Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Ο ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟ ΄ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΜΕΝΟΝ ΚΑΙ ΠΡΟΕΙΜΕΝΟΝ'

Για τον Ορθόδοξο Χριστιανό το οικονομικό μας πρόβλημα είναι πρώτιστα πνευματικό, συνδέεται δε με την αποδυνάμωση της πολιτιστικής μας ταυτότητας, κύριο συστατικό της οποίας είναι η Ορθοδοξία. Χαίρω δε, που μου ανετέθη η παρουσίαση της δυναμικής, που ανέπτυξε η Ορθοδοξία στην διαμόρφωση και ιστορική συνέχεια του πολιτισμού μας.
Πολιτισμός είναι η πραγμάτωση του περιεχομένου της ψυχής του ανθρώπου. Αυτό ενσαρκώνεται και αποτυπώνεται στο περιβάλλον του, το οποίο -έτσι- διαμορφώνεται σύμφωνα με την κουλτούρα–καλλιέργεια της ψυχής του. Ορθά ο Arnold Toynbee είπε, ότι «η ψυχή του πολιτισμού είναι ο πολιτισμός της ψυχής». Από τον κανόνα αυτό δεν μπορεί να εξαιρεθεί το δικό μας Έθνος. Ο ελληνικός πολιτισμός καταξιώθηκε σε παγκόσμιο αγαθό και μορφωτικό θησαυρό της Οικουμένης.
Στην ιστορική διαμόρφωση του πολιτισμού μας υπάρχει πνευματική συνέχεια. Θεμελιακό στοιχείο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού είναι, κατά τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα (+235 μ.Χ.), η «ζήτησις της αληθείας», και οδήγησε ιστορικά στην ένωση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό, της ελληνικότητας με την Ορθοδοξία, ως αυθεντική χριστιανικότητα. Η ένωση αυτή, θεανθρώπινη στην ουσία της, παρήγαγε τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό, τον πολιτισμό των Ηρώων και Αγίων μας.
α) Η Ελληνική Εκκλησία ήδη από τον β - γ αἰώνα, αναδείχθηκε σε παράγοντα και φορέα του Ελληνικού πολιτισμού (γλώσσας, παιδείας, τέχνης, λαϊκού βίου κ.λπ.), που μεταλαμπαδεύθηκε και σε όλους τους Ορθόδοξους Λαούς στα όρια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στην προχριστιανική και χριστιανική εκδοχή της (αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης). Οι λαοί καλούνται ολόκληροι, με όλη την κοινωνική δομή τους, στο Κυριακό σώμα. Αυτό συνέβη και με το Ελληνικό Έθνος, το οποίο βαθμιαία εισήλθε ολόκληρο στην Εκκλησία, μεταμορφώνοντας τις κοινωνικές και πολιτιστικές δομές και εκφράσεις του με την αναγέννησή του στους κόλπους της.
Κύριο στοιχείο του Ορθοδόξου πολιτισμού είναι η ζήτηση Χάρης, λόγω της πίστεως στην ανάγκη της Χάρης για την πραγμάτωση του ανθρώπου ενδοϊστορικά και αιώνια. Ο Ορθόδοξος Έλληνας (Ρωμηός) ζει μόνιμα με την αίσθηση της παρουσίας του Ακτίστου στη ζωή του και με την προσδοκία του θαύματος, το οποίο είναι η εγκυρότερη επιβεβαίωση της θείας παρουσίας. Στην ελληνική γλώσσα η αξία η απαξία του ανθρώπου προσδιορίζεται με βάση τη θεόνομη σχέση. Έτσι λέμε: θεοφοβούμενος, αθεόφοβος, θεομπαίκτης η «δεν έχει Θεό μέσα του», διότι η ενοίκηση του Θεού ισχύει στη συλλογική λαϊκή συνείδηση ως στοιχείο καταξίωσης του ανθρώπου. Έτσι, αποβαίνει ο ορθόδοξος πολιτισμός βίωση της προτεραιότητας του προσώπου, ως ετερότητας και ελευθερίας, στα όρια της εν Χριστώ κοινωνίας.
Η εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος αποτελεί μια πλευρά ιστορίας του πολιτισμού της χώρας (Kulturgeschichte). Όλα τα πολιτισμικά άγαθά μας εξελίχθηκαν υπό την επίδραση του Χριστιανισμού. Οι μορφές και εκφράσεις του Ελλαδικού πολιτισμού, έλαβαν περιεχόμενο χριστιανικό, ακόμη και όλες οι επιβιώσεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Η Εκκλησία, άλλωστε, χρησιμοποίησε και στην περίπτωση της Ελλάδος τις πολιτιστικές εκφράσεις για την εκχριστιάνιση του λαϊκού βίου. Καρδιά του ελληνικού πολιτισμού έγινε η δύναμη του φωτισμού και της θέωσης. Ο,τι συνεπώς χαρακτηρίζεται εκ των υστέρων «πολιτιστική δημιουργία» δεν είναι παρά φανέρωση της ζυμωμένης μέσα στη Χάρη ελληνικής υπάρξεως. Η ιστορία της Ελληνικής Εκκλησίας έγινε σημαντικότατο κεφάλαιο της ιστορίας του Ελληνισμού και σπονδυλική στήλη της εθνικής επιβιώσεως και διαχρονικής παρουσίας του.
β) Εκκλησία και εθνικός ελληνικός βίος: Η αναγεννητική διασύνδεση Ελληνισμού και Χριστιανισμού υπήρξε ευεργετική για το Ελληνικό Έθνος, το οποίο μέσα στη νέα αυτή συζυγία του με το Ευαγγέλιο του Χριστού, απέκτησε στην ιστορική του πορεία μια νέα ταυτότητα, συνεχίζοντας τη μεγαλουργία του με ένα νέο τρόπο και έκφραση. Κατά τον αείμνηστο ιστορικό, διδάσκαλό μας, Γεράσιμο Κονιδάρη, «η ημετέρα Εκκλησία, εκτός της γλώσσης και του δικαίου, αποτελεί τον πλέον ζωντανόν σύνδεσμον του δισχιλιετούς εν τη Ορθοδοξία παρελθόντος της Ελλάδος ... μετά του παρόντος».
Η θρησκευτική και εθνική ενότητα των Ελλήνων εξασφαλίζεται με την αδιατάρακτη εκκλησιαστική συνέχεια, κυρίως σε μη ομαλές ιστορικές περιόδους του Γένους (δουλεία). Το λεγόμενο, ότι η εκκλησιαστική κοινωνία λειτουργεί ιστορικά ως «κιβωτός» του Έθνους συνιστά ιστορική πραγματικότητα, μη επιδεχομένη αμφισβήτηση. Το Έθνος σώζεται μέσα στην Εκκλησία-Ορθοδοξία και γι’ αυτό οι όροι «τουρκεύω»και «φραγκεύω» στις περιπτώσεις αλλαξοπιστίας δεν σημαίνουν μόνον αλλαγή θρησκευτικού, αλλά και εθνικού φρονήματος, δηλαδή αφελληνισμό. Αυτό όμως δείχνει τη συνείδηση ταυτίσεως εθνικού και εκκλησιαστικού φρονήματος, η απώλεια δε του δευτέρου, ως θεμελιώδους ψυχογραφικού στοιχείου, επιφέρει και την απώλεια του πρώτου. Και αυτό ισχύει σε κάθε εποχή.
Στα όρια της εκκλησιαστικής κοινωνίας το ορθόδοξο αίσθημα στον ελλαδικό χώρο εναρμονίσθηκε με τη συνείδηση της καταγωγής. Έτσι, το εθνικό φρόνημα, ως ελληνορθοδοξία, σώζεται διαχρονικά ακμαίο στον εκκλησιαστικό χώρο. Μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα λειτουργεί, σ’ όλη τη βυζαντινή περίοδο, η ελληνική εθνική συνείδηση, εναρμονιζόμενη με την ευρύτερη υπερφυλετική συγγένεια, τη ρωμαίικη, με ακατάλυτο ενωτικό σύνδεσμο τη χριστιανική πρωτεύουσα του οικουμενικού Ελληνισμού, την Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη.
