ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΕΩΜΕΤΡΟΥ (10ος αι.)
Aπό το ανέκδοτο έργο
"Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ"
(Απόδοση στη νεοελληνική
υπό των πατέρων
της Ι. Μονής Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερών Πατρών)
της Ι. Μονής Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερών Πατρών)
Η Μητέρα του
Θεού λοιπόν έδειξεν εις τους Αποστόλους, όπου ήδη το εγνώριζαν, το σύμβολον της
αναχωρήσεώς της, τον φοίνικα, τους μετέδωσε επίσης ευλογία και ανάλογη
παρηγορία και αφού τους ομίλησε περί της εξόδου της και τους προθυμοποίησε δια
το κήρυγμα, τους εξέθεσε δι' ολίγων ολόκληρο την οικονομία της αποστολής των.
Έπειτα ησπάσθη του Πέτρον και τους άλλους Αποστόλους, "χαίρετε",
λέγουσα, "τέκνα και φίλοι και μαθηταί του Υιού και Θεού μου και θεωρείτε
εαυτούς μακάριους, όπου ηξιώθητε τοιούτου διδασκάλου και δεσπότου και διακονίας
τοιούτων μυστηρίων και της κοινωνίας των διωγμών και παθημάτων Του, δια να
γίνετε κοινωνοί της δόξης και Βασιλείας Του".
Αφού τους
ανήγγειλε περί των τελευταίων γεγονότων, τους εζήτησε να ψάλλουν τους
επιταφίους ύμνους, ενώ Εκείνη άρχισε τις προς τον Θεόν ευχαριστίες της.
"Ευλογώ σε", έλεγε, "Δέσποτα και Θεέ και Υιέ του Θεού του
προανάρχου Σου Πατρός και υιέ ιδικέ μου, της δούλης Σου, χάρις εις την
φιλανθρωπίαν Σου. Ευλογώ σε όπου μας λύτρωσες εκ της κατάρας και αντ' αυτής μας
έδωσες την ευλογίαν. Ευλογώ σε τον αίτιον όλων αγαθών μας, της ζωής, του φωτός,
της ειρήνης, της δυνατότητος να γνωρίσωμε τον Πατέρα Σου και το συνάναρχόν Σου
και ζωοποιόν Πνεύμα. Ευλογώ σε Λόγε όπου ευλόγησες την γαστέρα μου κατοικών εν
αυτή δι' ανεκφράστου τρόπου. Ευλογώ σε όπου τοιουτοτρόπως μας ηγάπησες ώστε και
υπέρ ημών να σταυρωθής και να αποθάνης. Ευλογώ σε όπου κατέστησες μακαρία την
κοιλία μου και πιστεύω ότι θα εκπληρωθούν και όλα τα άλλα περί των οποίων μου
έχεις μιλήσει".
Εις τούτα τα
λόγια ακολούθησε ευθύς η παράδοξος κάθοδος του Υιού της συνοδευομένου υπό των
Προφητών, των Πατριαρχών και όλων των Δικαίων, προπορευόμενων των Αγγέλων και
Αρχαγγέλων και των λοιπών Αγγελικών δυνάμεων. Τότε ο αέρας και ολόκληρο το
σπίτι εγέμισε. Όλα εκείνα όπου η Παρθένος προεγνώριζε, τότε τα έβλεπεν
οφθαλμοφανώς, ενώ οι άλλοι έβλεπαν μέρος αυτών των θαυμασίων, ο καθείς αναλόγως
της αγιότητός του. Έτσι η δευτέρα κατάβασις έγινε ενδοξοτέρα και φρικωδεστέρα
της πρώτης, και προφανεστέρα δι' όσους διέθεταν όρασι πνευματική. Δεν ήσαν
μόνον παρόντα τα κατώτερα αγγελικά τάγματα και δυνάμεις, αλλά και αυτά ακόμη τα
Σεραφείμ και τα Χερουβείμ και οι Θρόνοι παρίσταντο μετά φόβου, ιεραρχικώς κατά
τάξιν. Θεωρούσαν μετά φόβου όχι μικροτέρου (ίσως μεγαλυτέρου εκείνου θα έλεγα,
αν επιτρέπετο), εκπληττόμενοι δια την δευτέρα Αυτού κένωσι και συγκατάβασι. Ότι
έγινε άλλοτε προς χάριν ολοκλήρου του γένους των ανθρώπων, τώρα για μία μόνον
ψυχή, για μία μόνον γυναίκα συντελείτο ένα τοιούτο θαύμα.
Η συνοδεία ήταν
λαμπρά και πολυάριθμος όπως άρμοζε δια την άφιξι του Δεσπότου και την αναχώρησι
της Δεσποίνης, αλλά η θέασις των συντελουμένων, ως είπα ήδη, εγίνετο μόνον από
τους καθαρθέντας, αν και η παρουσία του Δεσπότου ήταν ακατανόητος και εις
αυτούς τους Μαθητάς και Αποστόλους που ήσαν πεπληρωμένοι από την δύναμι της
κατοικούσης εις αυτούς χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Παρίστατο εκεί ο Χριστός με
σώμα και μορφή πλήρως τεθεωμένη, λαμπροτέρα της αστραπής και της λάμψεώς της
εις το Θαβώρ, αλλά μικροτέρα της φυσικής της λαμπρότητος ενώ οι Απόστολοι ήσαν
ωσάν νεκροί. Ο Κύριος ευθύς τους λέγει "ειρήνη υμίν", όπως άλλοτε όταν
εισήλθε των θυρών κεκλεισμένων, εις τον ίδιον αυτόν οίκον όπου συνήχθησαν και
τότε και τώρα, τον οίκον του Ιωάννου, οπού τότε τους συγκέντρωσε δια τον φόβον
των Ιουδαίων και σήμερον τους συνήγαγε δια την γεννήσασα τον Κύριον, η οποία
και κατοικούσε εις αυτόν μετά του ηγαπημένου και παρθένου μαθητού, του δεύτερου
και θετού υιού της.
Ακούοντες οι
Μαθηταί αυτή την γλυκεία, την πραεία και γνώριμο φωνή, ανέλαβαν θάρρος εις το
σώμα και εις την ψυχή και, όσο τους ήτο δυνατόν, ύψωσαν τα μάτια τους ως προς
τον δίσκον του ηλίου, την ώρα όπου Εκείνος χαμήλωνε ολίγο την λαμπρότητα της
ανατολής Του και τους περιέλαμπε μετά φωτισμού μετριοτέρου.
Αλλά ας σταθούμε
ολίγον εις τα επιθανάτια Αυτής ωσάν επρόκειτο περί των επιθαλαμίων, ή μάλλον,
ως άλλοτε κατά τον θάνατον του Υιού της εξεδηλώσαμε την λύπην μας, έτσι και
τώρα πολύ περισσότερο κατά την κοίμησίν της ας εκφράσωμεν την χαράν μας την
πλήρη ευτυχίας και δόξης. Ας είπωμε πως, τώρα όπως και άλλοτε, η ψυχή της
ευρίσκεται σε μια συγκίνησι πελώρια και σχεδόν σκιρτά και προφθάνει
ασυγκράτητος και σπεύδει να απομακρυνθεί από του σώματος ώστε το γρηγορότερον
να ευρεθή μετά του Υιού της και να προσπέσει εις τας χείρας Του και να
αναχωρήση μετ' Αυτού. Πώς ήτο δυνατόν να υπομείνη την χαράν αυτήν, όπως την
λύπην τον καιρόν του Πάθους, και πώς εμείς να μην επιθυμούμε να ειπούμε πως
αυτή δεν πέθανε, αν και δεν το λέγομεν αυτό για να μην πούμε καινοφανή
διδάγματα.
Εδάκρυσε, και
πάλι έγινε ανωτέρα των δακρύων από την μεγάλη ευτυχία και το παράδοξο θέαμα,
βλέπουσα μετά σώματος Εκείνον, όπου ολίγο παλαιότερον τον είδε να σύρεται, να
καθυβρίζεται και να κτυπάται, και ενώ περιεβάλλετο υπό τόσων μυριάδων Αγγέλων,
υπό τόσης λαμπρότητος και τόσης δόξης. Έβλεπε το πρόσωπον και την μορφήν
Εκείνου του άλλοτε εμπαιζομένου και καταπτυομένου, του περιβαλλομένου την
πορφύραν χλαίναν της εντροπής, να περιβάλλεται τώρα με τόσην αξία και
λαμπρότητα. Αυτόν όπου δεν είχεν είδος ουδέ κάλλος, τώρα να αστράπτη από το
κάλλος της καλλοποιού θεότητός Του, τον άλλοτε νεκρόν όπου κατεδικάσθη ως
αντίθεος, τον έβλεπε Θεόν και Βασιλέα και Κριτήν των πάντων, αθάνατον και
ανίκητον. Ω, πως διεμοιράζετο και πάλι μεταξύ των αντιθέτων, όπως και εν τω
καιρώ της Σταυρώσεως. Το όραμα την εγέμιζεν ευφροσύνη, υπερέχαιρεν η ψυχή της,
αλλά συνεστέλλετο αναχωρούσα προς εκείνη την δόξα και λαμπρότητα.
Τώρα πλέον
δοξολογούσε περισσότερον από πριν Εκείνον όπου την εδόξασε. Προσηύχετο δια τους
Αποστόλους και για όλους τους παρόντας, ικέτευε για τους απανταχού πιστούς ή
μάλλον υπέρ παντός του κόσμου και αυτών ακόμη των εχθρών και των σταυρωτών.
Ζητούσε να λάβη από τον Δεσπότην κάποιο λόγον ή κάποιο σημείον ως εγγύησι της
σωτηρίας των, απλώνουσα ικετευτικώς τα χέρια εκείνα με τα οποία Τον
ενηγκαλίζετο, κινούσα την γλώσσαν εκείνη και τα χείλη με τα οποία Τον ησπάζετο,
υπενθυμίζουσα τον θηλασμόν Του, και κλαίουσα από ευτυχία, έκαμε το παν,
μιγνύουσα αποχαιρετιστηρίους λόγους και προσευχάς. Τότε αρχίζουν την υμνωδία οι
Άγγελοι και όλοι μένουν ακίνητοι και εκστατικοί, όχι από φόβο αλλά από χαρά, οι
Απόστολοι αντιφωνούν με την δική τους ψαλμωδία, και έτσι, περνώντας από το
πανάγιον στόμα η υπεραγία ψυχή της, ωσάν σε ύπνο, παραδίδεται εις τον Υιόν της,
διαφεύγουσα τις ωδίνες του θανάτου όπως τις διέφυγε και κατά την γέννησι ή
μάλλον με την ίδια και μεγαλυτέρα χαρά, και όπως τότε όταν ανεκφράστως
προήρχετο εξ αυτής ο Υιός και Θεός της και τώρα όπου αυτή εξήρχετο προς τον
Θεόν ο οποίος παρίστατο όχι μόνο νοερώς αλλά και αισθητώς.
Ευθύς, όλοι οι
Άγγελοι και μερικές άλλες αγγελικές δυνάμεις άρχισαν να ψάλλουν, και μετά του
πνεύματος μεν εξήρχετο κάποια άφθονος και ανεξήγητος ευωδία, ενώ το σώμα
περιεβάλλετο από πλούσιο και απλησίαστο φως, ώστε και ο αέρας εγέμισε από ήχους
και άσματα, περισσότερο όμως από την ευχάριστον ευωδία, το δε σώμα
ακτινοβολούσε από παντού ώστε να γίνεται κάπως αθέατο. Έτσι λοιπόν
διαμοιράζονται την Παρθένον, οι μαθηταί και ο Διδάσκαλος, τα επίγεια και τα
ουράνια, όπως και μετ' ολίγον ο ουρανός και ο παράδεισος. Ο Κύριος και τα περί
αυτόν λειτουργικά πνεύματα έλαβαν την ψυχή, ενώ οι μαθηταί το σώμα.
Πάλιν άρχισαν οι
ιερές υμνωδίες και θεολογίες των Αποστόλων στις οποίες επεδίδετο ο καθείς
χωριστά ή και όλοι από κοινού. Ο Πέτρος και ο Παύλος καλούσε ο ένας τον άλλον
δια την προσευχή και αγωνίζοντο μεταξύ τους ποίος θα δώση την τιμή της
πρωτοκαθεδρίας εις τον άλλον. Ο Παύλος τελικώς επιβάλλεται, ο Πέτρος πείθεται
και λαμβάνει την πρώτη θέσι και αρχίζει την προσευχή. Έτσι λοιπόν, ο Πέτρος, ως
κορυφαίος των Αποστόλων, προεξήρχε όχι μόνο της προσευχής αλλά και της
υμνωδίας, ενώ συνυπηχούσε και ο υπόλοιπος χορός των μαθητών. Αυτή ήταν η κοινή
τους υμνωδία, υπήρχε όμως και ιδιαίτερος ύμνος όπου τον απηύθυνε ο καθένας
χωριστά. Εκ νέου, μετά από όλους τους ιεράρχας όπου ακολούθησαν τους θεολόγους,
ο ιερός και μέγας Ιερόθεος, ηγέρθη εις το μέσον όλων, όχι μόνο δια των λόγων
αλλά και δια των νοημάτων, εξήλθε εαυτού για να μετάσχη εις την μετάστασι.
Αυτή ήταν η
ευταξία και η ευρυθμία των επικηδείων ύμνων. Ποίος όμως λόγος θα ημπορούσε να
εκφράση την λύπη και τον πόθο του μεγάλου πλήθους, την τιμή όπου ήθελαν να
εκδηλώσουν, με τα δάκρυά τους, με τον ζήλον τους, και προπαντός το μέγα πλήθος
των θαυμάτων;
Οι Απόστολοι
ευρίσκοντο πολύ πλησίον και περιέβαλλον τον κράββατο, εγγίζοντες άλλος εκείνο
το μέλος, ενώ όλοι την κατησπάζοντο πανευλαβώς. Μετά από αυτούς, ήταν ο κύκλος
των πρώτων μαθητών και των μαθητριών. Ο τρίτος κύκλος απετελείτο από άνδρες και
γυναίκες και όλοι όσοι είχαν κάποια μεγαλυτέρα οικειότητα ή ευλάβεια προς την
Παναγία.
Ακολούθησαν όλοι
οι ευσεβείς με την ίδια πίστι, και αρκετοί έλληνες και ιουδαίοι, εκ των οποίων
άλλοι περιγελούσαν και άλλοι εθαύμαζον. Όλοι, ως ένας ποταμός, με μία μόνη
εκβολή, συνέρρεαν και περιέβαλλαν την κλίνη, συνωθούμενοι και
αλληλοαπωθούμενοι, όπως τα πλοία μέσα σε μια λίμνη μάλλον παρά εις ένα
κυματοφόρο πέλαγος.
Οι Απόστολοι
έψαλλαν τους επικηδείους ή προπεμπτηρίους ύμνους, ενώ όλοι από κοινού ανέπεμπον
προς την Παναγία παρακλήσεις. Εις τους ύμνους ανεμιγνύετο ο θαυμασμός, και γι'
αυτό εις τα δάκρυα εμιγνύοντο δάκρυα, εις τα δάκρυα του χωρισμού τα δάκρυα της
χαράς, εις τα δάκρυα της αναχωρήσεως τα δάκρυα της ευχαριστίας. Καθένας όπου
είχε μία ευχή ή μια συμφορά ή και τα δύο, ήθελε να εγγίση τα πόδια του αχράντου
εκείνου σώματος, γιατί δεν τολμούσαν να ασπασθούν κάποιο άλλο από τα μέλη της.
Ως δεύτερο σημείο οπού θα ημπορούσαν να ασπασθούν, ήταν κάποιο από τα υφάσματα
που την εκάλυπταν ή και αυτή την κλίνη, ενώ άλλοι αναγκάζοντο να αρκεσθούν
μόνον εις την θέα της ή και της προσκυνήσεώς της, όπως οικονομείτο ο καθείς από
την Παναγία.
Η αφή, πολλές
φορές δε και μόνη η θέα και η προσκύνησις, εγίνοντο αφορμή εκπληρώσεως των
αιτημάτων της προσευχής και θεραπείας κάθε ασθενείας όχι μόνον του σώματος αλλά
και της ψυχής. Οφθαλμοί τυφλών, ώτα κωφών, πόδια χωλών και εις άλλους άλλα μέλη
εθεραπεύθησαν και όσοι ήσαν εμπεπλεγμένοι εις όλες τις συμφορές εχάρισεν όλα τα
καλά. Έδιδε την υγεία και εις όσους ήσαν άρρωστοι ψυχικά και ευεργετούσε
πλουσιοπαρόχως τους ψυχικώς υγιείς, θεραπεύουσα τους πρώτους και αγιάζουσα τους
δεύτερους. Αυτά απελάμβαναν οι άνθρωποι κατά την Μετάστασι της Παναγίας.
Η άψυχος όμως
κτίσις τι εδέχετο; Όπως και κατά το Πάθος του Υιού της συνεταράσσετο επειδή δεν
το υπέφερε, έτσι και τώρα εκ του αντιθέτου επί τη Μεταστάσει αγάλλετο και
υπερέχαιρε. Ο αέρας και ο ουρανός ήσαν λαμπρότεροι και χαριέστεροι του
συνήθους. Ο πρώτος διεστέλλετο λόγω της αγαλλιάσεώς του επί τη αναχωρήσει και
τη αναβάσει της ψυχής, ενώ ο δεύτερος από μακρόθεν άνοιγε τις πύλες
συναγαλλόμενος, επειδή θα εγίνετο κατοικία αυτής της ψυχής, και οι δύο
συγχρόνως καθαγιάζοντο. Ομοίως ετιμάτο και η γη, όχι μόνον επειδή η Παναγία
ήταν δικός της κάτοικος, αλλά και δια την ταφή και την κατάθεσι του σκήνους
εκαύχετο, επειδή έγινε δοχείον του θεοδόχου σώματος. Αλλά και το νερό δεν
υστερείτο της ευλογίας, γιατί και αυτό αγιάζετο επειδή εχρησιμοποιείτο. Μήπως
είχε ανάγκη καθαρισμού εκείνο το σώμα; Όμως όπως ο Υιός της καθάριζε το νερό
που εχρησιμοποιούσε δια της αγιότητός Του, έτσι εγίνετο και με την απόνηψι την
ιδικήν της. Έτσι το νερό που χρησιμοποιούσε η Παναγία όχι μόνο καθάριζε και
εγίνετο πάναγνο, αλλά και δια τους άλλους καθίστατο λούσμα αγιαστικόν.
Τι έγινε εις την
συνέχεια; Το σώμα τυλίσσεται σε σινδόνα και αρρωματίζεται, όπως άλλοτε και του
Υιού της, υπό διακονισσών παρθένων όπου είχαν σώματα και ψυχές αγνότατες, και
οι οποίες, διακονούσαι μυσταγωγικώς την ευπρέπειαν της Παναγίας, ευπρεπίζοντο
και αγιάζοντο ψυχικώς οι ίδιες υπ' Αυτής. Έτσι η Παναγία, όπου είναι η κλίνη
του Βασιλέως Χριστού, ενεπετέθη εις την κλίνη. Τότε την περικυκλώνουν οι
δυνατοί, όχι μόνον εξήκοντα, αλλά όλοι οι χοροί των Αποστόλων και των μαθητών,
όλοι οι ισχυροί τω πνεύματι. Ανάπτουν λαμπάδες και χύνουν μύρα εις την νοητήν
λαμπάδα όπου μας φωτίζει όλους, εις την χρυσή λυχνία, εις την ευωδία του
ανθρωπίνου γένους. Έτσι φωτίζεται και ευωδιάζεται ο οίκος, ενώ και πάλι
προστρέχουν τα πλήθη, ή μάλλον ολόκληρο το σπίτι γίνεται φως, ένα πνεύμα, μια
ευωδία, από την λάμψι και ευωδία όπου εκπέμπει το σώμα. Το σπίτι είναι μέσα εις
την αγαλλίασι και δοξάζεται περισσότερον από τα θαύματα, διότι τώρα πλέον, όχι
μόνον εκείνοι όπου εγγίζουν το σώμα ή την κλίνη, αλλά και όσοι εγγίζουν μετά πίστεως
τους τοίχους του σπιτιού και ζητούν την δύναμι της Παναγίας, λαμβάνουν την
θεραπεία κάθε πάθους και ασθενείας τους.
Κατόπιν
μεταφέρεται το υπερουράνιο εκείνο σώμα, όπου εβάστασε την αχώρητο εκείνη φύσι
και εδέχθη την απερίγραπτο, η έμψυχος εκείνη κιβωτός όχι δια των χειρών των
ιερέων, όπως η κιβωτός της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά δια των χειρών και των ώμων
ιεραρχών και Αποστόλων, δι' ανθρώπων επί της γης και Αγγέλων εκ των ουρανών,
ψαλλόντων τα επικήδεια άσματα, ή μάλλον δια να κυριολεκτήσωμε, έψαλλαν νικητήρια
και επιτάφια και επιθαλάμια άσματα, επειδή είχε ήδη κερδίσει την νίκη εφ' όλης
της φύσεως και εβασίλευεν εφ' όλης της κτίσεως.
Η Παναγία
κατέβαινεν εις την γη, υποχωρούσα εις τον νόμο της φύσεως, αλλά, όπως ήτο
υπεράνω της φύσεως, μετέβαινε πλησίον του Υιού και Νυμφίου της, εις τον εκεί
ευρισκόμενον θείον θάλαμον, όπου είναι άβατος εις τους άλλους, ενώ οι Άγγελοι
την συνώδευαν εις τον επουράνιο Θρόνο του Θεού, Αυτήν όπου είναι ο εν σαρκί
θρόνος Του, εις τα άνω βασίλεια την βασίλισσαν των πάντων. Έψαλλον ύμνους
υποδοχής, εκραύγαζον δοξολογίες, υπεβάσταζαν την κλίνη και εγέμιζαν τον αέρα με
πνοές αγνές και ευώδεις, σκιάζοντες γύρωθεν την Αγία των Αγίων, την αιτία της
συγχωρήσεως πάντων, το φρικτό μυστήριο, το νέον εργαστήριον, όπου ηνώθησαν η
θεία και η ανθρωπίνη φύσις.