Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος ο Μυροβλήτης

Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος
ο Μυροβλήτης και θαυματουργός
(26 Οκτωβρίου) .


Του Πρωτοπρεσβυτέρου  Γεωργίου Δορμπαράκη.



«Ο άγιος Δημήτριος έζησε επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Καταγόταν από την πόλη της Θεσσαλονίκης, ήταν ευσεβής χριστιανός ήδη από τους γονείς του και διδάσκαλος της πίστεως στον Χριστό. Όταν ήλθε ο Μαξιμιανός στη Θεσσαλονίκη, συνελήφθη ο άγιος ως πολύ γνωστός για την ευσέβειά του χριστιανός. Ο βασιλιάς υπερηφανευόταν για κάποιον άνδρα του, Λυαίο στο όνομα, ο οποίος ήταν τεράστιος στο σώμα και με φοβερή δύναμη, και παρακινούσε όλους τους κατοίκους της χώρας να βγουν και να τον αντιμετωπίσουν σε μάχη.

Κάποιος νεαρός, Χριστιανός στην πίστη, ονόματι Νέστωρ, προσήλθε στον άγιο Δημήτριο, που ήταν φυλακισμένος, και του είπε: Δούλε του Θεού, θέλω να παλέψω με τον Λυαίο∙ προσευχήσου για μένα. Αυτός δε, αφού σφράγισε με το σημείο του Σταυρού το μέτωπο του Νέστορα, του λέγει: «Και τον Λυαίο θα νικήσεις και υπέρ του Χριστού θα μαρτυρήσεις». Πήρε θάρρος ο Νέστωρ από τα λόγια αυτά και αντιμετώπισε τον Λυαίο, με αποτέλεσμα να τον σκοτώσει, ταπεινώνοντας την αλαζονεία του. Για τον λόγο αυτό ο βασιλιάς ντροπιάστηκε, κι όταν ερεύνησε και έμαθε ότι αίτιος της σφαγής του Λυαίου ήταν ο Δημήτριος, διέταξε να πάνε πρώτα στρατιώτες στη φυλακή του και με λόγχες να του κατατρυπήσουν την πλευρά. Μόλις έγινε αυτό, αμέσως ο άγιος άφησε την ψυχή του, ενώ από τότε άρχισε να κάνει πολλά και παράδοξα θαύματα και ιάσεις. Έπειτα, με τη διαταγή του βασιλιά πάλι, έκοψαν την κεφαλή του αγίου Νέστορα».

Απορία, έκπληξη, θάμβος, δοξολογία, πλησμονή θείου έρωτα! Οι πρώτες εντυπώσεις που αποκομίζει κανείς ερχόμενος σ’ επαφή με τους ύμνους της Εκκλησίας μας για τον μεγαλομάρτυρα, μυροβλήτη, θαυματουργό άγιο Δημήτριο. Είναι τόσος ο πνευματικός πλούτος του αγίου, ώστε δεν άρκεσε ο υμνογράφος Θεοφάνης με τον κανόνα του, για να υμνολογήσει την όλη βιωτή του Δημητρίου, αλλά επιστρατεύτηκε και ο άγιος Φιλόθεος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος και με δεύτερο κανόνα επικεντρώνει κυρίως την προσοχή μας στη μυροβολία του αγίου. «Ο δεύτερος κανών, υπόθεσιν έχων εγκωμίων ομού και δεήσεως το ιερόν αυτού μύρον», κατά το διευκρινιστικό σημείωμα του κανόνα αυτού. Μπρος λοιπόν στη θαυμαστή προσωπικότητα του αγίου Δημητρίου, η Εκκλησία μας διά των υμνογράφων νιώθει την ανεπάρκεια επακριβούς εξυμνήσεως των αγώνων και των τιμών που απολαμβάνει ο άγιος εν ουρανοίς. «Νους ουκ εξαρκεί και λόγος ανθρώπινος εκδιηγήσασθαι τας υπερφυείς τιμάς και δόξας, Μάρτυς, ας περ απείληφας». (Ο νους και ο ανθρώπινος λόγος δεν εξαρκούν, Μάρτυς, για να διηγηθούν τις υπερφυσικές τιμές και δόξες, τις οποίες έχεις λάβει).

Και δικαίως. Πώς να εξυμνηθεί σωστά και με ακρίβεια, εκείνος που συμβασιλεύει πια με τον Κύριο του παντός; Ντυμένος το πορφυρό ρούχο του βασιλιά, λόγω των μαρτυρικών αιμάτων του, κρατώντας στα χέρια αντί σκήπτρου τον σταυρό, συμβασιλεύει πράγματι με τον Χριστό. «Ως πορφυρίδι κεκοσμημένος τω σω αίματι, έχων αντί σκήπτρου, ένδοξε, τον Σταυρόν, τω Χριστώ συμβασιλεύεις νυν». Ποιο εγκώμιο μπορεί να είναι υψηλότερο και μεγαλύτερο από αυτό; Κατά συνέπεια, οι ύμνοι τονίζουν ότι η εορτή του αγίου Δημητρίου δεν έχει τοπικό χαρακτήρα, αλλά παγκόσμιο. Κι η παγκοσμιότητα αυτή δεν αναφέρεται στον κόσμο μόνον τούτο, στους πιστούς δηλαδή όλου του κόσμου, αλλά και στους ίδιους τους αγγέλους. «Σήμερον συγκαλείται ημάς του αθλοφόρου η παγκόσμιος πανήγυρις». «Εν ουρανώ και εν γη, αγαλλίαμα σήμερον, εν τη μνήμη ηύγασται Δημητρίου του Μάρτυρος∙ εκ των Αγγέλων επαίνοις στέφεται, και εξ ανθρώπων άσματα δέχεται». (Στον ουρανό και στη γη σήμερα φάνηκε ως φως αγαλλιάσεως η μνήμη Δημητρίου του Μάρτυρος. Οι άγγελοι τον στεφανώνουν με επαίνους και οι άνθρωποι τον δοξολογούν με άσματα).

Εκεί που ο λυρισμός φθάνει στο απώγειό του είναι με τον κανόνα του αγίου Φιλοθέου, ο οποίος τονίζει, όπως είπαμε, τη μυροβολία του αγίου. Οι εικόνες που επιστρατεύει μας εκπλήσσουν, φανερώνοντας και το μεγαλείο του ίδιου, νηπτικού και ασκητικού Πατέρα κατά τα άλλα, ως σπουδαίου ποιητή. Πώς ερμηνεύει καταρχάς τη μυροβολία του μεγαλομάρτυρα; «Ώριμον ως βότρυν σε μάκαρ Χριστός, θείας εξ αμπέλου δρεψάμενος, εναποθλίβει, Μαρτυρίου τοις ληνοίς∙ το καταρρεύσαν γλεύκος δε, μύρου θείαν βρύσιν ειργάσατο». (Μακάριε Δημήτριε, ο Χριστός σε μάζεψε σαν ώριμο σταφύλι από το θεϊκό αμπέλι. Και σε συνθλίβει στο πατητήρι του Μαρτυρίου. Το γλεύκος, ο χυμός που έρρευσε, το έκανε θεϊκή βρύση του μύρου). Κι αλλού με άλλη εικόνα: «Ο μέγας εν μάρτυσι, Δημήτριος, τοις αίμασιν ιδρώτας κεράσας των αγώνων, μύρον το θείον ημίν εσκεύασε, πυρί τω του Πνεύματος, καλώς εψήσας το φάρμακον, εις ψυχών καινήν κάθαρσιν». (Ο μέγας μεταξύ των μαρτύρων Δημήτριος, αφού ανάμειξε τους πνευματικούς ιδρώτες με τα αίματα των αγώνων του και έψησε καλά το φάρμακο με τη φωτιά του αγίου Πνεύματος, ετοίμασε προς χάρη μας το θεϊκό μύρο, για νέα κάθαρση (μετά την κάθαρση βεβαίως του βαπτίσματος) των ψυχών μας). Δεν είναι μόνον όμως ο άγιος Φιλόθεος, ο οποίος δοξολογεί τον Κύριο για τη δωρεά του μύρου του αγίου, το οποίο θεραπεύει τις ψυχές και τα σώματα των πιστών. Είναι και άλλος υμνογράφος, ο Γερμανός, ο οποίος και αυτός προβαίνει σε έναν παραλληλισμό σπουδαίας ποιητικής συλλήψεως, προκειμένου να εξηγήσει τη χάρη της μυροβολίας του Δημητρίου και την ενέργεια έτσι των θαυμάτων του: «Λογχευθείς την πλευράν, την ακήρατόν σου, πανσεβάσμιε Δημήτριε, μιμούμενος τον επί ξύλου τανυσθέντα, εις σωτηρίαν παντός του κόσμου, των θαυμάτων είληφας την ενέργειαν, ανθρώποις παρέχων τας ιάσεις αφθόνως». (Αφού λογχεύτηκες στην σεβάσμια και αγνή πλευρά σου, πανσεβάσμιε Δημήτριε, μιμούμενος τον Κύριο που και Αυτός κρεμάστηκε στον Σταυρό και λογχεύτηκε στην πλευρά για τη σωτηρία όλου του κόσμου, έλαβες την ενέργεια των θαυμάτων, παρέχοντας τις ιάσεις αφθόνως).

