Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2019

Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ


Αποτέλεσμα εικόνας για υπαπαντη κυριουΣύμφωνα με την Ιουδαϊκή παράδοση, η μητέρα που θα έφερνε στον κόσμο αγόρι ήταν ακάθαρτη για 40 ημέρες από την γέννησή του (80 εάν το παιδί είναι κορίτσι). Μετά την συμπλήρωση των ημερών του καθαρισμού, προσερχόταν στον Ναό, όπου προσέφερε «αμνόν ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα και νεοσσόν περιστεράς η τρυγόνα περί αμαρτίας επί την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου προς τον ιερέα».
Η οικονομικά αδύνατη γυναίκα θα μπορούσε να προσφέρει αντ’ αυτών «δύο τρυγόνας η δύο νεοσσούς περιστερών, μίαν εις ολοκαύτωμα και μίαν περί αμαρτίας, και εξιλάσεται περί αυτής ο ιερέας και καθαρισθήσεται». Έτσι λοιπόν και η Θεοτόκος, ακολουθώντας τον Μωσαϊκό νόμο, «ότε επλήσθησαν αι ημέραι του καθαρισμού» πήγε στο Ναό «του δούναι θυσίαν κατά το ειρημένον εν τω νόμω κυρίου, ζεύγος τρυγόνων η δύο νοσσούς περιστερών». Η έμφαση όμως που δίνει ο Ευαγγελιστής είναι στο γεγονός της συνάντησης, της «απάντησης» του Συμεώνος και της προφήτιδος Αννας με τον Ιησού Χριστό, έμφαση η οποία αντικατοπτρίζεται και στο περιεχόμενο, αλλά και στον (τελικό) τίτλο της εορτής.
Η αρχική έμφαση της εορτής ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο καθαρισμός της Θεοτόκου. Ο πρωιμότερος τίτλος της εορτής που απαντάται είναι «εορτή καθαρσίων», όπως αναφέρεται στον πρώτο λόγο του Ησυχίου, πρεσβυτέρου Ιεροσολύμων στην Υπαπαντή. Πολύ σύντομα όμως η έμφαση μετατέθηκε στην συνάντηση, η «απάντηση» του Ιησού στο Ναό με τον Συμεών και την προφήτιδα Άννα, έμφαση η οποία αντικατοπτρίζεται και στην ομιλιτική αλλά και στην λειτουργική και υμνολογική παράδοση της εορτής, καλώντας μας σε μια «απάντηση» δική μας με τον Χριστό, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το τρίτο στιχηρό του Μεγάλου Εσπερινού της Υπαπαντής:
Δεύτε και ημείς, άσμασι ενθέοις, Χριστώ συναντηθώμεν, και δεξώμεθα αυτόν, ου το σωτήριον, ο Συμεών εώρακεν. Ούτός εστιν, ον ο Δαυΐδ καταγγέλει· ούτός εστιν, ο εν Προφήταις λαλήσας· ο σαρκωθείς δι’ ημάς, και νόμω φθεγγόμενος. Αυτόν προσκυνήσωμεν.
Η αρχική όμως έμφαση της εορτής συνετέλεσε στο να χαρακτηρισθεί η εορτή από τους Βυζαντινούς ως Θεομητορική. O Γεώργιος Μοναχός αναφέρει χαρακτηριστικά στο Χρονικό του ότι η εορτή της Υπαπαντής «ουκ εστιν εναριθμούμενη ταις δεσποτικαίς εορταίς».
