Παρασκευή 29 Αυγούστου 2025

31 Αυγούστου: Kατάθεσις της Τιμίας Ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου

 

31 Αυγούστου, η Εκκλησία τιμά τη Θεοτόκο και οι πιστοί ζητούν τη χάρη Της, δια της προσκυνήσεως της Αγίας Ζώνης Της.

  • Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δορμπαράκης

 


«Ο υιός του μεγάλου Θεοδοσίου Αρκάδιος, αφού πήρε την τιμία Ζώνη της Υπεραγίας Θεοτόκου από τα Ιεροσόλυμα, που φυλασσόταν εκεί μέχρι τότε μαζί με την τιμία εσθήτα από κάποια παρθένο γυναίκα, και την έφερε στην Κωνσταντινούπολη, την κατέθεσε σε λαμπρή θήκη, την οποία ονόμασε Αγία Σορό. Πέρασαν από τότε τριακόσια δέκα χρόνια και ο Λέων ο βασιλιάς άνοιξε την Αγία αυτή Σορό, για χάρη της συζύγου του Ζωής, που ενοχλείτο από ακάθαρτο πνεύμα και που είχε γίνει άξια θείας οπτασίας, ότι, αν βάλουν την τιμία Ζώνη πάνω της, θα θεραπευτεί. Βρέθηκε λοιπόν η τιμία Ζώνη να λάμπει, σαν να μόλις είχε υφανθεί, και να έχει σφραγίδα με χρυσή βούλλα και κωδίκελλο (δηλαδή σύντομο υπόμνημα), που έλεγε με λεπτομέρεια τον χρόνο, την ινδικτιώνα και την ημέρα, κατά την οποία προσκομίσθηκε η αγία Ζώνη στην Κωνσταντινούπολη, και πώς τοποθετήθηκε μέσα στη θήκη από τα χέρια του βασιλιά, η οποία σφραγίστηκε από αυτόν. Αυτήν (την τιμία Ζώνη) τότε ο βασιλιάς Λέων την ασπάστηκε και διά της χειρός του Πατριάρχη εκείνης της εποχής, την άπλωσε πάνω από τη βασίλισσα, οπότε και η Αγία Ζώνη την ελευθέρωσε από το νόσημά της. Τότε όλοι, αφού δόξασαν τον Σωτήρα Χριστό και απέδωσαν ευχαριστήριους ύμνους στην Πάναγνο Μητέρα Του, κατέθεσαν την αγία Ζώνη στην Αγία Σορό, στην οποία και προϋπήρχε».

Ο μήνας Αύγουστος είναι πράγματι ο μήνας της Υπεραγίας Θεοτόκου. Όχι μόνον γιατί καταυγάζεται από την ένδοξη Κοίμηση και Μετάστασή Της στα χέρια του Κυρίου και Θεού της, αλλά και για την εορτή της καταθέσεως της τιμίας Ζώνης της. Οι δύο αυτές εορτές, οι οποίες σφραγίζουν τον μήνα, η μεν πρώτη το πρώτο ήμισυ (15 Αυγούστου), η δε δεύτερη το δεύτερο (31 Αυγούστου), δεν θεωρούνται ξεχωριστά από την Εκκλησία μας, αλλά συνάπτονται και συν- ορώνται ως κάτι το ενιαίο. Και διότι αναφέρονται και οι δύο στο πάντιμο πρόσωπο της Θεοτόκου, και διότι η δεύτερη, μολονότι επιφανειακά είναι κάτι διαφορετικό από την Κοίμηση, αποτελεί επιβεβαίωση της πίστεως της Εκκλησίας για τη συνεχή παρουσία της Παναγίας στον κόσμο μας, ως σκέπης, προστασίας και ασφάλειάς μας. Με άλλα λόγια, ό,τι εξαγγέλλει το απολυτίκιο της Κοιμήσεως: «εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε», το βλέπουμε να πραγματοποιείται στη σημερινή εορτή: η Παναγία μας μάς άφησε τη Ζώνη της και την εσθήτα της, ως μία αδιάκοπη υπενθύμισή της,  αλλά και αισθητή παρουσία της μέσα από δικά της αντικείμενα.

Η παραπάνω εκτίμηση της συν-όρασης των δύο εορτών,  δηλαδή κατά κάποιο τρόπο της υπόσχεσης και της υλοποίησης, δεν είναι αυθαίρετη ούτε καρπός ενός αφαιρετικού συλλογισμού. Συνιστά πεποίθηση της Εκκλησίας, η οποία το ζει και το υμνολογεί στην ακολουθία της ημέρας (ωδή δ΄): «Ήρθης προς φως άδυτον μεταχωρήσασα. Έλιπες δε τοις σε μακαρίζουσιν, αντί του σώματός σου Αγνή, την τιμίαν Ζώνην». Δηλαδή: Αναχώρησες από τον κόσμο αυτό και ανέβηκες (με την κοίμησή σου) στο παντοτινό φως (της Βασιλείας του Υιού σου), Αγνή, άφησες όμως σε μας που σε μακαρίζουμε, αντί του σώματός σου, την τιμία (σου) Ζώνη. Και αλλού (ωδή ζ΄ ): «Η πάντων βασίλισσα προς ουρανίους σκηνάς απαίρουσα, καταλέλοιπεν όλβον, τη βασιλίδι πασών των πόλεων, την ταύτης Ζώνην». Δηλαδή: Η βασίλισσα όλων (η Θεοτόκος), καθώς ανέρχεται στις ουράνιες σκηνές, άφησε θησαυρό στη βασίλισσα των πόλεων (την Κωνσταντινούπολη), τη Ζώνη της.

Ποια η αιτία της σχεδόν ταυτίσεως της Ζώνης (αλλά και της εσθήτος) της Παναγίας με την ίδια την Παναγία; Βεβαίως, κατά πρώτον, το γεγονός ότι την φορούσε Εκείνη, η οποία είχε τόση χάρη και περίσσια χάρης Θεού, ώστε μεταγγιζόταν η χάρη αυτή και στα ρούχα της και σε όλα τα αντικείμενά της. «Την τιμίαν σου Ζώνην, τιμητικώς άπαντες…περιπτυσσόμεθα, τιμήν υπάρχουσαν, πάντων πιστών, Θεοτόκε, ως τω υπερτίμω σοτυ, ψαύσασα σώματι». Όλοι ανεξαιρέτως αγκαλιάζουμε με τιμή την τιμία σου Ζώνη, που είναι η τιμή όλων των πιστών, διότι άγγιξε το υπέρτιμο σώμα σου. «Τιμήσωμεν οι πιστοί, ως συναφείας προς Θεόν σύνδεσμον, την της Αγνής σήμερον Ζώνην, και πιστώς προσκυνήσωμεν». Ας τιμήσουμε σήμερα οι πιστοί τη Ζώνη της Αγνής (Θεοτόκου), σαν σύνδεσμο σχέσεως προς τον Θεό, και ας την προσκυνήσουμε με πίστη.

Κι είναι γνωστή η διδασκαλία της Εκκλησίας μας επ’  αυτού: τα υλικά πράγματα αγιάζονται από τον άγιο που τα έχει –  κάτι που δικαιολογεί τη γενική τιμή των αντικειμένων όλων των αγίων, πολύ περισσότερο των ιερών λειψάνων τους – όπως το επισημαίνουμε μεταξύ των άλλων και στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, κατά την οποία και τα ενδύματά Του έλαμψαν κι έγιναν πιο λευκά και από το χιόνι, αλλά και σε άλλα περιστατικά από την αγία ζωή Του, που και το άγγιγμα των ενδυμάτων Του έφερε ως αποτέλεσμα τη θεραπεία από όλες τις ασθένειες (π.χ. το περιστατικό με την αιμορροούσα γυναίκα). Κι είναι τούτο μία κραυγαλέα διακήρυξη του πόσο και η ύλη εξαγιάζεται με τον ερχομό του Χριστού, μετέχοντας και αυτή στη διαδικασία σωτηρίας του ανθρώπου. Πρόκειται για έναν υλισμό της Εκκλησίας, όπως έχει τονιστεί, που υπερβαίνει οποιοδήποτε δυαλισμό που δαιμονοποιεί την ύλη και καταρρίπτει οποιοδήποτε μύθο περί πνευματοκρατίας και ιδεολογίας της χριστιανικής πίστεως. Ο Χριστός σώζει ολόκληρο τον άνθρωπο, με την ψυχή και το σώμα του, και μαζί με αυτόν ολόκληρη τη δημιουργία.

Ο υμνογράφος όμως, ως στόμα της Εκκλησίας, φρίττοντας μπροστά στο μυστήριο που περικλείει, αναφέρει και άλλον λόγο για την τιμή της αγίας Ζώνης, πέραν της ψαύσεως του αγίου σώματος της Παναγίας: την ψαύση, κατά κάποιον τρόπο, και του σώματος του ίδιου του Χριστού. Πώς; Ζωσμένη η Παναγία την εν κυήσει κοιλιά της με τη ζώνη της, έζωνε κατ’  επέκταση και τον Υιό και Θεό της. «Η ση, άχραντε Δέσποινα, σεβασμία και τιμία σορός, Ζώνην κατέχει την αυτόν, τον νομοθέτην εν σοι, συγκατασχούσαν. Φρικτόν το μυστήριον!» Άχραντε Δέσποινα, η σεβάσμια και τίμια σορός σου κατέχει τη Ζώνη σου, η οποία συγκρατούσε τον ίδιο τον νομοθέτη (Θεό) μέσα στη μήτρα σου. Φρίττουμε για το μυστήριο! Γι’  αυτό και ο ποιητής λαμβάνει αφορμή, με την εορτή, για να εξαγγείλει όχι μόνον όλες τις χαρές που προχέονται από τα άγια αντικείμενα της Παναγίας, όπως συνέβη και με τη βασίλισσα Ζωή, αλλά και το ύψος της αγιότητας Εκείνης.

Ως καλός θεολόγος μάλιστα και γνώστης όλης της θείας οικονομίας βλέπει στο πρόσωπο της Θεοτόκου να πραγματοποιούνται όλες οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης περί του Ιησού Χριστού ως Λυτρωτή του κόσμου. Η Παναγία δηλαδή αποτελεί Εκείνην την οποία προτυπώνουν, για παράδειγμα, ο Παράδεισος της Εδέμ, η Θεία Νεφέλη που περιέσκεπε τους Ισραηλίτες στην έρημο, η Κιβωτός της Διαθήκης με τις πλάκες του Νόμου, η ράβδος του Ααρών που βλάστησε, η στάμνα με το μάννα. Αλλά και από την άλλη εξαγγέλλει ότι για να δει κανείς και πολύ περισσότερο να γευτεί τις χάρες και τα θαυμάσια που σαν ποταμοί ρέουν από τη Ζώνη της Θεοτόκου, απαιτείται η πίστη του ανθρώπου, ο ένθεος πόθος του για την Παναγία, η διάθεσή του για μετάνοια. «Πιστώς προσκυνήσωμεν» (ας προσκυνήσουμε με πίστη) είναι η διαρκής προτροπή του, «η τιμία Ζώνη σου, πανύμνητε, γέγονε μεγίστης εορτής, Θεοτόκε, τοις θερμώς σε ποθούσιν υπόθεσις» (η τιμία Ζώνη σου, πανύμνητε Θεοτόκε, έγινε υπόθεση μεγίστης εορτής γι’  αυτούς που σε ποθούν θερμά)  είναι η διαπίστωσή του, «φιλίας με  δολίας της των παθών, και εχθρού καθ’  εκάστην πειράζοντος…τω σω προσπεφευγότα ελέει διά τάχους, ως συμπαθής Αγνή απάλλαξον» (καθώς με πειράζει η δόλια φιλία των παθών μου και καθημερινά ο εχθρός διάβολος… απάλλαξέ με λόγω της αγάπης σου, Αγνή, γρήγορα, εμένα που προσφεύγω στο έλεός σου) είναι η σεμνή και ταπεινή προσευχή του.

 

(pgdorbas.blogspot.com)

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2025

ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΑΓΙΟΥ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ

Εὐλογήσαντος τοῦ ἱερέως ἀρχόμεθα ἀναγινώσκοντες τὸν ΡΜΒ΄ (142) Ψαλμόν.

Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου· καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος· καὶ ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι. Ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμά μου· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστὸν ποίησόν μου τὸ πρωὶ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοί ἤλπισα· γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου· ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρὸς σὲ κατέφυγον. Δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου· τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ. Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις με, ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου· καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλός σου εἰμι.

Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος α΄. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος β΄. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με καὶ τὸ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος γ΄. Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Εἶτα τὸ τροπάριον·


Ἦχος δ΄ . Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῷ τοῦ Σωτῆρος εὐκλεεῖ ἀθλοφόρῳ, καὶ τῶν Ῥοδίων ἀκραιφνεῖ πολιούχῳ, ἀπὸ ψυχῆς προσπέσωμεν κραυγάζοντες· ἅγιε Φανούριε, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης, λύτρωσαι τοὺς δούλους σου, τοὺς τιμῶντάς σε πόθῳ, σὺ γὰρ θεόθεν δέδοσαι ἡμῖν, θεῖος προστάτης, καὶ φύλαξ σωτήριος.

Δόξα. Καὶ νῦν.
Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσομέν ποτε, Θεοτόκε, τὰς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι. Εἰ μὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τίς δὲ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ σοῦ· σοὺς γὰρ δούλους σῴζεις ἀεὶ ἐκ παντοίων δεινῶν.

Ὁ Ψαλμὸς Ν´(50)
Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἐλεός σου, καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου· ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός. Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι· πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. Ῥῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου. Κύριε τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἂν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσίᾳ τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ· τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα· τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.

Καὶ ὁ κανών οὗ ἡ ἀκροστιχὶς·
Φρούρει με ταῖς σαῖς Φανούριε πρεσβείαις.

ᾨδὴ α΄. Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγρὰν διοδεύσας.
Φωνῆς στεναγμοῦ μου ὡς συμπαθής, Φανούριε μάρτυς, ἐνωτίσθητι εὐμενῶς,  καὶ λῦσον παθῶν τὴν καταιγίδα, τὴν ἐπελθοῦσαν δεινῶς τῇ καρδίᾳ μου.

Ῥανίσι τῶν θείων σου πρεσβειῶν, ψυχῆς μου τὰ ἕλκη, ἐναπόπλυνον Ἀθλητά, καὶ σβέσον τοῦ σώματος τὴν νόσον, ταῖς ἐπομβρίαις τῆς σῆς ἀντιλήψεως.

Ὁλόσωμον δέδεγμαι τὴν πληγήν, ἐχθροῦ ταῖς βολίσι, καὶ νενέκρωμαι τὴν ψυχήν, σὺ οὖν θεραπεύεις με Μάρτυς, πρὸς ζωηφόρους ὁδοὺς κατευθύνων με.

Ὑπάρχων ἀνάπλεῳς φωτισμοῦ, Φανούριε μάρτυς, ὡς διάκονος τοῦ φωτός, νοός μου ἀπέλασον τὸ σκότος, καὶ ἀρετῶν τῷ φωτί με καταύγασαν.

Θεοτοκίον.
Ῥημάτων ἐξεπλήρωσας νομικῶν, ὠράθης Παρθένε, ὡς γεννήσασα τὸν Θεόν, τὸν πάλαι λαλήσαντα ἐν νόμῳ, δι’ αἰνιγμάτων καὶ τύπων Πανάμωμε.

ᾨδὴ γ΄. Οὐρανίας ἁψῖδος.
Ἐμπεσὼν τῷ πελάγει, τῶν πειρασμῶν ἔνδοξε, τῷ τῆς ἀπωλείας πυθμένι, ἤδη καθέλκομαι, σὺ μὲ κυβέρνησον, πρὸς σωτηρίας λιμένα, οἶα κυβερνήτης μου, σοφὲ πανάριστος.

Ἱλασμὸς γενηθήτω, καὶ τῶν κακῶν λύτρωσις, ἡ μαρτυρικῇ σου πρεσβεῖα, μάρτυς Φανούριε, τοῖς προσιοῦσί σοι, καὶ ὁλικῶς ἀφορῶσι, πρὸς τὴν ὀξυτάτην σου, Μάκαρ προμήθειαν.

Μαρτυρίου τὴν τρίβον, πανευκλεὼς ὥδευσας, ὅθεν πρὸς ὁδὸν μαρτυρίου, τοῦ σὲ δοξάσαντος, κᾀμὲ ὁδήγησον, τὸν ἐν αἱρέσεσι Μάρτυς, πάσης παραβάσεως, περιπλανόμενον.

Θεοτοκίον.
Ἐπουράνιε πύλη, δι’ ᾗς ἡμῖν ἔλαμψεν, ὁ Δημιουργὸς τῶν ἁπάντων, καθάπερ ἄνθρωπος, πύλας μοι ἄνοιξον, τῆς ἀληθοῦς μετανοίας, καὶ πυλῶν με λύτρωσαι, τοῦ ᾅδου Δέσποινα.

Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων τοὺς δούλους σου Ἀθλοφόρε, ὅτι πάντες τῇ σῇ πρεσβεῖα προστρέχομεν, ἵνα ῥυσθῶμεν Φανούριε πάσης βλάβης.

Ἐπίβλεψον, ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν, καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.

Αἴτησις καὶ τὸ Κάθισμα.
Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.
Πλεόντων σωτήρ, ἀδικουμένων σύμμαχος, πενθούντων χαρᾷ καὶ αἰχμαλώτων λύτρωσις, δεικνύμενος Φανούριε, ὡς ταχὺς Ὀρθοδόξων ἐπίκουρος, μὴ διαλίπῃς ἀτρώτους τηρεῖν, ἐκ τῶν βελῶν τοῦ ἀλάστορος τοὺς δούλους σου.