Ποια η αιτία όμως της καταπλήσσουσας προσωπικότητας του αγίου Δημητρίου και των θαυμαστών δωρεών που του έδωσε ο Κύριος; Τίποτε περισσότερο από την υπακοή του στο θέλημα του Θεού. Η προτεραιότητα του αγίου Δημητρίου σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και κατά το μαρτύριό του ήταν να ευαρεστεί τον Κύριο, φανερώνοντας έτσι ότι υπεράνω όλων λειτουργούσε γι’ αυτόν η αγάπη Εκείνου, έστω και με θυσία της ζωής του. «Βασιλεί των αιώνων ευαρεστών, βασιλέως ανόμου πάσαν βουλήν εξέκλινας, ένδοξε, και γλυπτοίς ουκ επέθυσας∙ δια τούτο θύμα σαυτόν προσενήνοχας, τω τυθέντι Λόγω, αθλήσας στερρότατα». (Θέλοντας να ευαρεστείς τον Βασιλέα των αιώνων Χριστό, απομακρύνθηκες από κάθε θέλημα του άνομου βασιλιά, ένδοξε, και δεν θυσίασες στα είδωλα. Γι’ αυτό προσέφερες τον εαυτό σου ως θύμα στον Υιό και Λόγο του Θεού, που θυσιάστηκε για εμάς, με την άθλησή σου την ακλόνητη). Κι όπως είπαμε: εκείνο που κινούσε τον άγιο Δημήτριο στο να επιλέγει πάντοτε το θέλημα του Θεού, ήταν ο σφοδρή σαν φωτιά αγάπη του στον Κύριο: «τω θείω πόθω τον νουν πυρπολούμενος». «Πυρ πόθου θεϊκού εν καρδία δεξάμενος».

Κι είναι πράγματι η βασικότερη αλήθεια για όλους τους αγίους μας: δεν μπορεί να κατανοηθεί η θαυμαστή ζωή τους, όπως του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, χωρίς την κινητήρια αυτή δύναμη, της μεγάλης αγάπης προς τον Κύριο. Είναι τόσο καίριας σημασίας τούτο, ώστε ο υμνογράφος άγιος Φιλόθεος, προκειμένου να αποδώσει αυτήν την αγάπη του Δημητρίου, δανείζεται εικόνες και σχήματα από το περίφημο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το «Άσμα Ασμάτων». Όπως δηλαδή εκεί, η νύμφη ψυχή, πυρπολουμένη από αγάπη προς τον Νυμφίο Χριστό, Τον κυνηγά και εκφράζει με ερωτικούς στεναγμούς την αγάπη της, όπως και το αντίστροφο, κατά τον ίδιο τρόπο και εδώ με τον άγιο: διαμείβεται διάλογος αυτού με τον Χριστό, που φανερώνει τον βαθύ έρωτα του αγίου προς Εκείνον, όπως και Εκείνου προς τον άγιο: «Πού μένεις, Νυμφίε μου; Πού την σκηνήν σου εν μεσημβρία κατέπηξας; Ο στεφανίτης ανεβόα τω Χριστώ». (Πού μένεις, νυμφίε μου; Πού έφτιαξες τη σκηνή σου; Φώναζε στον Χριστό ο στεφανωμένος μάρτυρας). «Ανάστα, δεύρο πλησίον μου, ψυχή του Δημητρίου προσφθέγγεται νυμφίος Χριστός∙ οίκον του νάρδου εισέλθωμεν, και της οσμής του μύρου μου μεταλάβωμεν». (Σήκω, έλα κοντά μου, λέει ο νυμφίος Χριστός, στην ψυχή του Δημητρίου. Ας μπούμε στο σπίτι του μύρου, και ας μεταλάβουμε την οσμή του μύρου μου). «Εγώ φησίν ο ερώμενος, εγώ, Νυμφίε, σπεύδω οπίσω σου∙ οσμή γαρ μύρων σου, πάντων των μύρων υπέρκειται, ήτις ημών το αίμα μύρον ειργάσατο». (Εγώ λέει ο αγαπώμενος, εγώ, Νυμφίε, τρέχω πίσω σου. Διότι η οσμή των μύρων σου είναι μεγαλύτερη από όλα τα μύρα. Κι αυτή η οσμή σου έκανε το αίμα μου μύρο).

Ένα πια απομένει: να παρακαλέσουμε τον άγιο μεγαλομάρτυρα να μας επισκεφθεί με συμπάθεια. Και να μας βοηθήσει, πρεσβεύοντας στον Κύριο, ώστε να σωθούμε από όλα τα δεινά που περνάμε ως άνθρωποι και έθνος, από τις απειλές των συγχρόνων τυράννων, όπως και από κάθε απειλή αιρετικών. «Δεύρο, μάρτυς Χριστού, προς ημάς, σου δεομένους συμπαθούς επισκέψεως∙ και ρύσαι κεκακωμένους, τυραννικαίς απειλαίς, δεινή μανία της αιρέσεως». (Έλα, μάρτυς του Χριστού, σε μας, που έχουμε ανάγκη από τη συμπαθή επίσκεψή σου. Και σώσε μας, που πληγωνόμαστε από τις απειλές των τυράννων και από τη φοβερή μανία της αιρέσεως).

