Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς κάλεσε κοντά του καί τούς λέγει: "Γνωριζετε ὅτι ἐκεῖνοι πού θεωροῦνται ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν τά καταδυναστεύουν, καί οἱ μεγάλοι τά καταπιέζουν. Μεταξύ σας ὅμως δέν θά συμβαίνει τό ἴδιο. Ἀλλά ὅποιος ἀνάμεσα σας θέλει νά γίνει μεγάλος θα εἶναι ὑπηρέτης σας, διάκονός σας, καί ὅποιος θέλει νά εἶναι μεταξύ σας πρῶτος θά εἶναι δοῦλος ὅλων".
Ι. Ν. ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ
ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΛΙΣΒΟΡΙΟΥ ΛΕΣΒΟΥ
Παρασκευή 4 Απριλίου 2025
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς κάλεσε κοντά του καί τούς λέγει: "Γνωριζετε ὅτι ἐκεῖνοι πού θεωροῦνται ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν τά καταδυναστεύουν, καί οἱ μεγάλοι τά καταπιέζουν. Μεταξύ σας ὅμως δέν θά συμβαίνει τό ἴδιο. Ἀλλά ὅποιος ἀνάμεσα σας θέλει νά γίνει μεγάλος θα εἶναι ὑπηρέτης σας, διάκονός σας, καί ὅποιος θέλει νά εἶναι μεταξύ σας πρῶτος θά εἶναι δοῦλος ὅλων".
Σάββατο 29 Μαρτίου 2025
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Ο Άγιος Ιωάννης κοιμήθηκε στις 30 Μαρτίου το 603, σε ηλικία ογδόντα ετών. Από την αρχή της Σαρακοστής το σύγγραμμά του διαβάζεται σε όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια.
Επειδή είναι παγκόσμιο κειμήλιο αναλύσεως όλων των παθών και των αρετών, η Εκκλησία τιμά ιδιαίτερα σε αυτή τη πνευματική περίοδο τον συγγραφέα άγιο Ιωάννη της Κλίμακας και το προτείνει για ανάγνωσμα.________________________
(*) Οσίου Ιωάννου "Κλίμαξ" Έκδοσις Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού.
(*) Οσίου Ιωάννου "Κλίμαξ" Έκδοσις Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού.
Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025
ΕΠΙ ΤΗ ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ 25ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ
Πολεμική προσφορά στην Επανάσταση του 21
Χαρά που τόχουν τα βουνάτα κάστρα περηφάνια,Γιατί γιορτάζει η Παναγιάγιορτάζει κι η Πατρίδα,
ΕΚΚΛΗΣΙΑ -ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ - 21
ΤΙΜΟΘΕΟΥ Κ. ΚΑΛΙΦΗ
Α' ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΝΩΣΕΩΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ο Λόγος στην Πνύκα
Παιδιά μου!
Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα• διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα...
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε• και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.
Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ
Τρίτη 4 Μαρτίου 2025
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Τη σημασία της ορθής πίστης ως θεμέλιου λίθου της χριστιανικής και εκκλησιαστικής ύπαρξης και ζωής την τονίζει στο Ευαγγέλιο ο ίδιος ο Χριστός. Όταν ο Χριστός ρώτησε τους μαθητές του ‘τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι’, ο Πέτρος του απάντησε ‘συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος’. Ο Χριστός τον επαίνεσε για την απάντησή του αυτή με τα λόγια ‘μακάριος ει Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής’. Η Εκκλησία οικοδομείται πάνω στην πέτρα της πίστεως. Μια χριστιανική κοινότητα που δεν πιστεύει ορθά στο Θεό έχει νοθεύσει την ταυτότητα και την αποστολή της. Διδάσκει στους ανθρώπους μια πίστη που δεν παραπέμπει στον τριαδικό Θεό όπως αυτός είναι αλλά όπως εκείνη τον φαντάζεται. Και κάτι τέτοιο τραυματίζει καίρια τη σχέση των ανθρώπων με το Θεό.
Είναι γνωστή μια ιστορία από το Γεροντικό, που μας διηγείται ότι κάποιοι μοναχοί για να δοκιμάσουν ένα ξακουστό Γέροντα άρχισαν να τον κατηγορούν για διάφορα πάθη και αμαρτήματα. Εκείνος δεχόταν αγόγγυστα και ταπεινά όλες τις κατηγορίες χωρίς να διαμαρτύρεται. Όταν όμως τον αποκάλεσαν αιρετικό, διαμαρτυρήθηκε έντονα ομολογώντας την oρθοδοξία του. Όταν στη συνέχεια οι μοναχοί τον ρώτησαν γιατί δεν αντέδρασε για όσα αμαρτήματα εσφαλμένα του απέδιδαν, διαμαρτυρήθηκε όμως όταν τον αποκάλεσαν αιρετικό, εκείνος απάντησε ότι εάν δεχόταν ότι είναι αιρετικός θα χωριζόταν από το Θεό.
Υπάρχει μία ακόμη χαρακτηριστική ιστορία που φανερώνει τη μεγάλη σημασία της ορθής πίστης, και την οποία μας έχει παραδώσει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αυτός ο μεγάλος υπερασπιστής της ορθοδοξίας των εικόνων. Κάποιος, λέει, ασκητής αντιμετώπιζε για μεγάλη χρονική περίοδο πολύ έντονους σαρκικούς πειρασμούς. Είχε στην καλύβη του μια εικόνα του Χριστού και της Θεοτόκου, μπροστά στην οποία προσευχόταν καθημερινά. Παρόλα αυτά ο πόλεμος του διαβόλου συνεχιζόταν τόσο έντονα ώστε να έχει καταστεί σχεδόν ανυπόφορος. Κάποια λοιπόν από τις ημέρες εκείνες, εμφανίστηκε στον ασκητή ο δαίμονας που τον πολεμούσε, και του πρότεινε να σταματήσει να τον πολεμά, αρκεί ο ασκητής να απομάκρυνε από το κελί του την εικόνα. Ο μοναχός προβληματίστηκε και, μαθημένος καθώς ήταν να επιζητεί πάντοτε τη συμβουλή και την ευλογία των Γερόντων, απευθύνθηκε σε κάποιον άγιο και έμπειρο συνασκητή του. Εκείνος τότε τον συμβούλευσε ότι θα ήταν πολύ καλύτερο γι’ αυτόν να διαπράξει κάθε είδος σαρκικής αμαρτίας, παρά να απομακρύνει την εικόνα από το κελί του. Αυτό έδωσε κουράγιο και δύναμη στο μοναχό να συνεχίσει τον αγώνα του περιφρονώντας τον πόλεμο και τα τεχνάσματα του διαβόλου και παραμένοντας φυσικά σταθερός στην πίστη της Εκκλησίας.
