Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ


ΚΡΙΣΗ ΤΩΡΙΝΗ 
ΚΑΙ «ΚΡΙΣΗ ΤΕΛΙΚΗ»

Πλησιάζοντας  στη Μ. Τεσσαρακοστή, ακούμε, κάθε χρόνο αυτές τις μέρες την ευαγγελική περικο­πή της τελικής κρίσης. Κάθε χρόνο, αυτή η Κυριακή, η Κυριακή των Απόκρεω έρχεται σαν δίστομο μαχαίρι να διαρρήξει στη καρδιά μας την αυταρέσκεια, την αυτοϊκανοποίηση, τη πεποίθηση πως είμαστε κατά κάποιο τρόπο εντάξει με τον εαυτό μας και βέβαια με το Θεό. Έρχεται να μας υπενθυμίσει τις εσφαλμένες σχέσεις μας και τη διακοπή της επικοινωνίας του ενός με τον άλλον. Μας λέει ότι έχουμε διαγράψει από την καρδιά μας το «εμείς» και στην κενή πλέον αυτή θέση εγκαταστήσαμε το «εγώ». 
Δεν υπάρ­χει άλλη ευαγγελική περικοπή πού να μπορεί να μας μεταδώσει ένα τόσο ζωτικής σημασίας μήνυ­μα: το ότι, δηλαδή, από κοινωνία προσώπων καταντήσαμε κοινωνία ατόμων, αν βέβαια μπορεί να χαρακτηριστεί σαν κοινωνία ο ατομοκεντρισμός και η απομόνωση. Δεν μπορούμε να συγκροτήσουμε κοινωνία, δεν μπορούμε πολύ περισσότερο να είμαστε χριστιανοί, κλεισμένοι στο καβούκι μας και αποκομμένοι απ’ το συνάνθρωπό μας που τόσο πολύ πονά.
Δεν μπορούμε να θεωρούμαστε άνθρωποι αν με σταυρωμένα τα χέρια, αποχαυνωμένοι κοιτάζουμε γύρω μας, χωρίς να κουνάμε ούτε το μικρό μας δαχτυλάκι για ένα καλύτερο κόσμο.
Ζούμε αδελφοί μου, εδώ και τρία χρόνια, σε περίοδο κρίσης.
Το ακούμε καθημερινά, το βλέπουμε, το αισθανόμαστε. Μιλάνε πρωταρχικά για κρίση οικονομική. Και τη ζούμε. Τη ζούμε εμείς εδώ στα χωριά, που έχουμε κάτι παραπάνω από τους ανθρώπους των μεγαλουπόλεων και με το ζόρι ανταποκρινόμαστε σε δικτατορικές αποφάσεις που πάντα ξεκινάνε με την προστακτική «δώσε». Τη ζούνε και αλλού στις πόλεις, οι άνεργοι, οι ξεσπιτωμένοι και οι κάθε λογής ανήμποροι. Τη ζούνε στο πετσί τους και τα ανελέητα χτυπήματα που δέχονται τους οδηγούν σε αυτοκτονίες, τους οδηγούν στο θάνατο και κανενός το αυτί δεν ιδρώνει.
Και η κρίση δεν έχει τέλος.
Κρίση που ρημάζει τη ζωή. Κρίση που δεν είναι μόνο σε αριθμούς, αλλά και σε θεσμούς και σε νόμους και σε ελευθερία, κρίση παντού.
Και ακούμε επικαιρότατα τη σημερινή περικοπή της Κυριακής της Μέλλουσας Κρίσης που ’ναι δίστομο μαχαίρι. Έρχεται να μας πει πως είναι αδύνατο να είμαστε όπως είμαστε, να μένουμε έτσι άπραγοι μπροστά στην αδικία, μπροστά στη στέρηση, μπροστά στο τσαλάκωμα της προσωπικότητας, μπροστά στη δουλεία, μπροστά στη κρίση.
Κάτι μας λέει πρέπει να κάνουμε. Κάπου πρέπει να ενεργοποιηθούμε.
Και ακούμε εδώ τον άγιο Ισαάκ το Σύρο να μας τα βροντοφωνάξει.
Τρέξε, βοήθησε όσο μπορείς, άπλωσε το χέρι σου, κούνα τα χείλη σου, δώσε αγάπη που λείπει απ’ τον κόσμο.
«.... Εάν θέλεις να δώσεις κάτι σε αυτόν που έχει ανάγκη, δώσε το με όμορφο πρόσωπο, και με λόγια καλά να παρηγορείς την θλίψη του· και αν πράξεις έτσι, νικάει η ομορφιά του προσώπου σου, αυτό που δίνεις, στην καρδία του, περισσότερο την ανάγκη του σώματος του· …
Την ημέρα που θα λυπηθείς για κάποιον άνθρωπο, ο οποίος ασθενεί ψυχικά ή σωματικά, εκείνη την ημέρα θεώρησε τον εαυτό σου μάρτυρα, και ότι έπαθες για τον Χριστό, και αξιώθηκες την ομολογία Του.
Καθότι και ο Χριστός για τους αμαρτωλούς πέθανε και όχι για τους δίκαιους…». 
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος
Αυτά αναλύοντας ο ιεράς Χρυσόστομος μας διδάσκει:
«Εσύ που κάνεις ελεημοσύνη γνώριζε ότι τα δικό μου χέρι είναι τεντωμένο και υποδέχομαι τον οβολό σου».
