ήταν πολλοί. Στα χωριά της Κόνιτσας υπήρχε τότε μεγάλη φτώχεια, εγκατάλειψη, δυστυχία. Ο Γέροντας συγκέντρωνε ρούχα, χρήματα, τρόφιμα και φάρμακα, τα έκανε δέματα και τα έστελνε σε ανθρώπους που στερούνταν. Στο έργο της φιλανθρωπίας είχε ως βοηθούς ευλαβείς γυναίκες. Όσες είχαν την διάθεση τις έστελνε να υπηρετούν άτομα ανήμπορα, κυρίως γεροντάκια, που δεν είχαν κανένα συγγενή κοντά τους.
Είχε πάρει άδεια από την αστυνομία και σε κάθε γειτονιά της Κόνιτσας είχε αφήσει από ένα κουμπαρά και ώρισε και έναν υπεύθυνο. Υπήρχε και ένας επί πλέον κουμπαράς έξω από το Αστυνομικό Τμήμα. Έκανε επιτροπή, η οποία διαχειριζόταν τα χρήματα, και πρόσφεραν ανάλογα με τις ανάγκες.

Ενδιαφέρθηκε για φτωχά και ορφανά παιδιά να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Τα παρέπεμπε στα κατάλληλα πρόσωπα αλλά τα βοηθούσε και ο ίδιος οικονομικά, όσο μπορούσε. Πολλοί από αυτούς είναι σήμερα επιστήμονες και ευγνωμονούν τον Γέροντα.
Έδινε τα κτήματα της Μονής σε φτωχές οικογένειες να τα καλλιεργούν. Ενοίκιο δεν ζητούσε. Τούς έλεγε, αν έχουν καλή σοδειά, να προσφέρουν στο Μοναστήρι ό,τι ήθελαν. Αν η χρονιά δεν πήγαινε καλά, δεν ζητούσε τίποτε.

Όσες φορές η αδελφή του Χριστίνα πήγαινε ρούχα ή τρόφιμα, δεν τα δεχόταν. Της έλεγε να τα πάη σε οικογένειες, που γνώριζε ότι στερούνταν.
Οικειότητα με τα άγρια ζώα
Η μεγάλη αγάπη του Γέροντα προς τον Θεό και την εικόνα του, τον άνθρωπο, πλημμύριζε την καρδιά του και το ξεχείλισμά της αγκάλιαζε και την άλογη κτίση. Ιδιαίτερα αγαπούσε τα άγρια ζώα, και αυτά ένιωθαν την αγάπη του και τον πλησίαζαν.

Ένα ελαφάκι ερχόταν και έτρωγε από τα χέρια του. Του έκανε ένα σταυρό στο μέτωπο με μπογιά. Ειδοποίησε τους κυνηγούς να μην κυνηγούν κοντά στο Μοναστήρι και να προσέξουν αυτό το ελαφάκι με τον σταυρό, όπου και αν το βρούν, να μην το χτυπήσουν. Αλλά δυστυχώς, ένας κυνηγός περιφρονώντας την εντολή του, κάποια ημέρα είδε το ελαφάκι και το σκότωσε. Ο Γέροντας στενοχωρήθηκε πολύ και είπε μια προφητεία που επαληθεύτηκε στο ακέραιο. Δεν αναφέρεται γιατί το πρόσωπο αυτό ζει μέχρι σήμερα.
Στο δάσος γύρω από το Μοναστήρι ζούν αρκούδες. Μιά συνάντησε ο Γέροντας σε στενό μονοπάτι, ενώ ανέβαινε στο Μοναστήρι με ένα γαϊδουράκι φορτωμένο. Η αρκούδα μαζεύτηκε στην άκρη, για να περάση ο Γέροντας. Αυτός πάλι της έκανε νόημα με το χέρι να περάση πρώτη. «Και αυτή», διηγείτο χαριτολογώντας, «άπλωσε το πόδι της και μούπιασε το χέρι, για να περάσω εγώ». Της είπε: «Αύριο να μην εμφανισθής εδώ κάτω, γιατί περιμένω κόσμο. Αλλοιώς θα σε πιάσω από το αυτί και θα σε δέσω μέσα στο παχνί».

