Σάββατο 28 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

Κυριακή του Τυφλού.

Ευαγγελική περικοπή – Κατά Ιωάννην. Κεφ. θ΄1-38
 
Προχωρώντας στην περίοδο της Πεντηκοστής, φτάνουμε στην Κυριακή του Τυφλού. Η Εκκλησία μας την Κυριακή αυτή μας θυμίζει το θαύμα της θεραπείας ενός ανθρώπου που είχε γεννηθεί τυφλός. Ένα Σάββατο, ενώ έμπαινε στην πόλη ο Ιησούς με τους μαθητές του, συνάντησαν έναν άνθρωπο, που είχε γεννηθεί τυφλός και περνούσε τον χρόνο του ζητιανεύοντας.
Ο Κύριος, βλέποντάς τον, και μετά που μία μικρή συζήτηση που είχε με τους μαθητές του, έφτυσε στο έδαφος και με το υγρό χώμα έφτιαξε λάσπη. Πήρε τη λάσπη στα χέρια του και μ΄ αυτήν άλειψε τα βλέφαρα του τυφλού. Κι ενώ ασφαλώς ο τυφλός άνδρας απορούσε μ΄ αυτήν την κίνηση, ο Κύριος τον έστειλε να ξεπλύνει τη λάσπη στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Πράγματι, χωρίς να διστάσει καθόλου, ο τυφλός υπάκουσε σ΄ αυτήν την εντολή και μόλις ξεπλύθηκε και καθάρισε τη λάσπη από τα βλέφαρά του και μπόρεσε και τα άνοιξε, διαπίστωσε ότι έβλεπε το φως και ό,τι τον περιέβαλε, για πρώτη φορά στη ζωή του. Καταλαβαίνετε τον ενθουσιασμό του. Οι γείτονες που τον έβλεπαν να έχει βρει το φως του, απορούσαν και θαύμαζαν συγχρόνως. Κάποιοι αναρωτιούνταν αν ήταν πραγματικά ο ίδιος, που πριν από λίγη ώρα δεν έβλεπε τίποτε. Δυσκολεύονταν να το πιστέψουν και τον ρωτούσαν συνέχεια κι αυτός τους διηγούνταν ξανά και ξανά τι είχε συμβεί και με ποιον τρόπο θεραπεύτηκε.
Τότε τον πήγαν και στους Φαρισαίους, οι οποίοι διαπίστωσαν από τα λόγια του πρώην τυφλού ότι αυτός που τον είχε κάνει καλά ήταν ο Ιησούς. Τότε άρχισε να υπάρχει διχογνωμία μεταξύ τους: ο Ιησούς ήταν αμαρτωλός επειδή δεν τηρούσε την αργία του Σαββάτου και θεράπευε εκείνη την ημέρα ή ήταν απεσταλμένος από τον Θεό, αφού μπορούσε να κάνει θαύματα;  Ρώτησαν και τη γνώμη του πρώην τυφλού. Αυτός, δείχνοντας την πίστη του και την ευγνωμοσύνη του, δήλωσε στους Φαρισαίους ότι θεωρεί προφήτη αυτόν που τον θεράπευσε.
Τότε οι Φαρισαίοι, μη πιστεύοντας στο θαύμα, φώναξαν τους γονείς του πρώην τυφλού, για να βεβαιωθούν ότι πράγματι γεννήθηκε χωρίς να βλέπει. Ήρθαν οι άνθρωποι αυτοί φοβισμένοι και βεβαίωσαν ότι πράγματι, ο γιος τους ήταν τυφλός μόλις την προηγούμενη μέρα. Ωστόσο, ο γιος τους ήταν πια ενήλικος και μπορούσε να δώσει μόνος του την απάντηση που ζητούσαν.  Έτσι οι Φαρισαίοι ξαναφώναξαν τον άνθρωπο και άρχισαν να τον πιέζουν. Του έλεγαν να ομολογήσει ότι δεν είναι δυνατόν να τον θεραπεύσει ένας άνθρωπος αμαρτωλός, που δεν τηρούσε την αργία του Σαββάτου.
Αλλά ο πρώην τυφλός με τη λογική του απάντηση τους αποστόμωσε, χλευάζοντάς τους συγχρόνως: Ξέρουμε ότι ο Θεός δεν εισακούει τους αμαρτωλούς, αλλά εκείνους που Τον σέβονται και κάνουν το θέλημά του. Από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος, δεν ακούστηκε να έχει ανοίξει κανείς τα μάτια κάποιου που γεννήθηκε τυφλός. Δε θα μπορούσε να κάνει τίποτε τέτοιο, αν αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν από τον Θεό. Οι Φαρισαίοι, ακούγοντας αυτά, τον πέταξαν έξω.
Ο Ιησούς τα έμαθε όλα αυτά και όταν βρήκε μπροστά του πάλι τον πρώην τυφλό τον ρώτησε: Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;  Και αφού έγινε η αναγνώριση του Κυρίου από τον πρώην τυφλό, αυτός έπεσε και Τον προσκύνησε λέγοντας: Πιστεύω, Κύριε.
 
 
 
Αποστολικό Ανάγνωσμα: Πράξ. ιστ΄16-34
 
 
ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΙΛΑΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥΣ
 
Κυρ. Τυφλοῦ (Πρξ 16, 16-34)

    Μία μεγάλη περιπέτεια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα ἐξιστορεῖ στὸ ἀπο­στο­λικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τοῦ τυφλοῦ ὁ θεόπνευστος ἱστορικὸς Λου­κᾶς, ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ συγγραφεὺς τῶν Πράξεων, περιπέτεια ποὺ ὅ­μως τελικὰ μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ εἶχε εὐχάριστο ἀποτέλεσμα. Ἂς τὴν παρακολουθήσουμε.
    Ὁ Παῦλος ὁ Σίλας ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Τιμόθεος βρίσκονταν στοὺς Φιλίπ­πους, κοντὰ στὴ σημερινὴ Καβάλα. Ἦταν ὥρα ποὺ οἱ δύο πρῶτοι πήγαι­ναν στὸν καθορισμένο τόπο τῆς προσευχῆς, στὸν ὁποῖο προσεύχονταν αὐ­τοὶ καὶ οἱ λίγοι Χριστιανοὶ τῆς πόλεως. Μὲ ταχύτερο βάδισμα τοὺς προ­φταί­νει καὶ τοὺς ἀκολουθεῖ μία νεαρὴ δούλη, ποὺ εἶχε μέσα τῆς τὸ δαι­μό­νιο τοῦ πύθωνος, δηλαδὴ δαιμόνιο μαντικό, δαιμόνιο μέντιουμ, ποὺ ἔλεγε πράγ­ματα κρυμμένα (ἐξ οὗ καὶ «Πύθιος Ἀπόλλων» καὶ «Πυθία»· ἀπὸ τὸ πυν­θάνομαι = πληροφορῶ). Ἡ νεαρὴ αὐτὴ ἔκανε χρυσὲς δουλειὲς στ’ ἀφεν­τικά της μὲ τὶς μαντεῖες της.
    Αὐτὴ λοιπὸν τοὺς πῆρε ἀπὸ πίσω καὶ φώναζε δυνατά· Αὐτοὶ οἱ ἄν­θρω­ποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου καὶ κηρύττουν τὸ δρόμο τῆς σω­τηρίας. Πράγματι μὲ τὰ λόγια της αὐτὰ ἡ παιδίσκη ἔλεγε μία ἀλήθεια. Ἀλλ’ ὁ Παῦλος δὲν ἤθελε ὁ ψεύτης καὶ κακόβουλος διάβολος νὰ γίνεται πι­στευτὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη κι ὅταν λέει τὴν ἀλήθεια. Δὲν ἤθελε συστάσεις ἀπὸ τὸ διάβολο. Κι ἐπειδὴ τὸ δαιμόνιο ποὺ ἦταν μέσα στὴ νε­α­ρὴ ἔλεγε γιὰ τὸν Παῦλο καὶ τὸ Σίλα αὐτὰ ποὺ ἔλεγε ὄχι ἀπὸ ἀγαθὸ σκοπὸ (ἂν εἶναι δυνατὸν ὁ διάβολος νὰ ἔχει ἀγαθὸ σκοπό), τὰ ἔλεγε κάθε φορὰ ποὺ οἱ ἀπόστολοι περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ, ὁ Παῦλος κουράστηκε καὶ ἐνο­χλή­θη­κε νὰ τ’ ἀκούει, καὶ στραφεὶς πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ παρήγγειλε στὸ ὄνο­μα τοῦ Χριστοῦ νὰ βγεῖ ἀπὸ αὐτήν. Καὶ βγῆκε πράγματι τὴν ἴδια στιγμή.
    Ὅταν πῆραν χαμπάρι τ’ ἀφεντικὰ τῆς νεαρῆς ὅτι χάσανε τὰ συμφέ­ρον­τά τους, γιατί ἡ νεαρὴ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ μαντεύει καὶ νὰ βγάζει λεφτά, ἔπιασαν τὸν Παῦλο καὶ τὸ Σίλα καὶ τοὺς ἔσυραν βιαίως στοὺς ἄρχοντες ἢ στρα­τηγούς, ποὺ εἶχαν τὴν εὐθύνη τῆς δημοσίας τάξεως στὴν ἀγορά, μὲ τὴν καταγγελία ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι Ἰουδαῖοι καὶ διαταράσσουν τὴν πόλη διδάσκοντας θρησκευτικὰ ἔθιμα, ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται σ’ ἐμᾶς τοὺς Ρωμαίους νὰ τὰ παραδεχόμαστε. Ἀπὸ τὶς φωνές τους μαζεύτηκε ὁ κό­σμος ἐναντίον τῶν δύο ἀποστόλων. Τότε οἱ στρατηγοὶ ἔσχισαν τὰ φο­ρέ­μα­τα τῶν ἀποστόλων καὶ διέταξαν νὰ τοὺς ραβδίσουν μὲ τὰ ρόπαλα (= γκλόπς). Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσαν πολλὰ χτυπήματα, τοὺς ἔρριξαν στὴ φυ­λα­κή, δίνοντας ἐντολὴ στὸ δεσμοφύλακα νὰ τοὺς φυλάξει σὲ ἀσφαλὲς μέ­ρος, γιὰ νὰ μὴ δραπετεύσουν. Καὶ ἐκεῖνος τοὺς ἔβαλε στὴν πιὸ ἐσωτερικὴ φυ­λακή. Τὰ πόδια τους τὰ ἀκινητοποίησε σ’ ἕνα εἰδικὸ ξύλο, ποὺ προ­κα­λοῦσε πολὺ πόνο.
    Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας, παρ᾿ ὅλο τὸν πόνο καὶ τὴν περιπέτεια, εἶχαν τὸ κουράγιο καὶ ἔψαλλαν τὸ Θεό, σὰ νὰ μὴ συνέβαινε τί­πο­τε. Οἱ φυλακισμένοι τοὺς ἄκουγαν καὶ ἀποροῦσαν ποῦ ἔβρισκαν τὴ δύ­να­μη αὐτή. Ξαφνικὰ γίνεται ἕνας μεγάλος τοπικὸς σεισμός. Τὰ θεμέλια τῆς φυλακῆς σείστηκαν. Ἄνοιξαν τὴν ἴδια στιγμὴ ὅλες οἱ πόρτες τῆς φυ­λα­κῆς κι ἔπεσαν ἀπὸ τὰ χέρια ὅλων τῶν φυλακισμένων οἱ ἁλυσίδες. Ξυπνάει ἐκείνη τὴν ὥρα καὶ ὁ δεσμοφύλακας καὶ βλέποντας ἀνοιχτὲς τὶς πόρτες ἔβγαλε τὸ μαχαῖρι, γιὰ ν’ αὐτοκτονήσει, νομίζοντας ὅτι οἱ φυλακισμένοι ἔχουν δραπετεύσει. Ἀλλ’ ὁ Παῦλος τὸν πρόλαβε καὶ φώναξε δυνατά· Εἴ­μα­στε ὅλοι ἐδῶ· μὴν κάνεις κακὸ στὸν ἑαυτό σου.