ᾨδὴ δ΄. Εἰσακήκοα Κύριε.
Τὴν λιθώδη καρδίαν μου, καὶ πεπωρωμένην ψυχὴν κατάνυξον, ὁ τῶν λίθων τὰ προσκρούματα, Μάρτυς ὑπομείνας ὥσπερ ἄσαρκος.

Ἀναβλύζεις ἑκάστοτε, τὰ τῶν ἰαμάτων θείᾳ χαρίσματα, τοῖς προστρέχσυσι τῇ σκέπῃ σου, καὶ τῶν νοσημάτων ἐξαιρεῖς καύσωνα.

Ἰατήριον ἄμισθον, τοῖς ἐν ἀσθενείαις γενοῦ Φανούριε, καὶ τοῖς πάσχουσιν ἀντίληψις, καὶ τοῖς αἰχμαλώτοις ἀπολύτρωσις.

Σωτηρίας ἱμάτιον, ἐν τῇ ἀπεκδύσει σαρκὸς ἠμφίεσαι, ὅθεν ἐνδῦσον Φανούριε, τὴν γεγυμνωμένην ψυχὴν μου χάριτι.

Θεοτοκίον.
Στάμνος ἔμψυχος πέφηνας, τῆς ζωῆς τὸ μάννα κόσμῳ πηγάσασα, τὸν ζωώσαντα τὸν ἄνθρωπον, καὶ τὴν ἁμαρτίαν θανατώσαντα.

ᾨδὴ ε΄. Φώτισον ἡμᾶς.
Ἄνωθεν ἡμᾶς, ἐποπτεύεις ἐκλυτρούμενος, ἐκ παντοίων ἀναγκῶν καὶ συμφορῶν, τοὺς ἐν πίστει εὐφημοῦντάς σε Φανούριε.

Ἰλεῶν ἡμῖν, τῇ ἐνθέρμῳ μεσιτείᾳ σου, τοῦ ἐλέους Ἀθλητὰ τὸν θελητήν, ἀπεργάζου τοῖς ἀφρόνως ἁμαρτάνουσι.

Σώματος πληγάς, ἐνεγκὼν στεῤῥῶς Φανούριε, ἰατρεύεις τῶν σωμάτων καὶ ψυχῶν, ἀῤῥωστίας καὶ ὀδύνας Θείῳ Πνεύματι.

Θεοτοκίον.
Φέγγος ἀστραπῆς, τοῦ υἱοῦ σου Κόρη ἔλαμψε, τοὺς ἐν σκότει καθημένους καὶ σκιᾶ, καὶ ζωῆς τὰς φωταυγείας ἐδωρήσατο.

ᾨδὴ ς΄. Τὴν δέησιν ἐκχεώ.
Ἀνάγκας σου, τῆς ψυχῆς τὸν ἔρωτα, ὡς λαμπάδα πρὸς Χριστὸν Ἀθλοφόρε, καταναλίσκεις τῆς πλάνης τὴν ὕλην, καὶ καταθάλπεις πιστῶν τὰ φρονήματα, δὶς κατάφλεξον κᾀμοῦ, τὰ σαθρᾷ καὶ γεώδη νοήματα.

Νεκρώσεως, τῷ καρπῶ ἐζώγρημαι, καὶ τοῦ θείου ἀπεῤῥίφθην νυμφῶνος, τὰ τῆς φθορᾶς περικείμενος φύλλα, καὶ τοῦ θανάτου προφέρων τὴν ἄκανθαν, σὺ οὖν με ζώωσον σοφέ, καὶ τῆς πρώην με δόξης ἀξίωσον.

Ὁλόκληρον, σεαυτὸν προσήγαγες, τῷ Δεσπότῃ προσφορὰν καὶ θυσίαν, ὅθεν κᾀμὲ ἐνδυνάμωσον Μάρτυς, αὐτῷ λατρεῦσαι ὁσίως Φανούριε, καὶ θῦσαι τούτῳ καθαρῶς, καθαρᾶς πολιτείας ἀκρότητα.

Θεοτοκίον.
Ὑψαύχενα, δυσμενῆ ὑποτάξαν, ταῖς ποσὶν ἡμῶν Πανάμωμε κόρη, ἡ τὴν πεσοῦσαν ὑψώσασα φύσιν, τῇ ὑψηλὴ καὶ ἀῤῥήτῳ κυήσει σου, καὶ ταπεινώσασα ἐχθροῦ, ἐπηρμένου μετέωρον φρόνημα.

Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων τοὺς δούλους σου Ἀθλοφόρε, ὅτι πάντες τῇ σῇ πρεσβείαις προστρέχομεν, ἵνα ῥυσθῶμεν Φανούριε πάσης βλάβης.

Ἄχραντε, ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικὴν παῤῥησίαν.

Αἴτησις καὶ τὸ Κοντάκιον.
Ἦχος β΄. Προστασία τῶν Χριστιανῶν.
Ὑπερήφανον ὄμμα κατέβαλες, τῇ γενναίᾳ ἀθλήσει σου ἔνδοξε, ἐξ οὖ ἀπάλλαξον καὶ ἡμᾶς, τῆς ἐνεργείας Ἀθλητά, ἵνα ἡσύχην ζωήν, ἐν ὁμονοίᾳ ἀγαστῇ, οἱ βοῶντες διάγωμεν· πληρῶσον τὰς αἰτήσεις, καὶ ἐμπλῆσον εὐφροσύνης, τοὺς προσιόντάς σοι πιστῶς, ὦ Φανούριε πανθαύμαστε.

Καὶ εὐθὺς τὸ Προκείμενον.
Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει, καὶ ὡσεὶ κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται.
Στίχος. Πεφυτευμένος ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐξανθήσουσιν.

Εὐαγγέλιον.
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον.
(Κεφ. ι΄ 32 – 36 καὶ ια΄ 1).

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. Ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ· Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς διατάσσων τοῖς δώδεκα μαθηταῖς αὐτοῦ μετέβη ἐκεῖθεν τοῦ διδάσκειν καὶ κηρύσσειν ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτῶν.

