Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025

Οι Αγιοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος

 

Οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος

– Ο Απόστολος Πέτρος

Ο κορυφαίος αυτός Απόστολος του Χριστού ήταν Ιουδαίος και ονομαζόταν Σίμων. Γεννήθηκε στην μικρή και άσημη πόλη τη Βησθαϊδά. Ο Πατέρας του ονομαζόταν Ιωνάς. Έζησε σε αφάνταστη φτώχεια και στερήσεις. Όμως μεγάλωσε σε περιβάλλον ευσέβειας. Οι γονείς του ανήκαν στους λιγοστούς πιστούς ευσεβείς Ιουδαίους της εποχής τους, οι οποίοι περίμεναν εναγώνια τον Μεσσία και την μεσσιανική εποχή κατά την οποία θα τερματίζονταν η κακοδαιμονία της ανθρωπότητας. Αυτή την πίστη και την ευσέβεια μετέδωσαν στα παιδιά τους. Γράμματα έμαθε ελάχιστα, προφανώς γνώριζε μόνο γραφή και ανάγνωση. Αδελφός του υπήρξε ο πρωτόκλητος Ανδρέας.

Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Πέτρος νυμφεύτηκε την κόρη του Αριστοβούλου, ανεψιά του Αποστόλου Βαρνάβα, σε αντίθεση με τον Ανδρέα, ο οποίος δεν νυμφεύτηκε ποτέ. Έκαμε δύο παιδιά, ένα γιο και μια κόρη, των οποίων αγνοούμε τα ονόματα. Αγνοούμε επίσης και το όνομα της συζύγου του. Εγκαταστάθηκε στο σπίτι του πεθερού του στην Καπερναούμ και ασκούσε μαζί με τον αδελφό του Ανδρέα, το επάγγελμα του ψαρά στην παρακείμενη λίμνη της Γεννησαρέτ.


Μετά την σύλληψη του Ιωάννου του Βαπτιστού, ο Κύριος πήγε στα μέρη της Γαλιλαίας, στις περιοχές γύρω από την μαγευτική λίμνη, για να κηρύξει το ευαγγέλιο της σωτηρίας του κόσμου. Εκεί συνάντησε τους περισσότερους από τους μαθητές του, ψαράδες το επάγγελμα, τους οποίους κάλεσε να γίνουν στο εξής «αλιείς ανθρώπων» (Ματθ.4,20), συνεργοί Του στο έργο της σωτηρίας του κόσμου.

Ο ενθουσιώδης και ευσεβής Πέτρος πέταξε τα δίχτυα από τους πρώτους και Τον ακολούθησε πιστά. Λόγω του δυναμικού χαρακτήρα του και της ιδιαίτερης αφοσίωσής του στον Κύριο αξιώθηκε να έχει το προβάδισμα έναντι των άλλων αποστόλων και να ομιλεί συχνά εκ μέρους αυτών. Ομολόγησε πρώτος ότι ο Χριστός είναι «ο Υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ.16:17). Ο Κύριος εξετίμησε αυτή την ομολογία, και τον διαβεβαίωσε πως πάνω σε αυτή την ομολογία πίστεως «οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν» (Ματθ.16,18).

Ακολούθησε το Χριστό πιστά σε όλη την τριετή δράση Του. Την ώρα της σύλληψής Του αντέδρασε βίαια. Τον ακολούθησε επίσης γεμάτος αγωνία και θλίψη στο ανίερο δικαστήριο του ιουδαϊκού ιερατείου, παρ’ όλο ότι σε μια στιγμή αδυναμίας και φόβου Τον αρνήθηκε, έστω και λεκτικά και γι’ αυτό μετάνιωσε πικρά και έκλεγε σε όλη του τη ζωή (Ματθ.26,75).

Αξιώθηκε να δει από τους πρώτους το κενό μνημείο και να διαπιστώσει την Ανάσταση του Χριστού. Το συγκλονιστικό αυτό το γεγονός τον μεταμόρφωσε κυριολεκτικά. Το φλογερό του κήρυγμα την ημέρα της Πεντηκοστής έκαμε  να πιστέψουν τρεις χιλιάδες ψυχές, να βαπτιστούν και να ιδρυθεί έτσι η ιστορική επίγεια Εκκλησία του Χριστού.

Κατόπιν η ζωή και η δράση του υπήρξε θαυμαστή. Κήρυξε με ζήλο και θάρρος στην Παλαιστίνη και εδραίωσε την Εκκλησία. ’πειρα επίσης θαύματα έκανε για τη δόξα του Χριστού. Για την όλη δράση του διώχτηκε σκληρά από τους ομοφύλους του. Κατόπιν πήγε στη Αντιόχεια και ίδρυσε εκεί την τοπική Εκκλησία, μια από τις σημαντικότερες πρωτοχριστιανικές κοινότητες. Ύστερα περιόδευσε την Γαλατία, την Καππαδοκία, την Βιθυνία, τον Πόντο, την Ελλάδα. Υπάρχουν πληροφορίες ότι έμεινε για πολύ στην Κόρινθο, κηρύττοντας και νουθετώντας.

Στην ορθόδοξη παράδοσή μας δεν υπάρχουν πληροφορίες για το τέλος του μεγάλου αυτού Αποστόλου. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι γέρος και κατάκοπος βρήκε μαρτυρικό θάνατο στην Αντιόχεια.

Υπάρχει βέβαια και η παράδοση Ρωμαιοκαθολικών περί μεταβάσεως του Πέτρου στη Ρώμη. Την παράδοση αυτή πολλοί ορθόδοξοι μελετητές την αμφισβητούν, διότι στηρίζεται σε μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα κείμενα, τις λεγόμενες «Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις», τις οποίες εφεύραν οι παπικοί προκειμένου να στηρίξει το παπικό πρωτείο εξουσίας σε ολόκληρη την Εκκλησία.

Σύμφωνα με αυτή την παράδοση ο Πέτρος κατέληξε στην πολυάριθμη πρωτεύουσα της απέραντης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την Ρώμη. Ίδρυσε την τοπική εκκλησία και έγινε ο πρώτος επίσκοπός της. Κήρυττε νυχθημερόν στη μεγάλη πόλη και κατόρθωσε να μεταστρέψει πλήθος κατοίκων στον Χριστιανισμό. Την ίδια εποχή βρισκόταν στη Ρώμη και ο διαβόητος Σίμων ο μάγος, γνωστός από τις Πράξεις των Αποστόλων (κεφ. 8:9). Εκεί με τις διάφορες μαγγανείες και τα μαγικά κόλπα προκαλούσε τον θαυμασμό του πλήθους και γι’ αυτό απέκτησε πολλούς οπαδούς. Όμως βρήκε μπροστά του τον αληθινό άνθρωπο του Θεού, τον Απόστολο Πέτρο, ο οποίος με σειρά θαυμάτων ξεσκέπασε τον απατεώνα μάγο, τον απέδειξε ως συνεργό των δαιμόνων και φανέρωσε την ανίκητη δύναμη του αληθινού Θεού.

Στα χρόνια εκείνα βασίλευε στη Ρώμη ο παράφρονας Νέρων, ένας από τους πιο μισητούς και αιμοδιψείς δικτάτορες της ιστορίας. Προκειμένου να αποποιηθεί από το προσωπικό του έγκλημα για την πυρπόληση της Ρώμης, το απέδωσε στους Χριστιανούς. Για να γίνει πιστευτός, κήρυξε σκληρό διωγμό κατά της νέας πίστεως. Χιλιάδες Χριστιανοί συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε φρικτά μαρτύρια και στο θάνατο.

Ο Πέτρος, ένα από τα κορυφαία μέλη της Εκκλησίας που παρεπιδημούσε στη Ρώμη, έγινε ο κυριότερος στόχος των διωκτών. Γι’ αυτό και έκρινε σκόπιμο να φύγει κρυφά από την πόλη και να γλιτώσει. Καθώς βάδιζε βιαστικά την περίφημη Απία οδό είδε μπροστά του τον Κύριο, ο Οποίος τον ρώτησε «Quo Vadis?» δηλαδή «που πηγαίνεις;». Τότε ο ένθερμος Απόστολος κατάλαβε πως η φυγή του αυτή ισοδυναμούσε με νέα άρνηση του Χριστού. Γι’ αυτό με δάκρυα στα μάτια γύρισε πίσω και συνελήφθη και καταδικάστηκε σε σταυρικό θάνατο. Όταν οδηγήθηκε στο μαρτύριο παρακάλεσε τους δημίους του να τον σταυρώσουν ανάποδα, με το κεφάλι προς τα κάτω, διότι όπως είπε δεν θεωρούσε τον εαυτό άξιο να σταυρωθεί σαν τον αγαπημένο Δάσκαλο και Θεό του! Έτσι παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Χριστό, το δε αγιασμένο λείψανό του το περιμάζεψαν οι πιστοί και το έθαψαν σε τόπο έξω από την πόλη. Η σεπτή του μνήμη εορτάζεται στις 29 Ιουνίου, μαζί με τον κορυφαίο απόστολο Παύλο.

Ο Απόστολος Πέτρος έγραψε δύο Καθολικές Επιστολές. Αυτές, η μεν πρώτη απευθύνονταν στους Χριστιανούς του Πόντου, της Γαλατίας, της Καππαδοκίας, της Ασίας και της Βιθυνίας, η δε δεύτερη σε όλους τους Χριστιανούς. Μέσα από αυτές προσπαθεί να στηρίξει τους πιστούς στις θλίψεις που υφίστανται εξ’ αιτίας της πίστη των στον Ιησού Χριστό.

– Ο Απόστολος Παύλος

Ο μέγας Απόστολος των Εθνών Παύλος δεν ανήκε στη χορεία των δώδεκα Αποστόλων. Δε γνώρισε τον Κύριο όσο ζούσε στη γη, αλλά αποκαλύφτηκε κατόπιν σε αυτόν και κλήθηκε να γίνει απόστολός Του, όντας αυτός πολέμιος της Εκκλησίας.

Η Εκκλησία μας χαρακτήρισε τον Απόστολο Παύλο ως τον «Πρώτον μετά τον Ένα», δηλαδή τον σημαντικότερο άνδρα επί γης μετά τον Χριστό και ως το «πολύτιμο σκεύος Χριστού». Δίκαια, διότι ο μέγας αυτός Απόστολος προσέφερε στην Εκκλησία του Χριστού τις πιο ανεκτίμητες υπηρεσίες της ιστορίας Της! Αυτός είναι ο ουσιαστικός θεμελιωτής Της στα έθνη, ως τα πέρατα της οικουμένης!

Τις πληροφορίες για τον βίο και το έργο του μεγάλου Αποστόλου αντλούμε από το βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων» και από τις Επιστολές του, αλλά και από άλλες αρχαιότατες εξωβιβλικές μαρτυρίες. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα εξής χωρία: Πραξ.9,1-29, 22,3-21,26,9-20, Γαλ.1,13-24, A΄Κορ.15,8, Εφ.3,8, Φιλιπ.3,12, κλπ. Το ιεραποστολικό του έργο περιγράφεται στα κεφάλαια 13ο  28ο του βιβλίου των «Πράξεων των Αποστόλων».


Γεννήθηκε γύρω στο 15 μ.Χ. στην Ταρσό της Κιλικίας από Iουδαίους γονείς, οι οποίοι κατάγονταν από την φυλή του Βενιαμίν. Ονομαζόταν Σαούλ ή Σαύλος και επίσης είχε και το ρωμαϊκό όνομα Παύλος. Οι εύποροι γονείς του έδωσαν στον φιλομαθή γιο τους υψηλή παιδεία. Επίσης το αξιόλογο ελληνιστικό πνευματικό κλίμα της Ταρσού επέδρασαν θετικά στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Τόσο ο πατέρας του όσο και ο Παύλος ανήκε στην αίρεση των Φαρισαίων. Αυτό σημαίνει ότι από μικρός είχε καλλιεργήσει στην ανήσυχη ψυχή του θέρμη και ζήλο για την πίστη του.

Γύρω στο 34 μ.Χ. βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ να σπουδάζει κοντά στον ονομαστό νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ (Πράξ.22,3). Ο νεαρός φαρισαίος μαθητής έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για τη διάσωση της θρησκείας του. Τον συναντούμε συμμέτοχο στον λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου (Πραξ.7,54) και λίγο αργότερα φανατισμένο διώκτη των Χριστιανών. Διαβάζουμε στο ιερό κείμενο: «Σαύλος ελυμαίνετο την εκκλησίαν κατά τους οίκους εισπορευόμενος, σύρων τε άνδρας και γυναίκας παρεδίδου εις φυλακήν» (Πραξ.8,3). Εξαιτίας του υπέρμετρου μάλιστα ζήλου του και του μίσους κατά των πιστών του Ιησού, ζήτησε από τον αρχιερέα να τεθεί επικεφαλής αποσπάσματος, το οποίο θα βάδιζε προς τη Δαμασκό, προκειμένου να τιμωρήσει παραδειγματικά τους εκεί Ιουδαίους που είχαν γίνει Χριστιανοί και να τους σύρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ  (Πράξ. 9,1).

Όμως καθ᾽ οδόν έγινε το μεγάλο θαύμα. Ο διώκτης Παύλος είδε ένα εκτυφλωτικό φως, το οποίο τον έριξε από το άλογο και τον τύφλωσε. Ταυτόχρονα άκουσε μια φωνή να του λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκειςΤις ει, ΚύριεΕγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις΄ αλλά ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν, και λαληθήσεται σοι τι σε δει ποιείν» (Παρξ.9,4-6). Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός συντάραξε κυριολεκτικά τον Παύλο, μετανόησε και αφού μπήκε στην πόλη συναντήθηκε με τον επί κεφαλής της Εκκλησίας Ανανία, ο οποίος τον θεράπευσε από την τύφλωση, τον κατήχησε και τον βάπτισε. Το γεγονός αυτό έγινε χρονολογικά πιθανότατα το 36 μ.Χ.

Από τότε ο Παύλος έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Ύστερα από μια επιμελή προετοιμασία ανέλαβε να εκχριστιανίσει τους εθνικούς, δηλαδή τους μη Ιουδαίους.

Με συνοδεία άξιων συνεργατών, όπως του Βαρνάβα και του Μάρκου ως ένα σημείο, ο Παύλος ξεκίνησε το 48 μ.Χ. την πρώτη μεγάλη αποστολική περιοδεία του, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς στα 13ο και 14ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων». Πρώτος σταθμός τους ήταν η Σαλαμίνα και ύστερα η Πάφος της Κύπρου, όπου κήρυξαν και ίδρυσαν εκκλησίες. Κατόπιν διάβηκαν στην Μικρά Ασία και περιόδευσαν στις πόλεις Πέργη της Παμφυλίας, στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στο Ικόνιο, τα Λύστρα, την Δέρβη και αλλού. Παρ᾽ όλες τις δυσκολίες που συνάντησαν και τις διώξεις που υπέστησαν, το κήρυγμά τους σημείωσε επιτυχία. Σε όλες τις πόλεις ίδρυσαν τοπικές εκκλησίες. Μέσω της Αττάλειας επέστρεψαν στην Αντιόχεια, όπου «συναγαγόντες την εκκλησίαν ανήγγειλαν όσα εποίησεν ο Θεός μετ αυτών και ότι ήνοιξε τοις έθνεσι θύραν πίστεως» (Πραξ.14:27).

Στη συνέχεια έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Ιερουσαλήμ (48 μ.Χ.), η οποία έλυσε σοβαρά θέματα ιεραποστολής (Πράξ. 15ο κεφ.). Σε αυτή ο Παύλος έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Κατόρθωσε να πείσει ότι η αποστολή του Ιουδαϊσμού τελείωσε και πως η χάρη του Θεού έρχεται σε κάθε άνθρωπο, που συντάσσεται με το Χριστό.

Ύστερα με συνεργάτη του τον Σίλα αναχώρησε για την δεύτερη αποστολική περιοδεία του, η οποία περιγράφεται στα 16ο , 17ο και 18ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων».   Μέσω της Συρίας και Κιλικίας περιόδευσε τις πόλεις της Ασίας Δέρβη και Λύστρα. Εκεί συνάντησε τον ευσεβή και ένθερμο νέο Τιμόθεο, το οποίο πήρε και αυτόν μαζί του. Διάβηκαν την Φρυγία, την Γαλατία, έφτασαν στην Μυσία και κατόπιν στην Τρωάδα. Κατόπιν οράματος πέρασαν στην Μακεδονία και ίδρυσαν εκκλησίες στους Φιλίππους, την Θεσσαλονίκη, την Βέροια, την Αθήνα και την Κόρινθο, στην οποία έμειναν περίπου ενάμισι χρόνο στο σπίτι του Ακύλα και της Πρισκίλας. Με το τέλος και της δεύτερης περιοδείας ο Παύλος έφτασε στην Έφεσο και από εκεί μέσω Καισάρειας στην Ιερουσαλήμ. Κατόπιν επέστρεψε στην Αντιόχεια για ανάπαυση.

Σύντομα ανέλαβε να επιτελέσει και την Τρίτη αποστολική περιοδεία του. Περιγράφεται στα 19ο και 20ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων». Επισκέφτηκε την Γαλατία, την Φρυγία και κατέληξε στην Έφεσο, όπου έμεινε τρία χρόνια διδάσκοντας και στηρίζοντας την εκκλησία της μεγάλης ασιατικής αυτής πόλεως. Μετά ήλθε στην Τρωάδα, πέρασε ξανά στους Φιλίππους, στην Θεσσαλονίκη, στην Βέροια, ίσως στην Ήπειρο και τερμάτισε στην Κόρινθο, όπου έμεινε τρεις μήνες.

Μέσω Τρωάδος, Μιλήτου και Καισάρειας έφτασε και πάλι στην Ιερουσαλήμ. Εκεί συνελήφθη ως ταραχοποιός και οδηγήθηκε σε δίκη (Πράξ.21ο κεφ.). Ως ρωμαίος πολίτης (Ρωμ.11,1) απαίτησε να δικαστεί στο αυτοκρατορικό δικαστήριο της Ρώμης. Γι᾽ αυτό αναχώρησε δέσμιος ακτοπλοϊκώς για την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Κοντά στη νήσο Μελίτη ναυάγησε το πλοίο και βγήκαν στην ξηρά όπου κήρυξε και ίδρυσε και εκεί εκκλησία. Τελικά έφθασε στη Ρώμη, όπου ύστερα από δύο χρόνια σχετικού περιορισμού δικάστηκε και αθωώθηκε (Πράξ.27ο και 28ο κεφ.). Στο σημείο αυτό τελειώνει και το ιερό βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων».

Από την Ρώμη έπλευσε στην Κρήτη, όπου αφήκε επίσκοπο τον εκλεκτό και πιστό συνεργάτη του Τίτο, ανέβηκε στην Κόρινθο, στην Μακεδονία και επισκέφτηκε πιθανότατα την Νικόπολη της Ηπείρου το Φθινόπωρο του 66 μ.Χ., όπου και παραχείμασε (Τιτ.3,12). Μετά πέρασε και πάλι στην Ασία, όπου αφήκε τον αγαπητό του συνοδό Τιμόθεο, αφού τον κατέστησε επίσκοπο στην Έφεσο. Η τέταρτη και τελευταία περιοδεία του μεγάλου αποστόλου τερματίστηκε στην Δύση. Έφτασε σύμφωνα με μαρτυρία του αγίου Κλήμεντα Ρώμης στις εσχατιές της Δύσης, στην Ισπανία. Κατόπιν κατάκοπος και τσακισμένος από τις κακουχίες κατέληξε στην Ρώμη. Κατάλαβε το τέλος του και έγραψε στον αγαπημένο του μαθητή Τιμόθεο: «εγώ ήδη σπένδομαι και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε» (Β΄Τιμ.4,6-8). Οι διωγμοί κατά των Χριστιανών, που είχε κηρύξει ο παράφρονας Νέρων βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ο Παύλος κατέστη ο κύριος στόχος των ειδωλολατρών δημίων. Έτσι γύρω στο 67 μ.Χ. συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε, σφραγίζοντας έτσι το τιτάνιο ιεραποστολικό του έργο με το μαρτύριό του.

Ο μεγάλος αυτός Απόστολος μας άφησε και δεκατέσσερις επιστολές, οι οποίες κατέχουν σπουδαία θέση στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Αυτές είναι: 1) Η προς Ρωμαίους, 2) προς Κορινθίους Α΄, 3) προς Κορινθίους Β΄, 4) προς Γαλάτας, 5) προς Εφεσίους, 6) προς Φιλιππησίους, 7) προς Κολασσαείς, 8) προς Θεσσαλονικείς Α΄, 9) προς Θεσσαλονικείς Β΄,10) προς Τιμόθεον Α΄, 11) προς Τιμόθεον Β΄, 12) προς Τίτον, 13) προς Φιλήμονα και 14) προς Εβραίους.

Η σεπτή του μνήμη εορτάζεται ομού με του άλλου κορυφαίου απόστόλου Πέτρου στις 29 Ιουνίου.

Πηγή: www.apostoliki-diakonia.gr

Τρίτη 3 Ιουνίου 2025

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΑ

Πότε είναι τα Ψυχοσάββατα

 

Το πρώτο Ψυχοσάββατο του έτους είναι 57 ημέρες πριν το Άγιο Πάσχα, ενώ το δεύτερο Ψυχοσάββατο είναι 48 ημέρες μετά το Άγιο Πάσχα. Το Άγιο Πάσχα είναι κινητή εορτή συνεπώς και τα Ψυχοσάββατα είναι κινητά. 

 

-Για το 2025, το πρώτο Ψυχοσάββατο είναι στις 22 Φεβρουαρίου και το δεύτερο Ψυχοσάββατο στις 7 Ιουνίου. 

 

- Για το 2026, το πρώτο Ψυχοσάββατο είναι στις 14 Φεβρουαρίου και το δεύτερο Ψυχοσάββατο στις 30 Μαΐου. 

 

- Για το 2027, το πρώτο Ψυχοσάββατο είναι στις 6 Μαρτίου και το δεύτερο Ψυχοσάββατο στις 19 Ιουνίου.

 


 

Τι συμβολίζουν τα κόλλυβα

 

Στα Ψυχοσάββατα, όπως και στα μνημόσυνα, οι πιστοί συνηθίζουν να προσφέρουν κόλλυβα στην Εκκλησία για τις ψυχές των δικών τους ανθρώπων που δεν είναι εν ζωή. Τα κόλλυβα συμβολίζουν την κοινή ανάσταση των ανθρώπων και το σιτάρι που είναι βασικό συστατικό τους, συμβολίζει το ανθρώπινο σώμα.

 

Προσευχή για τους κεκοιμημένους - Ευχή των Αποστολικών Διαταγών

 

Κύριε ὅ Θεός μᾷς, Σύ πού ἔχεις ἐκ φύσεως άθάνατη καί χωρίς τέλος ζωή, καί δημιούργησες τά λογικά πλάσματα, καί ὅσα εἷναι ἀθάνατα καί ὅσα ὑπόκεινται στό θάνατο Σύ πού έπλασες ἐξαρχῆς θνητῇ τῆ λογικῇ αὑτῇ ὑπάρξῃ, τόν ἂνθρωπο, τόν πολίτῃ τοῦ κόσμου, καί ύποσχέθηκες σ’ αύτόν τήν ἀναστάσῃ, καί δέν άφησες νᾷ δοκιμάσουν θάνατο ὅ δίκαιος Ένώχ καί ὅ προφήτης Ήλίας Σύ πού ονομάζεσαι «Θεός τοῦ ’Ἀβραάμ καί τοῦ Ισαάκ καί τοϋ Ιακώβ», σά νᾷ μήν εἷναι νεκροί, άλλά νᾷ ἔχουν κοντά σου ζωή μακαρία  ἐπειδή οἵ ψυχές ὅλων ζοϋν πλησίον σου καί βρίσκονται κάτω ἀπ’ τήν προστασία σου τά πνεύματα τῶν δικαίων, τούς ὁποίους δέν θα ἀγγίξει ποτέ τιμωρία ἤ θλίψῃ, διότι ὅλοι ὅσοι ἁγιάσθηκαν εἷναι κάτω ἀπό τήν πατρικῇ ἐξουσίᾳ σου. 

 

Σύ, ὅ Θεός μᾷς, ρίξε καί τώρα ἀπό ψηλά τό βλέμμα σου στούς κοιμηθέντες δούλους σου, τούς ὁποίους εξέλεξες καί παρέλαβες κοντά σου, γία νᾷ καταλήξουν σέ ἀλλ’ἤ ζωή, με εύφρόσυνη.’ Συγχώρησέ τούς ὅσα τυχόν ἁμαρτήματα διέπραξαν ἀκουσίως ἤ ἑκουσίως, καί δώσε νᾷ παραστέκουν πλησίον τούς ἄγγελοι ἀγαθοῖ. 

 

Καί κατάταξέ τούς στίς ἀγκάλαις τῶν Πατριαρχῶν καί τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν “Ἁγίων, ὅσοι ἀπό τούς ἀρχαιοτάτους χρόνους μέχρι σήμερα ἔζησαν σύμφωνα μέ τό θέλημά σου καί εὐαρεστῆσαν ἐνώπιον σου. 

 

Κατάταξέ τούς ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει λύπη καί πόνος καί στεναγμός, ἀλλά κατοικία ετοιμασμένη γία τούς εὐσεβεῖς καί διαμονή προορισμένη γία ὅσους εἷναι εὐθεῖς στήν καρδιᾷ καί γία ὅλους ἐκείνους πού μέσα σ’ αὑτῇ βλέπουν τῆ δόξα τοῦ Χρίστου σου. Στόν Υιό σου καί στό “Αγιο Πνεῦμα καί σ’ ’Εσένα ἀνήκει δόξα, τιμῇ, λατρεία, εὐχαριστία καί προσκυνήσῃ εἰς τούς αἰῶνας.

 

’Ἀμήν.

 

Ευχή για τους κεκοιμημένους

 

Δέσποτα Κύριε ὁ Θεός, ὁ τῇ σοφίᾳ Σου κατασκευάσας αὐτόν καί θέμενος ἐν αὐτῷ πνοήν ζωῆς, καί εἰσαγαγών εἰς τόν κόσμον τοῦτον πολιτεύεσθαι ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου, ἁμαρτήσαντα δὲ αὐτόν, θανάτου ἐπαγαγών καί διαλύσας, καί ἀποστρέφων, τήν δέ ψυχήν εἰς ἑαυτόν προσκαλούμενος· Αὐτός ἀνάπαυσον τήν ψυχήν τοῦ δούλου Σου (τοῦδε), ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου Κύριε, ἐν κόλποις Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, μετά πάντων τῶν ἁγίων· καί εἴτι ἐπλημμέλησεν εἰς Σέ, ἐν πράξει ἤ λόγῳ ἤ κατά διάνοιαν, Αὐτός ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός, ἄνες, ἄφες, συγχώρησον, παριδών αὐτοῦ τε καί ἡμῶν τά ἀνομήματα· ἡμῶν δέ τά τέλη τῆς ζωῆς ἀνώδυνα καί ἀκαταίσχυντα καταξίωσον, ὅτε θέλεις καί ὅτε βούλῃ, μόνον ἄνευ αἰσχύνης καί παραπτωμάτων.

 

Σύ γάρ εἶ ἡ ἀνάστασις τοῦ Σοῦ δούλου καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Α΄ ΣΥΝΟΔΟΥ

Κυριακή των Αγίων Πατέρων.


Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Α ΣΥΝ

Α' ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το σημερινό Ευαγγέλιο μας παρουσιάζει την προσευχή, που Κύριος έκανε μετά από το Μυστικό Δείπνο στον κήπο της Γεθ-σημανή. Την ονομάζουμε αρχιερατική προσευχή του Κυρίου. Η Εκκλησία διαβάζει αυτή την ευαγγελική περικοπή, γιατί σήμερα γιορτάζει την ιερή μνήμη των Αγίων Πατέρων, που πήραν μέρος στην Α' Οικουμενική-Σύνοδο (325 μ.Χ.) Η Εκκλησία πανηγυρίζει σήμερα, γιατί επικράτησε η αλήθεια για τη Θεότητα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

(Ιωάννη κεφ. ιζ' στίχοι 1-13).


Τῷ καιρῶ ἐκείνω ἐπάρας ὁ Ἰησοῦς τούς ὀφθαλμούς αὐτοῦ εἰς τόν οὔρανον εἶπεν· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τόν υἱόν, ἴνα καί ὁ υἱός σου δοξάση σέ, καθώς ἔδωκας αὐτῶ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἴνα πᾶν ὅ δέδωκας αὐτῶ δώση αὐτοῖς ζωήν αἰώνιον. Αὔτη δέ ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἴνα γινώσκωσι σέ τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὄν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἐγώ σέ ἐδόξασα ἐπί τῆς γής, τό ἔργον ἐτελείωσα ὅ δέδωκας μοί ἴνα ποιήσω· καί νῦν δόξασον μέ σύ, πάτερ, παρά σεαυτῶ τή δόξη ἤ εἶχον πρό  τοῦ τόν κόσμον εἶναι παρά σοί.
Ἐφανέρωσά σου τό ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὖς δέδωκας μοί ἐκ τοῦ κόσμου. Σοί ἤσαν καί ἐμοί αὐτούς δέδωκας, καί τόν λόγον σου τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκας μοί παρά σου ἐστίν· ὅτι τά ρήματα ἅ δέδωκας μοί δέδωκα αὐτοῖς, καί αὐτοί ἔλαβον, καί ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρά σου ἐξῆλθαν, καί ἐπίστευσαν ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας. Ἐγώ περί αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περί τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλά περί ὧν δέδωκας μοί, ὅτι σοί εἰσί, καί τά ἐμᾶ πάντα σά ἐστι καί τά σά ἐμᾶ, καί δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. Καί οὐκέτι εἴμι ἐν τῷ κόσμω, καί οὗτοι ἐν τῷ κοσμῶ εἰσί, καί ἐγώ πρός σέ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον ἐν τῷ ὀνόματί σου ὤ δέδωκας μοί, ἴνα ὦσιν ἐν καθώς ἠμεῖς.
Ὄτε ἤμην μετ' αὐτῶν ἐν τῷ κόσμω, ἐγώ ἐτήρουν αὐτούς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὖς δέδωκας μοί ἐφύλαξα, καί οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο, εἰ μή ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ἴνα ἡ γραφή πληρωθῆ. Νῦν δέ πρός σέ ἔρχομαι, καί ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμω ἴνα ἔχωσι τήν χαράν τήν ἔμην πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς».


Εκείνο τον καιρό σήκωσε ο Ιησούς τα μάτια του στον ουρανό και είπε· Πατέρα, ήλθε η ώρα. Δόξασε τον υιό σου και ο υιός σου θα σε δοξάσει. Γιατί του έδωσες εξουσία πάνω σ' όλους τους ανθρώπους για να δώσει σ' όλους αυτούς που του έδωσες ζωή αιώνιο. Και αυτή είναι η αιώνια ζωή, να γνωρίζουν εσένα, που είσαι ο μόνος αληθινός Θεός και τον Ιησού Χριστό, που απέστειλες στον κόσμο.

Εγώ σε δόξασα στη γη, τελείωσα το έργο που μου έδωσες να κάνω· και τώρα δόξασε με συ, Πατέρα, κοντά σου με εκείνη τη δόξα που είχα μαζί σου πριν από την κτίση του κόσμου.
Φανέρωσα το όνομα σου στους ανθρώπους που μου έδωσες από τον κόσμο· δικοί σου ήταν και τους έδωσες σε εμένα· αυτοί φύλαξαν το λόγο σου. Τώρα κατάλαβαν πως όλα όσα δόθηκαν σε μένα είναι από σένα· γιατί εγώ τα λόγια που μου έδωσες έδωσα σ' αυτούς, και αυτοί τα πήραν και κατάλαβαν στ' αλήθεια πως εγώ βγήκα από σένα, και πίστεψαν πως εσύ με απέστειλες. Εγώ γι' αυτούς παρακαλώ· δεν- παρακαλώ για τον κόσμο, αλλά γι' αυτούς που μου έδωσες, γιατί δικοί σου είναι. Και όλα τα δικά μου είναι δικά σου, και τα δικά σου δικά μου, και έχω δοξαστεί ανάμεσα τους. Και δεν είμαι πια στον κόσμο, αυτοί όμως βρίσκονται στον κόσμο και εγώ έρχομαι σ' εσένα. Πάτερ άγιε, αυτούς που μου έδωσες φύλαξε τους στο όνομα σου, για να είναι ένα, όπως εμεις.
Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, τους φύλαγα στο όνομα σου· αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα και κανένας απ' αυτούς δε χάθηκε, παρά μόνο ο υιός τηο απώλειας, για να εκπληρωθεί η Γραφή. Και τώρα έρχομαι σ' εσένα και λέγω αυτά, ενώ ακόμα βρίσκομαι στον κόομο, για να είναι γεμάτοι από τη δική μου χαρά.

 ΑΝΑΛΥΣΗ
1. Η Εκκλησία, όπως είπαμε, έχει αφιερώσει τη σημερινή Κυριακή στους άγιους Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. Με αυτοκρατορικό διάταγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου συγκεντρώθηκαν 318 Πατέρες της Εκκλησίας μας για να καταδικάσουν τη φοβερή αίρεση του Αρείου. Δεν μπορούσε με πίστη και ταπείνωση να δεχτεί το μυστήριο της Αγίας Τριάδας. Δηλαδή πως ο Θεός είναι στη φύση Του Ένας, αλλά Τριαδικός στα Πρόσωπα. Είναι ο Θεός Πατέρας, ο Θεός Υιός και ο Θεός Άγιο Πνεύμα. Έλεγε τάχα τις, πως δεν μπορεί να υπάρχουν πολλοί θεοί, γι' αυτό και δεχόταν με τη μικρή και σφαλερή ανθρώπινη σκέψη του, πως ο Χριστός είναι κτίσμα του Θεού.
2. Αυτή η διδασκαλία ήταν φοβερή απειλή για τα μέλη της Εκκλησίας και τη σωτηρία όλου του κόσμου. Ο Χριστός μας λυτρώνει και μας σώζει από την αμαρτία, γιατί είναι αδιάσπαστα ενωμένος με τον Ουράνιο Πατέρα του. Άλλωστε ο ίδιος μας βεβαιώνει στο Ευαγγέλιο: «εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν» (=είμαστε ένα). Τέτοιοι σωσμένοι άνθρωποι υπήρχαν και υπάρχουν πάντα στην Εκκλησία μας. Οι άγιοι Απόστολοι, οι Πατέρες, οι άγιοι και οι μάρτυρες της Εκκλησίας μας είναι η τρανότερη απόδειξη της Θεότητας του Ιησού Χριστού.
3.   Η Α' Οικουμενική Σύνοδος με επικεφαλής τον άγιο Αθανάσιο καταδίκασε την αιρετική διδασκαλία του Αρείου ως εσφαλμένη, ψεύτικη και γεμάτη από πλάνη. Η Εκκλησία μας ζει καθημερινά το θαύμα της εν Χριστώ σωτηρίας και αγιότητας των ανθρώπων. Όλα τα θαύματα των Αγίων μας εμψυχώνονται από τη θεϊκή δύναμη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Η Εκκλησία μας ονομάζει τον Κύριο: «Χριστός ο αληθινός Θεός ημών», «ό Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, αθάνατος υπάρχων... είς ων (=ένας υπάρχει) της Αγίας Τριάδος συνδοξαζόμενος τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι». «Πατέρα Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον».
4.   Στην αρχιερατική του προσευχή ο Κύριος προσεύχεται στον επουράνιο Πατέρα του: α) για τους μαθητές του, β) για εκείνους τους ανθρώπους, που θα πιστέψουν στο όνομα του και θα είναι όλοι ενωμένοι στην Αγία Εκκλησία, γ) ζητεί να βρεθούν όλοι οι άνθρωποι κοντά του, στον Παράδεισο, ώστε να απολαμβάνουν τη δόξα που είχε ο Χριστός με τον Πατέρα του· πριν ακόμα κτιστεί ο κόσμος. Αυτό μας φανερώνει πολύ καθαρά την αλήθεια της Θεότητας του Ιησού Χριστού.
Δ' ΔΙΔΑΓΜΑ:

«Ομολογούμεν τον Κύριον ημών Ιησούν ριστόν, Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον» (Απόφαση της Γ Οικουμενικής Συνόδου, στην Έφεσο το 431 μ.Χ.).
Ε' ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΚΚΛ. ΡΗΤΟΡΩΝ
«Τι θα πει να είμαστε μέσα στην Εκκλησία; θα πει να μην αφήνουμε τη θρησκεία μας και την πίστη μας. Θα πει να έχουμε ανάμεσα μας αγάπη, εκείνη την αγάπη, που μας διδάσκει ο Χριστός. Θα πει να μην λείπουμε από τη θεία Λειτουργία, να εξομολογούμαστε και να κοινωνούμε. Η Εκκλησία είναι ο Χριστός και όποιος είναι μέσα στην Εκκλησία είναι με το Χριστό».
(Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Λόγος Παρακλήσεως, Κοζάνη 1967).

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

"Με το φρόνημα της τυφλότητας" - Κυριακή του Τυφλού

"Με το φρόνημα της τυφλότητας" - 

Βασίλειος Αργυριάδης 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΕΝ  ΠΛΩ




«Φῶς εἰμι τοῦ κόσμου», ακούσαμε σήμερα τον Χριστό να λέει στους μαθητές Του. Κι η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι αφιερωμένη σ’ αυτό ακριβώς, στο φως του κόσμου που είναι ο Χριστός και που χαρίζει ο Χριστός. Γι’ αυτό και Τον βλέπουμε σήμερα να δίνει σε έναν εκ γενετής τυφλό τόσο το σωματικό όσο και το ψυχικό φως. Κι επειδή ακριβώς πρόκειται για μια συνολική, ψυχοσωματική παρέμβαση του Κυρίου, η περικοπή μάς μιλά κατ’ ουσίαν για τη δημιουργία και την ανακαίνιση του ανθρώπου από τον αναστημένο Χριστό.

«Φῶς εἰμι τοῦ κόσμου». Όπως στη διήγηση της Γενέσεως, μία από τις πρώτες εντολές του Θεού είναι να λάμψει το φως (Γεν. 1,3), έτσι και στη σημερινή περικοπή, μία από τις πρώτες κουβέντες του Κυρίου είναι για το φως. Κι όπως στη διήγηση της Γενέσεως ο Θεός παίρνει χώμα και δημιουργεί τον άνθρωπο (Γεν. 2,7), έτσι και στη σημερινή περικοπή, ο Ιησούς παίρνει χώμα από τη γη και θεραπεύει τον εκ γενετής τυφλό. Κι έτσι, ο ευαγγελιστής Ιωάννης, μ’ αυτό τον λεπτό συμβολισμό, θέλει να μας επισημάνει πως ο αναστημένος Χριστός είναι η συνέχεια και η ολοκλήρωση της δημιουργίας, είναι το τέλος και η θέωσή της. Δεν είναι απλά μια πηγή φωτός σαν τον ήλιο, αλλά ένα φως πάνω απ’ αυτόν, ένα φως άκτιστο που διεμβολίζει την κτιστότητα και γίνεται ζωή της, καταυγάζει τον άνθρωπο εσωτερικά και εξωτερικά και κρίνει τον κόσμο. Στο γεγονός του σημερινού θαύματος κρίνονται οι πάντες, μας λέει η περικοπή. Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι ο ευαγγελιστής Ιωάννης δημιουργεί μια τόσο εκτεταμένη διήγηση, προκειμένου να δείξει σε αλλεπάλληλες σκηνές πως απέναντι στο φως του κόσμου είναι όλοι υποχρεωμένοι αναπόδραστα να πάρουν θέση.

Οι πρώτοι που τοποθετούνται απέναντι στον θεραπευμένο άνθρωπο είναι οι «οἱ γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον», εκείνοι που καθημερινά τον έβλεπαν να ζητιανεύει κοντά τους («καθήμενος καὶ προσαιτῶν»). Αυτοί απορούν. Κάνουν ερωτήσεις — «είναι τάχα ο τυφλός που ξέραμε ή δεν είναι αυτός»; Ο ίδιος τους διαβεβαιώνει, αλλά μοιάζουν να μην πείθονται ολότελα. Η στάση τους είναι η στάση των φιλοπερίεργων ανθρώπων. Στέκονται, αναρωτιούνται, θαυμάζουν κάπως, συζητούν και ξανασυζητούν… Θυμίζουν τους ανθρώπους μπροστά στις κρεμασμένες εφημερίδες των περιπτέρων: διαβάζουν τίτλους, απορούν για το περιεχόμενο των αθέατων άρθρων, μονολογούν, πιάνουν κουβέντα μεταξύ τους, αλλά στο τέλος όλοι θα συνεχίσουν τον δρόμο τους. Κατ᾽ ουσίαν, αδιαφορούν. Ό,τι έγινε τούς ακούμπησε σ’ ένα επίπεδο επιφανειακό. Μέσα τους έμειναν ανέγγιχτοι. Μετά τις ερωτήσεις τους, τα ίχνη τους σβήνουν στην περικοπή.

Οι δεύτεροι που τοποθετούνται απέναντι στο γεγονός είναι οι Φαρισαίοι. Αυτοί δεν αδιαφορούν, αλλά οργίζονται. Στην αρχή προσπαθούν να αρνηθούν το θαύμα, μα όταν διαπιστώνουν πως δεν μπορούν —οι γονείς του θεραπευμένου δεν αφήνουν περιθώρια— στρέφονται ενάντια στον Χριστό: «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ». Δεν αρνούνται το θαύμα, αρνούνται το φως του κόσμου. Οι διατάξεις του Νόμου έχουν μεγαλύτερη σημασία γι’ αυτούς. Είναι οι εγγυητές του Νόμου, άρα κάθε υπέρβασή του είναι αμφισβήτηση της εξουσίας τους. Αν το φως του κόσμου είναι υπέρτερο από τον δικό τους Νόμο, τότε οι ίδιοι μένουν μετέωροι. Η άρνηση του Χριστού είναι γι’ αυτούς μονόδρομος. Θέλουν να διατηρήσουν τη θέση τους, την ισχύ και το κύρος τους.

Οι τρίτοι που τοποθετούνται απέναντι στο περιστατικό είναι οι γονείς του εκ γενετής τυφλού. Στη στάση αυτών δεν υπάρχει αδιαφορία ή άρνηση, υπάρχει φόβος — «ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους». Γνωρίζουν το θαύμα, το παιδί τους θεραπεύτηκε. Όμως δεν έχουν το κουράγιο να γίνουν μάρτυρες του φωτός. Αυτό που ήταν οι ίδιοι πριν δεν μπορούν να το αφήσουν για να συνταχθούν πλάι σε κάτι νέο.

Αυτές τις αντιδράσεις του κόσμου απέναντι στο φως, ο ευαγγελιστής μάς τις αφηγείται σαν αλλεπάλληλα κύματα. Και μέσα στα κύματα παλεύει ο θεραπευμένος πρώην τυφλός: στέκει μάρτυρας του θαύματος απέναντι στους αδιάφορους˙ υπερασπίζεται το φως απέναντι στους αρνητές˙ δεν υιοθετεί τη φοβική στάση των δικών του, αλλά αντιμετωπίζει με θάρρος το ενδεχόμενο αποπομπής του από τη Συναγωγή («ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται»). Παρόλα αυτά, δεν φαίνεται να έχει εξαρχής επίγνωση του Χριστού. Κάτι χτίζεται μέσα του προοδευτικά. Η πορεία του μοιάζει πως είναι μια πορεία σταδιακής προκοπής: αρχικά, ονομάζει τον Κύριο «ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς»˙ στη συνέχεια, διατείνεται «ὅτι Προφήτης ἐστίν»˙ στο τέλος, όταν τον ξανασυναντά ο Χριστός, αξιώνεται να Τον πιστέψει ως «Υἰὸν Θεοῦ».

Οι σύγχρονοι χριστιανοί, όλοι εμείς, αναρωτιόμαστε συνήθως σε ποια κατηγορία από τις παραπάνω ανήκουμε, ποια είναι η κατάστασή μας. Είμαστε αδιάφοροι; Μήπως αρνητές ή φοβικοί; Ή μήπως η ζωή μας είναι μια μαρτυρία για το φως του κόσμου; Το πιο πιθανό είναι πως είμαστε κάτι απ᾽ όλα αυτά. Κάποτε λιγότερο, κάποτε περισσότερο. Κάποιοι έτσι, άλλοι αλλιώς — οι ζωές των ανθρώπων δεν είναι μονοσήμαντες, η πνευματική κατάσταση καθενός περνά διακυμάνσεις και εναλλαγές. Όμως, όσο κι αν έχει σημασία για όλους μας μια τέτοια διερώτηση, ίσως αξίζει περισσότερο, το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα να γίνει αφορμή για να σκεφτούμε δύο πράγματα: πως το φως στον άνθρωπο το δίνει ο ίδιος ο αναστημένος Χριστός και πως απέναντί Του δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να στεκόμαστε με το φρόνημα της τυφλότητας. Απέναντι στο φως που είναι Εκείνος, εμείς είμαστε ένα τίποτα, κάτι πιο λίγο κι από το τίποτα, σαν τον τυφλό της περικοπής που του έλειπε ακόμα και το όργανο του οφθαλμού. Έχουμε αξιωθεί, έστω με το μυαλό μας, να γνωρίσουμε πως Εκείνος είναι το φως΄ κι έχουμε κληθεί να γίνουμε απεσταλμένοι Του, όπως κι ο τυφλός της σημερινής περικοπής («ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται, ἀπεσταλμένος»). Μα η ζωή μας είναι ακόμα εν πορεία. Άλλοτε πέφτουμε σε αδιαφορία, άλλοτε αρνούμαστε να σταθούμε μπροστά Του χωρίς το «κύρος» και τη «θέση» μας, χωρίς τις ψευτοάμυνες της «ισχύος» μας. Άλλοτε φοβόμαστε τι αλλαγή μπορεί να φέρει στη ζωή μας η ολόκαρδη αποδοχή Του. Αν κάτι πρέπει λοιπόν να μας βάλει να σκεφτούμε η σημερινή περικοπή είναι η αναγκαιότητα του φρονήματος της τυφλότητας: να στεκόμαστε μπροστά Του γυμνοί κι ανυπεράσπιστοι, με επίγνωση πως Εκείνος είναι τα πάντα, το φως μέσα κι έξω μας. Να στεκόμαστε σαν τυφλοί, «παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι» πιστεύοντες (Ρωμ. 4,18), μ’ αυτό που έρχεται αθέατο, ανοιχτοί στο απρόσμενο, χωρητικοί στην έκπληξη, εδραίοι στην υπομονή.

Είναι όμορφα όλα αυτά τα λόγια, θα πει κανείς, μας πώς γίνονται πράξη; Πώς παραιτείται κανείς από τον εαυτό του, για να αφεθεί στο φως του Χριστού, που είναι η νέα δημιουργία του κόσμου; Η απάντηση στο ερώτημα είναι όλο αυτό που παλεύει να είναι η ζωή του χριστιανού μέσα στην Εκκλησία. Αν παλεύουμε να βάλουμε τη ζωή μας σε μια τάξη, από τα πιο απλά και εύκολα (ας πούμε, την τροφή, μέσω της νηστείας), μέχρι τα πιο σύνθετα και δύσκολα (την τήρηση του νου μας από κάθε εφάμαρτο λογισμό), είναι γιατί η εμπειρία της Εκκλησίας διδάσκει πως έτσι μαθαίνουμε τον εαυτό μας να στέκει μπροστά Του γυμνός και παραδομένος. Αν παλεύουμε να κάνουμε κέντρο μας τις ανάγκες των διπλανών μας και να γινόμαστε βαστάζοι των δικών τους φορτωμάτων, είναι για να κρατάμε τη ζωή μας βυθισμένη στην εκούσια τυφλότητα μπροστά Του. Αν πασχίζουμε να περιστρέφουμε την καθημερινότητά μας γύρω από σταθερά σημεία προσευχής (πρωί και βράδυ), είναι για να κάνουμε τον εαυτό μας να νιώσει το δικό μας σκοτάδι και να ποθήσει το δικό Του φως.

Με το φρόνημα της τυφλότητας κάνουμε δοχή στο φως. Γι’ αυτό κι ένας άγιος της Εκκλησίας μας προσευχόταν «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος». Είχε φρόνημα τυφλότητας. Αλλά ήξερε πως τα δοχεία της τυφλότητας είναι που αξιώνονται το φως.

 

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

Τοῦ Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη


«Οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν.
Αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν καὶ οἴδαμεν
ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός» (Ἰωάν. δ´ 42)

Ὁ Κύριος στό σημερινό Εὐαγγέλιο συναντᾶται μέ μιά γυναίκα Σαμαρείτιδα, “παρά τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ”, καί παρ’ ὅλο πού πρόκειται ὄχι καί τόσο γιά μιά “ἠθική” περίπτωση – μέ πέντε ἄνδρες στό παρελθόν της καί μ᾽ ἕναν πού συζεῖ χωρίς νά εἶναι ὁ κανονικός της ἄνδρας – τῆς ἀποκαλύπτει βασικές ἀλήθειες περί τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ καί τοῦ τρόπου πού πρέπει κανείς νά Τόν λατρεύει καί νά Τόν προσκυνᾶ. Προφανῶς ἐκτιμώντας ὄχι βεβαίως τήν ἠθική της κατάσταση – ἐμμέσως ἀσκεῖ ἔλεγχο γι᾽ αὐτήν – ἀλλά τήν ἀναζήτησή της, ὅπως φανερώνεται ἀπό τά ἐρωτήματα πού τήν ἀπασχολοῦν καί πού τά θέτει ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, μόλις ἀντιλαμβάνεται ὅτι τῆς μιλᾶ ὡς προφήτης. Εἶναι τέτοιος μάλιστα ὁ συγκλονισμός της ἀπό αὐτά πού τῆς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος τόσο γιά τήν προσωπική της ζωή, ὅσο καί γιά τόν Θεό, καί μάλιστα ὅτι ὁ ῎Ιδιος εἶναι ὁ ἐρχόμενος Μεσσίας, ὥστε σπεύδει νά καταθέσει τή μαρτυρία της αὐτή καί στούς συμπατριῶτες της στή Σαμάρεια, οἱ ὁποῖοι θεωρώντας ἀξιόπιστο τόν λόγο της ἀνταποκρίνονται καί προσέρχονται στόν Ἰησοῦ. Κι ἐνῶ πρό καιροῦ εἶχαν ἀρνηθεῖ νά Τόν δεχθοῦν μαζί μέ τούς μαθητές Του στήν πόλη τους, τώρα καί Τόν πλησιάζουν καί Τόν ἀκοῦνε, ἀλλά καί Τόν παρακαλοῦν νά μείνει μαζί τους. Πρός τήν γυναίκα δέ πού αὐτή στήν οὐσία τούς κάλεσε, τήν μετέπειτα ἁγία μεγαλομάρτυρα Φωτεινή τήν ἰσαπόστολο, γύριζαν καί τῆς ἔλεγαν: “οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν, αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν καί οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός”.

. Κι αὐτή εἶναι ἡ συνήθης διαδικασία στό γεγονός τῆς πίστεως: κάποιος προσέρχεται στόν Χριστό, διότι ἕνας ἄλλος, γνωστός τίς περισσότερες φορές, καταθέτει μιά προσωπική μαρτυρία περί Αὐτοῦ. Ἐν προκειμένῳ ἡ “λαλιά” τῆς Σαμαρείτιδας ἀποτέλεσε τό ἔναυσμα γιά νά προκληθεῖ τό ἐνδιαφέρον τῶν συμπατριωτῶν της γιά τόν Ἰησοῦ ὡς Μεσσία. Παρομοίως κινήθηκαν καί οἱ πρῶτοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Μετά τήν δική τους κλήση ἀπό Ἐκεῖνον ἔνιωσαν τήν ἀνάγκη νά καλέσουν καί ἄλλους, σάν τόν ἀπόστολο “Ανδρέα πού ἔσπευσε στόν ἀδελφό του Σίμωνα, τόν μετέπειτα ἀπόστολο Πέτρο, σάν τόν Φίλιππο πού κάλεσε τόν ἀδελφικό του φίλο Ναθαναήλ. Στήν ἱστορία μάλιστα τῆς “Εκκλησίας διαπιστώνουμε ὅτι σ᾽ ἕνα μεγάλο ποσοστό ἡ πρώτη κλήση γιά τόν Χριστό σέ πολλές περιοχές ὀφείλετο σέ ἁπλούς πιστούς, πού ἔχοντας τήν ἐμπειρία τῆς συνάντησής τους μέ τόν Χριστό, θέλησαν νά μοιραστοῦν τή χάρη καί τή χαρά αὐτή. Δέν κινήθηκαν ὡς “ἐπαγγελματίες” ἱεραπόστολοι, ὡς “καπηλεύοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ” (Β´ Κορ. β´ 17) κατά τόν ἀπ. Παῦλο, ἀλλ᾽ ὡς ἄνθρωποι πού δέν μποροῦσαν νά συγκρατήσουν τή χαρά τους: ἕνα ξέσπασμα τοῦ πληρώματος τῆς καιομένης καρδίας τους νά μοιραστοῦν μέ τούς ἄλλους ὅ,τι βρῆκαν ὡς θησαυρό στή ζωή τους. “Ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περί τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς,… ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν”, ὅπως γράφει καί ὁ ἀπ. Ἰωάννης στήν Α´ Καθολική ἐπιστολή του (α´ 1-3).

. Στήν πραγματικότητα, ἡ κατάθεση τῆς μαρτυρίας κάποιου γιά τόν Χριστό, πού λειτουργεῖ καί ὡς κλήση τῶν ἀκουόντων, κατανοεῖται ὡς κλήση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανό Του τόν μάρτυρα αὐτόν. Ὅπως εἶπε ὁ Κύριος στούς μαθητές Του: “Καί ὑμεῖς μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ᾽ ἀρχῆς μετ᾽ ἐμοῦ ἐστε “ (Ἰωάν. ιε´ 27). Μέ ἄλλα λόγια ὁ κάθε πιστός στόν Χριστό, πού ἔχει γευτεῖ τή γλυκύτητα τῆς παρουσίας Του στήν ζωή του, γίνεται μέτοχος τῆς μαρτυρίας τοῦ Θεοῦ Πατέρα, πού ξεκινᾶ ἀπό τόν ῎Ιδιο τόν πρῶτο μάρτυρα “Εκείνου τόν Ἰησσοῦ Χριστό – “ἐγώ ἦλθον ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ” (Ἰωάν. ιη´ 37) – καί συνεχίζεται καί ἁπλώνεται μέσα πιά ἀπό τούς πιστεύοντες σ” Αὐτόν. “Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν” (Ἰωάν. ϛ´ 44). ῎Ετσι καί στήν περίπτωση τῆς Σαμαρείτιδας: γίνεται, ἐν ἀγνοίᾳ της στή φάση αὐτή, τό ὄργανο τοῦ Θεοῦ γιά νά καλέσει μέσα ἀπό τήν προσωπική της ἐμπειρία καί τούς ἄλλους Σαμαρεῖτες. Καί βεβαίως δέν σταμάτησε μόνον ἐκεῖ: μετά τήν πλήρη ἐνσωμάτωσή της στόν Χριστό διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, κινήθηκε ἱεραποστολικά μέσα στά ὅρια τῆς Σαμαρείας, ἀλλά καί ἀλλοῦ. Καί ἐπισφράγισε τήν ὅλη ἐν Χριστῷ πορεία της μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματός της, ἀφοῦ στόν διωγμό τοῦ Νέρωνα, λίγο μετά τό ἥμισυ τοῦ 1ου μ.Χ. αἰ., καί αὐτή ἀλλά καί σχεδόν ὅλοι οἱ συγγενεῖς της ἔδωσαν τή ζωή τους πρός χάρη τοῦ Ἰησσοῦ Χριστοῦ.

. Οἱ Σαμαρεῖτες λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθουμε, πίστεψαν σέ πρώτη φάση ἀπό τόν λόγο τῆς μετέπειτα ἁγίας Φωτεινῆς. Προχώρησαν ὅμως καί στήν δεύτερη φάση τῆς πίστεως, στήν προσωπική ἐμπειρία: “αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν καί οἴδαμεν”. Κι ἄν κανείς δέν φτάσει σ᾽ αὐτό τό δεύτερο βῆμα: ἡ πίστη ἐξ ἀκοῆς νά γίνει αὐτηκοΐα καί ἐμπειρία ζωῆς, δέν ὁλοκληρώνει ποτέ τή δυναμική πορεία τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Θά παραμένει πάντοτε σ᾽ ἐπίπεδο νηπιακό, πού σημαίνει ὅτι ἡ διψυχία καί ἡ ὀλιγοπιστία, μέ τά ἀποτελέσματα τῆς ἀκαταστασίας (Πρβλ. Ἰακ. α´ 8 ), θά ταλαιπωροῦν τήν ὅλη ζωή του, γιά νά φτάσει κατά πᾶσα πιθανότητα σέ πλήρη ἄρνηση αὐτῆς ἤ σέ μιά πίστη θρησκευτικοῦ τύπου, πού συνιστᾶ μιά ἐπιφανειακή ἰδεολογία καί πού βεβαίως δέν ἔχει τή δύναμη νά ἀλλοιώσει θετικά τή ζωή του. Κι αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί τό δράμα πολλῶν συγχρόνων Χριστιανῶν: παραμένουν μόνον σ᾽ ὅ,τι ἄκουσαν καί ἔμαθαν καί ἀποδέχτηκαν ἀπό τούς γονεῖς τους ἤ κάποιους ἄλλους ἀνθρώπους στά πρῶτα τους χρόνια καί δέν θέλησαν αὐτήν τήν πρώτη πίστη πού παρέλαβαν νά τήν κάνουν καί δική τους ἐμπειρία καί δικό τους βίωμα. ῎Ετσι παρέμειναν καί παραμένουν ἀκόμη Χριστιανοί κατ᾽ ὄνομα, ὁπότε ἰσχύει καί γι᾽ αὐτούς ὅ,τι ὀνόμασε ὁ ἁγιασμένος Γέροντας Παΐσιος “σύνδρομο τοῦ ἄδειου σακκιοῦ”. ῎Ανθρωποι δηλαδή πού ἐντάχθηκαν μέν στόν χριστιανισμό διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἀλλά πού δέν ἐνεργοποίησαν καθόλου τή χαρισματική αὐτή κατάσταση.

. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος βέβαια ἔχει ἀποκαλύψει τί γίνεται σ᾽ αὐτές τίς περιπτώσεις καί ἡ ἀποκάλυψή Του αὐτή ἠχεῖ πολύ φοβερά καί ζοφερά: πρόκειται γιά τούς “πιστούς” πού γίνονται μέν κλαδιά στό δένδρο Ἐκείνου, κλήματα στό ἀμπέλι Του, ἀλλά μή παραμένοντας ἑνωμένοι μαζί Του διά τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν καί τῆς συμμετοχῆς τους συνεπῶς στήν ἐν μετανοίᾳ Θεία Εὐχαριστία, ξηραίνονται καί ἀποκόπτονται καί εἰς πῦρ βάλλονται (Πρβλ. Ἰωάν. ιε´ 1ἑξ.). Στήν περίπτωση ἀπό τήν ἄλλη πού ἕνας πιστός ἀποκτήσει προσωπική σχέση μέ τόν Χριστό, γίνει αὐτήκοός Του καί νιώθει τήν παρουσία Του στή ζωή του, πού σημαίνει ὅτι ἔχει ὀρθά ἐκκλησιοποιηθεῖ, ζώντας ὡς μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τήν ἁγία Του “Εκκλησία, τότε θά διαπιστώνει διαρκῶς ὅτι ἡ ἔκπληξη ἀπό τήν ἀδιάκοπα παρεχόμενη χάρη τοῦ Θεοῦ σ” αὐτόν θά εἶναι μιά μόνιμη κατάσταση. Θά ὁδεύει πάντοτε “ἐκ πίστεως εἰς πίστιν καί ἀπό δόξης εἰς δόξαν”, δεδομένου ὅτι ἡ ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιά ἀτέλεστη πορεία, μιά συνεχής αὔξηση σ᾽ ἐπίπεδα θεώσεως, κάτι πού μᾶς φανερώνουν, συνεσκιασμένα καί ταπεινά, οἱ ἅγιοί μας.

. Εἶναι κρίμα πάντως νά εἶναι “στό χέρι μας” ἡ δύναμη καί ἡ χαρά τῆς προσωπικῆς πίστεως στόν Χριστό, αὐτῆς πού συνιστᾶ καί τή λύση ὅλων τῶν οὐσιωδῶν προβλημάτων τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, κι ἐμεῖς νά μένουμε στά “ξυλοκέρατα” τῶν πρώτων βημάτων τῆς πίστεως τῶν ἀρχαρίων.