Σάββατο 28 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

Κυριακή του Τυφλού.

Ευαγγελική περικοπή – Κατά Ιωάννην. Κεφ. θ΄1-38
 
Προχωρώντας στην περίοδο της Πεντηκοστής, φτάνουμε στην Κυριακή του Τυφλού. Η Εκκλησία μας την Κυριακή αυτή μας θυμίζει το θαύμα της θεραπείας ενός ανθρώπου που είχε γεννηθεί τυφλός. Ένα Σάββατο, ενώ έμπαινε στην πόλη ο Ιησούς με τους μαθητές του, συνάντησαν έναν άνθρωπο, που είχε γεννηθεί τυφλός και περνούσε τον χρόνο του ζητιανεύοντας.
Ο Κύριος, βλέποντάς τον, και μετά που μία μικρή συζήτηση που είχε με τους μαθητές του, έφτυσε στο έδαφος και με το υγρό χώμα έφτιαξε λάσπη. Πήρε τη λάσπη στα χέρια του και μ΄ αυτήν άλειψε τα βλέφαρα του τυφλού. Κι ενώ ασφαλώς ο τυφλός άνδρας απορούσε μ΄ αυτήν την κίνηση, ο Κύριος τον έστειλε να ξεπλύνει τη λάσπη στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Πράγματι, χωρίς να διστάσει καθόλου, ο τυφλός υπάκουσε σ΄ αυτήν την εντολή και μόλις ξεπλύθηκε και καθάρισε τη λάσπη από τα βλέφαρά του και μπόρεσε και τα άνοιξε, διαπίστωσε ότι έβλεπε το φως και ό,τι τον περιέβαλε, για πρώτη φορά στη ζωή του. Καταλαβαίνετε τον ενθουσιασμό του. Οι γείτονες που τον έβλεπαν να έχει βρει το φως του, απορούσαν και θαύμαζαν συγχρόνως. Κάποιοι αναρωτιούνταν αν ήταν πραγματικά ο ίδιος, που πριν από λίγη ώρα δεν έβλεπε τίποτε. Δυσκολεύονταν να το πιστέψουν και τον ρωτούσαν συνέχεια κι αυτός τους διηγούνταν ξανά και ξανά τι είχε συμβεί και με ποιον τρόπο θεραπεύτηκε.
Τότε τον πήγαν και στους Φαρισαίους, οι οποίοι διαπίστωσαν από τα λόγια του πρώην τυφλού ότι αυτός που τον είχε κάνει καλά ήταν ο Ιησούς. Τότε άρχισε να υπάρχει διχογνωμία μεταξύ τους: ο Ιησούς ήταν αμαρτωλός επειδή δεν τηρούσε την αργία του Σαββάτου και θεράπευε εκείνη την ημέρα ή ήταν απεσταλμένος από τον Θεό, αφού μπορούσε να κάνει θαύματα;  Ρώτησαν και τη γνώμη του πρώην τυφλού. Αυτός, δείχνοντας την πίστη του και την ευγνωμοσύνη του, δήλωσε στους Φαρισαίους ότι θεωρεί προφήτη αυτόν που τον θεράπευσε.
Τότε οι Φαρισαίοι, μη πιστεύοντας στο θαύμα, φώναξαν τους γονείς του πρώην τυφλού, για να βεβαιωθούν ότι πράγματι γεννήθηκε χωρίς να βλέπει. Ήρθαν οι άνθρωποι αυτοί φοβισμένοι και βεβαίωσαν ότι πράγματι, ο γιος τους ήταν τυφλός μόλις την προηγούμενη μέρα. Ωστόσο, ο γιος τους ήταν πια ενήλικος και μπορούσε να δώσει μόνος του την απάντηση που ζητούσαν.  Έτσι οι Φαρισαίοι ξαναφώναξαν τον άνθρωπο και άρχισαν να τον πιέζουν. Του έλεγαν να ομολογήσει ότι δεν είναι δυνατόν να τον θεραπεύσει ένας άνθρωπος αμαρτωλός, που δεν τηρούσε την αργία του Σαββάτου.
Αλλά ο πρώην τυφλός με τη λογική του απάντηση τους αποστόμωσε, χλευάζοντάς τους συγχρόνως: Ξέρουμε ότι ο Θεός δεν εισακούει τους αμαρτωλούς, αλλά εκείνους που Τον σέβονται και κάνουν το θέλημά του. Από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος, δεν ακούστηκε να έχει ανοίξει κανείς τα μάτια κάποιου που γεννήθηκε τυφλός. Δε θα μπορούσε να κάνει τίποτε τέτοιο, αν αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν από τον Θεό. Οι Φαρισαίοι, ακούγοντας αυτά, τον πέταξαν έξω.
Ο Ιησούς τα έμαθε όλα αυτά και όταν βρήκε μπροστά του πάλι τον πρώην τυφλό τον ρώτησε: Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;  Και αφού έγινε η αναγνώριση του Κυρίου από τον πρώην τυφλό, αυτός έπεσε και Τον προσκύνησε λέγοντας: Πιστεύω, Κύριε.
 
 
 
Αποστολικό Ανάγνωσμα: Πράξ. ιστ΄16-34
 
 
ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΙΛΑΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥΣ
 
Κυρ. Τυφλοῦ (Πρξ 16, 16-34)

    Μία μεγάλη περιπέτεια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα ἐξιστορεῖ στὸ ἀπο­στο­λικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τοῦ τυφλοῦ ὁ θεόπνευστος ἱστορικὸς Λου­κᾶς, ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ συγγραφεὺς τῶν Πράξεων, περιπέτεια ποὺ ὅ­μως τελικὰ μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ εἶχε εὐχάριστο ἀποτέλεσμα. Ἂς τὴν παρακολουθήσουμε.
    Ὁ Παῦλος ὁ Σίλας ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Τιμόθεος βρίσκονταν στοὺς Φιλίπ­πους, κοντὰ στὴ σημερινὴ Καβάλα. Ἦταν ὥρα ποὺ οἱ δύο πρῶτοι πήγαι­ναν στὸν καθορισμένο τόπο τῆς προσευχῆς, στὸν ὁποῖο προσεύχονταν αὐ­τοὶ καὶ οἱ λίγοι Χριστιανοὶ τῆς πόλεως. Μὲ ταχύτερο βάδισμα τοὺς προ­φταί­νει καὶ τοὺς ἀκολουθεῖ μία νεαρὴ δούλη, ποὺ εἶχε μέσα τῆς τὸ δαι­μό­νιο τοῦ πύθωνος, δηλαδὴ δαιμόνιο μαντικό, δαιμόνιο μέντιουμ, ποὺ ἔλεγε πράγ­ματα κρυμμένα (ἐξ οὗ καὶ «Πύθιος Ἀπόλλων» καὶ «Πυθία»· ἀπὸ τὸ πυν­θάνομαι = πληροφορῶ). Ἡ νεαρὴ αὐτὴ ἔκανε χρυσὲς δουλειὲς στ’ ἀφεν­τικά της μὲ τὶς μαντεῖες της.
    Αὐτὴ λοιπὸν τοὺς πῆρε ἀπὸ πίσω καὶ φώναζε δυνατά· Αὐτοὶ οἱ ἄν­θρω­ποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου καὶ κηρύττουν τὸ δρόμο τῆς σω­τηρίας. Πράγματι μὲ τὰ λόγια της αὐτὰ ἡ παιδίσκη ἔλεγε μία ἀλήθεια. Ἀλλ’ ὁ Παῦλος δὲν ἤθελε ὁ ψεύτης καὶ κακόβουλος διάβολος νὰ γίνεται πι­στευτὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη κι ὅταν λέει τὴν ἀλήθεια. Δὲν ἤθελε συστάσεις ἀπὸ τὸ διάβολο. Κι ἐπειδὴ τὸ δαιμόνιο ποὺ ἦταν μέσα στὴ νε­α­ρὴ ἔλεγε γιὰ τὸν Παῦλο καὶ τὸ Σίλα αὐτὰ ποὺ ἔλεγε ὄχι ἀπὸ ἀγαθὸ σκοπὸ (ἂν εἶναι δυνατὸν ὁ διάβολος νὰ ἔχει ἀγαθὸ σκοπό), τὰ ἔλεγε κάθε φορὰ ποὺ οἱ ἀπόστολοι περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ, ὁ Παῦλος κουράστηκε καὶ ἐνο­χλή­θη­κε νὰ τ’ ἀκούει, καὶ στραφεὶς πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ παρήγγειλε στὸ ὄνο­μα τοῦ Χριστοῦ νὰ βγεῖ ἀπὸ αὐτήν. Καὶ βγῆκε πράγματι τὴν ἴδια στιγμή.
    Ὅταν πῆραν χαμπάρι τ’ ἀφεντικὰ τῆς νεαρῆς ὅτι χάσανε τὰ συμφέ­ρον­τά τους, γιατί ἡ νεαρὴ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ μαντεύει καὶ νὰ βγάζει λεφτά, ἔπιασαν τὸν Παῦλο καὶ τὸ Σίλα καὶ τοὺς ἔσυραν βιαίως στοὺς ἄρχοντες ἢ στρα­τηγούς, ποὺ εἶχαν τὴν εὐθύνη τῆς δημοσίας τάξεως στὴν ἀγορά, μὲ τὴν καταγγελία ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι Ἰουδαῖοι καὶ διαταράσσουν τὴν πόλη διδάσκοντας θρησκευτικὰ ἔθιμα, ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται σ’ ἐμᾶς τοὺς Ρωμαίους νὰ τὰ παραδεχόμαστε. Ἀπὸ τὶς φωνές τους μαζεύτηκε ὁ κό­σμος ἐναντίον τῶν δύο ἀποστόλων. Τότε οἱ στρατηγοὶ ἔσχισαν τὰ φο­ρέ­μα­τα τῶν ἀποστόλων καὶ διέταξαν νὰ τοὺς ραβδίσουν μὲ τὰ ρόπαλα (= γκλόπς). Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσαν πολλὰ χτυπήματα, τοὺς ἔρριξαν στὴ φυ­λα­κή, δίνοντας ἐντολὴ στὸ δεσμοφύλακα νὰ τοὺς φυλάξει σὲ ἀσφαλὲς μέ­ρος, γιὰ νὰ μὴ δραπετεύσουν. Καὶ ἐκεῖνος τοὺς ἔβαλε στὴν πιὸ ἐσωτερικὴ φυ­λακή. Τὰ πόδια τους τὰ ἀκινητοποίησε σ’ ἕνα εἰδικὸ ξύλο, ποὺ προ­κα­λοῦσε πολὺ πόνο.
    Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας, παρ᾿ ὅλο τὸν πόνο καὶ τὴν περιπέτεια, εἶχαν τὸ κουράγιο καὶ ἔψαλλαν τὸ Θεό, σὰ νὰ μὴ συνέβαινε τί­πο­τε. Οἱ φυλακισμένοι τοὺς ἄκουγαν καὶ ἀποροῦσαν ποῦ ἔβρισκαν τὴ δύ­να­μη αὐτή. Ξαφνικὰ γίνεται ἕνας μεγάλος τοπικὸς σεισμός. Τὰ θεμέλια τῆς φυλακῆς σείστηκαν. Ἄνοιξαν τὴν ἴδια στιγμὴ ὅλες οἱ πόρτες τῆς φυ­λα­κῆς κι ἔπεσαν ἀπὸ τὰ χέρια ὅλων τῶν φυλακισμένων οἱ ἁλυσίδες. Ξυπνάει ἐκείνη τὴν ὥρα καὶ ὁ δεσμοφύλακας καὶ βλέποντας ἀνοιχτὲς τὶς πόρτες ἔβγαλε τὸ μαχαῖρι, γιὰ ν’ αὐτοκτονήσει, νομίζοντας ὅτι οἱ φυλακισμένοι ἔχουν δραπετεύσει. Ἀλλ’ ὁ Παῦλος τὸν πρόλαβε καὶ φώναξε δυνατά· Εἴ­μα­στε ὅλοι ἐδῶ· μὴν κάνεις κακὸ στὸν ἑαυτό σου.
    Ὁ δεσμοφύλακας κατάλαβε ὅτι ἔχει νὰ κάνει μὲ ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ποὺ μποροῦσαν νὰ φύγουν καὶ δὲν ἔφυγαν οὔτε αὐτοὶ οὔτε οἱ ἄλλοι φυ­λα­κισμένοι, καὶ μποροῦσαν νὰ τὸν ἀφήσουν ν’ αὐτοκτονήσει καὶ δὲν τὸν ἄ­φη­σαν, καὶ καταλήφθηκε ἀπὸ ρῖγος συγκινήσεως. Ζήτησε φῶς, πήδηξε μέσα στὴ φυλακὴ κι ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα μὲ εὐγνω­μο­σύ­νη. Τοὺς βγάζει ἔξω καὶ τοὺς ρωτᾶ πῶς θὰ σώσει τὴν ψυχή του. Καὶ ἐκεῖ­νοι τοῦ ἀπάντησαν· Θὰ σωθεῖς καὶ σὺ καὶ ἡ οἰκογένειά σου πιστεύοντας στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
    Καὶ οἱ δύο ἀπόστολοι εἶπαν τότε σ’ αὐτὸν καὶ στὴν οἰκογένειά του τὰ λό­για τοῦ Θεοῦ. Ὁ δεσμοφύλακας ἠρέμησε καὶ ἐκείνη τὴ νυχτερινὴ ὥρα τοὺς πῆγε σὲ νερὸ καὶ τοὺς ἔλουσε ἀπὸ τὰ αἵματα, ἐνῷ ὁ ἴδιος καὶ οἱ οἰ­κεῖοι του βαπτίστηκαν ὅλοι τὴν ἴδια ὥρα. Στὴ συνέχεια τοὺς ἀνέβασε στὸ σπί­τι του καὶ τοὺς παρέθεσε τραπέζι, καὶ χάρηκε πάρα πολὺ καὶ αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του, ἐπειδὴ εἶχαν πιστέψει ὅλοι τους στὸ Θεό.
    Τί νὰ πρωτοθαυμάσει κανείς; Τὸ ὅτι οἱ ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Σίλας δὲν ἀνέχτηκαν τοὺς ἐπαίνους τοῦ διαβόλου; Τὸ ὅτι ἀδιαμαρτύρητα καὶ ἀν­α­πολόγητα δάρθηκαν σκληρὰ καὶ πετάχτηκαν στὴ φυλακή, ἐνῷ μποροῦσαν νὰ γλιτώσουν ἀπὸ τὶς κακοποιήσεις, ἂν ἔκαναν χρήση τοῦ προνομίου τοῦ Ρω­μαίου πολίτου, καθὼς καὶ οἱ δύο τους ἦταν Ρωμαῖοι πολῖτες; Τὸ ὅτι βρῆ­καν τὴ δύναμη καὶ ὑμνοῦσαν τὸ Θεό, ἐπειδὴ ἔπαθαν αὐτὰ ποῦ ἔπαθαν γιὰ τ’ ὄνομά του; Τὸ ὅτι παρενέβη ὁ Θεὸς μὲ τὸ σεισμὸ καὶ τοὺς ἀπε­λευ­θέ­ρωσε; Τὸ ὅτι μποροῦσαν ν’ ἀποδράσουν καὶ δὲν ἀπέδρασαν; Τὸ ὅτι πρό­λα­βαν τὴν αὐτοκτονία τοῦ δεσμοφύλακα; Τὸ ὅτι ἅρπαξαν τὴν εὐκαιρία καὶ τὸν ἔκαναν Χριστιανὸ σὲ μία ὥρα ποὺ οἱ ἴδιοι εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ ξε­κού­ρα­ση καὶ ὕπνο;
    Πῶς νὰ μὴν εἶναι ὁ Θεὸς κοντὰ σὲ τέτοιους ἄντρες τῆς πίστεως;
 
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
 
 
 

Τετάρτη 18 Μαΐου 2022

ΑΓΙΑ ΦΩΤΕΙΝΗ Η ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας διασώζει τον περίφημο διάλογο που είχε ο Χριστός με μια πόρνη γυναίκα, την Σαμαρείτιδα. Με μια γυναίκα που οι άλλοι Εβραίοι δεν θα καταδέχονταν όχι απλώς να συνομιλήσουν, αλλ’ ούτε κάν να την πλησιάσουν. Και τούτο, για δύο λόγους: πρώτον γιατί ήταν Σαμαρείτιδα και δεύτερον γιατί ήταν πολύ αμαρτωλή. Την γυναίκα αυτή την απέφευγαν και οι ίδιοι οι συμπατριώτες της, οι Σαμαρείτες. Την απέφευγαν, για την αμαρτωλή διαγωγή της. Τέσσερις άνδρες είχαν περάσει από την ζωή της, και με τον πέμπτο συζούσε παράνομα.
 Όλοι λοιπόν, την αγνοούν, την περιφρονούν, την αποστρέφονται. Όλοι, εκτός από τον Σωτήρα Χριστό, ο Οποίος βαδίζει μέσα στη ζέστη του καλοκαιριάτικου μεσημεριού, για να έλθει να την συναντήσει και να της χαρίσει την λύτρωση. Κουρασμένος από την οδοιπορία και διψασμένος, κάθισε στην πηγή του Ιακώβ να ξαποστάσει. Έστειλε τους μαθητές του στην πόλη να αγοράσουν τρόφιμα και περίμενε την ταλαίπωρη εκείνη γυναίκα, που είχε γίνει θύμα του διαβόλου. Ώ, πόση είναι η αγάπη του Χριστού και η δίψα του για την σωτηρία κάθε αμαρτωλής ψυχής!
 Για την γυναίκα αυτή ο Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αυγουστίνος, γράφει: «Ως Θεός ο Χριστός γνώριζε ότι σ΄εκείνη τη δυστυχισμένη χώρα της Σαμάρειας υπήρχε ένα διαμάντι. Διαμάντι, που είχε πέσει μέσα στη λάσπη, και κανένας δεν το πρόσεχε. Διαμάντι ήταν αυτή η αμαρτωλή γυναίκα, η Σαμαρείτιδα. Παρ’ όλη την κατάπτωση και την διαφθορά της, μέσα της έκρυβε κάτι το πολύτιμο. Ερχόταν ώρα που σιχαινόταν τον εαυτό της. Έβλεπε πόσο χαμηλά είχε πέσει. Ποθούσε μια ανώτερη ζωή. Ποθούσε να γνωρίσει την αλήθεια.» (Κυριακοδρόμιον)
Ο διάλογος του Χριστού με την Σαμαρείτιδα
Αυτή την γυναίκα περίμενε ο Ιησούς στο φρέαρ του Ιακώβ. Και να, σε λίγο καταφθάνει, με την στάμνα στο χέρι. Ο Θεάνθρωπος της ζήτησε να του δώσει λίγο νερό. Εκείνη απόρησε πώς ένας Ιουδαίος τολμάει να μιλά σε μια Σαμαρείτιδα, γι’ αυτό και του λέει: «πώς σύ, που είσαι Ιουδαίος, ζητάς να πιεις νερό από εμένα που είμαι γυναίκα Σαμαρείτιδα;» Οι Ιουδαίοι, όπως είπαμε, δεν είχαν καμία επικοινωνία με τους Σαμαρείτες «ου γάρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις»
 (Ιωάν. δ’ 9).
 Βέβαια, αν ήμασταν εμείς οι «θεοφοβούμενοι», κι εγώ δεν ξέρω τι θα άκουγε η γυναίκα εκείνη! Και όμως, ο Χριστός δεν την περιφρονεί, δεν την αποστρέφεται, δεν την προσβάλλει και δεν την ταπεινώνει για την ζωή που κάνει. Αλλά σαν έμπειρος γιατρός προσπαθεί να την θεραπεύσει και σαν καλός ποιμένας να την οδηγήσει στην μάνδρα του Θεού.
 Ο ιερός Χρυσόστομος σχολιάζοντας το σημείο αυτό, γράφει: «…Έτσι και η Σαμαρείτιδα. Την ψυχή της είχε βουτηγμένη στις πορνείες, και φιλονικεί για την πόση λίγου νερού. Και ο Ιησούς δεν την αποστόμωσε, δεν της είπε εγώ είμαι Θεός από Θεό, εγώ στερέωσα τον Ουρανό και θεμελίωσα την γή, και φιλονικείς για το νερό και την πόση του και μάλιστα σύ, γυναίκα μολυσμένη από τις αμαρτίες;». (Μητροπολίτου Τρίκκης & Σταγών Διονυσίου, Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, Α΄.Αθήναι 1968, σελ. 47).
Όχι, αδελφέ μου, ο Χριστός δεν της είπε κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, παίρνοντας αφορμή από τα λόγια της, της αποκαλύπτει θεμελιώδεις ουράνιες αλήθειες. Ναι, σ’ αυτή την αμαρτωλή γυναίκα, που οι συγχωριανοί της την περιφρονούσαν, σ’ αυτή που ήταν βουτηγμένη στις σαρκικές αμαρτίες, τις οποίες ο Θεός τόσο πολύ βδελύσσεται και καταδικάζει, σ’ αυτή την πόρνη γυναίκα ο Ιησούς αποκαλύπτει την θεότητα του!
 Στην αμηχανία της Σαμαρείτιδας, λοιπόν να προσφέρει λίγο νερό σ΄έναν Ιουδαίο, (όπως εκείνη Τον έβλεπε), ο Χριστός απαντά: «Εάν ήξερες την δωρεά του Θεού και ποιος είναι αυτός που σου λέγει: ‘Δός μου να πιώ’, τότε εσύ θα τον παρακαλούσες κι εκείνος θα σου έδινε νερό ζωντανό» (Ιωάν. δ’ 10).
 Ο νούς της αδυνατεί να συλλάβει και να εννοήσει αυτές τις θείες αλήθειες, γι΄αυτό και Του λέει: «Κύριε, ούτε δοχείο έχεις, αλλά και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού, λοιπόν, έχεις το νερό το ζωντανό; Μήπως εσύ είσαι ανώτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωκε το πηγάδι, κι ήπιε από αυτό ο ίδιος και τα παιδιά του και τα ζώα του;» (Ιωάν. δ’ 11-12).
 Η γυναίκα και πάλι αδυνατεί να εννοήσει όλα αυτά. ΄Αλλωστε, θα ήταν ίσως η πρώτη φορά που της δόθηκε η ευκαιρία να συζητήσει και να ακούσει τέτοια ουράνια και θεϊκά λόγια. Νομίζοντας, ακόμη, ότι το νερό που έχει αυτός που της μιλά είναι διαφορετικό από τα άλλα και έχει την ικανότητα να κόβη την δίψα μια για πάντα, και επιπλέον ότι έτσι θα απαλλασσόταν από τον κόπο της μεταφοράς, του λέει: «Κύριε, δός μου αυτό το νερό για να μη διψώ, ούτε να έρχομαι εδώ στο πηγάδι να παίρνω» (Ιωάν. δ’ 15).
 Ο Χριστός, ως καρδιογνώστης, βλέποντας ότι ήρθε η ώρα να δεχθεί η Σαμαρείτιδα το φάρμακο της μετανοίας και το σωτήριο και λυτρωτικό μήνυμα, της λέει με αγάπη και διάκριση: «Πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου και έλα εδώ». Η γυναίκα αποκρίθηκε: «Δεν έχω άνδρα». Ο Χριστός της λέει: «Καλά είπες ότι δεν έχεις άνδρα, γιατί πέντε άνδρες πήρες, και τώρα αυτόν που έχεις δεν είναι άνδρας σου. Αυτό, το είπες αλήθεια» (Ιωάν. δ’ 16-18).
 Βλέποντας η αμαρτωλή γυναίκα έναν άγνωστο γι’ αυτήν άνθρωπο να γνωρίζει τα μυστικά της ζωής και της καρδιάς της, του λέει: «Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης» (Ιωάν. δ’ 19). Και αμέσως – αλήθεια ποιος το περίμενε! – η πόρνη άρχισε να ρωτάει τον Χριστό σε ποιόν τόπο πρέπει να λατρεύεται ο Θεός, στα Ιεροσόλυμα, όπως υποστηρίζουν οι Ιουδαίοι ή στο όρος Γαριζείν, όπως δέχονται οι Σαμαρείτες;
 Στην συνέχεια, ο Ιησούς αποκαλύπτει σε μια άσωτη γυναίκα τι είναι ο Θεός και πώς θέλει να Τον λατρεύουν και να Τον προσκυνούν οι αληθινοί προσκυνητές. Αξίζει στο σημείο αυτό να παραθέσουμε τις θείες και σωτήριες αυτές αλήθειες:
 «Πίστεψε με, γυναίκα», της λέει τότε ο Ιησούς, «πλησιάζει ο καιρός πού ούτε σ΄αυτό το όρος ούτε στα Ιεροσόλυμα θα λατρεύετε τον Πατέρα. Εσείς, οι Σαμαρείτες, λατρεύετε εκείνο που δεν ξέρετε, εμείς όμως λατρεύουμε εκείνο που γνωρίζουμε, γιατί η σωτηρία έρχεται στον κόσμο από τους Ιουδαίους. Πλησιάζει όμως ο καιρός, και μάλιστα ήλθε ήδη, που οι αληθινοί προσκυνητές θα λατρεύσουν τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά, γιατί τέτοιοι θέλει ο Πατέρας να είναι εκείνοι που τον λατρεύουν. Ο Θεός είναι πνεύμα, και εκείνοι που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν πνευματικά και αληθινά» (Ιωάν. δ’ 21-24).
 Ακούγοντας αυτά η Σαμαρείτιδα, ξέχασε και το νερό, ξέχασε και τις δουλειές της, ξέχασε ακόμη και το «ου συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις», ξέχασε κάθε βιοτική και κοσμική μέριμνα, και ενδιαφέρεται τώρα να μάθει περισσότερα για τον Θεό. Γι’ αυτό και Του λέει: «Ξέρω ότι θα έλθει ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός, όταν έλθει εκείνος, θα μας τα διδάξει όλα» (Ιωάν. δ’ 25).
 Βλέποντας την θεία αλλοίωση της ψυχής της, και παίρνοντας αφορμή από τα λόγια της ο άγνωστος γι’ αυτήν Χριστός, ο κουρασμένος και διψασμένος στρατοκόπος που της ζήτησε λίγο νερό, της λέει: «Εγώ είμαι που μιλώ μαζί σου» (Ιωάν. δ’ 26), «ο Μεσσίας που περιμένετε να έλθει για να σας διδάξει και να σας αποκαλύψει τις ουράνιες και σωτήριες αλήθειες, ο Μεσσίας αυτός, είμαι εγώ, εγώ που σου μιλώ αυτή την στιγμή».
Απόστολος, πριν από τους Αποστόλους
Ο ιερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τα λόγια αυτά του Κυρίου, λέγει: «Μεγάλα και παράδοξα θαύματα. Αυτό που σε πολλούς Αποστόλους έκρυψε, στην πόρνη αποκαλύπτει φανερά». Θα ήθελα όμως να τελειώσω με τα λόγια του ιδίου Πατρός, με τα λόγια εκείνα που αναφέρονται στην προσπάθεια της Σαμαρείτιδας να πείσει τους συμπατριώτες της να έλθουν και να δούν τον Χριστό:
 «Στο μεταξύ έρχονται οι μαθητές και Τον βρίσκουν να μιλά με την γυναίκα. Απόρησαν που μιλούσε με γυναίκα. Αυτός που τον προσκυνούν οι άγγελοι, μιλούσε με την πόρνη. Αυτός που συμβασιλεύει με τον Πατέρα στην ατελείωτη βασιλεία, μιλούσε μόνος σε μια γυναίκα μόνη. Εκείνη όμως άφησε την στάμνα της και μπήκε στην πόλη. Άφησε την στάμνα της, γιατί γέμισε με τα ζωντανά νερά, και αφού μπήκε, φώναξε στους πολίτες: «Ελάτε να δείτε κάποιον που μου είπε όλα όσα έκανα. Μήπως είναι αυτός ο Χριστός»; «Ελάτε να δείτε κάποιον». Δεν είπε, ελάτε να δείτε τον Θεό ανάμεσα στους ανθρώπους, για να μην νομίσουν οι άνθρωποι ότι παραφρόνησε. Για να μην πούν οι άνθρωποι: αυτή είναι τρελή. Πότε είδε κανείς τον Θεό να περπατά; Πότε είδε κανένας τον Θεό να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους; «Ελάτε να δείτε κάποιον που μου είπε όλα όσα έκανα».
 «Τους ξυπνά την επιθυμία να βγουν και να πιαστούν. Όπως πιάστηκε στο δίχτυ, θέλει να πιάσει. Είδε έναν Ιουδαίο και έφθασε η ίδια στην αντίληψη του Κυρίου, κι οδηγεί τους άλλους να φθάσουν από τον άνθρωπο στο Θεό. Πόρνη με συνείδηση Αποστόλου, που έγινε από τους Αποστόλους πιο δυνατή. Γιατί οι Απόστολοι περίμεναν να συμπληρωθεί ολόκληρη η Θεία οικονομία και τότε άρχισαν τα αποστολικά τους κηρύγματα. Η πόρνη όμως και πριν από το πάθος και την Ανάσταση, ευαγγελίζεται τον Χριστό. «Ελάτε να δείτε κάποιον που μου είπε όλα όσα έκαμα. Διαλαλώ τα αμαρτήματα μου, για να οδηγήσω εσάς. Για να δείτε εσείς τον Θεό που έφθασε στον κόσμο, πομπεύω τα σφάλματα μου. Κι ας προσκυνείται ο Χριστός που δεν αποστρέφεται τους αμαρτωλούς. Ελάτε να δείτε κάποιον που μου είπε όλα όσα έκαμα. Μήπως αυτός είναι ο Χριστός»;
 «Πρόσεξε τη σοφία της γυναίκας, πρόσεξε την ευγνωμοσύνη της πόρνης. Ένα αμάρτημα της είπε ο Χριστός, την πορνεία μονάχα, κι εκείνη άφησε την στάμνα κι έτρεξε στην πόλη λέγοντας: «Ελάτε να δείτε κάποιον που μου είπε όλα όσα έκανα».
 «Κηρύττει αυτόν που γνωρίζει τα πάντα, κηρύττει πιο μεγαλόφωνα από τους Αποστόλους. Δεν τον είδε να σηκώνεται από τους νεκρούς, δεν είδε τον τετραήμερο Λάζαρο να ξαναπροσκαλήται από τον τάφο, δεν είδε τον θάνατο να φυλακίζεται, δεν είδε την θάλασσα να χαλιναγωγείται με τον λόγο. Δεν είδε τον πλάστη του Αδάμ, στην περίπτωση του τυφλού, να αναπληρώνει με το πηλό το φυσικό ελάττωμα, όμως τον κεραμουργό του Παραδείσου διαλαλούσε με τον λόγο της. «Ελάτε να δείτε κάποιον που μου είπε όλα όσα έκανα». Κι από την πόλη εκείνη των Σαμαρειτών πίστεψαν σ’ αυτόν πολλοί από τα λόγια της γυναίκας, που μαρτυρούσε ότι «μου είπε όλα όσα έκανα».
 Ας μιμηθούμε κι εμείς αυτή την Σαμαρείτιδα και χωρίς να νιώθουμε παράλογη εντροπή για τα αμαρτήματα μας, να φοβόμαστε τον Θεό. Τώρα όμως βλέπω να γίνεται το αντίθετο, δεν φοβόμαστε αυτόν που πρόκειται να μας κρίνει, αλλά τρομάζομε αυτούς που δεν μπορούν να μας βλάψουν σε τίποτα και φοβόμαστε μη μας προσβάλλουν. Γι’ αυτό τιμωρούμαστε γι’ αυτά που φοβόμαστε. Αυτός που ντρέπεται να φανερώσει τα αμαρτήματα του σε άνθρωπο, δεν ντρέπεται όμως να τα πράξει μπροστά στα μάτια του Θεού και δεν θέλει να ομολογήσει και να μετανοήσει, θα θεατρινιστεί εκείνη την ημέρα όχι μπροστά σ’ έναν και σε δύο αλλά στα μάτια όλης της οικουμένης.
 Ας συνομιλήσουμε λοιπόν με τον Χριστό, γιατί και τώρα ανάμεσα μας στέκεται και μας μιλά με το στόμα των Προφητών και των Αποστόλων. Ας Τον ακούσουμε και ας Τον πιστέψουμε» (Μητροπολίτου Τρίκκης & Σταγών Διονυσίου, Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, Ά, Αθήναι 1968, σελ. 55-57).
 Αδελφέ μου, όταν ακούς τον ψάλτη στην εκκλησία να λέει: «Τη αυτή ημέρα, Κυριακή Πέμπτη από του Πάσχα, την της Σαμαρείτιδας εορτήν εορτάζομεν. Ταίς της σης Μάρτυρος Φωτεινής πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν», να ξέρεις ότι πρόκειται γι’ αυτήν την πρώην πόρνη και αμαρτωλή γυναίκα.
 Ναι, είναι η Αγία πλέον, Μεγαλομάρτυς και Ισαπόστολος Φωτεινή




Πέμπτη 12 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ


Στό  χρυσωρυχεῖο οὔτε τήν πιό ἀσήμαντη φλέβα δέν θά δεχόταν νά περιφρονήση κανένας κι ἄς προξενῆ πολύν κόπο ἡ ἔρευνά της. Ἔτσι καί στίς θεῖες Γραφές δέν εἶναι χωρίς βλάβη νά προσπεράσης ἕνα γιῶτα ἤ μιά κεραία. Ὅλα πρέπει νά ἐξετάζωνται.
Τό ἅγιο Πνεῦμα τά ἔχει πεῖ ὅλα καί τίποτα δέν εἶναι ἀνάξιο σ̉ αὐτές. Πρόσεξε λοιπόν τί λέει ὁ Εὐαγγελιστής κι ἐδῶ: Αὐτό πάλι ἦταν τό δεύτερο σημεῖο πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, πηγαίνοντας ἀπό τήν Ἰουδαία στήν Γαλιλαία.
Καί δέν πρόσθεσε βέβαια ἔτσι ἁπλᾶ τή λέξη «δεύτερο», ἀλλά τονίζει ἀκόμα περισσότερο τό θαῦμα τῶν Σαμαρειτῶν.
 Δείχνει ὅτι, μόλο πού ἔγινε καί δεύτερο σημεῖο, δέν εἶχαν φτάσει ἀκόμα στό ὕψος ἐκείνων πού τίποτα δέν εἶδαν (τῶν Σαμαρειτῶν) αὐτοί πού ἔχουν δεῖ πολλά καί θαυμάσει.
Ὕστερ̉ ἀπ̉ αὐτά ἦταν ἑορτή τῶν Ἰουδαίων.
Ποιά ἑορτή; Ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, νομίζω, καί ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα. Συστηματικά τίς γιορτές βρίσκεται στήν πόλη. Ἀπ̉ τή μιά γιά νά φανῆ πώς ἑορτάζει μαζί τους, ἀπ̉ τήν ἄλλη γιά νά τραβήξη κοντά του τόν ἁπλό λαό. Γιατί αὐτές τίς μέρες γινόταν περισσότερη συρροή τῶν πιό ἁπλῶν. Ὑπάρχει στά Ἱεροσόλυμα ἡ προβατική κολυμβήθρα, Βηθεσδά μέ τό Ἑβραϊκό ὄνομά της, μέ πέντε στοές.

Σ̉ αὐτές ἦσαν πεσμένοι ἄρρωστοι πλῆθος - κουτσοί, τυφλοί, ξηροί, πού περίμεναν τήν ταραχή τοῦ νεροῦ. Τί σημαίνει αὐτός ὁ τρόπος τῆς θεραπείας;

 Τίνος μυστηρίου κάνει ὑπαινιγμό; Αὐτά δέν ἔχουν γραφῆ ἁπλᾶ καί τυχαῖα ἀλλά εἰκονίζει καί ὑποτυπώνει ὅσα ἀνάγονται στό μέλλον. Μ̉ αὐτόν τόν τρόπο, τόν ὑπερβολικά παράξενο, ὅταν συνέβαινε ὁλότελα ἀπροσδόκητα, δέ θά κατάστρεφε μέσα στίς ψυχές τῶν πολλῶν τή δύναμη τῆς πίστης. Ποιό εἶναι λοιπόν αὐτό πού εἰκονίζει;

Σκόπευε νά δώση τό βάπτισμα πού ἔχει πολλή δύναμη καί μεγάλη χάρη . Τό βάπτισμα πού ἀποπλύνει ὅλες τίς ἁμαρτίες καί ζωοποιεῖ τούς νεκρούς. Ὅπως λοιπόν σέ εἰκόνα, προδιαγράφονται αὐτά στήν κολυμβήθρα καί σέ πολλά ἄλλα. Καί πρῶτα ἔδωσε τό νερό πού βγάζει τά στίγματα τῶν σωμάτων καί πού δέν εἶναι μιάσματα ἀλλά φαίνονται, ὅπως τά μολύσματα ἀπό κηδεῖες, ἀπό λέπρα καί ἄλλα τέτοια.
Καί πολλές ἄλλες θεραπεῖες στήν Παλαιά Διαθήκη θά μποροῦσε κανείς νά δῆ πού πραγματοποιήθησαν μέ νερό, γι̉ αὐτό τό λόγο. Ἀλλά ἄς μποῦμε στό θέμα μας. Πρῶτα λοιπόν ὅπως εἶπα πρωτύτερα, μολυσμούς σωματικούς κι ἔπειτα διάφορες ἄλλες ἀσθένειες κάνει νά θεραπεύωνται μέ νερό.
Γιατί θέλοντας ὁ Θεός νά μᾶς ὁδηγήση κοντύτερα στή δωρεά τοῦ βαπτίσματος δέν θεραπεύει τούς μολυσμούς μονάχα ἀλλά καί ἀσθένειες. Γιατί οἱ πλησιέστερες πρός τήν ἀλήθεια εἰκόνες καί σχετικά μέ τό βάπτισμα καί τό πάθος καί τά ἄλλα ἦσαν καθαρώτερες ἀπό τίς παλαιότερες. Γιατί ὅπως οἱ κοντινοί τοῦ βασιλιᾶ δορυφόροι εἶναι λαμπρότεροι ἀπό τούς πιό μακρινούς, ἔτσι γίνεται καί σχετικά μέ τούς τύπους.

Κι ὁ ἄγγελος καταβαίνοντας ἀνατάραζε τό νερό καί τοῦ ἔδινε θεραπευτική δύναμη, γιά νά μάθουν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι πολύ περισσότερο ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων μπορεῖ νά θεραπεύση ὅλα τά νοσήματα τῆς ψυχῆς. Ἀλλά ὅπως ἐδῶ ἡ θεραπευτική δύναμη δέν ἦταν φυσική ἰδιότητα τοῦ νεροῦ, γιατί τότε θά ἐκδηλωνόταν ἀδιάλειπτα, ἀλλά παρουσιαζόταν μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἀγγέλου, ἔτσι καί πάνω σ̉ ἐμᾶς δέν ἐνεργεῖ ἁπλᾶ τό νερό ἀλλά ὅταν δεχτῆ τή χάρη τοῦ Πνεύματος τότε διαλύει ὅλες τίς ἁμαρτίες.
 Γύρω ἀπ̉ αὐτή τήν κολυμβήθρα κοίτονταν ἕνα μεγάλο πλῆθος ἄρρωστοι τυφλοί, κουτσοί, λεπροί πού περίμεναν τήν ταραχή τοῦ νεροῦ καί τότε ἡ ἀσθένεια γινόταν ἐμπόδιο σ̉ ἐκεῖνον πού ἤθελε νά θεραπευτῆ. Μά τώρα εἶναι κύριος ὁ καθένας νά προσέλθη. Γιατί δέν ἀναταράζει κάποιος ἄγγελος ἀλλά εἶναι τῶν πάντων ὁ Κύριος αὐτός πού τά ἐκτελεῖ ὅλα καί δέν εἶναι δυνατό νά πῆ ὁ ἀσθενής«μόλις πάω νά κατεβῶ, ἄλλος κατεβαίνει πρίν ἀπό μένα».
 Ἀλλά, κι ἄν ἔρθη ὅλη ἡ οἰκουμένη, ἡ χάρη δέν ξοδεύεται, οὔτε ἡ ἐνέργεια δαπανᾶται ἀλλά ἴδια καί ἀπαράλλακτη μένει ὅπως πρῶτα. Κι ὅπως οἱ ἡλιακές ἀκτῖνες καθημερινά δίνουν τό φῶς τους καί δέν δαπανῶνται οὔτε λιγοστεύει ἡ λάμψη τους ἀπό τήν ἄφθονη παροχή των, ἔτσι καί πολύ περισσότερο ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, δέν ἐλαττώνεται μ̉ ὅλο τό πλῆθος πού τήν ἀπολαμβάνει.

Αὐτό συνέβαινε, μέ τό σκοπό ἐκεῖνοι πού ἔμαθαν ὅτι εἶναι δυνατό μέ τό νερό νά θεραπευτοῦν πολλά σωματικά νοσήματα καί ἀσκήθηκαν στή γνώση αὐτή πολύν καιρό, νά πιστέψουν εὔκολα ὅτι μπορεῖ νά θεραπεύση καί νοσήματα τῆς ψυχῆς. Καί γιατί τέλος πάντων ὁ Ἰησοῦς ἄφησε ὅλους τούς ἄλλους καί ἦρθε σ̉ αὐτόν, πού εἶχε τριάντα ὀχτώ χρόνια καί γιατί τόν ρώτησε ἄν θέλη νά γίνη ὑγιής.
Ὄχι γιά νά μάθη, αὐτό ἦταν περιττό, ἀλλά γιά νά δείξη τήν ὑπομονή τοῦ παραλυτικοῦ καί γιά να καταλάβωμε ὅτι γι̉ αὐτό ἄφησε τούς ἄλλους καί πῆγε σ̉ αὐτόν. Κι ὁ ἀσθενής τοῦ ἀποκρίθηκε καί τοῦ εἶπε:«Κύριε δέν ἔχω κάποιον νά μέ βάλη στήν κολυμβήθρα, ὅταν ταραχθῆ τό νερό. Κι ἐνῶ πηγαίνω ἐγώ, κατεβαίνει ἄλλος πρίν ἀπό μένα». Γι̉ αὐτό ρώτησε, ἄν θέλη νά γίνη γερός.
Γιά νά πληροφορηθοῦμε αὐτά τά πράγματα. Δέν τοῦ εἶπε θέλεις νά σέ κάμω καλά; - Γιατί δέν φανταζόταν ἀκόμα τίποτα σπουδαῖο γι̉ αὐτόν - ἀλλά θέλεις νά γίνης καλά; Ξαφνιάζεται ὁ καρτερικός παράλυτος. Ἔχοντας τριάντα ὀχτώ ἔτη τήν ἀσθένεια καί κάθε χρόνο ἐλπίζοντας ὅτι θά γλύτωνε ἀπ̉ αὐτή, ἔμενε μόνιμα ἐκεῖ καί δέν ἀπομακρυνόταν. Χωρίς τήν καρτερία του ἄν ὄχι τά περασμένα, δέν θά ἦσαν ἱκανά τά μέλλοντα νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό κεῖ;

Σκέψου σέ παρακαλῶ πῶς ἦταν φυσικό καί οἱ ἄλλοι ἄρρωστοι νά εἶναι ἥσυχοι. Γιατί μήτε ἡ ὥρα δέν ἦταν φανερή πού ταραζόταν τό νερό. Καί στό κάτω-κάτω οἱ κουτσοί καί οἱ κουλλοί μποροῦσαν νά παρατηρήσουν. Οἱ τυφλοί ὅμως πού δέν ἔβλεπαν; Ἴσως τό καταλάβαιναν ἀπό τό θόρυβο.
 Ἄς νιώσωμε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ντροπή καί ἄς στενάξωμε γιά τήν πολλή ἀδιαφορία μας. Τριάντα ὀχτώ χρόνια ἔμεινε στό ἴδιο μέρος ἐκεῖνος καί, μ̉ ὅλο πού δέν πετύχαινε ὅ,τι ἤθελε, δέν ἀπομακρυνόταν. Καί δέν πετύχαινε ὄχι ἀπό ἀδιαφορία δική του ἀλλά γιατί τόν ἐμπόδιζαν καί τόν παραμέριζαν οἱ ἄλλοι.
 Καί ὅμως δέν ἀπογοητευόταν. Ἐμεῖς ὅμως δέκα ἡμέρες, ἄν μείνωμε κάπου καί παρακαλέσωμε γιά κάτι χωρίς νά πετύχουμε στό τέλος βαρυόμαστε νά δείξωμε τόν ἴδιο ζῆλο. Καί στούς ἀνθρώπους κάποτε μένουμε κοντά τόσο διάστημα ὑποφέροντες τίς ταλαιπωρίες τῆς ἐκστρατείας καί ἐκτελώντας ἐργασίες δουλοπρεπεῖς, χωρίς νά ἐκπληρώνεται πολλές φορές ἡ ἐλπίδα μας.
Στόν Κύριο ὅμως τό δικό μας, ὅπου θά πάρωμε ὁπωσδήποτε μεγαλύτερη ἀπό τούς κόπους μας ἀμοιβή - ἡ ἐλπίδα, γράφει, δέν ἀπογοητεύει - δέν θέλομε νά μείνωμε κοντά του μέ τό ζῆλο πού πρέπει.

Πόση τιμωρία ἁρμόζει σ̉ αὐτή τή στάση; Ἀκόμη κι ἄν δέν ἦταν δυνατό νά πάρουμε τίποτα, αὐτή τήν ἀδιάκοπη συνομιλία μαζί του δέν ἔπρεπε νά τήν θεωροῦμε ἄξια ἄπειρων ἀγαθῶν; Ἀλλά εἶναι κουραστική ἡ ἀδιάκοπη προσευχή; Ἀλλά καί ποιά ἀρετή δέν εἶναι κοπιαστική;
Κι αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀπορία: ὅτι μαζί μέ τήν κακία κληρώθηκε ἡ εὐχαρίστηση, ἐνῶ μέ τήν ἀρετή ὁ πόνος. Πολλοί ἀναζητοῦν τήν αἰτία. Μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός ἀπ̉ τήν ἀρχή ζωή ἐλεύθερη ἀπό φροντίδες καί κόπους. Ἡ ἀργία ὡδήγησε στή διαστροφή καί χάσαμε τόν παράδεισο.
 Γι̉ αὐτό ἔκαμε ἐπίπονη τή ζωή μας, σάν νά δικαιολογοῦνταν στό γένος τῶν ἀνθρώπων λέγοντας. Σᾶς ἔβαλα μέσα στήν τρυφή, ἀλλά ἡ ἀπιστία σᾶς ἔκαμε χειρότερους. Γι̉ αὐτό διέταξα νά δοκιμάζετε τόν πόνο καί τόν ἱδρῶτα. Ἐπειδή ὅμως οὔτε αὐτός ὁ πόνος δέν συγκράτησε τόν ἄνθρωπο, μᾶς ἔδωσε νόμο μέ πολλές ἐντολές βάζοντάς μας, ὅπως στό δύσκολο ἄλογο, δεσμά καί χαλινάρια.
Τό ἴδιο κάνουν καί οἱ ἀλογοδαμαστές. Γι̉ αὐτό εἶναι ἐπίπονη ἡ ζωή μας. Ἡ ζωή ἡ χωρίς κόπο συνήθως διαφθείρει. Ἡ φύση μας δέν δέχεται τήν ἀργία, εὔκολα κλίνει στήν κακία. Ἄς ὑποθέσωμε ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό κόπους ὁ φρόνιμος καί ἐνάρετος γενικά, ἀλλά ἐπιτυγχάνουν τό κάθε τι ἀκόμα καί κοιμισμένοι. Τήν ἄνεση πού θά προέκυπτε ποῦ θά τή χρησιμοποιούσαμε; Ὄχι στήν ἀνοησία καί τήν ὑπερηφάνεια;

Ἀλλά γιατί ἔχει συζευχθῆ μέ τήν κακία πολλή εὐχαρίστηση καί μέ τήν ἀρετή πολύς κόπος καί ἱδρῶτας; Καί τί χάρη θά εἶχε καί τί μισθό θά ἔπαιρνε, ἄν τό πρᾶγμα δέν ἦταν κοπιαστικό; Ἔχω νά σᾶς δείξω πολλούς πού ἀποστρέφονται ἐκ φύσεως τό γάμο καί τόν ἀποφεύγουν μέ σιχαμάρα.
Αὐτούς θά τούς ποῦμε φρόνιμους καί θά τούς στεφανώσωμε καί θά τούς ἀνακηρύξωμε πανηγυρικά; Καθόλου. Γιατί ἡ σωφροσύνη εἶναι ἐγκράτεια καί ὑπερίσχυση πάνω στίς ἡδονές ὕστερα ἀπό μάχη. Καί τά πολεμικά τρόπαια εἶναι λαμπρότερα, ὅταν οἱ ἀγῶνες εἶναι σκληροί, ὄχι ὅταν οἱ ἀντίπαλοι δέν ἀντιστέκονται.
 Εἶναι πολλοί νωθροί ἀπό τή φύση. Αὐτούς δέ θά τούς ποῦμε ἐνάρετους. Γιαυτό ὁ Χριστός ἀναφέροντας τρεῖς τρόπους εὐνουχισμοῦ τούς δύο τούς ἀφήνει ἀβράβευτους καί τόν ἕναν μόνο βραβεύει μέ τή βασιλεία. Σᾶς λέω καί γιατί χρειάζεται ἡ κακία.
Ποιός ἄλλος εἶναι ὁ δημιουργός τῆς κακίας ἀπό τή θεληματική ἀδιαφορία; Κι οἱ ἀγαθοί ἔπρεπε νά εἶναι μόνοι. Ποιό εἶναι τό γνώρισμα τοῦ ἀγαθοῦ, ἡ νηφαλιότητα καί ἡ ἀγρυπνία ἤ ὁ ὕπνος καί τό ροχαλητό; Καί γιατί φαινόταν γιά ἀγαθό τό νά ἐπιτυγχάνης χωρίς κόπο;
Φέρνεις ἐνστάσεις πού θά ἔφεραν ζωντανά καί λαίμαργοι καί ἄνθρωποι πού νομίζουν Θεό τήν κοιλιά τους. Ἀποκρίσου μου ὅτι αὐτοί εἶναι λόγοι ἀδιαφορίας. Ἄν ὑπάρχη βασιλέας καί στρατηγός, κι ἐνῶ ὁ βασιλιάς κοιμᾶται καί μεθᾶ, ὁ στρατηγός μέ ταλαιπωρίες τήν ἕκτη ὥρα στήνει τά τρόπαια, σέ ποιόν θά ἀπέδιδες τήν νίκη; Καί ποιός χάρηκε τή χαρά τῆς νίκης;

Βλέπεις ὅτι ἡ ψυχή κλίνει σ̉ ἐκεῖνον μέ τόν ὁποῖον κοπίασε; Γι̉ αὐτό καί τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς τή συνώδεψε μέ κόπους, ἐπειδή ἤθελε νά ἐξοικειώση τήν ψυχή μ̉ αὐτή.
Γι̉ αὐτό τήν ἀρετή κι ἄν ἀκόμα δέν τήν πραγματοποιήσωμε τή θαυμάζομε, ἐνῶ τήν κακία μ̉ ὅλη τή γλυκύτητα τήν καταδικάζομε. Κι ἄν ἐρωτήσης, γιατί δέ θαυμάζομε πιό πολύ τούς ἐκ φύσεως ἀγαθούς ἀπό ἐκείνους πού εἶναι ἀγαθοί μέ τήν θέλησή τους;
Ἐπειδή εἶναι δίκαιο νά προτιμᾶται αὐτός πού κοπιάζει. Καί γιά πιό λόγο τώρα κοπιάζομε; Ἐπειδή τήν ἔλλειψη τοῦ κόπου δέν τήν ἐκρατήσαμε ὅπως ἔπρεπε. Κι ἄν τό καλοεξετάση κανένας, ἡ ἀργία πάντα μᾶς ἔβλαψε καί δημιούγησε πολύν κόπον.
 Κι ἄν θέλης, ἄς κλείσουμε κάποιον σ̉ ἕνα σπίτι κι ἄς ἱκανοποιοῦμε μόνο τή λαιμαργία του, χωρίς νά τόν ἀφήνουμε οὔτε νά βαδίζη οὔτε στήν ἐργασία νά τόν βγάζουμε. Ἀλλά ἄς χαίρεται τό φαγητό καί τόν ὕπνον καί ἄς γλεντᾶ ἀδιάκοπα. Ὑπάρχει ἀθλιώτερη ζωή ἀπ̉ αὐτήν;
Εἶναι ἄλλο ὅμως νά ἐργάζεσαι καί ἄλλο νά κοπιάζης. Ἦταν στό χέρι μας τότε νά ἐργαζώμαστε χωρίς κόπους. Μά εἶναι δυνατό; Βέβαια εἶναι, κι αὐτό θέλησε ὁ Θεός, ἀλλά δέν τό ἐβαστάξαμε ἐμεῖς. Γι̉ αὐτό μᾶς ἔβαλε νά καλλιεργοῦμε τόν Παράδεισο, ὁρίζοντάς μας τήν ἐργασία χωρίς νά ἀναμείξη τόν κόπο.
 Γιατί βέβαια ἄν ὁ ἄνθρωπος κοπίαζε ἀπό τήν ἀρχή δέν θά πρόσθετε ἔπειτα τόν κόπο σάν τιμωρία. Γιατί εἶναι δυνατόν νά ἐργάζεται κανείς καί νά μήν κοπιάζει, ὅπως οἱ ἄγγελοι.

Γιά νά πεισθῆτε ὅτι ἐργάζονται, ἀκοῦστε τί λέγει: Μποροῦν μέ τή δύναμή τους νά ἐκτελέσουν τό λόγο του. Τώρα ἡ ἔλλειψη τῆς δυνάμεως προξενεῖ πολλή κούραση. Τότε ὅμως αὐτό δέ γινόταν. Αὐτός πού μπῆκε στήν περίοδο τῆς ἀναπαύσεώς του, ἀναπαύθηκε λέει, ἀπό τά ἔργα του, ὅπως ἀπό τά δικά του ὁ Θεός. Ἐδῶ δέν ἐννοεῖ ἀργία ἀλλά ἔλλειψη κόπου. Γιατί ὁ Θεός καί τώρα ἀκόμη ἐργάζεται καθώς λέγει ὁ Χριστός.
 Ὁ πατέρας μου ὡς τώρα ἐργάζεται κι ἐργάζομαι κι ἐγώ. Γι̉ αὐτό συμβουλεύω ἀφοῦ ἐγκαταλείψεται κάθε ἀδιαφορία νά ζηλέψετε τήν ἀρετή. Γιατί ἡ εὐχαρίστηση τῆς κακίας εἶναι σύντομη ἐνῶ ἡ λύπη παντοτινή. Τῆς ἀρετῆς ἀντίθετα, ἀγέραστη εἶναι ἡ χαρά καί πρόσκαιρος ὁ κόπος.
Ἡ ἀρετή ξεκουράζει τόν ἐργάτη της καί πρίν ἀπό τή βράβευσή του, συντηρῶντας τον μέ τίς ἐλπίδες, ἐνῶ ἡ κακία τιμωρεῖ τόν δικό της ἐργάτη, πιέζοντας τή συνείδηση καί τρομοκρατῶντας την καί προδιαθέτοντας σέ ὑποψία ἐναντίον ὅλων. Κι αὐτά βέβαια ἀπό πόσους κόπους καί ἱδρῶτες εἶναι χειρότερα.

Κι ἄν στή θέση τους ὑπῆρχε μόνο εὐχαρίστηση, τί χειρότερο ὑπάρχει ἀπό τήν εὐχαρίστηση αὐτή; Τήν ἴδια ὥρα φανερώνεται καί μαραμένη χάνεται καί φεύγει πρίν τήν πιάση κανένας, κι ἄν πῆς τήν ἀπόλαυση τῶν σωμάτων ἤ τοῦ γλεντιοῦ ἤ τῶν χρημάτων. Δέν παύουν νά γερνοῦν καθημερινά. Κι ὅταν ἡ ἡδονή συνεπάγεται κόλαση καί τιμωρία, ποιός θά ἦταν πιό ἀξιολύπητος ἀπό αὐτούς πού τήν ἐπιδιώκουν;

Ἄς τά ξέρωμε αὐτά κι ἄς ὑποφέρωμε τά πάντα γιά χάρη τῆς ἀρετῆς. Γιατί ἔτσι θά χαροῦμε καί τήν ἀληθινή ἀπόλαυση μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζί μ̉ ἐκεῖνον καί στόν Πατέρα καί στό ἅγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

(Πηγή: Ι. Μ. Καισαριανής, Βύρωνα και Υμηττού)
alopsis.gr 

Τρίτη 3 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ


ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
Moni Pantokratoros Ag Oros1 Ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ἀναζώωσις καί ἀνάπλασις καί ἐπάνοδος πρός τήν ἀθάνατη ζωή τοῦ πρώτου ᾿Αδάμ πού καταβροχθίσθηκε ἀπό τόν θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καί διά τοῦ θανάτου ἐπαλινδρόμησε πρός τήν γῆ ἀπό τήν ὁποία ἐπλάσθηκε. ῞Οπως λοιπόν ἐκεῖνον στήν ἀρχή δέν τόν εἶδε κανείς ἄνθρωπος νά πλάττεται καί παίρνη ζωή, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανείς ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα, μετά δέ τήν λῆψι τῆς πνοῆς ζωῆς μέ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, διότι μετά ἀπό αὐτόν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα· ἔτσι τόν δεύτερο ᾿Αδάμ, δηλαδή τόν Κύριο, ὅταν ἀνίστατο ἀπό τούς νεκρούς, κανείς ἄνθρωπος δέν τόν εἶδε, ἀφοῦ δέν παρευρισκόταν κανείς δικός του καί οἱ στρατιῶτες πού ἐφύλασσαν τό μνῆμα ταραγμένοι ἀπό τόν φόβο εἶχαν γίνει σάν νεκροί, μετά δέ τήν ἀνάστασι πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, ὅπως ἀκούσαμε νά εὐαγγελίζεται σήμερα ὁ Μάρκος.διότι, λέγει, “ὅταν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀναστήθηκε τό πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή”.
Φαίνεται βέβαια σαφῶς ὅτι ὁ εὐαγγελιστής εἶπε καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, δηλαδή πρωί, καί ὅτι παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή καί ὅτι ἐφάνηκε ἀκριβῶς τήν ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δέν λέγει ὅμως ἔτσι, ὅπως θά φανῆ ἄν ἐξετάσωμε προσεκτικώτερα τά πράγματα. διότι λίγο παραπάνω καί αὐτός σέ συμφωνία μέ τούς ἄλλους εὐαγγελιστάς λέγει ὅτι αὐτή ἡ Μαρία ἦλθε καί προηγουμένως μαζί μέ τίς ἄλλες Μυροφόρες στόν τάφο, καί ἀφοῦ τόν εἶδε ἀδειανό ἀπῆλθε. ῞Ωστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολύ ἐνωρίτερα ἀπό τό πρωί πού τόν εἶδε. ᾿Επισημαίνοντας δέ καί τήν ὥρα ἐκείνη, δέν εἶπε ἁπλῶς πρωί, ὅπως ἐδῶ, ἀλλά πολύ πρωί.ἑπομένως ὡς ἀνατολή ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τό ἀμυδρό φῶς πού προτρέχει στόν ὁρίζοντα, τό ὁποῖο δηλώνοντας καί ὁ ᾿Ιωάννης λέγει ὅτι ἦλθε τό πρωί, ὅταν ἀκόμη ἦταν σκοτεινά ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στό μνημεῖο καί εἶδε τήν πέτρα σηκωμένη ἀπό τό μνημεῖο.
Δέν ἦλθε δέ μόνο πρός τό μνῆμα τότε αὐτή, κατά τόν ᾿Ιωάννη, ἀλλά καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μνῆμα, χωρίς νά ἰδῆ τόν Κύριο ἀκόμη. Τρέχει κι᾿ ἔρχεται πρός τόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, καί ἀναγγέλει ὄχι ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἀλλ᾿ ὅτι μεταφέρθηκε ἀπό τόν τάφο, ὥστε δέν ἐγνώριζε ἀκόμη τήν ἀνάστασι. ῾Επομένως ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στή Μαρία ὄχι ἐντελῶς πρώτη, ἀλλά μετά τήν πλήρη ἔλευσι τῆς ἡμέρας. ῾Υπάρχει λοιπόν κάτι πού ἀναφέρεται συνεσκιασμένως ἀπό τούς εὐαγγελιστάς, τό ὁποῖο θ᾿ ἀποκαλύψω πρός τήν ἀγάπη σας.
Πραγματικά τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πρώτη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστό καί δίκαιο, ἐδέχθηκε ἀπό τόν Κύριο ἡ Θεοτόκος καί αὐτή εἶδε πρίν ἀπό ὅλους τόν ἀναστάντα καί ἀπήλαυσε τή θεία ὁμιλία του, καί ὄχι μόνο τόν εἶδε μέ τούς ὀφθαλμούς της καί ἔγινε αὐτήκοος αὐτοῦ, ἀλλά καί πρώτη καί μόνη ἄγγιξε τά ἄχραντα πόδια του, ἔστω καί ἄν οἱ εὐαγγελισταί δέν τά λέγουν φανερά ὅλα αὐτά, μή θέλοντας νά προσαγάγουν ὡς μάρτυρα τήν μητέρα, γιά νά μήν δώσουν ἀφορμή ὑποψίας στούς ἀπίστους. ᾿Επειδή δέ τώρα ἐμεῖς μέ τή χάρη τοῦ ἀναστάντος ὁμιλοῦμε πρός πιστούς καί ἡ ὑπόθεσις τῆς ἑορτῆς ἀπαιτεῖ ἐπείγουσα διευκρίνησι τῶν σχετικῶν μέ τίς Μυροφόρες, μέ τήν ἄδεια αὐτοῦ πού εἶπε “δέν ὑπάρχει κρυφό πού δέν θά γίνη φανερό”, θά τό φανερώσωμε καί τοῦτο.
Λοιπόν Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες πού ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο μαζί μέ τήν Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατά τήν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καί ἐφρόντισαν νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό σῶμα τοῦ Κυρίου. ῞Οταν δηλαδή ὁ ᾿Ιωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἐζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Πιλᾶτο τό δεσποτικό σῶμα, τό κατέβασαν ἀπό τόν σταυρό, τό περιέβαλαν σέ σινδόνια μαζί μέ ἐκλεκτά ἀρώματα, τό ἐτοποθέτησαν σέ λαξευτό μνημεῖο, καί ἔβαλαν μεγάλη πέτρα ἐπάνω στή θύρα τοῦ μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τόν εὐαγγελιστή Μάρκο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία πού ἐκαθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Μέ τήν φράσι καί ἡ ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τήν Θεομήτορα.διότι αὐτή ἐλεγόταν μητέρα καί τοῦ ᾿Ιακώβου καί τοῦ ᾿Ιωσῆ, πού ἦσαν ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ τόν Μνήστορα. Δέν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές παρατηρώντας, ὅταν ἐνταφιαζόταν ὁ Κύριος, ἀλλά καί ἄλλες γυναῖκες, ὅπως ἱστόρησε ὁ Λουκᾶς γράφοντας.“παρακολουθώντας κάποιες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει μαζί του ἀπό τήν Γαλιλαία, εἶδαν τό μνημεῖο καί τήν σ᾿ αὐτό τοποθέτησι τοῦ σώματός του. ἦσαν ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ᾿Ιωάννα καί ἡ Μαρία τοῦ ᾿Ιακώβου καί οἱ ἄλλες μαζί τους”.
᾿Αφοῦ δέ ἐπέστρεψαν, λέγει, ἀγόρασαν ἀρώματα καί μῦρα.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκριβῶς ὅτι αὐτός εἶναι ἀληθινά ἡ ὀσμή τῆς ζωῆς γιά ἐκείνους πού τόν πλησιάζουν μέ πίστι, ὅπως ὀσμή θανάτου καταλαμβάνει τούς ἕως τό τέλος ἀπειθεῖς, καί ἡ ὀσμή τῶν ἐνδυμάτων του, δηλαδή τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, εἶναι ἀνωτέρα ἀπό ὅλα τά ἀρώματα καί τό ὄνομά του εἶναι μῦρο χυμένο, μέ τό ὀποῖο ἐγέμισε θεία εὐωδία τήν οἰκουμένη. ῾Ετοιμάζουν λοιπόν μῦρα καί ἀρώματα, ἀφ᾿ ἑνός μέν πρός τιμήν τοῦ νεκροῦ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ γιά παρηγοριά ἀπό τή δυσωδία τοῦ σώματος, ὅταν θά ἔλειωνε, βοηθώντας μέ τήν ἀλοιφή των τούς ἐπιθυμοῦντας νά παραμένουν δίπλα.
᾿Αφοῦ λοιπόν ἑτοίμασαν τά μῦρα καί τά ἀρώματα, κατά τήν ἐντολή τό Σάββατο ἡσύχασαν.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκόμη τά ἀληθινά σάββατα, οὔτε εἶχαν γνωρίσει καλά τό εὐλογημένο ἐκεῖνο σάββατο πού μεταφέρει τή φύσι τους ἀπό τά βάραθρα τοῦ ἅδη στό ὁλόφωτο καί θεῖο καί οὐράνιο ὕψος. “Τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ”, ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, “ἦλθαν στό μνῆμα, φέροντας τά ἀρώματα πού ἑτοίμασαν”.ὁ δέ Ματθαῖος λέγει, “ἀργά τό Σάββατο, ξημερώνοντας τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος” καί ὅτι οἱ προσελθοῦσες εἶναι δύο.ὁ ᾿Ιωάννης “τό πρωί, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά”, καί ὅτι μιά εἶναι ἡ προσελθοῦσα, Μαρία ἡ Μαγδαληνή.ὁ δέ Μάρκος “πολύ πρωί τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος” καί ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ προσελθοῦσες.
Πρώτη λοιπόν τῆς ἑβδομάδος λέγουν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταί τήν Κυριακή.ἀργά τό Σάββατο, ὄρθρο βαθύ, πολύ πρωί καί πρωί σκοτεινά ἀκόμη, ὀνομάζουν τόν χρόνο γύρω ἀπό τόν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπό φῶς καί σκότος.αὐτός ὁ χρόνος εἶναι, ἀφοῦ ἀρχίζει νά αὐγάζει τό ἀνατολικό μέρος τοῦ ὁρίζοντος πού προκαταγγέλλει τήν ἡμέρα. Μπορεῖ δέ κανείς παρατηρώντας ἀπό μακριά, πρός αὐτό, νά τό ἰδῆ νά ἀρχίζη νά χρωματίζεται ἀπό φῶς γύρω ἀπό τήν ἐνάτη ὥρα τῆς νυκτός, ὥστε ἕως τήν πλήρη ἡμέρα νά ὑπολείπωνται τρεῖς ὥρες.
Φαίνονται βέβαια νά διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελισταί μεταξύ τους τόσο γιά τήν ὥρα, ὅσο καί γιά τόν ἀριθμό τῶν γυναικῶν, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, οἱ Μυροφόρες ἦσαν πολλές, καί ἦλθαν στόν τάφο ὄχι μιά φορά, ἀλλά καί δύο καί τρεῖς φορές, συντροφιά μέν, ἀλλ᾿ ὄχι οἱ ἴδιες, καί κατά τόν ὄρθρο μέν ὅλες, ἀλλ᾿ ὄχι τόν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς, ἡ δέ Μαγδαληνή ἦλθε πάλι μόνη της καί ἔμεινε περισσότερο. Κάθε εὐαγγελιστής λοιπόν ἀναφέρει μιά προέλευσι μερικῶν καί παραλείπει τίς ἄλλες. ῞Οπως δέ ἐγώ ὑπολογίζω καί συνάγω ἀπό ὅλους τούς εὐαγγελιστάς, σύμφωνα μέ ὅσα εἶπα προηγουμένως, πρώτη ἀπό ὅλες ἦλθε στόν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί τήν Μαγδαληνή Μαρία. Τοῦτο κυρίως τό συμπεραίνω ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο. Διότι, λέγει, “ἦλθε ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ἄλλη Μαρία”, πού ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, γιά νά ἰδοῦν τόν τάφο. Καί ἰδού ἔγινε μέγας σεισμός.διότι ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, προσῆλθε, ἀπεκύλισε τήν πέτρα ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου κι᾿ ἐκαθόταν ἐπάνω σ᾿ αὐτήν.ἦταν δέ ἡ μορφή του σάν ἀστραπή καί τό ἔνδυμά του λευκό σάν τό χιόνι, ἀπό τόν φόβο δέ ἐμπρός του ἐταράχθηκαν οἱ φύλακες κι᾿ ἔγιναν σάν νεκροί”.
῞Ολες λοιπόν οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦλθαν μετά τό σεισμό καί τήν φυγή τῶν φυλάκων, κι᾿ εὑρῆκαν τόν τάφο ἀνοιγμένο καί τήν πέτρα ἀποκυλισμένη.ἡ δέ Παρθενομήτωρ ἔφθανε τή στιγμή πού ἐγινόταν ὁ σεισμός, ἀποκυλίσθηκε ἡ πέτρα καί ἀνοιγόταν ὁ τάφος καί οἱ φύλακες ἦσαν παρόντες, ἄν καί συγκλονισμένοι ἀπό τόν φόβο.γι᾿ αὐτό μετά τόν σεισμό αὐτοί ἀνασηκώθηκαν καί ἐκύτταξαν ἀμέσως νά φύγουν, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἐντρυφοῦσε στή θέα. ᾿Εγώ πάντως νομίζω ὅτι γι᾿ αὐτήν πρώτη ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος τάφος (διότι γι᾿ αὐτήν πρώτη καί δι᾿ αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθῆ σ᾿ ἐμᾶς ὅλα, ὅσα εἶναι ἐπάνω στόν οὐρανό καί κάτω στή γῆ) καί ὅτι γι᾿ αὐτήν ἄστραπτε ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε, ἄν καί ἡ ὥρα ἦταν ἀκόμη σκοτεινή, αὐτή μέ τό πλούσιο φῶς τοῦ ἀγγέλου ὄχι μόνο νά ἰδῆ τόν τάφο κενό, ἀλλά καί τά ἐντάφια νά εἶναι τακτοποιημένα καί πολυτρόπως νά μαρτυροῦν τήν ἔγερσι τοῦ ἐνταφιασθέντος.
῏Ηταν δέ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστής ἄγγελος ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ. Διότι μόλις τήν εἶδε αὐτός νά σπεύδη πρός τόν τάφο, αὐτός πού παλαιότερα τῆς εἶχε εἰπεῖ, “μή φοβῆσαι, Μαρία, διότι εὑρῆκες χάρι ἀπό τόν Θεό”, σπεύδει καί τώρα καί κατεβαίνει νά εἰπῆ τό ἴδιο πάλι στήν ἀειπάρθενο καί νά ἀναγγείλη τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ γεννηθέντος ἀπό αὐτήν ἀσπόρως, νά σηκώση τήν πέτρα, νά ὑποδείξη τόν κενό τάφο καί τά ἐντάφια, κι᾿ ἔτσι νά ἐπιβεβαιώση τήν καλή ἀγγελία. Διότι, λέγει, “ἀποκρινόμενος ὁ ἄγγελος, εἶπε στίς γυναῖκες.μή φοβῆσθε ἐσεῖς, ζητεῖτε τόν ᾿Ιησοῦ, τόν ἐσταυρωμένο; ἀναστήθηκε.ἰδού ὁ τόπος ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος”. ᾿Εάν, λέγει, βλέπετε τούς φύλακες συγκλονισμένους ἀπό τόν φόβο, ἀλλά ἐσεῖς νά μήν φοβῆσθε. διότι γνωρίζω ὅτι ζητεῖτε ᾿Ιησοῦν τόν ἐσταυρωμένο.ἐσηκώθηκε, δέν εἶναι ἐδῶ. Διότι αὐτός, ὄχι μόνο εἶναι ἀκράτητος ἀπό τοῦ ἅδη καί τοῦ θανάτου καί τοῦ τάφου τά κλεῖστρα καί τούς μοχλούς καί τίς σφραγίδες, ἀλλ᾿ εἶναι καί κύριος τῶν ἀθανάτων καί οὐρανίων ἀγγέλων μας καί μόνος αὐτός εἶναι Κύριος τοῦ σύμπαντος.“ἰδέτε”, λέγει, “τόν τόπον ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος καί πηγαίνετε γρήγορα νά εἰπῆτε στούς μαθητάς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς”.
“᾿Αφοῦ δέ ἐξῆλθαν”, λέγει, “μέ φόβο καί χαρά μεγάλη”. ᾿Εγώ νομίζω πάλι ὅτι τόν μέν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί οἱ ἄλλες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει ἕως τότε μαζί (διότι αὐτές δέν κατενόησαν τήν σημασία τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νά συλλάβουν τελείως τό φῶς, ὥστε νά ἰδοῦν καί μάθουν ἀκριβῶς), ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τή μεγάλη χαρά, διότι κατενόησε τά λόγια τοῦ ἀγγέλου καί παραδόθηκε ὁλόκληρη στό φῶς, ὡς τελείως καθαρά καί θείως χαριτωμένη, ἐγνώρισε μέ ὅλα αὐτά τήν ἀλήθεια κι᾿ ἐπίστευσε στόν ἀρχάγγελο, ἐπειδή αὐτός ἀπό πολύν καιρό τῆς ἐφάνηκε διά τῶν ἔργων ἀξιόπιστος. Πῶς ἄλλωστε, ἀφοῦ ἦταν παροῦσα στά γεγονότα ἡ θεόσοφος Παρθένος, δέν θά κατανοοῦσε τό συμβάν, ἀφοῦ δηλαδή εἶδε σεισμό, καί μάλιστα μεγάλο, ἄγγελο νά κατέρχεται ἀπό τόν οὐρανό, καί μάλιστα ἀστραποβόλο, τή νέκρωσι τῶν φυλάκων καί τοῦ λίθου τήν μετάθεσι, τήν κένωσι τοῦ τάφου καί τό μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων, πού ἦσαν ἄλυτα καί συγκρατημένα μέ σμύρνα καί ἀλόη καί συγχρόνως ἐφαίνονταν ἀδειανά ἀπό τό σῶμα, καί ἐπί πλέον ἀφοῦ ἔλαβε τήν χαρμόσυνη πρός αὐτήν θέα καί ἀγγελία τοῦ ἀγγέλου; ῞Οταν δέ ἐξῆλθαν μετά τόν εὐαγγελισμό τοῦτον, ἡ μέν Μαγδαληνή Μαρία, σάν νά μήν ἄκουσε κἄν τόν ἄγγελο, ἀφοῦ ἄλλωστε οὔτε ἐκεῖνος ὡμίλησε γι’ αὐτήν, διαπιστώνει μόνο τήν κένωσι τοῦ τάφου, χωρίς νά ἀναφέρει καθόλου τά ἐντάφια.καί τρέχει πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί τόν ἄλλο μαθητή, ὅπως λέγει ὁ ᾿Ιωάννης.
῾Η δέ Θεομήτωρ Παρθένος, συνοδευομένη ἀπό ἄλλες γυναῖκες, ἐπανερχόταν πάλι ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἦλθε.καί ἰδού, ὅπως λέγει ὁ Ματθαῖος “ὁ ᾿Ιησοῦς τίς συνάντησε λέγοντας, χαίρεται”. Βλέπετε ὅτι καί πρίν ἀπό τήν Μαγδαληνή Μαρία ἡ Θεομήτωρ εἶδε αὐτόν πού γιά τήν σωτηρία μας ἔπαθε σαρκικά καί ἐτάφηκε καί ἀναστήθηκε; “Αὐτές δέ”, λέγει, “προσῆλθαν, ἔπιασαν τά πόδια του καί τόν προσκύνησαν”. ῞Οπως δέ, ὅταν ἡ Θεοτόκος ἄκουσε τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως μαζί μέ τήν Μαγδαληνή Μαρία ἀπό τόν ἄγγελο, μόνο αὐτή κατάλαβε τή σημασία τῶν λόγων, ἔτσι καί μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συνάντησε τόν Υἱό καί Θεό, πρώτη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες εἶδε καί ἀναγνώρισε τόν ἀναστάντα καί προσπίπτοντας ἔπιασε τά πόδια του κι᾿ ἔγινε ἀπόστολός του πρός τούς ᾿Αποστόλους.
῞Οτι δέ ἡ Μαγδαληνή Μαρία δέν ἦταν μαζί μέ τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπό τόν τάφο τήν συνάντησε καί τῆς παρουσιάσθηκε καί τῆς ὡμίλησε ὁ Κύριος, διδασκόμαστε ἀπό τόν ᾿Ιωάννη. διότι, λέγει, “τρέχει αὐτή πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί πρός τόν ἄλλο μαθητή, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς, καί λέγει σ᾿ αὐτούς, ἐσήκωσαν τόν Κύριο ἀπό τό μνῆμα καί δέν γνωρίζομε πού τόν ἐτοποθέτησαν”. Πῶς τάχα, ἄν τόν εἶδε καί τόν ἄγγισε μέ τά χέρια της καί τόν ἄκουσε νά ὁμιλῆ, θά ἔλεγε τέτοια πράγματα, ὅτι τόν ἐσήκωσαν καί τόν μετέθεσαν, ποῦ ὅμως, δέν γνωρίζομε; ᾿Αλλά μετά τό δρόμο τοῦ Πέτρου καί τοῦ ᾿Ιωάννη πρός τόν τάφο καί τήν ἐκεῖ θέα τῶν σινδονιῶν καί τήν ἐπιστροφή, λέγει, “ἡ δέ Μαρία ἐστεκόταν κόντα στό μνημεῖο ἔξω κλαίοντας”.
Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δέν τόν εἶχε ἰδεῖ ἀκόμη, ἀλλ᾿ οὔτε κἄν εἶχε πληροφορηθῆ σχετικά; Καί ὅταν δέ τήν ἐρώτησαν οἱ παρουσιασθέντες ἄγγελοι, γυναῖκα, “γιατί κλαίεις”, ἐκείνη πάλι ἀποκρίνεται σάν γιά νεκρό. Καθώς δέ ἐστράφηκε καί εἶδε τόν ᾿Ιησοῦ, οὔτε τότε δέν ἐκατάλαβε, ἀλλά ἐρωτωμένη ἀπό αὐτόν, τί κλαίει, ἀπαντᾶ παρόμοια, ἕως ὅτου ἐκεῖνος, καλώντας την ὀνομαστικά, παρουσίασε τόν ἑαυτό του ζωντανό. Τότε λοιπόν προσπίπτοντας καί αὐτή καί ζητώντας νά προσφέρη τόν ἀσπασμό στά πόδια ἐκείνου, ἄκουσε ἀπό αὐτόν τίς λέξεις, “μή μ᾿ ἐγγίζης”. ᾿Από αὐτό μαθαίνομε ὅτι, ὅταν προηγουμένως ἐφάνηκε στή μητέρα καί στίς γυναῖκες πού ἦσαν μαζί, μόνο σ᾿ αὐτήν ἐπέτρεψε νά πιάση τά πόδια του, ἄν καί ὁ Ματθαῖος ἀποδίδει τοῦτο καί στίς ἄλλες γυναῖκες, μή θέλοντας γιά τήν αἰτία πού εἴπαμε στήν ἀρχή νά προβάλη φανερά τήν μητέρα στό θέμα αὐτό.
᾿Αφοῦ δέ πρώτη ἦλθε στόν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καί πρώτη ἐδέχθηκε τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως, ἔπειτα ἦλθαν πολλές μαζί, εἶδαν καί ἐκεῖνες τήν πέτρα ἀποκυλισμένη καί ἄκουσαν τούς ἀγγέλους, πού ἐπιστρέφοντας μέ τό ἄκουσμα αὐτό καί τήν θέα ἐχωρίσθηκαν. ῎Αλλες, ὅπως λέγει ὁ Μάρκος, “ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα, κυριαρχημένες ἀπό φόβο καί ἔκστασι καί δέν εἶπαν σέ κανένα τίποτε, διότι ἐφοβοῦνταν“.ἄλλες ἀκολούθησαν τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, καί αὐτές ἦσαν πού ἐπέτυχαν τήν θέα καί συνομιλία τοῦ Δεσπότη. ῾Η δέ Μαγδαληνή ἐπῆγε στόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, μαζί μέ τούς ὁποίους ἔρχεται πάλι μόνη στόν τάφο.ὅταν δέ ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν, αὐτή παραμένοντας ἀξιώνεται τῆς δεσποτικῆς θέας, στέλλεται καί αὐτή πρός τούς ᾿Αποστόλους καί ἔρχεται πάλι πρός αὐτούς, γιά ν᾿ ἀπαγγείλη σέ ὅλους, ὅπως λέγει ὁ ᾿Ιωάννης, “ὅτι εἶδε τόν Κύριο, πού εἶπε σ᾿ αὐτήν αὐτά”. Αὐτή λοιπόν ἡ θέα λέγει καί ὁ Μάρκος ὅτι ἔγινε πρωί, δηλαδή κατά τήν πλήρη ἀρχή τῆς ἡμέρας, ἀφοῦ ἐπέρασε ὅλος ὁ ὄρθρος, ἀλλά δέν ἰσχυρίζεται ὅτι τότε ἔγινε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἤ ἡ πρώτη ἐμφάνισίς του.
῎Εχομε λοιπόν τά συμβάντα ἐξακριβωμένα καί τήν ἀπό τήν ἀρχή ζητουμένη συμφωνία τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν ὡς πρός αὐτά. Οἱ δέ μαθηταί κατά τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τήν ἴδια, ἐνῶ ἄκουσαν ἀπό τίς Μυροφόρες καί τόν Πέτρο, καθώς καί ἀπό τόν Λουκᾶ καί τόν Κλεόπα, ὅτι ὁ Κύριος ζῆ καί ἐθεάθηκε ἀπό αὐτές, ἀπίστησαν.γι᾿ αὐτό ὀνειδίζονται ἀπό αὐτόν, ὅταν τούς ἐμφανίσθηκε ὕστερα, καθώς ἦσαν συναθροισμένοι μαζί. ῞Οταν ὅμως παρέστησε τόν ἑαυτό του ζωντανό κατά πολλούς τρόπους καί πολλές φορές, ὄχι μόνο ἐπίστευσαν ὅλοι, ἀλλά καί ἐκήρυξαν παντοῦ.“ὁ λόγος τους ἐξῆλθε σέ ὅλη τή γῆ καί τά ρήματά τους ἔφθασαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης”, “ἐνῶ ὁ Κύριος συνεργοῦσε καί ἐβεβαίωνε τόν λόγο μέ τά συνοδευτικά θαύματα”.διότι τά θαύματα ἦσαν ἀναγκαιότατα, μέχρις ὅτου κηρυχθῆ ὁ λόγος σέ ὅλη τή γῆ. ᾿Αλλά χρειάζονται μέν σημεῖα καί τεράστια θαύματα πρός παράστασι καί βεβαίωσι τῆς ἀληθείας τοῦ κηρύγματος.χρειάζονται ὅμως σημεῖα, ἀλλ᾿ ὄχι τεράστια πρός παράστασι αὐτῶν πού ὑποδέχθηκαν τόν λόγο, ἄν βεβαίως ἐπίστευσαν. Ποιά δηλαδή σημεῖα; Τά ἀπό τά ἔργα. “Δεῖξε μου”, λέγει, “τήν πίστη σου ἀπό τά ἔργα σου”, καί “ποιός εἶναι πιστός, ἄς δείξη τά ἔργα του ἀπό τήν καλή διαγωγή”. Ποιός θά πιστεύση πραγματικά ὅτι ἔχει διάνοια θεία καί ὑψηλή, καί θά ἐλέγαμε οὐράνια, ὅπως εἶναι ἡ εὐσέβεια, αὐτός πού ἐπιδίδεται σέ φαῦλα ἔργα καί εἶναι προσηλωμένος στή γῆ καί στά γήινα;
Δέν ὠφελεῖ τίποτε λοιπόν, ἀδελφοί, ἐάν λέγη κανείς ὅτι ἔχει θεία πίστι, δέν ἔχει ὅμως ἔργα κατάλληλα στήν πίστι. Τί ὠφέλησαν οἱ λαμπάδες τίς μωρές παρθένους, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἔλαιο, δηλαδή τά ἔργα τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπαθείας; Τί ὠφέλησε ἡ ἐπίκλησις τοῦ ᾿Αβραάμ σάν πατρός τόν πλούσιο ἐκεῖνον πού τηγανιζόταν στήν ἄσβεστη φλόγα ἐξ αἰτίας τῆς ἀσυμπαθείας πρός τόν Λάζαρο; Τί ὠφέλησε ἡ δῆθεν εὐπείθεια πρός τήν πρόσκλησι ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπον πού δέν εἶχε ἀποκτήσει διά τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἔνδυμα κατάλληλο γιά τό θεῖο γάμο καί γιά τόν ἄφθαρτο ἐκεῖνο νυμφῶνα; Προσκλήθηκε μέν καί προσῆλθε, διότι ἐπίστευσε ὁπωσδήποτε, καί παρακάθησε μέ τούς ἁγίους ἐκείνους συνδαιτυμόνες, ἀλλ᾿ ὅταν ἐξεσκεπάσθηκε καί καταισχύνθηκε, ὡς ἐνδεδυμένος τήν φαυλότητα ἀπό τά ἤθη καί τίς πράξεις ἐδέθηκε ἀνηλεῶς χειροπόδαρα κι᾿ ἐρρίφθηκε στή γέεννα τοῦ πυρός, ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ κλαυθμός καί ὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων.
Αὐτήν εἴθε νά μή τήν δοκιμάση κανείς Χριστιανός, ἀλλ᾿ ἐπιδεικνύοντας ὅλοι διαγωγή πρέπουσα στήν πίστι, νά εἰσέλθωμε στόν νυμφώνα τῆς ἄφθαρτης εὐφροσύνης καί νά ζήσωμε αἰωνίως μαζί μέ τούς ἁγίους ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία ὅλων τῶν εὐφραινομένων. Γένοιτο.