Η προάσπιση της ορθόδοξης πίστης είναι κάτι στο οποίο η Εκκλησία αφιέρωσε μεγάλο μέρος του χρόνου της και του δυναμισμού της. Ήδη τον 4ο αιώνα, με το τέλος των διωγμών, εμφανίστηκε η πρώτη μεγάλη αίρεση, η αίρεση του Αρείου και των οπαδών του, οι οποίοι αρνούνταν τη θεότητα του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος. Εάν όμως ο Χριστός δεν ήταν Θεός, όπως ισχυριζόταν ο Άρειος, αλλά απλώς και μόνο ένα δημιούργημα του Θεού, τότε με την ενσάρκωσή του δεν θα ενωνόταν η ανθρώπινη φύση με τη θεία. Η απόσταση ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο θα παρέμενε αγεφύρωτη. Εξάλλου, οι χριστιανοί που από τις πρώτες στιγμές της ύπαρξης της Εκκλησίας λάτρευαν το Χριστό, έφεραν το όνομά του, και καλούνταν να μαρτυρήσουν για την πίστη τους σ’ Εκείνον, δεν θα διέφεραν στην πραγματικότητα από τους ειδωλολάτρες. Επιπλέον, η αγιοπνευματική χαρισματική εμπειρία της Εκκλησίας θα έχανε το νόημά της, καθώς δεν θα αποτελούσε μετοχή στη ζωή και τη χάρη του Θεού.
Τον ίδιο αιώνα η Εκκλησία καταδίκασε την αιρετική διδασκαλία του Απολλιναρίου, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ο Χριστός δεν είχε ανθρώπινο νου, διότι δήθεν ο ανθρώπινος νους και η ανθρώπινη σκέψη οδηγούν αναπόφευκτα στην αμαρτία, και άρα δεν έχουν θέση στην ύπαρξη και τη ζωή του Θεανθρώπου. Η δεύτερη οικουμενική σύνοδος καταδικάζοντας την παραπάνω θεωρία τόνισε τη σημασία της λογικότητας του ανθρώπου ως δώρου του Θεού, ενός δώρου το οποίο ο ίδιος ο Υιός του Θεού και Θεός με την ενανθρώπησή του προσέλαβε, θεράπευσε, και αγίασε. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε για να μας απαλλάξει από τις αμαρτίες μας, όχι από το μυαλό μας. Οι χριστιανοί καλούνται να αποκτήσουν ‘νουν Χριστού’, ‘αιχμαλωτίζοντες παν νόημα εις υπακοήν Του’. Τα προϊόντα του ανθρώπινου στοχασμού δεν είναι αμαρτωλά όταν προέρχονται από ένα νου εξαγιασμένο.
Η επόμενη μεγάλη δογματική πρόκληση για την Εκκλησία ήρθε μετά από μισό περίπου αιώνα. Γύρω στα 430 μ.Χ. ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος ισχυρίστηκε ότι στο Χριστό έχουμε όχι ένα αλλά δύο πρόσωπα, το Θεό Λόγο και τον άνθρωπο Ιησού, δύο πρόσωπα που ήταν ενωμένα μεταξύ τους με μια ‘σχετική’ ένωση, με ένα είδος δηλαδή λίγο-πολύ εξωτερικής και χαλαρής συνάφειας, που θεμελιωνόταν στην κοινή τιμή και αξία των δύο αυτών προσώπων. Ένας όμως τέτοιος διχασμός του Χριστού θα σήμαινε ότι ο Θεός δεν ενώθηκε πραγματικά με τον άνθρωπο και ότι κατά συνέπεια ούτε ο άνθρωπος θα μπορούσε εν Χριστώ να ενωθεί με το Θεό. Η Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος, καταδικάζοντας την αίρεση του Νεστορίου, επανεπικύρωσε τη θεολογία του Μεγάλου Αθανασίου, σύμφωνα με την οποία ‘ο Θεός ενηνθρώπισεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν’, ο Θεός ενώθηκε πλήρως με τον άνθρωπο, έγινε άνθρωπος, ώστε και ο άνθρωπος να μπορεί να γίνει κατά χάριν θεός.
Είκοσι χρόνια αργότερα, το 451μ.Χ., συνήλθε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα, με αφορμή τη διδασκαλία του Ευτυχή, ενός διάσημου μοναχού εκείνης της εποχής. Ο Ευτυχής ισχυριζόταν ότι το σώμα του Χριστού δεν ήταν ομοούσιο με το δικό μας, ο Χριστός δηλαδή δεν ήταν πραγματικός άνθρωπος, επειδή η ανθρώπινη φύση του είχε αλλοιωθεί ως αποτέλεσμα της ενώσεώς της με τη θεία φύση. Εάν όμως όντως είχε συμβεί κάτι τέτοιο, αυτό θα σήμαινε ότι η ένωση του ανθρώπου με το Θεό δεν συνεπάγεται την τελείωση αλλά την καταστροφή του ανθρώπου. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον Ευτυχή και τη διδασκαλία του και διακήρυξε ότι ο ένας Χριστός δεν είναι μόνο τέλειος Θεός αλλά και τέλειος άνθρωπος. Κάθε άνθρωπος που ενώνεται με το Θεό δεν χάνει τα στοιχεία που συνιστούν την ιδιαιτερότητα και την ομορφιά της ανθρώπινης φύσης και της ανθρώπινης ζωής, αλλά αντιθέτως τα αγιάζει και τα μεταμορφώνει μέσα από την ανακαινιστική ενέργεια του Θεού. Το μόνο που έχει να χάσει ο άνθρωπος που ενώνεται με το Θεό είναι τα πάθη και οι αμαρτίες του.
Η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος στα μέσα του 6ου αιώνα καταδίκασε, μεταξύ άλλων, τη διδασκαλία του Ωριγένη, σύμφωνα με την οποία όλοι οι άνθρωποι, αλλά ακόμη και οι δαίμονες, τελικά θα σωθούν. Η διδασκαλία αυτή, που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε στην Εκκλησία μας μόλις πριν από δύο Κυριακές, πλήττει καίρια τη ζωή και τη σωτηρία των ανθρώπων. Σχετικοποιεί τη διαφορά του καλού από το κακό, εφόσον και τα δύο οδηγούν τελικά στο ίδιο αποτέλεσμα. Επιπλέον χρησιμεύει ως εύκολη και φτηνή δικαιολογία για την επιτέλεση του κακού, εφόσον, ούτως ή άλλως, η σωτηρία του ανθρώπου είναι εξασφαλισμένη. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, τη μνήμη του οποίου θα γιορτάσουμε μετά από τρεις Κυριακές, προειδοποιεί τους αναγνώστες του με τα παρακάτω λόγια: ‘πρόσχωμεν πάντες, επί πλείον δε οι πεπτωκότες, μη νοσήσαι εν καρδία την Ωριγένους του αθέου νόσον˙ την γαρ του Θεού φιλανθρωπίαν προβαλλομένη η μιαρά, ευπαράδεκτος τοις φιληδόνοις γίνεται’. ‘Ας προσέξουμε όλοι, ιδίως όσοι έχουμε διαπράξει μεγάλα αμαρτήματα, να μην νοσήσει η καρδιά μας με τη νόσο του άθεου Ωριγένη˙ διότι η μιαρή αυτή αρρώστια, υπερτονίζοντας τη φιλανθρωπία του Θεού, γίνεται εύκολα παραδεκτή από τους φιλήδονους’.