Η αρχαιότερη πηγή πληροφοριών για την εορτή της Υπαπαντής είναι το οδοιπορικό της Εθερίας. Σύμφωνα λοιπόν με αυτό, η εορτή εορταζόταν 40 ημέρες μετά τα Επιφάνεια, δηλαδή στις 14 Φεβρουαρίου, χωρίς όμως να μας αναφέρει το όνομα της εορτής. Μας πληροφορεί ότι η σύναξη ελάμβανε χώρα στη ροτόντα της Αναστάσεως, και συγκρίνει την επισημότητα της εορτής με αυτή του Πάσχα. Της κάνει εντύπωση το γεγονός ότι κήρυτταν όλοι οι πρεσβύτεροι και τελευταίος ο επίσκοπος, όλοι ερμηνεύοντας την σχετική Ευαγγελική περικοπή. Επειδή αναφέρει τα γεγονότα και τα πρόσωπα της Ευαγγελικής περικοπής, είναι σαφές ότι το χωρίο στο οποίο αναφέρεται είναι το Λουκά 2:22-40. Μετά ακολουθούσε η Θεία Ευχαριστία.
Το Αρμενικό Λεξιονάριο (αρχές 5ου αιώνα), πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την λειτουργική πράξη των Ιεροσολύμων, αναφέρει ότι «14 Φεβρουαρίου, τεσσαρακοστή ημέρα από της Γεννήσεως του Κυρίου ημων Ιησού Χριστού» η σύναξη ελάμβανε χώρα στη Βασιλική του Μ. Κων/νου, και τα αναγνώσματα της ημέρας ήταν: Ψαλμός 97:3, Αποστολικό Ανάγνωσμα προς Γαλάτας 3:24-29, Αλληλούια Ψαλμός 95:2, Ευαγγέλιον κατά Λουκά 2:22-40. Από την ίδια εποχή σώζονται και τρεις ομιλίες στην Υπαπαντή του Ησυχίου, πρεσβυτέρου στην εκκλησία των Ιεροσολύμων (†μετά το 451). Οι τρεις αυτές ομιλίες όχι μόνο επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της εορτής στα Ιεροσόλυμα, αλλά είναι και τα πρώτα αδιάσειστα ομιλητικά παραδείγματα σχετικά με την εορτή που μας έχουν σωθεί.
Στο Γεωργιανό Λεξιονάριο (5ος-8ος αιώνας) μας δίδονται τα αναγνώσματα της ημέρας, τα οποία συμπεριλαμβάνουν και αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης, που ακόμη διαβάζονταν εντός της Θείας Λειτουργίας:
Ψαλμός 97:3, στίχος 2
Παροιμίες 23:11-18
Σοφία Σολωμόντος 4:8-12
Ησαΐας 19:1-4
Προς Γαλάτας 3:24
Αλληλούια, Ψαλμός 44:11-12
Ευαγγέλιον κατά Λουκάν 2:22:40.
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι πρωιμότερες περιγραφές της εορτής της Υπαπαντής προέρχονται από τα Ιεροσόλυμα, υποδεικνύοντας τα Ιεροσόλυμα ως τόπο συστάσεως της εορτής. Ο Σεβήρος, επίσκοπος Αντιοχείας από το 513 έως το 518, το επιβεβαιώνει. Στην ομιλία 125, η οποία εκφωνήθηκε το έτος 518, αναφέρει ότι η Υπαπαντή εορτάζεται όχι μόνο στα Ιεροσόλυμα, αλλά και σε όλη την Παλαιστίνη, ότι ως εορτή δεν είναι αρχαία αλλά συστάθηκε σχετικά πρόσφατα στα Ιεροσόλυμα, και ότι η εορτή αυτή ήταν άγνωστη στην Αντιόχεια και εισήχθη πρόσφατα από τα Ιεροσόλυμα. Προσπάθεια να εισαχθεί η εορτή της Υπαπαντής στην Αντιόχεια είχε γίνει και πιο παλιά, όταν ήταν εκεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αλλά φαίνεται ότι αυτή η προσπάθεια ήταν ανεπιτυχής. Σώζεται ομιλία στην Υπαπαντή που αποδίδεται στον Γρηγόριο τον Νύσσης, η οποία εάν είναι αυθεντική, τότε έχουμε μαρτυρία ότι η Υπαπαντή εορταζόταν στην Καππαδοκία στο τέλος του 4ου αιώνος.
