Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

ΔΡΟΜΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

 

«Ο Θες, εὐχαριστῶ σοι 

ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρπων».

Και … «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».

 

 


«Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι.

Δυο άνθρωποι ανηφόρισαν στο Ναό για να προσευχηθούν.

Να προσευχηθούν!

Αχ αυτή η προσευχή! Είναι το μέγα φως διανοίας, φως άσβεστο και συνεχόμενο. Η προσευχή είναι ο φύλακας της σωφροσύνης, χαλιναγωγεί τον θυμό, καταστέλλει την υπερηφάνεια, καθαρίζει από τη μνησικακία, διώχνει το φθόνο, καταργεί την αδικία, επανορθώνει την ασέβεια.

Είναι η απόλυτα άμεση επικοινωνία με το Θεό, η συνομιλία μαζί Του, που δεν έχει ανάγκη από κανένα υλικό μέσο, ούτε μπορεί να την περιορίσει κάτι τέτοιο. Δεν έχει ανάγκη από τηλέφωνα, ούτε από καλώδια, ούτε από ασύρματες συνδέσεις, ούτε από διαδίκτυα, ούτε τίποτα τέτοια αυτή η επικοινωνία. Εγώ μιλώ κι Εκείνος με ακούει. Του λέω τα δικά μου, όποια κι αν είναι, Τον παρακαλώ, Του ζητώ, κλαίω. Του λέω ακόμα κι ένα ευχαριστώ για ό,τι μου έδωσε, για το ότι με άκουσε. Τον δοξάζω ακόμα για τη μεγαλοσύνη Του.

Ανηφόρισαν λοιπόν δυο άνθρωπο στο Ναό για να προσευχηθούν.

Δύο άνθρωποι, δύο κόσμοι. Δύο άνθρωποι αντιπροσωπευτικοί των δύο τάξεων των ανθρώπων και των δύο πνευματικών κόσμων. Ο Φαρισαίος και ο Τελώνης.

« Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηχετο· ὁ Θες, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχο, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελνης· νηστεω δὶς τοῦ σαββτου, ἀποδεκατῶ πντα ὅσα κτῶμαι».

Οι φαρισαίοι ήταν τάξη θρησκευτική. Οι τελώνες ήταν μια άλλη τάξη, η οποία μάλιστα ήταν ιδιαίτερος στόχος των φαρισαϊκών επιθέσεων. Η τάξη των φαρισαίων δημιουργήθηκε σιγά σιγά από το 2ο π.Χ. αιώνα, όταν γίνονταν οι αγώνες των ζηλωτών Ισραηλιτών εναντίον των Ελληνιστών. Κατ αρχάς η τάξη αυτή  περιελάμβανε τα πιό αγνά θρησκευτικά στοιχεία. Με την πάροδο όμως του χρόνου έχασε την ουσία της πνευματικής ζωής, κατάντησε μερίδα υπέρζηλωτων, που εμφανίζεται σε πολλές περιόδους της ιστορίας και θεωρείται ότι κατέχει την άκρα δεξιά πτέρυγα της θρησκευόμενης κοινωνίας. Στις ημέρες του Χριστού διέκρινε αυτή την τάξη ο άκαιρος ζήλος, η τυπολατρία, η εμπάθεια, η πίστη σε ανθρώπινες ψευδοσυντηρητικές παραδόσεις, οι οποίες στη συνείδηση τους είχαν υποκαταστήσει το νόμο της Γραφής, και κυρίως η οίηση και η υποκρισία.  Στο λαό επιβλήθηκαν ως πρόσωπα απλησίαστης και φοβερής αγιότητας· ως ταμπού. Ο απλός λαός όμως στο βάθος της συνειδήσεώς του θεωρούσε τους αγίους του φαρισαϊκού τύπου ως ανάξιους κάθε εμπιστοσύνης. Οι φαρισαίοι, όπως φαίνεται από τα  Ευαγγέλια και από τη ραβινική φιλολογία, αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «δίκαιους» και «τέλειους».

Τί έκαμνε λοιπόν εκεί που πήγε;

Μπήκε επιδεικτικά μέσα στο Ναό. Τα χαφτάνια του ανέμιζαν πέρα –δώθε, ορθός, στητός, τεντωμένος. Στάθηκε στο μέσον του ναού σε μέρος που να είναι ο3ρατός από παντού.

Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του κι άρχισε να φωνάζει τη [προσευχή του. Λες και ο Θεός είχε προβλήματα ακοής κι έπρεπε να φωνάξει για να ακουστεί.

Θεέ μου, Θεέ μου! Εγώ είμαι! Εγώ είμαι αυτός, εγώ είμαι ο μόνος που αξίζω να στέκομαι μπροστά σου. Κάνω ό,τι θέλεις. Προσεύχομαι, νηστεύω, κάνω ελεημοσύνες. Και το κυριότερο, δεν είμαι σαν τους άλλους, ούτε και μοιάζω μ’ αυτούς.

Αυτοί είναι κλέφτες, άρπαγες, μοιχοί….

Δεν είμαι μάλιστα σαν τούτον που μπήκε τώρα μέσα τον τελώνη πού είναι ό,τι το χειρότερο.

Γι’ αυτό Θεέ μου είσαι και υποχρεωμένος απέναντι μου:! Κάνω τα θελήματά Σου, άρα έχεις και Συ υποχρέωση απέναντί μου.

Δεν του απάντησε βέβαια ο Θεός. Θα μπορούσε να του απαντήσει.

Θα μπορούσε να του πει πολλά. Θα μπορούσε να του πει αυτά που θα ξεστομίσει  αργότερα για το σινάφι αυτό.

Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτα, ὅτι καθαρζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρου καὶ τῆς παροψδος, ἔσωθεν δὲ γμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀδικας.  Φαρισαῖε τυφλ, καθρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρου καὶ τῆς παροψδος, ἵνα γνηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρν. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτα, ὅτι παρομοιζετε τφοις κεκονιαμνοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φανονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γμουσιν ὀστων νεκρῶν καὶ πσης ἀκαθαρσας.  οὕτω καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φανεσθε τοῖς ἀνθρποις δκαιοι, ἔσωθεν δὲ μεστο ἐστε ὑποκρσεως καὶ ἀνομας.

Στη τελική όμως ο Φαρισαίος, που είχε τον εαυτό του για δίκαιο και εθεωρείτο και από τους άλλους για δίκαιος, γιατί τηρούσε τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου, αλλά ήτανε λίγος στη ταπείνωση. Με τον τρόπο που προσευχόταν, έδειξε πως ζούσε μία δαιμονιώδη «πνευματικότητα», μια διεστραμμένη πνευματική κατάσταση που απείχε πολύ από τη λύτρωση. Ότι έκανε το έκανε για το θεαθείναι. Ερμηνεύοντας σχετικά ο Μ. Βασίλειος λέει για τον Φαρισαίο και την προσευχή του προς τον Θεό: «Εγώ, Θεέ μου, για Σένα είμαι ο μόνος θησαυρός της αρετής. Θα ήταν έρημη από δικαιοσύνη η γη, αν δεν πατούσα εγώ πάνω της». Είναι ανόητος ο αθεόφοβος. Δεν πήγε στον Ναό για προσευχή αλλά μόνο για επίδειξη. Στάθηκε στην πιο κεντρική θέση του Ναού και άρχισε να αυτολιβανίζεται. Να αυτοεπαινείται. Ξεχνά όμως πως ο,τι καλό έχουμε και ό,τι καλό κάνουμε, αποτελούν «καρπό του Αγίου Πνεύματος» (Γαλ. 5, 23). Επίκαιρος όσο ποτέ ο Απόστολος Παύλος λέγοντας: «Χάριτι Θεού ειμί ο ειμί» (Α  Κορ. 15, 10), και πάλι: «Τα πάντα δύναμαι δια του ενδυναμούντος με Χριστού» (Φιλιπ. 4, 13). Αλλά και ο προφήτης Δαυίδ αποδίδει στο Θεό την δύναμη και την χάρη με τα οποία ο άνθρωπος κάνει το καλό και κατορθώνει να οικοδομήσει την αρετή. «Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον εις μάτην εκοποίασαν οι οικοδομούντες... Εάν μη Κύριος φυλάξη πόλιν εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσσων» (Ψαλμ. 126).

Και ο Τελώνης;

Οι τελώνες της αρχαιότητας δεν ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι, όπως σήμερα, αλλά ιδιώτες, οι οποίοι αγόραζαν τους φόρους από το δημόσιο διά μέσου πλειοδοτικής δημοπρασίας. Επειδή δε οι τελώνες ανταγωνίζονταν κατά τις δημοπρασίες και οι προσφορές των ανέρχονταν σε υπέρογκα ποσά, η πίεση  επί των φορολογουμένων γινόταν πολύ μεγαλύτερη. Η απανθρωπιά των τελωνών κατά τις εισπράξεις υπήρξε παροιμιώδης. Η υπόληψη που είχαν στο λαό οι τελώνες ήταν η χείριστη. Ολόκληρη η αρχαιότητα κατέτασσε τους τελώνες στο μαύρο πίνακα των ανθρώπων που ασκούν άτιμα και άξια ντροπής επαγγέλματα. Απ’ όλα τα αισχρά επαγγέλματα τρία θεωρούνταν ως τα αισχρότερα· ο κάπηλος, ο πορνοβοσκός και ο τελώνης.

Πόσο διαφορετικός όμως ήτανε τούτος δω; Ταπεινή ψυχή! Α:κόμα και μέσα στο Ναό μπήκε με δυσκολία. Να μπει, να μην μπει. Φοβότανε. Ποιος είμαι εγώ που θέλω να μπω στον οίκο Κυρίου; Εγώ είμαι αμαρτωλός, ο πιο αμαρτωλός.  Τελικά μπήκε κλεφτά, κλεφτά.. Σκυφτός, τρέμοντας, και με φόβο. Μπήκε και κρύφτηκε στη πιο απόμερη και σκοτεινή γωνιά του Ναού. Σε μέρος που να μην τον βλέπει κανείς. Ούτε το κεφάλι του δεν τολμούσε να σηκώσει.

Στάθηκε σε μία γωνιά και εκεί όλο συντριβή και μετάνοια για τις απροσεξίες της ζωής του παρακαλούσε τον Θεό και έλεγε: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ»

Συγχωρέσε με Θεέ μου:!  Τίποτε άλλο.

Συγχώρεσε με!  Δυο-τρεις λέξεις και μπόλικα δάκρυα. Μα είναι τούτα δάκρυα συντριβής, δάκρυα μετάνοιας, δάκρυα ταπείνωσης,  δάκρυα αυτογνωσίας.

 Όσο κανείς επιδιώκει την αυτοδικαίωση, τόσο και απομακρύνεται από την λύτρωση. Όσο κανείς θεωρεί, ειλικρινά όμως, τον εαυτό του ανάξιο του θείου ελέους, τόσο γίνεται δέκτης της θείας δωρεάς. Η αυτομεμψία είναι «αφανής προκοπή». Αυτή «η αφανής προκοπή» εκφράζεται με την ταπείνωση του Τελώνη: ο οποίος «μακρόθεν εστώς ουκ ήθελε, ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’  έτυπτεν το στήθος αυτού λέγων· ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».

Και μετά;

«Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το Ιερόν προσεύξασθαι». Δύο τύποι ανθρώπων. Προσωποποιήσεις της ταπείνωσης και της υπερηφάνειας, της αρετής και της κακίας, της ειλικρίνειας και της υποκρισίας, της αυτογνωσίας και της αγνωσίας, της μετανοίας και της πώρωσης, της ευσέβειας και της ασέβειας. Ο ένας ταπεινώθηκε, γιατί ύψωσε τον εαυτό του. Ο άλλος υψώθηκε, γιατί τον ταπείνωσε. Ο Φαρισαίος δικαίωσε τον εαυτό του, αλλά τον καταδίκασε ο Θεός. Ο Τελώνης καταδίκασε τον εαυτό του, αλλά τον δικαίωσε ο Θεός. Ο πρώτος είπε λόγια πολλά, μα δεν τα άκουσε ο Θεός. Ο δεύτερος είπε ελάχιστες λέξεις, ο Θεός όμως τις άκουσε και τις δέχτηκε. Αν η ταπείνωση είναι βασίλισσα των αρετών, η υπερηφάνεια είναι βδέλυγμα και κατάρα.

Βέβαια σήμερα, εποχή εωσφορικής υπερηφάνειας, εποχή όπου ο «υπεράνθρωπος είναι πρότυπο για κάποιους, σε εποχή που όλοι θεωρούμε τους εαυτούς μας σαν τη μόνη σοφία, το αλάθητο, τη παντογνωσία και μόνο η λέξη «ταπεινοφροσύνη» ακούγεται σαν κάτι παράξενο και άγνωστο, αφού ταπεινοφροσύνη σημαίνει συνεσταλμένο ήθος, επίγνωση του τι είμαστε. Σημαίνει ταπεινό φρόνημα, αυτογνωσία της αμαρτωλότητάς μας· είναι αφανής προκοπή».

Ας σημειώσουμε και τούτο.

«…Ό,τι έχουμε μας έχει δοθεί. Ποια είναι η επόμενη κίνηση; Δεν είναι ή ευγνωμοσύνη; Αντί να στραφούμε προς τον Θεό ως Φαρισαίοι, επαινώντας τον εαυτό μας γι' αυτό πού είμαστε και ξεχνώντας ότι όλα είναι δικά Του, ας στραφούμε προς Αυτόν λέγοντας: "Ω, Κύριε, όλα αυτά είναι δώρα που προέρχονται από Σένα· όλη αυτή η ομορφιά, η ευφυΐα, η ευαίσθητη καρδιά, όλες οι συγκυρίες της ζωής είναι δώρο… Ας αναλογιστεί ό καθένας μας κι ας αναρωτη¬θεί: με ποιόν τρόπο μπορώ να Του είμαι ευγνώμων, έτσι ώστε ό Θεός να ευφραίνεται ότι δεν μας γέμισε με τα δώρα Του μάταια… (Antony Bloom. ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ).