Τρίτη 15 Μαρτίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Β ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ως ποιμένας

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος μόναζε στό Άγιον Όρος, ύστερα από πρόσκληση τών Χριστιανών τής Θεσσαλονίκης υπερμάχησε στήν αντίκρουση τού αντιησυχασμού τόν οποίο δίδασκε ο Βαρλαάμ. Μέ τήν Σύνοδο τού 1341 καταδικάσθηκε ο Βαρλαάμ καί η διδασκαλία του.
Η εκλογή τού αγίου Γρηγορίου σέ Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης έγινε στήν Σύνοδο τού 1347, η οποία κατaδίκασε τήν συνέχιση τής αντιησυχαστικής διδασκαλίας. Ήδη ο άγιος Γρηγόριος είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος στήν Εκκλησία καί κλήθηκε νά ποιμάνη τούς Θεσσαλονικείς, εκεί όπου ξέσπασε η αντιησυχαστική αίρεση.
Μετά τήν εκλογή του, πήγε στήν Θεσσαλονίκη, αρχές τού Σεπτεμβρίου τού έτους 1347, γιά νά αναλάβη τήν διαποίμανση τού ποιμνίου του σέ μιά τραγική περίοδο, αφού η πόλη κυβερνιόταν από τήν ηγεσία τών Ζηλωτών καί υπήρχε μεγάλη κοινωνική αναταραχή.
Οι Ζηλωτές τής Θεσσαλονίκης ήταν ένα καινούριο στοιχείο, ξένο πρός τίς παραδοσιακές δομές τής πόλεως, εμπνέονταν από αγάπη πρός τήν Δύση καί εξελίχθηκαν σέ ένα κόμμα πού αποτελείτο, κυρίως, από τούς πρόσφυγες καί τούς πτωχούς τής πόλεως, μέ μεταρρυθμιστικές καί αντιμοναχικές-αντιησυχαστικές αρχές, ενώ είχαν διατηρήσει τήν απέχθεια πρός τήν ιδιοκτησία. Είχαν ενεργήσει βίαια καί κατέλαβαν τήν διοίκηση τής πόλεως τό έτος 1345 καί παρέμειναν στήν εξουσία μέχρι τό έτος 1350. Οι Ζηλωτές τής Θεσσαλονίκης πού διοικούσαν τήν πόλη –όχι ο λαός– δέν δέχθηκαν τόν άγιο Γρηγόριο ως Μητροπολίτη, όταν πήγε νά ενθρονισθή τό έτος 1347.
Ο άγιος Γρηγόριος δέν επέμεινε νά παραμείνη στήν Θεσσαλονίκη, αλλά κατέφυγε στό Άγιον Όρος. Δέν θέλησε νά δημιουργήση έριδες καί διαιρέσεις στό ποίμνιό του. Συγχρόνως, αρνήθηκε τίς προτάσεις τού αρχηγού τών Σέρβων Στεφάνου Δουσάν νά τόν υποστηρίξη μέ άλλους απώτερους σκοπούς.
Ο άγιος Γρηγόριος έκανε καί μιά δεύτερη προσπάθεια νά εισέλθη στήν Θεσσαλονίκη, αφού προηγουμένως είχε επισκεφθή τήν Κωνσταντινούπολη. Αυτό πρέπει νά έγινε τό φθινόπωρο τού 1348. Τόν παρακίνησαν τόσο ο Πατριάρχης Ισίδωρος όσο καί οι Βασιλείς, οι οποίοι, βέβαια, τότε είχαν συμφιλιωθή μεταξύ τους. Δυστυχώς, καί πάλι δέν κατόρθωσε νά αναλάβη τήν ποιμαντική διακονία τού λαού. Αυτό έγινε γιατί οι ηγέτες τών Ζηλωτών ζητούσαν από τούς Βασιλείς μεγάλα καί υπεράνω τής τάξεώς τους «έπαθλα τής αταξίας καί τής στάσεως».
Η ενθρόνιση τού αγίου Γρηγορίου στήν Θεσσαλονίκη έγινε τόν Δεκέμβριο τού 1350, μετά τήν εκδίωξη τών Ζηλωτών καί τήν ελευθέρωση τής πόλεως από τήν κατοχή τους, δηλαδή τρία χρόνια μετά τήν εκλογή του καί αφού απέτυχε δύο φορές νά αναλάβη τά ποιμαντικά του καθήκοντα. Ο τρόπος μέ τόν οποίον άσκησε τήν ποιμαντική του διακονία φαίνεται σέ τρία σημεία.
Τό πρώτο αναφέρεται στό γεγονός τής ενθρονίσεώς του. Είναι σημαντικά τά όσα λέγει ο άγιος Φιλόθεος Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, γιά τούς στασιαστές, τήν απομάκρυνσή τους, αλλά καί γιά τήν άνοδο τού αγίου Γρηγορίου στόν Μητροπολιτικό θρόνο τής Θεσσαλονίκης. Κατ” αρχάς λέγει ότι ήταν ελάχιστοι εκείνοι πού δέν δέχθηκαν τόν άγιο Γρηγόριο κατά τήν πρώτη είσοδό του στήν Θεσσαλονίκη καί αυτοί ήταν πονηροί, φθορείς καί ανάξιοι. Στήν συνέχεια λέγει ότι η ίδια η πόλη εξεγέρθηκε εναντίον τους καί άλλους μέν από αυτούς τούς «κακούργους καί μιαρούς» τούς εξωθεί καί αποβάλλει καί άλλους τούς σωφρονίζει καί αναστέλλει από τήν κάκιστη ορμή καί τίς μοχθηρές πράξεις μέ τά κατάλληλα θεραπευτικά φάρμακα. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι ενδεικτικοί τής νοοτροπίας καί τού έργου τών Ζηλωτών.
Η υποδοχή τήν οποία επεφύλαξε ο λαός στόν άγιο Γρηγόριο ήταν μεγαλειώδης καί δέν μπορεί νά παραβληθή καθόλου «βασιλικοίς επινικίοις καί θριάμβοις καί πομπαίς εισοδίοις». Ενεδύθη ποδήρη χιτώνα καί τήν ιερή στολή γιά νά εισέλθη στήν Θεσσαλονίκη. Η ποιμαντική δράση τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά άρχισε αμέσως μέ τήν τελετή τής ενθρόνισής του. Ο τρόπος μέ τόν οποίον ενήργησε δείχνει ότι συμπεριφερόταν ως Πνευματικός Πατέρας.
Στά πρόθυρα τής πόλεως απηύθυνε ευχή στόν Χριστό. Ήταν μιά προσευχή μετανοίας γιά όσα προηγήθηκαν στήν πόλη τής Θεσσαλονίκης, προσευχή εκζητήσεως τού ελέους τού Θεού καί ειρηνεύσεως τού λαού. Τό περιεχόμενο τής προσευχής δείχνει αφ” ενός μέν τήν τραγική κατάσταση τής πόλεως, πού προηγήθηκε, αφ” ετέρου δέ τήν πνευματική προσωπικότητα τού αγίου Γρηγορίου. Ο άγιος Γρηγόριος συμπεριφέρεται ως μεγάλος Πνευματικός ηγέτης.
Διερχόμενος τήν πόλη γιά νά ενθρονισθή, όλοι οι ψάλτες έψαλαν ύμνους αναστασίμους, ωσάν νά έβλεπαν τόν αναστάντα Χριστό. Έψαλαν: «Καθαρθώμεν τάς αισθήσεις, καί οψόμεθα τώ απροσίτω φωτί τής αναστάσεως Χριστόν εξαστράπτοντα».
Τό δεύτερο σημείο είναι τό πώς άρχισε τήν ποιμαντική του διακονία καί αυτό δείχνει τίς ορθές βάσεις τού ποιμαντικού του έργου. Τήν τρίτη ημέρα από τήν είσοδό του στήν πόλη όρισε πάνδημη πομπή καί λιτανεία μέ ιερές εικόνες, ψαλμωδίες καί ευχές. Στήν λιτανεία αυτή παρευρέθηκαν όλοι οι κάτοικοι τής Θεσσαλονίκης. Διήλθε τό μεγαλύτερο μέρος τής πόλεως «ευχόμενος, ευλογών, υπέρ τών παρελθόντων ευχαριστών, υπέρ τών μελλόντων δεόμενος». Στό τέλος δέ τής λιτανείας ομίλησε στόν λαό γιά τήν ειρήνη καί τήν ομόνοια. Ο πρώτος αυτός λόγος τού μεγάλου Ιεράρχου είναι υπόδειγμα λόγου καί ειρηνευτικής αποστολής καί δείχνει πώς αισθανόταν ως Επίσκοπος.
Στήν αρχή τού λόγου θέτει τίς αληθινές θεολογικές προϋποθέσεις τής κοινωνίας. Ομιλεί γιά τόν κοινό Πατέρα καί γιά τήν εν Χριστώ αδελφότητα. Μάς δημιούργησε ο Θεός, καί είμαστε αδελφοί, λόγω τού ?Αδάμ, τού κοινού γενάρχου. Επίσης, η αδελφότητα είναι ισχυρότερη, λόγω τής ομογένειας καί τής κοινής μητέρας, δηλαδή τής Εκκλησίας. Οι Χριστιανοί είναι ένα σώμα, έχουν κεφαλή τόν Χριστό. Βαπτίσθηκαν σέ ένα Βάπτισμα, έχουν μία πίστη, μία ελπίδα, έναν Θεό. Έτσι, πρέπει νά είναι στενά συνδεδεμένοι μέ τήν αγάπη.
Στήν συνέχεια αναφέρεται στά συγκεκριμένα γεγονότα πού τάραξαν τήν Θεσσαλονίκη. Ενώ έπρεπε νά είχαν αγάπη, εν τούτοις εισήλθε μέ τήν συνέργεια τού πονηρού τό μίσος. Έτσι, μέ αυθεντικό τρόπο ο άγιος Γρηγόριος περιγράφει τήν κατάσταση πού επικρατούσε κατά τήν κατοχή τής πόλεως από τούς Ζηλωτές. Οι πληροφορίες είναι αξιόλογες.
Γράφει ότι τό μίσος πού εισήλθε διέσπασε τήν κοινωνία καί τήν ενότητα μέ τόν Θεό καί τούς αδελφούς, έκανε τήν πόλη παράλυτη, δημιούργησε εχθρικές μερίδες, συγχύσεις, ταραχές, δίνοντας τήν εικόνα ότι η πόλη κυριεύθηκε από εχθρούς. Οι κάτοικοι τής πόλεως έτρεχαν σέ όλη τήν πόλη, άλλοι καταστρέφοντας τά σπίτια, άλλοι αρπάζοντας τά ευρισκόμενα σέ αυτά καί μέ μεγάλη μανία αναζητούσαν τούς οικοδεσπότες γιά νά τούς φονεύσουν «ανηλεώς τε καί απανθρώπως». Ως πραγματικός ποιμήν καί αληθινός ιατρός παρουσίασε τό πάθος, τήν πληγή τής πόλεως.
Δέν αρκείται, όμως, μόνον σέ αυτό, αλλά προχωρεί καί στήν θεραπεία. Ο ιατρός δέν αρκείται στήν αποκάλυψη τής πληγής, αλλά καί θεραπεύει. Τό ίδιο κάνει καί ο άγιος μέ τόν θεραπευτικό καί ειρηνευτικό του λόγο. Τονίζει ότι δέν επιδιώκει νά τούς ονειδίση, αλλά, αφού γνωρίσουν τήν νόσο, στήν συνέχεια πρέπει νά τήν θεραπεύσουν. Τούς προτείνει νά αναζητήσουν τήν αιτία από τήν οποία έπεσαν, νά ζητήσουν τήν θεραπεία καί νά τήν διαφυλάξουν. Η αιτία τού μίσους καί τών ταραχών είναι η αμαρτία. Ο άγιος Γρηγόριος γνωρίζει ότι η πρόθεση τών επαναστατών δέν ήταν απλώς οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις καί μεταβολές, αλλά η αμαρτία. Όλα αυτά υποκινούνται από τόν διάβολο. Αναλύει πολύ παραστατικά ότι η αμαρτία είναι η αιτία τής στάσεως αυτής. Οι λόγοι αυτοί τού αγίου Γρηγορίου δείχνουν τόν τρόπο μέ τόν οποίο, εργάσθηκε ποιμαντικά στήν Θεσσαλονίκη.
Ο άγιος Γρηγόριος δέν είναι ένας ξηρός κοινωνιολόγος, αλλά πραγματικός πατέρας καί ποιμένας, δηλαδή ιατρός τών νοσούντων ανθρώπων, αφού προσπαθεί νά τούς θεραπεύση. Συγκρίνοντας τήν περίπτωση τών κατοίκων τής Θεσσαλονίκης μέ τόν παραλυτικό τού Ευαγγελίου, πού καθόταν στήν Κολυμβήθρα τού Σιλωάμ, λέγει ότι υπάρχουν δύο ομοιότητες. Όπως ο παραλυτικός παρέμεινε στήν Κολυμβήθρα χωρίς νά απομακρύνεται, έτσι καί αυτοί δέν έφυγαν τελείως από τήν Εκκλησία. Καί όπως εκείνος δέν είχε άνθρωπο νά τόν βοηθήση, έτσι καί αυτοί δέν είχαν ποιμένα τόσον καιρό γιά νά τούς ειρηνεύση.
Μετά προχωρεί στίς παραινέσεις καί τίς προτροπές. Δέν είχαν ποιμένα, τώρα όμως έχουν. Αυτός θά τούς παρηγορήση καί θά τούς θεραπεύση. Τούς συνιστά συμφιλίωση μέ τόν Θεό, επίγνωση τής συγγένειας πού έχουν μεταξύ τους, ανάμνηση τών παλαιών ημερών τής ειρήνης. Τούς προτρέπει νά μή σκέπτωνται τό κακό, ούτε νά ανταποδώσουν τό κακό, αλλά νά νικήσουν τό κακό μέ τό αγαθό. Νά ενστερνισθούν τήν αγάπη, νά κάνουν υπακοή στόν ευαγγελισμό τής ειρήνης καί μάλιστα νά συνεργασθούν μαζί του στό θέμα τής ειρηνεύσεως. Η διακονία του ως Ποιμένος είναι διακονία αγάπης καί ειρήνης. Είναι υπηρέτης αυτής τής διακονίας. Πρέπει νά είναι συμφιλιωμένοι καί ομονοούντες, έχοντες στό μέσον τόν Χριστό.
Όπως φαίνεται από τήν πρώτη εκείνη ομιλία τού αγίου Γρηγορίου, αφ” ενός μέν προσδιορίζεται η νόσος καί η θεραπεία τών στασιαστών καί ολοκλήρου τής πόλεως, αφ” ετέρου δέ προτρέπονται οι αδικηθέντες νά μήν ανταποδώσουν τό κακό, αλλά νά ειρηνεύσουν καί νά αγαπήσουν τούς εχθρους τους. Μέσα στά πλαίσια αυτά κρύπτεται όλο τό ειρηνευτικό έργο τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά στήν Θεσσαλονίκη. Μετά από μεγάλες ανωμαλίες απαιτείται αυτοσυγκράτηση καί ισχυρή προσωπικότητα γιά νά θεραπεύση τήν οργή τού λαού.
Ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος διασώζει τήν πληροφορία ότι μετά τήν ομιλία εκείνη έκανε φίλους καί αυτούς ακόμη τούς υβριστές του καί τούς προηγουμένους εχθρούς καί στασιαστές. Όχι μόνον τούς έκανε φίλους, αλλά καί δούλους, μέ τήν έννοια ότι έπεσαν στά πόδια του, τά ασπάζονταν, εξομολογούνταν τά αμαρτήματα πού έπραξαν καί ζητούσαν συγγνώμη. Ο άγιος όχι μόνον τούς συγχώρησε, αλλά έκανε καί κάτι μεγαλύτερο, τούς ενέγραψε στούς φίλους του καί τούς ευεργετούσε μέ λόγια καί ενέργειες. Έκανε καί σύναξη ιερέων, στούς οποίους υπενθύμισε τά καθήκοντά τους. Καί μέ όλους αυτούς τούς τρόπους ο άγιος Γρηγόριος έφερε τήν ειρήνη καί θεράπευε τούς Χριστιανούς.
Τό τρίτο σημείο πού δείχνει τόν τρόπο τής ποιμαντικής του διακονίας φαίνεται στό περιεχόμενο τών ομιλιών του πού διασώθηκαν.
Παρέμεινε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης μέχρι τήν κοίμησή του πού συνέβη τήν 14η Νοεμβρίου τού έτους 1359, δηλαδή υπήρξε Μητροπολίτης γιά δώδεκα χρόνια (1347-1359), αλλά σχεδόν τά μισά από αυτά παρέμεινε στόν αρχιερατικό του θρόνο. Ήδη είδαμε ότι ενθρονίσθηκε τρία χρόνια μετά τήν εκλογή του, καθώς επίσης ένα χρόνο πέρασε αιχμάλωτος στούς Οθωμανούς.
Όταν διαβάζη κανείς τίς ομιλίες αυτές παρατηρεί ότι ομιλούσε ως θεολόγος, ησυχαστής καί Πνευματικός Πατέρας πού αντιμετώπιζε τά προβλήματα τού λαού, ακόμη καί τά κοινωνικά, μέσα από τήν θεολογική προοπτική τής Εκκλησίας. Όλη τήν θεολογία, τήν οποία ανέπτυξε προηγουμένως εναντίον τού Βαρλαάμ καί τών διαδόχων του, τήν πέρασε μέ ανάλογη προσαρμογή στό ποίμνιό του στήν Θεσσαλονίκη. Στά κηρύγματά του συνδέει στενά τήν θεοπτική θεολογία μέ τήν ησυχαστική παράδοση, τά Μυστήρια τής Εκκλησίας μέ τήν άσκηση, τήν λειτουργική ζωή μέ τήν φιλανθρωπία.
Έτσι, βλέπουμε θαυμάσιες αναλύσεις γιά τόν σκοπό τής ενανθρωπήσεως τού Χριστού, γιά τήν θέα-θεωρία τού ακτίστου Φωτός, γιά τήν βίωση τού μυστηρίου τού Σταυρού καί τής Αναστάσεως τού Χριστού, γιά τήν εκκλησιαστική ζωή, γιά τήν αξία καί σημασία τών αγίων τής Εκκλησίας, ιδίως τού πολιούχου τής Θεσσαλονίκης αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τού Μυροβλύτου, γιά τήν αγάπη πρός τούς πτωχούς κλπ.
Γενικά, από τίς ομιλίες αυτές καταλαβαίνουμε πώς γίνεται μιά εκκλησιαστική, ποιμαντική διακονία από έναν μεγάλο Πατέρα τής Εκκλησίας, έναν θεολόγο καί ησυχαστή. Ακόμη καί η κοινωνική του διδασκαλία είναι απόρροια τής εκκλησιαστικής ζωής, τής φιλοθεΐας καί τής φιλανθρωπίας.
Ο τρόπος τής ποιμαντικής του διακονίας φαίνεται καί σέ μιά επιστολή πού έστειλε στό ποίμνιό του, τήν οποία έγραψε κατά τήν διάρκεια τής αιχμαλωσίας του στούς Οθωμανούς καί στήν οποία ενημερώνει τούς Χριστιανούς γιά όσα συνέβησαν κατά τήν διάρκεια τής αιχμαλωσίας του, πού δείχνει τήν στενή επικοινωνία πού είχε μαζί τους. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο επίλογος τής επιστολής, γιατί δείχνει πώς εργαζόταν στό ποίμνιό του, πώς εξασκούσε τήν ποιμαντική του διακονία.
Γράφει ότι, όπως διδάσκει τούς Θεσσαλονικείς τήν οδό τής σωτηρίας μέ θυσία καί παρρησία, έτσι τό κάνει καί κατά τήν διάρκεια τής αιχμαλωσίας του. Οι Θεσσαλονικείς δέν πρέπει νά ξεχνούν ότι έχουν ζωντανό καί αληθινό Θεό πού μαρτυρείται από τούς αγίους, αλλά καί αυτοί πρέπει νά έχουν ζωντανή καί αληθινή πίστη, γιατί η πίστη πού δέν μαρτυρείται από τά έργα είναι νεκρή. Είναι αδύνατον κάποιος άπιστος νά εμπιστευθή τόν Χριστιανό, όταν, ενώ πιστεύη στόν Χριστό πού γεννήθηκε από παρθένο Πατέρα αχρόνως καί από παρθένο Μητέρα εν χρόνω, εν τούτοις όμως δέν ασκή τήν παρθενία (ο μοναχός) καί τήν σωφροσύνη (ο έγγαμος), αλλά ζή τήν ακολασία. Δέν μπορεί κανείς νά γίνη κατά Χάρη υιός τού Θεού, όταν δέν κάνη ό,τι έκανε καί ο Ίδιος ο Χριστός. Στό τέλος προτρέπει τούς Χριστιανούς νά κάνουν αυτοί τήν αρχή καί ο Θεός θά βοηθήση. Γιά νά σωθή ο άνθρωπος πρέπει νά απομακρυνθή από τήν κακία, νά αποκτήση τήν αρετή, νά αναλάβη τά έργα τής μετανοίας, καί νά προσμένη τήν βοήθεια τού Θεού. Έτσι, ο άνθρωπος οδηγείται στήν πρόσκτηση τών θεϊκών αρετών «διά τής τού θείου πνεύματος ενοικήσεως» καί θεοποιείται.
Επομένως, η προσευχή καί η ομιλία πού έκανε ο άγιος Γρηγόριος κατά τήν είσοδό του στήν Θεσσαλονίκη καί τήν ανάληψη τών επισκοπικών του καθηκόντων, οι ομιλίες στό ποίμνιό του, καί η επιστολή πού έστειλε στήν Εκκλησία του από τόν χώρο τής αιχμαλωσίας του φανερώνουν τό πώς ενεργούσε ως Ποιμένας.
Ο άγιος Γρηγόριος ήταν μεγάλος ησυχαστής Πατέρας, αλλά καί ένας μεγάλος ποιμένας πού καθοδηγούσε ορθόδοξα τό ποίμνιό του. Στήν περίπτωσή του φαίνεται ευδιάκριτα πώς ένας ησυχαστής μπορεί νά ποιμαίνη τούς ανθρώπους, πώς ένας ποιμένας ορθοτομεί τόν λόγο τής αληθείας μέ τήν βίωση τού αληθινού ησυχαστού καί πώς πρέπει νά θεολογή καί νά ποιμαίνη ένας Επίσκοπος.
Εκκλησιαστική Παρέμβαση Μάρτιος 2013