Αν ντύσεις φτωχό, αισθάνομαι εγώ τη ζεστασιά.
Αν επισκεφθείς φυλακές και φυλακισμένους, μην παραξενευτείς, αν με δεις «δεσμοίς συγκαθήμενον».
Αν πάλι σε νοσοκομείο πας και ασθενείς παρηγορήσεις, «της κλίνης ουκ απολιμπάνομαι».
Αν βάλεις στα σπίτι σου άστεγο, δι᾿ αυτού «λαμβάνεις με εν τω οίκω σου».
Σ’ αυτή ακριβώς τη γραμμή μπορούμε να πούμε ότι κινείται  αδελφοί μου και ο  λόγος του Αποστόλου Παύλου στο σημερινό Αποστολικό ανάγνωσμα. Λόγος κοινωνικός, λόγος αγάπης και ενδιαφέροντος, καθώς τοποθετεί στο επίκεντρο της Χριστιανικής – κοινωνικής ζωής τις ανάγκες των αδελφών, παραμερίζοντας και καταπολεμώντας την ικανοποίηση του «εγώ», έστω κι αν οι απαιτήσεις του είναι φαινομενικά ή και πραγματικά αθώες.
Ο Παύλος απευθύνεται στους Κορινθίους και τους επισημαίνει ότι, παρά το γεγονός ότι στην νέα εν Χριστώ πραγματικότητα της Εκκλησίας δεν υπάρχουν περιορισμοί ως προς την βρώση του κρέατος, όπως συνέβαινε με τα κρέατα των θυσιασθέντων ζώων στον ειδωλολατρικό κόσμο, εντούτοις, πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν και ο κίνδυνος του σκανδαλισμού των νέων μελών της Εκκλησίας, στη θέα των Χριστιανών να καταλύουν τα πάντα, χωρίς περιορισμό, έστω κι αν αυτό ήταν επιτρεπτό. Ζητούσε δηλ. να μην αγνοείται η ασθενική πίστη κάποιων ανθρώπων, γιατί ο κίνδυνος του σκανδαλισμού ήταν μεγάλος. Γι’ αυτό ήταν προτιμότερος ο εκούσιος περιορισμός κάποιου δικαιώματος, μπροστά στον κίνδυνο να χαθούν ψυχές για τις οποίες θυσιάστηκε ο Χριστός.
 «Δεν είναι οι τροφές, τονίζει, πού θα καθορίσουν τη θέση μας απέναντι στο Θεό. Ούτε αν δε φάμε κάποια απ΄ αυτές χάνουμε κάτι, ούτε αν φάμε αποκτάμε κάτι παρα­πά­νω».
Τι είναι λοιπόν; Είναι η στάση που θα κρατήσουμε και σ’ αυτό το σημείο απέναντι στο διπλανό μας. Είναι η αφροσύνη ίσως με την οποία θα σταθο΄’υμε απέναντι στον αδελφό μας, είναι η αφορμή που θα του δώσουμε ακόμα για να κλονιστεί στην πίστη του.  Είναι λοιπόν τάση και θέση αγάπης. Γιατί αν δώσω αφορμές για σκάνδαλα και κουβέντες και μωράς συζητήσεις είναι κι αυτό στάση αφροσύνης και αδιαφορίας. Είναι τελικά έλλειψη αγάπης.
Δεν θα ζητηθεί λοιπόν, αδελφοί μου, λόγος για την πίστη μας, γιατί αυτή προϋποτίθεται. Θα ζητηθεί αν φανερώσαμε τη πίστη μας με τα έργα μας. Εάν κοιτάξαμε στο πρόσωπο το συνάνθρωπό μας και του τείναμε το χέρι μας. Αν ανοίξαμε την αγκαλιά μας για να τον χωρέσουμε  μέσα
Αδελφοί μου.
Σε καιρούς δύσκολους, σε καιρούς απογνώσεως, σε καιρούς αμφισβήτησης των πάντων και γενικής αλλοτρίωσης, όπως και οι καιροί μας, το μήνυμα της σημερινής Κυριακής ίσως είναι το μόνο απαιτούμενο. Παρ’ όλα αυτά ακόμα και τούτη την ώρα, την ώρα μηδέν αποφεύγουμε και να το σκεπτόμαστε μη τυχόν και μαυρίσουμε την καρδιά μας με τέτοιες άσκημες σκέψεις. Δεν θέλουμε ν’ ακούμε τέτοια πράγματα. Δεν έχουμε μάθει να σκύβουμε το κεφάλι και να παραδεχόμαστε τα σφάλματα μας. Το δίκαιο είναι πάντα με το μέρος μας και πάντα εμείς, δεν είμαστε «ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων».
Ας το βάλουμε όμως καλά στο μυαλό μας! Τη ζωή μας την κερδίζουμε όταν μάθουμε να χαμηλώνουμε το ανάστημα μας. Όταν τα μάτια μας χύσουν τα δάκρυα της αγάπης και της μετανοίας. Όταν βγούμε απ’ το «καβούκι μας», καταπατήσουμε την εγωπάθεια μας και πλησιάσουμε το συνάνθρωπο μας. Τον παράδεισο τον κερδίζουμε με την αγάπη.

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

 


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ϛ´ 12 - 20



12 Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. 13 τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ, καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· 14 ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. 15 οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο. 16 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· 17 ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. 18 φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. 19 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; 20 ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ϛ´ 12 - 20


12 Ἂς ἐπανέλθω τώρα εἰς τὸ ζήτημα τὸ ἠθικόν. Ὅλα ἔχω ἐξουσίαν νὰ τὰ πράττω, δὲν συμφέρουν ὅμως ὅλα. Ὅλα εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν θὰ ἐξουσιασθῶ καὶ δὲν θὰ γίνω δοῦλος εἰς τίποτε. 13 Τὰ φαγητὰ ἔχουν γίνει διὰ τὴν κοιλίαν καὶ ἡ κοιλία διὰ τὰ φαγητά. Ὁ Θεὸς δὲ θὰ καταργήσῃ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν καὶ αὐτὴν καὶ ἐκεῖνα. Ἠμπορεῖτε λοιπὸν νὰ τρώγετε ὅ,τι ἐπιθυμεῖτε, ἀρκεῖ μόνον να μὴ γίνεσθε δοῦλοι τοῦ φαγητοῦ καὶ τῆς κοιλίας. Δὲν ἰσχύει ὅμως τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν γενετήσιον ἐπιθυμίαν. Διότι τὸ σῶμα δὲν ἔχει γίνει διὰ τὴν πορνείαν, Ἀλλὰ διὰ τὸν Κύριον διὰ νὰ τοῦ ἀνήκῃ ὡς μέλος του. Καὶ ὁ Κύριος εἶναι διὰ τὸ σῶμα, διὰ νὰ κατοικῇ εἰς αὐτό. 14 Τὸ ὅτι δὲ τὸ σῶμα διὰ τοῦ θανάτου διαλύεται, δὲν ἔχει σημασίαν. Ὁ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἀνέστησε καὶ ἡμᾶς ὅλους θὰ ἀναστήσῃ διὰ τῆς δυνάμεώς του. 15 Ναί· τὸ σῶμα δὲν ἔγινε διὰ τὴν πορνείαν, ἀλλὰ διὰ τὸν Κύριον. Δὲν ἠξεύρετε, ὅτι τὰ σώματα σας εἶναι μέλη τοῦ Χριστοῦ; Νὰ ἀποσπάσω λοιπὸν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὰ κάμω πόρνης μέλη; Μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ τὸ κάμω. 16 Ἢ δὲν ἠξεύρετε ὅτι ἐκεῖνος,ποὺ συνδέεται στενῶς καὶ προσκολλᾶται πρὸς τὴν πόρνην εἶναι ἕνα σῶμα μὲ αὐτήν; Διότι λέγει ἡ Γραφή· θὰ γίνουν οἱ δύο μία βάρκα. 17 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ προσκολλᾶται εἰς τὸν Κύριον, γεμίζει ὁλόκληρος καὶ διευθύνεται ὁλόκληρος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ γίνεται ἓν πνεῦμα μὲ αὐτόν. 18 Φεύγετε μακρὰν ἀπὸ τὴν πορνείαν. Κάθε ἁμάρτημα, ποὺ θὰ κάμῃ τυχὸν ὁ ἄνθρωπος, δὲν βλάπτει τόσον ἀμέσως καὶ κατ’ εὐθεῖαν τὸ σῶμα. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πορνεύει, ἁμαρτάνει εἰς τὸ ἴδιόν του τὸ σῶμα, διότι μὲ τὴν παράνομον μῖξιν μολύνει ἀμέσως καὶ πληγώνει αὐτὴν τὴν ρίζαν τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων καὶ συντελεῖ εἰς τὴν διάλυσιν τῆς οἰκογενείας. 19 Ἢ δὲν ἠξεύρετε, ὅτι τὸ σῶμα σας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον κατοικεῖ μέσα σας καὶ τὸ ἔχετε λάβει ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ συνεπῶς δὲν ἀνήκετε εἰς τὸν ἑαυτόν σας; 20 Ναί· δὲν ὁρίζετε τὸν ἑαυτόν σας. Διότι ἑξαγορασθήκατε μὲ τίμημα βαρύ, μὲ τὸ ἀτίμητον αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀποφεύγετε λοιπὸν κάθε αἰσχρὰν πρᾶξιν, ποὺ γίνεται μὲ τὸ σῶμα· καὶ ἀποδιώκετε κάθε πονηρὰν σκέψιν καὶ ἐπιθυμίαν ἀπὸ τὸ πνεῦμα σας. Καὶ ἔτσι δοξάσατε τὸν Θεόν μὲ τὸ σῶμα σας καὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας, τὰ ἀνήκουν εἰς τὸν Θεόν. (Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ)


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΕ´ 11 - 32


11 Εἶπε δέ· Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. 12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 13 καὶ μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. 14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὰ κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. 15 καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· 16 καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. 17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι! 18 ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· 19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. 20 καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. 22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, 23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. 25 Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. 28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. 29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· 30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν. 31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΕ´ 11 - 32


11 Διὰ νὰ κάμῃ δὲ σαφεστέραν καὶ περισσότερον καταληπτὴν τὴν ἀλήθειαν αὐτήν, εἶπε καὶ τὴν ἀκόλουθον παραβολήν· ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Θεὸς δηλαδή, εἶχε δύο υἱούς. 12 Καὶ εἶπεν εἰς τὸν πατέρα ὁ μικρότερος υἱός, ποὺ εἰκονιζει τὸν ἀποστάτην ἁμαρτωλόν, ὁ ὁποῖος φεύγει ἀπὸ τὴν ὑπακοὴν καὶ προστασίαν τοῦ ἐπουρανίου Πατρός· Πατέρα, δός μου τὸ μερίδιον τῆς περιουσίας, ποὺ μοῦ ἀνήκει. Καὶ ἐμοίρασεν ὁ πατὴρ καὶ εἰς τοὺς δύο υἱοὺς τὴν περιουσίαν. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ καὶ εἰς τὸν ἁμαρτωλόν, ποὺ θέλει νὰ ζῇ μακρὰν ἀπὸ αὐτόν, παρέχει τὰ μέσα τῆς συντηρήσεως καὶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ χαρίσματα, ποὺ ἐὰν αὐτὸς δὲν τὰ κατεχρᾶτο, θὰ τὸν ἔκαναν πραγματικῶς εὐτυχῆ καὶ μακάριον. 13 Καὶ ὁ νεώτερος υἱὸς ὕστερα ἀπὸ ὀλίγας ἡμέρας, ἀφοῦ ἐμάζευσεν ὅλα, ὅσα τοῦ ἔδωκεν ὁ πατέρας του, ἐταξίδευσεν εἰς μέρος μακρυνὸν καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν περιουσίαν του μὲ τὸ νὰ ζῇ βίον ἄσωτον καὶ παραλυμένον. Ἔτσι χωρίζουν καὶ τὸν ἁμαρτωλὸν αἱ ἁμαρτίαι του πολὺ μακρὰν ἀπὸ τὸν Θεόν, μὲ τὴν κατάχρησιν δὲ τῶν χαρισμάτων, ποὺ τοῦ ἔδωκεν ὁ οὐράνιος Πατήρ, ἑξαχρειώνεται καὶ διαφθείρεται. 14 Ὅταν δὲ ὁ νεώτερος υἱὸς ἐδαπάνησεν ὅλα, ὅσα εἶχεν, ἔγινε πεῖνα μεγάλη εἰς τὴν χώραν ἐκείνην καὶ αὐτὸς ἤρχισε νὰ στερῆται. Δὲν εἶναι δηλαδὴ ἀπεριόριστοι αἱ ἀπολαύσεις τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ αἰσθανθῇ τὴν ἀθλιότητα καὶ τὸ κενόν, ποὺ δημιουργεῖ εἰς τὴν καρδίαν του ὁ ἄσωτος βίος καὶ ἡ στέρησις τῆς θείας παρηγορίας. 15 Καὶ ὁ ἄσωτος υἱὸς λόγῳ τῶν στερήσεων καὶ τῆς πείνας του ἐπῆγε καὶ προσελήφθη δοῦλος ἀπὸ ἕνα ἐκ τῶν κατοίκων τοῦ τόπου ἐκείνου. Καὶ αὐτὸς τὸν ἔστειλε εἰς τὰ χωράφια του διὰ νὰ βόσκῃ χοίρους, ζῷα δηλαδὴ ἀκάθαρτα, ποὺ εἰς ἕνα Ἰουδαῖον, ὅπως ἦτο ὁ νεώτερος υἱός, ἐπροκάλουν τὴν ἀηδίαν καὶ τὴν ἀποστροφήν. Εἰς ποῖον ἐξευτελισμὸν καταπίπτει καὶ πόσον χάνει τὴν ἀξιοπρέπειάν του ὁ ταλαίπωρος ἁμαρτωλός ! 16 Καὶ ἐπεθύμει ὁ νεώτερος υἱὸς νὰ γεμίσῃ τὴν κοιλίαν του ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα, τὰ ὁποῖα ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, καὶ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδιδε, διότι οἱ ὑπηρέται, ποὺ ἔκαναν τὴν διανομήν, ἐπέβλεπον νὰ τρέφωνται οἱ χοῖροι μὲ αὐτά. 17 Εἰς κάποιαν ὅμως στιγμὴν συνῆλθεν οὗτος εἰς τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὴν μέθην καὶ τὴν τρέλλαν τῆς ἁμαρτίας καὶ εἶπε· πόσοι μισθωτοὶ τοῦ πατέρα μου ἔχουν ἄφθονον καὶ περισσεύοντα τὸν ἄρτον, ἐγὼ δὲ κινδυνεύω νὰ χαθῶ ἀπὸ τὴν πεῖναν; Τὸ πρῶτον βῆμα τῆς μετανοίας, ἡ ὑπὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ συναίσθησις τῆς ἀθλιότητός του. 18 Εἰς τὴν συναίσθησιν αὐτὴν ἐπακολουθεῖ καὶ ἡ σωτηριώδης ἀπόφασις. Θὰ σηκωθῶ, λέγει ὁ ἄσωτος, καὶ θὰ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ εἴπω· Πατέρα, ἡμάρτησα εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου ἐκτελεῖται μετ’ εὐλαβείας τὸ θεῖον θέλημα ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι καὶ ἀξιοῦν ὅλα τὰ κτίσματα νὰ συμμορφοῦνται πρὸς αὐτό, ὅπως σομμορφοῦνται καὶ αὐτοί, λυποῦνται δὲ διὰ τὴν ἀποστασίαν κάθε ἀνθρώπου· ἡμάρτησα καὶ ἐνώπιόν σου, διότι ἐπεριφρόνησα τὴν στοργήν σου καὶ δὲν ἐλογάριασα τὴν λύπην, ποὺ ἐδοκίμαζες, ὅταν ἔφευγα μακρὰν ἀπὸ σέ. 19 Καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομασθῶ υἱός σου. Δὲν ἔχω τὴν ἀξίωσιν, οὔτε ὡς μόνιμος δοῦλος σου παραμένων διαρκῶς ἐν τῇ οἰκίᾳ σου νὰ προσληφθῶ. Κάμε με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς μισθωτούς σου. 20 Καὶ ἡ σωτηριώδης ἀπόφασις ἐτέθη εἰς ἐνέργειαν. Ὁ ἄσωτος ἐσηκώθη καὶ ἦλθεν εἰς τὸν πατέρα του. Καὶ ἐνῷ αὐτὸς ἀπεῖχεν ἀκόμη μακράν, τὸν εἶδεν ὁ πατέρας του καὶ τὸν ἐλυπήθη καὶ ἀφοῦ ἔτρεξεν εἰς προυπάντησιν αὐτοῦ, ἔπεσεν εἰς τὸν τράχηλόν του καὶ ἐναγκαλισθεὶς αὐτὸν τὸν ἐφίλησε μὲ πόθον καὶ στοργήν. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ ὄχι μόνον δέχεται τὸν διὰ τῆς μετανοίας ἐπιστρέφοντα ἁμαρτωλόν, ἀλλὰ καὶ προτοῦ ἀκόμη πλησιάσῃ αὐτὸς πρὸς τὸν Θεόν, σπεύδει ὁ Θεὸς πρὸς ἀναζήτησίν του καὶ τὸν ἐναγκαλίζεται μὲ στοργήν. 21 Παρὰ τὴν στοργὴν ὅμως τοῦ Πατρός, καὶ παρὰ τὴν ἐπελθοῦσαν συνδιαλλαγήν, ὁ υἱὸς συντετριμμένος ἔκαμε τὴν ἐξομολόγησίν του καὶ εἶπε: Πατέρα, ἡμάρτησα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομασθῶ υἱός σου. 22 Ὁ πατέρας δὲ τότε τὸν διέκοψε καὶ εἶπεν εἰς τοὺς δούλους του· Βγάλετε ἔξω τὴν πιὸ καλὴν φορεσιάν, ἀπὸ ὅσας ἔχομεν, φορεσιὰν ὁμοίαν πρὸς ἐκείνην, ποὺ ἐφοροῦσε προτοῦ φύγῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μου. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς θὰ ἐντρέπεται εἰς τὴν κατάστασιν ποὺ εἶναι, νὰ τὴν φορέσῃ, ἐνδύσατέ τον σεῖς, διὰ νὰ μὴ εἶναι πλέον γυμνὸς καὶ κουρελιάρης. Καὶ δώσατε δακτυλίδιον εἰς τὸ χέρι του νὰ τὸ φορῇ, ὅπως φοροῦν οἱ κύριοι καὶ οἱ ἐλεύθεροι. Δώσατέ του καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, νὰ μὴ περιπατῇ ἀνυπόδητος ὅπως οἱ σκλάβοι. Τὸν ἀποκαθιστῶ δηλαδὴ ἐξ ὁλοκλήρου είς τὴν θέσιν καὶ τὰ δικαιώματα, ποὺ εἶχε προτοῦ ἀσωτεύσῃ. 23 Καὶ ἐπὶ πλέον διατάσσω νὰ φέρετε καὶ νὰ σφάξετε ἐκεῖνο ἀπὸ τὰ μοσχάρια, ποὺ τὸ τρέφομεν ξεχωριστὰ διὰ κάποιαν χαρμόσυνον καὶ ἐξαιρετικὴν περίστασιν. Καὶ ἀφοῦ φάγωμεν, ἀς χαρῶμεν καὶ ἀς διασκεδάσωμεν μὲ τραγούδια καὶ μὲ χορούς. 24 Διότι ὁ υἱός μου αὐτὸς ἕως πρὸ ὀλίγου ἦτο πεθαμένος καὶ ἑξαναζωντάνευσε· καὶ ἦτο χαμένος καὶ εὑρέθη. Καὶ ἤρχισαν νὰ εὐφραίνωνται. 25 Ὁ μεγαλύτερος δὲ υἱός, πρὸς τὸν ὁποῖον ὠμοίαζον οἱ Φαρισαῖοι, ἦτο εἰς τὸ χωράφι. Καὶ καθὼς ἤρχετο καὶ ἐπλησίαζεν εἰς τὸ σπίτι, ἤκουσεν ὄργανα καὶ τραγούδια καὶ χορούς. 26 Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσεν ἕνα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας, ποὺ ἐστέκοντο ἀπ’ ἔξω, ἠρώτα νὰ μάθῃ σὰν τὶ τάχα νὰ ἦσαν αὐτά; 27 Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπεν· ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἦλθε καὶ ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τὸ μοσχάρι τὸ θρεφτό, διότι τοῦ ἦλθε πάλιν ὑγιὴς 28 Ὅπως δὲ οἱ Φαρισαῖοι ἐσκανδαλίζοντο, ὅταν ἔβλεπαν τὸν Κύριον νὰ συναναστρέφεται καὶ νὰ διδάσκῃ τοὺς ἁμαρτολους, ἔτσι καὶ ὁ μεγαλύτερος υἱὸς ἐθύμωσε καὶ δὲν ἤθελε να ἔμβῃ εἰς τὸ σπίτι. Ὁ πατέρας του λοιπὸν μὲ τὴν αὐτὴν στοργήν, ποὺ ἐδέχθη τὸν νεώτερον, ἐβγῆκε καὶ εἰς αὐτὸν καὶ τὸν παρεκάλει. 29 Ἀλλ’ ὁ μεγαλύτερος υἱὸς ἀπεκρίθη καὶ εἶπε πρὸς τὸν πατέρα· Ἰδού, τόσα χρόνια σὲ δουλεύω καί ποτὲ προσταγὴν δὲν παρέβην. Καὶ δὲν μοῦ ἔδωκες ποτὲ οὔτε ἕνα ἐρίφιον διὰ εὐφρανθῶ μὲ τοὺς φίλους μου. (Πόσον ὁ πρεσβύτερος υἱὸς πλανᾶται ! Ἐὰν ὑπῆρξε τόσον πειθαρχικὸς πρὸς τὸν πατέρα πῶς τώρα μετὰ τόσου πείσματος παρακούει αὐτόν; Πότε δὲ ζήτησεν ἐρίφιον παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ ὁ πατὴρ δὲν τοῦ ἔδωκε;). 30 Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ προκομμένος αὐτὸς υἱός σου, ποὺ κατέφαγε τὴν περιουσίαν σου μὲ πόρνας, ἔσφαξες δι’ αὐτὸν τὸ μοσχάρι, ποὺ τὸ εἴχαμεν θρεφτάρι. Δηλαδὴ ὁ μεγαλύτερος υἱὸς μετεχειρίσθη τὴν ἀλαζονικὴν γλῶσσαν τῶν Φαρισαίων, ποὺ περιφρονοῦσαν τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἐνόμιζαν, ὅτι μόνον αὐτοὶ ὡς δίκαιοι εἶχαν δικαιώματα ἐπὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. 31 Καὶ ὁ πατέρας τότε τοῦ εἶπε· Παιδί μου, σὺ εἶσαι πάντα μαζί μου. Καὶ ὅλα ὅσα ἔχω, ἰδικά σου εἶναι. 32 Ἔπρεπε δὲ καὶ σὺ νὰ εὐφρανθῇς καὶ νὰ χαρῇς, διότι ὁ ἀδελφός σου αὐτός, διὰ τὸν ὁποῖον μὲ τόσην περιφρόνησιν ὁμιλεῖς ἦτο νεκρὸς καὶ ἔζησε πάλιν· καὶ χαμένος ἦτο καὶ εὑρέθη.  ([Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ)
https://www.saint.gr/


Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

ΔΡΟΜΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

 

«Ο Θες, εὐχαριστῶ σοι 

ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρπων».

Και … «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».

 

 


«Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι.

Δυο άνθρωποι ανηφόρισαν στο Ναό για να προσευχηθούν.

Να προσευχηθούν!

Αχ αυτή η προσευχή! Είναι το μέγα φως διανοίας, φως άσβεστο και συνεχόμενο. Η προσευχή είναι ο φύλακας της σωφροσύνης, χαλιναγωγεί τον θυμό, καταστέλλει την υπερηφάνεια, καθαρίζει από τη μνησικακία, διώχνει το φθόνο, καταργεί την αδικία, επανορθώνει την ασέβεια.

Είναι η απόλυτα άμεση επικοινωνία με το Θεό, η συνομιλία μαζί Του, που δεν έχει ανάγκη από κανένα υλικό μέσο, ούτε μπορεί να την περιορίσει κάτι τέτοιο. Δεν έχει ανάγκη από τηλέφωνα, ούτε από καλώδια, ούτε από ασύρματες συνδέσεις, ούτε από διαδίκτυα, ούτε τίποτα τέτοια αυτή η επικοινωνία. Εγώ μιλώ κι Εκείνος με ακούει. Του λέω τα δικά μου, όποια κι αν είναι, Τον παρακαλώ, Του ζητώ, κλαίω. Του λέω ακόμα κι ένα ευχαριστώ για ό,τι μου έδωσε, για το ότι με άκουσε. Τον δοξάζω ακόμα για τη μεγαλοσύνη Του.

Ανηφόρισαν λοιπόν δυο άνθρωπο στο Ναό για να προσευχηθούν.

Δύο άνθρωποι, δύο κόσμοι. Δύο άνθρωποι αντιπροσωπευτικοί των δύο τάξεων των ανθρώπων και των δύο πνευματικών κόσμων. Ο Φαρισαίος και ο Τελώνης.

« Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηχετο· ὁ Θες, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχο, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελνης· νηστεω δὶς τοῦ σαββτου, ἀποδεκατῶ πντα ὅσα κτῶμαι».

Οι φαρισαίοι ήταν τάξη θρησκευτική. Οι τελώνες ήταν μια άλλη τάξη, η οποία μάλιστα ήταν ιδιαίτερος στόχος των φαρισαϊκών επιθέσεων. Η τάξη των φαρισαίων δημιουργήθηκε σιγά σιγά από το 2ο π.Χ. αιώνα, όταν γίνονταν οι αγώνες των ζηλωτών Ισραηλιτών εναντίον των Ελληνιστών. Κατ αρχάς η τάξη αυτή  περιελάμβανε τα πιό αγνά θρησκευτικά στοιχεία. Με την πάροδο όμως του χρόνου έχασε την ουσία της πνευματικής ζωής, κατάντησε μερίδα υπέρζηλωτων, που εμφανίζεται σε πολλές περιόδους της ιστορίας και θεωρείται ότι κατέχει την άκρα δεξιά πτέρυγα της θρησκευόμενης κοινωνίας. Στις ημέρες του Χριστού διέκρινε αυτή την τάξη ο άκαιρος ζήλος, η τυπολατρία, η εμπάθεια, η πίστη σε ανθρώπινες ψευδοσυντηρητικές παραδόσεις, οι οποίες στη συνείδηση τους είχαν υποκαταστήσει το νόμο της Γραφής, και κυρίως η οίηση και η υποκρισία.  Στο λαό επιβλήθηκαν ως πρόσωπα απλησίαστης και φοβερής αγιότητας· ως ταμπού. Ο απλός λαός όμως στο βάθος της συνειδήσεώς του θεωρούσε τους αγίους του φαρισαϊκού τύπου ως ανάξιους κάθε εμπιστοσύνης. Οι φαρισαίοι, όπως φαίνεται από τα  Ευαγγέλια και από τη ραβινική φιλολογία, αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «δίκαιους» και «τέλειους».