Βασικός όμως παράγων του πολιτισμού μας απέβη και η διαφοροποίηση, στην πορεία του χρόνου, της Δύσεως από την ορθόδοξη Ανατολή. Η συνειδητοποίηση, μέσω πατερικών μορφών, όπως ο Μέγας Φώτιος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός η οι Κολλυβάδες πατέρες, της καθολικής αλλοτριώσεως της χριστιανικής Δύσης, και ο παρατεινόμενος «άντιδυτικισμός» της ησυχαστικής ανθενωτικής παραδόσεως, συνέβαλε στη συνεχή αφύπνιση της συνειδήσεως του Ελληνικού Έθνους για την ιδιαιτερότητα και πολιτιστική αυθυπαρξία του Ελληνισμού από τον η αίώνα (Καρλομάγνος) έως σήμερα. Αν δε η Εκκλησία υπήρξε πάντοτε πολύτιμο καταφύγιο του εμπερίστατου Έθνους/Γένους, οι Μονές, λειτουργώντας ως κολυμβήθρες συνεχούς αναβαπτισμού του Έθνους, υπήρξαν -και υπάρχουν μόνιμα- πηγή συνοχής εθνικής και άντλησης παντοίων δυνάμεων.
Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να κατανοηθεί και ερμηνευθεί η γένεση και εκκλησιαστική συντήρηση της Μεγάλης Ιδέας του Γένους, η οποία όμως δεν έχει μόνο εθνικό χαρακτήρα, αλλά τελικά ταυτίζεται με την οικουμενική εν Χριστώ αποστολή του. Το υπόβαθρο της Μεγάλης Ιδέας δεν είναι επεκτατικό-πολιτικό, αλλά πνευματικό-εκκλησιαστικό, ως όραμα της ενότητας της πίστεως και εν Χριστώ κοινωνίας. Είναι η συνείδηση της οικουμενικής ευθύνης και αποστολής του ορθοδόξου Ελληνισμού, αλλά και το μόνιμο χρέος του Ελληνισμού ως φωτιστού της Οικουμένης. Η συναισθηματική σύνδεση του Γένους με την «Πόλιν των Ελλήνων», την Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη, απόλυτο στόχο κάθε αναθερμάνσεως του μεγαλοϊδεατισμού του, στην πλατιά λαϊκή συνείδηση δεν μπορεί να λάβει ποτέ νοηματοδότηση φυλετική, αλλ’ εκείνη που είχε στη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας έως τον ιθ αί., στη συνείδηση των Κολλυβάδων και των πνευματικών τους τέκνων, νόημα δηλαδή εκκλησιαστικό-οικουμενικό.
Έτσι κατανοείται και η αστασίαστη παρουσία του Ράσου στους αγώνες του Γένους/Έθνους για την ανάκτηση η διατήρηση της ελευθερίας του. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, πνευματικά και πολιτικά, σε μεγάλο μέρος, υπήρξε έργο της Εκκλησίας. Πρωταρχικός, βέβαια, στόχος του ορθοδόξου Κλήρου δεν είναι η διάσωση της ιστορικής διαστάσεως του Έθνους, αλλά η ένταξή του στο Κυριακό σώμα για την εν Χριστώ ολοκλήρωσή του.
Επειδή όμως η εξωτερική ελευθερία συνάπτεται στην Ορθοδοξία με την εσωτερική (απελευθέρωση της καρδιάς από τη δουλεία των παθών), η Εκκλησία διασώζει μόνιμα μια θεολογία ελευθερίας, που νομιμοποιεί την ηγετική παρουσία του Κλήρου και στους ιερούς (αμυντικούς και απελευθερωτικούς) του Έθνους αγώνες. Ακριβώς δε τα γεγονότα της Ελληνικής Επαναστάσεως «εδικαίωσαν τον χαρακτηρισμόν της Εκκλησίας μας ως Εκκλησία της Αναστάσεως» (Γεράσιμος Κονιδάρης). Η ορθόδοξη πίστη και η δυναμική της στη συνείδηση του Έθνους αποτελεί και σήμερα τον ισχυρότερο και βαθύτερο δεσμό, που στηρίζει την ενότητά του, στον εκκλησιαστικό δε χώρο σώζεται πάντα ο αγνότερος πατριωτισμός.
γ) Η ζωη και το πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας διαμορφώνουν επί αιώνες την ελληνική κοινωνία, ασκώντας εύεργετική επιρροή σ’ αυτήν, κυρίως, μέσω της λατρείας, στην οποία διαπλάσσεται κυριολεκτικά η ζωή και συνείδηση του λαϊκού σώματος. Το ορθόδοξο ήθος μορφώνεται στα όρια της λατρείας, διαποτίζοντας τη συλλογική ελληνική ύπαρξη. Το λαϊκό (ελληνικό) ήθος είναι στην ουσία του ευχαριστιακό, ως οργανική συνέχεια της λατρείας, «λειτουργία μετά τη λειτουργία», ως αγώνας για τη μεταμόρφωση της σωματικότητας εις «θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ» (Ρωμ. 12,1), και της καθημερινότητας σε λατρεία αγάπης, αμοιβαιότητας, θυσίας (ελληνικό φιλότιμο).
Η Εκκλησία εξασφάλιζε κοινωνικά το πλαίσιο αναπτύξεως σύνολης της ζωής, στη λειτουργική σύναξη, η οποία συνήθως περιλαμβάνει οριακά όλο το χωριό-κοινότητα. Η «ενορία», στην αγροτική προπάντων κοινωνία, διασώζει ακόμη και το ορθόδοξο ήθος ως καθολική στάση ζωής. Η ενοριακή-λατρευτική σύναξη είναι η μόνη, που δεν διακόπηκε ποτέ στην πορεία του Γένους. Η λατρεία όμως ορθόδοξα δεν μένει ποτέ απλή θρησκευτική έκφραση (πρβλ.Πραξ. 2,42 ε., 4,32 ε.), αλλ’ είναι προπάντων κοινωνικό γεγονός. Τα εκκλησιαστικά μυστήρια (βάπτισμα, γάμος, ευχέλαιο), αλλά και η νεκρώσιμος Ακολουθία (κηδεία), όπως και τα εκκλησιαστικά πανηγύρια στις μνήμες των Αγίων, ασκούν κοινωνική δυναμική, ως φυσικές και αβίαστες λαοσυνάξεις.
Τα λείψανα των αγίων, με την αφθαρσία και τα θαύματά τους, ασκούν μόνιμη πνευματική επιρροή στο Λαό, ως και οι γνωστές θαυματουργές άγιες εικόνες. Γι’ αυτό τα ιερά προσκυνήματα αποβαίνουν σημαντικοί παράγοντες ενότητας στο Έθνος, σε μια βάση μάλιστα καθολικά αστασίαστη. Οι εκκλησιαστικές πανηγύρεις σε ναούς λαοφιλών Αγίων, με πανορθόδοξη ακτινοβολία μάλιστα, όπως η Παναγία (Τήνος, Σουμελά, Εκατοντπυλιανή Πάρου, Προυσιώτισσα), ο άγιος Δημήτριος (Θεσσαλονίκη), οι Άγιοι της Επτανήσου (Σπυρίδων, Γεράσιμος, Διονύσιος), ο άγιος Νεκτάριος (Αίγινα) κ.λπ. λειτουργούν εθνικά και πανενωτικά, ως ουσιαστικός ενωτικός παράγοντας, ακόμη και στην εποχή μας. Ίδιαίτερα δε οι Μονές, ως μόνιμα προσκυνήματα του Λαού, συντελούν στη διαρκή θέρμανση του φρονήματος, με την πνευματική προσφορά τους (εξομολόγηση, πνευματική καθοδήγηση), τη διδασκαλία (ιδίως στην περίοδο της δουλείας–«κρυφό σχολειό»), τις συλλογές χειρογράφων και εντύπων (επιστημονικά κέντρα)και τη συντήρησή τους σε βιβλιοθήκες, αναγνωριζόμενες καθολικά ως ανεκτίμητα θησαυροφυλάκια της ανθρώπινης σοφίας.
Η κοινωνική όμως δυναμική της Εκκλησίας είναι δυνατόν να εκτιμηθεί και στατιστικά-ποσοτικά με τη μελέτη των βασικών εξωτερικεύσεων του λαϊκού πνεύματος (παραδόσεις, παραμύθια, έθιμα, συνήθειες), που αποτυπώνουν την ηθικοθρησκευτική συνείδηση και θεόνομη έκφραση του Λαού. Η Εκκλησία, εξ άλλου, μερίμνησε μέσω των φωτεινών εκπροσώπων της τη διακρή και ζώσα επικοινωνία με το Λαό. Έτσι, ήδη τον ις αἰ. ανταποκρίθηκε στην Εθναρχική αποστολή της και ενώ στη λατρεία διατηρήθηκε η καθιερωμένη γλωσσική μορφή (μόνιμος ζωντανός σύνδεσμος με την παράδοση και τις πηγές), στο κήρυγμα, κατά κανόνα, χρησιμοποίησε τη δημώδη.
Αλλά και όσον αφορά στις οικονομικές σχέσεις, το κοινωνικό πνεύμα της Ορθοδοξίας σωζόμενο στην παράδοσή της ως κοινοτισμός, διαποτίζει τη ζωή σύνολη του Έθνους, προσφέροντας τη μοναστική Ενορία ( το μοναστήρι), ως πρότυπο (μοντέλο) κοινωνικής συσσωματώσεως. Από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες διαμορφώθηκε στον Ελληνικό κόσμο ένα κοινωνικό πρότυπο «μέσα από τη σύνθεση των αρχαίων ελληνικών «κοινών» και των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων» (Louis Bréhier). Τον δ αἰ. ο Μ. Βασίλειος, εξ άλλου, οργάνωσε το μοναστήρι κοινοβιακά, προσφέροντας μόνιμη έκφραση κοινωνικής υπάρξεως, αλλά και μόνιμο κοινωνικό πρότυπο στη διαχρονική πορεία του Ορθοδόξου Γένους.
Ο Ναός απέβη, έτσι, κέντρο της κοινωνικής ζωής, κάτι ανάλογο με το «Καθολικόν» στη μοναστική ενορία-αδελφότητα. Η θέαση δε της ζωής ως ενιαίας και αδιάσπαστης ενότητας και ολότητας, χωρίς διάσταση ανάμεσα στη θρησκευτική και την κοινωνική-πολιτική σφαίρα, θα ισχύει καθολικά και απαράβατα στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή κοινωνία. Η ισορροπία όμως αυτή θα διαταραχθεί με την εισβολή του πνεύματος αυτονομήσεως του κοινωνικού χώρου από το τέλος της Τουρκοκρατίας, ως καθαρά δυτική επίδραση.
Η Εκκλησία με το κήρυγμά της ενίσχυε τον κοινοτικό θεσμό, ως θεμελιακό παράγοντα στην επιβίωση του Γένους (συναδέλφωση του Λαού), αλλά και πεδίο μοναδικό για την πολιτική έκφραση της κοινωνικής δυναμικής. Σημαντική δε προέκταση του κοινοτικού θεσμού υπήρξε η διαμόρφωση της οικονομικής ζωής με τη μορφή των συντεχνιών και των ποικίλων σωματειακών συσπειρώσεων και συσσωματώσεων εμπορικού χαρακτήρα. Η συχνή χρήση στις περιπτώσεις αυτές του όρου «’αδελφότης» φανερώνει την εκκλησιαστική επίδραση, αφού άλλωστε κάθε συντεχνιακή συσσωμάτωση είχε τον προστάτη Άγιό της και πανηγύριζε (λειτουργικά) στη μνήμη του. Την ακατάλυτη αυτή διασύνδεση Ορθοδοξίας και Κοινοτισμού διακήρυξε ο Ίων Δραγούμης, ο θεωρητικός του νεοελληνικού πολιτισμού: Όπου βρεθούνε δέκα Ρωμιοί φτειάνουν κοινότητα. Συνάζουν πρώτα χρήματα για την εκκλησιά. Άμα τη χτίσουνε, φέρνουν παπά. Έπειτα και τις γυναίκες τους. Ύστερα, με τους δίσκους της εκκλησιάς, συνάζουν χρήματα και φτειάνουνε σκολειό... Ο Ελληνισμός είναι μια οικογένεια από Ελληνικές κοινότητες...».
δ) Μεγαλεπήβολη όμως αποδεικνύεται και η επίδραση του εκκλησιαστικού χώρου στην καλλιτεχνική δημιουργία του Ελληνικού Λαού, σε κάθε έκφραση της Τέχνης. Εκκλησιαστικά η Τέχνη νοηματοδοτείται ως φανέρωση του «έσω ανθρώπου», του περιεχομένου της καρδίας. Η κατάφαση όμως της Τέχνης, σε όλες τις μορφές της από την Εκκλησία συνιστά συγχρόνως και εν Χριστώ ανανοηματοδότηση και μεταμόρφωσή της, αφού παύει να είναι αυτοσκοπός, μεταβαλλόμενη σε ποιμαντικό μέσο διακονίας και αγιασμού του ανθρώπου και του κόσμου. Και αυτό γίνεται πρώτα με τη λειτουργική καταξίωση των μορφών της καλλιτεχνικής δημιουργίας και ιδιαίτερα με την υμνογραφια, την εικονογραφία και τη μουσική, προσφέροντας λαλήματα, οράματα και ακούσματα, που διεισδύουν στην καθημερινότητα και τη διαποτίζουν.
Έπειτα με την επέκταση του ύφους και του ήθους της εκκλησιαστικής καλλιτεχνικής δημιουργίας στον κοινωνικό χώρο. Κυρίως η μουσική του λαϊκού κοινωνικού βίου διέσωζε επί αιώνες την ταύτισή της με τη λειτουργική μουσική της Εκκλησίας, δημιουργώντας έτσι συνείδηση ενότητας του εθνικού βίου. Η ενότητα αυτή σήμερα διατηρείται κυρίως με τη λεγόμενη «δημοτική» μουσική, που είναι στην ουσία λαϊκή και γι’ αυτό εθνική. Είναι δε αξιοπρόσεκτο το γεγονός, ότι η αναγέννηση της μουσικής τέχνης και δημιουργία καθαρά εθνικής-κοσμικής (Μ. Καλομοίρης, Μ. Χατζηδάκης, Μ. Θεοδωράκης κ. α.) αναζήτησε πάλι τα πρότυπά της στην εκκλησιαστική («βυζαντινή») μουσική και στη μουσική των δημοτικών τραγουδιών, δηλαδή στην ενιαία εθνική μουσική παρακαταθήκη.
Εξ ίσου όμως ενδεικτική για την εκκλησιαστική δυναμική στη λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία είναι η λογοτεχνία, και μάλιστα η ποίηση. Το δημοτικό τραγούδι δείχνει καθαρά αυτή τη σχέση και τη διασύνδεση αρχαιοελληνικού και ορθοδόξου στοιχείου. Το στοιχείο της πίστεως αναδύεται κυρίως στην αντιπαράθεση με τους «αθέους Αγαρηνούς» και στον αγώνα της «ευσεβούς των Χριστιανών πίστεως» κατά των «απίστων». Το ηρωϊκό πνεύμα, στρεφόμενο κατά του Ισλάμ, αναζητεί συχνά στο χώρο της ορθόδοξης πίστεως δυνάμεις αντιστάσεως για την υπέρβαση της μοιρολατρίας. Γενικά η λαϊκή δημιουργία μας είναι Χριστοκεντρική. Η εκκλησιαστική επιρροή δεν περιορίζεται στη ζωγραφική η τη μουσική, αλλά εκτείνεται και στην ξυλουργική, την ξυλογλυπτική, την αργυροχοΐα και χρυσοχοΐα, που έχουν να παρουσιάσουν πλούσια παραγωγή όχι μόνο για τη λειτουργική χρήση, αλλά και για τον καθημερινό βίο, με παραστάσεις και θέματα εμπνεόμενα συχνά από τη ζωή της Εκκλησίας.
ε) Στη χαλάρωση της συζεύξεως, αν όχι και στην αποσύνδεση -σε κάποιες περιπτώσεις- Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, συμβάλλουν δραστικά οι διάφορες θρησκευτικές προπαγάνδες και πολιτικοκοινωνικές ιδεολογίες, που κατά τους τελευταίους αιώνες εισβάλλουν κατά συρροή στον ελλαδικό χώρο. Αληθινή επιβίωση της παραδόσεως είναι δυνατή μόνο εκεί, όπου σώζεται η συνέχεια του τρόπου ζωής, που διαμόρφωσε η πατερική Όρθοδοξία. Όταν αδρανούν τα ορθόδοξα κριτήρια, η Ορθοδοξία εκλαμβάνεται εύκολα ως σύνολο θρησκευτικών εθίμων, αναγκαίων για τη διάσωση του εθνικού φρονήματος. Ο πολιτισμός μας σήμερα είναι «το κινδυνευόμενον».
Με την παράδοσή μας στην Ευρώπη και την γραικυλική αυτοϋποδούλωσή μας στον πολιτισμό της ανατρέπεται η πατερική ισορροπία στη σύζευξη Ελληνισμού-Χριστιανισμού, μολονότι στο θέμα αυτό παρατηρείται σαφής αντίθεση ανάμεσα στη λογιοσύνη και το ευρύ λαϊκό στρώμα, που συνεχίζει εν πολλοίς να δηλώνει εμμονή στην πίστη του. Είναι όμως γεγονός, ότι η μικροαστική κοινωνία χριστιανικά, έχει τραφεί με το πνεύμα του δυτικού ευσεβισμού, στο οποίο το πατερικό ιδανικό του «θεουμένου» (Αγίου) έχει ουσιαστικά υποχωρήσει προς όφελος του δυτικά θεωρουμένου «χρηστού πολίτη» και στην ουσία ευχρήστου από την μόνιμα φράγκικα προσανατολισμένη εξουσία, δηλαδή του ανθρώπου «ρομπότ» κατά τον όσιο π. Ιουστίνο Πόποβιτς.
Μόνιμες φυγόκεντρες τάσεις διακρίνονται και στο χώρο της Τέχνης, ήδη από τον ιθ αἰώνα, που τροφοδοτούν το λαό με ακούσματα, αναιρετικά της εθνικής μουσικής παραδόσεως, προερχόμενα από τη Δύση. Ο ελληνισμός ήδη από την απώτατη αρχαιότητά του, είναι ανοικτός σε όλο τον κόσμο, καταφάσκοντας την πολιτισμική ετερότητα και προσλαμβάνοντας από αυτήν ομοούσια στοιχεία προς την δική του πολιτισμική ταυτότητα, που συντελούν στην διάσωση και αύξησή της. Είναι γνωστή η επισήμανση του Πλάτωνος στην Επινομίδα του: «Ο,τι περ Έλληνες βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τούτο εις τέλος εξεργάζονται».
Από τα τέλη όμως της Τουρκοκρατίας άνοιξαν όλες οι κερκόπορτές μας από τους δυτικόπληκτους –ευρωπαϊστές μας –κατά Ζουράρη ευρωλιγούρηδες- και μετακενώνονται συνεχώς αυτούσια στοιχεία του ευρωπαϊκού χώρου, γεννήματα μιας διαφορετικής διαχρονικής πολιτιστικής διαδικασίας, που νοθεύουν την ελληνορθόδοξη πολιτιστική παράδοση και τελικά την αναιρούν, υποκαθιστώντας τα συστατικά της. Και αυτό λόγω της καλλιεργούμενης, κυρίως στο χώρο της εκπαίδευσης, ευρωμανίας, συνέπεια της οποίας είναι και η από το 1833 αρξαμένη ευρωπαϊκή/φραγκική κατοχή στη χώρα μας, την κορύφωση της οποίας ζούμε σήμερα ως Έθνος. Λόγω της οικονομικής καταρράκωσης η κατοχή γίνεται σήμερα περισσότερο αισθητή.
Ο εκκλησιαστικός μας όμως χώρος, από τη φύση του, και λόγω της παράδοσής του, έχει τη δύναμη να αποτρέψει την πολιτιστική αλλοτρίωση του Έθνους, που συνδέεται άμεσα με την πνευματική και υπαρκτική διάλυσή του , μέσα στην νεοεποχίτικη χοάνη. Τη δύναμη αυτή διασώζει και σήμερα η Εκκλησία μας, στα πρόσωπα των αξίων και γνήσια Ορθοδόξων εκπροσώπων της. Αυτοί οι γνήσιοι ηγέτες μας, μαζί με το ορθόδοξο λείμμα του λαού μας, μπορούν να αντιμετωπίσουν την νεοεποχίτικη –και φραγκοκατασκευασμένη- Ηγεσία της Χώρας μας.