Έλεγε ότι η αρκούδα έχει έναν εγωισμό. Όταν βρεθή σε κίνδυνο, δείχνει ότι δεν φοβάται, αλλά μετά φεύγει τρέχοντας.
Μιά αρκούδα ερχόταν συχνά, είχε εξοικειωθή μαζί του και ο Γέροντας την τάιζε. Τις ημέρες που ερχόταν κόσμος στο Μοναστήρι ο Γέροντας την προειδοποιούσε να μην εμφανίζεται και προκαλή έτσι φόβο στους ανθρώπους. Η αρκούδα μερικές φορές παρέβαινε την εντολή του Γέροντα, εμφανιζόταν απροσδόκητα και όσοι την έβλεπαν τρόμαζαν. Πολλοί την είχαν δεί˙ μεταξύ αυτών και η Καίτη Πατέρα, όπως διηγήθηκε: «Ανέβαινα μια νύχτα στο Μοναστήρι με φακό για να προλάβω την θεία Λειτουργία. Άκουσα έναν θόρυβο, έρριξα το φως και είδα ένα ζώο κάτι σαν σκυλί μεγάλο. Μέ ακολούθησε και, όταν έφθασα, ρώτησα τον π. Παίσιο, αν το σκυλί είναι του Μοναστηριού. Απάντησε: «Σκυλί είναι αυτό; Για κοίταξε καλά. Αρκούδα είναι».

Όταν είδε ότι τελείωσε η αποστολή του στην έρημο του κόσμου, και αφού ξεπλήρωσε το τάμα προς την Παναγία, άφησε οριστικά το Στόμιο στις 30 Σεπτεμβρίου 1962 και αναχώρησε για το Θεοβάδιστο Όρος Σινά.
Μακαρία ερημική ζωή
Ο Γέροντας ζήτησε ευλογία να μείνη μόνος στην έρημο. Εγκαταστάθηκε στο ασκητήριο των αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, που αποτελείται από το Εκκλησάκι και ένα πολύ μικρό συνεχόμενο Κελλάκι. Βρίσκεται σε ωραία θέση σε ύψωμα, απέναντι ακριβώς από την αγία Κορυφή, και απέχει λιγώτερο από μία ώρα από το Μοναστήρι.

Διακόσια μέτρα πιο πάνω βρίσκεται η σπηλιά του αγίου Γαλακτίωνος και λίγο πιο πίσω είναι η Σκήτη που έμενε η αγία Επιστήμη με τις άλλες ασκήτριες. Άγια μέρη, ευλογημένα. Παρ όλη την αυχμηρότητά τους, εμπνέουν αυτά τα βράχια. Εκεί ψηλά λοιπόν, σαν αετός, έστησε ο Γέροντας την φωλιά του, έκανε μάλλον την πολεμίστρα του ο αετός του πνεύματος.
Ο τάφος του Αγίου Παίσιου
Πολύ κοντά, «ωσεί λίθου βολήν», στο ασκητήριο είχε μια μικρή πηγούλα. Μάζευε το 24ωρο δυό-τρία κιλά νερό. Έλεγε ο Γέροντας: «Πήγαινα με ένα τενεκάκι να πάρω νερό, για να κάνω τσάι ή να βρέξω λίγο το μέτωπο, λέγοντας τους χαιρετισμούς με ευγνωμοσύνη και τα μάτια μου πλημμύριζαν από δάκρυα. «Θεέ μου,» έλεγα, «λίγο νερό να πίνω˙ δεν θέλω τίποτε άλλο». Τόσο πολύτιμο ήταν αυτό το λιγοστό νεράκι γι αυτόν που ήθελε να ζήση εκεί στην έρημο. Αλλά και αυτό ο Γέροντας το μοιραζόταν με τα άγρια ζώα και τα διψασμένα πουλιά της ερήμου.

Απλοποίησε πολύ την ζωή του και επιδόθηκε στην άσκηση με όλες του τις δυνάμεις, χωρίς περισπασμούς. «Η έρημος ερημώνει τα πάθη. Όταν την σεβασθής και προσαρμοσθής προς την έρημο, σου δίνει να αισθανθής την παρηγοριά της», έλεγε αργότερα ο Γέροντας με νοσταλγία, εκφράζοντας με λίγες λέξεις την εμπειρία του από την Σιναϊτική έρημο.
«Ην εν τη ερήμω πειραζόμενος...»
Κάποια ημέρα έκανε εργόχειρο λέγοντας την ευχή καθισμένος σε ένα βράχο, ενώ από κάτω υπήρχε βαθύς γκρεμός. Παρουσιάζεται ο διάβολος και του λέγει:
- Πήδα κάτω, Παίσιε˙ σου υπόσχομαι, δεν θα πάθεις τίποτε.
Ο Γέροντας συνέχισε ατάραχος την ευχή και το εργόχειρό του. Δεν έδωσε σημασία στον διάβολο. Ο πειρασμός συνέχισε να τον παρακινή να πηδήση στον γκρεμό επαναλαμβάνοντας την ίδια υπόσχεση. Αυτό κράτησε μιάμιση ώρα περίπου.
Στο τέλος παίρνει μια πέτρα και την ρίχνει στον γκρεμό λέγοντας στον διάβολο:
- Άντε να σου αναπαύσω τον λογισμό σου.
Ο διάβολος, αφού απέτυχε να τον ρίξη στον γκρεμό, του λέγει δήθεν με θαυμασμό:
- Τέτοια απάντηση ούτε ο Χριστός δεν μου έδωσε. Εσύ καλύτερα απάντησες.
- Ο Χριστός είναι Θεός. Δεν είναι σαν και μένα τον καραγκιόζη. «Ύπαγε οπίσω μου σατανά».
Και έτσι, με την ενοικούσα θεία χάρι, απέφυγε τον πρώτο πειρασμό να πηδήση στον γκρεμό, να τσακισθή στα βράχια˙ ακόμη απέφυγε και τον βαθύτερο γκρεμό της υπερηφανείας, να δεχθή τον έπαινο του διαβόλου, θεωρώντας τον εαυτό του ανώτερο από τον Χριστό.
Εγκαταλείπει την γλυκειά έρημο
Ενώ ζούσε τέτοια ζωή και χαιρόταν που βρήκε επιτέλους αυτό που αναζητούσε από χρόνια, η υγεία του χειροτέρευε. Υπέφερε από πονοκεφάλους που οφείλονταν στην έλλειψη οξυγόνου λόγω του υψομέτρου.
Τελικά, όταν είδε να επιδεινώνεται η κατάσταση της υγείας του, πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την γλυκειά έρημο του Σινά και να επιστρέψει στο Άγιον Όρος.
«Ουκ απέστη ημών»
Ο Γέροντας δεν έπαυσε να βοηθά τους ανθρώπους και μετά την κοίμηση του. Οι άνθρωποι καταφεύγουν στον Γέροντα και ζητούν τις πρεσβείες του, επειδή πιστεύουν στην αγιότητά του. Ο τάφος του έγινε πανορθόδοξο προσκύνημα. Έχει πολλή ευλογία και χάρι. Συγκεντρώνει τους πονεμένους και παρηγορεί τους θλιμμένους. Θεραπεύονται ασθενείς και γίνονται πολλά θαύματα. Και το Κελλάκι του στο Άγιον Όρος έγινε επίσης προσκύνημα. Καθημερινά περνούν επισκέπτες που είχαν γνωρίσει τον Γέροντα και ευεργετήθηκαν, για να τον ευχαριστήσουν ή άλλοι για να δουν που ζούσε.
Τα θαυμαστά γεγονότα που κάνουν οι Άγιοι, εμφανίσεις και θεραπείες, τα βλέπουμε και στον Γέροντα και μετά την κοίμησή του. Ιδιαιτέρως θεραπεύει καρκινοπαθείς και δαιμονισμένους. Εμφανίζεται και σώζει πολλούς από τροχαία δυστυχήματα. Πολλοί ασθενείς τον είδαν μέσα στα Νοσοκομεία. Διάφορα προσωπικά του αντικείμενα θαυματουργούν και εκπέμπουν άρρητη ευωδία.
--------------
Ο Γέροντας Παΐσιος απεβίωσε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00. Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.