Πρώτες ενδείξεις για τον εορτασμό της Υπαπαντής στην Κωνσταντινούπολη έχουμε από τον 6ο αιώνα, και όλες συνδέουν την εξάπλωσή της με τον Ιουστινιανό. Σύμφωνα με την Χρονογραφία του Θεοφάνη, το έτος 534, επί βασιλείας Ιουστινιανού, «η Υπαπαντή του Κυρίου έλαβεν αρχήν επιτελείσθαι εν τω Βυζαντίω τη δευτέρα του Φεβρουαρίου μηνός»,62 δηλαδή η εορτή της Υπαπαντής ορίσθηκε επί Ιουστινιανού να εορτάζεται στην Κωνσταντινούλοπη στις 2 Φεβρουαρίου. Δεν σημαίνει όμως αυτό ότι τότε εισήχθη η εορτή. Σύμφωνα με το Χρονικό του Γεωργίου Μοναχού, κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού «και η Υπαπαντή μετηνέχθη και έλαβεν αρχήν εορτάζεσθαι Φεβρουαρίω μηνί εις την β’, γενομένην πρότερον τη ιδ’ του αυτού μηνός, ήτις ουκ εστιν εναριθμούμενη ταις δεσποτικαίς εορταίς».
Η εορτή λοιπόν προϋπήρχε, και η αναφορά αυτή δεν αντικατοπτρίζει την εισαγωγή της εορτής της Υπαπαντής στην Κων/πολη, αλλά την μεταφορά του εορτασμού της την χρονιά εκείνη, κατ’ εντολήν του Ιουστινιανού, από τις 14 Φεβρουαρίου στις 2 του ιδίου μήνα, εναρμονίζοντας ημερολογιακά την εορτή της Υπαπαντής με την νέα εορτή της Γεννήσεως του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου.
Είναι βεβαίως πιθανό ο Ιουστινιανός να συνέβαλε και στην περαιτέρω εξάπλωση της εορτής. Σώζεται μάλιστα σε γεωργιανή μετάφραση ένα γράμμα του Ιουστινιανού προς τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ του έτους 560, όπου υποστηρίζει την αλλαγή της ημερομηνίας της Υπαπαντής από τις 14 στις 2 Φεβρουαρίου.
Η μεταφορά αυτή της εορτής της Υπαπαντής στις 2 Φεβρουαρίου πιθανότατα συνδέεται και με την συγγραφή του κοντακίου της Υπαπαντής από τον Ρωμανό το Μελωδό. Λείψανα του κοντακίου αυτού είναι ακόμη εν χρήσει στην σημερινή λειτουργική πράξη:
Το πρώτο προοίμιο του κοντακίου του Ρωμάνου στην Υπαπαντή, «Χορός αγγελικός, εκπληττέσθω το θαύμα…», είναι το πρώτο κάθισμα του όρθρου της εορτής και το τρίτο προοίμιο του κοντακίου του Ρωμανού στην Υπαπαντή, «Ο μήτραν παρθενικήν αγιάσας …», είναι το χρησιμοποιούμενο σήμερα ως κοντάκιο της εορτής.
Φαίνεται όμως ότι η νέα ημερομηνία της εορτής στις 2 Φεβρουαρίου άργησε να γίνει αποδεκτή από τον λαό, και έτσι η εορτή συνέχισε για μερικά χρόνια να τελείται στις 14 Φεβρουαρίου, τουλάχιστον ως και το έτος 602, όπου έχουμε σχετική μαρτυρία. Αναλύoντας και εξετάζοντας χρονολογικά τα γεγονότα της επανάστασης εναντίον του αυτοκράτορος Μαυρικίου το έτος 602, o M. Higgins υποστηρίζει ότι εκείνο το έτος η εορτή της Υπαπαντής εορταζόταν ακόμα στις 14 Φεβρουαρίου, και ως εκ τούτου υποθέτει ότι η εορτή της Γέννησης του Χριστού ήταν στις 6 Ιανουαρίου.
Στην Κωνσταντινούπολη η εορτή της Υπαπαντής τελούνταν με μεγαλοπρέπεια και με την παρουσία του αυτοκράτορος. Την παραμονή ο εσπερινός γινόταν στο ναό της Παναγίας «εν τοις Χαλκοπρατείοις», όπου γινόταν και ο όρθρος ανήμερα της εορτής. Από εκεί με λιτανεία κατευθύνονταν κλήρος και λαός, μέσω του Φόρου, στον ναό της Παναγίας «εν Βλαχερναίς» όπου ελάμβανε χώρα η Θ. Λειτουργία παρουσία του αυτοκράτορος. Το γεγονός ότι η Θ. Λειτουργία ανήμερα της Υπαπαντής γινόταν στην Παναγία «εν Βλαχερναίς» δηλώνει ότι παρ’ όλο που η εορτή έχει Δεσποτικό χαρακτήρα, λογιζόταν ως Θεομητορική από τους Βυζαντινούς, αφού όλες οι εορτής της Παναγίας εορτάζονταν είτε στο ναό της Παναγίας «εν τοις Χαλκοπρατείοις»73 είτε στο ναό «εν Βλαχερναίς».
Τα αναγνώσματα της εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Στο ασματικό τυπικό βλέπουμε διαφοροποίηση όχι μόνο από τα Ιεροσόλυμα σε σχέση με την επιλογή των αναγνωσμάτων, αλλά και διαφοροποίηση μεταξύ του Προφητολογίου και του Τυπικού της Μεγάλης Εκκλησίας, όπως και μεταξύ των Στουδιτικών και Σαββαϊτικών λειτουργικών παραδόσεων.
Στη σημερινή χρήση επικράτησαν τα αναγνώσματα Εξ. 12:51, Ησ. 6:1, και Ησ. 19:1 στον εσπερινό, προκείμενο: Λουκ. 1:46-47, στιχ. 1:48 Εβρ. 7:7, αλληλούια: Λουκ 2:29-30, στ. 2:31-32 και Λουκά 2:22 στην Λειτουργία.
Η «μνήμη του αγίου και δικαίου Συμεών του δεξαμένου εν αγκάλαις τον Κύριον, και Άννης της προφήτιδος» στις 3 Φεβρουαρίου αναφέρεται για πρώτη φορά στο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας, και θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί αυτή η εορτή ως «σύναξις», ακολουθώντας το πρότυπο παρομοίων εορτών «προς τιμήν και εορτασμόν ιερών προσώπων, τα οποία κατά την μεγάλην εορτήν της προηγουμένης υπούργησαν, δηλ. έλαβαν ενεργόν μέρος εις το θείον γεγονός, το οποίον εωρτάσθη κατ’ αυτήν.
Στα Στουδιτικά τυπικά παραλείπεται η μνεία στην προφήτιδα Άννα, αλλά εμφανίζεται απόδοση της εορτής. Στο Τυπικό της Ευεργέτιδος έχουμε αναφορά ότι η εορτή «ει μεν τύχη έξω της εβδομάδος της τυροφάγου … εορτάζεται μετά των αγίων ημέρας ε » ενώ στο Τυπικό της Μονής του Σωτήρος, η εορτή αποκτά οκτάβα και η απόδοση είναι στις 9 Φεβρουαρίου: «Εν ταύτη ουν τη ημέρα αποδιδούμεν την εορτήν. … Και ούτως μεν τελείται το οκταήμερον της εορτής». Ο αριθμός των μεθέορτων ημερών βέβαια εξαρτάται και από την ημερομηνία έναρξης της Μ. Τεσσαρακοστής.
Επίσης, αντίφωνα εμφανίζονται στα Στουδιτικά τυπικά, αλλά με εφύμνιο «Σώσον ημάς Υιέ Θεού, ο εκ Παρθένου τεχθείς» καταδεικνύοντας την στενή σχέση της εορτής της Υπαπαντής με τα Χριστούγεννα.
Αντίφωνα:

1. Αγαθόν το εξομολογείσθαι κτλ.
Ταις πρεσβείαις…
2. Ο Κύριος εβασίλευσεν κτλ.
Σώσον ημάς Υιέ Θεού, ο εκ Παρθένου τεχθείς…
3. Δεύτε αγαλλιασώμεθα κτλ.
Χαίρε Κεχαριτωμένη…
Στο τυπικό της Μονής του Αγίου Σάββα ορίζονται τυπικά, αλλά αντίφωνα εμφανίζονται πάλι στα τυπικά του Κωνσταντίνου και Βιολάκη, όμως με τους εν χρήσει σήμερα στίχους και εφύμνιο:
Παρατηρούμε επίσης ότι τα τυπικά του Κωνσταντίνου και Βιολάκη ορίζουν στο Εξαιρέτως το «Θεοτόκε η ελπίς…». Αυτό γιατί στον όρθρο στην θ’ ωδή ορίζουν να ψάλλονται τα μεγαλυνάρια («Ακατάλητόν εστι…»), τα οποία και παρέχονται. Τα μεγαλυνάρια όμως αυτά είναι μια πολύ πρόσφατη προσθήκη, αφού στο τυπικό του Αγίου Σάββα, στα απορρούμενα, ορίζεται ότι «εν τη εννάτη στιχολογείται η τιμιωτέρα».
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο του λειτουργικού εορτασμού της Υπαπαντής είναι η απαντώμενη στις πηγές χρήση κεριών. Για παράδειγμα, στον βίο του Αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου (†529) αναφέρεται ότι η Ικελία, κάτω από την οποία μαθήτευσε, εισήγαγε την χρήση κεριών στην εορτή της Υπαπαντής: «Η μακαρία Ικελία πάσαν ευσεβείας οδόν εξασκήσασα κατέδειξεν εν πρώτοις μετά κηρίων γίνεσθαι την υπαπάντησιν του σωτήρος ημών Θεού.» Δεν είναι όμως αυτή η μοναδική μαρτυρία. Από την περιοχή των Ιεροσολύμων και πάλι σώζεται ομιλία στην Υπαπαντή η οποία αποδίδεται στον Κύριλλο Ιεροσολύμων. Στο τέλος της ομιλίας προτρέπει ο Άγιος Κύριλλος τους πιστούς: «Ούτως σήμερον φαιδροί φαιδρώς τας λαμπάδας κοσμήσωμεν· ούτως, ως υιοί φωτός, τους κηρούς τω φωτί τω αληθινώ Χριστώ προσάγωμεν».
Αλλη σχετική μαρτυρία, αγνώστου όμως προελεύσεως και εποχής, είναι η εισαγωγή της ομιλιτικής διασκευής του σχετικού τμήματος του υπομνήματος του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο. Εκεί, αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «…και επειδή πάντες προθύμως συνήλθετε, της φαιδρότητος της Δεσποτικής εορτής εις τούτο συναθροισάσης μετά φαιδρών των λαμπάδων, φαιδρώς πανηγυρίσωμεν…». Το στοιχείο αυτό, δηλαδή οι αναφορές στην χρήση κεριών, μαζί και με άλλα στοιχεία, οδήγησαν τον Μ. Connell να εξετάσει την σοβαρή πιθανότητα να ήταν η εορτή της Υπαπαντής ημέρα βαπτισματική. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το αρχαίο όνομα της εορτής στην Γεωργιανή λειτουργική παράδοση ήταν «lamproba» δηλαδή εορτή των φανών, και ότι στα Σαββαϊτικά τυπικά υπάρχει μνεία χρήσης κεριών στην εορτή: «εις δε την εννάτην, δίδονται κηρία τοις αδελφοίς».

Του Πρεσβυτέρου Στεφάνου Αλεξόπουλου


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, διδάσκαλος και μάρτυρας

27 του μηνός Ιανουαρίου, εορτάζουμε την ιερή μνήμη τον άγιου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Πρέ­πει να ξέρουμε ότι ο Άγιος κοιμήθηκε στις 14 Σεπτεμ­βρίου, αλλά για τη μεγάλη εορτή της υψώσεως του τιμίου Σταυρού, η μνήμη του μετατίθεται στις 13 Νοεμ­βρίου. Η σημερινή δεύτερη εορτή της μνήμης του αγίου Ιεράρχη γίνεται σε ανάμνηση της ανακομιδής των λει­ψάνων του στην Κωνσταντινούπολη από τον τόπο της εξορίας, όπου απέθανε. Αυτή η ανακομιδή έγινε τριάν­τα χρόνια μετά το θάνατό του, από το διάκονο και διά­δοχο του αγίου Χρυσοστόμου, αρχιεπίσκοπο Πρόκλο στα 438, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Θεοδόσιος ο Μικρός.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι από τους μεγάλους Ιεράρχες και οικουμενικούς Διδασκάλους της Εκκλησίας. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 344 μ.Χ. Ο πατέρας του, ανώτατος αξιωματικός του στρατού, ονομαζόταν Σεκούνδος και η μητέρα του Ανθούσα. Ορφάνεψε από πατέρα πολύ μικρός, και η μητέρα του, σε ηλικία 23 ετών, δεν έκαμε δεύτερο γά­μο, αλλά έμεινε χήρα, για να αφοσιωθεί στην ανατροφή του παιδιού της. Η Ανθούσα ήταν μια αληθινή χριστιανή μητέρα, που έμεινε το όνομά της στην Εκκλησία. Ο περίφημος στην εποχή του ρήτορας Λιβάνιος, διδάσκαλος του αγίου Χρυσοστόμου, είπε μια μέρα για την Ανθούσα· «Βαβαί, οίαι παρά τοις χριστιανοίς γυναίκες είσιν!». Τί θαυμάσιες, που είναι οι γυναίκες των χρι­στιανών!
Στα 370, δηλαδή σε ηλικία 26 ετών, ο άγιος Ιωάν­νης βαπτίσθηκε, στα 381 χειροτονήθηκε διάκονος, και στα 386 πρεσβύτερος. Είχε τέτοια επίδοση στις σπουδές του, ώστε ο διδάσκαλός του Λιβάνιος, όταν τον ρώτη­σαν ποιόν θα άφηνε διάδοχό του, είπε· «Τον Ιωάννην, ει μη τούτον χριστιανοί εσύλησαν»· τον Ιωάννη, αν δεν τον είχαν κλέψει οι χριστιανοί. Στην αρχή ο άγιος Ιωάννης, για να μην αφήσει τη χήρα μητέρα του, εργάσθηκε ως συνήγορος στα δικαστήρια, κι όταν εκείνη πέθανε, έγινε μοναχός κι έφυγε στην έρημο, οπού έζησε ασκητικά τέσσερα χρόνια. Όταν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, έμεινε στην Αντιόχεια ένδεκα χρόνια, κοντά στον επίσκοπο Φλαβιανό, που τον υπηρέτησε πιστά και του συμπαραστάθηκε με αφοσίωση. Ευνοημένος από το Θεό ήταν ο γέροντας Φλαβιανός, έχοντας κοντά του τον πρεσβύτερο Ιωάννη.
Η φήμη του αγίου Ιωάννη είχε ξεπεράσει τα όρια της Αντιόχειας κι είχε διαδοθεί παντού. Γιατί ήταν προικισμένος από το Θεό με εξαίρετα χαρίσματα, τα οποία καλλιέργησε και αύξησε με λαμπρές σπουδές. Το μεγάλο χάρισμα του αγίου Χρυσοστόμου και το κύριο γνώρισμά του ήταν η ευγλωττία του. Η χάρη και η δύ­ναμη των λόγων του είναι πραγματικά δώρο ουράνιο, καθώς το λέγει και ο ιερός ύμνος· «Εκ των ουρανών εδέξω την θείαν χάριν». Στην Αντιόχεια, ως συνήγορος πρώτα και ως διάκονος ύστερα και πρεσβύτερος, έγινε γνωστός σε όλους για τη ρητορική του δεινότητα. Περί­φημοι είναι οι εικοσιένας λόγοι του «Εις ανδριάντας», που είπε τότε, σε μια πολύ κρίσιμη πολιτική και κοινωνι­κή στιγμή, στην οποία βρέθηκε η πόλη της Αντιόχειας.
Το 398, όταν χήρεψε ο πατριαρχικός θρόνος, κρυφά τον πήραν από την Αντιόχεια, για να μην το μάθει ο λαός, και τον πήγαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου εξελέγη και χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος. Εκεί έμεινε έξη χρόνια κι εργάστηκε με όλες του τις δυνάμεις, διδάσκοντας το λαό και ποιμαίνοντας την Εκκλησία. Αλλά ο άγιος Ιωάννης δεν ήταν από τους ανθρώπους, που συμβιβάζον­ται με το κακό, κι είχε να παλέψει τότε με πολλά κακά, εκκλησιαστικά και πολιτικά. Δυστυχώς όλοι οι άνθρωποι της Εκκλησίας δεν είναι πάντα εκείνοι που πρέπει να εί­ναι· και οι άνθρωποι πάλι της Πολιτείας, με διάφορες προφάσεις επεμβαίνουν στα εκκλησιαστικά, και τότε η Εκκλησία και οι καλοί ποιμένες πληρώνουν ξένες αμαρ­τίες. Ο άγιος Ιωάννης το 404 καθαιρέθηκε κι εξορίστηκε στην Αρμενία, όπου και πέθανε το 407.
Αλλά για την Εκκλησία και τους Αγίους του Θεού δεν έχουν καμιά σημασία οι χρονολογίες. Η Εκκλησία ζει στον αιώνα και οι Άγιοι είναι πάντα μαζί μας. Ο άγιος Ιωάννης, λίγα χρόνια μετά το θάνατό του, ονομά­σθηκε Χρυσόστομος. Ερμήνευσε σχεδόν όλη τη θεία Γρα­φή, και τα έργα που άφησε στην Εκκλησία είναι από τους μεγαλύτερους πνευματικούς θησαυρούς του κόσμου. Εί­ναι ο μεγάλος Ιεράρχης, ο οικουμενικός Διδάσκαλος και ο Μάρτυρας της Εκκλησίας. Έδωσε όλο τον εαυτό του στην Εκκλησία και συγκρούσθηκε με το κακό, όπου κι αν το βρήκε μπροστά του. Καθαιρεμένος κι εξόριστος, άρ­ρωστος και σωματικά εξαντλημένος, πέθανε, μάλλον δε κοιμήθηκε σ’ ένα χωριό της Αρμενίας, με τα τελευταία αυτά λόγια στο στόμα του· «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν». Αμήν.
(Μητροπ. Κοζάνης +Διονυσίου, Εικόνες Έμψυχοι, εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 26-28)

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας



Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ ΕΠΑΙΝΩΝ ΑΡΕΤΗΝὉ Μέγας Ἀθανάσιος γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 295 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ Χριστιανοὺς γονεῖς. Ἔτυχε ἐπιμελημένης ἐκπαιδεύσεως φιλοσοφικῆς καὶ θεολογικῆς. Κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία συνδέθηκε μὲ τὸν Μέγα Ἀντώνιο καὶ ἀσκήτευσε μαζί του στὴν ἔρημο. 