Η έκτη οικουμενική σύνοδος συνήλθε για να καταδικάσει μία ακόμη αίρεση, εκείνη του μονοθελητισμού. Η αίρεση αυτή ισχυριζόταν ότι ο Χριστός δεν είχε ανθρώπινη θέληση, διότι αυτή είχε κατακυριευτεί από τη θεία θέληση. Η Σύνοδος, βασισμένη στη θεολογία ενός απλού μοναχού αλλά συνάμα και μέγιστου ονόματι και πράγματι θεολόγου, του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, επανέλαβε ότι ο Χριστός είχε όχι μόνο θεία αλλά και ανθρώπινη θέληση, η οποία όμως δεν αντιμαχόταν τη θεία θέληση, αλλά υποτασσόταν ελεύθερα σ’ αυτήν. Ο Χριστός, ως τέλειος άνθρωπος, ήθελε ελεύθερα αυτό που ήθελε ο Θεός. Αυτό σημαίνει για μας ότι ο Θεός δεν καταστρέφει αλλά τελειοποιεί και εξαγιάζει την ελευθερία των ανθρώπων μέσα από μια υγιή διαδικασία ελεύθερης κατά Θεόν υπακοής.
Τέλος, η έβδομη οικουμενική σύνοδος υπερασπίστηκε την προσκύνηση των εικόνων. Εφόσον ο Χριστός είναι τέλειος άνθρωπος, είναι περιγραπτός και εικονιστός κατά το ανθρώπινον, η δε τιμή που αποδίδουμε στην εικόνα, ‘επί το πρωτότυπον διαβαίνει’ σύμφωνα με την περίφημη ρήση του Μεγάλου Βασιλείου.
Ήδη από τις προηγηθείσες αναφορές γίνεται σαφής μια βασική διάσταση της Ορθόδοξης Πίστης. Η Ορθοδοξία δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι απλώς και μόνο μια θεωρητική γνώση της αλήθειας για το Θεό. Η Εκκλησία δεν υπήρξε ποτέ ένα είδος ‘φιλοφοφικής σχολής’, και η μαθητεία στις αλήθειες της δεν είχε ποτέ το χαρακτήρα μιας ξερής, έστω και ορθής, θρησκευτικής γνώσης. Η λέξη ορθοδοξία σημαίνει ορθή δόξα. Η λέξη όμως δόξα σημαίνει τόσο το δόγμα, δηλαδή την πίστη, όσο και τη λατρεία, τη δοξολογία δηλαδή του Θεού. Ορθόδοξος είναι αυτός που πιστεύει, δηλαδή λατρεύει, ορθά το Θεό, ή αντίστροφα, αυτός που λατρεύει, δηλαδή πιστεύει, ορθά το Θεό. Ήδη τον τρίτο αιώνα ο Άγιος Ειρηναίος τόνιζε ότι ‘ημών σύμφωνος η γνώμη τη ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην’˙ η γνώμη, δηλαδή η πίστη, και η ευχαριστία συνδέονται άρρηκτα. Δύο περίπου αιώνες αργότερα, ένας διακεκριμένος μοναχός θα γράψει ότι ‘ει θεολόγος ει, προσεύξει αληθώς, ει δε προσεύχει αληθώς, θεολόγος εί’. Εάν είσαι θεολόγος, θα προσεύχεσαι αληθινά, και εάν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος’.
Τη στενή σύνδεση της πίστης με τη λατρεία την κατανοούμε εάν φέρουμε για μια στιγμή στο μυαλό μας το μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Η τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας θα αποτελούσε χονδροειδή ειδωλολατρική πράξη χωρίς την πίστη στη θεότητα του Χριστού που διακήρυξε η πρώτη οικουμενική σύνοδος. Κάτι παρόμοιο θα συνέβαινε εάν γινόταν δεκτή η διδασκαλία του Νεστορίου, που απέκοπτε την ανθρωπότητα του Χριστού από τη θεότητά του. Στην περίπτωση αυτή θα κοινωνούσαμε το σώμα και το αίμα ενός ανθρώπου ενωμένου απλώς και μόνο κατά χάριν, θέλησιν, και ευδοκίαν με το Θεό, και όχι το σώμα και του αίμα του ίδιου του σαρκωμένου Θεού. Τέλος, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας θα έχανε το νόημά του εάν ίσχυε αυτό που ισχυρίζονταν ορισμένοι εικονομάχοι, ότι δηλαδή ο καθαγιασμένος άρτος και οίνος αποτελούν απλώς και μόνο εικόνα του Χριστού – στην πραγματικότητα εδώ δεν έχουμε απλώς και μόνο εικόνα του Χριστού αλλά τον ίδιο το Χριστό, το ίδιο το σώμα του και το ίδιο αίμα του. Αυτή η βαθιά σύνδεση της πίστης με τη λατρεία αναδεικνύεται και από τη σημερινή εορτή. Διότι δεν είναι φυσικά τυχαίο που η Κυριακή της Ορθοδοξίας συνδέεται με την αναστήλωση των εικόνων, ενός δηλαδή σημαντικού λειτουργικού αντικειμένου.
Η σημερινή όμως εορτή της Ορθοδοξίας συνδέεται και με μερικά ακόμη στοιχεία στα οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια εν πάση δυνατή συντομία. Πρώτον, η σημερινή εορτή συνδέεται με την πίστη στο Θεό όχι μόνο ως υπόθεση του νου αλλά και ως βίωμα της καρδιάς. Το πρώτο είναι πολύ λίγο χωρίς το δεύτερο. Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Χριστός κατέκρινε τους Ιουδαίους συμπυκνώνεται στα προφητικά λόγια του Ησαϊα, τα οποία ο Χριστός επαναλαμβάνει: ‘ο λαός ούτος τοις χείλεσιν αυτών με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού’. Ο Χριστός ζητά να έχει την πρώτη θέση όχι μόνο στο μυαλό μας ή το λόγο μας, αλλά και στην καρδιά μας. Ο Θεός απευθύνει σε όλους μας την έκκληση που διαβάζουμε στις Παροιμίες: ‘υιέ, δος μοι σην καρδίαν’.
Δεύτερον, η σημερινή εορτή μας θυμίζει ότι η πίστη συνδέεται με τα έργα. Όπως μας γράφει ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ‘η πίστις άνευ των έργων νεκρά εστι’. Ο Χριστός, άλλωστε, στο Ευαγγέλιο μας τονίζει ότι ‘ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε εισελεύσεται εις την βασιλεία του Θεού, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς’. Σήμερα τιμήσαμε και τιμούμε τους μεγάλους ομολογητές της πίστης: τους αυτοκράτορες που την υπερασπίστηκαν και που συχνά αντήλλαξαν τη βασιλική πορφύρα με το ταπεινό ένδυμα του μοναχικού σχήματος. Τους ποιμένες της Εκκλησίας, αρχιερείς και ιερείς, που ορθοτόμησαν το λόγο της αληθείας και υπέστησαν τις συνέπειες. Τους μοναχούς και τους λαϊκούς που αγωνίστηκαν για το μεγάλο δώρο της ορθοδοξίας θυσιάζοντας πολλές φορές ακόμη και τη ζωή τους. Τα υποδείγματα των ομολογητών και των αγίων μάς θυμίζουν ότι το να χρησιμοποιείται το καύχημα της ορθοδοξίας ως άλλοθι για την έλλειψη ορθοπραξίας αποτελεί τεράστιο λάθος.
Τρίτον, η σημερινή εορτή συνδέεται με την ενότητα της Εκκλησίας. Η ενότητα της Εκκλησίας θεμελιώνεται στην ενότητα της πίστεως, την οποία σε κάθε θεία λειτουργία ζητάμε από το Θεό. Όποιος τραυματίζει την ενότητα της Εκκλησίας, δεν είναι πια σε θέση να ομολογεί την πίστη της Εκκλησίας. Η λέξη ομολογία συνδέεται με το ρήμα ομολογώ, που σημαίνει ‘ομού’ λέγω, το να λέγω δηλαδή το ίδιο πράγμα μαζί με τους άλλους, μαζί, δηλαδή, με την Εκκλησία. Όποιος εγκαταλείπει την Εκκλησία, εγκαταλείπει και τη δυνατότητα να ‘ομολογεί’ την πίστη της. Όποιος τραυματίζει την ενότητα της Εκκλησίας διαπράττει σχεδόν εξίσου σοβαρό αμάρτημα με εκείνον που τραυματίζει την αυθεντικότητα της πίστεως στην οποία αυτή η ενότης θεμελιώνεται.
Τα παραπάνω συνδέονται με ένα τέταρτο στοιχείο, με το ότι δηλαδή η ορθοδοξία, ήτοι η αλήθεια, δεν είναι μία ιδέα αλλά ένα πρόσωπο. ‘Εγώ ειμι η οδός, και η αλήθεια, και η ζωή’, διακήρυξε ο Χριστός. Όπως ακούσαμε στο σημερινό ευαγγέλιο, όταν ο Φίλιππος κάλεσε το Ναθαναήλ, δεν επικαλέστηκε μια θεωρία, αλλά τον προσκάλεσε να δει ένα πρόσωπο: ‘έρχου’, του είπε, ‘και είδε’. Η αλήθεια ταυτίζεται με το Χριστό, και οι χριστιανοί καλούν τους ανθρώπους στο Χριστό, όχι απλώς και μόνο σε μία, έστω και ορθή, θρησκευτική θεωρία. Για να το θέσουμε ακριβέστερα, οι χριστιανοί καλούν τους ανθρώπους στον όλο Χριστό και ο όλος Χριστός, σώμα και κεφαλή, συμπεριλαμβάνει, όπως έγραψε ο Άγιος Αυγουστίνος και επανέλαβε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, την Εκκλησία, ‘το πλήρωμα’, κατά τον Απόστολο Παύλο, ‘του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου’.
Η κλήση όμως του Φίλιππου προς το Ναθαναήλ μας θυμίζει το πέμπτο και τελευταίο στοιχείο με το οποία συνδέεται η σημερινή εορτή, και αυτό δεν είναι άλλο από την ιεραποστολή. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η σημερινή ημέρα έχει οριστεί από την Εκκλησία της Ελλάδος ως η αφετηρία της εβδομάδος που είναι αφιερωμένη στην εξωτερική ιεραποστολή. Ο Χριστός, που είναι η αλήθεια, είναι και ο πρώτος και μεγάλος ιεραπόστολος. Στους ύμνους που ψάλλαμε σήμερα το πρωί και στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας που διαβάσαμε εκφράσαμε την ευγνωμοσύνη μας στο Χριστό για το μεγάλο δώρο της ορθόδοξης πίστης που κληρονομήσαμε. Το δώρο όμως αυτό δημιουργεί ευθύνες. Όπως διαβάζουμε στις Πράξεις των Αποστόλων, οι Ιουδαίοι, λίγο μετά την Πεντηκοστή, συνέλαβαν τον Πέτρο και τον Ιωάννη με αφορμή το θαύμα της θεραπείας του παραλύτου από τον Απόστολο Πέτρο. Όταν μετά από λίγο τους άφησαν ελεύθερους, τους απείλησαν να μην μιλούν καθόλου για τον Ιησού. Η απάντηση των Αποστόλων σ’ αυτή την απειλή ήταν η εξής: ‘εμείς δεν μπορούμε να μη μιλάμε γι’ αυτά που είδαμε και ακούσαμε’. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει σήμερα και για μας. Η Εκκλησία δεν ήταν ποτέ μια εσωστρεφής και αυτοαπασχολούμενη κοινότητα. Την συνείχε πάντοτε το χρέος να μεταδώσει το ευαγγέλιο του Χριστού στους εγγύς και τους μακράν, με το λόγο της και τη ζωή της. Το χρέος της ιεραποστολής αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της Ορθόδοξης πίστης. ‘Ουδέν ψυχρότερον χριστιανού ετέρους μη σώζοντος’ γράφει ο Χρυσόστομος. Πολύ δικαιολογημένα λοιπόν ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος συνέγραψε πριν από δεκαετίες ένα σχετικό κείμενο με τον ενδεχομένως προκλητικό αλλά στην πραγματικότητα πολύ εύστοχο τίτλο ‘αδιαφορία για την ιεραποστολή σημαίνει άρνηση της Ορθοδοξίας’.
Σεβασμιώτατε,
Το μεγάλο έργο της διαφύλαξης και της μαρτυρίας της Ορθόδοξης πίστης η Εκκλησία μας το έχει αναθέσει στους κληρικούς και μάλιστα στον επίσκοπο. Ο επίσκοπος κατά τη χειροτονία του ομολογεί την ορθόδοξη πίστη, χειροτονείται δε ακριβώς προ της αναγνώσεως των βιβλικών αναγνωσμάτων της λειτουργίας για να τονιστεί με τον τρόπο αυτό η ευθύνη του να ορθοτομεί το λόγο της αληθείας κατά το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Το κήρυγμα όμως αυτό είχε, έχει, και θα έχει πάντοτε ανταγωνιστές και αντιπάλους. Ποιοι είναι άραγε σήμερα οι κίνδυνοι που απειλούν την ορθόδοξη πίστη;
Στις μέρες μας ζούμε την τραγωδία της διηρημένης χριστιανοσύνης. Οι προκλήσεις της πολυπολιτισμικότητας, της εκκοσμίκευσης, και της αθεϊας σημαδεύουν την καθημερινότητά μας. Η ειδωλοποίηση της δύναμης και του πλούτου απειλούν να μας παραλύσουν. Νέα Ευαγγέλια, από το χώρο της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας, των κοινωνικών επιστημών, της πολιτικής θεωρίας, και της τέχνης προσπαθούν να εκτοπίσουν την πίστη από τις ψυχές των ανθρώπων και να τοποθετήσουν την Εκκλησία στο περιθώριο. Τα ψεύδη, επαναλαμβανόμενα από χιλιάδες στόματα, εμφανίζονται, σχεδόν αυτονόητα, ως αλήθειες. Την ίδια στιγμή, η αλήθεια πολλές φορές σιωπά, ελλείψει μαρτύρων ικανών και πρόθυμων να την υπερασπιστούν και να την ομολογήσουν. Η ευθύνη της μαρτυρίας της πίστεως είναι σήμερα τόσο επίκαιρη όσο ποτέ.
Η μαρτυρία όμως αυτή θα πρέπει να δίνεται στην εποχή μας μετά λόγου γνώσεως. Η εποχή των αυτονοήτων και της συνθηματολογίας, η εποχή των εύκολων λύσεων κατά την οποία αρκούσε απλώς και μόνο η επίκληση της αυθεντίας και της παράδοσης, έχει παρέλθει. Η μαρτυρία της πίστεως σήμερα δεν έχει συνήθως ανάγκη από θορύβους και συγκρούσεις, υψηλούς τόνους, αμυντισμό, και φανατισμούς. Πολλές φορές η μαρτυρία της πίστεως είναι πολύ αποτελεσματικότερη όταν εκφράζεται με την ήρεμη και ειρηνική αυτοπεποίθηση όσων πραγματικά πιστεύουν ότι ο λόγος του Ευαγγελίου είναι ο μόνος λόγος που αξίζει να ακούγεται.
Η μαρτυρία αυτού του λόγου δεν είναι πάντοτε υπόθεση απλή. Προϋποθέτει, ιδίως εκ μέρους των ποιμένων της Εκκλησίας, επίπονη και μακρά μαθητεία στις πηγές της πίστης, αλλά και γνώση των αντίζηλων ‘ευαγγέλιων’ που την παρερμηνεύουν ή την αρνούνται, ούτως ώστε να είναι δυνατή η αντίκρουσή τους. Προϋποθέτει τέλος την αναθέρμανση της πνευματικής και εκκκλησιαστικής μας ζωής, αλλά και της αγάπης μας προς τον Θεό και τον άνθρωπο. Με τον τρόπο αυτό η Ορθοδοξία δεν θα αποτελεί απλώς και μόνο καύχημα και μουσειακό θησαυρό του παρελθόντος, αλλά και πηγή ζωής για τους εγγύς και τους μακράν, για το σήμερα και το αύριο.
Σάββατο 1 Μαρτίου 2025
Η μεγάλη προσδοκία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Η μεγάλη προσδοκία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Ασφαλώς δεν
θα αδικούσαμε την αλήθεια, αν λέγαμε ότι αυτό
πού ως
κοινή εσωτερική κατάσταση
συμπυκνωμένη αυτή
τη στιγμή
κυριαρχεί
στις ψυχές μας είναι η μεγάλη προσδοκία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Υπάρχει μπροστά μας
μια ολόκληρη περίοδος γεμάτη
από πνευματικές προκλήσεις και
ευκαιρίες πού ή
αξιοποίηση τους
αποτελεί ανάγκη
τής ψυχής μας. Όλοι κατανοούμε πόση
ανάγκη έχουμε
να ανεβούμε λίγο πρ0ς
τα πάνω,
κάπως να
αλλάξει ή
ζωή
μα, να
μεταμορφωθεί και να
μπολιασθεί
από τη
χάρη
του θεού
με έναν
τρόπο
αισθητό και
ουσιαστικά
αποτελεσματικό. Υπάρχει μέσα στην
ψυχή του
καθενός και
εγκαταστημένος
ό πόθος και
ή θεία
και ιερή προσδοκία για
κάτι ανώτερο, για κάτι
αλλιώτικο, για κάτι πνευματικότερο και ουσιαστικότερο στη
ζωή
μας.
Βρισκόμαστε, λοιπόν,
στα πρόθυρα ακριβώς
αυτής της ευλογημένη περιόδου πού
είναι ή
πιο
όμορφη περίοδο τού
έτους, ή
πιο κατανυκτική, ή πιο
πλούσια σέ
πνευματικές
αφορμές και
ευκαιρίες.
Ήδη ή
λειτουργική
ατμόσφαιρα τη
έχει γίνει κατανυκτικότερη εξωτερικά: πέφτει ό
φωτισμό, σκουραίνουν τα
χρώματα, μαζεύεται ο καθένας μας περισσότερο μέσα του.
Αλλάζει και
ο χαρακτήρα των ακολουθιών: οι γνωστές καθημερινές θείες
Λειτουργίες έχουν
δώσει
τη θέση
του στις έκτακτες Λειτουργίες των
Προηγιασμένων
Δώρων, κάθε
Τετάρτη και
Παρασκευή. Επιπλέον, υπάρχουν οι
Κατανυκτικοί Εσπερινοί, οι Χαιρετισμοί, τα
Μεγάλα Απόδειπνα, ό Μέγα
Κανών, ο
ιδιάζων χαρακτήρας τη καθεμιά από τις εορτές πού έχουμε μπροστά μας κ.ο.κ.
Και όλα
αυτά τα
δένει ή
αυστηρή νηστεία, πού αποτελεί τη σφραγίδα τη ταυτότητα αυτής τής
περιόδου.
Πώς λοιπόν
θα μπορούσαμε αυτή τη
στιγμή να
βοηθήσουμε λίγο
την ψυχή
μας, πού
είναι δύσκαμπτη και κλειστή, κάπως να
ανοίξει, να
γίνει πιο
ευέλικτη, πιο ευκίνητη περί
τα πνευματικά, και να
μπορέσει να
θέσει
σε εφαρμογή αυτό που
έχει ως
όνειρο, ως
πόθο και
ως προσδοκία, ώστε να
διευκολυνθεί η
είσοδος της χάριτος και την
ευλογία του
θεού και
να φανερωθεί κάποιο
αποτέλεσμα στη
ζωή μας.
Πολλά θα
μπορούσε κάνει
να πει. Ας σταθούμε όμως απόψε
σέ τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά, τα
όποια προκύπτουν μέσα από
την Κυριακή αυτή
τής Τυροφάγου και αναδύονται μέσα από
το περιεχόμενο των τροπαρίων που ακούσαμε σήμερα το
πρωί και
τώρα
το βράδυ
στον Κατανυκτικό Εσπερινό.
Το πρώτο
στοιχείο είναι ό αγώνας. Χρειάζεται η ψυχή μας μια απόφαση για αγώνα,
για έξοδο
από τη
χαλάρωση
και την
ευκολία, για
εντονότερη προσπάθεια, για άσκηση.
Να κάνει
κάνει ό,τι μπορεί,
λίγο παραπάνω απ' όσο
νομίζει ότι
μπορεί. Να
τεντώσει τις δυνατότητές του πέρα από τα γνωστά
όρια του.
Να
μπορέσει να
στοχεύσει στο τί
ακριβώς χρειάζεται η ψυχή του. Έλεγε το
πρωί ένα
τροπάριο στους
Αίνους: «Το
στάδιο
των αρετών
ηνέωκται». Αναφέρεται σε ένα
στάδιο αρετών και αγώνων που
ήδη έχει
ανοίξει και
προτρέπει όποιον
θέλει, χωρίς αναστολές, να εισέλθει: «οι βουλόμενοι αθλήσαι
εισέλθετε». Και
παρακάτω χρησιμοποιείται η λέξη
«αντιμαχησόμεθα», που
εκφράζει το
μαχητικό φρόνημα με
το όποιο
πρέπει να
ανταποδώσουμε τις επιθέσεις πού
δεχόμαστε, για
να μπορέσουμε, όπως λέγει
στη συνέχεια, οπλισμένοι με
τα όπλα
των αρετών
να προχωρήσουμε νικηφόρα σέ
αυτό τον
αγώνα. Ο
όπλισμ0ς των
ημερών
έχει ώ
θώρακα την
προσευχή, ως
περικεφαλαία την
ελεημοσύνη, ως
μάχαιρα τη
νηστεία. Ο
υμνογράφος χρησιμοποιεί πολεμική διάλεκτο, η
οποία δεν
οφείλεται σε φιλολογική συγκυρία ή φραστικό τέχνασμα, άλλα
στο
ότι στοχεύει νά περιγράψει τό αγωνιστικό φρόνημα μέ τό
όποιο κάθε
πιστό καλείται να ριχθεί στο στάδιο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Είναι πολύ
σημαντικό κάθε
μέρα, κάθε
λεπτό να
μπορεί ο
καθένας μας
να τοποθετείται ενώπιον του θεού και να εξομολογείται, διακρίνοντας στο
βάθος τής
ψυχής
του τα ελαττώματα, τις
αδυναμίες, τα
πάθη εναντίον των
οποίων και
πρέπει να
αγωνισθεί. Έλεγε
πάλι ένα
τροπάριο ότι
καλή είναι
ή νηστεία των «βρωμάτων», δηλαδή
των τροφών,
άλλα «νηστεία αληθή η
των κακών
αλλοτρίωσα», πράγμα
που σημαίνει ότι, παράλληλα με τον αγώνα της νηστείας, πρέπει να
κάνουμε και
τον ουσιαστικότερο αγώνα
εναντίον των
παθών μας.
Και έχουμε όλοι μας πάθη !
Πάθη κρυμμένα, πάθη τα
οποία δεν
θέλουμε να
ομολογούμε ούτε
στον εαυτό
μας, πάθη
κι
αδυναμίες πού
βασανίζουν την ψυχή μα και
πού την
κρατούν
δέσμια, απαγορεύοντάς της
να
απελευθερωθεί και
να πετάξει λίγο πιο
ψηλά από
τον κόσμο στον όποιο βρίσκεται.
Το πρώτο
λοιπόν στοιχείο στο οποίο
μας καλεί
η Εκκλησία είναι να
εντοπίσουμε την αδυναμία μας
και με
τη συνεργία και βοήθεια των πνευματικών μας,
μέσα στις
στιγμές
της ησυχίας μας, να
διακρίνει ό καθένας μα το
δικό του
πάθος -όχι
του διπλανού του από
το
οποίο θέλει
ό ίδιας
να απαλλαγεί, άλλα τη
δική του
αδυναμία, τη
δική του
δουλεία, τη δική του αμαρτία, αυτή που
και
στον εαυτό
του ακόμη
αρνείται
να ομολογήσει.
Η ευκαιρία της νηστείας
είναι μεγάλη.
Δι' αυτής,
η
Εκκλησία μας
εισάγει σε
έναν
αγώνα εναντίον της φύσεως
μας, διότι
έχουμε όλοι
την τάση της
λαιμαργίας, έχουμε
όλοι ορμές
εσωτερικές που εκφράζονται με
το σώμα
μας. Πολύ
βαθιά φυτευμένες, πού πραγματικό παγιδεύουν τη
βούληση, παραλύουν ιοί θέληση
και πνίγουν την ελευθερία μας. Αυτός
είναι ο Λόγος
που η
νηστεία είναι
τόσο καλά
ριζωμένη στη
ζωή, την
παράδοση και
την εμπειρία της Εκκλησίας μας. Να Λοιπόν μια καλή
ευκαιρία να
αρχίσουμε τον
αγώνα αυτής
τη περιόδου από τη
νηστεία, από
κάτι πού
είναι ίσως
εξωτερικό, είναι
όμως και
τόσο σημαντικό.
Το δεύτερο στοιχείο στο
οποίο θα
έπρεπε να
σταθούμε μπορούμε να το
δανεισθούμε από
τη λέξη
πού
προσδιορίζει τον Εσπερινό τής Συγχωρήσεως. Αυτό πού ζητάει η
Εκκλησία από
μας είναι
ή διπλή
συγχώρηση: μετους
αδελφούς μας
και με
τον θεό.
Τί θα
πει
συγχώρηση; Συγχώρηση θα πείνα
ανοίξουμε
την πόρτα
της ψυχής
μας για
να φιλοξενηθεί στον χώρο της ο συνάνθρωπ0ς μας, ο γείτονας μας, ο συγγενής μας, η γυναίκα ή ό
άντρας μας,
τα παιδιά
μας, τα
αδέλφια μας,
οι συνάνθρωποι μας όποιος
μας περιβάλλει και όποιος
ενδεχομένως μάς
δημιουργεί κάποια
δυσκολία στη
σχέση μας
μαζί του.
Είναι τόσο
δύσκολο πολλές
φορές να έχουμε την αρχοντιά να ζητήσουμε οι ίδιοι
συγγνώμη! Η
να έχουμε
το θάρρος
να δεχθούμε την αίτηση
τής συγγνώμης από
τον άλλο
και να
διαγράψουμε αυτό
πού
μάς χωρίζει, αυτό πού
μας πικραίνει, αυτό πού
μας κάνει όχι μόνο να
μη νιώθουμε τον διπλανό μας ως
αδελφό, αλλά
να μην
τον νιώθουμε καν ως
πλησίον.
«Συχώρεση»·
αυτό
το «συν»
σημαίνει «μαζί».
Τον αγώνα
αυτόν πρέπει να τον κάνουμε, όπως μας λέει ή Εκκλησία μας, μέσα από μια ζωή
συμφιλίωσης -κι
εδώ υπάρχει το «συν»-.
Η συγχώρηση οδηγεί στη συμφιλίωση, η
συμφιλίωση
στη συναδέλφωση, η συναδέλφωση στη
συμπόρευση, στη
συνάθληση, και τέλος, σ' αυτό
πού ό
Απόστολος Παύλος
περιγράφει, στην ευλογημένη κατάσταση του
να γίνουμε σύμψυχοι, «το
εν
φρονούντες»
(Φιλ. 2, 2), «εν μια" ψυχή συναθλούντες» (Φιλ.
1, 27)· να
είμαστε ενωμένοι σαν μία
ψυχή, με
ένα
κοινό φρόνημα, ενωμένοι
στο πρόσωπο ιού θεού
και
τής αγάπης που Αυτός δίδαξε
και ενέπνευσε σ' εμάς.
Τί ωραίες
λέξεις! «Συγχώρηση», «συμφιλίωση», «συναδέλφωση», «συμπόρευση», «συνάθληση», και η κατάσταση του να
είμαστε «σύμψυχοι», ομόφρονες και,
ακόμη περισσότερο, ομόψυχοι, με
μία ψυχή,
ενωμένοι
στο όνομα
τού Χριστού.
Υπάρχει όμως
και μία
άλλη κλίμακα εξαγιασμού και σωτηρία ή οποία
προκύπτει από
μία άλλη
συγχώρηση, τη
συγχώρεση μας
από τον
θεό,ηή
μετάνοια που
έλεγαν
τα τροπάρια. Πόσα δεν
έχουμε κάνει
πού μας
απομακρύνουν από
Αυτόν! Πόσα
δεν έχουμε
κάνει πού
μας κάνουν δύσκολη την
αίσθηση τής
παρουσίας Του
στη ζωή
μας! Εμείς
φταίμε πού
δημιουργούμε την
ομίχλη των
παθών μας
και των αδυναμιών μας.
Μα λείπει
ή αρχοντιά και ή
ελευθερία της
ομολογίας της
αμαρτίας μας.
Οι ευαγγελικές περικοπές των
τριών τελευταίων Κυριακών, η
πρώτη του
Τελώνου και
Φαρισαίου, η
δεύτερη
του Ασώτου
και η
τρίτη της
Κρίσεως, έχουν
μεταξύ του
ένα κοινό
σημείο: παρουσιάζουν την
αμαρτία ως
αμαρτία
ενώπιον του
Θεού. Βλέπουμε τον Τελώνη
να πηγαίνει στον ναό
για να
ζητήσει συγγνώμη και να
απευθύνεται
στον θεό
λέγοντας: «ο
Θε0ς ιλάσθητι μοι τω
αμαρτωλό»
(Λουκ.
18, 13).Ενώ ο
Τελώνης αμάρτησε έναντι των συνανθρώπων του,
συγχώρηση ζητάει
πρωτίστως από τόν θεό στον
χώρο του
ναού.
Αλλά και
ο Άσωτος:
«ήμαρτον εις
τον
ουρανόν και
ενώπιον
Σου και
ουκέτι ειμί
άξιος
κληθήναι υιός
Σου»
(Λουκ.
1ς, 21), λέει
προς τον
πατέρα του -
ο πρώτος
έναντι του όποιου αμάρτησα δεν είσαι εσύ, ο
πατέρας μου,
που κατασπατάλησα την
περιουσία σου,
άλλα είναι
ο θεός
του
οποίου κατέστρεψα την
εικόνα, λέρωσα
και σπίλωσα την τίμια
εικόνα
με την
οποία περιποιήθηκε την
ύπαρξη και την υπόσταση μου.
Και στην
τρίτη παραβολή, την παραβολή τής Κρίσεως, βλέπουμε
ο ίδιος
ο θεός
να λέει:
«Επείνασα και ουκ εδώκατέ
μοι φαγείν,
εδίψησα και
ουκ εποτίσατέ με» (Μτ.
2ς, 42) -αυτό πού
δεν
κάνατε στον
συνάνθρωπο σας
δεν το
κάνατε σε
μένα- αυτό πρόσωπο του
αδελφού είμαι
εγώ, άρα
η αμαρτία σας είναι
αμαρτία που
ανάγεται σε
έμενα.
Και οι
δικές μας
αμαρτίες, αγαπητοί μου αδελφοί, που
έχουν ως
βάση τους
τον εγωισμό και τη
φιλαυτία, τη φιληδονία, τη
φιλοϋλία, τη
φιλαργυρία, τον
υλισμό, την πνευματική μας
μυωπία, είναι
αμαρτίες εσωτερικές, αμαρτίες που τις ζούμε μέσα μας και μας τρώνε τα σωθικά. Είναι
αμαρτίες πού
καταστρέφουν και
καταβροχθίζουν τις
σχέσεις
μας με
τους συνανθρώπους και
τους αδελφούς μας. Αποτελούν όλες μαζί
της μία
αμαρτία πού
διαπράττουμε
ενώπιον του
Θεού, ο
όποιος μάς
έβαλε τη
σφραγίδα της
εικόνας Του
και μας
έδωσε τη
δυνατότητα να
φθάσουμε
με τη
χάρη Του
στην ομοίωσή Του. Κι
εμείς αμαυρώσαμε και το
κατ' εικόνα
και το
καθ' ομοίωσιν. Έτσι, ζούμε
σ' αύτη
τη ζωώδη
κατάσταση της
καθημερινότητάς μας.
Δεν
μεταμορφώνεται ο
εαυτό μας,
δεν αναγεννάται, δεν ζει κάπως πιο πνευματικά, δεν λειτουργεί ως συγγενή τού
αληθινού θεού.
Στεκόμαστε λοιπόν
ενώπιον του
θεού και
ζητούμε
αυτή τη
δεύτερη συγχώρηση. Αφού συμφιλιωθούμε με τους αδελφούς μας,
με τους
διπλανούς μας,
και αισθανθούμε λιγάκι
ότι γκρεμίζονται τα
τείχη που
μας χωρίζουν, προχωρούμε στην
άλλη συμφιλίωση, τη συμφιλίωση με
το πρόσωπο του θεού
και Πατέρα
μας. Αυτή
η συμφιλίωση, αυτή η
συγχώρηση βάζει
τον θεό στον χώρο της
ψυχής
μας. Έτσι,
αρχίζουν να εμφανίζονται τα
αποτυπώματα της
κεκαλυμμένης αλήθειας Του
μέσα στην
καρδιά μα,
να εκφράζονται οι εσωτερικοί, οι πνευματικοί «αλάλητοι στεναγμοί» της παρουσίας Του. Έτσι,
εισέρχεται η
χάρις Του,
κοινωνείται ή
θεία
φύση Του
και καθίσταται ορατό το
πρόσωπο
Του.
Υπάρχουν άλλα δύο «συν» της
«συν-χώρησης». Λέγεται στο
βιβλίο τού
Δευτερονομίου
(και περιγράφεται αναλυτικά από
τον άγιο Νικόδημο) πως
σέ αυτό τον αγώνα που
κάνουμε ζητούμε και έχουμε ανάγκη από
τη συμπαράσταση του
ίδιου του
θεού. Η
δική μας
αίτηση συγγνώμης από Αυτόν
Τον καθιστά «συνεκπολεμούντα» (πρβλ.
Δευτ. 1, 3) μαζί
μα, τού
επιτρέπει Αυτός
να πολεμά
για
εμάς και
να φέρνει
σε πέρα
τον δικό
μας αγώνα.
Κι ακόμη
παραπάνω, έχουμε
ανάγκη να
γινόμαστε
«συμπορευόμενοι» με
Αυτόν. Όχι
να συμπορεύεται ο θεός στον δικό μας
αγώνα -αυτό
είναι το
προηγούμενο- άλλα
να συμπορευόμαστε εμείς
στη δική
Του πορεία
και
οδό. Το
βράδυ της
Κυριακής των
Βαΐων θα
ψάλουμε: «Δεύτε
ουν και
ημείς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθώμεν Αυτώ
και συσταυρωθώμεν και
νεκρωθώμεν
δι' Αυτόν
ταις τού
βίου ηδοναίς». Αυτή
η συγχώρηση πού θα
ζητήσουμε από
τον θεό
θα μα
δώσει μεν
την
αίσθηση ότι
στον αγώνα
μα και
στην πορεία
μας είναι και Αυτός συνοδοιπόρος, ταυτόχρονα όμως
θα μας
οδηγήσει και
στο να
μπορέσουμε κι
εμείς να
πορευθούμε τη δική Του οδό·
να συσταυρωθούμε, να
ζήσουμε το
πάθος
Του, για
να μπορέσουμε να συζήσουμε μαζί Του
και να συναντηθούμε.
Τί ευλογημένη που είναι
η συγχώρηση! Πόσο, όμως,
δύσκολα βγαίνει από την
ψυχή μας
μερικές φορές.
Είμαι
σίγουρος ότι
κι εγώ
έχω πικράνει κάποιους, είδα
μερικούς ανάμεσα σας. Ελπίζω
να ήρθαν
για να
με συγχωρέσουν, να κατανοήσουν το γιατί
έκανα αυτό
πού έκανα.
Ενδεχομένως και
κάποιοι έχουν
πικράνει κάποιους άλλους ή έμενα ή εσάς.
Τί ωραίο
πράγμα φεύγοντάς σήμερα από την Εκκλησία να
μπορέσουμε να
ζήσουμε ότι δεν υπάρχουν τείχη
ανάμεσα μας.
Οι άλλοι
δεν
είναι κακοί,
είναι αδελφοί μας. Δεν
είναι εχθροί και εμπόδια στην πορεία μας, άλλα ευλογημένες ευκαιρίες στον
αγώνα
μας. Εκτός
από τον
αγώνα και
τη συγχώρηση, υπάρχει και
ένα τρίτο στοιχείο πού
προσδιορίζει τον
χαρακτήρα αυτής της ευλογημένης περιόδου ης Μεγάλη
Τεσσαρακοστής, για το
οποίο
σήμερα θα
μιλήσουμε
πιο συνοπτικά. Είναι το στοιχείο της χαράς.
Ξεκινούμε την
προετοιμασία μας
για το
Πάσχα
με διάθεση αγωνιστική. Ξεκινούμε με την
επιθυμία τη
συμφιλίωση
με τους
αδελφούς και τη
συγχώρηση με
τον θεό. Ο αγώνας
όμως και
η συγχώρηση δεν μπορούν να
τελεσφορήσουν αν
η καρδιά
μας διατηρεί τη μιζέρια και την κακομοιριά της,
να δεν
κυριαρχείται από
μεγάλη και εσωτερική χαρά.
«Τον της
Νηστείας καιρόν,
φαιδρώς απαρξώμεθα, προς αγώνας
πνευματικούς εαυτούς υποβάλλοντες», λέγει
το τροπάριο αυτό, τον
αγώνα με
χαρά να
τον ξεκινήσουμε. Σε
άλλο δε
σημείο έλεγε:
«Έλαμψεν ή
χάρις
σου Κύριε,
έλαμψεν ο
φωτισμός των
ψυχών ημών»,
έφθασε η
λάμψη και
ο φωτισμός Του στην
ψυχή μας.
Γι' αυτό
προτρεπόμαστε να
είμαστε «πνευματικώς εναγαλλιώμενοι» -γεμάτοι εσωτερική και
πνευματική χαρά-
και
έτσι να
ξεκινήσουμε. Άλλα
και τα
τροπάρια της
επόμενης εβδομάδας υπογραμμίζουν την
ανάγκη να
διεξαγάγουμε αυτό
τον αγώνα
και να
διεξέλθουμε την
πορεία αυτή
τής Μεγάλης
Τεσσαρακοστής χαρούμενα, δοξολογικά, ελπιδοφόρα.
Θα κλείσουμε με ένα
τέταρτο γνώρισμα της Τεσσαρακοστής: τον στόχο της Αναστάσεως. Έλεγε ένα τροπάριο: «αξιωθείημεν κατιδείν το
Άγιον
Πάσχα». Τα
τροπάρια
σήμερα, από
την πρώτη
μέρα, μιλούν
για το
τέλος τής περιόδου, για
το Πάσχα.
Ένα άλλο
έλεγε να
«καταντήσωμεν» στην
Ανάσταση τού
Χριστού, να
φθάσουμε δηλαδή ευλογημένα στο
τέλος και
στον στόχο
μα, πού
είναι ό εορτασμός της Αναστάσεως του Χριστού- όχι ασφαλώς με εξωτερικούς μόνο
τρόπους άλλα
κυρίως με
πνευματικούς, να
επιτρέψουμε στον εαυτό μας να
ζήσει αύτη τη χαρά και
τη δόξα
του
Αναστάντος Χρίστου.
Έχουμε μπροστά μας μια
εκπληκτική ευκαιρία, με μοναδικές αφορμές
και με
όμορφές δυνατότητες, για
να μπορέσει ό καθένα μας
να ξεκινήσει φιλότιμα και
όσο
πιο έντονα
μπορεί αυτό τον αγώνα τής
νηστεία των
«βρωμάτων», των τροφών, άλλα και
τη νηστεία των παθών,
να
συγχωρεθούμε μεταξύ μας και να
συμφιλιωθούμε, να
μη θεωρούμε ότι ό
άλλος είναι
αυτός
πού χρησιμοποιεί ο διάβολος εναντίον μας,
άλλα ότι
είναι, ακόμη και με τα
ελαττώματα
του, αυτός
που φέρνει ο θεός στον
δρόμο και στην πορεία μας.
Και έτσι αγκαλιασμένοι, ενωμένοι και σύμψυχοι, αφού ζητήσουμε και τη
συγγνώμη του
Θεού, να
φθάσουμε γεμάτοι χαρά στον
στόχο μα,
πού είναι
ή βίωση
της ευλογίας της Αναστάσεως.
Σας εύχομαι, αγαπητοί μου
αδελφοί, ο
θεός πράγματι να είναι παρών
αυτές τις
μέρες στη
ζωή μα
-στη ζωή όλων! Να συνεκπολεμεί μαζί μα
και να
φέρνει εις
πέρας τον
αγώνα μας.
Και καθώς
θα περνάνε οι εβδομάδες και
θα πλησιάζουμε «εγγύτερον ή
ότε επιστεύσαμεν», από τότε ξεκινήσαμε τον αγώνα μας προς τη Βασιλεία του Θεού, να
νιώθουμε ήδη
την αύρα
της παρουσίας του Αναστάντος Χρίστου στη
ζωή μας.
Καλή και
Ευλογημένη Τεσσαρακοστή!
Από ιό βιβλίο Από ιό καθ' ημέραν στο
καθ' ομοίωσιν». εκδ. Εν πλω.