Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

ΤΗΣ ΣΚΕΠΗΣ ΣΟΥ ΠΑΡΘΕΝΕ ΑΝΥΜΝΟΥΜΕΝ ΤΑΣ ΧΑΡΙΤΑΣ

28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ - Μνήμη Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου
Λόγω των πολλών θαυμάτων απὸ την Παναγία, που ανέφεραν οι Έλληνες στρατιώτες στον Ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο το 1940, η Ἱερὰ Συνοδὸς τῆς Ἐκκλησίας της Ελλάδος με ἀπόφασή της το 1952, καθιέρωσε να εορτάζεται στις 28 Οκτωβρίου η Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου.


Πώς καθιερώθηκε η εορτή της Αγίας Σκέπης
Η εορτὴ της Αγιας Σκέπης, τελούνταν απὸ παλαιοτάτων χρόνων την 1η Ὀκτωβρίου, εις ἀνάμνηση του θαύματος το οποίο φανέρωσε η Θεοτόκος στον Όσιο Ανδρέα, κατὰ τη διάρκεια μιας αγρυπνίας στο παρεκκλήσι της «Αγίας Σορού» τού ναού τών Βλαχερνών στὴν Κωνσταντινούπολη.
Στα χρόνια του βασιλέως Λέοντος του Μεγάλου (457-474 μ.Χ.) ζούσε στην Κων/πολη ο όσιος Ανδρέας, ο κατά Χριστόν σαλός. Σαλός είναι ο τρελλός και κατά Χριστόν σαλοί ονομάζονται κάποιοι άγιοι, οι οποίοι κάνανε κάποια περίεργα και παράλογα πράγματα, με απώτερο σκοπό να τους θεωρούν παλαβούς ή παλιανθρώπους και να μη τους τιμούν οι άνθρωποι· και έτσι αυτοί να μπορούν να ζουν εν ταπεινώσει και αφανεία.
Μια νύχτα που γινότανε αγρυπνία στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, ο όσιος Ανδρέας, μαζί με τον μαθητή του Επιφάνιο (τον μετέπειτα πατριάρχη Κων/πόλεως (520-536 μ.Χ.), είδαν την Υπεραγία Θεοτόκο (οφαλμοφανώς και όχι σε όραμα) να μπαίνει από τὶς βασιλικὲς (κεντρικές) πύλες του ναού και να βαδίζει προς το άγιο θυσιαστήριο. Την συνόδευαν λευκοφορεμένοι οι παρθένοι Άγιοι, μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν ὁ Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Ιωάννης ο Θεολόγος, καθώς και πλήθος αγγέλων. Όταν έφθασε στο θυσιαστήριο, γονάτισε και προσευχήθηκε ώρα πολλή, με δάκρυα θερμά, υπέρ της σωτηρίας των πιστών, ενώ την βλέπανε μόνο ο Ανδρέας και ο Επιφάνιος.
Μόλις ολοκλήρωσε την δέησή της, σηκώθηκε, πήρε μέσα από το ιερό (όπου φυλασσόταν) το μαφόριο της (δηλαδή το τσεμπέρι της) και με μία κίνηση το άπλωσε σαν σκεπὴ επάνω απὸ τὸ εκκλησίασμα, για να δείξει ότι τους σκέπει και τους προστατεύει. Έτσι απλωμένο το έβλεπε για αρκετὴ ώρα ο Όσιος Ανδρέας μαζὶ με τον Επιφάνιο, που τον συνόδευε. Όσο φαινόταν εκεί η Θεοτόκος, φαινόταν και η ιερὴ εσθήτα να σκορπίζει τη Χάρη της. Όταν εκείνη άρχισε νὰ ανεβαίνει προς τον ουρανό, άρχισε και η Θεία Σκέπη να συστέλλεται και σιγὰ – σιγὰ νὰ χάνεται. Τὸ ιερὸ αυτὸ μαφόριο ποὺ φυλασσόταν ἐκεῖ συμβόλιζε τὴν Χάρη καὶ τὴν προστασία ποὺ παρέχει ἡ Παναγία στοὺς πιστοὺς.
Αυτό είναι το γεγονός το οποίο στάθηκε αφορμή η Εκκλησία μας να καθιερώσει την γιορτή της Αγίας Σκέπης δηλαδή τη γιορτή προς τιμή της Παναγίας, η οποία σαν τη φωτοφόρο νεφέλη που σκέπαζε τη μέρα και φώτιζε τη νύχτα τους Ισραηλίτες στην έρημο, σκέπει και προστατεύει το λαό του Θεού και φωτίζει τους πιστούς στο δρόμο για την τελείωση. Πως μας σκεπάζει και πως μας προστατεύει η Παναγία μας; Με τις προσευχές της, με τις παρακλήσεις της και με τα δάκρυά της.
Διαβάζουμε: «Τῇ αὕτῃ ἡμέρᾳ τὴν ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμών Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας ἤτοι τού ἱερού αὐτῆς Μαφορίου, τού ἐν τῷ σορῷ τού Ἱερού Ναού τών Βλαχερνών, ὄτε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς κατεῖδεν ἐφηπλωμένην αὐτὴν ἄνωθεν καὶ πάντας τοὺς εὐσεβεῖς περισκέπουσαν».

Ποια η σημασία του γεγονότος
Μα, θα πεί κανείς, είναι τόσο σημαντικό το ότι η Παναγία μας προσεύχεται για μας, ώστε η Εκκλησία μας να έχει ιδιαίτερη γιορτή γι’ αυτό το γεγονός; Ναι, μάλιστα! Είναι και μεγάλο, και σπουδαίο, και ζωτικής σημασίας! Λέγει κάπου ο ιερός Χρυσόστομος ότι, πάντοτε έχουμε την ανάγκη των προσευχών των άλλων όσο ενάρετοι και ευσεβείς κι αν είμαστε.
Παράδειγμα χαρακτηριστικό γι’ αυτό είναι ο απόστολος Παύλος, αυτός που ανέβηκε μέχρι τρίτου ουρανού κι άκουσε άρρητα ρήματα, αυτός που ονομάσθηκε στόμα Χριστού, αυτός που είχε «νουν Χριστού», αυτός που «αναπλήρωνε τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού στο σώμα του», αυτός λοιπόν ο γίγας της αρετής και της ευσέβειας, πάντα ζητούσε τις προσευχές των χριστιανών. Παρόλο που αυτοί που θα προσεύχονταν για τον Παύλο, δεν ήταν ούτε ανώτεροι, ούτε ισάξιοί του. Μοιάζει σαν να ζητάει σ’ ένα στρατιώτη να μιλήσει στον πρόεδρο της δημοκρατίας για τον στρατηγό. Κι όμως, ο Παύλος όχι μόνο δεν αρνήθηκε τις προσευχές των χριστιανών, αλλά αντίθετα τους προέτρεψε και τους παρακαλούσε να προσεύχονται για κείνον.
Στην προς Ρωμαίους επιστολή του (15,30) γράφει· «Παρακαλώ δε υμάς αδελφοί μου … συναγωνίσασθαί μοι εν ταις προσευχαίς υπέρ εμού προς τον Θεόν». Στους Εφεσίους (6,18-19) συνιστά δέηση περί «πάντων των αγίων» και περί εαυτού. Τους Κολοσσαείς (4,2-3) παροτρύνει «τη προσευχή προσκαρτερείτε … προσευχόμενοι άμα και περί ημών». Τους Θεσσαλονικείς (Α΄ Θεσ. 5,25 · Β΄ Θεσ. 3,1) παρακαλεί «αδελφοί προσεύχεσθε υπέρ ημών».
Όχι δε μόνο ζητά να προσεύχονται γι’ αυτόν και για τους συνεργάτες του, αλλά και πιστεύει ότι ήδη το κάνουν και στις προσευχές τους οφείλει την υγεία του και τη σωτηρία από μεγάλους κινδύνους (πρβλ. Φιλημ. 22 · Β΄ Κορ. 1,10-11).
Αλλά και ο Πέτρος δεν είπε τι μου χρειάζεται η προσευχή των άλλων αφού είμαι απόστολος, αφού ομολόγησα το θεανθρώπινο του Χριστού, αφού πάνω στην ομολογία μου στηρίχθηκε η Εκκλησία. Έτσι όταν ήταν στη φυλακή από τον Ηρώδη Αγρίππα τον Α΄, οι χριστιανοί των Ιεροσολύμων προσευχόταν γι’ αυτόν με αποτέλεσμα να τον ελευθερώσει άγγελος Κυρίου κατά θαυμαστόν τρόπο.
Λοιπόν, ακόμα κι αν είσαι Παύλος, ακόμα κι αν είσαι Πέτρος έχεις ανάγκη των προσευχών των άλλων και μάλιστα των αγίων και μάλιστα της Παναγίας. Βέβαια οι αιρετικοί διαφωνούν στο σημείο αυτό και λένε να προσευχόμαστε κατ’ ευθείαν στο Θεό και όχι να επιζητούμε τις δεήσεις των αγίων. Ήδη τα παραδείγματα που αναφέραμε δίδουν την απάντηση, γιατί, αν μας χρειάζονται οι προσευχές των ζώντων και μη τελειωθέντων αδελφών μας, πόσο περισσότερο ωφέλιμες είναι οι προσευχές των αγίων. Ας αναφέρουμε όμως κι ένα χωρίο που είναι χαρακτηριστικό για το πόσο αναγκαία είναι η δέηση των δικαίων ζώντων και τεθνεώτων. Στον Αβιμέλεχ ένα βασιλιά της Αιγύπτου, που είχε υποπέσει σ’ ένα σοβαρό παράπτωμα, ο Θεός του είπε να προσφύγει στον Αβραάμ, που ήταν τότε στην Αίγυπτο, και να ζητήσει την προσευχή του. «Προφήτης εστί και προσεύξεται περί σου και ζήση» (Γεν. 20,7).

Πώς είναι ωφέλιμη η προσευχή των Αγίων
Αλλά ενώ η προσευχή των άλλων έχει τεράστια δύναμη, ενώ είναι αναγκαία όσο ενάρετοι κι αν είμαστε, χρειάζεται μια προϋπόθεση για να καρποφορήσει. Και η προϋπόθεση είναι να προσπαθούμε κι εμείς· ν’ αγωνιζόμαστε· να μετανοούμε για τις αμαρτίες μας· να βιάζουμε τον εαυτό μας προς εξάσκηση της αρετής. Μη περιμένουμε τα πάντα από την προσευχή των αγίων, ενώ εμείς οι ίδιοι οκνεύουμε και τεμπελιάζουμε. Η αγιότητα δεν μεταδίδεται κατά μαγικό τρόπο· απαιτεί και ενεργό προσπάθεια εκ μέρους μας.
Έτσι ενώ ο Ιερεμίας προσευχήθηκε τρεις φορές για τους Εβραίους και στις τρεις φορές άκουσε το Θεό να λέγει· «Μη προσεύχου, μηδέ αξίου περί του λαού τούτου ότι ουκ εισακούσομαί σου» (7,16). Και ο Ιεζεκιήλ άκουσε το εξής· «και εάν ώσιν (είναι) οι τρεις ούτοι εν μέσω αυτής, Νώε και Δανιήλ και Ιώβ, αυτοί εν τη δικαιοσύνη αυτών σωθήσονται … η δε γη έσται εις όλεθρον» (14, 14-16). Και στον Ιερεμία είπε ο Θεός· «εάν στη (σταθεί) Μωσής και Σαμουήλ προ προσώπου μου, ουκ έστιν η ψυχή μου προς αυτούς» (15,1). Και τα λέγει αυτά ο Θεός στον Ιερεμία και στον Ιεζεκιήλ για να τους δείξει όχι ότι δεν δέχεται την ικεσία τους και τους περιφρονεί, αλλά δεν αξίζουν οι Ιουδαίοι για να τους βοηθήσει. Γι’ αυτό και αναφέρει τα ονόματα του Νώε, του Δανιήλ, του Ιώβ, του Μωϋσή, και του Σαμουήλ, που είχαν καθιερωθεί ως άγιοι μεγάλου βεληνεκούς, θεοπρόβλητοι και θεάρεστοι. Είναι σαν να λέγει ο Θεός σήμερα· «Ακόμη και η Παναγία και οι απόστολοι και ο Χρυσόστομος και ο Αθανάσιος να προσευχηθούν για σας, δεν σας βοηθώ. Η κακία σας είναι απροσμέτρητη και φοβερή.
Είναι χαρακτηριστική και η λεπτομέρεια ότι η Παναγία μας άπλωσε το μαφόριο της εντός του ναού και σκέπασε όσους αγρυπνούσαν και προσευχόταν. Θέλει να πει ότι πρέπει να έχουμε ουσιαστική σχέση με την Εκκλησία για να μας σκεπάσει με τις πρεσβείες της.
Την έχουμε αυτή τη σχέση; Πηγαίνουμε στην Εκκλησία, κοινωνούμε, εξομολογούμαστε, αγρυπνούμε, νηστεύουμε, ελεούμε, συγχωρούμε, προσπαθούμε να τηρήσουμε τις εντολές;
Ο καθένας μας ας ρωτήσει τον εαυτό του και ας δώσει προσωπικά και υπεύθυνα την απάντηση.
Αρχιμ. Μελέτιος Βαδραχάνης

Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκέπης σου Παρθένε ἀνυμνοῦμεν τὰς χάριτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν, καὶ σκέπεις τὸν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς· σὲ γὰρ σκέπην καὶ προστάτιν καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα βοῶντές σοι· δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ σκέπῃ σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προμηθείᾳ Ἄχραντε.

Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ νεφέλη ἀγλαὼς ἐπισκιάζουσα
τῆς Ἐκκλησίας τὰ πληρώματα Πανάχραντε,
ἐν τῇ πόλει πάλαι ὤφθης τῇ βασιλίδι.
Ἀλλ’ ὡς σκέπη τοῦ λαοῦ σου καὶ ὑπέρμαχος,
περισκέπασον ἡμᾶς ἐκ πάσης θλίψεως
τοὺς κραυγάζοντας, χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

Μεγαλυνάριον.
Σκέπης σου τρυγῶντες τὰς δωρεάς, καὶ τὰς καθ’ ἑκάστην, Θεονύμφευτε παροχάς, ὑμνοῦμεν Παρθένε τὴν σὴν μεγαλωσύνην, τὴν πρὸς ἡμᾶς σου πρόνοιαν, μεγαλύνοντες.


  http://www.faneromenihol.gr

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

ΜΕΓΑΝ ΕΥΡΑΤΟ ΕΝ ΤΟΙΣ ΚΙΝΔΥΝΟΙΣ...

Παντελής Πάσχος

Ὁ Μεγαλομάρτυς 

ἅγιος Δημήτριος

Ἀπὸ τὸ «Ἔρως Ὀρθοδοξίας», ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ελλάδος, Ἀθῆναι 1987.



Ὁ μεγάλος ποιητὴς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ προφήτης Δαβίδ, σ' ἕνα λυρικώτατον ψαλμὸ του ἔχει ὀνομάσει μύρο τὸν ἐν πνεύματι σύνδεσμο τῶν ἀδελφῶν μας, ποὺ ἔχουν, κάτω ἀπ' τὴν ἁγιασμένη σκέπη τῆς Ἐκκλησίας, κοινούς τοὺς πόθους, τὶς λαχτάρες, τὸν πόλεμο μὲ τὸν δαίμονα τὸν πολυκέφαλο, τοὺς ἀκατάπαυστους ἀγῶνες γιὰ τὴν προσέγγιση τῆς ἁγιότητος, γιὰ τὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεό. Σήμερα αὐτὰ τὰ μύρα τοῦ Προφητάνακτος, ποὺ χύνονται μὲ πλούσιαν εὐωδία στὰ ἀδερφωμένα πνευματικὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνισχύονται καὶ δυναμώνουν ἀπὸ μία νέα «μυροθήκη» ποὺ ἄνοιξε στὴν ἔνδοξη καὶ πολύπαθη πόλη τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁλόκληρη ἡ πόλη ἔγινε μιὰ κρήνη καὶ ἀναβλύζει μυροβόλα νάματα, ποὺ τρέχουν σὰν ποτάμια σ' ὅλη τὴν οἰκουμένη, νὰ στηρίζουν καὶ νὰ καθαρίζουν ἀπ' τὰ πάθη καὶ τὶς ἀρρώστιες τοὺς πιστούς, καὶ νὰ πνίγουν τὴν ψυχρὴ ἀνάσα τῶν ἀπίστων. Αὐτή ἡ κρήνη, μὲ τὰ τερπνὰ καὶ ἰαματικὰ ὁρμήματα τοῦ μύρου, ποὺ κατακλύζει τὸ πνευματικὸ σύμπαν τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι ὁ τάφος τοῦ μεγαλομάρτυρος καὶ πολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης, τοῦ προστάτου κάθε χριστιανοῦ, τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Οἱ ἅγιοι ἀνήκουν σ' ὅλη τὴν Ἐκκλησία, καὶ κάθε πιστὸς ποὺ ζητάει τὴ βοήθεια καὶ μεσιτεία του, πρὸς τὸ Θεό, γιὰ κάθε δύσκολη περίσταση, προστρέχει καὶ παρακαλεῖ μὲ παρρησία τοὺς ἁγίους, χωρὶς νὰ σκέφτεται ποῦ ἁγίασαν ἢ ποῦ μαρτύρησαν. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν στὸν τόπο ὅπου περπάτησε κ' ἔζησε καὶ πότισε μὲ τὸ αἷμα του ὁ Ἅγιος, νιώθουν νὰ 'χουν ἕναν ἰδιαίτερο δεσμὸ μαζί του. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἀρχαία πολιτεία μὲ τοὺς πολύτιμους βυζαντινοὺς θησαυρούς, τὴ Θεσσαλονίκη. Σὲ κάθε χωριὸ καὶ κάθε πολιτεία, ὅπου ὑπάρχει ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸ μεγαλομάρτυρα Δημήτριο, γίνονται τελετὲς καὶ πανηγύρια, μὲ πολλοὺς εὐσεβεῖς πιστούς, ποὺ ἔρχονται νὰ τιμήσουν τὸν Ἅγιο. Μὰ στὴν ἔμορφη πόλη τοῦ ἁγίου Δημητρίου, πανηγυρίζεται ἡ μνήμη του μὲ τὴν πιὸ ἐπιβλητικὴ μεγαλοπρέπεια, γιατί εἶναι ἡ πατρίδα ὅπου γεννήθηκε κι ὅπου μαρτύρησε, κι ὅπου ἄπειρα θαύματα ἔκαμε, καὶ τὴν ἔσωσε τόσες φορὲς ἀπὸ φανεροὺς κινδύνους. Μαζεύονται λοιπὸν σήμερα στὴ Θεσσαλονίκη, ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς Ὀρθοδοξίας εὐλαβεῖς προσκυνηταί, νὰ τιμήσουν τὴ μνήμη του καὶ ν' ἁγιαστοῦν ἀπὸ τὰ μύρα τοῦ ἁγίου τάφου του τὰ ἰαματικά. Καὶ οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ τῆς Θεσσαλονίκης, ἀνηφορίζουν γιὰ νὰ πᾶνε στὴν μεγαλόπρεπην ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Δημητρίου, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὸν ἑσπερινὸ ἢ τὴν θεία Λειτουργία. Πολὺς ὁ κλῆρος, μὲ τὰ λαμπερά τους ἄμφια στολισμένοι, καὶ πανηγυρικοὶ ξεχωριστὰ οἱ εὐσεβεῖς καλλίφωνοι ἱεροψάλται, μὲ τὴ γνήσια βυζαντινὴ μελωδία, ποὺ ψάλλουν στὸ μεγάλο πανηγύρι τοῦ Μεγαλομάρτυρος. Κι ὅσοὶ πιστοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ πᾶνε μὲ τὸ σῶμα τους ἐκεῖ, βρίσκονται «πνεύματι» μέσα στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ μυροβλήτου, κι ἀκοῦνε τὸ χορὸ τῶν ἱεροψαλτῶν νὰ ψάλλει τὸ τροπάρι τῆς Λιτῆς:
Εὐφραίνου ἐν Κυρίῳ, πόλις Θεσσαλονίκη•
ἀγάλλου καὶ χόρευε, πίστει λαμπροφοροῦσα,
Δημήτριον τὸν πανένδοξον ἀθλητήν,
Καὶ μάρτυρα τῆς ἀληθείας,
ἐν κόλποις κατέχουσα ὡς θησαυρόν•
ἀπόλαυε τῶν θαυμάτων τὰς ἰάσεις καθορῶσα•
καὶ βλέπε καταράσσοντα τῶν βαρβάρων τὴ θράση,
καὶ εὐχαρίστως τῷ Σωτήρι ἀνάκραξον• Κύριε, δόξα σοι.

Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Δημητρίου φαιδρύνει καὶ λαμπρύνει ὅλη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μὲ τὸ εὐῶδες ἄρωμα τοῦ μύρου του μᾶς προσκαλεῖ νὰ πᾶμε κοντά του. Νὰ διώξει καὶ νὰ γιατρέψει ἐκεῖνος, μὲ τὸ μύρο του, τὶς βρωμερὲς πληγὲς ποὺ ἀφήνει ἡ ἁμαρτία στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας. Ν' ἁπαλύνει τὸν πόνο μας καὶ τὴν ἀδυναμία μας, νὰ στερεώσει τὴν ἀδύνατη καὶ χλιαρὴ πίστη μας, νὰ μᾶς δώσει νέες δυνάμεις γιὰ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες μας, γιὰ νὰ πολεμήσουμε τοὺς ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς μας, τοὺς πειρασμοὺς τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματος, τοῦ κόσμου καὶ τοῦ δαίμονος. Ἡ ἀναστροφὴ τῶν χριστιανῶν μὲ τὸν κόσμο τῶν ἁγίων, εἶναι ἡ μεγαλύτερη παρηγοριὰ καὶ ἐνίσχυση, ποὺ δίνει στὰ παιδιά της ἡ Ὀρθοδοξία.
Ὁ μεγαλομάρτυς ἅγιος Δημήτριος γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (296). Ὅταν μεγάλωσε ἀκολούθησε τὸ στρατιωτικὸ στάδιο, καὶ ἡ ἀνδρεία του ἡ μεγάλη καὶ ἡ σπάνια σύνεσή του τὸν ἀνέβασαν γρήγορα στὰ ἀνώτατα στρατιωτικὰ ἀξιώματα. Κι ὁ βασιλιάς, ἐκτιμώντας τὴν ἀνδρεία, τὴ φρόνηση καὶ τὴ στρατηγικὴν ἱκανότητά του, τὸν διόρισε στρατηγὸ ὅλης τῆς περιοχῆς τῆς Θεσσαλίας, στὴν ὁποίαν ἀνῆκε κ' ἡ Θεσσαλονίκη. Ὅμως ὁ στρατηγὸς Δημήτριος ἤτανε χριστιανός, κι ὁ βασιλιὰς εἰδωλολάτρης. Κι ὅταν γυρνώντας ὁ Μαξιμιανὸς ἀπ' τοὺς πολέμους στὴν Θράκη καὶ τὴν Ἀσία, πέρασε κι ἀπ' τὴ Θεσσαλονίκη, οἱ εἰδωλολάτραι, ποὺ ἒβλεπαν πόσους εἰδωλολάτρες κάθε μέρα ἔκαμνε χριστιανοὺς ὁ ἄρχοντας Δημήτριος, πῆγαν στὸν αὐτοκράτορα καὶ τοῦ εἶπαν, πὼς ὁ στρατηγὸς του ἄρχισε νὰ περιφρονεῖ καὶ νὰ βλασφημεῖ τὰ εἴδωλα καὶ νὰ κηρύχνει κρυφὰ καὶ φανερὰ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, Ὁ αὐτοκράτωρ κάλεσε τὸ Δημήτριο ἀνήσυχος. Εἶδε τότε, πὼς ὅλὰ ὅσὰ τοῦ εἶπαν εἶναι ἀλήθεια. Γιατί μ' ὅσα κι ἂν ἔταξε στὸ Δημήτριο, ἐκεῖνος ἔμενε σταθερὸς στὴν πίστη τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐλπίζοντας, πὼς θ' ἀλλάξει γνώμη καὶ πίστη, διέταξε νὰ τὸν κλείσουν σὲ μιὰ φοβερὴ καὶ βρωμερὴ φυλακή, σ' ἕναν ἀπ' τοὺς ὑγροὺς καὶ λασπώδεις θαλάμους τῶν δημοσίων λουτρῶν, κοντὰ στὸ στάδιο. Κ' ὕστερα, ὁ βασιλιάς, κατὰ τὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς, διέταξε νὰ γίνουν οἱ ἀθλητικοὶ ἀγῶνες στὸ στάδιο. Ἐκεῖ, ἀνάμεσα στοὺς ἀθλητάς, ξεχώριζε ἕνας γίγαντας, ὀνομαζόμενος Λυαῖος, ποὺ τὸν ἔσερνε κοντά του πάντοτε ὁ βασιλιὰς καὶ τὸν εἶχε γιὰ καμάρι γιατί μὲ ὅσους πάλεψε ὅλους τοὺς εἶχε νικήσει. Αὐτὸς ὁ γιγαντόσωμος καὶ χεροδύναμος εἰδωλολάτρης ξέσκιζε τὶς σάρκες τῶν παλαιστῶν σὰ νά 'τανε ἀρνάκια. Τὸν εἶχαν φοβηθεῖ οἱ πάντες καὶ δὲν ἔβγαινε κανεὶς νὰ τὰ βάλει μαζί του. Τότε κεῖνος ἄρχισε νὰ περπατεῖ φανταχτερὰ καὶ νὰ προκαλεῖ τοὺς χριστιανούς, ποὺ ἔλεγαν πὼς «παίρνουν δύναμη ἀπ' τὸ θεό τους», νὰ παλέψουν μαζί του. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἕνα γενναῖο παλληκαρόπουλο, με χριστιανικὴ καρδιὰ καὶ πίστη, τρέχει στὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς τοῦ Δημητρίου. Τοῦ λέγει πὼς ὁ Λυαῖος σκοτώνει ἀνθρώπους στὸ στάδιο, καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν εὐλογήσει καὶ νὰ παρακαλέσει τὸ Θεὸ νὰ τὸν δυναμώσει στὴν πάλη του μὲ τὸ θεριόψυχο Λυαῖο. Ὁ Δημήτριος σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ τὸ μέτωπο τοῦ νεαροῦ Νέστορος καὶ τοῦ λέγει: «Καὶ τὸν Λυαῖον νικήσεις καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις!» Ἡ προφητικὴ αὐτὴ φράση τοῦ Ἁγίου ἐπαλήθευσε γρήγορα καὶ ἀπόλυτα. Πῆγε ὁ Νέστωρ στὴ μέση τοῦ σταδίου καὶ εἶπε, πὼς θέλει νὰ παλέψει μὲ τὸν πανύψηλο Λυαῖο. Οἱ εἰδωλολάτραι τὸν κοίταξαν μὲ μιὰ εἰρωνεία περιφρονητική. Οἱ χριστιανοὶ ἔκαναν ἀπὸ μέσα τοὺς θερμὴ προσευχὴ στὸ Θεό, νὰ δυναμώσει τὸν καινούργιο Δαβίδ, γιὰ νὰ νικήσει τὸ νέο σκληροτράχηλο Γολιάθ. Ρίχνει τὸ φτωχικὸ μανδύα του ὁ Νέστωρ καὶ φωνάζει πρὸς τὸν οὐρανό: «Ὁ Θεὸς Δημητρίου, βοήθει μοι!» Ὅρμησε τότε μὲ θάρρος πάνω στὸ γίγαντα. Γιὰ λίγο, οἱ ἀναπνοὲς τῶν θεατῶν σταμάτησαν. Κ' ὕστερα εἶδαν ὅλοι τὸν ἀνίκητον ὥς τώρα Λυαῖο, νὰ κείτεται νεκρὸς μέσα στὸ στάδιο. Οἱ εἰδωλολάτραι, κυριολεκτικὰ ἐφρύαξαν. Καὶ πιὸ πολὺ ἀπ' ὅλους, ὁ Μαξιμιανός. Δίνει ἐντολὴ τότε, νὰ βγάλουν τὸ Νέστορα ἔξω ἀπ’ τὸ στάδιο καὶ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Κ' ἔτσι ἀλήθεψε ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Δημητρίου.
Ὅμως ὁ αὐτοκράτωρ, ἀπ' τὴ λύπη του ποὺ ἔχασε τὸ Λυαῖο, δὲν μποροῦσε νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἀπ' τὸ θάνατο μόνο τοῦ Νέστορος. Ὁ θυμὸς του τὸν ἔφερε στὸ Δημήτριο. Καί, χωρὶς ἄλλη δίκη ἢ κρίση, δίνει διαταγὴ νὰ τὸν σκοτώσουν μέσα στὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς του. Ὁ Δημήτριος εἶδε τοὺς στρατιῶτες καὶ κατάλαβε τὸ σκοπό τους. Σήκωσε τὰ χέρια του νὰ προσευχηθεῖ, καὶ τὰ κοντάρια τους τὸν βρῆκαν ἐκεῖ ἀκριβῶς, ὅπου λογχίστηκε καὶ τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας πιστός, ποὺ ἤτανε κοντὰ στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, πῆρε τὸ δαχτυλίδι τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ μανδύα του, βουτηγμένο στὸ ἅγιο αἷμα του. (Μ’ αὐτὰ ὁ χριστιανὸς αὐτός, Λοῦπος ὀνομαζόμενος, σταύρωνε τοὺς δαιμονισμένους• καὶ κάθε λογῆς ἀρρώστους καὶ τοὺς ἔκανε καλά. Τὰ πολλὰ θαύματα ἔφθασαν καὶ στ’ αὐτιὰ τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὴν ἴδια μέρα ποὺ τὸ 'μαθε, ἔδωκε διαταγὴ καὶ θανάτωσαν τὸ μάρτυρα Λοῦπο). Οἱ χριστιανοὶ πῆραν τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ τὸ ἔθαψαν κρυφά. Ἀλλὰ ὁ Θεός, ποὺ θέλησε νὰ δοξάσει τὸν Ἅγιό του σ’ ὅλὸ τὸν κόσμο, οἰκονόμησε καὶ ἔβγαινε μύρο ἀπ' τὸ κορμὶ του τόσο πολύ, ποὺ ἔπαιρναν οἱ ντόπιοι καὶ οἱ ξένοι, ὅσοι ἔρχονταν νὰ γιατρευτοῦν καὶ δὲν τελείωνε ποτέ! Τὸ ἔπιναν οἱ χριστιανοί, κι ὅ,τι ἀρρώστια καὶ ἂν εἴχανε γιατρεύονταν. Ὅλοι ἔτρεχαν στὴ Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ τοὺς κάνει καλὰ ὁ ἅγιος Δημήτριος. Ἀλλὰ θὰ χρειαζόταν ὧρες ὁλόκληρες νὰ ὁμιλεῖ κανείς, γιὰ ν' ἀναφέρει τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου σ' ὅλο τὸν κόσμο, καὶ ἰδιαίτερα στὴ Θεσσαλονίκη, τὴν ὁποία τόσες φορὲς ἐγλύτωσε ἀπὸ πεῖνα, ἀπὸ θανατικό, ἀπὸ αἰχμαλωσία κι ἀπὸ ἄλλα δεινά. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν τιμοῦν, καὶ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ σ' ὅλο τὸν κόσμο, καὶ παίρνουν τ' ὄνομά του, καὶ τοῦ χτίζουν ἐκκλησίες, καὶ πανηγυρίζουν στὴ μνήμη του. Φαίνεται, πὼς ὄχι μονάχα στὴν πόλη του, μὰ καὶ σ' ἄλλες χῶρες ὑπῆρχαν ἀρχαιότερες ἐκκλησίες πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Στὴν Καππαδοκία λ.χ., σ' ἕνα χωριό, ὀνομαζόμενο Δρακοντιάνα, ἕνας γεωργὸς ξεπέτριζε ἕνα χωράφι του νὰ τὸ ἰσιώσει καὶ νὰ τὸ κάμει ἁλώνι γιὰ ν' ἁλωνίζει. Βρῆκε ὅμως σωροὺς ἀπὸ πέτρες, καὶ σκάβοντας εἶδε κάτι παμπάλαια θεμέλια, ἀπὸ χρόνια πολλὰ παραχωμένα μέσα στὴ γῆ. Ὁ γεωργὸς συνέχισε νὰ σκάβει. Ξαφνικά, βλέπει μπροστὰ του ἕνα νέο καβαλάρη καὶ τοῦ λέγει: «Γιατί, ἄνθρωπέ μου, χαλνᾶς τὸ σπίτι μου, γιὰ νὰ τὸ φκιάσεις ἁλώνι; Ἂν τὸ κάμεις αὐτὸ θὰ πάθεις μεγάλο κακό. Ἐγὼ πού σου μιλῶ εἶμαι ὁ ἅγιος Δημήτριος ἀπ' τὴ Θεσσαλονίκη...». Πῆγαν ὕστερα ὅλοι οἱ χωριανοὶ κ' ἔσκαψαν βαθιά, ὥσπου βρῆκαν.τὰ θεμέλια τοῦ ναοῦ. Ἐκεῖ μετὰ ἔχτισαν καινούργιο ναὸ καὶ ἱστόρησαν τὸν ἅγιο Δημήτριο πάνω στὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, λέγοντας: «ἐπειδὴ διὰ τοῦ μαρτυρίου ὁ Ἅγιος συνεσταυρώθη μὲ τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο εἶναι ἐζωγραφημένος ὁμοῦ ἐν μιᾷ εἰκόνι». Γι' αὐτὸ καὶ τὴν ἐκκλησία αὐτὴ τὴν ὀνόμασαν «τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Σταυρικοῦ». Καὶ σ' αὐτή τὴν ἐκκλησία ὁ Ἅγιος ἔκαμε πάμπολλα θαύματα, ὅπως καὶ στὴ Θεσσαλονίκη.
Τὸ βίο καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου, μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ βρεῖ στὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία, κ ἴσως δὲν πρέπει νὰ ἐπεκταθοῦμε πιὸ πολὺ ἐμεῖς ἐδῶ. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει κάθε χριστιανὸς νὰ κάμει σήμερα, εἶναι νὰ μελετήσει καὶ νὰ διδαχθεῖ ἀπ' τὰ μαρτύρια τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ τοῦ ἁγίου Νέστορος ὑπομονὴ καὶ γενναιότητα στὶς μεγάλες λύπες μας, στὶς στενοχώριες, στὶς ἀρρώστιες, στὶς περιστάσεις ὅπου μᾶς πνίγει ὁ σύγχρονος ἄδικος καὶ σκληροτράχηλος εἰδωλολάτρης, ποὺ λατρεύει σὰν θεὸ τὸ χρῆμα του καὶ τὴν ἐξουσία του, τὴν περιουσία του καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Ὅταν μᾶς πιέζουν μὲ τὴν κίβδηλη καὶ βαρειὰ μεγαλοπρέπειά τους οἱ ἄνθρωποι τοῦ μαμωνᾶ, νὰ βλέπουμε τὸν μικρὸ Νέστορα καὶ τὸν Δαβίδ, καὶ νὰ μὴν φοβούμαστε τοὺς σύγχρονους Λυαίους καὶ Γολιάθ, ὅποιοι κι ἂν εἶναι. Ἐμεῖς νὰ λέμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Νέστωρ: «Θεὲ Δημητρίου, βοήθει μοι!» Καὶ τότε: εἴτε εἶσαι ἡ ἀδύνατη χήρα, μὲ τ' ἀνήλικα ὀρφανά• εἴτε ὁ ἄρρωστος πατέρας, μὲ μιὰ φοῦχτα ἀπροστάτευτα παιδιά• εἴτε ἡ γριούλα ἡ ἔρημη, μέσα σὲ μιὰ κρύα κάμαρη• εἴτε ὁ ρογιασμένος τσοπάνος στὸ ξεχασμένο μαντρί, ποὺ σοῦ στέλνουν μουχλιασμένο ψωμὶ καὶ μόνο μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα• εἴτε ὁ ἐργάτης καὶ ὁ ὑπάλληλος, ποὺ σὲ ἐκμεταλλεύεται ὁ ἐργοδότης σου καὶ πλουτίζει ἐκεῖνος μὲ τὸν ἱδρῶτα σου, ἐνῶ ἐσὺ πεινᾶς καὶ ὑποφέρεις• εἴτε εἶσαι, τέλος, ἕνας ἀδύνατος σὲ γνωριμίες κοινωνικὲς κ' ἔχεις ν' ἀντιμετωπίσεις ἐχθροὺς σατανικὰ ὁπλισμένους (ἀκόμη καὶ κάτω ἀπ' τὴν ὑποκριτικὴ εὐσεβοφροσύνη τους)• — ὅποιος καὶ νὰ 'σαι, γύρισε τὰ μάτια καὶ τὰ χέρια σου στὸν οὐρανὸ καὶ «ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου» θὰ σὲ βοηθήσει. Ὅσο κι ἂν φαίνεται πὼς ὁ Θεὸς ἀνέχεται καμμιὰ φορὰ τὸ ἄδικο καὶ τὸ στραβό, εἶναι δίκαιος, καὶ τὸ πληρώνει μὲ τὸν τρόπο καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος ξέρει. Ὅσο μεγάλος κι ἂν εἶναι ὁ Λυαῖος, ἂν δὲν εἶναι πάνω του ὁ φόβος καὶ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, θὰ πέσει. Κι ὅσο μικρὸς καὶ ἂν εἶναι ὁ Νέστωρ, ὅταν ἔχει τὸ Θεὸ μαζί του θὰ νικήσει.
Μποροῦμε, μάλιστα, νὰ παρακαλοῦμε καὶ τὸν ἅγιο Δημήτριο, νὰ μᾶς λυτρώνει μὲ τὶς πρεσβεῖες του πρὸς τὸ Θεό, ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ τὶς ἐπιβουλὲς τῶν φανερῶν καὶ τῶν ἀφανῶν ἐχθρῶν μας. Κι ἂς λέμε αὐτὸ τὸ τροπάρι ἀπὸ τοὺς αἴνους τοῦ Ἁγίου: «Δεῦρο, μάρτυς Χριστοῦ πρὸς ἡμᾶς, σοῦ δεομένους συμπαθοῦς ἐπισκέψεως». Δηλαδή: «Ἔλα, μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, σ' ἐμᾶς ποὺ ἔχουμε μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ τὴ συμπονετικιά σου τὴν ἐπίσκεψη, καὶ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὶς τυραννικὲς φοβέρες καὶ ἀπὸ τὴ δεινὴ μανία τῆς αἱρέσεως, πού μᾶς κατατρέχει, σὰν νὰ ‘μαστε σκλάβοι, καὶ περπατοῦμε γυμνοὶ δῶθε καὶ κεῖθε, κι ἀλλάζουμε ὅλο-ἕνα τόπο μὲ τόπο, καὶ πλανιόμαστε σὰν τ' ἀγρίμια στὰ βουνὰ καὶ στὰ σπήλαια. Λυπήσου μας, πανεύφημε καὶ δός μας ἀνάπαυση, πάψε τὴ ζάλη καὶ σβύσε τὴν ἀγανάκτηση ποὺ σηκώθηκε καταπάνω μας, παρακαλώντας τὸν Θεό, ποὺ δίνει στὸν κόσμο τὸ μέγα ἔλεος» (ἀπόδοση: Φ. Κόντογλου).
* * *

Τελειώνοντας, ἂς θυμηθοῦμε πάλι μ’ εὐλάβεια τὸ μαρτύριο τοῦ μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Σήμερα, βέβαια, δὲν μᾶς ζητοῦν νὰ μαρτυρήσουμε γιὰ τὴν πίστη μας, οὔτε νὰ τιμωρηθοῦμε καὶ νὰ παιδευτοῦμε γιὰ τ' ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, τιμὴ τῶν Ἁγίων εἶναι καὶ ὅταν ζεῖ κανεὶς ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἅγιοι. «Τὸν δὲ καιρὸν ἐτοῦτον, λέγει ἕνας παλαιὸς συγγραφέας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπειδὴ κανεὶς δὲν εἶναι νὰ μᾶς βιάζη εἰς τὴν πίστιν μας, μηδὲ ἀνάγκην ἔχομεν νὰ μαρτυρήσωμεν, τόσο μόνον θέλει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἡμᾶς, ὅτι καθὼς εἶναι ἡ χριστιανικὴ τάξις, ἔτζι νὰ περιπατοῦμεν• καθὼς ἀρέσκει τὸν Χριστόν, ἔτζι νὰ περνοῦμεν• ὄχι μὲ πολυποσίαις καὶ πολυφαγίαις, ὄχι μὲ χοροὺς καὶ παιγνίδια, ὄχι μὲ συκοφαντίαις καὶ καταδοσίαις, ὄχι μὲ πορνείαις καὶ ἀσωτείαις, ὄχι μὲ φόνους καὶ μοιχείαις καὶ ἔχθραις, καὶ μὲ ἄλλα δαιμονικὰ ἔργα• ἀλλὰ μὲ σωφροσύνην καὶ παρθενίαν, μὲ ἀγάπην καὶ ὁμόνοιαν, μὲ νηστείαν καὶ ἐγκράτειαν, καὶ μὲ ὅσα χαίρεται ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἅγιοι• διότι, εἰ μὲν πολιτευώμεσθεν καθὼς ὁρίζει ὁ Χριστός, ἔχομεν καὶ μισθὸν ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, διὰ τὰς ἑορτάς μας καὶ τὰς πανηγύρεις• εἰ δὲ περνοῦμεν τὴν ζωήν μας, κάμνοντας ὅσα ἀποστρέφεται ὁ Θεὸς καὶ μισοῦν οἱ Ἅγιοι, μόνον ὅσον κοπιάζομεν καὶ μοχθοῦμεν. Διὰ τοῦτο, ἂς ποιοῦμεν καθὼς εἶναι τῆς χριστιανικῆς τάξεως, ἵνα καὶ ὁ Θεὸς εὐφραίνεται εἰς τὰ ἔργα μας, καὶ οἱ Ἅγιοι χαίρωνται εἰς τὰς ἑορτάς μας». Μ' αὐτὸ τὸν τρόπο λατρεύεται ὁ Θεός, τιμοῦνται οἱ Ἅγιοί του καὶ προάγονται πνευματικὰ τὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας.

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος


Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος

Ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος είναι ο πρώτος Ιεράρχης των Ιεροσολύμων. Ήταν γιός του Ιωσήφ, του μνήστορος της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την πρώτη του γυναίκα και ενομίζετο από τους Ιουδαίους ως αδελφός του Κυρίου. Αλλά εκτός αυτού ονομάζεται Αδελφόθεος για τους εξής λόγους: “Πρώτον, για την θαυμαστή πολιτεία του και τις πολλές αρετές του, εξ αιτίας των οποίων ονομαζόταν από όλους δίκαιος. Δεύτερον, επειδή δεν ήταν συγκαταριθμημένος στον χορό των δώδεκα Αποστόλων και δεν είχε το προνόμιο να ονομάζεται Απόστολος, του δόθηκε το προνόμιο να ονομάζεται Αδελφόθεος και τρίτον, επειδή έκανε τον Χριστό συγκληρονόμο στο μερίδιο της πατρικής περιουσίας, ενώ οí άλλοι τρεις αδελφοί του αρνήθηκαν να πράξουν το ίδιο”. (Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Επτά Καθολικαί Επιστολαί, σελ. 2). Ετιμάτο περισσότερο από όλα τα αδέλφια του και αυτό φαίνεται και από τα όσα λέγει ο ιερός Χρυσόστομος για τους συγγενείς του Χριστού κατά σάρκα. Ότι, δηλαδή, ονομάζονταν από όλους τους πιστούς Δεσπόσυνοι, αλλά ο άγιος Ιάκωβος “εθεωρείτο ο πρώτος των Δεσποσύνων απάντων”. (ένθ’ ανωτ., σελ. 2). Ετιμάτο, επίσης, από όλους τους Αποστόλους και η γνώμη του ελαμβάνετο σοβαρά υπ’όψιν, όπως μαρτυρούν και οι “Πράξεις των Αποστόλων”.
Την μοναδική Επιστολή που συνέγραψε, την απευθύνει όχι προς τους πιστούς μίας συγκεκριμένης τοπικής Εκκλησίας, αλλά προς όλους καθολικώς τους πιστούς, προς όλους τους Ιουδαίους, που πίστευσαν στον Χριστό και ήσαν διεσπαρμένοι σε όλα τα μέρη του κόσμου, και γι’ αυτό ονομάζεται καθολική Επιστολή. “Στην επιστολή αυτή διδάσκει, πρώτον, την διαφορά που έχουν οι πειρασμοί. Ποιός πειρασμός γίνεται στον άνθρωπο κατά παραχώρηση του Θεού και ποιός προξενείται από την επιθυμία του ανθρώπου. Δεύτερον, ότι οι Χριστιανοί πρέπει να δείχνουν την πίστη τους όχι μόνον με λόγια αλλά κυρίως με έργα. Τρίτον, παραγγέλλει να μη προτιμώνται στην Εκκλησία οι πλούσιοι περισσότερον από τους πτωχούς, αλλά μάλλον να επιπλήττονται οι πλούσιοι ως υπερήφανοι. Τέταρτον δε και τελευταίο, αφού παρηγορεί ο Άγιος εκείνους που αδικούνται και τους παρακινεί να μακροθυμούν και να υπομένουν μέχρι την Δευτέρα παρουσία του Χριστού, δείχνοντάς τους με το παράδειγμα του Ιώβ το πόσον χρήσιμη είναι η υπομονή, παραγγέλλει στους ασθενείς να προσκαλούν τους ιερείς να τους χρίουν με έλαιο. Και όλοι οι πιστοί να προσπαθούν να επαναφέρουν στο δρόμο της αλήθειας αυτούς που έχουν πλανηθεί από αυτή, επειδή σε αυτούς δίδεται μισθός από τον Κύριο, η άφεση των αμαρτιών τους”. (Αγίου Νικοδήμου, ένθ’ ανωτ., σελ. 2).
Ο άγιος Ιάκωβος συνέγραψε την πρώτη θεία Λειτουργία, η οποία είναι κατανυκτική και διασώζει τον τρόπο λατρείας των Χριστιανών των Αποστολικών χρόνων. Τελείται και σήμερα, την ημέρα της εορτής του, αλλά και την δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων.
Ο Αδελφόθεος Ιάκωβος, σύμφωνα με τον άγιο Θεοφύλακτο, ονομαζόταν μικρός σε αντιδιαστολή με τον Απόστολο Ιάκωβο, τον αδελφό του αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού, ο οποίος εκαλείτο μέγας, επειδή ανήκε στον χορό των δώδεκα Αποστόλων. “Ήσαν δε και γυναίκες από μακρόθεν θεωρούσαι, εν αίς και Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιακώβου του μικρού και Ιωσή μήτηρ” (Μάρκ. ιε΄, 40). Η δεύτερη Μαρία είναι η Θεοτόκος, η οποία ενομίζετο μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή.
Το τέλος της ζωής του ήταν μαρτυρικό. Επειδή με τον ένθεο ζήλο του οδήγησε πολλούς στην θεογνωσία, τον γκρέμισαν οι Ιουδαίοι από το πτερύγιο του Ναού και όταν είδαν ότι εξακολουθούσε να ζη τον λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου.
Η επιστολή του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου είναι ένα καταπληκτικό κείμενο, το οποίο προξενεί στην ψυχή αληθινή παρηγοριά, ανεκλάλητη χαρά και αποδιώχνει κάθε είδους απελπισία. Ρυθμίζει κατά τον καλύτερο τρόπο τις διαπροσωπικές σχέσεις.Τονίζει, ότι δεν πρέπει να χωρίζονται οι άνθρωποι σε ομάδες, ανάλογα με τα χρήματα και τα αξιώματα που διαθέτουν, αλλά θα πρέπη να επιδεικνύεται προς όλους ο ίδιος σεβασμός, επειδή είναι εικόνες του Χριστού. Υποδεικνύει την οδό της καθάρσεως, της θεραπείας της ψυχής από τα πάθη, για να φωτισθή ο νούς και να αποκτήση ο άνθρωπος προσωπική γνώση του Θεού. Αλλά δεν παραλείπει να τονίση και την αξία της παρουσίας του Ιερέως – Θεραπευτού – καθώς και την χρησιμοποίηση υλικών στοιχείων, όπως το λάδι, το οποίο αγιάζεται και δι’ αυτού ενεργεί η άκτιστη Χάρη του Θεού.
Επίσης, κάνει λόγο για την ανθρώπινη σοφία και την αντιπαραβάλλει με την σοφία την “άνωθεν κατερχομένην”, την οποία ονομάζει αγνή, ειρηνική, επιεική, ευπειθή, γεμάτη ευσπλαχνία και αγαθούς καρπούς, αμερόληπτη και ειλικρινή, επειδή είναι απαλλαγμένη από τα πάθη, τα οποία προκαλούν έριδες, μαλώματα, ακαταστασία “καί πάν φαύλον πράγμα”. Υπάρχουν σοφοί κατά Θεόν και σοφοί κατά κόσμον, αλλά υπάρχουν και εκείνοι που κατέχουν και τις δύο σοφίες. Άλλωστε, η ανθρώπινη σοφία πλουτίζει την διάνοια, ενώ η σοφία του Θεού η ενυπόστατος, που είναι ο ίδιος ο Χριστός, πλουτίζει την καρδιά με την άκτιστη θεία Χάρη και της χαρίζει όλα εκείνα τα αγαθά που αποζητά ο άνθρωπος και τα απαριθμεί ο Απόστολος Παύλος, δηλαδή αγάπη, χαρά, ειρήνη κ.λ.π. Με την λογική κατανοεί ο άνθρωπος το γράμμα των όσων ακούει ή αναγινώσκει, ενώ με τον φωτισμένο νού έχει την δυνατότητα να εισδύη στο βάθος των λεγομένων και αναγινωσκομένων και έτσι μπορεί να κατανοή το πνεύμα και το βαθύτερο νόημά τους και να τα ερμηνεύη σωστά.
Η μελέτη του βίου και της επιστολής του αγίου Ιακώβου βοηθά τον πιστό να ενταχθή στην προοπτική της θεραπείας, δια της οποίας αποκτά αληθινή γνώση του εαυτού του, εμπειρική γνώση του Θεού και πραγματική κοινωνία με τους συνανθρώπους του.

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Γέροντας Παίσιος 1996: Θα επιβάλλουν συνεχώς νέα οικονομικά μέτρα...

Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του αγιορείτη ιερομόναχου Χριστοδούλου Αγγελόγλου«Σκεύος εκλογής» σελ. 421, που κυκλοφόρησε το 1996 και αναφέρεται στον Γέροντα Παΐσιο. Διαβάζοντας σήμερα και πάλι κάποιος τα κείμενα, νομίζει κανείς ότι διαβάζει το σημερινό Τύπο του 2010. Κι όμως τα όσα ακολουθούν γράφτηκαν το 1996. Διαβάστε τα, αξίζει τον κόπο. Θα αντιληφθείτε το σχέδιο της Νέας Τάξης Πραγμάτων , της Παγκοσμιοποίησης και της Νέας Εποχής, που πιστά και απόλυτα υπηρετεί η κυβέρνηση Παπανδρέου...

«Επέβαλαν (και θα επιβάλλουν) στη χώρα μας ένα πολύ μεγάλο εξωτερικό δημόσιο χρέος,τόσο μεγάλο που....
, όχι μόνον να μη μπορούμε να το ξεχρεώσουμε, αλλά ούτε τους τόκους αυτού του δανείου να μην προλαβαίνουμε· με αυτό καταφέρνουν με εύλογη δικαιολογία να επιβάλλουν στο λαό ένα οικονομικό πρόγραμμα εξόντωσης, έως εσχάτων. Θα επιβάλλουν συνεχώς νέα οικονομικά μέτρα, δυσβάστακτα, φόρους ασήκωτους και πάρα πολλά άλλα μέτρα, έτσι ώστε να κάνουν το λαό να αγανακτήσει. Και τι θα πετύχουν με αυτό; Ακούστε· Ο λαός καταπιεζόμενος από τα δυσβάστακτα οικονομικά μέτρα θα ζητάει κάποια στιγμή να ξανασάνει, αλλά αυτή τη στιγμή δεν πρόκειται να του τη χαρίσουν ποτέ, παρά μόνον έως ότου σκύψει το κεφάλι του εντελώς στο έδαφος, δηλώνοντας τέλεια υποταγή στο καινούργιο τους σύστημα. Θα λένε: Έχετε δίκιο που διαμαρτύρεσθε, όμως έχετε μεγάλο εξωτερικό χρέος και αυτοί που έχουν πολλά λεφτά φοροδιαφεύγουν· για να μη σας επιβάλλουμε άδικα μεγάλους φόρους κτλ. πρέπει να αποδεχθείτε το τέλειο σύστημα ηλεκτρονικού οικονομικού ελέγχου. Έτσι ώστε να βλέπουμε ποιοί είναι οι νομοταγείς πολίτες και ποιοί οι φοροφυγάδες. Ταυτόχρονα θα παρέχουν μέσω του ηλεκτρονικού οικονομικού συστήματος πολλές διευκολύνσεις.
Αδελφοί, μας εξαπατούν με τερατώδη ψέμματα. Δεν πρόκειται με όσα αυστηρά οικονομικά μέτρα κι αν λάβουν να ξεχρεώσουμε το χρέος μας αυτό. Γιατί δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς τους η ύπαρξη μιας εύρωστης οικονομικά Ελλάδας. Τι κάνουν λοιπόν; Ενώ βρισκόμαστε σε οικονομικό χάος και δεν μπορούμε ούτε τους τρέχοντας τόκους του χρέους να πληρώσουμε, δημιουργούν τεχνητές κρίσεις με τις γειτονικές μας χώρες έτσι ώστε, φοβούμενοι από τις απειλές τους να ξοδεύουμε τρισεκατομμύρια δραχμές για την αγορά πολεμικών αεροπλάνων, πλοίων κτλ. Ακούμε συνεχώς για θερμά επεισόδια, αμφισβητούνται τα σύνορά μας, τα νησιά μας..... Με όλα αυτά μας αποπροσανατολίζουν για να μπορέσουν με πολύ εύσχημο τρόπο και χωρίς να γίνουν αντιληπτοί να μπουν στο σπίτι μας..... Να γνωρίζετε ότι θα ασκήσουν πιέσεις με πολλούς τρόπους, ιδιαίτερα στους πολιτικούς μας άρχοντες..... Εμείς όμως ας μη βλέπουμε τους δικούς μας πολιτικούς, αλλά αυτούς που τους τα επιβάλλουν από το παρασκήνιο με τη βία, ύπουλα και εξαπατώντας τους».

Στη σελίδα 417 του αυτού βιβλίου διαβάζουμε: «...... Η μέθοδος που χρησιμοποιούν περιλαμβάνει την υπονόμευση του οικονομικού συστήματος κάθε χώρας, την οικονομική καταπίεση και εξαθλίωση των πολιτών και τη φαινομενική ανάγκη της υποταγής στο παγκόσμιο ηλεκτρονικό οικονομικό σύστημα, σαν μόνου ικανού να δώσει λύση στα προβλήματα αυτά· με το σύστημα αυτό εκτός από τον οικονομικό έλεγχο καταργείται το απόρρητο και η προσωπική ελευθερία, αφού είναι δυνατόν να έχει πρόσβαση η Παγκόσμια Τράπεζα Πληροφοριών στις Βρυξέλλες στον ηλεκτρονικό φάκελλο οποιουδήποτε πολίτη και όπως γράφει ο Γέροντας Παΐσιος «κι ενώ τα σημεία φαίνονται ξεκάθαρα το θηρίο στις Βρυξέλλες με το 666, έχει σχεδόν ρουφήξει όλα τα κράτη στο κομπιούτερ». Πρέπει να κατανοήσουμε το ποιός είναι ο απώτερος στόχος του οποίου την επίτευξη διαδοχικά (λόγω φόβου αντιδράσεων)μεθοδεύουν οι επίδοξοι κυβερνήτες της οικουμένης και ο διάδοχός τους Αντίχριστος· αυτός «και λόγους προς τον Ύψιστον λαλήσει και τους αγίους Υψίστου παλαιώσει και υπονοήσει του αλλοιώσαι καιρούς και νόμον».
http://ksipnistere.blogspot.com

Να είχαμε πολιτικούς σαν τον Καποδίστρια!!

του Στρατή Ανδριώτη

Ο Ιωάννης Καποδίστριας, που ήταν ο πρώτος και μοναδικός ίσως ηγέτης του νεοελληνικού κράτους με Θεό και Ελλάδα στη ψυχή του, γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1776, μαθήτευσε στο σχολείο της Μονής Αγ. Ιουστίνας. Η επιμελημένη Ελληνορθόδοξη αγωγή που δέσποζε στη ζωή του διαμορφώθηκε από την Ηπειρώτισσα μάνα του Αδαμαντία και μοναχούς της Μονής Πλατυτέρας...
Σπούδασε Ιατρική στην Πάντοβα και το 1797 επιστρέφει διδάκτορας στην Κέρκυρα όπου ασχολείται με την πολιτική. Αποστασιοποιείται από το φράγκικο περιβάλλον που «εφοβείτο το έξοχον της φυσικής μεγαλοφυΐας των Ελλήνων και επροσπάθει να το καταβάλει με την αμάθειαν». Το 1808 στην Πετρούπολη προσκεκλημένος του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας αναλαμβάνει υπηρεσία στο Υπουργείο. Σταδιακά διορίζεται ακόλουθος της Ρωσικής πρεσβείας στη Βιέννη, σύμβουλος του Κράτους, περατώνοντας επιτυχώς διπλωματικές αποστολές στην Ευρώπη. Καταρτίζει το σύνταγμα της Ελβετίας συμφιλιώνοντας αντιμαχόμενους κατοίκους (το καθεστώς αυτό ισχύει μέχρι σήμερα)! Ταυτόχρονα σπουδάζει Έλληνες νέους με δικά του έξοδα ώστε η νεολαία «να σχηματισθεί πρώτον ελληνιστί… και όχι ελβετιστί ή γαλλιστί. Η Ελλάς πρέπει πρώτον να μορφώνει ελληνικώς την απαλήν ψυχήν των τέκνων της», γιατί έτσι «το Έθνος φυλάσσει τον εθνικόν χαρακτήρα του, δεν νοθεύεται». Το ελληνοκεντρικό φρόνημά του ήταν κινητήρια δύναμη της διπλωματικής-πολιτικής δράσης του. Στη Βιέννη ιδρύει τη «Φιλόμουσο Εταιρεία» για την προώθηση και προβολή Ελληνικών σχεδίων. Το 1815 διορίστηκε Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας αγωνιζόμενος και για τα Ελληνικά συμφέροντα με ακέραιη ελληνορθόδοξη συνείδηση. Ποτέ δεν ανήκε πνευματικά ή πολιτιστικά στη φραγκογεννημένη Δύση. Υπήρξε υποστηρικτής της ευρωπαϊκής ενότητας, αλλά χωρίς να αλλοιωθεί η δική μας παράδοση. Δεν απέβλεπε στην Ευρώπη του Καρλομάγνου, του Ναπολέοντος, του Μέττερνιχ, της κληρονομικής φεουδαρχικής ολιγαρχίας, αλλά στην Ευρώπη που προσδιοριζόταν από το ελληνορθόδοξο πιστεύω του καί απέρρεε από την βιωματική σχέση με την παράδοση του Γένους. Ο Καποδίστριας υπήρξε ο μόνος πολιτικός μας ηγέτης αφιερωμένος στην Πατερική Ορθοδοξία που ήταν η παράδοση της Ενωμένης Ευρώπης μέχρι το σχίσμα (1054). Ήταν Ρωμηός γνωρίζοντας ότι η ιστορική ύπαρξή μας είναι συνυφασμένη με την πίστη: «Η χριστιανική θρησκεία εσυντήρησεν εις τους Έλληνας και γλώσσαν και πατρίδα και αρχαίας ένδοξους αναμνήσεις και εξαναχάρισεν εις αυτούς την πολιτικήν ύπαρξιν της οποίας είναι στύλος και εδραίωμα… Πρώτα είμαι Έλληνας... γιατί γεννήθηκα σ’ αυτή τη χώρα... Είμαι Έλληνας από πατέρα και μητέρα· είμαι με τη χάρη του Θεού... Έλληνας εκ γενετής, από καθαρή αγάπη, από αίσθημα, από καθήκον και από θρησκεία». Η ένθεη ζωή του αποκαλυπτική: «Είναι έργον μοναδικόν της προστασίας του Θεού και των θαυματουργών Αγίων, που αναξίως επεκαλέσθην με δάκρυα ειλικρινούς καρδίας και αφοσιωμένης… πίπτων είς τους πόδας του θαυματουργού Αγίου μας και της Αειπαρθένου Πλατυτέρας». Θρεμμένος με Ελληνορθόδοξες παραδόσεις, δεμένος με την Ορθοδοξία και το Εκκλησιαστικό σώμα ως κιβωτό σύνολης της ζωής περιέχον την πνευματική και πολιτική ζωή του Έθνους.
Όταν το 1821 αρχίζει η Επανάσταση στην Ελλάδα προσπαθεί να πείσει τον τσάρο να βοηθήσει τους Χριστιανούς που υπέφεραν από τους Τούρκους που όμως αρνείται. Ο Καποδίστριας που πονάει για τα παθήματα των Ελλήνων, παραιτείται από τη ρωσική πολιτική. Το 1822 εγκαταστάθηκε στην Ελβετία καί φροντίζει με κάθε τρόπο να ενισχύσει το αγωνιζόμενο Ελληνικό έθνος. Εργαζόταν για την απελευθέρωση και προοδευτική ενοποίηση των ευρωπαϊκών επαρχιών, δηλαδή ανασύσταση της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου. Αρχικά δεν τάχθηκε υπέρ του ένοπλου αγώνα κατά των Τούρκων γιατί δεν ήθελε απελευθέρωση μιας μικρής Ελλάδας –πιόνι των Δυτικών- αλλά να ξαναδημιουργηθεί η Βυζαντινή αυτοκρατορία. Πρότεινε να θεμελιωθεί η Φιλική Εταιρεία «ουχί επί της εθνότητος, αλλ’ επί της ευρείας και ζώσης Ορθοδόξου Εκκλησίας». Όταν εκδηλώθηκε η Επανάσταση ετάχθη στο πλευρό του αγωνιζομένου Γένους. Ανακούφισε χρηματικά τους αγωνιστές, άσκησε πιέσεις στο εξωτερικό με γνώμονα «τα δίκαια συμφέροντα της πατρίδος». Για την απελευθέρωση της Ελλάδος είχε αποφασιστική συμβολή όσο κανείς άλλος γιατί έσωσε την καταστολή της Επανάστασης αποτρέποντας επέμβαση των «Μεγάλων» της Ευρώπης. Βοήθησε στην ανάπτυξη του φιλελληνισμού και τη σύναψη συνθηκών υπέρ της Ελλάδας. Αντιτάχθηκε σε απόφαση να παραδοθεί η Ελλάδα στην προστασία των Άγγλων που για τον Καποδίστρια ήταν οι πιο φοβεροί εχθροί, μαζί με τον άλλο «φυσικόν εχθρόν» μας τους μουσουλμάνους. Η δυσπιστία έναντι των Ευρωπαίων ήταν λόγω των δυτικών προπαγανδών που επεδίωκαν αφελληνισμό-εκδυτικισμό της χώρας και αυτών «που εβγήκαν από τας μυστικάς εταιρείας της Γαλλίας και της Γερμανίας».
Τον Απρίλιο 1827 η Εθνοσυνέλευση Τροιζήνας εκλέγει τον Καποδίστρια πρώτο Κυβερνήτη του νέου υποτυπώδους Ελληνικού κράτους. Στις 8 Ιανουαρίου 1828 ο Κερκυραίος πολιτικός γίνεται πανηγυρικά δεκτός στο Ναύπλιο. Η πρώτη προκήρυξή του στον Ελληνικό λαό άρχιζε με τη φράση: «Εάν ο Θεός μεθ' ημών, ουδείς καθ' ημών». Γνώριζε τα προβλήματα των εξαθλιωμένων Ελλήνων, αλλά και το αφιλόξενο κοινωνικοπολιτικό κλίμα με τις περισσότερες περιοχές κατεστραμμένες ή υποταγμένες στους Τούρκους. Κράτος, χρήματα, στρατός, δικαστήρια δεν υπήρχαν. Μόνο ερείπια, ελεεινοί κοτζαμπάσηδες και μερικοί αχρείοι πολιτικοί. Παρόλα αυτά, συγκροτεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ανασυντάσσει στρατό, στόλο. Με διπλωματική σοφία, προσωπικές φιλίες, πετυχαίνει ευρύτερα σύνορα. Κατορθώνει έργο πρωτοφανές. Επιχειρεί θεμελιώδεις αλλαγές για την ανάπτυξη, την τάξη. Οργανώθηκαν κρατικές υπηρεσίες, κόπηκε εθνικό νόμισμα, ιδρύθηκαν ταχυδρομεία, ορφανοτροφείο, σχολεία, βιβλιοθήκες, τυπογραφείο, ναυπηγεία, δικαστήρια, τράπεζα συνεισφέροντας ο ίδιος 25.000 τάλιρα, κατασκευάσθηκαν δρόμοι, έδιωξε τον Ιμπραήμ απ’ την Πελοπόννησο, απελευθέρωσε Στερεά Ελλάδα, κατέστειλε την πειρατεία σε Αιγαίο και Κρήτη. Εργαζόταν νυχθημερόν. Εξέπληττε με τη λιτότητα του φαγητού του, τον ζήλο, την αυτοθυσία, την αφιλοκέρδεια, την πίστη στον Θεό. Ξόδευε σχεδόν όλη την περιουσία του χάριν του Κράτους, αρνούμενος «χρηματική χορηγία» για να μην επιβαρύνει το Δημόσιο Ταμείο. Δεν ζήτησε, ούτε πήρε τίποτε, μόνο έδωσε τα πάντα για την Πατρίδα.
Για να πετύχει τους στόχους του συνεργάσθηκε με την Εκκλησία αναγνωρίζοντας ότι στα χρόνια της σκλαβιάς που δεν υπήρχε κράτος, η Εκκλησία στήριξε το Έθνος. Γράφει σε επιστολή: "Οι Πατέρες ημών ηνωμένοι δια της σταθεράς πίστεώς των, αντέτειναν εις την ολεθρίαν μάστιγα των Τούρκων, φυλάττοντες αγνάς τας αρχάς και τα ήθη, άτινα μόνα συνιστώσιν εν Έθνος δια της ενώσεως ανθρώπων τινών, λέγω την θρησκείαν και δι΄ εκείνης την γενικήν καταγωγήν του και την εκουσίαν υποταγήν του εις μίαν και την αυτήν κυριότητα". Ο χαρακτηρισμός του Καποδίστρια ως «του πρώτου και τελευταίου Κυβερνήτου που αγάπησε και ενδιαφέρθηκε ειλικρινώς για την Εκκλησία» δεν είναι υπερβολή. Αναγνωρίζει την Εκκλησία "ως πραγματική νησίδα σωτηρίας μέσα στον ταραγμένο κόσμο της σκλαβιάς και της βαρβαρότητας" που εξημερώνει ήθη, εμφυσεί ελπίδα, καλλιεργεί φιλαλληλία, προάγει φιλανθρωπία, τονώνει συνεργασίες, εργατικότητα, εμπεδώνει σύνεση, πειθαρχία-αυτοπειθαρχία, ως βασικές προϋποθέσεις για αναγέννηση της Ελληνικής κοινωνίας. Θέλει Εκκλησία και κράτος αδιάσπαστα ενωμένα κυρίως για την ηθική μόρφωση των πολιτών.
Μετά από αιώνες οι Έλληνες αποκτούσαν ελεύθερο κράτος. Εδώ όμως άρχιζαν τα χειρότερα. Η πραγματικότητα ήταν εφιαλτική. Οι ξένοι όταν έλεγαν “έχομεν ανάγκη μιας Ελλάδος” την εννοούσαν ως προτεκτοράτο της Αγγλίας κυρίως, όπως κατηύθυναν οι ιουδαϊκές στοές Αγγλίας-Γαλλίας και ο Μέττερνιχ. Καταδικαστική για τον Καποδίστρια ήταν η απαγόρευση συμμετοχής στη μασονία και κάθε μυστική οργάνωση καθώς και η αντίθεσή του στη Γαλλική Επανάσταση (1789), τις αντιθρησκευτικές αρχές της. Έτσι ήλθε σε σύγκρουση με τις εγχώριες και ξένες δυνάμεις που ήθελαν εξευρωπαϊσμό της Ελλάδος, αποσυνδεμένης από την υπόλοιπη Ρωμηοσύνη καί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το κέντρο του Ελληνισμού. Η αφορμή δόθηκε στην προσπάθεια του Καποδίστρια να λυθεί το πρόβλημα σχέσεων της Ελλάδος με το Πατριαρχείο. Βιαζόταν να
αποκατασταθεί η σχέση αυτή «ίνα μη πέσει η υπόθεσις εις Φράγκων χείρας, και τότε εχάθημεν»! Οι Δυτικοί επεδίωκαν την οριστική διάλυση της Εθναρχίας που το Πατριαρχείο αντιπροσώπευε ως συνέχεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο Καποδίστριας διαφοροποιούταν από τα σχέδια της Ευρώπης για την Ορθόδοξη Ανατολή, διότι αυτά ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντα της Ελλάδας «επειδή πάντες ημείς… ουκ εγνωρίσαμεν άλλην μητέρα, ειμή την Μεγάλην Εκκλησίαν, ούτε άλλον Κυριάρχην, ειμή τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως… δια τούτο ουκ εφείται ημίν αποσπασθήναι άπ' αυτής και αποσκιρτήσαι». Οι «διαφωτιστές» στην Ελλάδα διαποτισμένοι με δυτικό πνεύμα, έχοντας προκαταλήψεις για το Βυζάντιο, έγιναν πολέμιοι του Καποδίστρια που ως Έλληνας-Ορθόδοξος διέβλεπε ότι η διακοπή του δεσμού της Ελλάδος με το εξαίρετης σημασίας Οικουμενικό Πατριαρχείο θα προκαλούσε διάλυση του Ελληνισμού.
Η φράγκικη Ευρώπη παρακολουθούσε τη ρωμαίικη -ελληνορθόδοξη- γραμμή του Καποδίστρια αποφασίζοντας την εξόντωσή του. Κυρίως η Αγγλία οργάνωσε μυστική εκστρατεία εναντίον του, χρησιμοποιώντας όργανά της εντός της Ελλάδος. Αντιπολίτευση, πρόκριτοι, κοτζαμπάσηδες, καπεταναίοι, «διανοούμενοι», συμφέροντα, εγωϊσμοί, όπλισαν τα χέρια των δολοφόνων. Οι Μαυρομιχαλαίοι ανέλαβαν την «υπόθεση». Το τραγικό είναι ότι ο Καποδίστριας δεν πίστευε ότι θα βρεθούν αδέλφια Έλληνες που θέλουν να τον σκοτώσουν: «…είμαι αποφασισμένος να θυσιάσω την ζωήν μου δια την Ελλάδα και θα την θυσιάσω. Εάν οι Μαυρομιχαλαίοι θέλουν να με δολοφονήσουν, ας με δολοφονήσουν. Τόσον το χειρότερον δι' αυτούς. Θα έλθει κάποτε η ημέρα, κατά την οποίαν οι Έλληνες θα εννοήσουν την σημασίαν της θυσίας μου». Στις 27 Σεπ. 1831 ο Καποδίστριας ως πιστός Ορθόδοξος πήγαινε όπως κάθε ημέρα (προσωπική φρουρά δεν είχε ποτέ), να παρακολουθήσει στις 6.30 το πρωΐ Όρθρο και Θ. Λειτουργία στον Αγ. Σπυρίδωνα. Πυροβολείται στα σκαλιά της Εκκλησίας από τους Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Ο πρώτος και μοναδικός ίσως ηγέτης του νεοελληνικού κράτους με Θεό και Ελλάδα στη ψυχή του, δολοφονείται από εκπροσώπους του λησταρχικού κοτζαμπασισμού και ξένων συμφερόντων. Επί του αίματος ενός αθώου ήρωα πολιτικού θεμελιώνεται το Ελληνικό κράτος που από τότε κατευθύνεται με άνομες σχέσεις ξένων εξουσιών και εγχώριων οργάνων τους. Ότι συμβαίνει μέχρι σήμερα θυμίζει τους συνωμότες του εγκλήματος αυτού. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια δεν κυβέρνησαν ποτέ οι ελεύθεροι Έλληνες αλλά κοτζαμπάσηδες, τζουτζέδες καί ξένοι ανθέλληνες. Το Έθνος εισέρχεται σε νέα δουλεία χειρότερη των Τούρκων. Επικρατεί περίοδος αναρχίας, εμφυλίου πολέμου. Οι «προστάτιδες» δυνάμεις θέτουν θεσμούς που οι ραγιάδες δεν είχαν ποτέ επιζητήσει. Ακόμα και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αδελφός και πατέρας των δολοφόνων έλεγε: «Ανάθεμα τους Άγγλο–Γάλλους που ήταν η αιτία και εγώ να χάσω τους δικούς μου ανθρώπους και το Έθνος να χάσει έναν κυβερνήτη που δεν θα ματαβρεί. Το αίμα του με παιδεύει έως σήμερα». Φίλος του Καποδίστρια γράφει για τον αληθινό Πατέρα της Ελληνικής Πατρίδος: «Ο θάνατος του Κυβερνήτου είναι συμφορά δια την Ελλάδα, είναι δυστύχημα δι' όλην την Ευρώπην... Το λέγω με διπλήν θλίψιν: ο κακούργος, όστις εδολοφόνησε τον κόμητα Καποδίστρια, εδολοφόνησε την πατρίδα του».
Τον Καποδίστρια που σήμερα κάθε ιδεολογικός χώρος τον ταυτίζει περιέργως μαζί του και πολλοί ξένοι ομολογούν ότι «οργάνωσε την Ευρώπη ολόκληρη», οι σημερινοί πολιτικοί της Ελλάδας τον «τιμούν» δίνοντας το όνομά του στο σχέδιο εξόντωσης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των χωριών μας. Ευτυχώς που κάθε χρόνο έρχονται Ελβετοί και καταθέτουν στεφάνια στον τάφο του!

(“Δος εις τον λαόν τούτον αρχήν μίαν και είναι ικανός να άρξη του κόσμου” Αριστοτέλης)

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Ελάτε να κουβεντιάσουμε παιδιά μου



Στα θρησκευτικά, είχαμε δάσκαλο έναν ωραίο νεαρό παπά, με πλούσια μαλλιά. Ο παπάς δε μ’ αγαπούσε, γιατί δεν είχα την «Ιερά Ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης», και γιατί κορόιδευα τον τρόπο που μιλούσε. Μόλις έμπαινε στην τάξη, πρώτη του δουλειά ήτανε να με ρωτήσει:
- Πεσκόφ, έφερες τη Βίβλο ή όχι: Ναι τη Βίβλο. Εγώ απαντούσα:
- Όχι. Δεν έφερα. Ναι...
- Τι ναι;
- Όχι!
- Άντε, πήγαινε στο σπίτι. Ναι στο σπίτι. Γιατί δεν σκοπεύω να κάνω μάθημα. Ναι. Δεν σκοπεύω!
Αυτό δε με πολυστενοχωρούσε, έφευγα κι ώσπου να τελειώσουν τα μαθήματα, τριγυρνούσα στους γεμάτους λάσπη δρόμους της κωμόπολης, χαζεύοντας την πολυτάραχη ζωή της.
Ο παπάς είχε ένα ωραίο πρόσωπο, σαν του Χριστού, τρυφερά γυναικεία μάτια, και μικρά χέρια, που κι αυτά ήταν τρυφερά, για κάθε πράγμα που τους έπεφτε. Κάθε πράγμα. Βιβλίο, χάρακα, κοντυλοφόρο- το’ πιανε με καταπληκτική χάρη, λες και το πράγμα αυτό ήταν ζωντανά, εύθραυστο. Ο παπάς το αγαπούσε και φοβότανε, θαρρείς, μήπως το χαλάσει με μια απρόσεχτη κίνησή του. Με τα παιδιά δεν ήταν τόσο τρυφερός, μα τον αγαπούσαν.
Παρ’ όλο που η απόδοσή μου στα μαθήματα ήταν υποφερτή, μου είπαν πολύ γρήγορα, πως θα με αποβάλουνε από το σχολείο για ανάξια διαγωγή. Στεναχωρέθηκα. Αυτό σήμαινε για μένα μεγάλες φασαρίες γιατί η μητέρα, που γινόταν κάθε μέρα και πια νευρική, μ' έδερνε συχνά.
Μα ήρθε η βοήθεια. Ξαφνικά, ήρθε στο σχολείο ο επίσκοπος Χρύσανθος, ένας άνθρωπος, απ' ό,τι θυμάμαι, καμπούρης που θύμιζε μάγο. Πολύ κοντός, μ' ένα φαρδύ μαύρο ράσο κι ένα κωμικό κουβαδάκι στο κεφάλι μόλις έκατσε στο τραπέζι, ανασκουμπώθηκε κι είπε:
- Ελάτε, λοιπόν, να κουβεντιάσουμε, παιδιά μου.
Η ατμόσφαιρα της τάξης άλλαξε αμέσως, έγινε ζεστή, χαρούμενη, ευχάριστη. Ύστερα από πολλούς άλλους, φώναζε και μένα στο τραπέζι του και με ρώτησε σοβαρά
 - Πόσω χρονών είσαι. Μόνοοο; Πολύ ψηλός είσαι, αδελφέ μου, δεν είν’ έτσι. Καθόσουν συχνά κάτω από τις βροχές, έ;
Έβαλε στο τραπέζι το κοκκαλιάρικο χέρι του, με τα μεγάλα μυτερά νύχια, έπιασε στα δάχτυλά του τη φτωχή γενειάδα του, κάρφωσε στο πρόσωπο μου το καλοσυνάτο βλέμμα τον και πρότεινε
- Πες μου κάτι από την Ιερά Ιστορία, τι σ’ άρεσε σ’ αυτήν;
Όταν του είπα πως δεν έχω βιβλίο και δε μαθαίνω την Ιερά Ιστορία έσαξε το καλυμμαύχι του και ρώτησε
- Πώς γίνεται αυτό. Πρέπει να τη μάθεις! Μήπως ξέρεις τίποτε άλλο, άκουσες τίποτα; Ξέρεις το Ψαλτήρι; Πολύ καλά! Και προσευχές; Βλέπεις, λοιπόν; Ξέρεις κι από πάνω και τους βίους των Αγίων; Και μάλιστα σε στίχους; Μα εσύ μου είσαι πολύξερος, βλέπω!
Μόνο τη στιγμή εκείνη εμφανίστηκε ο παπάς μας, κόκκινος, λαχανιασμένος. Ο επίσκοπος τον ευλόγησε, μα όταν ο παπάς άρχισε να μιλάει για μένα, ο επίσκοπος σήκωσε το χέρι κι είπε:
- Μια στιγμή, παρακαλώ... Άντε, πες μας για τον Αλεξέι, τον άνθρωπο του Θεού. - Υπέρκαλοι στίχοι, αδελφέ μου, έ; είπε, όταν κόμπιασα λιγάκι, ξεχνώντας κάποιο στίχο. Τίποτε άλλο;... Για τον βασιλιά Δαβίδ: Είμαι όλος αυτιά!
Είδα, πως πραγματικά ακούει και του αρέσουν οι στίχοι. Με ρώτησε πολλήν ώρα, έπειτα, ξαφνικά, σταμάτησε και ζήτησε βιαστικά να μάθει.
- Διάβασες ψαλτήρι: Ποιος σου τα έμαθε. Ο καλός σου ο παππούς; Τι, κακός είναι; Είναι δυνατόν; Και συ κάνεις πολλές τρέλες;
Ζάρωσα, μα είπα -Ναι. Ο δάσκαλος με τον παπά επιβεβαίωσαν, με πολλά λόγια, την ομολογία μου. Ο επίσκοπος τους άκουσε με τα μάτια χαμηλωμένα, έπειτα είπε, αναστενάζοντας:
- Να τι λένε για σένα. τ' άκουσες; Άντε, έλα πιο κοντά!
Έβαλε το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου, που ανάδινε μια μυρωδιά από κυπαρισσόξυλο, και ρώτησε
- Για ποιο λόγο κάνεις αταξίες;
- Είναι που βαριέμαι το μάθημα, είναι ανιαρό.
- Ανιαρό; Αυτό, αδελφέ μου, σαν να μην είναι σωστό! Αν βαριόσουνα τα μαθήματα θα ήσουνα κακός μαθητής. Και οι δάσκαλοι σου λένε πως είσαι καλός στα μαθήματα. Επομένως κάτι άλλο συμβαίνει. Έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό βιβλιαράκι κι έγραψε πάνω του: Πεσκόφ Αλεξέι. - Εντάξει. Πάρ’ το αυτό, καλό θα είναι να συγκρατηθείς, αδελφέ, να μην είσαι τόσο άτακτος! Λιγάκι, επιτρέπεται, μα το πολύ κάνει ζημιά στους άλλους. Λέγω καλά, παιδιά;
Πολλές φωνές μαζί απάντησαν χαρούμενα:
- Καλά.
- Και σεις λιγάκι αταχτείτε, δεν είναι έτσι; Τα παιδιά άρχισαν, γελώντας, να λένε:
- Όχι. Και μεις πολύ!
Ο επίσκοπος ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας, μ' έσφιξε στην αγκαλιά του και είπε με κατάπληξη, μ' έναν τέτοιο τόνο, που όλοι, ακόμα κι ο δάσκαλος κι ο παπάς γέλασαν:
- Περίεργο πράγμα, αδελφοί μου, κι εγώ στα χρόνια σος, ήμουνα μεγάλος καπετάν φασαρίας! Γιατί, τι φταίει, αδελφοί μου;
Τα παιδιά γελούσαν, εκείνος τους ρωτούσε, μπερδεύοντάς τους όλους, με τέχνη, προκαλώντας διαφωνίες και αντιρρήσεις μεταξύ τους, και δυναμώνοντας διαρκώς την ευθυμία τελικά, σηκώθηκε και είπε:
- Καλά τα περνάμε μαζί, άτακτα, μα καιρός να φύγω!
Σήκωσε το χέρι, πέταξε, με μια κίνηση, το μανίκι του πάνω στον ώμο, έκανε το σημείο του σταυρού, με πλατιές κινήσεις, πάνω σ' όλους και ευλόγησε:
- Στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σάς ευλογώ για καλές επιδόσεις στα μαθήματά σας. Αντίο σας!
Όλοι μαζί φώναξαν:
- Ώρα σας καλή παππούλη! Να μας ξαναρθείτε!
Κουνώντας το καλυμμαύκι του είπε εκείνος:
- Θα έρθω, θα έρθω! Θα σας φέρω βιβλία!
Και είπε στον δάσκαλο, βγαίνοντας από την τάξη.
- Σχολάσετε τα παιδιά!
Με πήρε από το χέρι και μ' έβαλε στον διάδρομο και κει μου λέει
– Έτσι λοιπόν, συγκρατήσου, εντάξει; Καταλαβαίνω γιατί κάνεις αταξίες. Άντε, αντίο, αδελφέ.
Ήμουν πολύ συγκινημένος. Κάποιο ιδιαίτερο αίσθημα φούντωνε μέσα μου. Ακόμη κι όταν ο δάσκαλος απόλυσε τα παιδιά με κράτησε κι άρχισε να μου λέει, πως τώρα πρέπει να είμαι τύπος και υπογραμμός τον άκουσα με προσοχή και προθυμία...
Μαξίμ Γκόρκι, Από το βιβλίο «Τα παιδικά χρόνια», Εκδ. Σ. Ζαχαρόπουλος σελ. 249-253
 
http://www.faneromenihol.gr 

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Κυριακή Δ' Λουκά [ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ]


Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh)

                                           http://klision.blogspot.com


Πόσο οἰκεία, καὶ πόσο ἁπλή μᾶς φαίνεται σημερινὴ Παραβολὴ τοῦ σπόρου καὶ τοῦ σπορέως· καὶ ὅμως πόσο σχετικὴ εἶναι μέ μᾶς, πόσο περισσότερο θὰ πρέπει νὰ τὴν σκεφτοῦμε. Λησμονοῦμε τὴν εἰκόνα τοῦ σπορέα καὶ τοῦ σπόρου, ὅπως φαίνεται μέσα ἀπὸ τὴν παραβολή, δὲν βλέπουμε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ νὰ περπατάει στοὺς δρόμους καὶ τὰ μονοπάτια τῆς Γαλιλαίας καὶ τῆς Ἰουδαίας· καὶ παντοῦ ὅπου πῆγε, οἱ ἄνθρωποι ἔρχονταν στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, ἐπειδὴ εἶχαν ἀκούσει, ὅπως εἶχε ἀκούσει ὁ Τυφλός, γιὰ τὸν ὁποῖο μιλάει ὁ Ἀπόστολος Μάρκος, ὅτι ἦταν Δάσκαλος, ὅτι τὰ λόγια του ἦταν ἀληθινά, ὅτι ἔφεραν τὴν δύναμη τῆς ζωῆς.

Καὶ οἱ ἄνθρωποι ἦρθαν καὶ γέμισαν τοὺς δρόμους καὶ ἄκουσαν. Κάποιοι ἦταν ἕτοιμοι γιὰ τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας· κάποιοι ἀγωνιοῦσαν, καὶ ἔκαναν στὸν ἑαυτὸ τους ἐρωτήσεις ποὺ μέχρι τότε κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαντήσει. Ἀλλὰ ἦλθαν ἄλλοι ἄνθρωποι, ὅπως τόσοι πολλοὶ ἔρχονται τώρα σ’ ἕναν ἱερέα, σ’ ἕναν εὐαγγελιστή, σ’ ἕναν ἡγέτη ὁποιασδήποτε παράταξης, ἦλθαν νὰ δοῦν ἕνα ἄνθρωπο ποὺ κάποιος τοὺς μίλησε γι’ αὐτόν, ν’ ἀκούσουν τί εἶχε νὰ πεῖ. Δὲν ἀπαντοῦσε σὲ καμία ἀπὸ τὶς ἐρωτήσεις τους, δὲν ἱκανοποιοῦσε καμία ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τους, ἐκτὸς ἴσως ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ δοῦν κάποιον ποὺ ἦταν ξεχωριστός, κάποιον μοναδικὸ γιὰ τὴν ἐποχή του. Ἄκουσαν τὸν λόγο Του, ἀλλὰ δὲν τὸν κράτησαν μέσα τους, τὸν βρῆκαν ὄμορφο, ἀληθινὸ – ἀλλὰ δὲν πῆγαν πιὸ πέρα. Ἄκουσαν λόγια, δὲν ἄκουσαν τὴν κραυγὴ τῆς ψυχῆς τους ποὺ πεινοῦσε γιὰ λόγο ἀληθείας.

Ἔτσι ὅταν Ἐκεῖνος εἶχε διαβεῖ, ὅλοι ἐπέστρεψαν στὶς συνηθισμένες τους ἀσχολίες, στὴν κανονική τους ζωή. Θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν πάει στὸ σπίτι καὶ νὰ ἔχουν ἐπαναλάβει αὐτὰ τὰ λόγια, λέγοντας: «Δὲν ἦταν θαυμάσια; Δὲν μίλησε ὡραία;» - καὶ ἔπειτα ἐπέστρεψαν στὴν συνηθισμένη, καθημερινὴ ζωή τους…

Ἄλλοι ποὺ στάθηκαν στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, δέχτηκαν τὸ μήνυμα μὲ συγκίνηση, κάτι ἀναδεύτηκε στὴν καρδιά, στὸ μυαλό τους, τοὺς ἔδωσε ἀπάντηση σὲ κάτι. Καὶ τὸ δέχτηκαν, τὸ ἀγκαλίασαν, καὶ ἐπέστρεψαν στὴν οἰκία τους· ἀλλὰ τὴν στιγμὴ ποὺ δὲν ἦταν πιὰ στὸν δρόμο, τοὺς κυρίευσαν οἱ ἀνησυχίες τοῦ σπιτιοῦ τους: ὑπῆρχαν τόσα πράγματα στὴν ζωή τους νὰ κάνουν, νὰ σκεφτοῦν, δὲν ὑπῆρχε καιρὸς νὰ συλλογιστοῦν ξανὰ καὶ ξανὰ τὰ λόγια ποὺ εἶχαν ἀκούσει, δὲν ὑπῆρχε καιρὸς νὰ καθίσουν μὲ ἠρεμία καὶ νὰ φανταστοῦν τὸ πρόσωπο ποὺ εἶχαν δεῖ, νὰ ξαναθυμηθοῦν τὴν φωνὴ ποὺ εἶχαν ἀκούσει.

Ὑπάρχει ἄλλη μία παραβολὴ ποὺ μιλᾶ γιὰ ἐκείνους ποὺ εἶχαν κληθεῖ στὸ Γαμήλιο Βασιλικὸ Δεῖπνο: ἄκουσαν τὸ κάλεσμα, ἤξεραν ὅτι εἶχαν κληθεῖ προσωπικὰ – ἀλλὰ μπόρεσαν νὰ πᾶνε; Ὁ ἕνας εἶχε ἀγοράσει ἕναν ἀγρό, ἦταν ριζωμένος σ’ αὐτόν, δεμένος μὲ αὐτόν, φυλακισμένος· ἄλλοι εἶχαν ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια – ἔπρεπε νὰ τὰ δοκιμάσουν, ἔπρεπε κάτι νὰ κάνουν στὴ ζωή, ἕνα ἐπάγγελμα, μία ἐργασία- ἢ ἁπλὰ κάτι ποὺ ἐπειδὴ ἀφορᾶ τὴν προσωπική μας ζωή, ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία, ὅπως ἡ τελευταία περίπτωση ἐκείνου ποὺ εἶχε παντρευτεῖ- πῶς μποροῦσε νὰ ξοδέψει χρόνο γιὰ κάποιον ἄλλον;

Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ δέχονται τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν δέχονται ἀληθινὰ στὴν καρδιά τους, ἀλλὰ ὑπάρχουν τόσα πολλὰ πράγματα ποὺ ἔχουν σημασία - θὰ τὸ κάνουμε αὔριο, ἤ, ἂν μπορούσαμε μοναχὰ νὰ ἀλλάζαμε τὸ μήνυμα τοῦ Κυρίου μὲ ἕνα πιὸ ἐφικτό, πιὸ ἁπλό, νὰ μὴν εἶναι τόσο ἀπόλυτο ὅσο αὐτό.

Καὶ ἔπειτα, ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ πλούσια γῆ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ λάβει τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας, δέχονται τὸν σπόρο καὶ καρποφοροῦν. Ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἦταν ἁπλὰ καλύτεροι ἄνθρωποι, πιθανὸν δὲν ἦταν καλύτεροι· ἦταν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν ἕνα ἐρώτημα στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά, ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν καημό, ποὺ ἡ καθημερινὴ ζωὴ τους ἦταν πολὺ περιορισμένη, μικρή, ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν συναίσθηση ὅτι ἡ ψυχὴ τους εἶναι ἀπέραντη, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ γεμίσει ἀπὸ τὰ ἀσήμαντα τῆς καθημερινότητας- οὔτε κἄν ἀπὸ τὰ εὐγενικὰ καὶ καλὰ πράγματα τῆς ζωῆς: ἀποδέχτηκαν τὸ μήνυμα βαθιὰ μέσα στὴν καρδιά τους, καὶ αὐτὸ ἐπειδὴ ἔδωσε ἀπάντηση στὶς ἀνάγκες τους, ἡ ζωὴ τους καρποφόρησε.

Τώρα ἂς τὸ ἐφαρμόσουμε στὴν δική μας ζωή· πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἀκοῦν τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, τὰ λόγια τοῦ κηρύγματος, μελετοῦν βιβλία ἐνδιαφέροντα μὲ βάθος καὶ τὰ διατηροῦν στὴ μνήμη τους, τὰ χαίρονται- ἀλλὰ μέχρι ἐκεῖ· μποροῦν νὰ τὰ ἐπαναλάβουν, νὰ τὰ μεταδώσουν στοὺς ἄλλους,- ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ὅλο.

Καὶ ὑπάρχουν τόσοι πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ ἔλαβαν τὸ μήνυμα μὲ ἐνθουσιασμό, μὲ πάθος, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι πράγματι ἡ ἀπάντηση στὴν λαχτάρα, τὴν πείνα, τὸ μεγαλεῖο ποὺ ὑπάρχει μέσα μας· ἀλλ’ ὅμως ἡ ζωὴ εἶναι τόσο σύνθετη, ἔχουμε τόσα πράγματα νὰ κάνουμε! Καὶ σ’ ὅλη τούτη τὴν πολυπλοκότητα καὶ τὸ καθημερινὸ «γίγνεσθαι», τὰ λόγια ποὺ ἀκούσαμε, παραμερίζονται- γιὰ μιὰ ἄλλη μέρα, γιὰ μιὰ ἄλλη φορά, ὅταν θὰ εἶμαι ἀρκετὰ μεγάλος γιὰ νὰ ἔχω ὁποιεσδήποτε ἀνησυχίες: τότε θὰ μπορῶ νὰ στραφῶ πίσω καὶ νὰ θυμηθῶ ἐκείνη τὴν λαμπρὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ζωὴ ξεδίπλωσε ὅλο τὸ μεγαλεῖο της..- τὴν κρατῶ στὴν μνήμη μου!

Τί συμβαίνει μέ μᾶς, δεχόμαστε τὸ μήνυμα καὶ αὐτὸ καρποφορεῖ μέσα μας;

Πῶς μπορεῖ τὸ μήνυμα νὰ μᾶς ἀγγίξει; Θυμᾶμαι ἕναν Ρῶσο ἱερέα νὰ μοῦ λέει· «μελετῶ καθημερινὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ πολὺ σπάνια ἡ ζωή μου ἀνταποκρίνεται σ’ αὐτό. Ἀλλὰ τὸ μελετάω καθημερινὰ γιατί δὲν γνωρίζω ποτὲ κατὰ πόσο σήμερα, αὔριο ἢ κάποια ἄλλη ἡμέρα θὰ εἶμαι ἡ ἄγονη πλευρὰ τοῦ δρόμου ἢ τὰ ἀγριόχορτα, κατὰ πόσο τοῦτος ὁ λόγος θὰ πέσει σὲ ἕνα μικρὸ κομμάτι γῆς μέσα μου, ἱκανὸ νὰ τὸν δεχτεῖ καὶ νὰ φέρει καρπούς».

Δὲν εἶναι τόσο ἁπλό, τόσο ἐνθαρρυντικό; Ὅλοι μας βρισκόμαστε καὶ στὶς τρεῖς περιπτώσεις ποὺ περιγράφονται στὴν παραβολὴ τοῦ Εὐαγγελίου· ἀλλὰ ἐὰν δώσουμε μιὰ εὐκαιρία στὸν Κύριο ποὺ μιλάει, στὸν Κύριο ποὺ διαβαίνει ἀπὸ τὴν ζωή μας, ποὺ κρούει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας - ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ θὰ δεχτοῦμε τὸ μήνυμα μὲ χαρά· μὲ τὸν καιρό, θὰ φθάσει στὸ βάθος τῆς καρδιά μας, στὸν πυρήνα τῆς ζωῆς μας καὶ θὰ εἶναι ἡ ἀπάντηση ποὺ θὰ τὴν ἀλλάξει.

Ἑπομένως, ἂς ἀκοῦμε μέρα μὲ τὴ μέρα τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου· ἂς ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τῆς συνείδησής μας, ἂς ἀκοῦμε τί μᾶς λέει ὁ βαθύτερος ἐαυτός μας γιὰ τὴν ζωή, τὴν ἀλήθεια, τὴν πραγματικότητα· καὶ ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, θὰ ἔχουμε τὸ γόνιμο ἔδαφος ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ φέρει καρπούς.

Αὐτὴ ἡ παραβολή, ἡ τόσο ἁπλή, ἡ τόσο ξεκάθαρη, ἂν μοναχὰ τὴν ἐφαρμόσουμε, μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ξεκίνημα μιᾶς νέας ζωῆς. Ἀμήν.