ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ
Ἀριθμ.
Πρωτοκ. 1268 Μυτιλήνη 10/12/2014
Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ
ἐπί τῆ ἑορτῃ τῶν Χριστουγέννων
Ι
Α Κ Ω
Β Ο Σ
ἐλέῳ καί χάριτι Θεοῦ
Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης τῆς Ἁγιωτάτης
Μητροπόλεως
Μυτιλήνης, Ἐρεσσοῦ καί Πλωμαρίου
Πρός
τόν Ἱερόν Κλῆρον,
τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες
καί τόν εὐλογημένον λαόν τῆς Ἐπαρχίας
μας
Τέκνα
ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Χριστούγεννα καί πάλι ! Τή Γέννηση τοῦ Σωτῆρος μηνύουν χαρμοσύνως καί φέτος οἱ καμπάνες , προκειμένου νά συμμετάσχουμε στήν
Θεία Λειτουργία, δοξάζοντας τόν Ἐνανθρωπήσαντα Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ Πατρός, πού ἦρθε στόν κόσμο γιά νά λύσει τά ἔργα τοῦ
διαβόλου , τοῦ σκότους καί τῆς πονηρίας
καί νά συμφιλιώσει τόν ἄνθρωπο μέ
τό Θεό Πατέρα.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς λένε ὅτι μετά τήν παρακοή
τῶν πρωτοπλάστων στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπομάκρυνσή τους ἀπό κοντά Του, ὁ ἄνθρωπος
παρασύροντας καί τήν κτίση στό μεγάλο ὀλίσθημα τῆς πτώσεώς του ἔχασε τήν πορεία
του, πού δέν ἦταν ἄλλη ἀπό τό νά γίνει σῶος, ὁλοκληρωμένος καί ἀκέραιος, δηλαδή νά ἑνωθεῖ
μέ τόν Πλάστη καί Δημιουργό Του, τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό. Ἡ ἀγάπη, ὅμως, τοῦ Θεοῦ
πού συνέχει καί προνοεῖ γιά τόν κόσμο δέν ἄφησε τό πλάσμα του νά χαθεῖ. Οἱ
Θεοφάνειες στούς χρόνους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης , ὁ Νόμος καί ἡ παρουσία τῶν
Προφητικῶν καί ἁγιασμένων μορφῶν προετοίμαζαν κατάλληλα τό ἔδαφος γιά νά ἔλθει ὁ
Μεσσίας.
Καί ὁ Θεός φανερώθηκε ΄΄ἐν σαρκί ΄΄ διά μέσου τῆς
Παναγίας μας , ὄχι σέ παλάτια καί μέγαρα ἀλλά μέσα σ’ ἕνα ὑγρό Σπήλαιο καί σέ
μιά ταπεινή φάτνη , γιά νά δείξει ὅτι ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ ΄΄ στολή τῆς Θεότητος ΄΄. Ἀποκαλύφθηκε
ὁ Χριστός στόν κόσμο, γιά νά ἱδρύσει τήν Ἐκκλησία Του, ἡ ὁποία σώζει τόν ἀμαυρωμένο
ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο καί τόν λυτρώνει ἀπό τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο μέ τά
ἅγια μυστήριά Της, τά ὁποῖα μεταδίδουν τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τόν ὁδηγοῦν
στή θέωση . Ἦλθε ἀνάμεσά μας ὁ Κύριος, γιά νά φέρει τήν εἰρήνη, τή χαρά, τή
δικαιοσύνη καί τήν ἑνότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, διότι μόνον Ἐκεῖνος εἶναι ἡ Πηγή
κάθε ἀγαθοῦ καί ἑπομένως, μόνον Ἐκεῖνος εἶναι σέ θέση καί νά τά προσφέρει στήν ἀνθρωπότητα.
Ἡ συγκαταβάση τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύει τόσο τό μέγεθος τῆς ἀγάπης Του γιά τόν ἄνθρωπο ὅσο
καί τό γεγονός τῆς ταπείνωσής Του. ΄΄ Καί τό μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως
προσφέρεται ὡς βάση γιά τή σωστή θεώρηση τοῦ σύμπαντος κόσμου, τῆς ἱστορίας, τοῦ
πολιτισμοῦ, ὅπως καί ὁλοκλήρου τοῦ ἔργου τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ μέσα σ’ αὐτόν
΄΄.
Δέν μπορεῖ , ὅμως, νά ἐπιβληθεῖ σέ κανέναν χωρίς τή
θέληση του. Ὁ Θεός δέν ἐπιβάλλει καί δέν ἐξαναγκάζει κανέναν νά Τόν ἀκολουθήσει
καί νά Τόν ἀγαπήσει. Τέτοια πίστη καί τέτοια σωτηρία ἐξ ἀνάγκης δέν θά εἶχε
καμμία ἀξία οὔτε γιά Ἐκεῖνον ἀλλά οὔτε
γιά τόν ἄνθρωπο. Θέλει ἐλεύθερα καί ἀβίαστα νά Τόν ἀγαπᾶμε καί νά ταπεινώνουμε
τόν ἑαυτό μας, διότι τό μεγαλύτερο χάρισμα μέ τό ὁποῖο προικίστηκε τό ἀνθρώπινο
πρόσωπο εἶναι τό γεγονός τῆς ἐλευθερίας - ἔστω καί τῆς σχετικῆς - λόγῳ τῆς κτιστότητός
του.
Μέ τήν ἀγάπη μας καί ἐμεῖς, λοιπόν , στό πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ μας καί στά πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν μας ἀνταποκρινόμαστε στό γεγονός τῆς Ἐνσαρκώσεως
τοῦ Θεοῦ. Ἀγαπῶ τό Θεό σημαίνει ὅτι εἶμαι ἕτοιμος κάθε στιγμή νά παραδίνομαι στό
ἅγιο θέλημά Του καί νά πραγματοποιῶ τίς ἅγιες ἐντολές Του. Νά ἐξέρχομαι ἀπό τήν
ἀρρωστημένη ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μου καί νά ἀναγνωρίζω ὅτι κέντρο ἀναφορᾶς δέν εἶμαι ἐγώ ἀλλά κάτι ἔξω
ἀπό μένα. Καί αὐτό τό κάτι εἶναι ὁ Ἐνσαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός,
ὁ Χριστός μας, πού ὅταν Τόν ἔχουμε στήν καρδιά μας ΄΄ δέν ζοῦμε κανονίζοντας ἐμεῖς
τόν ἑαυτό μας ἀλλά κανονίζει Αὐτός τή ζωή μας ΄΄ κατά τόν ἅγιο
Πορφύριο τόν Καυσοκαλυβίτη. Ὅταν μέ αὐτό
τό μάτι καί μέσα ἀπό αὐτή τήν ὀπτική γωνία θεωρῶ τά πράγματα στή ζωή , τότε ὅλα
ἀλλάζουν. Ὅλα μεταμορφώνονται, ὅλα γίνονται φωτεινά , λαμπρά καί ἐξαίσια , ἔστω καί ἄν ἡ πορεία μου εἶναι
σταυρική.
Τότε ὁ συνάνθρωπός μου καί ὁ πλησίον μου παύει νά εἶναι
ὁ ἐχθρός μου, ὁ ἀντίδικός μου, ἡ κόλασή μου, τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού θά ἐκμεταλλευτῶ,
θά κατακρίνω, θά ὑποτιμήσω, θά περιφρονήσω καί θά παραθεωρήσω ἀλλά ἡ
΄΄ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ΄΄. Καί τότε θά θελήσω νά τόν διακονήσω , νά τόν
παρηγορήσω στόν πόνο, νά σφουγγίσω τά δάκρυά του ἀπό τό πρόσωπό του, νά τόν
δεχθῶ ὅπως εἶναι καί ὅποιος εἶναι ἀλλά καί νά τόν ντύσω καί νά τόν θρέψω. Μέ
λίγα λόγια νά σταθῶ δίπλα του, διότι ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι ταυτισμένη μέ τήν
παρουσία καί τή θυσία, ὅπως ἡ ἀγάπη τοῦ Γεννηθέντος Χριστοῦ μας .
Λέγει κάποιος ἅγιος ΄΄ὅποιος ἀγαπάει εἶναι μαθητής τοῦ
Χριστοῦ. Καί χωρίς τό Θεό, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἔχει ἀγάπη. Ὅποιος ἀγαπάει
τόν ἀδελφό ζῆ στό Φῶς. Ὅποιος μισεῖ τόν ἀδελφό του εἶναι φονιάς. Ἡ ἀγάπη εἶναι
μιά πρόγευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί ὅποιος ἀγαπάει τόν πλησίον εἶναι ὅμοιος
μέ τό Θεό .Ἔχει πάει κοντά Του ΄΄.
Σήμερα, λοιπόν, πού ὅπως εὔστοχα ἔχει διαπιστωθεῖ ΄΄
ζοῦμε σ’ ἕναν κόσμο τραγικά παράλογο καί παράλογα τραγικό, σ’ ἕνα κόσμο τῆς πείνας καί τῆς
κατανάλωσης, τῆς βίας καί τῆς ἀποξένωσης, τῆς μαζοποίησης καί τῆς μοναξιᾶς. Σ’ ἕνα
κόσμο πού σ’ ἄλλους στερεῖ τό ψωμί, σ’ ἄλλους τήν ἐλευθερία καί σ’ ἄλλους τό ἀληθινό
νόημα ζωῆς ΄΄ , σ’ ἕναν κόσμο συγκεχυμένων σκοπῶν και στόχων , ἡ μαρτυρία τῆς
συνειδητῆς βίωσης τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό ὅλους μας εἶναι ἡ μόνη διέξοδος σέ μιά
κοινωνία πού οὐσιαστικά ἔχει λησμονήσει ΄΄ ὅτι ἐτέχθη ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, παρέχων
τῶ κόσμῳ τήν ἀπολύτρωσιν ΄΄.
Διάπυρος
πρός τόν Ἐνσαρκωθέντα Κύριον