Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Ο ΑΓΙΟΣ  ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο  ΠΑΛΑΜΑΣ                    
                                                   

Δεν είναι τυχαίο και χωρίς βαθύτερη σημασία ότι μέσα στην περίοδο των ημερών της νηστείας παρεμβάλλεται η μνήμη ενός εκ μεγαλυτέρων Αγίων της Εκκλησίας, ενός θεολόγου και ομολογητή,του Οσίου Πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά.
Ο Γρηγόριος Παλαμάς (1296-1359)υπήρξε η μεγαλύτερη εκκλησιαστική φυσιογνωμία του 14ου αιώνα, που πέτυχε μια νέα θεολογική σύνθεση δικαιώνοντας πλήρως τον ησυχασμό.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από γονείς ευγενείς που διακρίνονταν για την ευσέβειά τους. σε ηλικία επτά χρόνων έχασε τον πατέρα του και ανέλαβε την προστασία του ο ίδιος ο αυτοκράτορας
Σπούδασε φιλοσοφία με καθηγητή το διάσημο φιλόσοφο Θεόδωρο Μετοχίτη, και ενώ προοριζόταν για λαμπρά αξιώματα, τον τράβηξε η ασκητική ζωή. Έγινε μοναχός και μόνασε στο Άγιο Όρος.
Εδώ για πρώτη φορά ο Γρηγόριος βρέθηκε αντιμέτωπος με το Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ο οποίος σε θεολογικές συζητήσεις στην Κωνσταντινούπολη με εκπροσώπους της Δυτικής Εκκλησίας υποστήριζε την αγνωστικιστική θεωρία, ότι δεν είναι δυνατό να μιλάει κανείς με βεβαιότητα για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος "εκ του Υιού", αφού η ουσία του Θεού είναι ακατάληπτη και ο νους αδυνατεί να εισχωρήσει σ' αυτήν. Η διαφωνία κορυφώθηκε, όταν αργότερα ο Βαρλαάμ επιτέθηκε και εναντίον των ησυχαστών.
Ο Γρηγόριος ως εκπρόσωπος των μοναχών απέκρουσε τις απόψεις του αντιπάλου του και η Σύνοδος του 1341 στην πρωτεύουσα επικύρωσε τις απόψεις του.
Στο μεταξύ πέθανε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Γ' αλλά παρά τις δοκιμασίες του ο Παλαμάς, περιέπεσε σε δυσμένεια και φυλακίστηκε, συνέχισε τον αγώνα κατά του Γρηγορίου Ακινδύνου, που πήρε τη θέση τού Βαρλαάμ ύστερα από την αποχώρηση του τελευταίου.
Μετά τη λήξη του εμφύλιου πολέμου μεταξύ, δηλαδή, του Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού και Ιωάννη Ε', ο Παλαμάς εκλέχτηκε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης 1347 και μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, η οποία καθυστέρησε λόγω της αντιδράσεως των Ζηλωτών, επιδίωξε τη συμφιλίωση των αντιμαχόμενων πολιτικών μερίδων και συνέχισε τον αγώνα κατά των Βαρλααμιτών με αντίπαλο τώρα το Νικηφόρο Γρηγορά.
Τον Ιούλιο του 1351 συγκλήθηκε νέα σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, που καταδίκασε όλους τους Βαρλααμίτες και ανύψωσε σε δόγμα τη διδασκαλία του Παλαμά συντάσσοντας μάλιστα και σχετικό Τόμο.
Σ' ένα ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους, αλλά απελευθερώθηκε ύστερα από καταβολή λύτρων.
Πέρα από τη μεγάλη συγγραφική του δράση και την καταπολέμηση της αίρεσης των Βαρλααμιτών, ο Παλαμάς ανέπτυξε επίσης πλούσιο κηρυκτικό και ποιμαντικό έργο.
Κοιμήθηκε το 1359 σε ηλικία 63 χρονών και πολύ γρήγορα ανακηρύχτηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Οι κεντρικές θέσεις της διδασκαλίας του είναι οι εξής:
1) Θεολογία: Ο Παλαμάς με βάση την πατερική παράδοση και την προσωπική του εμπειρία διατύπωσε τη θεολογία του ησυχασμού. Κατ' αυτόν υπάρχουν δύο σοφίες, η ανθρώπινη και η θεία, η φιλοσοφία και η θεολογία. Η πρώτη ικανοποιεί μερικώς την ανθρώπινη περιέργεια και δίνει κανόνες για την κοινωνική συμπεριφορά, η δεύτερη, που είναι ανώτερη, βοηθεί τον άνθρωπο στο να γνωρίσει το θεό και να επιτύχει τη σωτηρία του.
Είναι δυνατή η γνώση του Θεού; ο Βαρλαάμ και οι οπαδοί του θεωρούν τον Θεό ακατάληπτο. Αντίθετα ο Παλαμάς διακρίνοντας ουσία και ενέργεια στο Θεό, διδάσκει ότι ο Θεός είναι ταυτόχρονα καταληπτός και ακατάληπτος. Ακατάληπτος στην ουσία (υπερκειμένη θεότητα). Ο άνθρωπος με την πίστη, που είναι δύναμη υπερβατική, καθαίροντας λίγο λίγο τον εαυτό του ανεβαίνει στην πιο ψηλή βαθμίδα τελίωσης, τη θεοπτία.
2) Ανθρωπολογία: Ο άνθρωπος είναι κτίσμα της δημιουργικής ενέργειας του Θεού. Το σώμα είναι κατοικητήριο της ψυχής, η οποία ως ουσία αυτοτελής διαχέεται σ' ολόκληρο το σώμα και το ζωογονεί.
Ο άνθρωπος κάνοντας κακή χρήση του αυτεξουσίου έχασε τη μέθεξη και κοινωνία της δόξας του Θεού, που ισοδυναμεί με θάνατο πνευματικό. Απ-ό την πτώση αυτή ανόρθωσε τον άνθρωπο ο Υιός του Θεού με την ανάληψη της ανθρώπινης φύσης και την ανακαίνισή της. Η αναγέννηση του ανθρώπου συνελείται με το βάπτισμα και διατηρείται με το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας.
3) Πνευματική ζωή: Όλοι οι πιστοί μπορούν να γευθούν τη δωρεά των ακτίστων και θεοποιών ενεργειών του Θεού, ιδιαίτερα όμως εκείνοι που απομακρύνονται από τον κόσμο. Και το σώμα του ανθρώπου, λόγω του συνδέσμου του με την ψυχή, μετέχει και αυτό στην προσευχή. Με την αδιάλειπτη προσευχή και τη συνέλιξη του νού μέσα στον άνθρωπο, που οι αρχάριοι ησυχαστές πετυχαίνουν με μια ορισμένη τεχνική, ολόκληρος ο άνθρωπος καταυγάζεται από την άκτιστη και θεοποιό ενέργεια της χάριτος. Η μέθεξη αυτή οδηγεί στη θέωση. Ο άνθρωπος καθίσταται άναρχος και ατελεύτητος, χωρίς όμως σύγχυση ή ταύτιση των ουσιών, "όλως διόλου γινόμεθα θεοί χωρίς της κατ' ουσίαν ταυτότητος".

Πηγή: "Εκκλησιαστική γραμματολογία" Δ. Τσάμη, εκδ. Πουρναρά, 2001