Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Α΄ ΣΥΝΟΔΟΥ

Κυριακή των Αγίων Πατέρων.


Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Α ΣΥΝ

Α' ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το σημερινό Ευαγγέλιο μας παρουσιάζει την προσευχή, που Κύριος έκανε μετά από το Μυστικό Δείπνο στον κήπο της Γεθ-σημανή. Την ονομάζουμε αρχιερατική προσευχή του Κυρίου. Η Εκκλησία διαβάζει αυτή την ευαγγελική περικοπή, γιατί σήμερα γιορτάζει την ιερή μνήμη των Αγίων Πατέρων, που πήραν μέρος στην Α' Οικουμενική-Σύνοδο (325 μ.Χ.) Η Εκκλησία πανηγυρίζει σήμερα, γιατί επικράτησε η αλήθεια για τη Θεότητα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

(Ιωάννη κεφ. ιζ' στίχοι 1-13).


Τῷ καιρῶ ἐκείνω ἐπάρας ὁ Ἰησοῦς τούς ὀφθαλμούς αὐτοῦ εἰς τόν οὔρανον εἶπεν· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τόν υἱόν, ἴνα καί ὁ υἱός σου δοξάση σέ, καθώς ἔδωκας αὐτῶ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἴνα πᾶν ὅ δέδωκας αὐτῶ δώση αὐτοῖς ζωήν αἰώνιον. Αὔτη δέ ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἴνα γινώσκωσι σέ τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὄν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἐγώ σέ ἐδόξασα ἐπί τῆς γής, τό ἔργον ἐτελείωσα ὅ δέδωκας μοί ἴνα ποιήσω· καί νῦν δόξασον μέ σύ, πάτερ, παρά σεαυτῶ τή δόξη ἤ εἶχον πρό  τοῦ τόν κόσμον εἶναι παρά σοί.
Ἐφανέρωσά σου τό ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὖς δέδωκας μοί ἐκ τοῦ κόσμου. Σοί ἤσαν καί ἐμοί αὐτούς δέδωκας, καί τόν λόγον σου τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκας μοί παρά σου ἐστίν· ὅτι τά ρήματα ἅ δέδωκας μοί δέδωκα αὐτοῖς, καί αὐτοί ἔλαβον, καί ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρά σου ἐξῆλθαν, καί ἐπίστευσαν ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας. Ἐγώ περί αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περί τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλά περί ὧν δέδωκας μοί, ὅτι σοί εἰσί, καί τά ἐμᾶ πάντα σά ἐστι καί τά σά ἐμᾶ, καί δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. Καί οὐκέτι εἴμι ἐν τῷ κόσμω, καί οὗτοι ἐν τῷ κοσμῶ εἰσί, καί ἐγώ πρός σέ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον ἐν τῷ ὀνόματί σου ὤ δέδωκας μοί, ἴνα ὦσιν ἐν καθώς ἠμεῖς.
Ὄτε ἤμην μετ' αὐτῶν ἐν τῷ κόσμω, ἐγώ ἐτήρουν αὐτούς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὖς δέδωκας μοί ἐφύλαξα, καί οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο, εἰ μή ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ἴνα ἡ γραφή πληρωθῆ. Νῦν δέ πρός σέ ἔρχομαι, καί ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμω ἴνα ἔχωσι τήν χαράν τήν ἔμην πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς».


Εκείνο τον καιρό σήκωσε ο Ιησούς τα μάτια του στον ουρανό και είπε· Πατέρα, ήλθε η ώρα. Δόξασε τον υιό σου και ο υιός σου θα σε δοξάσει. Γιατί του έδωσες εξουσία πάνω σ' όλους τους ανθρώπους για να δώσει σ' όλους αυτούς που του έδωσες ζωή αιώνιο. Και αυτή είναι η αιώνια ζωή, να γνωρίζουν εσένα, που είσαι ο μόνος αληθινός Θεός και τον Ιησού Χριστό, που απέστειλες στον κόσμο.

Εγώ σε δόξασα στη γη, τελείωσα το έργο που μου έδωσες να κάνω· και τώρα δόξασε με συ, Πατέρα, κοντά σου με εκείνη τη δόξα που είχα μαζί σου πριν από την κτίση του κόσμου.
Φανέρωσα το όνομα σου στους ανθρώπους που μου έδωσες από τον κόσμο· δικοί σου ήταν και τους έδωσες σε εμένα· αυτοί φύλαξαν το λόγο σου. Τώρα κατάλαβαν πως όλα όσα δόθηκαν σε μένα είναι από σένα· γιατί εγώ τα λόγια που μου έδωσες έδωσα σ' αυτούς, και αυτοί τα πήραν και κατάλαβαν στ' αλήθεια πως εγώ βγήκα από σένα, και πίστεψαν πως εσύ με απέστειλες. Εγώ γι' αυτούς παρακαλώ· δεν- παρακαλώ για τον κόσμο, αλλά γι' αυτούς που μου έδωσες, γιατί δικοί σου είναι. Και όλα τα δικά μου είναι δικά σου, και τα δικά σου δικά μου, και έχω δοξαστεί ανάμεσα τους. Και δεν είμαι πια στον κόσμο, αυτοί όμως βρίσκονται στον κόσμο και εγώ έρχομαι σ' εσένα. Πάτερ άγιε, αυτούς που μου έδωσες φύλαξε τους στο όνομα σου, για να είναι ένα, όπως εμεις.
Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, τους φύλαγα στο όνομα σου· αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα και κανένας απ' αυτούς δε χάθηκε, παρά μόνο ο υιός τηο απώλειας, για να εκπληρωθεί η Γραφή. Και τώρα έρχομαι σ' εσένα και λέγω αυτά, ενώ ακόμα βρίσκομαι στον κόομο, για να είναι γεμάτοι από τη δική μου χαρά.

 ΑΝΑΛΥΣΗ
1. Η Εκκλησία, όπως είπαμε, έχει αφιερώσει τη σημερινή Κυριακή στους άγιους Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. Με αυτοκρατορικό διάταγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου συγκεντρώθηκαν 318 Πατέρες της Εκκλησίας μας για να καταδικάσουν τη φοβερή αίρεση του Αρείου. Δεν μπορούσε με πίστη και ταπείνωση να δεχτεί το μυστήριο της Αγίας Τριάδας. Δηλαδή πως ο Θεός είναι στη φύση Του Ένας, αλλά Τριαδικός στα Πρόσωπα. Είναι ο Θεός Πατέρας, ο Θεός Υιός και ο Θεός Άγιο Πνεύμα. Έλεγε τάχα τις, πως δεν μπορεί να υπάρχουν πολλοί θεοί, γι' αυτό και δεχόταν με τη μικρή και σφαλερή ανθρώπινη σκέψη του, πως ο Χριστός είναι κτίσμα του Θεού.
2. Αυτή η διδασκαλία ήταν φοβερή απειλή για τα μέλη της Εκκλησίας και τη σωτηρία όλου του κόσμου. Ο Χριστός μας λυτρώνει και μας σώζει από την αμαρτία, γιατί είναι αδιάσπαστα ενωμένος με τον Ουράνιο Πατέρα του. Άλλωστε ο ίδιος μας βεβαιώνει στο Ευαγγέλιο: «εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν» (=είμαστε ένα). Τέτοιοι σωσμένοι άνθρωποι υπήρχαν και υπάρχουν πάντα στην Εκκλησία μας. Οι άγιοι Απόστολοι, οι Πατέρες, οι άγιοι και οι μάρτυρες της Εκκλησίας μας είναι η τρανότερη απόδειξη της Θεότητας του Ιησού Χριστού.
3.   Η Α' Οικουμενική Σύνοδος με επικεφαλής τον άγιο Αθανάσιο καταδίκασε την αιρετική διδασκαλία του Αρείου ως εσφαλμένη, ψεύτικη και γεμάτη από πλάνη. Η Εκκλησία μας ζει καθημερινά το θαύμα της εν Χριστώ σωτηρίας και αγιότητας των ανθρώπων. Όλα τα θαύματα των Αγίων μας εμψυχώνονται από τη θεϊκή δύναμη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Η Εκκλησία μας ονομάζει τον Κύριο: «Χριστός ο αληθινός Θεός ημών», «ό Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, αθάνατος υπάρχων... είς ων (=ένας υπάρχει) της Αγίας Τριάδος συνδοξαζόμενος τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι». «Πατέρα Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον».
4.   Στην αρχιερατική του προσευχή ο Κύριος προσεύχεται στον επουράνιο Πατέρα του: α) για τους μαθητές του, β) για εκείνους τους ανθρώπους, που θα πιστέψουν στο όνομα του και θα είναι όλοι ενωμένοι στην Αγία Εκκλησία, γ) ζητεί να βρεθούν όλοι οι άνθρωποι κοντά του, στον Παράδεισο, ώστε να απολαμβάνουν τη δόξα που είχε ο Χριστός με τον Πατέρα του· πριν ακόμα κτιστεί ο κόσμος. Αυτό μας φανερώνει πολύ καθαρά την αλήθεια της Θεότητας του Ιησού Χριστού.
Δ' ΔΙΔΑΓΜΑ:

«Ομολογούμεν τον Κύριον ημών Ιησούν ριστόν, Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον» (Απόφαση της Γ Οικουμενικής Συνόδου, στην Έφεσο το 431 μ.Χ.).
Ε' ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΚΚΛ. ΡΗΤΟΡΩΝ
«Τι θα πει να είμαστε μέσα στην Εκκλησία; θα πει να μην αφήνουμε τη θρησκεία μας και την πίστη μας. Θα πει να έχουμε ανάμεσα μας αγάπη, εκείνη την αγάπη, που μας διδάσκει ο Χριστός. Θα πει να μην λείπουμε από τη θεία Λειτουργία, να εξομολογούμαστε και να κοινωνούμε. Η Εκκλησία είναι ο Χριστός και όποιος είναι μέσα στην Εκκλησία είναι με το Χριστό».
(Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Λόγος Παρακλήσεως, Κοζάνη 1967).

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

"Με το φρόνημα της τυφλότητας" - Κυριακή του Τυφλού

"Με το φρόνημα της τυφλότητας" - 

Βασίλειος Αργυριάδης 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΕΝ  ΠΛΩ




«Φῶς εἰμι τοῦ κόσμου», ακούσαμε σήμερα τον Χριστό να λέει στους μαθητές Του. Κι η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι αφιερωμένη σ’ αυτό ακριβώς, στο φως του κόσμου που είναι ο Χριστός και που χαρίζει ο Χριστός. Γι’ αυτό και Τον βλέπουμε σήμερα να δίνει σε έναν εκ γενετής τυφλό τόσο το σωματικό όσο και το ψυχικό φως. Κι επειδή ακριβώς πρόκειται για μια συνολική, ψυχοσωματική παρέμβαση του Κυρίου, η περικοπή μάς μιλά κατ’ ουσίαν για τη δημιουργία και την ανακαίνιση του ανθρώπου από τον αναστημένο Χριστό.

«Φῶς εἰμι τοῦ κόσμου». Όπως στη διήγηση της Γενέσεως, μία από τις πρώτες εντολές του Θεού είναι να λάμψει το φως (Γεν. 1,3), έτσι και στη σημερινή περικοπή, μία από τις πρώτες κουβέντες του Κυρίου είναι για το φως. Κι όπως στη διήγηση της Γενέσεως ο Θεός παίρνει χώμα και δημιουργεί τον άνθρωπο (Γεν. 2,7), έτσι και στη σημερινή περικοπή, ο Ιησούς παίρνει χώμα από τη γη και θεραπεύει τον εκ γενετής τυφλό. Κι έτσι, ο ευαγγελιστής Ιωάννης, μ’ αυτό τον λεπτό συμβολισμό, θέλει να μας επισημάνει πως ο αναστημένος Χριστός είναι η συνέχεια και η ολοκλήρωση της δημιουργίας, είναι το τέλος και η θέωσή της. Δεν είναι απλά μια πηγή φωτός σαν τον ήλιο, αλλά ένα φως πάνω απ’ αυτόν, ένα φως άκτιστο που διεμβολίζει την κτιστότητα και γίνεται ζωή της, καταυγάζει τον άνθρωπο εσωτερικά και εξωτερικά και κρίνει τον κόσμο. Στο γεγονός του σημερινού θαύματος κρίνονται οι πάντες, μας λέει η περικοπή. Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι ο ευαγγελιστής Ιωάννης δημιουργεί μια τόσο εκτεταμένη διήγηση, προκειμένου να δείξει σε αλλεπάλληλες σκηνές πως απέναντι στο φως του κόσμου είναι όλοι υποχρεωμένοι αναπόδραστα να πάρουν θέση.

Οι πρώτοι που τοποθετούνται απέναντι στον θεραπευμένο άνθρωπο είναι οι «οἱ γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον», εκείνοι που καθημερινά τον έβλεπαν να ζητιανεύει κοντά τους («καθήμενος καὶ προσαιτῶν»). Αυτοί απορούν. Κάνουν ερωτήσεις — «είναι τάχα ο τυφλός που ξέραμε ή δεν είναι αυτός»; Ο ίδιος τους διαβεβαιώνει, αλλά μοιάζουν να μην πείθονται ολότελα. Η στάση τους είναι η στάση των φιλοπερίεργων ανθρώπων. Στέκονται, αναρωτιούνται, θαυμάζουν κάπως, συζητούν και ξανασυζητούν… Θυμίζουν τους ανθρώπους μπροστά στις κρεμασμένες εφημερίδες των περιπτέρων: διαβάζουν τίτλους, απορούν για το περιεχόμενο των αθέατων άρθρων, μονολογούν, πιάνουν κουβέντα μεταξύ τους, αλλά στο τέλος όλοι θα συνεχίσουν τον δρόμο τους. Κατ᾽ ουσίαν, αδιαφορούν. Ό,τι έγινε τούς ακούμπησε σ’ ένα επίπεδο επιφανειακό. Μέσα τους έμειναν ανέγγιχτοι. Μετά τις ερωτήσεις τους, τα ίχνη τους σβήνουν στην περικοπή.

Οι δεύτεροι που τοποθετούνται απέναντι στο γεγονός είναι οι Φαρισαίοι. Αυτοί δεν αδιαφορούν, αλλά οργίζονται. Στην αρχή προσπαθούν να αρνηθούν το θαύμα, μα όταν διαπιστώνουν πως δεν μπορούν —οι γονείς του θεραπευμένου δεν αφήνουν περιθώρια— στρέφονται ενάντια στον Χριστό: «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ». Δεν αρνούνται το θαύμα, αρνούνται το φως του κόσμου. Οι διατάξεις του Νόμου έχουν μεγαλύτερη σημασία γι’ αυτούς. Είναι οι εγγυητές του Νόμου, άρα κάθε υπέρβασή του είναι αμφισβήτηση της εξουσίας τους. Αν το φως του κόσμου είναι υπέρτερο από τον δικό τους Νόμο, τότε οι ίδιοι μένουν μετέωροι. Η άρνηση του Χριστού είναι γι’ αυτούς μονόδρομος. Θέλουν να διατηρήσουν τη θέση τους, την ισχύ και το κύρος τους.

Οι τρίτοι που τοποθετούνται απέναντι στο περιστατικό είναι οι γονείς του εκ γενετής τυφλού. Στη στάση αυτών δεν υπάρχει αδιαφορία ή άρνηση, υπάρχει φόβος — «ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους». Γνωρίζουν το θαύμα, το παιδί τους θεραπεύτηκε. Όμως δεν έχουν το κουράγιο να γίνουν μάρτυρες του φωτός. Αυτό που ήταν οι ίδιοι πριν δεν μπορούν να το αφήσουν για να συνταχθούν πλάι σε κάτι νέο.

Αυτές τις αντιδράσεις του κόσμου απέναντι στο φως, ο ευαγγελιστής μάς τις αφηγείται σαν αλλεπάλληλα κύματα. Και μέσα στα κύματα παλεύει ο θεραπευμένος πρώην τυφλός: στέκει μάρτυρας του θαύματος απέναντι στους αδιάφορους˙ υπερασπίζεται το φως απέναντι στους αρνητές˙ δεν υιοθετεί τη φοβική στάση των δικών του, αλλά αντιμετωπίζει με θάρρος το ενδεχόμενο αποπομπής του από τη Συναγωγή («ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται»). Παρόλα αυτά, δεν φαίνεται να έχει εξαρχής επίγνωση του Χριστού. Κάτι χτίζεται μέσα του προοδευτικά. Η πορεία του μοιάζει πως είναι μια πορεία σταδιακής προκοπής: αρχικά, ονομάζει τον Κύριο «ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς»˙ στη συνέχεια, διατείνεται «ὅτι Προφήτης ἐστίν»˙ στο τέλος, όταν τον ξανασυναντά ο Χριστός, αξιώνεται να Τον πιστέψει ως «Υἰὸν Θεοῦ».

Οι σύγχρονοι χριστιανοί, όλοι εμείς, αναρωτιόμαστε συνήθως σε ποια κατηγορία από τις παραπάνω ανήκουμε, ποια είναι η κατάστασή μας. Είμαστε αδιάφοροι; Μήπως αρνητές ή φοβικοί; Ή μήπως η ζωή μας είναι μια μαρτυρία για το φως του κόσμου; Το πιο πιθανό είναι πως είμαστε κάτι απ᾽ όλα αυτά. Κάποτε λιγότερο, κάποτε περισσότερο. Κάποιοι έτσι, άλλοι αλλιώς — οι ζωές των ανθρώπων δεν είναι μονοσήμαντες, η πνευματική κατάσταση καθενός περνά διακυμάνσεις και εναλλαγές. Όμως, όσο κι αν έχει σημασία για όλους μας μια τέτοια διερώτηση, ίσως αξίζει περισσότερο, το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα να γίνει αφορμή για να σκεφτούμε δύο πράγματα: πως το φως στον άνθρωπο το δίνει ο ίδιος ο αναστημένος Χριστός και πως απέναντί Του δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να στεκόμαστε με το φρόνημα της τυφλότητας. Απέναντι στο φως που είναι Εκείνος, εμείς είμαστε ένα τίποτα, κάτι πιο λίγο κι από το τίποτα, σαν τον τυφλό της περικοπής που του έλειπε ακόμα και το όργανο του οφθαλμού. Έχουμε αξιωθεί, έστω με το μυαλό μας, να γνωρίσουμε πως Εκείνος είναι το φως΄ κι έχουμε κληθεί να γίνουμε απεσταλμένοι Του, όπως κι ο τυφλός της σημερινής περικοπής («ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται, ἀπεσταλμένος»). Μα η ζωή μας είναι ακόμα εν πορεία. Άλλοτε πέφτουμε σε αδιαφορία, άλλοτε αρνούμαστε να σταθούμε μπροστά Του χωρίς το «κύρος» και τη «θέση» μας, χωρίς τις ψευτοάμυνες της «ισχύος» μας. Άλλοτε φοβόμαστε τι αλλαγή μπορεί να φέρει στη ζωή μας η ολόκαρδη αποδοχή Του. Αν κάτι πρέπει λοιπόν να μας βάλει να σκεφτούμε η σημερινή περικοπή είναι η αναγκαιότητα του φρονήματος της τυφλότητας: να στεκόμαστε μπροστά Του γυμνοί κι ανυπεράσπιστοι, με επίγνωση πως Εκείνος είναι τα πάντα, το φως μέσα κι έξω μας. Να στεκόμαστε σαν τυφλοί, «παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι» πιστεύοντες (Ρωμ. 4,18), μ’ αυτό που έρχεται αθέατο, ανοιχτοί στο απρόσμενο, χωρητικοί στην έκπληξη, εδραίοι στην υπομονή.

Είναι όμορφα όλα αυτά τα λόγια, θα πει κανείς, μας πώς γίνονται πράξη; Πώς παραιτείται κανείς από τον εαυτό του, για να αφεθεί στο φως του Χριστού, που είναι η νέα δημιουργία του κόσμου; Η απάντηση στο ερώτημα είναι όλο αυτό που παλεύει να είναι η ζωή του χριστιανού μέσα στην Εκκλησία. Αν παλεύουμε να βάλουμε τη ζωή μας σε μια τάξη, από τα πιο απλά και εύκολα (ας πούμε, την τροφή, μέσω της νηστείας), μέχρι τα πιο σύνθετα και δύσκολα (την τήρηση του νου μας από κάθε εφάμαρτο λογισμό), είναι γιατί η εμπειρία της Εκκλησίας διδάσκει πως έτσι μαθαίνουμε τον εαυτό μας να στέκει μπροστά Του γυμνός και παραδομένος. Αν παλεύουμε να κάνουμε κέντρο μας τις ανάγκες των διπλανών μας και να γινόμαστε βαστάζοι των δικών τους φορτωμάτων, είναι για να κρατάμε τη ζωή μας βυθισμένη στην εκούσια τυφλότητα μπροστά Του. Αν πασχίζουμε να περιστρέφουμε την καθημερινότητά μας γύρω από σταθερά σημεία προσευχής (πρωί και βράδυ), είναι για να κάνουμε τον εαυτό μας να νιώσει το δικό μας σκοτάδι και να ποθήσει το δικό Του φως.

Με το φρόνημα της τυφλότητας κάνουμε δοχή στο φως. Γι’ αυτό κι ένας άγιος της Εκκλησίας μας προσευχόταν «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος». Είχε φρόνημα τυφλότητας. Αλλά ήξερε πως τα δοχεία της τυφλότητας είναι που αξιώνονται το φως.

 

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

Τοῦ Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη


«Οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν.
Αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν καὶ οἴδαμεν
ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός» (Ἰωάν. δ´ 42)

Ὁ Κύριος στό σημερινό Εὐαγγέλιο συναντᾶται μέ μιά γυναίκα Σαμαρείτιδα, “παρά τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ”, καί παρ’ ὅλο πού πρόκειται ὄχι καί τόσο γιά μιά “ἠθική” περίπτωση – μέ πέντε ἄνδρες στό παρελθόν της καί μ᾽ ἕναν πού συζεῖ χωρίς νά εἶναι ὁ κανονικός της ἄνδρας – τῆς ἀποκαλύπτει βασικές ἀλήθειες περί τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ καί τοῦ τρόπου πού πρέπει κανείς νά Τόν λατρεύει καί νά Τόν προσκυνᾶ. Προφανῶς ἐκτιμώντας ὄχι βεβαίως τήν ἠθική της κατάσταση – ἐμμέσως ἀσκεῖ ἔλεγχο γι᾽ αὐτήν – ἀλλά τήν ἀναζήτησή της, ὅπως φανερώνεται ἀπό τά ἐρωτήματα πού τήν ἀπασχολοῦν καί πού τά θέτει ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, μόλις ἀντιλαμβάνεται ὅτι τῆς μιλᾶ ὡς προφήτης. Εἶναι τέτοιος μάλιστα ὁ συγκλονισμός της ἀπό αὐτά πού τῆς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος τόσο γιά τήν προσωπική της ζωή, ὅσο καί γιά τόν Θεό, καί μάλιστα ὅτι ὁ ῎Ιδιος εἶναι ὁ ἐρχόμενος Μεσσίας, ὥστε σπεύδει νά καταθέσει τή μαρτυρία της αὐτή καί στούς συμπατριῶτες της στή Σαμάρεια, οἱ ὁποῖοι θεωρώντας ἀξιόπιστο τόν λόγο της ἀνταποκρίνονται καί προσέρχονται στόν Ἰησοῦ. Κι ἐνῶ πρό καιροῦ εἶχαν ἀρνηθεῖ νά Τόν δεχθοῦν μαζί μέ τούς μαθητές Του στήν πόλη τους, τώρα καί Τόν πλησιάζουν καί Τόν ἀκοῦνε, ἀλλά καί Τόν παρακαλοῦν νά μείνει μαζί τους. Πρός τήν γυναίκα δέ πού αὐτή στήν οὐσία τούς κάλεσε, τήν μετέπειτα ἁγία μεγαλομάρτυρα Φωτεινή τήν ἰσαπόστολο, γύριζαν καί τῆς ἔλεγαν: “οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν, αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν καί οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός”.

. Κι αὐτή εἶναι ἡ συνήθης διαδικασία στό γεγονός τῆς πίστεως: κάποιος προσέρχεται στόν Χριστό, διότι ἕνας ἄλλος, γνωστός τίς περισσότερες φορές, καταθέτει μιά προσωπική μαρτυρία περί Αὐτοῦ. Ἐν προκειμένῳ ἡ “λαλιά” τῆς Σαμαρείτιδας ἀποτέλεσε τό ἔναυσμα γιά νά προκληθεῖ τό ἐνδιαφέρον τῶν συμπατριωτῶν της γιά τόν Ἰησοῦ ὡς Μεσσία. Παρομοίως κινήθηκαν καί οἱ πρῶτοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Μετά τήν δική τους κλήση ἀπό Ἐκεῖνον ἔνιωσαν τήν ἀνάγκη νά καλέσουν καί ἄλλους, σάν τόν ἀπόστολο “Ανδρέα πού ἔσπευσε στόν ἀδελφό του Σίμωνα, τόν μετέπειτα ἀπόστολο Πέτρο, σάν τόν Φίλιππο πού κάλεσε τόν ἀδελφικό του φίλο Ναθαναήλ. Στήν ἱστορία μάλιστα τῆς “Εκκλησίας διαπιστώνουμε ὅτι σ᾽ ἕνα μεγάλο ποσοστό ἡ πρώτη κλήση γιά τόν Χριστό σέ πολλές περιοχές ὀφείλετο σέ ἁπλούς πιστούς, πού ἔχοντας τήν ἐμπειρία τῆς συνάντησής τους μέ τόν Χριστό, θέλησαν νά μοιραστοῦν τή χάρη καί τή χαρά αὐτή. Δέν κινήθηκαν ὡς “ἐπαγγελματίες” ἱεραπόστολοι, ὡς “καπηλεύοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ” (Β´ Κορ. β´ 17) κατά τόν ἀπ. Παῦλο, ἀλλ᾽ ὡς ἄνθρωποι πού δέν μποροῦσαν νά συγκρατήσουν τή χαρά τους: ἕνα ξέσπασμα τοῦ πληρώματος τῆς καιομένης καρδίας τους νά μοιραστοῦν μέ τούς ἄλλους ὅ,τι βρῆκαν ὡς θησαυρό στή ζωή τους. “Ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περί τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς,… ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν”, ὅπως γράφει καί ὁ ἀπ. Ἰωάννης στήν Α´ Καθολική ἐπιστολή του (α´ 1-3).

. Στήν πραγματικότητα, ἡ κατάθεση τῆς μαρτυρίας κάποιου γιά τόν Χριστό, πού λειτουργεῖ καί ὡς κλήση τῶν ἀκουόντων, κατανοεῖται ὡς κλήση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανό Του τόν μάρτυρα αὐτόν. Ὅπως εἶπε ὁ Κύριος στούς μαθητές Του: “Καί ὑμεῖς μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ᾽ ἀρχῆς μετ᾽ ἐμοῦ ἐστε “ (Ἰωάν. ιε´ 27). Μέ ἄλλα λόγια ὁ κάθε πιστός στόν Χριστό, πού ἔχει γευτεῖ τή γλυκύτητα τῆς παρουσίας Του στήν ζωή του, γίνεται μέτοχος τῆς μαρτυρίας τοῦ Θεοῦ Πατέρα, πού ξεκινᾶ ἀπό τόν ῎Ιδιο τόν πρῶτο μάρτυρα “Εκείνου τόν Ἰησσοῦ Χριστό – “ἐγώ ἦλθον ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ” (Ἰωάν. ιη´ 37) – καί συνεχίζεται καί ἁπλώνεται μέσα πιά ἀπό τούς πιστεύοντες σ” Αὐτόν. “Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν” (Ἰωάν. ϛ´ 44). ῎Ετσι καί στήν περίπτωση τῆς Σαμαρείτιδας: γίνεται, ἐν ἀγνοίᾳ της στή φάση αὐτή, τό ὄργανο τοῦ Θεοῦ γιά νά καλέσει μέσα ἀπό τήν προσωπική της ἐμπειρία καί τούς ἄλλους Σαμαρεῖτες. Καί βεβαίως δέν σταμάτησε μόνον ἐκεῖ: μετά τήν πλήρη ἐνσωμάτωσή της στόν Χριστό διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, κινήθηκε ἱεραποστολικά μέσα στά ὅρια τῆς Σαμαρείας, ἀλλά καί ἀλλοῦ. Καί ἐπισφράγισε τήν ὅλη ἐν Χριστῷ πορεία της μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματός της, ἀφοῦ στόν διωγμό τοῦ Νέρωνα, λίγο μετά τό ἥμισυ τοῦ 1ου μ.Χ. αἰ., καί αὐτή ἀλλά καί σχεδόν ὅλοι οἱ συγγενεῖς της ἔδωσαν τή ζωή τους πρός χάρη τοῦ Ἰησσοῦ Χριστοῦ.

. Οἱ Σαμαρεῖτες λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθουμε, πίστεψαν σέ πρώτη φάση ἀπό τόν λόγο τῆς μετέπειτα ἁγίας Φωτεινῆς. Προχώρησαν ὅμως καί στήν δεύτερη φάση τῆς πίστεως, στήν προσωπική ἐμπειρία: “αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν καί οἴδαμεν”. Κι ἄν κανείς δέν φτάσει σ᾽ αὐτό τό δεύτερο βῆμα: ἡ πίστη ἐξ ἀκοῆς νά γίνει αὐτηκοΐα καί ἐμπειρία ζωῆς, δέν ὁλοκληρώνει ποτέ τή δυναμική πορεία τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Θά παραμένει πάντοτε σ᾽ ἐπίπεδο νηπιακό, πού σημαίνει ὅτι ἡ διψυχία καί ἡ ὀλιγοπιστία, μέ τά ἀποτελέσματα τῆς ἀκαταστασίας (Πρβλ. Ἰακ. α´ 8 ), θά ταλαιπωροῦν τήν ὅλη ζωή του, γιά νά φτάσει κατά πᾶσα πιθανότητα σέ πλήρη ἄρνηση αὐτῆς ἤ σέ μιά πίστη θρησκευτικοῦ τύπου, πού συνιστᾶ μιά ἐπιφανειακή ἰδεολογία καί πού βεβαίως δέν ἔχει τή δύναμη νά ἀλλοιώσει θετικά τή ζωή του. Κι αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί τό δράμα πολλῶν συγχρόνων Χριστιανῶν: παραμένουν μόνον σ᾽ ὅ,τι ἄκουσαν καί ἔμαθαν καί ἀποδέχτηκαν ἀπό τούς γονεῖς τους ἤ κάποιους ἄλλους ἀνθρώπους στά πρῶτα τους χρόνια καί δέν θέλησαν αὐτήν τήν πρώτη πίστη πού παρέλαβαν νά τήν κάνουν καί δική τους ἐμπειρία καί δικό τους βίωμα. ῎Ετσι παρέμειναν καί παραμένουν ἀκόμη Χριστιανοί κατ᾽ ὄνομα, ὁπότε ἰσχύει καί γι᾽ αὐτούς ὅ,τι ὀνόμασε ὁ ἁγιασμένος Γέροντας Παΐσιος “σύνδρομο τοῦ ἄδειου σακκιοῦ”. ῎Ανθρωποι δηλαδή πού ἐντάχθηκαν μέν στόν χριστιανισμό διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἀλλά πού δέν ἐνεργοποίησαν καθόλου τή χαρισματική αὐτή κατάσταση.

. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος βέβαια ἔχει ἀποκαλύψει τί γίνεται σ᾽ αὐτές τίς περιπτώσεις καί ἡ ἀποκάλυψή Του αὐτή ἠχεῖ πολύ φοβερά καί ζοφερά: πρόκειται γιά τούς “πιστούς” πού γίνονται μέν κλαδιά στό δένδρο Ἐκείνου, κλήματα στό ἀμπέλι Του, ἀλλά μή παραμένοντας ἑνωμένοι μαζί Του διά τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν καί τῆς συμμετοχῆς τους συνεπῶς στήν ἐν μετανοίᾳ Θεία Εὐχαριστία, ξηραίνονται καί ἀποκόπτονται καί εἰς πῦρ βάλλονται (Πρβλ. Ἰωάν. ιε´ 1ἑξ.). Στήν περίπτωση ἀπό τήν ἄλλη πού ἕνας πιστός ἀποκτήσει προσωπική σχέση μέ τόν Χριστό, γίνει αὐτήκοός Του καί νιώθει τήν παρουσία Του στή ζωή του, πού σημαίνει ὅτι ἔχει ὀρθά ἐκκλησιοποιηθεῖ, ζώντας ὡς μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τήν ἁγία Του “Εκκλησία, τότε θά διαπιστώνει διαρκῶς ὅτι ἡ ἔκπληξη ἀπό τήν ἀδιάκοπα παρεχόμενη χάρη τοῦ Θεοῦ σ” αὐτόν θά εἶναι μιά μόνιμη κατάσταση. Θά ὁδεύει πάντοτε “ἐκ πίστεως εἰς πίστιν καί ἀπό δόξης εἰς δόξαν”, δεδομένου ὅτι ἡ ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιά ἀτέλεστη πορεία, μιά συνεχής αὔξηση σ᾽ ἐπίπεδα θεώσεως, κάτι πού μᾶς φανερώνουν, συνεσκιασμένα καί ταπεινά, οἱ ἅγιοί μας.

. Εἶναι κρίμα πάντως νά εἶναι “στό χέρι μας” ἡ δύναμη καί ἡ χαρά τῆς προσωπικῆς πίστεως στόν Χριστό, αὐτῆς πού συνιστᾶ καί τή λύση ὅλων τῶν οὐσιωδῶν προβλημάτων τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, κι ἐμεῖς νά μένουμε στά “ξυλοκέρατα” τῶν πρώτων βημάτων τῆς πίστεως τῶν ἀρχαρίων.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΟΥΚ ΕΧΩ...

400 χρόνια προ Χριστού έζησε ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης. Τούτος χαρακτηρίστηκε σαν αναρχικός φιλόσοφος και χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του. Πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, τη λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί κανείς να την εξασφαλίσει. Τούτος λοιπόν μια μέρα, μέρα μεσημέρι πήρε ένα φανάρι αναμμένο και κυκλοφορούσε μέσα στο πλήθος φωνάζοντας «άνθρωπον ζητώ»• ψάχνω άνθρωπο, γυρεύω άνθρωπο.
400 χρόνια αργότερα στα χρόνια του Χριστού, όταν ο Θεάνθρωπος κυκλοφορούσε ανάμεσα μας η ίδια ακριβώς ιστορία. Και πάλι μέρα μεσημέρι και πάλι μέσα στο πλήθος.
Εκεί στην προβατική πύλη του τείχους της Ιερουσαλήμ όπου και η Βηθεσδά, η κολυμβήθρα του ελέους. Ο χώρος όλος πλημμυρισμένος από λογής – λογής αρρώστους. Όλοι αυτοί, τυφλοί, ανάπηροι, παράλυτοι, περίμεναν με αγωνία κι ελπίδα να κατέβει ο άγγελος, ο απεσταλμένος του Θεού, να ταράξει τα νερά της δεξαμενής. Και τότε όποιος προλάβαινε να πέσει μέσα στα νερά την ώρα εκείνη γινόταν αμέσως καλά, από οποιαδήποτε αρρώστια κι αν έπασχε. Απ’ όλους αυτούς τους βασανισμένους αρρώστους όμως ένας άνθρωπος ξεχώριζε. Τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια παράλυτος. Κι ήταν μόνος, κατάμονος. Δεν είχε κανένα να τον βοηθήσει. Αυτόν μόλις τον αντικρίζει ο Χριστός, τον πλησιάζει και του λέει «Θέλεις να γίνεις καλά»; Και η απάντηση : «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο να με βοηθήσει να πέσω πρώτος μέσα στα νερά όταν τα κινήσει ο άγγελος. Πάντοτε κάποιος άλλος προλαβαίνει να πέσει πρώτος».
Ετούτος ο παραλυτικὸς του σημερινού Ευαγγελίου, εκφράζει ένα βασικά παράπονο. Δεν έχει κάποιον δικό του άνθρωπο για να τον βάλει μέσα στα ταραγμένα νερά. Είναι μόνος και μέσα στην μοναξιά του, υπομένει για τριάντα οκτώ χρόνια την ασθένεια του, δυστυχισμένος και ξεχασμένος. Είναι μόνος ανάμεσα σε τόσο κόσμο. Άνθρωπο δεν έχει…
2000 χιλιάδες χρόνια μετά. Σήμερα… στην εποχή μας.
Η ίδια φωνή. Το ίδιο παράπονο. Η ίδια ικεσία.
«Άνθρωπον ουκ έχω…»
Η δραματική φωνή του ανθρώπου, σήμα κατατεθέν της εποχής μας. Φωνάζει βοή¬θεια, ο άνθρωπος και ο ήχος πέφτει στο κενό. Παρά την πρόοδο, παρά τις πολυσύχναστες πόλεις, παρά τις καταπληκτικές επιστημονικές προόδους, ο άνθρωπος μένει μόνος, μένει αβοήθητος. Ζει με τα τηλέφωνα στα χέρια του, βρίσκεται συνέχεια μέσα στο διαδίκτυο, ένα παγκόσμιο παράθυρο στο κόσμο, μια συνεχή και ασταμάτητη επικοινωνία και όμως είναι μόνος. Ο καθένας ζει μόνο για τον εαυτό του. Απομονωμένοι και διασπασμένοι από το σύνολο των ανθρώπων, ζούμε μέσα σε μια απέραντη εγωκεντρική μοναξιά. Συστεγαζόμαστε και συνεργαζόμαστε. Αγκαλιαζόμαστε και διασκεδάζουμε. Τρέχουμε μαζί στις γιορτές και στα πανηγύρια. Χορεύουμε και τραγουδάμε. Ζούμε και κινούμαστε πάντα στην πολυκοσμία. Τίποτε όμως το ουσιαστικό. Η ερημιά και η μοναξιά βασιλεύουν γύρω μας κι ας συνωστιζόμαστε στους δρόμους, στα μέσα συγκοινωνίας, ακόμα, ακόμα και μέσα στις εκκλησίες. Χιλιάδες και μυριάδες άνθρωποι δίπλα μας προσπερνούν βιαστικά χωρίς καμιά διάθεση επικοινωνίας, ούτε καν για ένα χαιρετισμό. Δίχως ένα βλέμμα, χωρίς ένα χαμόγελο. Όλα συμβατικά, επιφανειακά, χωρίς ειλικρίνεια, χωρίς αν¬θρωπιά.
Η μοναξιά λοιπόν και ο δικός μας καημός και σε μεγαλουπόλεις και σε χωριά. Έχει την αίσθηση κανείς, πως βυθίζεται ολομόναχος σε μια απύθμενη ανθρωποθάλασσα. Χιλιάδες άνθρωποι κυκλοφορούν γύρω μας, όμως δεν είναι παρά απρόσωπες μονάδες μιας ποσότητας. Είναι άνθρωποι χωρίς φυσιογνωμία, χωρίς χαμόγελο. Ζούμε, αλήθεια, τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο και όμως δεν έχουμε καμιά ψυχική επικοινωνία.
Ακόμη πρέπει να δούμε πως ζούμε στην εποχή που την χαρακτηρίζει ο άκρατος υλισμός, το χρήμα, η έλλειψη αγάπης για τον συνάνθρωπο, η εκμετάλλευση του αδυνάτου, η ύψιστη υποκρισία, σε μια εποχή όπου για κάθε μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα, εφευρίσκονται χονδροειδέστατα προσχήματα και παρουσιάζονται σαν μοναδικές εφικτές λύσεις. Η ανθρωπότητα έχει βυθιστεί σε έναν άνευ προηγουμένου μεσαίωνα που προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει διέξοδο.
Στον ίδιο τούτο κόσμο πόνος παντού και δυστυχία. Αρρώστιες, δυστυχήματα, απώλειες που τα αίτια τους μπορούν να αναχθούν είτε σε ανθρώπινες δραστηριότητες και εσκεμμένες παραλείψεις είτε σε φυσικούς παράγοντες. Μολυσμένες τροφές, μολυσμένο νερό, μολυσμένος αέρας, πόλεμοι, Τσερνόμπιλ, Φουκουσίμα, Κοσλοντούϊ, αεροπλάνα που πέφτουν, τρένα που εκτροχιάζονται, τροχαία δυστυχήματα, εργατικά ατυχήματα και πολλά άλλα «κατορθώματα» της ανθρώπινης τεχνολογίας, της απανθρωπιάς, της κακίας, της αδιαφορίας, της εγκληματικότητας.
Να προσθέσουμε και την ανασφαλή καθημερινότητά μας, σε κάθε τομέα και σε κάθε στιγμή με μια πολιτεία θεατή και ανίκανη για παρέμβαση. Όταν φοβόμαστε ακόμα και να χαιρετήσουμε το συνάνθρωπό μας ή να βγούμε έξω από το σπίτι μας, όταν αντικρίζουμε με αβεβαιότητα και φόβο το άμεσο μέλλον μας, όταν βάζουμε το χέρι στον τύπο των ήλων του ξεχαρβαλώματος του τόπου μας, της πατρίδας μας, του ξεπουλήματος των πάντων, ηθών, εθών, πίστεως γλώσσας, παιδείας, οικονομίας, όταν…όταν…όταν.
«…Σ' αυτή λοιπόν τη συγκεκριμένη ευαγγελική ιστο¬ρία, τι είναι αιώνιο και διαρκές; Στο κέντρο της βρί¬σκονται σαφώς τα λόγια του παραλύτου προς το Χριστό, "άνθρωπον ουκ έχω". Αυτή είναι στ' αλήθεια ή κραυγή του ανθρώπου πού φτάνει στο σημείο να γνωρίσει την τρομακτική δύναμη του ανθρώπινου εγωισμού και ναρκισσισμού. Ο καθένας για τον ε¬αυτό του. Ψάχνοντας για το νούμερο ένα. Όλοι αυ¬τοί, όλο αυτό το πλήθος των τυφλών, αρρώστων, παραλύτων, των "εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν", πού μ' άλλα λόγια περιμένουν για βοήθεια, φροντίδα, θεραπεία, παρηγοριά. Ό καθένας όμως περιμένει μόνος του. για τον εαυτό του. Και όταν τα νερά ταράσσονται, όλοι σπρώχνονται ξεχνώντας ό ένας τον άλλο... Από την άποψη του ευαγγελίου, αυτή ή "κολυμβήθρα" είναι φυσικά μια εικόνα του κόσμου, μια εικόνα της ανθρώπινης κοινωνίας, ένα σύμβολο της ίδιας της οργάνωσης της ανθρώπινης συνείδησης…
…Μας λένε πώς έτσι δουλεύει ο κόσμος, τι μπορείς να κάνεις; Αυτή όμως είναι πράγματι η έ¬σχατη, αντικειμενική και επιστημονική αλήθεια για το πρόσωπο και την ανθρώπινη ζωή; …
…Δεν αισθανόμαστε πλέον, έστω και ασυνείδητα, ασφυξία σ' έναν κόσμο πνιγμένο στο παμφάγο εγώ. Έχουμε τόσο συνηθίσει στο αίμα. στο μίσος, στη βία, και τουλάχιστον στην αδιαφορία…». (π. Αλέξανδρος Σμέμαν).
Αγαπητοί Χριστιανοί!
Πριν λίγες μέρες γίναμε μάρτυρες του τραγικού γεγονότος του πατέρα που σφαγιάστηκε τη στιγμή που έτρεχε για να μεταφέρει στο μαιευτήριο την ετοιμόγεννη σύζυγό του.
Δείγμα κι αυτό της εποχής μας. Δείγμα της εγκατάλειψής μας.
Και εμείς συνεχίζουμε να φωνάζουμε, να κραυγάζουμε «άνθρωπόν ουκ έχω». Λόγια που εκφράζουν το μέγεθος της τραγωδίας και μάλιστα μιας τραγωδίας κοινωνικής. Η δικαιολογημένη κραυγή μοναξιάς της δικής μας εποχής. Γιατί, αν μοναξιά είναι η αίσθηση της απουσίας των άλλων ανθρώπων, δυστυχώς, πολλές φορές μοναξιά είναι και η αίσθηση της παρουσίας πολλών, αλλά αδιάφορων ανθρώπων.
Αλλά. Σε όποια φάση μοναξιάς κι αν βρισκόμαστε ας μην ξεχνούμε ότι υπάρχει ο Θεός, ο οποίος με την παρουσία και την αγάπη Του σπάζει αυτή τη μοναξιά. Η διατάραξη της ισορροπίας Θεού - ανθρώπου δημιουργεί αφάνταστο πόνο και έχει αφετηρία τη διαταραχή – διακοπή των σχέσεων του ανθρώπου με το Θεό και κατάληξη τη διακοπή των σχέσεων με το συνάνθρωπο. Ο άνθρωπος τότε γίνεται ιδιαίτερα εγωιστής. Γίνεται θηρίο και καταλήγει στην αδιαφορία για τη δυστυχία και την τραγωδία του συνανθρώπου του. Προσπερνά αδιάφορα το συνάνθρωπο και τα προβλήματά του, ενώ κάποτε τον αντιμετωπίζει με τρόπο ειρωνικό, ακόμα και κυνικό!
Αδελφοί μου!
«Έχουμε και ζούμε μέσα σε μια φύση που ανασταίνεται πάγκαλη μέσα σε θείο κι άτρεμο φως, φύση που πλημμυρίζει τον εσωτερικό πλέον κόσμο του ανθρώπου από φως, που του μεταμορφώνει τα υλικά οράματα σε πνευματικά, που του εξάπτει τον ενθουσιασμό να ξαναπαλέψει με τον εαυτό του και τις εναντιότητες του βίου, που τον εμπνέει να νικήσει τον κόσμο αυτό και να τον μεταπλάσει, να τον σφραγίσει με το δικό του όραμα. Έχοντας αυτές τις καταβολές και τις δυνατότητες, γιορτάζει το Πάσχα το Έθνος μας, σαν ένα γεγονός ακένωτης ελπίδας : την νίκη του θανάτου και τον θρίαμβο της πνευματικής αιωνιότητας του ανθρώπου.
Αναμφισβήτητα, και σήμερα, στην πολυδύναμη κρίσι, το Πάσχα είναι, πρέπει να είναι το μοναδικό νεοελληνικό όραμα και βίωμα, κανόνας ζωής και δράσης, αφού σημαίνει ελευθερία, και αρμονία, αφού αποδίδει την αρετή απαραχάραχτη, αφού εκφράζει ο,τι πιο μύχιο, λυτρωτικό, αρρενωπό, καίριο έχει το Έθνος μας. Πάνω στις δυνατές καρδιές στέκεται ο Χριστός, στέκεται και πατεί η Ελευθερία». (Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ).

Γένοιτο!

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

Ακούγοντας τη διήγηση για τη σταύρωση και το θάνατο του Χριστού, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, με εντυπωσιάζει συνεχώς μια λεπτομέρεια της ιστορίας: η μέχρι τέλους αφοσίωση μιας χούφτας ανθρώπων, κυρίως γυναικών, για τις οποίες το ευαγγέλιο δεν λέει σχεδόν τίποτε άλλο.Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως οι μαθητές του Χριστού, όλοι τους, έφυγαν και τον άφησαν μόνο. Ο Πέτρος Τον αρνήθηκε τρεις φορές. Ο Ιούδας Τον πρόδωσε. Τα πλήθη ακολουθούσαν το Χριστό ενώ κήρυττε, και όλοι περίμεναν να πάρουν κάτι απ'; Αυτόν: προσδοκούσαν βοήθεια, θαύματα και θεραπείες, περίμεναν την απελευθέρωσή τους από τη μισητή Ρωμαϊκή κατοχή, περίμεναν απ'; Αυτόν να ασχοληθεί με τις επίγειες μέριμνές τους. [...]

Δεν είναι δε το οδυνηρότερο μέρος αυτών των τελευταίων ημερών η προδοσία των στενών φίλων και μαθητών, στους οποίους ο Χριστός είχε αληθινά και ολοκληρωτικά δοθεί; Στον κήπο της Γεσθημανή, ακόμη και οι τρεις στενότεροι μαθητές Του δεν άντεξαν, αλλά αποκοιμήθηκαν ενώ ο Χριστός βρισκόταν στην τελική αγωνία, με τον ιδρώτα Του «ωσεί θρόμβοι αίματος» και προετοιμαζόταν για ένα φοβερό θάνατο. Γνωρίζουμε πως ακόμη κι ο Πέτρος, που τόσο ηχηρά είχε υποσχεθεί να πεθάνει για το Χριστό, κλονίστηκε την τελευταία στιγμή και Τον αρνήθηκε, Τον απέρριψε και Τον πρόδωσε. Και «τότε», γράφει ο ευαγγελιστής, «οι μαθηταί πάντες αφέντες αυτόν έφυγον» (Ματθ. 26, 56).

Όχι όμως όλοι, όπως αποδείχθηκε. Ο Σταυρός έφερε την ώρα της απλής ανθρώπινης αφοσίωσης και αγάπης. Αυτοί που την ώρα της «επιτυχίας» φαίνονταν τόσο απόμακροι, που δεν τους βρίσκουμε σχεδόν ποτέ στις σελίδες των ευαγγελίων, στους οποίους ο Χριστός ποτέ δεν προανήγγειλε την ανάστασή Του, και για τους οποίους τα πάντα τέλειωσαν και χάθηκαν τη νύχτα του Σταυρού, αυτοί ήταν παρέμειναν στο Σταυρό με ακλόνητη ανθρώπινη αγάπη. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει, «εισήκεισαν δε παρά τω σταυρώ του Ιησού η μήτηρ αυτού και η αδελφή της μητρός αυτού, Μαρία η του Κλωπά και Μαρία η Μαγδαληνή» (Ιωάν. 19, 25). Αργότερα, μετά το θάνατο του Ιησού,

Οψίας δε γενομένης ήλθεν άνθρωπος πλούσιος από Αριμαθαίας, τούνομα Ιωσήφ, ος και αυτός εμαθήτευσε τω Ιησού, ούτος προσελθών τω Πιλάτω ηττήσατο το σώμα του Ιησού, τότε ο Πιλάτος εκέλευσεν αποδοθήναι το σώμα, και λαβών το σώμα ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά, και έθηκεν αυτό εν τω καινώ αυτού μνημείω ο ελατόμησεν εν τη πέτρα, και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου απήλθεν. (Ματθ. 27, 57- 60).

Μια μέρα αργότερα, μετά το Σάββατο, την αυγή της τρίτης ημέρας, οι ίδιες γυναίκες ήρθαν στον τάφο, όπου σύμφωνα με το έθιμο της εποχής θα άλειβαν το νεκρό με μύρα. Ακριβώς σ'; αυτές ο αναστημένος Χριστός εμφανίστηκε για πρώτη φορά. Ήταν οι πρώτες που άκουσαν απ'; αυτόν το «Χαίρετε», το οποίο πλέον έγινε για πάντα η ουσία της Χριστιανικής δύναμης. Ο Χριστός δεν είχε αποκαλύψει σ'; αυτές τις γυναίκες τα μυστήρια του μέλλοντος όπως τα είχε αποκαλύψει στους δώδεκα αποστόλους. Δε γνώριζαν ούτε το νόημα του θανάτου Του, ούτε το μυστήριο της προσεγγίζουσας νίκης Του με την ανάσταση. Γι'; αυτές ο θάνατος του δασκάλου και φίλου τους ήταν ένας απλός θάνατος, ένα τέλος, ακόμη χειρότερα, ήταν ένας τρομακτικός και επαίσχυντος θάνατος, ένα τρομερό και παράλογο τέλος. Στάθηκαν στο Σταυρό μόνο επειδή αγαπούσαν το Χριστό, και λόγω αυτής της αγάπης υπέφεραν μαζί Του. Δεν άφησαν το φτωχό, βασανισμένο σώμα Του, αλλά έκαναν όλα όσα η αγάπη κάνει πάντοτε κατά τον τελικό χωρισμό. [...]

Αυτό είναι το νόημα της Κυριακής των Μυροφόρων. Μάς υπενθυμίζει πως η αγάπη και η αφοσίωση λίγων ατόμων έλαμψε φωτεινά στο μέσο του απελπιστικού σκοταδιού. Μάς καλεί να εξασφαλίσουμε πώς σ'; αυτόν τον κόσμο η αγάπη και η αφοσίωση δε θα εξαφανισθούν, ούτε θα πεθάνουν. Κρίνει την έλλειψη θάρρους, το φόβο μας, τον ατέλειωτο και δουλοπρεπή ορθολογισμό μας. Οι μυστηριώδεις Ιωσήφ και Νικόδημος, και αυτές οι γυναίκες που πάνε στον τάφο την αυγή, καταλαμβάνουν τόσο λίγο χώρο στα ευαγγέλια. Ακριβώς εδώ όμως είναι που αποφασίζεται η αιώνια μοίρα του καθενός μας.

Νομίζω πως σήμερα έχουμε ιδιαίτερη ανάγκη να ξαναβρούμε αυτή την αγάπη και τη βασική ανθρώπινη αφοσίωση. Επειδή έχουμε εισέλθει σε μια εποχή όπου ακόμη κι αυτά δυσφημούνται από επιβλαβείς ιδέες σχετικά με το πρόσωπο και την ανθρώπινη ζωή, που επικρατούν τώρα σ'; αυτόν τον κόσμο. Για αιώνες ο κόσμος διέθετε ακόμη εκείνη την αδύνατη, αλλά τρεμάμενη και φεγγοβόλα φλόγα της αφοσίωσης, της αγάπης και της συμπόνιας που ήταν σιωπηλά παρούσα στα βάσανα του Ανθρώπου που είχε απορριφθεί από όλους. Πρέπει δε να πιαστούμε, σαν από τελευταία κλωστή, από το καθετί που στον κόσμο μας διαθέτει ακόμη αυτό το ζεστό φως της απλής, γήινης, ανθρώπινης αγάπης. Η αγάπη δεν εξετάζει θεωρίες και ιδεολογίες, αλλά μιλά στην καρδιά και στην ψυχή. Η ανθρώπινη ιστορία πέρασε με βοή, βασίλεια υψώθηκαν και έπεσαν, πολιτισμοί φτιάχθηκαν και αιματηροί πόλεμοι έγιναν, αλλά αυτό που έμεινε αμετάβλητο πάνω στη γη και σ'; αυτή την ταραγμένη και τραγική ιστορία είναι η φωτεινή εικόνα της γυναίκας. Μια εικόνα φροντίδας, αυτοπροσφοράς, αγάπης και συμπόνιας. Δίχως αυτή την παρουσία, χωρίς αυτό το φως, ο κόσμος μας, ανεξάρτητα από τις επιτυχίες και τα κατορθώματά του, θα ήταν ένας κόσμος τρόμου. Μπορεί να ειπωθεί χωρίς υπερβολή πως η ανθρωπιά του ανθρωπίνου γένους διασώζεται και συντηρείται από τη γυναίκα, συντηρείται όχι με λόγια και ιδέες, αλλά με τη σιωπηλή παρουσία της που φροντίζει και αγαπά, και αν συνεχίζεται ακόμη η μυστηριώδης γιορτή της ζωής, παρά το κακό που επικρατεί στον κόσμο, αν ακόμη αυτή η γιορτή εορτάζεται σε κάποιο πάμφτωχο δωμάτιο, σ'; ένα γυμνό τραπέζι, τόσο χαρούμενα όσο και σ'; ένα παλάτι, τότε η χαρά και το φως αυτής της γιορτής ανήκει σ'; αυτή, στη γυναίκα, στην αγάπη και την αφοσίωσή της που ποτέ δε σβήνει. «Και υστερήσαντος οίνου...» (Ιωάν. 2, 3), αλλά όσο είναι αυτή εδώ, - η μητέρα, η σύζυγος, η νύφη -; υπάρχει αρκετό κρασί, αρκετή αγάπη, αρκετό φως για τον καθένα...

Από το βιβλίο  «Εορτολόγιο-  Ετήσιος Εκκλησιαστικός Κύκλος»  Αλέξανδρος Σμέμαν  Εκδ. Ακρίτας