Δόξα.
Ταῖς τοῦ Ἀθλοφόρου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Καὶ νῦν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχος. Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.
Καὶ τὸ Προσόμιον.
Ἦχος πλ. β΄. Ὀλὴν ἀποθέμενοι.
Ῥόδον ὡς μυρίπνοον, καὶ θησαυρὸς ζωηφόρος ἐν Ῥόδῳ κρυπτόμενος, Μάρτυς πεφανέρωσαι τοῖς ἱκέταις σου, καὶ ζωῆς ἐμπνεύσας, τὰς ὀσμὰς ἐν κόσμῳ, καὶ ὀσμὴν θανάτου ἤλασας, καὶ ἀπεδίωξας, τὰς δυσώδεις νόσους Φανούριε, ὢν περ τῆς λύμης λύτρωσαι, τοὺς σοὶ προσιόντας ἐκ πίστεως, πάσης ἐπηρείας, καὶ βλάβης καὶ μανίας ἀπηνοῦς, διαφυλάττων μακάριε, τοὺς προσκαλουμένους σε.

Σῶσον ὁ Θεός, τὸν λαόν σου.

ᾨδὴ ζ΄. Παῖδες Ἑβραίων.
Ῥείθροις τῶν θείων σου θαυμάτων, ἀποξήρανον βυθὸν τῶν παθημάτων, καὶ πρὸς Ὕδωρ τροφῆς, ἐξ αὐχμηρᾶς ἐρήμου, ὁδηγῆσαν Φανούριε, τοὺς πιστῶς σε ἀνυμνοῦντας.

Ἴδοιμι ὥρα τῆς ἀνάγκης, σὲ συλλήπτορα καὶ θεῖον ἀρωγόν μου, τὰ λυποῦντα ταχύ, σκεδάζοντα παμμάκαρ, καὶ θείαν μοι δωρούμενον, λύτρωσιν καὶ εὐφροσύνην.

Ἔλαμψας Μάρτυς ἐν τῇ Ῥόδῳ, ὡς νεόφωτον καὶ φωτοφόρον ἄστρον, ἰαμάτων αὐγάς, καὶ φέγγος χαρισμάτων, ἀστράπτον τοῖς καθεύδουσιν, ἐν τῷ σκότει τῆς ἀπάτης.

Θεοτοκίον.
Πῖον καὶ σύσκιον ὡράθης, καὶ ἀλάξευτον καὶ φωτοφόρον ὄρος, οἷς ἐν τύποις ποτέ, ἐλάλησεν ὁ λόγος, ὧν βλέποντες τὴν ἔκτασιν, εὐφημοῦμέν σε Παρθένε.

ᾨδὴ η΄. Τὸν ἐν Ὄρει ἁγίῳ.
Ῥυπτικῇ σου πρεσβεῖα ἐκκαθαίρεις, τῶν ψυχῶν τὰς οὐλάς, καὶ καρδιῶν τὰ βάρη, καὶ ἀλγηδόνας παύεις τὰς τοῦ σώματος, καὶ βραβεύεις πᾶσι, κατ’ ἄμφω εὐρωστίαν Φανούριε, θεόφρον.

Ἐν καμίνῳ βληθεὶς οὐ κατεφλέχθης, τῆς ζωῆς γὰρ ὡς πῦρ, ἐκέκτησο τὸ Ὕδωρ, ἄλλα κᾀμοῦ κατάφλεξον Φανούριε, τὰς δεινὰς προλήψεις καὶ τὰς ἐνθυμήσεις, ὥσπερ ἀγροῦ καλάμην.

Στρατευθεὶς τῷ καλέσαντι σε λόγῳ ἠγωνίσω λαμπρῶς, κατὰ τῆς ἀνομίας, ὅθεν κᾀμὲ τῆς κλήσεως ἡ κέκλημαι, ἄξιον ἐργάτην, ἀνάδειξον παμμάκαρ, εὐχαῖς σου εὐπροσδέκτοις.

Θεοτοκίον.
Βασιλείας οἰκήτορας με δεῖξον, τῆς ἀλήκτου Ἁγνή, ὡς τέξασα ἀσπόρως, τὸν Βασιλέα πάντων καὶ Δεσπόζοντα, οὗ ἡ βασιλεία, βασιλεία πύλη, ἁπάντων τῶν αἰώνων.

ᾨδὴ θ΄. Ἐξέστη ἐπὶ τούτῳ.
Ἐλαίω τῶν ἀγώνων σου Ἀθλητᾶ, ἰλαρύνεις ἡμῶν τὴν διάνοιαν, καὶ ψυχικά, ἕλκη τε καὶ μώλωπας χαλεπούς, ἀνακαθαίρεις πάντοτε, καὶ τὰ τῶν σωμάτων ὀδυνηρᾷ, νοσήματα ἴασαι, ὡς χάριν κεκτημένος, παρὰ Θεοῦ μάρτυς Φανούριε.

Ἰσχύι ἀριστεύσας παντουργικῇ, τοῦ ἐχθροῦ εἰς ἀνίσχυρον φρύαγμα, τὸ καθ’ ἡμῶν, σβέσον Ἀθλοφόρε ὁλοσχερῶς, καὶ σθένος καὶ κραταίωμα, καὶ ἰσχύος πύργος διαπαντός, γενοῦ τοῖς σοῖς ἱκέταις, Φανούριε παμμάκαρ, τῶν ἀθλοφόρων ἐγκαλλώπισμα.

Ἀκοίμητος προστάτης καὶ ἀρωγός, ἀντιλήπτωρ γενοῦ καὶ ὑπέρμαχος, καὶ βοηθός, τοῖς προσκαλουμένοις εἰλικρινῶς, τὸ ἱερόν σου ὄνομα, Μάρτυς ἀθλοφόρε θαυματουργέ, ἐξ ἔριδος καὶ φθόνου, ἀπάτης τε καὶ δόλου, ἡμᾶς ῥυόμενος Φανούριε.

Ἰλύος κᾀμὲ ὕψωσον ἐμπαθοῦς, καὶ πίκρας συνηθείας Φανούριε, ἡ ἐκ παιδός, εἴκων ἐγεώργησα τοὺς καρπούς, τῆς ἁμαρτίας Ἅγιε, ψυχῇ τε καὶ σώματι ῥὐπωθεῖς, μὴ με παρίδῃς Μάρτυς, σὺ γὰρ τῶν ἐν ἀνάγκαις, ὁ ἑτοιμότατος ἐπίκουρος.

Θεοτοκίον.
Σκηνῇ ἡ πολυώνυμος τοῦ Θεοῦ, ἡ περίδοξος πόλις τοῦ Κτίσαντος, ἐν ἧ Χριστός, εἴργασται θαυμάσια φοβερᾷ, τὸν γὰρ Ἀδὰμ ἀνέλαβε, τοῦτον ἀναπλάσας ἐκ τῆς ἀρᾶς, σῦ εἶ Παρθενομῆτορ, διὸ μὴ στερηθείην, τῆς προστασίας σου ὁ ἄθλιος.

Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον σὲ μεγαλύνομεν.

Καὶ τὰ παρόντα Μεγαλυνάρια,
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ἡ καλλονῇ, καὶ τῶν ἰαμάτων ὁ χειμάῤῥους ὁ δαψιλῆς, χαίροις τῶν Ῥοδίων, ὁ μέγας πολιοῦχος, Φανούριε ἀξίως ἀντιδεδόξασαι.

Τὶς τῶν πταισμάτων σου τὴν πληθύν, ἐξείπῃ ἀξίως καὶ τῶν πόνων τὸ καρτεράν, σὺ γὰρ τῶν βασάνων τὰ εἴδη καθυπέστης, ὡς ἄσαρκος νεκρώσας τὸν παναλάστορα.

Ὡς ἄστρον ἐν Ῥόδῳ ἀρτιφανές, Φανούριε ὤφθης, εἶ καὶ ἤθλησας πρὸ πολλοῦ, καὶ καταφωτίζεις πιστῶν τὰς διανοίας, βολαῖς τῶν σῶν ἀπείρων θαυμάτων ἔνδοξε.

Πυρὸς ἀκμαιότερος ἀληθῶς, καὶ σιδήρου Μάρτυς, εὐτονώτερος ὁραθείς, τὴν οἰκονομίαν ἐτράνωσας τοῦ λόγου, τοῖς ἔργοις βεβαιώσας ὁ ἀνεκήρυξας.

Πάντας τοὺς προστρέχοντας εὐλαβῶς, τῷ σεπτῷ ναῷ σου, καὶ αἰτοῦντας ἀπὸ ψυχῆς, λύσιν ὀφλημάτων, καὶ ῥῶσιν καὶ ὑγίειαν, μὴ παύσῃ ἐποπτεύων, παραμυθούμενος.

Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.

Τὸ Τρισάγιον
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (Τρίς).
Δόξα Πατρί, καὶ Υἱῷ, καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι,
καὶ νῦν, καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς· Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τὰς ἀνομίας ἡμῖν· Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καὶ ἴασαι τὰς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.

Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον.
Δόξα Πατρί, καὶ Υἱῷ, καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι,
καὶ νῦν, καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον· καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Καὶ τὰ Τροπάρια ταῦτα. Ἦχος πλ. β΄.
Ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πάσης γὰρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην σοι τὴν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοὶ προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.

Δόξα.
Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπὶ σοὶ γὰρ πεποίθαμεν. Μὴ ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα, μηδὲ μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν. Ἀλλ’ ἐπίβλεψον καὶ νῦν ὡς εὔσπλαχνος καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἡμῶν καὶ ἡμεῖς λαός σου, πάντες ἔργα χειρῶν σου καὶ τὸ ὄνομά σου ἐπικεκλήμεθα.

Καὶ νῦν.
Τῆς εὐσπλαγχνίας τὴν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς σὲ μὴ ἀστοχήσομεν, ῥυσθείημεν διὰ σοῦ τῶν περιστάσεων, σὺ γὰρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.

Καὶ τὸ ἑξῆς Τροπάριον. Ἦχος δ΄. Βασίλειον διάδημα.
Οὐράνιον ἐφύμνιον ἐν γῇ τελεῖται λαμπρῶς, ἐπίγειον πανήγυριν νῦν ἑορτάζει φαιδρῶς, Ἀγγέλων πολίτευμα, ἄνωθεν ὑμνῳδίαις, εὐφημοῦσι τοὺς ἄθλους, κάτωθεν Ἐκκλησία, τὴν οὐράνιον δόξαν, ἣν εὗρες πόνοις καὶ ἄθλοις τοῖς σοῖς, Φανούριε, ἔνδοξε.

Ἐκτενὴς καὶ Ἀπόλυσις, μεθ’ ἣν ψάλλομεν τὰ ἑξῆς·

Ἦχος β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Ὤφθης ὥσπερ λύχνος φαεινός, Μάρτυς έναθλήσας νομίμως, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅθεν σου δεόμεθα, μακρὰν ἀπέλασον, ἐξ ἡμῶν ταῖς πρεσβείαις σου, παθῶν τὴν ὀμίχλην, καὶ τῶν περιστάσεων, πικρὰν σκοτόμαιναν, φέγγος δὲ ἀνάτειλον πᾶσι, θείας θυμηδίας καὶ δόξης, ἀξιομακάριστε Φανούριε.

Δέσποινα πρόσδεξαι, τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.

Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν,
Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Ἀμήν.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2025

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ




Του Ιωάννου Φουντούλη, Καθηγητού Πανεπιστημίου


Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, πού εορτάζει στις 15 Αυγούστου ο χριστιανικός κόσμος, είναι η μεγαλυτέρα από τις εορτές που καθιέρωσε η Εκκλησία προς τιμήν της Μητρός του Κυρίου, τις θεομητορικές εορτές. Ίσως είναι και η παλαιοτέρα από όλες. Τις πρώτες μαρτυρίες έχουμε γι’ αυτήν κατά τον Ε΄αιώνα, γύρω στην εποχή που συνεκλήθη η Γ΄Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου (451), που καθώρισε το θεομητορικό δόγμα και έγινε αιτία να αναπτυχθή η τιμή στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Για πρώτη φορά φαίνεται ότι συνεστήθη στα Ιεροσόλυμα την 13 Αυγούστου και λίγο αργότερα μετετέθη στις 15 του ιδίου μηνός. Είχε δε γενικώτερο θεομητορικό χαρακτήρα, χωρίς ειδική αναφορά στο γεγονός της Κοιμήσεως. Ωνομάζετο “ημέρα της Θεοτόκου Μαρίας”. Κέντρο του πανηγυρισμού αναφέρεται στην αρχή ένα “Κάθισμα”, ναός επ’ ονόματί της, που ευρίσκετο έξω από τα Ιεροσόλυμα στο τρίτο μίλιο της οδού που οδηγούσε στην Βηθλεέμ. Η σύνδεση της εορτής αυτής προς την Κοίμηση της Θεοτόκου έγινε στον περίφημο ναό της Παναγίας που βρισκόταν στην Γεθσημανή, το “ευκτήριο του Μαυρικίου”, όπου υπήρχε και ο τάφος της. Αυτός ο ναός πολύ σύντομα πήρε τον χαρακτήρα του μεγαλύτερου θεομητορικού προσκυνήματος και η ακτινοβολία του έγινε αιτία η πανήγυρίς του κατά την 15η Αυγούστου γρήγορα να διαδοθή σ’ ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο σε ανατολή και δύση σαν εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Αργότερα εξήρθη η εορτή με την προπαρασκευαστική νηστεία και την παράτασι του εορτασμού μέχρι της 23ης ή και μέχρι του τέλους του Αυγούστου και έγινε όχι μόνο η μεγαλυτέρα θεομητορική εορτή αλλά και μία από τις σπουδαιότερες εορτές του εκκλησιαστικού έτους. Αυτό βέβαια ήταν φυσικό να γίνη, γιατί η Θεοτόκος είναι το προσφιλέστερο και ιερώτερο πρόσωπο μετά τον Κύριο και γι’ αυτό συνεκέντρωσε την τιμή και την ευλάβεια όλων των χριστιανικών γενεών. Αναρίθμητοι ναοί και μονές έχουν κτισθεί προς τιμήν της Κοιμήσεώς της, θαυμάσιες τοιχογραφίες παριστάνουν σε κάθε ναό πίσω από την κεντρική είσοδο σε εκπληκτικές συνθέσεις την ιερά της κηδεία, ύμνοι εκλεκτοί έχουν διακοσμήσει την ακολουθία της και λόγοι λαμπροί και εγκώμια εξεφωνήθησαν από τους Πατέρες και νεωτέρους εκκλησιαστικούς άνδρες κατά την ημέρα της μνήμης της. ‘Ολες οι ανθρώπινες γενεές συναγωνίσθησαν στην προσφορά ό,τι εκλεκτοτέρου είχαν να παρουσιάσουν, για να μακαρίσουν έργω και λόγω την Παρθένο Μαρία.

ΤΟ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ

Για την κατανόηση του εορτολογικού περιεχομένου της εορτής της Κοιμήσεως, όπως και των άλλων θεομητορικών εορτών, της Συλλήψεως, της Γεννήσεως και των Εισοδίων, πρέπει να κάμωμε μία μικρά αναδρομή στις πηγές, από τις οποίες αντλήθηκαν τα θεομητορικά αυτά θέματα. Διαφορετικά είναι αδύνατο να ερμηνεύση κανείς ό,τι συνδέεται με τον εορτασμό αυτόν, τα συναξάρια, την υμνογραφία και την εικονογραφία τους. Οι αυθεντικές ιστορικές πηγές, τά Ευαγγέλια και τα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης, δεν μας διέσωσαν πληροφορίες για τον πρό του Ευαγγελισμού και για τον μετά την Ανάληψι του Κυρίου βίο της Θεοτόκου. Πρόθεσις των ιερών συγγραφέων ήταν να αφηγηθούν τον βίο και το σωτηριώδες έργο του Χριστού και ό,τι άμεσα συνεδέετο με Αυτόν και όχο να ικανοποιήσουν την ευλαβή περιέργεια ή τα ιστορικά ενδιαφέροντα των αναγνωστών τους. Η παράδοσις όμως της Εκκλησίας διέσωσε από στόματος εις στόμα διάφορες πληροφορίες πού αφορούσαν στον βίο της Θεοτόκου πρό της συλλήψεως του Κυρίου και μετά την Ανάστασί Του. Αργότερα διάφοροι ευλαβείς, κατά το πλείστον, συγγραφείς περιέλαβαν τις πληροφορίες αυτές και τις ανέπτυξαν με την φαντασία τους και για να έχουν περισσότερο κύρος έθεσαν στους τίτλους των έργων τους μεγάλα αποστολικά ονόματα. Η Εκκλησία α[‘ερριψε και κατεδίκασε τα βιβλία αυτά και τα ωνόμασε “Απόκρυφα” και “Ψευδεπίγραφα”. Σε μεταγενεστέρα εποχή πολλές από τις διηγήσεις αυτές, τουλάχιστον στις βασικές τους γραμμές, έδωσαν θέματα στην διαμόρφωσι εορτών, στην σύνταξι συναξαρίων, στην ποίηση ύμνων και στην εικονογραφία. Εξ άλλου, καθώς προείπαμε, ο πυρήν των διηγήσεων αυτών είχε ως βάσι του παμπάλαιες ιστορικές παραδόσεις γυ΄ρω από το πρόσωπο της Θεοτόκου.

ΑΦΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ

Ειδικά το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αφηγείται, εκτός των άλλων, και μια απόκρυφος διήγησις, που φέρεται υπό το όνομα του ηγαπημένου μαθητού του Κυρίου, του Ιωάννου. Μια περίληψη του εκτενούς αυτού κειμένου θα παρουσιάσωμε εδώ. Σε κάθε του σημείο ο αναγνώστης του θυμάται αντίστοιχες φράσεις από τους ύμνους και το συναξάριο της εορτής και λεπτομέρειες από την εικόνα της Κοιμήσεως που εφιλοτέχνησαν βυζαντινοί ζωγράφοι.
Η Παναγία μετά την Ανάληψι του Χριστού καθημερινώς πηγαίνει στο ζωοδόχο μνήμα και προσεύχεται. Μία Παρασκευή ο Αρχάγγελος Γαβριήλ παρουσιάζεται μπροστά της και την χαιρετά: “Χαίρε, η γεννήσασα Χριστόν τον Θεόν ημών. Ο Κύριος άκουσε την προσευχή σου και θα αφήσης τον κόσμο και θα πορευθής εις την ζωήν την αληθινήν και αδιάδοχον”. Η Θεοτόκος επιστρέφει στον οίκο της, θυμιά και προσεύχεται στον Χριστό να της στείλη τον Ιωάννη και τους λοιπούς Αποστόλους, για να παρασταθούν στον θάνατό της. Η προσευχή της εισακούεται και πρώτος φθάνει, αρπαγείς από νεφέλη, ο Ιωάννης και σε λίγο επί νεφελών και οι λοιποί Απόστολοι οι διεσπαρμένοι στα πέρατα του κόσμου. Την Κυριακή έρχεται με την απαστράπτουσα δόξα Του και με χιλιάδες αγγέλους ο Κύριος να παραλάβη την ψυχή της Μητρός Του. Εκείνη ευλογεί τους Αποστόλους και τον κόσμο, δέεται για την σωτηρία όλων και αφού λαμβάνει την υπόσχεσι ότι “πάσα ψυχή επικαλουμένη το όνομά της ου μη καταισχυνθή, αλλ’ εύρη έλεος και παράκλησιν και αντίληψιν και παρρησίαν και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι”, παραδίδει την αγία της ψυχή στα χέρια του Υιού της. Οι Απόστολοι περιπτύσσονται το σκήνος και ψάλλοντες μεταφέρουν την κλίνη με το σώμα για ταφή. Ένας εβραίος ονόματι Ιεφωνίας ορμά και επιχειρεί “κατά της κλίνης”, αλλ’ άγγελος Κυρίου με “ξίφος πυρός” αποκόπτει τα χέρια του από των ώμων, που μένουν κρεμασμένα στην κλίνη. Αυτός μετανοεί και κολλώνται πάλι τα χέρια του, ενώ οι Απόστολοι ανενόχλητοι συνεχίζουν την εκφορά. Το σκήνος θάπτεται σε καινό μνημείο στην Γεθσημανή, την Τρίτη όμως ημέρα “μετετέθη…εν Παραδείσω”.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΙΣ

Η εκκλησιαστική ποίησις εξωραϊζει την απλή αυτή διήγηση. Στα τρία στιχηρά του Εσπερινού του α΄ήχου, το πρώτο αυτόμελο και τα άλλα δύο προσόμοια, του πρώτου, με ένα θαυμάσιο τρόπο εγκωμιάζεται η Θεοτόκος και η Κοίμησί της. Ως υπόβαθρο όμως αναγνωρίζεται εύκολα η διήγησι του αποκρύφου: η Γεθσημανή, οι λόγοι του Γαβριήλ, η παρουσία των αγγελικών δυνάμεων, η μετάστασι από τον τάφο στον ουρανό.
Το ίδιο θέμα έχουν και τα τρία στιχηρά των Αίνων του δ΄ ήχου. Στο πρώτο, όλος ο κόσμος, ουράνιος και επίγειος, χαίρεται προπέμποντας την μητέρα του Χριστού και ψάλλοντας σ’ αυτήν την “εξόδιον ωδήν”. Στα άλλα δύο περιγράφεται η έλευσις των Αποστόλων και η επικήδεια ψαλμωδία τους, καθώς και η παρουσία των αγγελικών δυνάμεων και η υποδοχή της αμωμήτου ψυχής της από τον Χριστό.
Τέλος θα σταθούμε στο πιο ιδιόρρυθμο τροπαριο της εορτής αυτής, αλλά και όλων των τροπαρίων μας. Πρόκειται για το δοξαστικό του Εσπερινού. Το περιεχόμενό του αντλεί από την σχετική απόκρυφο διήγηση. Η ιδιορρυθμία του τροπαρίου αυτού είναι ότι δεν ψάλλεται, όπως όλοι οι άλλοι έκκλησιαστικοί ύμνοι, σε ένα μόνο ήχο, αλλά και στους οκτώ.

Ήχος α΄
“Θεαρχίω νεύματι
πάντοθεν οι θεοφόροι απόστολοι
υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι,
Ήχος πλ. α΄
καταλαβόντες το πανάχραντον
και ζωαρχικόν σου σκήνος
εξόχως ησπάζοντο.
Ήχος β΄
Αι Δε υπέρτατοι των ουρανών δυνάμεις
Συν τω οικείω δεσπότη παραγενόμεναι,
Ήχος πλ. β΄
Το θεοδόχον και ακραιφνέστατον σώμα
Προπέμπουσι, τω δέει κρατούμεναι,
Υπερκοσμίως δε προώχοντο
και αοράτως εβόων
ταις ανωτέραις ταξιαρχίαις,
ιδού η παντάνασσα θεόπαις παραγέγονεν.
Ήχος γ΄
’ρατε πύλας
Και ταύτην υπερκοσμίως υποδέξασθε,
Την του αεννάου φωτός μητέρα,
Ήχος βαρύς
Διά ταύτης γάρ η παγγενής
των βροτών σωτηρία γέγονεν,
η ατενίζειν ουκ ισχύομεν
και ταύτη άξιον γέρας
απονέμειν αδύνατον,
Ήχος δ΄
ταύτης γαρ το υπερβάλλον
υπερέχει πάσαν έννοιαν.
Ήχος πλ. δ΄
Διό, άχραντε θεοτόκε,
αεί συν ζωηφόρω βασιλεί
και τόκω ζώσα, πρέσβευε διηνεκώς
περιφρουρήσαι και σώσαι
από πάσης προσβολής εναντίας
την νεολαίαν σου,
την γάρ σήν προστασίαν κεκτήμεθα,
Ήχος α΄
Εις τους αιώνας
αγλαοφανώς μακαρίζοντες”.


(Από το βιβλίο “Λογική Λατρεία”, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1984).