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Ο ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟ ΄ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΜΕΝΟΝ ΚΑΙ ΠΡΟΕΙΜΕΝΟΝ'

Για τον Ορθόδοξο Χριστιανό το οικονομικό μας πρόβλημα είναι πρώτιστα πνευματικό, συνδέεται δε με την αποδυνάμωση της πολιτιστικής μας ταυτότητας, κύριο συστατικό της οποίας είναι η Ορθοδοξία. Χαίρω δε, που μου ανετέθη η παρουσίαση της δυναμικής, που ανέπτυξε η Ορθοδοξία στην διαμόρφωση και ιστορική συνέχεια του πολιτισμού μας.
Πολιτισμός είναι η πραγμάτωση του περιεχομένου της ψυχής του ανθρώπου. Αυτό ενσαρκώνεται και αποτυπώνεται στο περιβάλλον του, το οποίο -έτσι- διαμορφώνεται σύμφωνα με την κουλτούρα–καλλιέργεια της ψυχής του. Ορθά ο Arnold Toynbee είπε, ότι «η ψυχή του πολιτισμού είναι ο πολιτισμός της ψυχής». Από τον κανόνα αυτό δεν μπορεί να εξαιρεθεί το δικό μας Έθνος. Ο ελληνικός πολιτισμός καταξιώθηκε σε παγκόσμιο αγαθό και μορφωτικό θησαυρό της Οικουμένης.
Στην ιστορική διαμόρφωση του πολιτισμού μας υπάρχει πνευματική συνέχεια. Θεμελιακό στοιχείο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού είναι, κατά τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα (+235 μ.Χ.), η «ζήτησις της αληθείας», και οδήγησε ιστορικά στην ένωση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό, της ελληνικότητας με την Ορθοδοξία, ως αυθεντική χριστιανικότητα. Η ένωση αυτή, θεανθρώπινη στην ουσία της, παρήγαγε τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό, τον πολιτισμό των Ηρώων και Αγίων μας.
α) Η Ελληνική Εκκλησία ήδη από τον β - γ αἰώνα, αναδείχθηκε σε παράγοντα και φορέα του Ελληνικού πολιτισμού (γλώσσας, παιδείας, τέχνης, λαϊκού βίου κ.λπ.), που μεταλαμπαδεύθηκε και σε όλους τους Ορθόδοξους Λαούς στα όρια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στην προχριστιανική και χριστιανική εκδοχή της (αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης). Οι λαοί καλούνται ολόκληροι, με όλη την κοινωνική δομή τους, στο Κυριακό σώμα. Αυτό συνέβη και με το Ελληνικό Έθνος, το οποίο βαθμιαία εισήλθε ολόκληρο στην Εκκλησία, μεταμορφώνοντας τις κοινωνικές και πολιτιστικές δομές και εκφράσεις του με την αναγέννησή του στους κόλπους της.
Κύριο στοιχείο του Ορθοδόξου πολιτισμού είναι η ζήτηση Χάρης, λόγω της πίστεως στην ανάγκη της Χάρης για την πραγμάτωση του ανθρώπου ενδοϊστορικά και αιώνια. Ο Ορθόδοξος Έλληνας (Ρωμηός) ζει μόνιμα με την αίσθηση της παρουσίας του Ακτίστου στη ζωή του και με την προσδοκία του θαύματος, το οποίο είναι η εγκυρότερη επιβεβαίωση της θείας παρουσίας. Στην ελληνική γλώσσα η αξία η απαξία του ανθρώπου προσδιορίζεται με βάση τη θεόνομη σχέση. Έτσι λέμε: θεοφοβούμενος, αθεόφοβος, θεομπαίκτης η «δεν έχει Θεό μέσα του», διότι η ενοίκηση του Θεού ισχύει στη συλλογική λαϊκή συνείδηση ως στοιχείο καταξίωσης του ανθρώπου. Έτσι, αποβαίνει ο ορθόδοξος πολιτισμός βίωση της προτεραιότητας του προσώπου, ως ετερότητας και ελευθερίας, στα όρια της εν Χριστώ κοινωνίας.
Η εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος αποτελεί μια πλευρά ιστορίας του πολιτισμού της χώρας (Kulturgeschichte). Όλα τα πολιτισμικά άγαθά μας εξελίχθηκαν υπό την επίδραση του Χριστιανισμού. Οι μορφές και εκφράσεις του Ελλαδικού πολιτισμού, έλαβαν περιεχόμενο χριστιανικό, ακόμη και όλες οι επιβιώσεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Η Εκκλησία, άλλωστε, χρησιμοποίησε και στην περίπτωση της Ελλάδος τις πολιτιστικές εκφράσεις για την εκχριστιάνιση του λαϊκού βίου. Καρδιά του ελληνικού πολιτισμού έγινε η δύναμη του φωτισμού και της θέωσης. Ο,τι συνεπώς χαρακτηρίζεται εκ των υστέρων «πολιτιστική δημιουργία» δεν είναι παρά φανέρωση της ζυμωμένης μέσα στη Χάρη ελληνικής υπάρξεως. Η ιστορία της Ελληνικής Εκκλησίας έγινε σημαντικότατο κεφάλαιο της ιστορίας του Ελληνισμού και σπονδυλική στήλη της εθνικής επιβιώσεως και διαχρονικής παρουσίας του.
β) Εκκλησία και εθνικός ελληνικός βίος: Η αναγεννητική διασύνδεση Ελληνισμού και Χριστιανισμού υπήρξε ευεργετική για το Ελληνικό Έθνος, το οποίο μέσα στη νέα αυτή συζυγία του με το Ευαγγέλιο του Χριστού, απέκτησε στην ιστορική του πορεία μια νέα ταυτότητα, συνεχίζοντας τη μεγαλουργία του με ένα νέο τρόπο και έκφραση. Κατά τον αείμνηστο ιστορικό, διδάσκαλό μας, Γεράσιμο Κονιδάρη, «η ημετέρα Εκκλησία, εκτός της γλώσσης και του δικαίου, αποτελεί τον πλέον ζωντανόν σύνδεσμον του δισχιλιετούς εν τη Ορθοδοξία παρελθόντος της Ελλάδος ... μετά του παρόντος».
Η θρησκευτική και εθνική ενότητα των Ελλήνων εξασφαλίζεται με την αδιατάρακτη εκκλησιαστική συνέχεια, κυρίως σε μη ομαλές ιστορικές περιόδους του Γένους (δουλεία). Το λεγόμενο, ότι η εκκλησιαστική κοινωνία λειτουργεί ιστορικά ως «κιβωτός» του Έθνους συνιστά ιστορική πραγματικότητα, μη επιδεχομένη αμφισβήτηση. Το Έθνος σώζεται μέσα στην Εκκλησία-Ορθοδοξία και γι’ αυτό οι όροι «τουρκεύω»και «φραγκεύω» στις περιπτώσεις αλλαξοπιστίας δεν σημαίνουν μόνον αλλαγή θρησκευτικού, αλλά και εθνικού φρονήματος, δηλαδή αφελληνισμό. Αυτό όμως δείχνει τη συνείδηση ταυτίσεως εθνικού και εκκλησιαστικού φρονήματος, η απώλεια δε του δευτέρου, ως θεμελιώδους ψυχογραφικού στοιχείου, επιφέρει και την απώλεια του πρώτου. Και αυτό ισχύει σε κάθε εποχή.
Στα όρια της εκκλησιαστικής κοινωνίας το ορθόδοξο αίσθημα στον ελλαδικό χώρο εναρμονίσθηκε με τη συνείδηση της καταγωγής. Έτσι, το εθνικό φρόνημα, ως ελληνορθοδοξία, σώζεται διαχρονικά ακμαίο στον εκκλησιαστικό χώρο. Μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα λειτουργεί, σ’ όλη τη βυζαντινή περίοδο, η ελληνική εθνική συνείδηση, εναρμονιζόμενη με την ευρύτερη υπερφυλετική συγγένεια, τη ρωμαίικη, με ακατάλυτο ενωτικό σύνδεσμο τη χριστιανική πρωτεύουσα του οικουμενικού Ελληνισμού, την Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη.
Βασικός όμως παράγων του πολιτισμού μας απέβη και η διαφοροποίηση, στην πορεία του χρόνου, της Δύσεως από την ορθόδοξη Ανατολή. Η συνειδητοποίηση, μέσω πατερικών μορφών, όπως ο Μέγας Φώτιος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός η οι Κολλυβάδες πατέρες, της καθολικής αλλοτριώσεως της χριστιανικής Δύσης, και ο παρατεινόμενος «άντιδυτικισμός» της ησυχαστικής ανθενωτικής παραδόσεως, συνέβαλε στη συνεχή αφύπνιση της συνειδήσεως του Ελληνικού Έθνους για την ιδιαιτερότητα και πολιτιστική αυθυπαρξία του Ελληνισμού από τον η αίώνα (Καρλομάγνος) έως σήμερα. Αν δε η Εκκλησία υπήρξε πάντοτε πολύτιμο καταφύγιο του εμπερίστατου Έθνους/Γένους, οι Μονές, λειτουργώντας ως κολυμβήθρες συνεχούς αναβαπτισμού του Έθνους, υπήρξαν -και υπάρχουν μόνιμα- πηγή συνοχής εθνικής και άντλησης παντοίων δυνάμεων.
Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να κατανοηθεί και ερμηνευθεί η γένεση και εκκλησιαστική συντήρηση της Μεγάλης Ιδέας του Γένους, η οποία όμως δεν έχει μόνο εθνικό χαρακτήρα, αλλά τελικά ταυτίζεται με την οικουμενική εν Χριστώ αποστολή του. Το υπόβαθρο της Μεγάλης Ιδέας δεν είναι επεκτατικό-πολιτικό, αλλά πνευματικό-εκκλησιαστικό, ως όραμα της ενότητας της πίστεως και εν Χριστώ κοινωνίας. Είναι η συνείδηση της οικουμενικής ευθύνης και αποστολής του ορθοδόξου Ελληνισμού, αλλά και το μόνιμο χρέος του Ελληνισμού ως φωτιστού της Οικουμένης. Η συναισθηματική σύνδεση του Γένους με την «Πόλιν των Ελλήνων», την Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη, απόλυτο στόχο κάθε αναθερμάνσεως του μεγαλοϊδεατισμού του, στην πλατιά λαϊκή συνείδηση δεν μπορεί να λάβει ποτέ νοηματοδότηση φυλετική, αλλ’ εκείνη που είχε στη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας έως τον ιθ αί., στη συνείδηση των Κολλυβάδων και των πνευματικών τους τέκνων, νόημα δηλαδή εκκλησιαστικό-οικουμενικό.
Έτσι κατανοείται και η αστασίαστη παρουσία του Ράσου στους αγώνες του Γένους/Έθνους για την ανάκτηση η διατήρηση της ελευθερίας του. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, πνευματικά και πολιτικά, σε μεγάλο μέρος, υπήρξε έργο της Εκκλησίας. Πρωταρχικός, βέβαια, στόχος του ορθοδόξου Κλήρου δεν είναι η διάσωση της ιστορικής διαστάσεως του Έθνους, αλλά η ένταξή του στο Κυριακό σώμα για την εν Χριστώ ολοκλήρωσή του.
Επειδή όμως η εξωτερική ελευθερία συνάπτεται στην Ορθοδοξία με την εσωτερική (απελευθέρωση της καρδιάς από τη δουλεία των παθών), η Εκκλησία διασώζει μόνιμα μια θεολογία ελευθερίας, που νομιμοποιεί την ηγετική παρουσία του Κλήρου και στους ιερούς (αμυντικούς και απελευθερωτικούς) του Έθνους αγώνες. Ακριβώς δε τα γεγονότα της Ελληνικής Επαναστάσεως «εδικαίωσαν τον χαρακτηρισμόν της Εκκλησίας μας ως Εκκλησία της Αναστάσεως» (Γεράσιμος Κονιδάρης). Η ορθόδοξη πίστη και η δυναμική της στη συνείδηση του Έθνους αποτελεί και σήμερα τον ισχυρότερο και βαθύτερο δεσμό, που στηρίζει την ενότητά του, στον εκκλησιαστικό δε χώρο σώζεται πάντα ο αγνότερος πατριωτισμός.
γ) Η ζωη και το πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας διαμορφώνουν επί αιώνες την ελληνική κοινωνία, ασκώντας εύεργετική επιρροή σ’ αυτήν, κυρίως, μέσω της λατρείας, στην οποία διαπλάσσεται κυριολεκτικά η ζωή και συνείδηση του λαϊκού σώματος. Το ορθόδοξο ήθος μορφώνεται στα όρια της λατρείας, διαποτίζοντας τη συλλογική ελληνική ύπαρξη. Το λαϊκό (ελληνικό) ήθος είναι στην ουσία του ευχαριστιακό, ως οργανική συνέχεια της λατρείας, «λειτουργία μετά τη λειτουργία», ως αγώνας για τη μεταμόρφωση της σωματικότητας εις «θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ» (Ρωμ. 12,1), και της καθημερινότητας σε λατρεία αγάπης, αμοιβαιότητας, θυσίας (ελληνικό φιλότιμο).
Η Εκκλησία εξασφάλιζε κοινωνικά το πλαίσιο αναπτύξεως σύνολης της ζωής, στη λειτουργική σύναξη, η οποία συνήθως περιλαμβάνει οριακά όλο το χωριό-κοινότητα. Η «ενορία», στην αγροτική προπάντων κοινωνία, διασώζει ακόμη και το ορθόδοξο ήθος ως καθολική στάση ζωής. Η ενοριακή-λατρευτική σύναξη είναι η μόνη, που δεν διακόπηκε ποτέ στην πορεία του Γένους. Η λατρεία όμως ορθόδοξα δεν μένει ποτέ απλή θρησκευτική έκφραση (πρβλ.Πραξ. 2,42 ε., 4,32 ε.), αλλ’ είναι προπάντων κοινωνικό γεγονός. Τα εκκλησιαστικά μυστήρια (βάπτισμα, γάμος, ευχέλαιο), αλλά και η νεκρώσιμος Ακολουθία (κηδεία), όπως και τα εκκλησιαστικά πανηγύρια στις μνήμες των Αγίων, ασκούν κοινωνική δυναμική, ως φυσικές και αβίαστες λαοσυνάξεις.
Τα λείψανα των αγίων, με την αφθαρσία και τα θαύματά τους, ασκούν μόνιμη πνευματική επιρροή στο Λαό, ως και οι γνωστές θαυματουργές άγιες εικόνες. Γι’ αυτό τα ιερά προσκυνήματα αποβαίνουν σημαντικοί παράγοντες ενότητας στο Έθνος, σε μια βάση μάλιστα καθολικά αστασίαστη. Οι εκκλησιαστικές πανηγύρεις σε ναούς λαοφιλών Αγίων, με πανορθόδοξη ακτινοβολία μάλιστα, όπως η Παναγία (Τήνος, Σουμελά, Εκατοντπυλιανή Πάρου, Προυσιώτισσα), ο άγιος Δημήτριος (Θεσσαλονίκη), οι Άγιοι της Επτανήσου (Σπυρίδων, Γεράσιμος, Διονύσιος), ο άγιος Νεκτάριος (Αίγινα) κ.λπ. λειτουργούν εθνικά και πανενωτικά, ως ουσιαστικός ενωτικός παράγοντας, ακόμη και στην εποχή μας. Ίδιαίτερα δε οι Μονές, ως μόνιμα προσκυνήματα του Λαού, συντελούν στη διαρκή θέρμανση του φρονήματος, με την πνευματική προσφορά τους (εξομολόγηση, πνευματική καθοδήγηση), τη διδασκαλία (ιδίως στην περίοδο της δουλείας–«κρυφό σχολειό»), τις συλλογές χειρογράφων και εντύπων (επιστημονικά κέντρα)και τη συντήρησή τους σε βιβλιοθήκες, αναγνωριζόμενες καθολικά ως ανεκτίμητα θησαυροφυλάκια της ανθρώπινης σοφίας.
Η κοινωνική όμως δυναμική της Εκκλησίας είναι δυνατόν να εκτιμηθεί και στατιστικά-ποσοτικά με τη μελέτη των βασικών εξωτερικεύσεων του λαϊκού πνεύματος (παραδόσεις, παραμύθια, έθιμα, συνήθειες), που αποτυπώνουν την ηθικοθρησκευτική συνείδηση και θεόνομη έκφραση του Λαού. Η Εκκλησία, εξ άλλου, μερίμνησε μέσω των φωτεινών εκπροσώπων της τη διακρή και ζώσα επικοινωνία με το Λαό. Έτσι, ήδη τον ις αἰ. ανταποκρίθηκε στην Εθναρχική αποστολή της και ενώ στη λατρεία διατηρήθηκε η καθιερωμένη γλωσσική μορφή (μόνιμος ζωντανός σύνδεσμος με την παράδοση και τις πηγές), στο κήρυγμα, κατά κανόνα, χρησιμοποίησε τη δημώδη.
Αλλά και όσον αφορά στις οικονομικές σχέσεις, το κοινωνικό πνεύμα της Ορθοδοξίας σωζόμενο στην παράδοσή της ως κοινοτισμός, διαποτίζει τη ζωή σύνολη του Έθνους, προσφέροντας τη μοναστική Ενορία ( το μοναστήρι), ως πρότυπο (μοντέλο) κοινωνικής συσσωματώσεως. Από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες διαμορφώθηκε στον Ελληνικό κόσμο ένα κοινωνικό πρότυπο «μέσα από τη σύνθεση των αρχαίων ελληνικών «κοινών» και των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων» (Louis Bréhier). Τον δ αἰ. ο Μ. Βασίλειος, εξ άλλου, οργάνωσε το μοναστήρι κοινοβιακά, προσφέροντας μόνιμη έκφραση κοινωνικής υπάρξεως, αλλά και μόνιμο κοινωνικό πρότυπο στη διαχρονική πορεία του Ορθοδόξου Γένους.
Ο Ναός απέβη, έτσι, κέντρο της κοινωνικής ζωής, κάτι ανάλογο με το «Καθολικόν» στη μοναστική ενορία-αδελφότητα. Η θέαση δε της ζωής ως ενιαίας και αδιάσπαστης ενότητας και ολότητας, χωρίς διάσταση ανάμεσα στη θρησκευτική και την κοινωνική-πολιτική σφαίρα, θα ισχύει καθολικά και απαράβατα στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή κοινωνία. Η ισορροπία όμως αυτή θα διαταραχθεί με την εισβολή του πνεύματος αυτονομήσεως του κοινωνικού χώρου από το τέλος της Τουρκοκρατίας, ως καθαρά δυτική επίδραση.
Η Εκκλησία με το κήρυγμά της ενίσχυε τον κοινοτικό θεσμό, ως θεμελιακό παράγοντα στην επιβίωση του Γένους (συναδέλφωση του Λαού), αλλά και πεδίο μοναδικό για την πολιτική έκφραση της κοινωνικής δυναμικής. Σημαντική δε προέκταση του κοινοτικού θεσμού υπήρξε η διαμόρφωση της οικονομικής ζωής με τη μορφή των συντεχνιών και των ποικίλων σωματειακών συσπειρώσεων και συσσωματώσεων εμπορικού χαρακτήρα. Η συχνή χρήση στις περιπτώσεις αυτές του όρου «’αδελφότης» φανερώνει την εκκλησιαστική επίδραση, αφού άλλωστε κάθε συντεχνιακή συσσωμάτωση είχε τον προστάτη Άγιό της και πανηγύριζε (λειτουργικά) στη μνήμη του. Την ακατάλυτη αυτή διασύνδεση Ορθοδοξίας και Κοινοτισμού διακήρυξε ο Ίων Δραγούμης, ο θεωρητικός του νεοελληνικού πολιτισμού: Όπου βρεθούνε δέκα Ρωμιοί φτειάνουν κοινότητα. Συνάζουν πρώτα χρήματα για την εκκλησιά. Άμα τη χτίσουνε, φέρνουν παπά. Έπειτα και τις γυναίκες τους. Ύστερα, με τους δίσκους της εκκλησιάς, συνάζουν χρήματα και φτειάνουνε σκολειό... Ο Ελληνισμός είναι μια οικογένεια από Ελληνικές κοινότητες...».
δ) Μεγαλεπήβολη όμως αποδεικνύεται και η επίδραση του εκκλησιαστικού χώρου στην καλλιτεχνική δημιουργία του Ελληνικού Λαού, σε κάθε έκφραση της Τέχνης. Εκκλησιαστικά η Τέχνη νοηματοδοτείται ως φανέρωση του «έσω ανθρώπου», του περιεχομένου της καρδίας. Η κατάφαση όμως της Τέχνης, σε όλες τις μορφές της από την Εκκλησία συνιστά συγχρόνως και εν Χριστώ ανανοηματοδότηση και μεταμόρφωσή της, αφού παύει να είναι αυτοσκοπός, μεταβαλλόμενη σε ποιμαντικό μέσο διακονίας και αγιασμού του ανθρώπου και του κόσμου. Και αυτό γίνεται πρώτα με τη λειτουργική καταξίωση των μορφών της καλλιτεχνικής δημιουργίας και ιδιαίτερα με την υμνογραφια, την εικονογραφία και τη μουσική, προσφέροντας λαλήματα, οράματα και ακούσματα, που διεισδύουν στην καθημερινότητα και τη διαποτίζουν.
Έπειτα με την επέκταση του ύφους και του ήθους της εκκλησιαστικής καλλιτεχνικής δημιουργίας στον κοινωνικό χώρο. Κυρίως η μουσική του λαϊκού κοινωνικού βίου διέσωζε επί αιώνες την ταύτισή της με τη λειτουργική μουσική της Εκκλησίας, δημιουργώντας έτσι συνείδηση ενότητας του εθνικού βίου. Η ενότητα αυτή σήμερα διατηρείται κυρίως με τη λεγόμενη «δημοτική» μουσική, που είναι στην ουσία λαϊκή και γι’ αυτό εθνική. Είναι δε αξιοπρόσεκτο το γεγονός, ότι η αναγέννηση της μουσικής τέχνης και δημιουργία καθαρά εθνικής-κοσμικής (Μ. Καλομοίρης, Μ. Χατζηδάκης, Μ. Θεοδωράκης κ. α.) αναζήτησε πάλι τα πρότυπά της στην εκκλησιαστική («βυζαντινή») μουσική και στη μουσική των δημοτικών τραγουδιών, δηλαδή στην ενιαία εθνική μουσική παρακαταθήκη.
Εξ ίσου όμως ενδεικτική για την εκκλησιαστική δυναμική στη λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία είναι η λογοτεχνία, και μάλιστα η ποίηση. Το δημοτικό τραγούδι δείχνει καθαρά αυτή τη σχέση και τη διασύνδεση αρχαιοελληνικού και ορθοδόξου στοιχείου. Το στοιχείο της πίστεως αναδύεται κυρίως στην αντιπαράθεση με τους «αθέους Αγαρηνούς» και στον αγώνα της «ευσεβούς των Χριστιανών πίστεως» κατά των «απίστων». Το ηρωϊκό πνεύμα, στρεφόμενο κατά του Ισλάμ, αναζητεί συχνά στο χώρο της ορθόδοξης πίστεως δυνάμεις αντιστάσεως για την υπέρβαση της μοιρολατρίας. Γενικά η λαϊκή δημιουργία μας είναι Χριστοκεντρική. Η εκκλησιαστική επιρροή δεν περιορίζεται στη ζωγραφική η τη μουσική, αλλά εκτείνεται και στην ξυλουργική, την ξυλογλυπτική, την αργυροχοΐα και χρυσοχοΐα, που έχουν να παρουσιάσουν πλούσια παραγωγή όχι μόνο για τη λειτουργική χρήση, αλλά και για τον καθημερινό βίο, με παραστάσεις και θέματα εμπνεόμενα συχνά από τη ζωή της Εκκλησίας.
ε) Στη χαλάρωση της συζεύξεως, αν όχι και στην αποσύνδεση -σε κάποιες περιπτώσεις- Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, συμβάλλουν δραστικά οι διάφορες θρησκευτικές προπαγάνδες και πολιτικοκοινωνικές ιδεολογίες, που κατά τους τελευταίους αιώνες εισβάλλουν κατά συρροή στον ελλαδικό χώρο. Αληθινή επιβίωση της παραδόσεως είναι δυνατή μόνο εκεί, όπου σώζεται η συνέχεια του τρόπου ζωής, που διαμόρφωσε η πατερική Όρθοδοξία. Όταν αδρανούν τα ορθόδοξα κριτήρια, η Ορθοδοξία εκλαμβάνεται εύκολα ως σύνολο θρησκευτικών εθίμων, αναγκαίων για τη διάσωση του εθνικού φρονήματος. Ο πολιτισμός μας σήμερα είναι «το κινδυνευόμενον».
Με την παράδοσή μας στην Ευρώπη και την γραικυλική αυτοϋποδούλωσή μας στον πολιτισμό της ανατρέπεται η πατερική ισορροπία στη σύζευξη Ελληνισμού-Χριστιανισμού, μολονότι στο θέμα αυτό παρατηρείται σαφής αντίθεση ανάμεσα στη λογιοσύνη και το ευρύ λαϊκό στρώμα, που συνεχίζει εν πολλοίς να δηλώνει εμμονή στην πίστη του. Είναι όμως γεγονός, ότι η μικροαστική κοινωνία χριστιανικά, έχει τραφεί με το πνεύμα του δυτικού ευσεβισμού, στο οποίο το πατερικό ιδανικό του «θεουμένου» (Αγίου) έχει ουσιαστικά υποχωρήσει προς όφελος του δυτικά θεωρουμένου «χρηστού πολίτη» και στην ουσία ευχρήστου από την μόνιμα φράγκικα προσανατολισμένη εξουσία, δηλαδή του ανθρώπου «ρομπότ» κατά τον όσιο π. Ιουστίνο Πόποβιτς.
Μόνιμες φυγόκεντρες τάσεις διακρίνονται και στο χώρο της Τέχνης, ήδη από τον ιθ αἰώνα, που τροφοδοτούν το λαό με ακούσματα, αναιρετικά της εθνικής μουσικής παραδόσεως, προερχόμενα από τη Δύση. Ο ελληνισμός ήδη από την απώτατη αρχαιότητά του, είναι ανοικτός σε όλο τον κόσμο, καταφάσκοντας την πολιτισμική ετερότητα και προσλαμβάνοντας από αυτήν ομοούσια στοιχεία προς την δική του πολιτισμική ταυτότητα, που συντελούν στην διάσωση και αύξησή της. Είναι γνωστή η επισήμανση του Πλάτωνος στην Επινομίδα του: «Ο,τι περ Έλληνες βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τούτο εις τέλος εξεργάζονται».
Από τα τέλη όμως της Τουρκοκρατίας άνοιξαν όλες οι κερκόπορτές μας από τους δυτικόπληκτους –ευρωπαϊστές μας –κατά Ζουράρη ευρωλιγούρηδες- και μετακενώνονται συνεχώς αυτούσια στοιχεία του ευρωπαϊκού χώρου, γεννήματα μιας διαφορετικής διαχρονικής πολιτιστικής διαδικασίας, που νοθεύουν την ελληνορθόδοξη πολιτιστική παράδοση και τελικά την αναιρούν, υποκαθιστώντας τα συστατικά της. Και αυτό λόγω της καλλιεργούμενης, κυρίως στο χώρο της εκπαίδευσης, ευρωμανίας, συνέπεια της οποίας είναι και η από το 1833 αρξαμένη ευρωπαϊκή/φραγκική κατοχή στη χώρα μας, την κορύφωση της οποίας ζούμε σήμερα ως Έθνος. Λόγω της οικονομικής καταρράκωσης η κατοχή γίνεται σήμερα περισσότερο αισθητή.
Ο εκκλησιαστικός μας όμως χώρος, από τη φύση του, και λόγω της παράδοσής του, έχει τη δύναμη να αποτρέψει την πολιτιστική αλλοτρίωση του Έθνους, που συνδέεται άμεσα με την πνευματική και υπαρκτική διάλυσή του , μέσα στην νεοεποχίτικη χοάνη. Τη δύναμη αυτή διασώζει και σήμερα η Εκκλησία μας, στα πρόσωπα των αξίων και γνήσια Ορθοδόξων εκπροσώπων της. Αυτοί οι γνήσιοι ηγέτες μας, μαζί με το ορθόδοξο λείμμα του λαού μας, μπορούν να αντιμετωπίσουν την νεοεποχίτικη –και φραγκοκατασκευασμένη- Ηγεσία της Χώρας μας.

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ

Απευθυνόμενος  στους Γαλάτες, ο Απόστολος Παύλος, στην Στ Κυριακή του Λουκά,  κάνει λόγο για την προκοπή του στην Ιουδαϊκή πίστη, προ της μεταστροφής του στο Χριστιανισμό και την πιστότητά του στην παράδοση των πατέρων του, στα ήθη των πατέρων του, σε ότι παραδέχονται και πίστευαν και αυτό τον έκανε να ξεχωρίζει από τους άλλους συμπατριώτες του.

Αυτό νομίζω, αδελφοί μου, πως αξίζει να το δούμε λίγο, να πούμε λίγα σχετικά, στο σημερινό Αποστολικό ανάγνωσμα.

Το μεγάλο θέμα της Παράδοσης λοιπόν το σημερινό μας θέμα, με αφορμή των λεγομένων από τον Απόστολο των εθνών. Ευκαιρία να εξετάσουμε την αξία που έχει στη ζωή της Εκκλησίας και φυσικά όλων μας όλων όσων είναι και επιθυμούν να είναι μέσα στην Εκκλησία μας.

Και πρέπει να δούμε πρώτα – πρώτα τι εννοούμε σαν λέμε παράδοση. Τι τέλος πάντων είναι αυτή η πολυσυζητημένη παράδοση στην Εκκλησία μας.

Αδελφοί μου!

Στην Ορθόδοξη πραγματικότητα η πίστη μας στηρίζεται πάνω σε δυο ατράνταχτους πυλώνες. Πάνω σε δυο πόδια. Το ένα είναι η Αγία Γραφή. Το δεύτερο η Παράδοση, η Ιερά Παράδοση. Και η Αγία Γραφή μεν είναι ο λόγος του Κυρίου, ο λόγος των Αποστόλων ο οποίος γράφηκε, όσος μπόρεσε να γραφεί, η δε Παράδοση ο άγραφος λόγος του Κυρίου, των Αποστόλων και στη συνέχεια η ερμηνεία του Θείου Λόγου από τους Πατέρες της Εκκλησίας διαχρονικά.

Η Παράδοση λοιπόν κατέχει ισόκυρη θέση δίπλα στην Αγία Γραφή. Δεν είναι μια απλή και στείρα πραγματικότητα, που οφείλουμε εμείς οι Χριστιανοί να ακολουθούμε απλά και μόνο επειδή έτσι πρέπει. Είναι μια κατάσταση δυναμική που δημιουργήθηκε με το πέρασμα των αιώνων. Διαμορφώθηκε επηρεαζόμενη από πλεΐστες όσες επιρροές και παρεμβάσεις και ανανεώθηκε στο πέρασμα του χρόνου. Η αλήθεια είναι, μάλιστα, ότι δεν ήταν πάντοτε η ίδια αφού από ανθρώπους διαμορφώθηκε.. Γνώρισε μεταβολές, που ήρθαν να τη συμπληρώσουν και να την εμπλουτίσουν ανά τους αιώνες, γιατί όχι και να διορθώσουν κάτι από αυτή και να τη μετασχηματίσουν σύμφωνα με τις ανάγκες των καιρών.

Αυτή η πραγματικότητα σχετικά με το μέγα θέμα της παράδοσης

δεν πρέπει να μας τρομάζει και να μας κάνει να πιστεύουμε ότι οποιαδήποτε συζήτηση ή και όποια προσαρμογή της παράδοσης στα δεδομένα της σύγχρονης εποχής, χωρίς βέβαια να αλλοτριώνεται, να αλλοιώνεται να αλλάζει μορφή ο χαρακτήρας και η ουσία της, αποτελεί βλασφημία και ύβρη κατά του προσώπου του Θεού. Είναι αυτοκτονία και μας οδηγεί στην αυτοκαταστροφή μας. Ό ίδιος ο Κύριος μας καινοτόμησε και ανέτρεψε μια ολόκληρη παράδοση με την οποία είχε γαλουχηθεί ο Ιουδαϊκός λαός για πολλούς αιώνες, δίδοντάς της νέα μορφή και έκφραση, φέρνοντας τέτοιες καινοτομίες που τον έκαναν δακτυλοδειχτούμενο και ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων απέναντι του.

Αδελφοί μου!

Το φως της Ορθόδοξης παράδοσης πρέπει να καταστεΐ αφορμή και αιτία αναδημιουργίας στη ζωή της Εκκλησίας και του καθενός από εμάς ξεχωριστά. Πρέπει να γίνει οδηγός για να μπορέσει η εποχή μας να δημιουργήσει, να θεμελιώσει παράδοση, ικανή να αποτελέσει τη συνέχεια του παρελθόντος, ικανή να μη προσβάλλει τον αγώνα των Πατέρων του παρελθόντος. «Ή αληθινή Ορθόδοξη πιστότητα στο παρελθόν πρέπει να σημαίνει μια δημιουργική πιστότητα. Η αληθινή Ορθοδοξία δε μπορεί να μείνει ικανοποιημένη από μια στείρα θεολογία της επανάληψης, η οποία με παπαγαλίστικο τρόπο επαναλαμβάνει διαμορφωμένες προτάσεις, χωρίς ν’ αγωνίζεται ανά κατανοήσει το τι κρύβεται πίσω τους. Ή σωστή πιστότητα στην παράδοση δεν είναι κάτι το μηχανικό, μια παθητική και αυτοματική διεργασία μετάδοσης της συσσωρεμένης σοφίας μιας εποχής του μακρινού παρελθόντος. Η Ορθόδοξη αντίληψη για την παράδοση δεν είναι στατική αλλά δυναμική, δεν τή θεωρεί ως μία νεκρή αποδοχή του παρελθόντος, αλλά ως μία ζώσα αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος στο παρόν. Η παράδοση, ενώ εσωτερικά είναι αμετάκλητη (επειδή ο Θεός δε μεταβάλλεται), συνεχώς αναλαμβάνει καινούριες μορφές που συμπληρώνουν τις μπαλιές χωρίς να τις εκτοπίζουν» Κάλλιστος, Μητροπολίτης Διοκλείας, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία», σελ. 314

Και θέλω να σκεφτούμε κι εμείς τούτη τη στιγμή πόσα και πόσα πράγματα στην Εκκλησία μας, στη πίστη μας έχουμε παρεννοήσει, πόσα και πόσα στραβά δικά μας τα νομίζουμε παράδοση, απαράβατη και δεν τολμούμε καν να σκεφτούμε μήπως κάπου κάνουμε λάθος;

Στο θέμα του πένθους, στα κεριά και στα λιβάνια, στα λάδια και στα καντήλια, ε τόσα και τόσα άλλα μικροπράγματα που έχουμε κολλήσει κυριολεκτικά και δε λέμε να ξεκολλήσουμε μη μη τυχόν και λιγοστέψει ο Χριστιανισμός μας.

Ακόμα και στο μέγα και κεφαλαιώδες θέμα της Θείας Κοινωνίας και των άλλων μυστηρίων τα έχουμε τόσο πολύ μπερδέψει τα πράγματα και νομίζουμε πως είναι η παράδοση να αποτρέπουμε από αυτά ανθρώπους επειδή απλώς εμείς τους θεωρούμε ακάθαρτους. Παράδειγμα μεγάλο μα και απλό το να αποτρέπουμε από τη Θεία Κοινωνία της Μ. Πέμπτης έγγαμες νεαρές. Γυναίκες. Να κόβουμε σχέσεις για αρκετό καιρό με την Εκκλησία όταν πεθάνει κάποιος δικός μας

Είναι βέβαια και οι παραδόσεις μας, οι Ελληνορθόδοξες παραδόσεις μας που επιτήδειοι, δυστυχώς και ντόπιοι, τους ακούμε καθημερινά να σαλιαρίζουν, με το στανιό και με κάθε τρόπο τείνουν να αλλοιώσουν. Προσπαθούν να αλλάξουν για να μας εξομοιώσουν λένε, για να μη διαφέρουμε με τους τόσους και τόσους ξένους που άκριτα, ανεμπόδιστα, και ανεξέλεγκτα υπερπλήρωσαν τη χώρα μας. Πρέπει λένε να αλλάξουμε αυτές τις παραδόσεις μας αφού τόσοι και τόσοι ξένοι με άλλη κουλτούρα και παραδόσεις ζούνε δίπλα μας. Να αλλάξουμε εμείς. Να αλλοιωθούμε εμείς για χάρη των άλλων. Να ξεπουληθούμε. Αυτές τις παραδόσεις μας έχουμε χρέος να τις φυλάμε σαν τα μάτια μας. Αυτές τις παραδόσεις που μας κράτησαν όρθιους, ζωντανούς και αναλλοίωτους μετά από 400 και πλέον χρόνια Τουρκοκρατίας δεν τις αλλάζουμε για κανέναν και για κανένα λόγο, όσο κι αν το προσπαθούν οι καλοθελητές, χτυπώντας την ιστορία, τη προσευχή στα σχολεία, τη σημαία, τις παρελάσεις και ό,τι άλλο μυρίζει ελληνορθόδοξα.

Με αυτές τις σκέψεις, αδελφοί, υπογραμμίζουμε την ανάγκη για σεβασμό και τήρηση των παραδόσεων της Ορθοδόξου πίστεώς μας, της Ελληνορθοδοξίας όχι με φανατισμό, όχι παρωπίδες, που εμποδίζουν την θέαση της σύγχρονης πραγματικότητας, αλλά με διάθεση εμπλουτισμού, με διάθεση εξορθολογισμού της κάτω από το φως του Αγίου Πνεύματος και για το συμφέρον της Εκκλησίας μας, για το συμφέρον μας δηλαδή αφού καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του παρόντος και την αβεβαιότητα του μέλλοντος. ΑΜΗΝ!

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΗΘΥΜΝΗΣ

ΛΕΣΒΙΑΚΟ ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ
ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ Γ. Π. ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ,
τ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ


Ο ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΗΘΥΜΝΗΣ, ΚΤΙΤΩΡ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΛΕΙΜΩΝΟΣ

Ο άγιος Ιγνάτιος είναι από τους περισσότερο γνωστούς στο νησί μας τοπικούς αγίους. Ιδιαίτερα, μάλιστα, γνωρίζουν και τιμούν τον άγιο οι χριστιανοί της Ιεράς Μητροπόλεως Μηθύμνης, όπου βρίσκονται τα δύο ιστορικά Μοναστήρια του Αγίου, του Λειμώνος και της Μυρτιδιωτίσσης. Ένδειξη της τιμής αυτής είναι ότι πολλοί στην επαρχία Μηθύμνης έχουν το όνομα του αγίου.


Ο άγιος Ιγνάτιος γεννήθηκε το έτος 1492 στο χωριό Φάραγγα, που δεν υπάρχει σήμερα. Ήταν κοντά στην Καλλονή. Ο πατέρας του Μανουήλ και ο πάππος του Γεώργιος ήταν ιερείς και μάλιστα οφφικιούχοι της Μητροπόλεως Μηθύμνης. Ήταν απόγονοι της μεγάλης οικογένειας των Αγαλλιανών της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ιγνάτιος είχε το βαπτιστικό όνομα Ιωάννης. Αργότερα όταν χειροτονήθηκε, πήρε το όνομα Ιγνάτιος.


Σε ποια σχολή φοίτησε και τι γράμματα έμαθε δεν είναι γνωστό. Είναι Όμως γνωστό ότι είχε και γνώσει πολλές και χαρακτήρα καλόν και κατόρθωσε να επιβληθεί στις συνειδήσεις των χριστιανών, να ακτινοβολεί και με τη διδαχή και με την πίστη και αρετή του σ’ όλα εκείνα τα σκοτεινά χρόνια της σκλαβιάς.


Ήλθε σε γάμο και απέκτησε παιδιά και κατόπιν χειροτονήθηκε ιερεύς και πήρε το οφφίκιο του Σακελλίωνος.


Τότε, κοντά στα άλλα καθήκοντα και ασχολίες του, αντέγραφε βιβλία για να πλουτίσει τη βιβλιοθήκη του και παράλληλα έγραφε ποιήματα, που Φανερώνουν γενικά τη μόρφωσή του.
Φοβερή επιδημία πού έπεσε στο νησί του στέρησε τη γυναίκα και τα παιδιά του. Του έμεινε μόνο ένα παιδί, που αργότερα έγινε μοναχός με το όνομα Μεθόδιος και αυτός συνέχισε το έργο του πατέρα του.


Στη θέση που σήμερα είναι η Ιερά Μονή του Λειμώνος υπήρχε ένα φτωχικό ξωκκλήσι του αρχιστρατήγου Μιχαήλ. Όλο αυτό το μεγάλο κτήμα ανήκε στον πατέρα του Αγίου, όπως και το άλλο, που είναι το σημερινό γυναικείο Μοναστήρι της Μυρσινιώτισσας, που τότε ήταν σχεδόν ερειπωμένο.


Και τα δύο αυτά μεγάλα κτήματα κληρονόμησε ο άγιος Ιγνάτιος από τον πατέρα του, όπως αναφέρεται σε παλαιά έγγραφα της Ι. Μονής Λειμώνος.


Ο άγιος Ιγνάτιος με μεγάλο και θερμό ζήλο αξιοποίησε τα κτήματα αυτά για ιερούς σκοπούς. Με προσωπική του δαπάνη επισκεύασε το ερειπωμένο μοναστήρι της Μυρσινιώτισσας. Με τον ίδιο ζήλο ίδρυσε το μοναστήρι του Λειμώνος και αντί του μικρού ξωκκλησίου του αρχιστρατήγου Μιχαήλ έκτισε λαμπρό ναό, μεγάλο, απαραίτητο για τους πολλούς μοναχούς που είχαν μαζευτεί εκεί αλλά και των πολλών προσκυνητών που ερχότανε στο μοναστήρι.


Για να κατοχυρώσει το μοναστήρι από τις αρπακτικές διαθέσεις των Τούρκων, αλλά και των κακών γειτόνων, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και κατόρθωσε να εκδοθεί Πατριαρχική Πράξη το έτος 1530, και διατάγματα της Τουρκικής Κυβέρνησης (φιρμάνια) με τα οποία κατοχύρωσε τη μοναστηριακή περιουσία.


Μετά την αποπεράτωση του μοναστηριού, τέσσερα μόνο χρόνια τα κυβέρνησε σαν ηγούμενος, από το 1426-1530, γιατί τον επόμενο χρόνο (1531), ενώ βρισκότανε στην Κωνσταντινούπολη τον εξέλεξαν Μητροπολίτη Μηθύμνης, αναγνωρίζοντας «την λαμπροτάτην και ισάγγελον πολιτείαν αυτού».


Όταν ανέλαβε τα επισκοπικά καθήκοντα, αποφασισμένος να δώσει όλες τις δυνάμεις του για τη διοίκηση της Εκκλησίας, αναγκάστηκε να παραδώσει τη Φροντίδα του μοναστηριού στον γιο του μοναχό Μεθόδιο.


Ο βιογράφος του γράφει για τον άγιο ότι ξεχώριζε από όλους για τα θεάρεστα έργα του, τη διδασκαλία του, την πατρική αγάπη, το ενδιαφέρον του για τον καθένα.

Γράφει χαρακτηριστικά: «Πάσα ηλικία και τάξις ανθρώπων είχεν ένα πατέρα, ένα διδάσκαλον, ένα στοχαστικόν σύμβουλον», τον Ιγνάτιο.

Τα μοναστήρια του γιου δεν ήταν μόνο κέντρα ψυχικού ανεφοδιασμού στα δύσκολα εκείνα χρόνια, δεν ήταν μόνο κέντρα ανακούφισης και παρηγοριάς για τους ταλαιπωρουμένους Έλληνες, αλλά και σχολεία που δίδασκαν την ελληνική γλώσσα και ιστορία και κρατούσαν ζωηρή και ανόθευτη την ταυτότητα του γένους μας. Στα σχολεία αυτά και μάλιστα στην περίφημη «Λειμωνιάδα» Σχολή δίδασκε ο ίδιος ο άγιος, ο υιός του Μεθόδιος, ο σοφός Παχώμιος Ρουσάνος και άλλοι σοφοί διδάσκαλοι.


Η σχολή αυτή διατηρήθηκε μέχρι το 1923, που χτίστηκαν και άρχισαν να λειτουργούν τα εκπαιδευτήρια της Καλλονής, που έγιναν και αυτά «τη δαψιλή χoρηγί της Ιεράς Μονής».


Κατά το τέλος του έτους 1563 ο άγιος Ιγνάτιος ζήτησε να παραιτηθεί από το μητροπολιτικό θρόνο της Καλλονής, για να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σαν μοναχός στα μοναστήρια του και τέλος παρέδωκε την αγία ψυχή του στο Θεό στις 14 Οκτωβρίου του έτους 1566. Τον ενταφίασαν με βαθειά θλίψη και με μεγάλες τιμές οι χριστιανοί κάτοικοι όλων των γύρω χωριών στο μοναστήρι της Μυρσινιώτισσας.


Έπειτα από εννέα χρόνια, όταν ήρθε στη Λέσβο ο Πατριάρχης, Αλεξανδρείας Σίλβεστρος, φίλος του αγίου Ιγνατίου, παρά τις εντολές που είχε δώσει ο άγιος να μην ανοιχτεί ο τάφος του, ο Πατριάρχης επέμενε να κάνει ανακομιδή των λειψάνων του και άνοιξε τον τάφο και είδαν τότε να βγαίνει μύρον και άρωμα από τον τάφο και τα οστά, που ήταν ένα ακόμα σημείο της αγιότητάς του.