    Ὁ δεσμοφύλακας κατάλαβε ὅτι ἔχει νὰ κάνει μὲ ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ποὺ μποροῦσαν νὰ φύγουν καὶ δὲν ἔφυγαν οὔτε αὐτοὶ οὔτε οἱ ἄλλοι φυ­λα­κισμένοι, καὶ μποροῦσαν νὰ τὸν ἀφήσουν ν’ αὐτοκτονήσει καὶ δὲν τὸν ἄ­φη­σαν, καὶ καταλήφθηκε ἀπὸ ρῖγος συγκινήσεως. Ζήτησε φῶς, πήδηξε μέσα στὴ φυλακὴ κι ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα μὲ εὐγνω­μο­σύ­νη. Τοὺς βγάζει ἔξω καὶ τοὺς ρωτᾶ πῶς θὰ σώσει τὴν ψυχή του. Καὶ ἐκεῖ­νοι τοῦ ἀπάντησαν· Θὰ σωθεῖς καὶ σὺ καὶ ἡ οἰκογένειά σου πιστεύοντας στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
    Καὶ οἱ δύο ἀπόστολοι εἶπαν τότε σ’ αὐτὸν καὶ στὴν οἰκογένειά του τὰ λό­για τοῦ Θεοῦ. Ὁ δεσμοφύλακας ἠρέμησε καὶ ἐκείνη τὴ νυχτερινὴ ὥρα τοὺς πῆγε σὲ νερὸ καὶ τοὺς ἔλουσε ἀπὸ τὰ αἵματα, ἐνῷ ὁ ἴδιος καὶ οἱ οἰ­κεῖοι του βαπτίστηκαν ὅλοι τὴν ἴδια ὥρα. Στὴ συνέχεια τοὺς ἀνέβασε στὸ σπί­τι του καὶ τοὺς παρέθεσε τραπέζι, καὶ χάρηκε πάρα πολὺ καὶ αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του, ἐπειδὴ εἶχαν πιστέψει ὅλοι τους στὸ Θεό.
    Τί νὰ πρωτοθαυμάσει κανείς; Τὸ ὅτι οἱ ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Σίλας δὲν ἀνέχτηκαν τοὺς ἐπαίνους τοῦ διαβόλου; Τὸ ὅτι ἀδιαμαρτύρητα καὶ ἀν­α­πολόγητα δάρθηκαν σκληρὰ καὶ πετάχτηκαν στὴ φυλακή, ἐνῷ μποροῦσαν νὰ γλιτώσουν ἀπὸ τὶς κακοποιήσεις, ἂν ἔκαναν χρήση τοῦ προνομίου τοῦ Ρω­μαίου πολίτου, καθὼς καὶ οἱ δύο τους ἦταν Ρωμαῖοι πολῖτες; Τὸ ὅτι βρῆ­καν τὴ δύναμη καὶ ὑμνοῦσαν τὸ Θεό, ἐπειδὴ ἔπαθαν αὐτὰ ποῦ ἔπαθαν γιὰ τ’ ὄνομά του; Τὸ ὅτι παρενέβη ὁ Θεὸς μὲ τὸ σεισμὸ καὶ τοὺς ἀπε­λευ­θέ­ρωσε; Τὸ ὅτι μποροῦσαν ν’ ἀποδράσουν καὶ δὲν ἀπέδρασαν; Τὸ ὅτι πρό­λα­βαν τὴν αὐτοκτονία τοῦ δεσμοφύλακα; Τὸ ὅτι ἅρπαξαν τὴν εὐκαιρία καὶ τὸν ἔκαναν Χριστιανὸ σὲ μία ὥρα ποὺ οἱ ἴδιοι εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ ξε­κού­ρα­ση καὶ ὕπνο;
    Πῶς νὰ μὴν εἶναι ὁ Θεὸς κοντὰ σὲ τέτοιους ἄντρες τῆς πίστεως;
 
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης