Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ


Μητρ. Anthοny του Sourozh

 
Σε αντίθεση με αυτό που πολλοί νομίζουν ή αισθάνονται, η Σαρακοστή του Πάσχα είναι περίοδος χαράς. Είναι ο καιρός εκείνος που μας δίνεται η δυνατότητα να αποτινάξουμε κάθε τι άσχημο και θανατηφόρο από μέσα μας για να βρούμε πάλι τη δύναμη να ζήσουμε, να βιώσουμε σε όλο το βάθος του το μυστήριο στο οποίο είμαστε καλεσμένοι. Αν δεν κατανοήσουμε αυτή την ποιότητα της χαράς στη νηστεία, θα τη μετατρέψουμε σε μια καρικατούρα, σε μια περίοδο κατά την οποία στο όνομα του Θεού θα κάνουμε τη ζωή μας μίζερη.
Μπορεί, πράγματι, αυτή η ιδέα της χαράς που πλέκεται με την επίπονη προσπάθεια και τον ασκητικό αγώνα να φαίνεται περίεργη, όμως αγκαλιάζει με καθολικό τρόπο τη ζωή της Εκκλησίας. Η Βασιλεία του Θεού είναι κατάκτηση. Δεν χαρίζεται απλά σε εκείνους που αδιάφορα και τεμπέλικα την περιμένουν να έρθει. Για όσους την αναμένουν με τέτοιο πνεύμα, θα έρθει, αλλά στο μέσον της νύχτας, σαν την Ημέρα της Κρίσης. Σάν τον κλέφτη που τρυπώνει όταν δεν τον περιμένεις, σαν το Νυμφίο που φθάνει ενώ οι μωρές παρθένες κοιμούνται. Δεν είναι όμως αυτός ο τρόπος που θα πρέπει να προσμένουμε την Κρίση και τη Βασιλεία.
Χρειάζεται να αλλάξουμε τη νοοτροπία μας σε μία νέα κατανόηση που θα μας επιτρέψει να ξαναβρούμε μέσα μας αυτό από το οποίο περιέργως έχουμε αποξενωθεί: τη χαρά της προσμονής της Ημέρας του Κυρίου –κι άς ξέρουμε ότι αυτή θα είναι η Ημέρα της Κρίσεως. Ίσως μας ξενίζει το γεγονός ότι στην Εκκλησία κηρύττουμε ως Ευαγγέλιο – δηλαδή “καλό άγγελμα” - αυτό της Κρίσεως^ κι όμως αναφωνούμε: “Έρχου Κύριε, ταχύ”, γιατί η Ημέρα του Κυρίου δεν είναι φόβος αλλά ελπίδα.
Όσο αδυνατούμε να αρθρώσουμε αυτά τα λόγια, κάτι σημαντικό διαφεύγει από τη χριστιανική μας συνείδηση. Παραμένουμε, ό,τι κι αν προφασιστούμε, παγανιστές ενδεδυμένοι ρούχα ευ-αγγελιαφόρων. Συνεχίζουμε να είμαστε άνθρωποι από τις καρδιές των οποίων λείπει ο Θεός. Άνθρωποι για τους οποίους ο ερχομός Του είναι σκοτάδι και φόβος και η κρίση Του δεν είναι λύτρωση αλλά καταδίκη. Το αντάμωμά μας με τον Κύριο φαντάζει σαν ένα τρομερό γεγονός κι όχι σαν αυτό που λαχταρούμε και αυτό για το οποίο ζούμε. Αν δεν το συνειδητοποιήσουμε, η περίοδος της νηστείας δεν θα γίνει ποτέ για μας χαρά, αφού είναι μία περίοδος που ενσωματώνει ταυτόχρονα κρίση και ευθύνη: χρειάζεται να προηγηθεί αυτοκριτική για να υποδεχτούμε την Ημέρα του Κυρίου, την Ανάσταση, με ανοιχτή καρδιά και πίστη, σαν γιορτή.
Η κρίση δεν μας επιβάλλεται έξωθεν. Ναί, πράγματι θα έρθει η μέρα που θα σταθούμε μπροστά στον Θεό και θα κριθούμε^ αλλά, προς το παρόν, εφόσον το προσκύνημα συνεχίζεται, όσο το τέλος εκκρεμεί και ο δρόμος που μας οδηγεί στην ομοίωση του Χριστού απλώνεται μπροστά μας αδιάβατος, κρινόμαστε από τον ίδιο τον εαυτό μας. Άς θυμηθούμε τα λόγια του Κυρίου “ίσθι ευνοών τω αντιδίκω σου ταχύ έως ότου εί εν τη οδώ μετ’ αυτού” (Ματθ. 5.25). Ορισμένοι Πατέρες βλέπουν στο πρόσωπο του “αντιδίκου” όχι τον διάβολο (με τον οποίο κανείς ούτε ειρηνεύει ούτε συνδιαλέγεται), αλλά τη συνείδηση που σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής γρηγορεί στο πλευρό μας και ουδέποτε ησυχάζει. Με τη συνείδησή μας διαλεγόμαστε συνεχώς, μας αμφισβητεί κάθε στιγμή και οφείλουμε να συμφιλιωνόμαστε μαζί της. Αλλιώς θα φτάσει κάποτε η στιγμή της Κρίσης και τότε ο “αντίδικος” θα μεταμορφωθεί σε κατήγορο. Ενόσω, λοιπόν, ακόμα πορευόμαστε η κρίση λαμβάνει χώρα διαρκώς μέσα μας σαν ένας διάλογος με τις σκέψεις και τα αισθήματα και τις πράξεις μας^ όλα αυτά που τίθενται ενώπιόν μας να κρίνουμε και από τα οποία κρινόμαστε.
Συχνά πορευόμαστε μέσα στο σκοτάδι, αφού σκοτισμένα είναι και ο νούς και η καρδιά και τα μάτια μας. Μόνο εάν ο ίδιος ο Κύριος φωτίσει τη ζωή μας υπάρχει δυνατότητα ν’ αρχίσουμε να διακρίνουμε μέσα μας το σωστό και το λάθος. Σ’ ένα αξιοσημείωτο κείμενό του ο Ιωάννης της Κροστάνδης γράφει ότι ο Θεός δεν αποκαλύπτει την ασχήμια της ψυχής μας παρά μόνο εάν δεί μέσα μας αρκετή πίστη και ελπίδα ικανή ώστε να μήν καταρρεύσουμε στο αντίκρισμα των αμαρτιών μας. Με άλλα λόγια, όποτε είμαστε σε θέση ν’ αναγνωρίσουμε τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας, τότε αρχίζουμε να κάνουμε κάποια βήματα αυτογνωσίας κάτω από το φως της κρίσης του Θεού, που δεν είναι τίποτε άλλο από τον φωτισμό της Θείας δικαιοσύνης. Δύο τινά συμβαίνουν τότε: αφενός μας ξενίζει η ασχήμια που φανερώνεται μπροστά μας, αφετέρου αισθανόμαστε χαρά γιατί αναγνωρίζουμε την εμπιστοσύνη του Θεού. Μας εμπιστεύεται μία νέα γνώση του εαυτού μας, που άλλοτε δεν την επέτρεπε γιατί δεν είχαμε τη δύναμη να αποδεχτούμε την αλήθεια. Κι έτσι, η κρίση μετατρέπεται σε χαρά γιατί η αποκάλυψη των αστοχιών μας συνοδεύεται από τη γνώση ότι ο Θεός είδε μέσα μας πίστη και ελπίδα και καρτερία που θα μας επιτρέψουν όχι μόνο να δούμε πιο καθαρά αλλά και να ενεργήσουμε.
Όλα αυτά είναι σημαντικά εάν θέλουμε να κατανοήσουμε γιατί η νηστεία και η χαρά πάνε μαζί. Αλλιώς, η διαρκής, επίμονη προσπάθεια της Εκκλησίας και του λόγου του Θεού να μας φέρει σε επίγνωση, μπορεί να μας βαρύνει αντί να μας χαροποιεί, ώστε δεν θα είμαστε πια σε θέση να φτάσουμε στην Ανάσταση του Χριστού με χαρά, γιατί θα φανταζόμαστε ότι η Ανάσταση δεν μας αφορά.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία εισάγει τους πιστούς στη Σαρακοστή με μία σειρά προκαταρκτικών εβδομάδων κατά τις οποίες το Ευαγγελικό ανάγνωσμα μας οδηγεί βήμα προς βήμα από το σκοτάδι προς το φως της κρίσεως.
Το πρώτο, δραματικό στάδιο συνίσταται στο γεγονός ότι είμαστε τυφλοί, κι όμως ανίδεοι για την τυφλότητά μας. Ενώ βρισκόμαστε στο σκοτάδι δεν συνειδητοποιούμε ότι το σκοτάδι είναι γύρω και μέσα μας. Το Ευαγγέλιο που μας μιλά σχετικά είναι η ιστορία του Βαρτίμαιου, του τυφλού επαίτη στην πύλη της Ιεριχού, ενός ανθρώπου που ή έχασε το φως του ή ήταν εκ γενετής τυφλός, αλλά σε κάθε περίπτωση ζούσε στο απόλυτο σκοτάδι. Δεν υπήρχε ζωή, ούτε φως, ούτε χαρά γι’ αυτόν. Πιθανόν να είχε συμφιλιωθεί με τη δυστυχία του. Συνέχιζε να επιβιώνει μέρα με τη μέρα, χάρη στην ψυχρή, αδιάφορη ελεημοσύνη των περαστικών. Αλλά ένα πράγμα έκανε τη δυστυχία του τραγική: Ζούσε τον καιρό του Ιησού. Πρέπει να άκουσε πολλές φορές να μιλούν γι’ αυτόν τον άνθρωπο του Θεού, που γιάτρευε ανθρώπους και ανακαίνιζε τα πράγματα, που έδινε φως σε τυφλούς και θεράπευσε τον εκ γενετής τυφλό. Αυτή η δυνατότητα της σωτηρίας, η λαχτάρα της ανέλπιστης γιατρειάς, έκανε το σκοτάδι του ακόμα πιο πυκνό. Θα ήταν απίθανο ο Θεός να βρεθεί στο δρόμο του, αλλά και για τον ίδιο δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να καταφέρει να συναντήσει αυτόν τον ακούραστο κήρυκα και ιατρό που αδιάκοπα περιόδευε. Πώς θα μπορούσε ένας τυφλός άνθρωπος ν’ ακολουθήσει έναν περιοδεύοντα; Συνειδητοποίησε το μέγεθος της τυφλότητάς του μπροστά στη δυνατότητα που υπήρχε να αναβλέψει. Η απελπισία του μεγάλωσε αφότου γεννήθηκε μέσα του η ελπίδα. Κι έτσι, όταν άκουσε τον Χριστό να πλησιάζει ικέτευσε για την θεραπεία του από τα βάθη αυτής της απελπισίας και της φλογερής επιθυμίας του να σωθεί.
Αυτό είναι το πρώτο βήμα που συχνά μας φαίνεται τόσο δύσκολο: να έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο με την πραγματική μας κατάσταση, κι όχι να παρηγορούμε τον εαυτό μας ότι διάγουμε ένα είδος ζωής που είναι ικανό ν’ αντικαταστήσει τη Θεία ζωή. Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι σε αναφορά με το φως του Θεού βρισκόμαστε στο σκοτάδι. Και να σκεφτούμε ότι χωρίς φως είμαστε χαμένοι, γιατί το σκοτάδι στο οποίο έχουμε αφεθεί είναι ο θάνατος, η απουσία του Θεού. Δεν πρόκειται να αλλάξουμε στάση αν δεν καταλάβουμε ότι η κατάστασή μας είναι απελπιστική^ ότι πρόκειται για ένα ζήτημα ζωής και θανάτου, το μόνο που έχει νόημα. Τότε θα απευθυνθούμε στο Θεό, ελπίζοντας ότι εκείνος θα ενεργήσει. Μόνο αυτή η θανάσιμη αγωνία μπορεί να μας αφυπνίσει, σαν του Βαρτίμαιου, που κανείς δεν ήταν δυνατόν να σταματήσει τις κραυγές του για βοήθεια όταν κατάλαβε ότι ήρθε η αποφασιστική στιγμή. Περνούσε ο Χριστός. Την επόμενη στιγμή θα είχε προσπεράσει και το σκοτάδι του θα γινόταν μόνιμο, αθεράπευτο.
Ένας άλλος λόγος που μας κρατάει συνήθως σε αδράνεια είναι ο φόβος μας για τη γνώμη των ανθρώπων. Όσο πιστεύουμε πώς πρέπει να συντηρούμε μία συγκεκριμένη εικόνα του εαυτού μας προς τα έξω είναι φοβερά δύσκολο να αλλάξουμε, κι αυτό μας φανερώνει η παραβολή του Ζακχαίου, που ακολουθεί. Το πρόβλημα του Ζακχαίου ήταν το εξής: Ήθελε απεγνωσμένα να δεί τον Χριστό. Θα έπαιρνε το ρίσκο να εξευτελίσει τον εαυτό του; Το να φθάσει κανείς να γίνει γελοίος διαφέρει πολύ από την απόρριψη που συνήθως βιώνουμε και καταφέρνουμε να αντιμετωπίσουμε χρησιμοποιώντας ως προκάλυμμα την υπερηφάνειά μας. Η γελοιοποίηση ξεπερνά το κουράγιο των περισσοτέρων από μας. Μπορείτε να φανταστείτε έναν τραπεζικό διευθυντή μιας μικρής πόλης να σκαρφαλώνει σ’ ένα δέντρο ενώπιον του πλήθους και να δέχεται τις κοροϊδίες και τα επιφωνήματα των μικρών παιδιών, χάριν μιας συνάντησης με τον Χριστό; Αυτή ήταν η θέση του Ζακχαίου, του ισχυρού και πλούσιου άνδρα. Αλλά για εκείνον η συνάντηση με τον Χριστό είχε τόση σημασία –ήταν ένα ζήτημα ζωής και θανάτου- που βρήκε την ετοιμότητα να αγνοήσει την γελοιότητα και την ταπείνωση, προσηλωμένος στην επιθυμία του. Και είδε τον Χριστό.
Υπάρχουν δύο τρόποι για να πάψουμε να εξαρτώμαστε από την κρίση των ανθρώπων. Είτε θα πράξουμε όπως ο Ζακχαίος, αποδεχόμενοι την ταπείνωση ως ουσιώδες μέρος της σωτηρίας μας, είτε θα επιτρέψουμε στην καρδιά μας να σκληρύνει και με την υπερηφάνειά μας θα ακυρώσουμε την κρίση των άλλων. Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Υπάρχει μόνο η αυθόρμητη ταλάντευση και η αδυναμία που όλοι βιώνουμε πρίν αποφασίσουμε ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, γιατί κάθε φορά που κλείνουμε προς το λάθος φοβόμαστε την κρίση του Θεού και όποτε αναζητούμε το σωστό βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την κρίση των ανθρώπων. Η υπερηφάνεια ή η ταπείνωση είναι οι μόνοι δρόμοι που θα μας ελευθερώσουν από το δίλημμα.
Η επόμενη παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου είναι ενδεικτική της πρώτης, αιχμηρής κρίσης που είναι συνάμα ανθρώπινη και θεϊκή. Εάν αναρωτηθούμε πώς είναι δυνατόν ο Φαρισαίος να είναι τόσο υψιπετής παρά τις υψηλές του γνώσεις για τον Θεό και ο Τελώνης τόσο ταπεινός παρά την απλότητά του, νομίζω ότι πρέπει να απαντήσουμε ως εξής: οι αναφορές του Φαρισαίου βρίσκονται στο γράμμα του νόμου. Ο άνθρωπος είναι εύκολο να αισθάνεται ότι δικαιώνεται με νομικό τρόπο, με βάση το νόμο και το γράμμα του νόμου. Μπορεί πάντοτε να πληροί τους κανόνες και να αισθάνεται ανεπίληπτος. Αλλά οι αναφορές του Τελώνη διαφέρουν. Δεν ήταν νομοταγής. Ό,τι γνώριζε από το νόμο συνοψίζονταν στα εξής: συγκεκριμένα χωρία του νόμου έθεταν τις πράξεις και τη ζωή του στην κρίση του Θεού^ κι άλλα πάλι χωρία τα χρησιμοποιούσε ο ίδιος για να διεκδικήσει από τους ανθρώπους αυτό που ζητούσε. Ο νόμος ήταν ένα δυνατό, βάναυσο και σκληρό εργαλείο άλλοτε στα χέρια του Θεού, κι άλλοτε στα δικά του. Και καθώς ήταν γνώστης της ζωής, ήξερε καλά ότι η μόνη σωτηρία από το νόμο ήταν η ανθρώπινη ευσπλαχνία και η ανθρώπινη συμπόνια. Μόνο η ανθρώπινη σχέση ήταν δυνατό να σώσει τον χρεωμένο από τη φυλακή και τον αισχροκερδή από την κρίση του δικαστή. Έτσι οι αναφορές του βρισκόταν σε σύγκρουση ανάμεσα σε δύο πράγματα: Από τη μια ήταν ο νόμος, αδυσώπητος και αμείλικτος, που ο ίδιος ποτέ δεν έβρισκε τη δύναμη να υπακούσει, αλλά που ήταν σε θέση να χρησιμοποιεί με ωμότητα απέναντι σε άλλους. Και από την άλλη η ανθρώπινη σχέση, που ήταν ικανή να εξομαλύνει και να θεραπεύσει τα πάντα. Οι αναφορές του Τελώνη ήταν οι συνάνθρωποί του, οι γείτονές του, συμπεριλαμβανομένου και του αόρατου γείτονα, του Θεού. Γι’ αυτό βρήκε τη δύναμη και στάθηκε στο κατώφλι του ναού και έτυπτε το στήθος του, με απελπισία: Σε πείσμα κάθε λογικής, γνώριζε πώς στον κόσμο των σκληρών και αμείλικτων ανθρώπων υπάρχουν στιγμές που όλα είναι δυνατά, γιατί ο άνθρωπος δεν παύει να είναι άνθρωπος ακόμα και μέσα στη σκληρότητά του. Το ίδιο πίστευε και για τον Θεό. Ο νόμος τον καταδίκαζε αλλά ο Θεός δεν ήταν μόνο νομοθέτης ούτε μόνο επιτηρητής του νόμου. Ήταν ελεύθερος να ενεργήσει με φιλανθρωπία μέσα στα πλαίσια του νόμου Του. Αυτή η γνώση ταπείνωσε τον Τελώνη ενώπιον του Θεού, γιατί οι όροι της αναφοράς του περιείχαν ελπίδα και το αντικείμενο της ελπίδας του ήταν το έλεος, η επιείκεια και η αγάπη.
Η ίδια αλήθεια εμφανίζεται και στην επόμενη παραβολή, του Άσωτου Γιού. Κι εδώ βρίσκουμε δύο πρόσωπα, τον δίκαιο και τον φαύλο. Ο άσωτος γιός κατά μία έννοια είναι μία άλλη όψη του Τελώνη και ο μεγάλος αδελφός μοιάζει με τον Φαρισαίο. Αλλά εδώ δεν είμαστε αντιμέτωποι μόνο με τη σύγκρουση ανάμεσα στο νόμο που είναι αντικειμενικός και γι’ αυτό νεκρός και το έλεος που είναι υποκειμενικό γιατί είναι ζωντανό και προσωπικό. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την ίδια την αμαρτία. Τι είναι αμαρτία; Ορίζεται καθαρά, θα έλεγε κανείς, στο σύντομο διάλογο ανάμεσα στον Πατέρα και τον γιό στην αρχή της παραβολής. Κι αν θελήσουμε να τον μεταφέρουμε στη σύγχρονη εποχή με έναν όχι τόσο κομψό τρόπο σαν του Ευαγγελίου, θα τον συνοψίζαμε σε λόγια όπως αυτά: “Πατέρα θέλω να ζήσω αλλά στέκεσαι εμπόδιο στο δρόμο μου. Όσο ζείς η περιουσία σού ανήκει. Πρέπει, λοιπόν, να φύγεις από τη μέση. Άς υποθέσουμε ότι είσαι ήδη νεκρός. Δεν μπορώ να περιμένω μέχρι να πεθάνεις στ’ αλήθεια. Άς συμφωνήσουμε ότι όσο τουλάχιστον με αφορά δεν έχω πια πατέρα, αλλά κατέχω την περιουσία του γιατί τον έχω κληρονομήσει”. Αυτό είναι λίγο έως πολύ το περιεχόμενο του διαλόγου που συχνά διαμείβεται ανάμεσα σε γονείς και παιδιά αλλά κι ανάμεσα σε ανθρώπους που σχετίζονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Με άλλα λόγια: “Δεν σε υπολογίζω σαν πρόσωπο. Στέκεσαι στο δρόμο μου. Το μόνο που έχει αξία για μένα είναι ό,τι μπορώ να αρπάξω από σένα. Κι αφού πάρω αυτό που θέλω μπορείς να εξαφανιστείς. Πρέπει να αποδεχτείς ότι δεν υπάρχεις”. Αυτή είναι η ουσία της αμαρτίας απέναντι στον Θεό και τους ανθρώπους. Από τον Θεό είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε όσα μας προσφέρει και κατόπιν να τον εξορίσουμε από τη ζωή μας, με τον ίδιο αδίστακτο τρόπο που ο Άσωτος λησμόνησε τον Πατέρα του στην ξένη γή. Αλλά και τον συνάνθρωπό μας πρόθυμα τον παραμερίζουμε και τον αποκλείουμε από τη ζωή μας γιατί δεν μετράει. Αυτό που μετράει είναι τα αντικείμενα και η εκμετάλλευσή τους.
Υπάρχει, όμως, και μία άλλη όψη της παραβολής: η πείνα, η δυστυχία και η μοναξιά, όλα αυτά που αποστρεφόμαστε στη ζωή κι όμως αποτελούν συχνά τη μόνη ελπίδα μας να σωθούμε. Όσο διάγουμε στην άνεση του βίου αδιαφορούμε για την πραγματική μας κατάσταση. Αποδεικνυόμαστε ανίκανοι να σκύψουμε μέσα μας και να δούμε ότι είμαστε μόνοι στη μέση του πλήθους και πάμφτωχοι στο κέντρο του πλούτου. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι όλα τα πικρά και δύσκολα που ανταμώνουμε στο δρόμο μας, όλα αυτά που μισούμε και φοβόμαστε, είναι η σωτηρία μας. Για μας η στέρηση είναι όρος ουσιώδης. Κι αν δεν έχουμε στερηθεί πρέπει να μάθουμε να στερούμαστε στο σημείο που η έλλειψη θα μας οδηγήσει στην επίγνωση ότι αντικρίζουμε τον Θεό σε κατάσταση ολοκληρωτικής γύμνιας και ανέχειας –τη μόνη κατάσταση που μας ανήκει.
Ένας όμορφος μύθος διηγείται τη ζωή ενός πάμφτωχου ραβίνου που πρωΐ-βράδυ ευχαριστούσε τον Θεό για τη γενναιοδωρία Του. Κάποιος που άκουσε την προσευχή του αναρωτήθηκε: “Πώς μπορείς να είσαι τόσο υποκριτής; Δεν βλέπεις ότι ο Θεός σού έχει στερήσει τα πάντα;” Κι εκείνος απάντησε: “Κάνεις λάθος. Ο Θεός με κοίταξε και σκέφτηκε, “αυτός ο άνθρωπος για να σωθεί έχει ανάγκη την πείνα και τη δίψα, το κρύο και τη μοναξιά, την αρρώστια και την εγκατάλειψη.” Και μου τα έδωσε σε αφθονία”. Να το αληθινό χριστιανικό ήθος, η συμπεριφορά ενός πιστού για τον οποίο το μόνο που έχει πραγματική σημασία είναι η ψυχή του. Το ίδιο μας φανερώνει και η αυτοσυνειδησία του Ασώτου.
Ο άσωτος γιός μας διδάσκει και κάτι ακόμα. Επιστρέφει έχοντας προετοιμάσει την ομολογία του: “Πατέρα αμάρτησα. Δεν αξίζω πλέον να καλούμαι υιός σου. Συγκατέλεξέ με ανάμεσα στους δούλους σου”. Αλλά ο Πατέρας δεν του επιτρέπει να συνεχίσει. Ο καθένας από μας μπορεί να είναι ένας ξεστρατισμένος γιός, μία άσωτη θυγατέρα, ένας ανάξιος φίλος. Αλλά αυτό που ξεπερνάει τις δυνατότητές μας είναι να υποβιβάσουμε την ποιότητα της σχέσης μας. Ένας ανάξιος γιός δεν μπορεί να μετατραπεί σε άξιο μισθοφόρο. Δεν είναι δυνατόν να υποτιμήσουμε αυτό που μας δόθηκε με τη γέννησή μας, το δικαίωμα που μας χάρισε η αγάπη. Δεν γίνεται, δηλαδή, να ψάχνουμε για συμβιβασμούς και για νομικές οριοθετήσεις στις σχέσεις μας με τον Θεό και να λέμε: “Αδυνατώ να σού χαρίσω την καρδιά μου, αλλά θα σού φερθώ καλά. Δυσκολεύομαι να σε αγαπήσω, αλλά θα σε υπηρετήσω”. Είναι μία ψεύτικη σχέση που ο Θεός δεν πρόκειται ποτέ να δεχθεί.
Το τελευταίο βήμα στο δρόμο για τη Σαρακοστή μας δίνεται μέσα από την παραβολή των αμνών και των εριφίων που θέτει ενώπιον μας τον εξής προβληματισμό: Τι είναι αυτό που οφείλουμε να κρίνουμε κι αυτό που τελικά μας κρίνει; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Είναι πιθανόν να νομίζουμε ότι κρινόμαστε με βάση την ικανότητά μας να θεολογούμε ή να μετέχουμε με την υψηλή θεωρία σ’ έναν κόσμο υπερβατικό. Ωστόσο, η παραβολή μας ξεκαθαρίζει ότι η ερώτηση του Θεού πρίν εισέλθουμε στη Θεία πραγματικότητα είναι πιο απλή: Έχετε γίνει άνθρωποι; Εάν όχι, μήν φαντάζεστε ότι θα μπορέσετε ποτέ να ομοιάσετε τον Θεό, τον Θεάνθρωπο Ιησού, που είναι το μέτρο για κάθε τι.

Αυτό το σημείο είναι σημαντικό, γιατί μόνιμα πέφτουμε σε μία λανθασμένου τύπου κρίση. Μετράμε την ατομική μας σχέση με τον Θεό, πόσο πιστοί είμαστε ή πόσα γνωρίζουμε για τον Θεό, ζητήματα που έχουν να κάνουν μ’ αυτό που ονομάζουμε “πιετισμό”, σε αντίθεση με τον χριστιανισμό. Αλλά η ερώτηση του Κυρίου είναι η εξής: Είστε άνθρωποι ή μήπως υπ-άνθρωποι; Με άλλα λόγια, είστε ικανοί ν’ αγαπήσετε ή όχι; Ήμουν νηστικός, διψασμένος, γυμνός, φυλακισμένος, άρρωστος. Ήσασταν σε θέση ν’ ανταποκριθείτε στη δυστυχία μου με οποιοδήποτε κόστος και με όλη σας την καρδιά, ή όχι;
Σ’ αυτό το σημείο άς θυμηθούμε όσα είπαμε για τον Τελώνη και τον Φαρισαίο. Ο Χριστός δεν μας ζητά να εκπληρώσουμε το νόμο. Δεν πρόκειται να ζυγίσει το ψωμί και το νερό που προσφέραμε, ούτε θα αριθμήσει τις επισκέψεις μας σε ασθενείς και τα παρόμοια. Αυτό που θα μετρήσει είναι η ανταπόκριση της καρδιάς μας. Η πράξη συχνά καθ’ αυτή δεν σημαίνει τίποτα. Γινόμαστε άνθρωποι τη στιγμή που, σαν τον Τελώνη και τον Άσωτο γιό, θα έχουμε φτάσει στην αγάπη και η καρδιά μας θα ανταποκριθεί στην αγάπη του Θεού και στον ανθρώπινο πόνο. Έχοντας αυτό κατά νού δεν θα μπούμε ποτέ στη διαδικασία να αισθανθούμε δικαιωμένοι γιατί δεν πρόκειται για ένα ζήτημα που αφορά στην εκπλήρωση του νόμου αλλά στο κατά πόσον αφομοιώσαμε το νόμο ώστε αυτός να δώσει καρπό μέσα μας το μυστήριο της αγάπης.
Έτσι θα αρχίσουμε να κατανοούμε τον ανακαινιστικό ρόλο που μπορεί να παίξει η περίοδος της Σαρακοστής. Θα έχουμε περάσει από όλα τα στάδια της κρίσης και θα έχουμε αφήσει πίσω μας το σκοτάδι και το νόμο, ενώ μπροστά μας θα αντικρίζουμε το μυστήριο της σχέσης που καλείται “έλεος” ή “Χάρη”. Και θα είμαστε πλέον αντιμέτωποι πρόσωπο με πρόσωπο με την ουσία της ανθρωπιάς μας, που αξίζει να θυμόμαστε πώς δεν είναι τίποτε άλλο από την ομοίωσή μας με τον Χριστό.
Με αυτές τις σκέψεις άς πορευτούμε στον καιρό της νηστείας. Άς ξεκινήσουμε μέσα από τα αναγνώσματα και τις προσευχές της Εκκλησίας, για να βαδίσουμε τη μακριά πορεία της μετά-νοιας. Έτσι, θα ανακαλύψουμε την ενέργεια της Θείας χάρης που μόνον αυτή έχει τη δύναμη να μας βοηθήσει να μοιάσουμε με τον Χριστό.

Από λόγο που εκφωνήθηκε στο Λονδίνο το 1987

(Μετάφραση από τα Αγγλικά: Α. Μπύρου)



Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΣΩΤΟΥ


Την τρίτη Κυριακή της προετοιμασίας μας για τη Μεγάλη Σαρακοστή διαβάζουμε την παραβολή του Ασώτου Υιού (Λουκ. 1 5, 11 ‐32). Η παραβολή τούτη μαζί με τους ύμνους της ημέρας αυτής μας παρουσιάζουν τη μετάνοια σαν επιστροφή του ανθρώπου από την εξορία. Ο άσωτος γιος, λέει το Ευαγγέλιο, πήγε σε μια μακρινή χώρα και κει σπατάλησε ότι είχε και δεν είχε. Μια μακρινή χώρα! Είναι ο μοναδικός ορισμός της ανθρώπινης κατάστασης που θα πρέπει να αποδεχτούμε και να τον οικειοποιηθούμε καθώς αρχίζουμε την προσέγγιση μας στο Θεό. Ένας άνθρωπος που ποτέ δεν είχε αυτή την εμπειρία, έστω και για λίγο, που ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι είναι εξόριστος από το Θεό και από την αληθινή ζωή, αυτός ποτέ δε θα καταλάβει τι ακριβώς είναι ο Χριστιανισμός. Και αυτός που νιώθει «σαν στο σπίτι του» σʹ αυτόν τον κόσμο και στη ζωή του κόσμου τούτου, που έμεινε άτρωτος από τη νοσταλγία για μια άλλη πραγματικότητα, αυτός δε θα καταλάβει τι είναι μετάνοια.

Η μετάνοια συχνά ταυτίζεται με μια «ψυχρή και αντικειμενική» απαρίθμηση αμαρτιών και παραβάσεων, όπως μια πράξη «ομολογίας ενοχής» ύστερα από μια νόμιμη μήνυση. Η εξομολόγηση και η άφεση αμαρτιών θεωρούνται σαν να ήταν δικαστικής φύσεως. Αλλά παραβλέπεται κάτι πολύ ουσιαστικό χωρίς το οποίο ούτε η εξομολόγηση ούτε η άφεση έχει κάποιο πραγματικό νόημα ή κάποια δύναμη. Αυτό το «κάτι» είναι ακριβώς το αίσθημα της αποξένωσης από το Θεό, από τη μακαριότητα της κοινωνίας μαζί Του, από την αληθινή ζωή όπως τη δημιούργησε και μας την έδωσε Εκείνος. Αλήθεια, είναι πολύ εύκολο να εξομολογηθώ ότι δεν νήστεψα τις καθορισμένες για νηστεία μέρες, ή ότι παράλειψα την προσευχή μου ή ότι θύμωσα. Αλλά είναι εντελώς διαφορετικόπράγμα να παραδεχτώ ξαφνικά ότι έχω αμαυρώσει και έχω χάσει την πνευματική μου ομορφιά, ότι είμαι πολύ μακριά από το πραγματικό μου σπίτι, την αληθινή ζωή και ότι κάτι πολύτιμο και αγνό και όμορφο έχει ανέλπιστα καταστραφεί στη δομή της ύπαρξής μου. Παρʹ όλα αυτά όμως, αυτό και μόνο αυτό, είναι μετάνοια και, επί πλέον, είναι μια βαθιά επιθυμία επιστροφής, επιθυμία να γυρίσω πίσω, να αποκτήσω ξανά τα χαμένο σπίτι.

Έλαβα από το Θεό θαυμαστά πλούτη: πρώτα απ’ όλα τη ζωή και τη δυνατότητα να τη χαίρομαι, να την ομορφαίνω με νόημα, αγάπη και γνώση: ύστερα — με το Βάπτισμα — έλαβα τη νέα ζωή από τον ίδιο το Χριστό, τα δώρα του Αγίου Πνεύματος, την ειρήνη και τη χαρά της ουράνιας Βασιλείας. Έλαβα τη γνώση του Θεού και μέσα απ’ αυτή, τη δυνατότητα να γνωρίσω καθετί και τη δύναμη να είμαι «τέκνον Θεού». Και όλα αυτά τα έχασα, τα χάνω καθημερινά, όχι μόνο με τις «συγκεκριμένες αμαρτίες» και τις «παραβάσεις» αλλά με την αμαρτία όλων των αμαρτιών: την απομάκρυνση της αγάπης μου από το Θεό, προτιμώντας την «μακρινή χώρα» από το όμορφο σπίτι του Πατέρα.

Η Εκκλησία όμως είναι εδώ παρούσα για να μου θυμίζει τι έχω εγκαταλείψει, τι έχω χάσει. Και καθώς μου τα υπενθυμίζει με το Κοντάκιο της ημέρας αυτής, αναλογίζομαι ότι: «Της πατρώας δόξης σου, αποσκιρτήσας αφρόνως εν κακοίς εσκόρπισα, όν μοι παρέδωκας πλούτον όθεν σοι την του Ασώτου φωνήν κραυγάζω. Ήμαρτον ενώπιον σου Πάτερ οικτίρμον δέξαι με μετανοούντα και ποίησαν με, ως ένα των μισθίων σου».

Και, καθώς αναλογίζομαι, βρίσκω μέσα μου την επιθυμία της επιστροφής και τη δύναμη να την πραγματοποιήσω: «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ, πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου, ποίησαν με ως ένα των μισθίων σου».

Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε ειδικά μια λειτουργική λεπτομέρεια της Κυριακής του Ασώτου. Στον Όρθρο, μετά τον γιορταστικό και χαρούμενο ψαλμό του Πολυελαίου, ψέλνουμε τον λυπηρό και νοσταλγικό 136ο ψαλμό:

Επί των ποταμών Βαβυλώνας εκεί εκαθήσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών... πώς ασομαι την ωδήν Κυρίου επί γης αλλότριας; εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου˙ κολληθείη η γλώσσα μου τω λαρύγγί μου, εάν μη σου μνησθώ, εάν μη προανατάξωμαι τήν Ιερουσαλήμ ως εν αρχή της ευφροσύνης μου.

Είναι ο ψαλμός της εξορίας. Τον έψαλλαν οι Εβραίοι κατά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία τους καθώς σκέφτονταν την ιερή πόλη τους, την Ιερουσαλήμ. Από τότε ο ψαλμός αυτός έγινε ο ψαλμός του ανθρώπου που συνειδητοποιεί την αποξένωση του από το Θεό και συναισθανόμενος αυτή την εξορία γίνεται πάλι άνθρωπος. Γίνεται εκείνος που ποτέ πια δε θα νιώσει βαθιά ικανοποίηση με τίποτε στον «πεπτωκότα» αυτόν κόσμο, γιατί από τη φύση και από την κλήση του είναι ένας αναζητητής του Τέλειου. Ο ψαλμός αυτός θα ψαλεί δύο ακόμα φορές: τις δύο τελευταίες Κυριακές πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή∙ και την παρουσιάζει σαν ένα μακρινό ταξίδι, σαν μετάνοια, σαν επιστροφή.

Alexander Schmemann

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ

Ο ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΤΗΣ  ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

Ο άγιος Θεόδωρος γεννήθηκε το έτος 1774 στο Νεοχώριο του Βυζαντίου. Είχε καλούς χριστιανούς γονείς, πού φρόντισαν για τη χριστιανική ανατροφή των παιδιών τους, αφού μάλιστα ξέρομε θετικά ότι ο ένας αδελφός του αγίου Θεοδώρου, ο Γρηγόριος, έγινε επίσκοπος Άδριανουπόλεως. Μικρός ο Θεόδωρος θέλησε να γίνει ζωγράφος και γι' αυτό ήλθε σαν μαθητής κοντά σε ξακουσμένο ζωγράφο, πού δούλευε στο παλάτι του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη. 'Αλλά εκεί ποιος ξέρει τι πιέσεις δέχτηκε, ώστε λύγισε η ψυχική του αντοχή στην ηλικία πού βρισκότανε, κι έτσι αλλαξοπίστησε. Δεν πέρασαν όμως πολλά χρόνια και συνήλθε. Κατάλαβε το βαρύ αμάρτημα, στο όποιο έπεσε. Αφορμή έγινε μια βαρεία επιδημία, πού έπεσε στην Πόλη και τον έκαμε να σκεφθεί το θάνατο, το Θεό, την ψυχή του, την άλλη ζωή. Έτσι το χαμένο πρόβατο ζήτησε το δρόμο της επιστροφής. Δραπέτευσε από τα ανάκτορα, με ξένα ρούχα, για να μη τον γνωρίσουν, με μια στάμνα στον ώμο, με μουτζουρωμένο το πρόσωπο, βγήκε από το παλάτι, κατέβηκε στη θάλασσα, εκεί βρήκε ένα χιώτικο καράβι και ήρθε, κατά θέλημα Θεού, στη Χίο, πού στάθηκε γι' αυτόν ο τόπος της ψυχικής αναγέννησης, του πνευματικού του καταρτισμού, της μεγάλης μετανοίας του και της αποφάσεως του να δώσει και τη ζωή του για το Χριστό, πού άθελα κατά την παιδική του ηλικία αρνήθηκε. Εκεί στη Χίο, στο μοναστήρι του άγιου Μακαρίου, διάβασε πολλά βιβλία και είδε την αγάπη, πού έτρεφαν για τον Χριστό οι άγιοι, ώστε έδιναν και τη ζωή τους για το Σωτήρα τους. «Εγώ πού τον αρνήθηκα, έλεγε ο άγιος Θεόδωρος, θα πρέπει χίλιες φορές να αποθάνω, για να ξεπλύνω το αμάρτημα μου με το αίμα μου». Και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Αποφάσισε να παρουσιασθεί στους Τούρκους και να δηλώσει μόνος του ότι μετανοιώνει, πού έγινε μωαμεθανός και ότι είναι χριστιανός, αποφασισμένος και να αποθάνει για την πίστη του. Δεν παρουσιάστηκε στις τουρκικές αρχές της Χίου, για να μη ενοχοποιήσει όλους πού βρίσκονταν στο μοναστήρι του άγιου Μακαρίου. Γι' αυτό ήρθε στη Μυτιλήνη. Τον συνόδευσε ένας μοναχός από το μοναστήρι του άγιου Μακαρίου, πού παρέμεινε στη Μυτιλήνη μέχρι πού μαρτύρησε ο άγιος. Αυτός περιέγραψε και το μαρτύριο του. Παρουσιάστηκε, λοιπόν, ο άγιος Θεόδωρος στις τουρκικές αρχές και εδήλωσε πώς είχε μια πίστη πού ήτανε χρυσός και του την πήρανε οι Τούρκοι και του έδωκαν μια πίστη πού ήτανε μπακίρι (χαλκός). Και τώρα τους την δίνει πίσω, για να πάρει την πρώτη πίστη του. «Είμαι χριστιανός, είπε, και θα αποθάνω χριστιανός». Στην αρχή τον νόμισαν τρελό. Σύντομα όμως κατάλαβαν ότι μιλούσε σοβαρά, αποφασισμένος να αντιμετωπίσει και το θάνατο, για να κρατήσει την πίστη του. Προσπάθησαν με υποσχέσεις, και με απειλές να τον μεταπείσουν. Τον φυλάκισαν. Επέτρεψαν σε άγριους Τούρκους να έρχονται νύχτα μέρα στη φυλακή και να τον βασανίζουν, όπως μπορούσαν φρικτότερα. Κι εκείνος έμεινε ακλόνητος. Προσευχόταν και επέμενε στην πίστη του. Και ο Θεός του έδινε θάρρος και δύναμη. Όταν είδαν ότι δεν πρόκειται να αλλάξει γνώμη ο άγιος, αποφάσισαν να τον θανατώσουν με απαγχονισμό. Τον κρέμασαν έξω από το φρούριο, κάπου εκεί όπου είναι σήμερα το Ε' Δημοτικό Σχολείο, ίσως και λίγο παραπάνω. Στις 17 Φεβρουαρίου του έτους 1795 παρέδωκε την ψυχή του στο Θεό, στον όποιο προσέφερε και τη ζωή του, με θάνατο φρικτό, μαρτυρικό. Το άγιο λείψανο του έμεινε κατά διαταγή των Τούρκων τρεις ήμερες κρεμασμένο στην αγχόνη. Κατόπιν με άδεια των τουρκικών αρχών το παρέλαβαν πενήντα πρόκριτοι Μυτιληναίοι και το έθαψαν στο προαύλιο της Παναγίας Χρυσομαλλούσης. Έπειτα από τρία χρόνια, όταν θέλησαν να κάμουν την ανακομιδή των λειψάνων του, είδαν με έκπληξη και θαυμασμό ότι το σώμα είχε διατηρηθεί ακέραιο. Το παρέλαβαν τότε με πολλή ευλάβεια και το έκρυψαν στην κρύπτη του Μητροπολιτικού ναού, όπου βρισκότανε μέχρι το 1832. Τότε έγινε το θαύμα της διασώσεως της πόλεως από τη θανατηφόρο πανώλη. Από τότε, όπως γράφομε στη συνέχεια, το άγιο λείψανο βρίσκεται στη θέση, πού είναι σήμερα στο Μητροπολιτικό ναό της Μυτιλήνης, σαν θησαυρός πολύτιμος, σαν φρουρός του νησιού μας. Το έτος 1832 μάστιζε φοβερή θανατηφόρος αρρώστια, η πανώλης, τον πληθυσμό της Μυτιλήνης. Οι θάνατοι κάθε μέρα γινότανε και περισσότεροι. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να σκορπιστούν στους γύρω λόφους ελπίζοντας ότι έτσι θα αποφύγουν τη μετάδοση της αρρώστιας. Και οι αρχές της πόλεως αφήκαν τα γραφεία τους στην πόλη και κατέφυγαν και αυτές στα βουνά. Όλα τα μέτρα όμως πού έπαιρναν, ήταν ανίσχυρα να σταματήσουν την αρρώστια και το θάνατο. Ή κυβέρνηση έστειλε συνεργεία γιατρών από την Κωνσταντινούπολη και φάρμακα, πού πάλι δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Άλλα ό,τι δεν κατόρθωσαν οι ανθρώπινες προσπάθειες, το έκαμε η χάρη του Θεού με τις προσευχές του άγιου Θεοδώρου. Σ' αυτές τις κρίσιμες μέρες και μάλιστα τη νύχτα της Παρασκευής της α' εβδομάδας των Νηστειών, φανερώθηκε ο άγιος στον τότε Πρωτοσύγκελλο Καλλίνικο, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Μυτιλήνης και αργότερα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, και του παρήγγελε να ειπεί στο Μητροπολίτη να μαζέψει τους χριστιανούς από τις έξοχες, οπού είχαν καταφύγει, να κάνουν αγρυπνία στο Μητροπολιτικό ναό και να βγάλουν και το λείψανο του από την κρύπτη του ναού. Ό Πρωτοσύγκελλος δεν έδωσε σημασία στο όνειρο, άλλα μετά από μια εβδομάδα, και πάλι νύκτα της Παρασκευής, βλέπει το ίδιο όνειρο ζωηρότερα, και αυστηρότερον τον άγιο. Αμέσως αυτή τη φορά έτρεξε και ανακοίνωσε στο Μητροπολίτη την εντολή του αγίου. Ό Μητροπολίτης αμέσως συνάντησε τον Τούρκο Διοικητή και του ζήτησε την αδεία να επιτρέψει να ειδοποιήσει με κάθε μέσο τους χριστιανούς, να έλθουν στο ναό και να παρακαλέσουν όλοι τον Θεό να σωθούν άπ' την αρρώστια. Οι Τούρκοι γιατροί, πού ήρθαν άπ' την Κωνσταντινούπολη, αντέδρασαν. Δεν ήθελαν να γίνει συγκέντρωση από φόβο να μη μεταδοθεί ή αρρώστια περισσότερο. Όμως ο Διοικητής βλέποντας ότι ο κόσμος πέθαινε, παρ' όλα τα μέτρα πού είχαν πάρει οι γιατροί, έστω και αν είχαν απομακρυνθεί από τα σπίτια τους οι κάτοικοι, έδωκε την άδεια για συγκέντρωση και αγρυπνία.

Όλοι οι χριστιανοί με πίστη και ελπίδα έτρεξαν στο ναό, πού γέμισε μέσα, έξω και τους γύρω δρόμους. Έκλαψαν, παρακάλεσαν το Θεό, και ζήτησαν και τη βοήθεια του αγίου, πού έμαθαν ότι φανερώθηκε με όνειρο στον Πρωτοσύγκελλο. Ξημέρωσε και προσευχότανε. Τις πρωινές ώρες ο Μητροπολίτης και ο Πρωτοσύγκελλος κατέβηκαν στην κρύπτη του ναού, έβγαλαν με ευλάβεια το λείψανο του άγιου Θεοδώρου και έκαμαν μια σύντομη λιτανεία γύρω στο ναό. Από εκείνη την ώρα δεν πέθανε κανείς Χριστιανός ή Τούρκος από την πανώλη. Ή πόλη ονόμασε τον άγιο Θεόδωρο «Πολιούχο», δηλαδή προστάτη της πόλεως και του νησιού μας. Τούρκοι και Έλληνες με κάθε τρόπο ομολογούσαν το θαύμα και φανέρωναν την ευγνωμοσύνη τους στο Θεό και τον προστάτη άγιο. Από τότε (1832) το σεπτό λείψανο του άγιου δεν το ξανάβαλαν στην κρύπτη του ναού, αλλά το τοποθέτησαν φανερά και για τους Τούρκους στη θέση του Μητροπολιτικού ναού, πού βρίσκεται σήμερα και αποτελεί, όπως λέγει και το απολυτίκιο του άγιου, «θησαυρόν τιμαλφή» για τον τόπο μας.

Σε ανάμνηση του θαύματος της διασώσεως του πληθυσμού της πόλεως από την πανώλη, από το έτος 1936, καθιερώθηκε νέα γιορτή στη Μυτιλήνη την Δ' Κυριακή από το Πάσχα, κατά την οποία γίνεται με μεγάλη λαμπρότητα και με συμμετοχή χιλιάδων λάου η λιτάνευση των σεπτών λειψάνων του αγίου.


http://www.pigizois.net




Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

ΑΛΑΛΟΥΜ...: ΑΝΘΡΩΠΟΣ - ΑΡΙΘΜΟΣ

ΑΛΑΛΟΥΜ...: ΑΝΘΡΩΠΟΣ - ΑΡΙΘΜΟΣ: "Άνθρωπος και Αριθμός: Πως διαμορφώνεται αυτή η σχέση με την Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση και την Κάρτα του Πολίτη; σχόλιο ID-ont: Τι επιπτώσεις..."

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

ΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

ΤΡΙΩΔΙΟ

Στο Γεροντικό αναφέρεται πως κάποτε μερικοί μονάχοι ρώτησαν τόν αββά Αγάθωνα: «Ποια αρετή, πάτερ, της μοναχικής πολιτείας είναι αυτή που έχει περισσότερο κόπο;» Και ο αββάς τους είπε: «Συγχωρήσατε με, αλλά θαρρώ πως δεν υπάρχει άλλος μεγαλύτερος κόπος, από αυτόν που χρειάζεται ο άνθρωπος για να προσευχηθεί στον θεό. Διότι πάντοτε, όταν ο άνθρωπο5 θελήσει να προσευχηθεί, οι δαίμονες θέλουν να τον ανακόψουν, επειδή γνωρίζουν ότι με τίποτε άλλο δεν εμποδίζονται, όσο με την προσευχή προς τον θεό».

Με τη σημερινή Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, ανοίγει τις πύλες της, αγαπητοί μου αδελφοί, η κατανυκτική περίοδος του Τριωδίου. Η κυρίως πνευματική και προσευχητική πορεία της Εκκλησίας μας, από σήμερα μέχρι και το Σάββατο του Λαζάρου που μάς καλεί σε συνεχή ανοδική πορεία, με την προσευχή και την εσωτερική αναβάθμιση, όπως αυτά αποκαλύπτονται στις Ευαγγελικές περικοπές και τις ακολουθίες εν γένει αυτής της περιόδου και κυρίως της ερχομένης Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Ο πρώτος σταθμός, του Τριώδιου και κατ’ επέκταση της πνευματικής μας ζωής, είναι λοιπόν η προσευχή.

«Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος Τελώνης».

Εδώ λοιπόν σήμερα περιγράφεται η στάση της προσευχής και το περιεχόμενο της. Η προσευχή δυο ανθρώπων που βέβαια εκπροσωπούν την όλη κοινωνία της εποχής..

Στην πρώτη σκηνή της παραβολής περιγράφεται η στάση και το περιεχόμενο της προσευχής του Φαρισαίου.

Ο Φαρισαίος στην προσευχή του προβαίνει σε μία συγκλονιστική σύγκριση του εαυτού του με τους άλλους. Ευχαριστεί τον Θεό, γιατί δεν είναι όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι, που είναι άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή, σαν τον Τελώνη. Ο Φαρισαίος δηλαδή σύρει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του εαυτού του, που τον θεωρεί δικαιωματικά.

Η εικόνα της κοινωνίας μας, η ειδωλοποιημένη εικόνα του ανθρώπου που αυτοαποθεώθηκε, του ανθρώπου που έκανε τη ζωή του πύργο Βαβελικό και αποποιήθηκε κάθε ανάγκη, κάθε αδυναμία. Είναι ο άνθρωπος ο οποίος περιορίζεται στα στενά όρια της βιολογικής του εμβέλειας, κλείνεται μυωπικά στο κέλυφος του εγωκεντρισμού του και αδυνατεί να δει και να επικοινωνήσει με τον "άλλον". Είναι αυτός που απομακρύνθηκε από το Θεό, αφού έκανε Θεό τον εαυτό του, και πάντα προσβλέπει με ιδιοτέλεια και καχυποψία προς τον πλησίον. Είναι ο Φαρισαίος ο οποίος βλέπει όλους τους άλλους "σαν σκουλήκια" και χωρίς καμιά ενοχή, χωρίς αυτογνωσία, αισθάνεται αψεγάδιαστος και ακέραιος . Πώς λοιπόν να μετανοήσει ένας τέτοιος άνθρωπος; Πώς να χαμηλώσει λίγο τα ανάστημα του; Πώς να κλάψει; Πώς να χτυπήσει το στήθος και να πει, Θεέ μου συγχώρεσε με τον αμαρτωλό;

Η εικόνα τώρα του Τελώνη και η προσευχή του.

Άλλο κλίμα και άλλα συναισθήματα. Καθόταν μακριά με τα μάτια χαμηλά, χτυπούσε το στήθος του και ζητούσε το έλεος του Θεού. Η προσευχή του ήταν προσευχή μετάνοιας. Ο Τελώνης δεν έχει να επιδείξει έργα αρετής για να ζητήσει δικαίωση, αλλά εμφανίζει, καταθέτει, ομολογεί την αμαρτωλότητά του ενώπιον του Θεού και ζητεί έλεος. Δε διαμαρτύρεται για την απόρριψή του από τους λοιπούς. Τον ενδιαφέρει η δικαιοκρισία του Θεού .

Ο Τελώνης λοιπόν όπως και ο Ζακχαίος, ακόμη και ο Άσωτος της άλλης Κυριακής, είναι η απτή - η χειροπιαστή - η προσωποποιημένη μετάνοια. Είναι αυτοί οι οποίοι δεν εξάντλησαν την μετάνοια τους σε κάποιες αντικειμενικές βελτιώσεις συμπεριφοράς, ή σε τύπους και σχήματα εξωτερικά αλλά προχώρησαν σε μια βαθύτερη και καθολική αλλαγή της ζωής τους. Δεν αρκέστηκαν σε μια προσωρινή συντριβή έστω και λύπη από τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας τους ,αλλά φρόντισαν για μια μόνιμη πνευματική κατάσταση ,και σταθερή πορεία προς το Θεό, συνεχή διάθεση για ανόρθωση, θεραπεία και ανάνηψη, για πνευματικό αγώνα . Αυτό είναι μετάνοια. Αυτό είναι αλλαγή νου, νοοτροπίας, στάσης ζωής .

Η υμνολογία της ημέρας μάς καλεί να προσευχηθούμε με ταπείνωση ενώπιον του Θεού, όπως ο τελώνης, παραδεχόμενοι την πνευματική μας υστέρηση και αναλογιζόμενοι τις συνέπειες της αμαρτωλής ζωής μας. Τότε μπορούμε να νοιώσουμε τη σημαίνει αλλαγή. Αλλαγή πορείας. Να καταλάβουμε ότι "Το ξαναγύρισμα της αγάπης μας στο Θεό και τους ανθρώπους. Η συναίσθηση της δουλείας μας και η αλλαγή της πορείας μας προς την ελευθερία. Η βεβαιότητα της χρεοκοπίας της νοθευμένης λογικής μας και το μπάσιμο μας στο υπέρλογο , στην αποκάλυψη της αλήθειας , που βρίσκεται πέρα από τα φαινόμενα . (π.Τιμόθεος Κιλίφης -ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΜΒΩΝΑ σελ.21).

"Η Μετάνοια είναι χάρις και χαρά. Η μετάνοια είναι ζωή και σωτηρία. Αντίθετα η αμετανοησία είναι θάνατος και καταστροφή. Όποιος δεν μετανοεί δεν καταλαβαίνει το λάθος του και την αμαρτία του ,δεν ζητάει το έλεος του Θεού και δεν έχει συγχώρεση από το Θεό. Γιατί ο Θεός χαρίζει το έλεος Του και συγχωρεί εκείνους που αισθάνονται τα λάθη τους και ζητούν το Θείον έλεος. Εκείνους δηλ. που μετανοούν. Μετάνοια θα πει να λυπηθείς, να κλάψεις, να ζητήσεις έλεος και συγχώρεση για το φταίξιμο σου, να δώσεις λόγο πως δεν θα ξανακάμεις το ίδιο και να βάλεις τα δυνατά σου να μην το ξανακάμεις. Όλα αυτά είναι που κάνουν τον άνθρωπο καινούριο. Όλα αυτά τον ανεβάζουν, όλα αυτά είναι η μετάνοια ,η μετάνοια είναι πρόοδος, προκοπή ζωή και σωτηρία".( π. Μακάριος Φιλοθέου .ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ Φεβρουάριος 2000 ).

Αυτό λοιπόν το οποίο πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι η σωτηρία και η δικαίωσή μας είναι δώρο του Θεού και δεν είναι καρπός των έργων μας. Η οποιαδήποτε αξιομισθία δεν μπορεί να μας χαρίσει τη Βασιλεία του Θεού, αλλά μόνο η αγάπη και η φιλανθρωπία του Θεού.

Ο ιερός Χρυσόστομος εμβαθύνει στον τύπο προσευχής του Τελώνη και μας λέγει ότι υπάρχουν συνολικά πέντε τρόποι μετάνοιας:

Πρώτος τρόπος είναι η αυτογνωσία των αμαρτημάτων μας και η εξομολόγησή τους. Δεύτερος τρόπος είναι το πένθος για τις αμαρτίες μας.

Τρίτος τρόπος είναι η ταπεινοφροσύνη. Τέταρτος τρόπος είναι η ελεημοσύνη, η βασίλισσα των αρετών.

Και τέλος, πέμπτος τρόπος μετάνοιας είναι ή προσευχή.

Η προσευχή πρέπει όμως να εκφράζει όλους τους πιο πάνω τρόπους, και την αυτογνωσία και την εξομολόγηση, και το πένθος για τις αμαρτίες μας και την ταπεινοφροσύνη και την ελεημοσύνη, γιατί μόνο έτσι είναι ουσιαστική και αποτελεσματική. (Επισκόπου Φαναρίου, Αγαθαγγέλου. «Η ζύμη του Ευαγγελίου»)

Αδελφοί μου! Ο άνθρωπος είτε το θέλουμε είτε όχι βρίσκεται σε μια συνεχή πορεία. Άλλοτε είναι ανοδική, άλλοτε καθοδική. Άλλοτε ανεβαίνει για να συναντηθεί με το Θεό, άλλοτε απομακρύνεται από Αυτόν και δρέπει τα αποκαΐδια και τα ερείπια της αποστασίας του. Το Τριώδιο είναι η αγία, η πνευματική, η κατανυκτική, η ασκητική, η αθλητική περίοδος της Εκκλησίας μας που μας βοηθάει να πορευθούμε σωστά και να συναντηθούμε με τον Αναστημένο Xριστό. Ανοίγει την ερμητικά κλειστή, πόρτα της ψυχής μας ώστε να εισχωρήσει μέσα η Χάρις του Θεού, για να αγωνιστούμε σωστά, να επιφέρουμε μια ολοκληρωτική αλλαγή στη ζωή μας, να μετανοήσουμε, για να φθάσουμε στην κατά χάριν ένωση μας με τον Χριστό .

Και η Εκκλησία μας, τώρα που ανοίγει το Τριώδιο, μας προτρέπει:«Μη προσευξώμεθα φαρισαϊκώς»,δηλαδή με υπερηφάνεια για τα έργα μας, αλλά να ζητάμε τη χάρη της σωτηρίας από τον Θεό αναγνωρίζοντας και ομολογώντας την αναξιότητά μας. Να προσευχόμαστε με φόβο, με πόνο, προσεκτικά, στοχαστικά, άγρυπνα, με χαρά, μας συμβουλεύει ο Ευάγριος. Ρίζα όλων των κακιών είναι η υπερηφάνεια. Σ’ αυτήν υπάρχει θάνατος και σκοτάδι. Η αγία ταπείνωση, με ανερμήνευτο τρόπο, μας ανάγει υπεράνω παντός κτιστού και διατηρεί στη ζωή μας τη Χάρη του Θεού». (Επισκόπου Φαναρίου, Αγαθαγγέλου. «Η ζύμη του Ευαγγελίου»)

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

ΤΡΙΩΔΙΟ 2011

Τριώδιον και πάλιν αδελφοί μου!
Την Κυριακή 13 Φεβρουαρίου και πάλιν "ανοίγει" το Τριώδιον.
Αδελφοί μου!
 Με την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου,  δεν εγκαινιάζεται απλά η κατανυκτική περίοδος του Τριωδίου, ούτε και προβάλλονται παραβολικά δύο πρόσωπα της καθημερινότητας μας. Με τη σημερινή Κυριακή διευκρινίζονται και οριοθετούνται βασικά σημεία της ζωής. Είναι η πίστη, είναι η ευσέβεια, είναι η μετάνοια, είναι η ταπείνωση. Όλα αυτά διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο τόσο στην προσωπική μας σωτηρία, όσο και στη σωτηρία των άλλων.

Αδελφοί μου!

Και πάλι Τριώδιο! Και βέβαια αυτό δεν μας το θυμίζει αυτό μόνο η Εκκλησία μας, μα το τονίζουν καθημερινά τώρα και τόσοι άλλοι, κοσμικοί και μη. Εφημερίδες, τηλεόραση, περιοδικά, ραδιόφωνο, κέντρα διασκέδασης, σύλλογοι, και δημοτικές αρχές, όλοι μιλάνε για το τριώδιο. Τι γίνεται λοιπόν;

Για την Εκκλησία μας, «Τριώδιο», είναι το βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι και το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Πήρε την ονομασία του από τα «τριώδια», δηλαδή τους κανόνες που απαρτίζονται από τρεις ωδές, ενώ όλο τον άλλο χρόνο αποτελούνται από 9 και τα οποία αποτελούν τον κύριο κορμό του βιβλίου. Κατ’ επέκταση «Τριώδιο» ονομάζεται όλη αυτή η χρονική περίοδος κατά την οποία η Εκκλησία έχει σε χρήση το βιβλίο αυτό.

Εάν ανατρέξουμε στις σελίδες του βιβλίου αυτού θα διαπιστώσουμε , από τους ύμνους που αναγράφονται εκεί, ότι είναι μια περίοδος προσευχής και τελωνικού στεναγμού. Αναφέρεται στην μετάνοια, στην ηρωική δηλαδή απόφαση επιστροφής στην περιοχή της χάριτος, από την οποία αποσπάται ο πιστός, όταν ακολουθεί «το ίδιον θέλημα»• μιλά για την ειλικρινή γνώση του εαυτού μας• παροτρύνει για αλλαγή πορείας και επιστροφή στην «παραδείσια σχέση».

Για τον πολύ κόσμο, όμως, έχει φορτιστεί η περίοδος αυτή με άλλο περιεχόμενο. Υπάρχει δυστυχώς μεγάλη σύγχυση.

Είναι, πράγματι, περίεργο, αγαπητοί Χριστιανοί, πως αυτή την περίοδο, ενώ η Εκκλησία προσπαθεί να αφαιρέσει τις μάσκες του ψεύδους και της υποκρισίας από τη ζωή μας, ο κόσμος γλεντά, ασύστολα και ανερυθρίαστα, μασκοφορεμένος, κρυμμένος πίσω από προσωπεία, πολλά από τα οποία αποκαλύπτουν εσωτερικές παραμορφώσεις και εξευτελίζουν το ανθρώπινο πρόσωπο. Βρίσκει τρόπο να αποκαλύψει εσωτερικά «ειδεχθή προσωπεία», χωρίς την τόλμη που απαιτεί ο πόνος της μετάνοιας. Όμως μόνο με τη μετάνοια, στην οποία μας καλεί η περίοδος του Τριωδίου, αποκαθίσταται η διακοπείσα σχέση μας με τον Θεό. Είναι η αντίστροφη, της φυγής και της αποστασίας, πορεία. Τότε κυριάρχησε η υπερηφάνεια, η αλαζονεία και ο εγωισμός. Τώρα η ταπείνωση, είναι ανάγκη να νεκρώσει τα αντίθεα πάθη και η υπακοή στο θέλημα του Θεού, να λευκάνει την ψυχή και να ετοιμάσει κατάλυμα, για να υποδεχθεί Εκείνον. Η μετάνοια είναι ο μονόδρομος, της ανασυνδέσεώς μας με τον Θεό και η απαρχή μιας νέας σχέσεως. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι την περίοδο του Τριωδίου είναι έντονη η αντίθεση του «κοσμικού» πνεύματος με το πνεύμα της Εκκλησίας. Και είναι, πράγματι, θλιβερό το πώς η εξαθλίωση του ανθρώπου, η παραμόρφωσή του, θεωρείται παράδοση και πολιτισμός. Είναι κάτι που κρίνει –με δυσάρεστα αποτελέσματα- την ελληνορθόδοξη Ποιότητά μας!

Γύρω, λοιπόν, από την καθαρότητα της πίστης και την ειλικρίνεια στην καθημερινή ζωή θα περιστραφεί αυτός ο αγώνας. Ολέθρια πάθη που θα παραταχθούν μπροστά μας θα είναι παραδείγματα προς αποφυγήν, ενώ οι αρετές θα είναι αθλήματα για αγώνα και στόχοι για να επιτευχθούν. Αρετές όπως η προσευχή, η νηστεία, η ταπεινοφροσύνη και η μετάνοια θ' ανοίξουν τον πνευματικό στίβο, προσκαλώντας μας για να τις κατακτήσουμε. Παράλληλα, πάθη όπως η υψηλοφροσύνη και η υποκρισία όχι μόνο θα υπογραμμίζονται για αποφυγή, αλλά και θα στιγματίζονται σαν ενέργειες αντιθρησκευτικές και αντικοινωνικές.

Με τη σημερινή, λοιπόν, παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, αδελφοί μου, προβάλλουν κατά τρόπο παραστατικό οι σωστές αρετές και ξεσκεπάζονται τα πάθη. Μετάνοια και ταπεινοφροσύνη, υψηλοφροσύνη και υποκρισία αποκαλύπτονται σήμερα μπροστά μας. Πρωταγωνιστές δύο άνθρωποι της καθημερινής ζωής, που διαχρονικά είναι οι ίδιοι. Δυο άνθρωποι που στο πρόσωπο του καθενός μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Φαρισαίος και Τελώνης. Ο πρώτος είναι η προσωποποίηση της υποκρισίας. Ο δεύτερος είναι η έκφραση της αδικίας και η ενσάρκωση της αμαρτωλότητας, αλλά συνάμα και της μετάνοιας και της δικαίωσης. Παρά την κραυγαλέα διαφορά τους, ως ένα σημείο έχουν σαν κοινό χαρακτηριστικό την αμαρτωλότητα, η οποία στην μεν περίπτωση του Τελώνη είναι οφθαλμοφανής, στη δε περίπτωση του Φαρισαίου καλύπτεται με επιμέλεια• σκεπάζεται με μάσκα. Για τούτο και είναι περισσότερο επικίνδυνη τόσο για τον ίδιο όσο και για τους άλλους, αφού μένει χωρίς τη δυνατότητα της αναγνώρισης και κατ' επέκταση, χωρίς τη δυνατότητα της μετάνοιας και της σωτηρίας. Ο Φαρισαϊσμός έχει μια πολύ βασική μορφή. Αυτή τη μορφή την απέδωσε σήμερα ο Κύριος πολύ παραστατικά. Έχει την ψευδαίσθηση της τελειότητας από τη μια και από την άλλη περιφρονεί όλους τους άλλους. Είναι τόση η αίσθηση της τελειότητάς, που εκφράζεται μέσα από τις «αρετές» και τις πολλαπλές ατέλειες των άλλων. Είναι ενάρετος ο Φαρισαίος, προσεύχεται, νηστεύει και κάνει ελεημοσύνες. Προπαντός όμως δεν έχει τα ελαττώματα των άλλων και ιδιαίτερα του Τελώνη, που είναι άρπαγας, άδικος, μοιχός, ανήθικος.

Όμως, μέσα από τη σημερινή παραβολή ο Κύριος όχι μόνο καταδικάζει αυτή την υποκρισία, αλλά και την απορρίπτει. Την καταδικάζει γιατί δεν προσφέρει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να αναγνωρίσει τις ατέλειες του, τον κρατά δέσμιο του εγωισμού του και τον αφήνει μακριά από τη σωτηρία. Η δικαίωση δεν μπορεί να είναι αυτοδικαίωση, μα προσφέρεται μόνο από το Θεό, όπως έγινε και με τον Τελώνη. Ο Τελώνης με την πραγματική του μετάνοια και ταπείνωση, την ειλικρινή αναγνώριση και συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του, προσέλκυσε τη Χάρη του Θεού. Αντίθετα, ο φαινομενικά ευσεβής και ενάρετος Φαρισαίος απορρίφθηκε από το Θεό γιατί δεν συμβάδιζαν ειλικρίνεια πίστεως, προθέσεων και πράξεων.

Αδελφοί μου, συγκλονιστική η αφήγηση του σημερινού Ευαγγελίου. Συγκλονιστικότερο το αποτέλεσμα: «Κατέβη ούτος δεδικαιωμένος... ή γαρ εκείνος». Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώθηκε ότι η «δικαίωση» δεν κερδίζεται με ψεύτικους τίτλους, αλλά ούτε και κατ' επέκταση η σωτηρία με τίτλους φαρισαϊκούς. Η δικαίωση κερδίζεται μέσα από ειλικρίνεια προθέσεων και έργα πίστεως και αγάπης. Η δικαίωση προσφέρεται σαν δώρο από το Θεό στον άνθρωπο σαν έκφραση αποδοχής της ειλικρινούς του μετάνοιας και ταπεινοφροσύνης. Κατά συνέπεια ας επαναλάβουμε κι εμείς το του υμνωδού: «Φαρισαίου φύγωμεν υψηγορίαν και Τελώvου μάθωμεν το ταπεινόν εν στεναγμοίς προς τον Σωτήρα κράζοντες. Ίλαθι, μόνε ημίν ευδιάλακτε».

Αμήν.