Τί έκαμνε λοιπόν εκεί που πήγε;

Μπήκε επιδεικτικά μέσα στο Ναό. Τα χαφτάνια του ανέμιζαν πέρα –δώθε, ορθός, στητός, τεντωμένος. Στάθηκε στο μέσον του ναού σε μέρος που να είναι ο3ρατός από παντού.

Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του κι άρχισε να φωνάζει τη [προσευχή του. Λες και ο Θεός είχε προβλήματα ακοής κι έπρεπε να φωνάξει για να ακουστεί.

Θεέ μου, Θεέ μου! Εγώ είμαι! Εγώ είμαι αυτός, εγώ είμαι ο μόνος που αξίζω να στέκομαι μπροστά σου. Κάνω ό,τι θέλεις. Προσεύχομαι, νηστεύω, κάνω ελεημοσύνες. Και το κυριότερο, δεν είμαι σαν τους άλλους, ούτε και μοιάζω μ’ αυτούς.

Αυτοί είναι κλέφτες, άρπαγες, μοιχοί….

Δεν είμαι μάλιστα σαν τούτον που μπήκε τώρα μέσα τον τελώνη πού είναι ό,τι το χειρότερο.

Γι’ αυτό Θεέ μου είσαι και υποχρεωμένος απέναντι μου:! Κάνω τα θελήματά Σου, άρα έχεις και Συ υποχρέωση απέναντί μου.

Δεν του απάντησε βέβαια ο Θεός. Θα μπορούσε να του απαντήσει.

Θα μπορούσε να του πει πολλά. Θα μπορούσε να του πει αυτά που θα ξεστομίσει  αργότερα για το σινάφι αυτό.

Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτα, ὅτι καθαρζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρου καὶ τῆς παροψδος, ἔσωθεν δὲ γμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀδικας.  Φαρισαῖε τυφλ, καθρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρου καὶ τῆς παροψδος, ἵνα γνηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρν. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτα, ὅτι παρομοιζετε τφοις κεκονιαμνοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φανονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γμουσιν ὀστων νεκρῶν καὶ πσης ἀκαθαρσας.  οὕτω καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φανεσθε τοῖς ἀνθρποις δκαιοι, ἔσωθεν δὲ μεστο ἐστε ὑποκρσεως καὶ ἀνομας.

Στη τελική όμως ο Φαρισαίος, που είχε τον εαυτό του για δίκαιο και εθεωρείτο και από τους άλλους για δίκαιος, γιατί τηρούσε τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου, αλλά ήτανε λίγος στη ταπείνωση. Με τον τρόπο που προσευχόταν, έδειξε πως ζούσε μία δαιμονιώδη «πνευματικότητα», μια διεστραμμένη πνευματική κατάσταση που απείχε πολύ από τη λύτρωση. Ότι έκανε το έκανε για το θεαθείναι. Ερμηνεύοντας σχετικά ο Μ. Βασίλειος λέει για τον Φαρισαίο και την προσευχή του προς τον Θεό: «Εγώ, Θεέ μου, για Σένα είμαι ο μόνος θησαυρός της αρετής. Θα ήταν έρημη από δικαιοσύνη η γη, αν δεν πατούσα εγώ πάνω της». Είναι ανόητος ο αθεόφοβος. Δεν πήγε στον Ναό για προσευχή αλλά μόνο για επίδειξη. Στάθηκε στην πιο κεντρική θέση του Ναού και άρχισε να αυτολιβανίζεται. Να αυτοεπαινείται. Ξεχνά όμως πως ο,τι καλό έχουμε και ό,τι καλό κάνουμε, αποτελούν «καρπό του Αγίου Πνεύματος» (Γαλ. 5, 23). Επίκαιρος όσο ποτέ ο Απόστολος Παύλος λέγοντας: «Χάριτι Θεού ειμί ο ειμί» (Α  Κορ. 15, 10), και πάλι: «Τα πάντα δύναμαι δια του ενδυναμούντος με Χριστού» (Φιλιπ. 4, 13). Αλλά και ο προφήτης Δαυίδ αποδίδει στο Θεό την δύναμη και την χάρη με τα οποία ο άνθρωπος κάνει το καλό και κατορθώνει να οικοδομήσει την αρετή. «Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον εις μάτην εκοποίασαν οι οικοδομούντες... Εάν μη Κύριος φυλάξη πόλιν εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσσων» (Ψαλμ. 126).

Και ο Τελώνης;

Οι τελώνες της αρχαιότητας δεν ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι, όπως σήμερα, αλλά ιδιώτες, οι οποίοι αγόραζαν τους φόρους από το δημόσιο διά μέσου πλειοδοτικής δημοπρασίας. Επειδή δε οι τελώνες ανταγωνίζονταν κατά τις δημοπρασίες και οι προσφορές των ανέρχονταν σε υπέρογκα ποσά, η πίεση  επί των φορολογουμένων γινόταν πολύ μεγαλύτερη. Η απανθρωπιά των τελωνών κατά τις εισπράξεις υπήρξε παροιμιώδης. Η υπόληψη που είχαν στο λαό οι τελώνες ήταν η χείριστη. Ολόκληρη η αρχαιότητα κατέτασσε τους τελώνες στο μαύρο πίνακα των ανθρώπων που ασκούν άτιμα και άξια ντροπής επαγγέλματα. Απ’ όλα τα αισχρά επαγγέλματα τρία θεωρούνταν ως τα αισχρότερα· ο κάπηλος, ο πορνοβοσκός και ο τελώνης.

Πόσο διαφορετικός όμως ήτανε τούτος δω; Ταπεινή ψυχή! Α:κόμα και μέσα στο Ναό μπήκε με δυσκολία. Να μπει, να μην μπει. Φοβότανε. Ποιος είμαι εγώ που θέλω να μπω στον οίκο Κυρίου; Εγώ είμαι αμαρτωλός, ο πιο αμαρτωλός.  Τελικά μπήκε κλεφτά, κλεφτά.. Σκυφτός, τρέμοντας, και με φόβο. Μπήκε και κρύφτηκε στη πιο απόμερη και σκοτεινή γωνιά του Ναού. Σε μέρος που να μην τον βλέπει κανείς. Ούτε το κεφάλι του δεν τολμούσε να σηκώσει.

Στάθηκε σε μία γωνιά και εκεί όλο συντριβή και μετάνοια για τις απροσεξίες της ζωής του παρακαλούσε τον Θεό και έλεγε: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ»

Συγχωρέσε με Θεέ μου:!  Τίποτε άλλο.

Συγχώρεσε με!  Δυο-τρεις λέξεις και μπόλικα δάκρυα. Μα είναι τούτα δάκρυα συντριβής, δάκρυα μετάνοιας, δάκρυα ταπείνωσης,  δάκρυα αυτογνωσίας.

 Όσο κανείς επιδιώκει την αυτοδικαίωση, τόσο και απομακρύνεται από την λύτρωση. Όσο κανείς θεωρεί, ειλικρινά όμως, τον εαυτό του ανάξιο του θείου ελέους, τόσο γίνεται δέκτης της θείας δωρεάς. Η αυτομεμψία είναι «αφανής προκοπή». Αυτή «η αφανής προκοπή» εκφράζεται με την ταπείνωση του Τελώνη: ο οποίος «μακρόθεν εστώς ουκ ήθελε, ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’  έτυπτεν το στήθος αυτού λέγων· ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».

Και μετά;

«Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το Ιερόν προσεύξασθαι». Δύο τύποι ανθρώπων. Προσωποποιήσεις της ταπείνωσης και της υπερηφάνειας, της αρετής και της κακίας, της ειλικρίνειας και της υποκρισίας, της αυτογνωσίας και της αγνωσίας, της μετανοίας και της πώρωσης, της ευσέβειας και της ασέβειας. Ο ένας ταπεινώθηκε, γιατί ύψωσε τον εαυτό του. Ο άλλος υψώθηκε, γιατί τον ταπείνωσε. Ο Φαρισαίος δικαίωσε τον εαυτό του, αλλά τον καταδίκασε ο Θεός. Ο Τελώνης καταδίκασε τον εαυτό του, αλλά τον δικαίωσε ο Θεός. Ο πρώτος είπε λόγια πολλά, μα δεν τα άκουσε ο Θεός. Ο δεύτερος είπε ελάχιστες λέξεις, ο Θεός όμως τις άκουσε και τις δέχτηκε. Αν η ταπείνωση είναι βασίλισσα των αρετών, η υπερηφάνεια είναι βδέλυγμα και κατάρα.

Βέβαια σήμερα, εποχή εωσφορικής υπερηφάνειας, εποχή όπου ο «υπεράνθρωπος είναι πρότυπο για κάποιους, σε εποχή που όλοι θεωρούμε τους εαυτούς μας σαν τη μόνη σοφία, το αλάθητο, τη παντογνωσία και μόνο η λέξη «ταπεινοφροσύνη» ακούγεται σαν κάτι παράξενο και άγνωστο, αφού ταπεινοφροσύνη σημαίνει συνεσταλμένο ήθος, επίγνωση του τι είμαστε. Σημαίνει ταπεινό φρόνημα, αυτογνωσία της αμαρτωλότητάς μας· είναι αφανής προκοπή».

Ας σημειώσουμε και τούτο.

«…Ό,τι έχουμε μας έχει δοθεί. Ποια είναι η επόμενη κίνηση; Δεν είναι ή ευγνωμοσύνη; Αντί να στραφούμε προς τον Θεό ως Φαρισαίοι, επαινώντας τον εαυτό μας γι' αυτό πού είμαστε και ξεχνώντας ότι όλα είναι δικά Του, ας στραφούμε προς Αυτόν λέγοντας: "Ω, Κύριε, όλα αυτά είναι δώρα που προέρχονται από Σένα· όλη αυτή η ομορφιά, η ευφυΐα, η ευαίσθητη καρδιά, όλες οι συγκυρίες της ζωής είναι δώρο… Ας αναλογιστεί ό καθένας μας κι ας αναρωτη¬θεί: με ποιόν τρόπο μπορώ να Του είμαι ευγνώμων, έτσι ώστε ό Θεός να ευφραίνεται ότι δεν μας γέμισε με τα δώρα Του μάταια… (Antony Bloom. ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ).