Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

 Ο Έλληνας απόστολος Φίλιππος


Γράφει ο Ηλίας Αθ. Καραθάνος

Πρόκειται για έναν από τους δώδεκα Αποστόλους με άφθαστο ζήλο για τα ιερά γράμματα στους καταλόγους της Καινής Διαθήκης (Ματθ ι΄294, Μάρκ γ΄16-19, Λουκ στ΄14-16), που κατέχει σε όλους την τέταρτη θέση, μετά τους αδερφούς Πέτρο κι Ανδρέα, καθώς και τους αδερφούς επίσης Ιάκωβο κι Ιωάννη.

Όπως κι οι δύο πρώτοι στη σειρά της παραπάνω αναγραφής, έτσι κι ο Φίλιππος καταγόταν από την Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας (Ιωάν α, 45), η οποία είχε κατοίκους, Ελληνόφωνους κι Έλληνες της διασποράς. Ο Ανδρέας κι ο Φίλιππος ήταν οι μόνοι από τους δώδεκα που Ιουδαίοι εξ Εθνικών, Ελλήνων στην καταγωγή, οι οποίοι είχαν ελληνικά ονόματα και μάλιστα ο Φίλιππος απ’ το Ελληνικό ιστορικό μεγαλείο.

Άλλωστε, σ’ αυτούς απευθύνθηκαν οι Έλληνες, όταν θέλησαν να γνωρίσουν τον Χριστό, όπως αναφέρεται και παρακάτω, γεγονός το οποίο φανερώνει την οικειότητά τους προς τους συντοπίτες τους, που χρησιμοποίησαν ως μεσολαβητές προς τον Ιουδαϊκό λαό που εκτιμούσαν.

Καθώς φαίνεται, από μικρός ο Φίλιππος είχε σφοδρή κι άφθαστη έφεση για τα ιερά γράμματα. Από τα Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, που τα μελετούσε ακατάπαυστα, γνώριζε για τον ερχομό του Μεσσία, τον Οποίο κατάφερε έτσι να αναγνωρίσει χωρίς δυσκολία, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.

Έτσι, όταν Εκείνος μετά την βάπτισή Του στον Ιορδάνη ποταμό από τον Τίμιο Ιωάννη του Πρόδρομο, τον βρήκε στην παραλία της Γαλιλαίας και τον κάλεσε. Ο Φίλιππος, αμέσως, χωρίς χρονοτριβή καθόλου, Τον ακολούθησε ολοπρόθυμα.

Μάλιστα βιάστηκε να βρει και τον φίλο του Ναθαναήλ και να του πεί: «Αυτόν που προανάγγειλαν ο Μωυσής στον Νόμο, και οι προφήτης, Τον συναντήσαμε. Είναι ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ». Ο Ναθαναήλ τον άκουσε με δυσπιστία, λέγοντας: «Μα μπορεί από τη Ναζαρέτ να βγει κάτι καλό», ρώτησε τον φίλο του κι ο Φίλιππος τότε του είπε: «Έλα και δες μόνος σου!».

Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον οδήγησε κοντά στον Κύριο (Ιωάν α΄ 44-51). Από τότε ο Φίλιππος, ακολουθούσε τον Κύριο παντού, όπως κι οι άλλοι μαθητές, άκουγε τις διδαχές Του κι έβλεπε τα θαύματά Του. Αλλά κι ο ίδιος πήρε από τον Χριστό την εξουσία να διώχνει τα δαιμόνια και να θεραπεύει αποτελεσματικά κι ολοκληρωμένα, κάθε ασθένεια (Ματθ ι΄ 10).

Επίσης, μετά από εκτίμηση της ευγλωττίας του, καθώς και του βάθους της πνευματικότητάς του, σε συνδυασμό με τον σπάνιο πλούτο των επιχειρημάτων του, στάλθηκε να κηρύξει στους ανθρώπους τη μετάνοια (Μάρκ στ΄ 12) και τη και τη βασιλεία του Θεού στους ουρανούς (Λουκ θ΄ 2).

Κάποτε μερικοί Έλληνες, προσήλυτοι του Ιουδαϊσμού, θέλησαν να δουν τον Χριστό. Πήγαν λοιπόν, στον Φίλιππο και τον χρησιμοποίησαν ως μεσολαβητή, γιατί αφενός βρισκόταν στο πολύ κοντινό περιβάλλον Του κι αφετέρου κι αυτοί έβλεπαν τον Φίλιππο, ως ομοεθνή και γνώριμο. Τον παρακάλεσαν για να τύχουν της πρόσβασης.

Ο Φίλιππος αυτό το αίτημα το είπε στον Ανδρέα, σαν πιο έμπειρο. Έπειτα οι δυο τους παρουσίασαν την ομάδα των Ελλήνων στον Κύριο, ο Οποίος βλέποντας να τον προσεγγίζουν είπε το περίφημο ρητό; «Ήρθε πια η ώρα να δοξαστεί ο Υιός του Ανθρώπου (Ιωάν ιβ΄ 20-23).

Στον Μυστικό Δείπνο, όταν ο Χριστός μίλησε στους μαθητές Του για τον Επουράνιο Πατέρα Του, ο Φίλιππος αυθόρμητος, συνεσταλμένος κι απονήρευτος, όπως πάντα, Του είπε: ‘Κύριε, δείξε μας τον Πατέρα, κι αυτό μας φτάνει». Κι Εκείνος αποκρίθηκε αγανακτισμένος: «Τόσον καιρό είμαι μαζί σας, Φίλιππε, και δεν μ’ έχεις γνωρίσει. Αυτός που έχει δει εμένα, έχει δει τον Πατέρα…» (Ιωάν ιδ΄ 8-9).

Μετά την Πεντηκοστή, όταν κατά την παράδοση, οι Άγιοι Απόστολοι έβαλαν κλήρους, για να δουν που ήταν θέλημα Θεού, να κηρύξει ο καθένας το Ευαγγέλιο στον Φίλιππο κληρώθηκαν τα μέρη της Ασίας. Έτσι με βαθείς πιστούς κι ακούραστους συνεργάτες τον απόστολο Βαρθολομαίο και την αδερφή του Μαριάμνη, που τον ακολουθούσαν στις μετακινήσεις του και τον βοηθούσαν στο πολύπλοκο και πολυμερές έργο του.

Συνεπής στις υποχρεώσεις του, κήρυξε στις πόλεις της Λυδίας και της Μυσίας. Ύστερα πήγε στην Παρθία και στη χώρα των Κανδάκων ή Καρδούχων. Παρά τα εμπόδια από ανθρώπους και δαίμονες, πολλοί ήταν εκείνοι που πίστεψαν στον Χριστό.

Κάποτε, επιβιβάστηκε μαζί με τους συνοδούς του, σ’ ένα πλοίο, προκειμένου να μεταβεί στην Αζώτιδα και κατά την διάρκεια της νύκτας, παρά κάθε ελπίδα, δυστυχώς επήλθε μεγάλη τρικυμία. Το πλοίο, σαν τσόφλι καρύδας, παράδερνε, ανάμεσα στον πελώριο κυματισμό, μέσα στο άγριο και πυκνό σκοτάδι και κινδύνευε ανά πάσα στιγμή, να καταποντισθεί.

Εκείνη τη δύσκολη ώρα, ο ουρανός άνοιξε και φάνηκε στο μέσο ένας φωτεινός Σταυρός, που με το τηλαυγές φως του οδήγησε ασφαλώς τον κυβερνήτη στο λιμάνι. Εκεί, στην Αζώτιδα, ο Φίλιππος φιλοξενήθηκε από μια γνωστή, καλή οικογένεια, την οποία κατήχησε στον Χριστό και στη συνέχεια βάπτισε.

Στα μέλη αυτής της οικογένειας, ανήκε και μια κόρη, η Χαριτίνη, που κινδύνευε να χάσει ολότελα την όρασή της, από μια σοβαρή πάθηση των ματιών της κι ο πατέρας της παρακάλεσε με την καρδιά του, τον Απόστολο να τη θεραπεύσει, οπότε ο Φίλιππος είπε στην κόρη: «Θέλω, Χαριτίνη, να θεραπεύσεις την αρρώστια σου, μόνη, γιατί όλοι όσοι δέχονται το άγιο και ζωοποιό βάπτισμα, έχουν τη δύναμη να κάνουν θαυμαστά έργα. Το επόμενο πρωί, λοιπόν, βάλε στο δεξί σου μάτι το αντίστοιχο χέρι σου, ζήτησε την άμεση βοήθεια του Χριστού και θα γίνεις καλά.

Η κόρη υπάκουσε στον Φίλιππο κι έκανε σύμφωνα με τις συμβουλές του. Κι ο Κύρος απ’ την άλλη μεριά, φάνηκε συνεπής κι ανταποκρίθηκε στον θεϊκό λόγο Του: «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν».

Η Χαριτίνη υπάκουσε στην προτροπή του Φιλίππου, ενώ ο Κύριος φάνηκε απολύτως ότι ανταποκρίνεται στη Θεία υπόσχεσή Του: «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν». Κι έτσι αμέσως έγινε, όπως δηλαδή είχε προβλέψει ο Απόστολος, μετά από Θεία φώτιση, που τον καταξίωσε.

Κατόπιν από την θαυματουργική θεραπεία, η Χαριτίνη αφιερώθηκε με πλήρη αφοσίωση, ολοκληρωτικά, «ψυχή τε και σώματι» στην διακονία του έργου του Κυρίου κι από τότε πλαισίωνε την ακολουθία του αποστόλου Φιλίππου.

Από την πόλη, Αζώτιδα, μετέβη όλη η αποστολική συνοδεία του Φιλίππου, προκειμένου να διαδώσει το Ευαγγέλιο του Χριστού στην ιερά πόλη της Φρυγίας, όπου οι κάτοικοι δεν θέλησαν να δεχτούν το κήρυγμα, το οποίο περιλάμβανε το μήνυμα τα σωτηρίας του ανθρώπου. Αποφάσισαν μάλιστα να σκοτώσουν τον Φίλιππο, που ήταν επικεφαλής.

Τον συνέλαβαν λοιπόν,, και τον έσυραν χειροπόδαρα στον έπαρχο, Αρίσταρχο, ο οποίος με πολύ θυμό, του είπε: «Ξέρω, ότι περηφανεύεσαι για τις μαγείες σου, που τις παρουσιάζεις σαν θαύματα του Θεού σου. Αν δεν διορθωθείς, θα σε θανατώσω με λιθοβολισμό».

Βίαιος κι ασυγκράτητος ο Αρίσταρχος, τον άρπαξε από τα μαλλιά του, τον σέρνει καταγής και παντοιοτρόπως τον βασανίζει αλύπητα. Ο Απόστολος φώναξε δυνατά, έτσι που ν’ ακουστεί απ’ όλους, ώστε αφενός να σωφρονίσει τον έπαρχο κι αφετέρου να δείξει στους άλλους την ολκή της παντοδυναμίας του Χριστού:

«Κύριε, Σου ζητώ μια χάρη, όχι από οργή, αλλά από επιθυμία σωφρονισμού των απίστων. Κάνε, Σε παρακαλώ, να παραλύσει το χέρι που τόλμησε ν’ αγγίξει το κεφάλι μου, το ευλογημένο από Σένα!». Αμέσως, όχι μόνον το χέρι του Αρίσταρχου ξεράθηκε, αλλά επιπλέον τυφλώθηκε εντελώς από το ένα μάτι του, κουφάθηκε κι από τα δύο αυτιά του και τη λαλιά του έχασε.

Όλοι τότε οι παρευρισκόμενοι, έπεσαν μπροστά στα πόδια του Φιλίππου και τον παρακάλεσαν με δάκρυα στα μάτια τους να συγχωρήσει και να θεραπεύσει τον έπαρχο. Εκείνος τους είπε: «Τις ασθένειές τους μόνον Αυτός (αληθινός Θεός) μπορεί να θεραπεύσει, αφού δώσει άφεση αμαρτιών. Πιστέψετε λοιπόν, κι εσείς κι ο Αρίσταρχος σ’ αυτόν, και αμέσως ο έπαρχος θα συγχωρηθεί και συγχρόνως θα θεραπευτεί.

Εκείνη την ώρα περνούσε απ’ το σημείο που διαδραματίζονταν τα σχετικά με τον Φίλιππο και τον Αρίσταρχο, μια νεκρική πομπή. Τότε οι παρευρισκόμενοι με μια φωνή, απευθυνόμενοι στον Φίλιππο, απάντησαν: «Αν αναστήσεις τον νεκρό, κι ο Αρίσταρχος κι όλοι εμείς, θα προσκυνήσουμε τον Θεό σου».

Ο Άγιος τότε σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό,, προσευχήθηκε για λίγο νοερά στον Κύριο για λίγο και στη συνέχεια φώναξε στον νεκρό: «Θεόφιλε, ο Θεός σε προστάζει να σηκωθείς και να πεις ό,τι θέλεις, χωρίς κανένα εμπόδιο!». Αφού έγινε έτσι, ο νεκρός έπεσε στα πόδια του Αποστόλου, λέγοντας: «Σ’ ευχαριστώ Άγιε, γιατί με έσωσες από φοβερή συμφορά. Θα χανόμουν αιώνια, αν δεν με γλύτωνες. Τώρα έχω χαρά κι ελπίδα και πιστεύω στο φως της ζωής, τον Χριστό».

Όλοι σάστισαν από το παράδοξο γεγονός και πίστεψαν, χωρίς δισταγμό στον Κύριο. Ο Αρίσταρχος γιατρεύτηκε και μαζί με τους πολίτες κατηχήθηκαν στον Χριστό απ’ τον Φίλιππο και βαπτίστηκαν. Ο Απόστολος αφού χειροτόνησε ιερείς, νουθετεί τους νεοφώτιστους, προστάζει την ανέγερση Ιερών Ναών για τη λατρεία του Θεού και στη συνέχεια αναχωρεί για άλλες πόλεις της Φρυγίας.

Επιστρέφοντας, αργότερα στην Ιεράπολη, οι ειδωλολάτρες κάτοικοι τον έπιασαν, τον βασάνισαν και τον σταύρωσαν. Δίπλα του κρέμασαν τον συνεργάτη του Βαρθολομαίο. Αλλά ξαφνικά έγινε μεγάλος σεισμός κι όλα τα σπίτια της περιοχής γκρεμίστηκαν και πολλοί καταπλακώθηκαν από τα ερείπια.

Οι κάτοικοι κατάλαβαν το λάθος τους και προσέτρεξαν στους Αποστόλους, με δάκρυα να τους συγχωρήσουν. Ο Κύριος τους ευσπλαχνίστηκε και σταμάτησε τον σεισμό, ενώ τους τίμησε κιόλας δείχνοντας μια θαυμάσια οπτασία, κατά την οποία, μια φωτεινή σκάλα συνέδεε τη γη με τον ουρανό.

Οι άπιστοι πίστεψαν στον Χριστό και κατέβασαν από την κρεμάλα τον απόστολο Βαρθολομαίο. Όμως όταν πήγαν να ξεκαρφώσουν τον Φίλιππο από τον σταυρό, εκείνος αρνήθηκε, γιατί ήξερε ότι σύντομα θα έφευγε για τον ουρανό.

Πραγματικά! μετά από μία μικρή νοερή προσευχή, κέρδισε την ανείπωτη χαρά της αιωνιότητας και την χλιδή του Παραδείσου. Το τίμιο λείψανό του το έθαψαν στις 14 Νοεμβρίου του 87 ο Βαρθολομαίος κι η Μαριάμνη. Αφού χειροτόνησαν επίσκοπο Ιεραπόλεως τον Στάχυ, συνέχισαν την περιοδεία τους, αναχωρούντες για άλλους τόπους.

http://maxitisartas.gr/