Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ



Σήμερα. δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου, ακούμε, αγαπητοί Χριστιανοί , την παραβολή του Ασώτου,  η οποία συμπληρώνει εκείνη του Τελώνου και του Φαρισαίου  της προηγούμενης Κυριακής.
Πριν από μια βδομάδα είδαμε, πώς ο Τελώνης, ο απερριμένος, βρέθηκε στα χέρια του Θεού. Και τώρα, στο σημερινό Ευαγγέλιο, βλέπουμε πώς ο άσωτος γιος, εκείνος που εγκατέλειψε τον Πατέρα, γύρισε μετανοημένος και έγινε δεκτός. Και όπως εκεί είδαμε τελικά τον Τελώνη, ενώ στεκόταν κρυμμένος σε μια απόμερη γωνιά του Ναού, να κατεβαίνει δικαιωμένος από το Θεό, που βέβαια περίμενε αυτό το Τελωνικό «Κύριε Ελέησον»,  παρόμοια κι εδώ, βλέπουμε τον Άσωτο, ενώ βρισκόταν ακόμα μακριά από το πατρικό σπίτι, να τον συναντά ο Πατέρας και εκείνος να του μιλά σχεδόν με τα ίδια λόγια: «Πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου». Και βλέπουμε έτσι αυτό το παράδοξο για τη δική μας τη φαρισαϊκή σκέψη: Ενώ ο Άσωτος βρίσκεται ακόμη μακριά, έχει ήδη συναντήσει τον Πατέρα του. Ο ίδιος ο Πατέρας έχει σπεύσει να τον αγκαλιάσει και να τον ασπαστεί.
Συνέχεια λοιπόν και συμπλήρωμα, η σημερινή παραβολή, της παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου. Και η πρώτη και η δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου για το ίδιο ακριβώς πράγμα μιλούν
Την απελπιστική κατάσταση στην οποία φθάνει ο κάθε αμαρτωλός.
Την ανάγκη μετανοίας για κάθε άνθρωπο και τα σωτήρια αποτελέσματα της.
Το μέγεθος της θείας ευσπλαχνίας, στην οποία μπορούν να στηρίζονται και οι πλέον αμαρτωλοί, ώστε να μη φθάνουν ποτέ στην απελπισία. Κανένα αμάρτημα, όσο μεγάλο κι αν θεωρείται, δεν μπορεί να υπερνικήσει τη φιλάνθρωπη γνώμη του Θεού και η αποφυγή του αισθήματος της αυτάρκειας του δικαιωμένου, όπως θεωρούσε τον εαυτό του ο πρεσβύτερος υιός και ο Φαρισαίος.
Ας τα δούμε όμως όλα αυτά μέσα από την παραβολή του Ασώτου όπως μας τα καταγράφει ο μοναχός Μωυσής ομ Αγιορείτης. 
"…Παρακολουθήσουμε      Ύστερα από όχι πολλή, καθώς φαίνεται, σκέψη, αποφασίζει την αναχώρηση από το πατρικό του, παίρνοντας δικαιωματικά ό,τι του ανήκε κληρονομικά. Και ως εδώ ουδείς ψόγος ίσως. Το πρόβλημα αρχίζει από τον τρόπο της σπατάλης της περιουσίας μέχρι μηδενός. Νέος ήταν, δυνατός ήταν, ό,τι ήθελε έκανε. Ποιος μπορούσε να τον εμποδίσει; Και νόμιζε πως όσο πιο μακριά πήγαινε πιο ασφαλής θα ήταν. Θεωρούσε πως θα μπορούσε η μακρυνή απόσταση από τον γενέθλιο οίκο να σίγαζε και τη φωνή της συνειδήσεως. Προσήλθε σε χώρους ανήλιους, μοναχικούς, δυσώδεις κι εξήλθε τρομερά αλλοιωμένος. Άφησε την αρχοντιά του κι έγινε υπηρέτης. Καταφρόνησε την ευρυχωρία και στένεψε αφόρητα η ζωή του. Την τιμιότητα, την καθαρότητα, τη δικαιοσύνη, την ανδρεία, τη σωφροσύνη, την ευσπλαγχνία – τα δυνατά αυτά νεύρα της ψυχής – τ’ αντικατέστησε με την ατιμία, την παρανομία, την αδικία, την ασωτία, τη βαρβαρότητα. Αυτή είναι η κατάσταση του κάθε αμαρτωλού. Με διαρηγμένο το «κατ’ εικόνα», αιχμάλωτος των παθών, οδυνάται κι η δίψα για την αμαρτία είναι ακόρεστη. Αυτή είναι η γνωστή τέχνη του δαίμονα προς τα θύματά του.
Πεινασμένος, διψασμένος, φτωχός, γυμνός, πρόωρα γερασμένος, προσπαθεί να χορτάσει την πείνα του μάταια με την τροφή των χοίρων που κατάντησε να βόσκει, τα ξυλοκέρατα. Και ξαφνικά μέσα στο μεγάλο πόνο της ασήκωτης ερημίας του θυμήθηκε το λίκνο του, φωτίσθηκε, ξεπέρασε την αδυναμία του, απαρνήθηκε την ανεπάρκειά του, φιλοτιμήθηκε. Άφησε τον Πατέρα άσπλαγχνα. Ο εύσπλαγχνος Πατέρας δεν τον άφησε ποτέ. Λαβωμένος, ταλαιπωρημένος, δυστυχής ο νέος, αποφασίζει να σύρει τα βήματά του πίσω. Έχουν όμως μια σταθερότητα.
Ο πολύς πόνος τον ταπείνωσε, τον εκμεταλλεύθηκε σωστά και του έγινε ίαμα. Η ταπείνωση τον έφερε στη μετάνοια.
………………………………………………………………………………….
Η μετάνοια κάνει τον Άσωτο θαρρετό, τολμηρό, ακούραστο, αποφασιστικό, ελπιδοφόρο. Τον κάνει να θυμάται τρυφερά την πατρική συγχωρητικότητα, την ελεημοσύνη, την αγαθότητα. Σηκώθηκε και με βήμα ταχύ έφθασε εκεί απ’ όπου είχε φύγει βιαστικά κι απερίσκεπτα. Τώρα δε ρίχνει ούτε μια ματιά πίσω του, στη γη της ξενιτειάς, της παράλογης ηδονής, φοβούμενος μην έχει την τύχη της συζύγου του Λωτ. Δίχως να χρειάζεται να θέσει μεσάζοντες, με μόνο το αντίτιμο της μετανοίας του, που ήταν ικανό από μόνο του να εξαγοράσει όλο το πατρικό έλεος, καταφθάνει. Η σκυθρωπότητα, τα δάκρυα, τα βαρυμένα μάτια του ήσαν συνήγοροι της ειλικρινούς μετανοίας του.
Ο ατίθασος, ανυπότακτος, απαιτητικός, προπέτης κι ανυπόμονος νέος γίνεται τώρα ένα σκουπίδι. Αυτός που δεν υπολόγιζε κανένα και δεν έδινε λόγο σε κανένα, τώρα αυτοκαταδικάζεται. Η μετάνοια ξαναθαυματούργησε. Αναγνωρίζει την έπαρση της αστοχίας του. Δεν τολμά ν’ ατενίσει στα μάτια τον Πατέρα του. Θεωρεί ανάξιο τον εαυτό του να είναι υιός εκείνου που η αγάπη του συνεχίζει να τιμά τον άτιμο. Τ’ αυθόρμητα λόγια του είναι του αυτού περιεχομένου με του Τελώνου και του Ληστή του συσταυρωθέντος με τον Χριστό. Έτσι αυτοαποκληρώνεται αυτοκατηγορούμενος. Δεν ντρέπεται, δεν δειλιά, δεν φοβάται, η μετάνοια τον επανέφερε εκεί απ’ όπου έπεσε κι ακόμη σε καλύτερη θέση, καθώς λέγει ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος περί των μετανοούντων. Καθαριζόμενος ο πρώην άσωτος γίνεται εκστατικός, αρχίζει φωτιζόμενος ν’ αγαπά, να βλέπει τον κόσμο διαφορετικά. Η αμαρτία είχε προχωρήσει το πλήγωμα αρκετά στην ψυχή του, αλλά είχε αφήσει το βάθος άθικτο, πολύτιμα στοιχεία της θείας ευγένειας και καταγωγής ήταν θαμμένα και ξεσκαλίστηκαν. Δεν φαίνονταν εύκολα, αλλά υπήρχαν.
Ο Πατέρας ενώπιον αυτής της ολάνοιχτης καρδιάς, θεωρεί ως μη διαπραχθέντα διόλου όλα τ’ ανομήματα του αγαπητού υιού του και του δίνει τη θέση που του ανήκε. Του φορά την πρώτη στολή, τον υποδύει, τον στολίζει και στρώνει πασχαλινή τράπεζα για την επάνοδό του, την ανάστασή του. Μόνο μια σκιά υπάρχει στη λαμπρή πανήγυρη· του πρεσβύτερου αδελφού, που αδυνατεί να παρακολουθήσει το μέγεθος της πατρικής δωρεάς ενώπιον της μετανοίας του αδελφού του.
Ο πρεσβύτερος αδελφός χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και μη το φωτεινό παράδειγμα της επιστροφής του αδελφού του μας κάνει να τον παραβλέψουμε. Είναι πρόσωπο συχνά επανεμφανιζόμενο εντός των χριστιανικών κοινοτήτων. Το πρόβλημά του είναι βαθύ, νομίζει ότι είναι βαθειά στους κόλπους τους πατρικούς κι η στάση του τον τοποθετεί πολύ μακρύτερα του τέρματος της αποστασίας του αδελφού του. Είναι ο αμετανόητος μετανοημένος. Έχει απωλέσει την ουσία της πνευματικής ζωής κι έχει κερδίσει το φρόνημα των εχόντων «ου κατ’ επίγνωσιν» ζήλο. Ζήλο άκαιρο, παράφορο και μανιώδη. Θεωρούν τον εαυτό τους αληθινό κι αλάνθαστο, επαιρόμενο στην ηθική τους, την ασφάλεια της εγκράτειάς τους. Συχνά οι αγώνες τους είναι πράγματι μεγάλοι κατά των εχθρών της πίστεως και των αμαρτωλών, τους οποίους κατακεραυνώνουν αλύπητα με βροντώδη κηρύγματα. Όμως όλα χάνουν τον μισθό τους, γιατί τα καταστρέφει η οίηση ότι είναι οι μόνοι άξιοι σωτηρίας, αφού σκανδαλίζονται στη μεγαλόδωρη αγάπη του πατέρα τους προς τους άσωτους, τους οποίους δεν δύνανται να παρακολουθήσουν όχι στην οδύνη τους, μα ούτε και στη μετάνοιά τους.
Δυστυχώς, στους πάντα υπάρχοντες στην ιστορία τέτοιους ζηλωτές διακρίνουμε τον φανατισμό, την τυπολατρεία, ακόμη και τη διατήρηση δικών τους τυπικών, τα οποία θέλουν να θέτουν και υπεράνω της Ιεράς Παραδόσεως. Είναι μεγάλο το κρίμα για όλους αυτούς, που βυθίζονται μέσα στο λιμάνι, με μια ψεύτικη αγιότητα και φθάνουν ν’ απατούν κι αγαθούς ανθρώπους. Συμβαίνει με τους ανθρώπους αυτούς να καταλαμβάνονται από ένα ισχυρό αίσθημα αυτάρκειας. Η αγανάκτηση και η οργή του αδελφού ενώπιον της πατρικής προσφοράς είναι η κρυφή αμετανοησία του, που φανερώνεται κατακρίνοντας τον αδελφό του και καταδικάζοντας τον πατέρα του. Η ευσπλαγχνία του πατέρα εκδηλούμενη στο νεώτερο δεν καταργούσε καθόλου την πάντα υπάρχουσα προς τον πρεσβύτερο. Αυτό είναι το περιεχόμενο της ψευδοαγιότητος του αδελφού, που δεν άντεξε στη δίκαιη χαρά της επανόδου ποιου; Του αδελφού του. Ο «δίκαιος» αδελφός επιθυμεί έναν πατέρα εκδικητικό, κριτή αυστηρότατο και τιμωρό αμείλικτο.
Ο παραλογισμός της μεγάλης ιδέας που έχει για τον εαυτό του, τον κάνει διδάσκαλο του Πατέρα του, του καθορίζει τη θέση του, τη στάση του, τι πρέπει να πράξει εκείνος κι όχι τι πρέπει να προσέξει ο ίδιος. Η μεγάλη του πλάνη τον κάνει να μιλά περί του εαυτού του με απαίτηση και δικαιώματα, σαν να μην τα ήξερε ο Πατέρας, να παραπονείται, να οργίζεται, να κατακρίνει τον αδελφό του, για να υπερυψώσει τον εαυτό του και να φανερώσει την αξία του. Στέκεται πιστεύοντας ότι από τα έργα του δικαιώνεται και υπάρχει μόνο απέναντι του άθλιου κατ’ αυτόν και οικτρού αδελφού του.
…………………………………………………………………………………...
Πάντως ο εύσπλαγχνος πατέρας του Ασώτου είναι ο ίδιος πατέρας και για τον ανώριμο μεγαλύτερο υιό του. Παρότι είναι παράλογη, κατανοεί την πίκρα του, τον δικαιολογεί τον αδικαιολόγητο, τον αντιμετωπίζει με αγάπη, εξέρχεται του οίκου και γι’ αυτόν, τον παρακαλεί να έλθει μέσα, να ευφρανθεί μαζί τους. Επιμένει όμως εκείνος και δεν θέλει να εισέλθει. Να έμεινε άραγε για πάντα έξω; Αυτός που πάντα ήταν μέσα; Μακάρι να εισήλθε κι αυτός ξανά. Η ευαγγελική περικοπή δεν αναφέρει την τύχη του. Αν δεν μετανόησε είναι σίγουρο πως έμεινε για πάντα έξω, φθειρόμενος από το σαράκι της ζήλειας, της περιέργειας και της αυτολατρείας. Έτσι φθάνουν ορισμένοι ερμηνευτές να μιλούν εύστοχα περί δύο ασώτων υιών. Θεωρούμε την ασωτία του πρεσβυτέρου αδελφού επικινδυνέστερη, ως υπουλώτερη και κρυφή.
Συχνά επαναλαμβανόμενο πρόσωπο στην ανθρώπινη ιστορία το πρόσωπο του Ασώτου. Μεγάλο μέρος της νεολαίας, αλλά και της υπόλοιπης ανθρωπότητος, θέλει να τον ακολουθεί στην ανταρσία του. Η παρουσία του Θεού ενοχλεί και καταπιέζει. Η εποχή δεν ανέχεται επ’ ουδενί τέτοιες επεμβάσεις και κουραστικές εξαρτήσεις. Θεωρεί τον Θεό δυνάστη, αφέντη, τιμωρό. Η νεολαία έχει μια δική της αντίληψη για την ελευθερία, που αν δεν είναι αναρχία κι ασυδοσία, πάντως τις εγγίζει. Η πραγματική ελευθερία όμως πάντα θα υπάρχει στην ενότητα, την κοινότητα, τον σύνδεσμο της αγάπης. Η αυτονομημένη συμπεριφορά του σύγχρονου ανθρώπου είναι το βασικό λάθος του και η αρχή της αμετανοησίας του στην έπαρση της αυτάρκειάς του.
Η απομάκρυνση από τον Θεό έχει τις συνέπειες της στη ζωή του ανθρώπου. Με τραυματισμένο πρόσωπο, με την ψυχή κενή, με το νου θολό, με το σώμα κουρασμένο, δεν έχει πού να κρυφθεί και να βασταχθεί. Η συνειδητοποίηση αυτού του κενού της αυτονομίας είναι το ξεκίνημα της οδού της μετανοίας, η σωτήρια επιστροφή στην Εκκλησία δια της αυτογνωσίας προς θεογνωσία"...