Στὴν ἀρχὴ χειροθετήθηκε ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τὸ 318 μ.Χ. ἦταν ἤδη διάκονος. Τὸ ἔτος 325 μ.Χ. συνοδεύει τὸν γέροντα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο στὴ Νίκαια, ὅπου συγκλήθηκε ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, «τοῦ χοροῦ τῶν διακόνων ἡγούμενος». Ἐκεῖ, χάρη στὴ μόρφωσή του καὶ μάλιστα στὴ θερμουργὸ καὶ ἀκλόνητη πίστη του, ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς θαρραλέους ἀγωνιστὲς κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Μάλιστα δέ, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Σύνοδος τοῦ 399 μ.Χ., κυρίως ὁ Ἀθανάσιος «τὴν νόσον τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἔστησεν». Κανένας, ἴσως, ἄλλος ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τῆς περιόδου ἐκείνης, δὲν ἀντιμετώπισε τόσο σπουδαία ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεμελιώδη προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν τὰ περὶ Θεοῦ, κόσμου, ἀνθρώπου, δημιουργίας, τριαδολογίας, ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, σωτηρίας, χριστολογίας, πνευματολογίας, Οἰκουμενικῆς Συνόδου κ.ἄ. 

Ἡ φήμη τοῦ Ἀθανασίου ἑδραιώθηκε τόσο πολὺ κατὰ τὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας, ὥστε μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅταν πέθανε ὁ γέροντας Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος († 17 Ἀπριλίου 328 μ.Χ.), ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας πιθανότατα τὸν ἴδιο χρόνο. 
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, κατὰ τὰ 46 ἔτη τῆς ἀρχιερατείας του, ὑπῆρξε ὁ στύλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν Πατὴρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μερίμνησε δραστήρια γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας του. Περιηγούμενος τὴν ἐπαρχία του, μετέβη στὴ Θηβαΐδα, τὴν Πεντάπολη, τὴν Κάτω Αἴγυπτο γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τὸ ὁποῖο τὸν ὑποδεχόταν παντοῦ μὲ ἐνθουσιασμό. Ἐγκαθιστοῦσε στὶς διάφορες πόλεις ἄξιους καὶ ἱκανοὺς Ἐπισκόπους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Ἅγιο Φρουμέντιο († 30 Νοεμβρίου), τὸν ὁποῖο χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Ἀξώμης. 

Ὅμως, οἱ Ἀρειανοί, δημιούργησαν πολλὲς ταραχὲς καὶ ὀχλήσεις στὸν Ἅγιο, τὸν ὁποῖο συκοφαντοῦσαν. Ὁ Ἅγιος ἐξορίστηκε πέντε φορὲς καὶ διῆλθε περισσότερα ἀπὸ δεκαέξι χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του στὴν ἐξορία. Ἐσύρθη κατ’ ἐπανάληψη ἀπὸ τοὺς Ἀρειανοὺς ἐνώπιον Συνόδων καὶ καθαιρέθηκε. Καταδιώχθηκε ἀπὸ αὐτοκράτορες, ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καὶ στερήσεις, εἶδε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς συνεργάτες του νὰ ὑποκύπτουν στὶς πιέσεις καὶ τὴν βία τῶν Ἀρειανῶν καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Λιβέριο (352 – 366 μ.Χ) νὰ ὑπογράψει ἀρειανικὸ ὅρο πίστεως, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ἐξορία. Ἦλθαν στιγμές, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ χριστιανικὸς κόσμος φαινόταν ἀντίθετος πρὸς τὸν Ἅγιο, ἀλλὰ αὐτὸς ποτὲ δὲν κάμφθηκε καὶ ἀγωνιζόταν γιὰ τὴν ἀλήθεια. 

Ἀφορμὴ γιὰ τὶς διώξεις κατὰ τοῦ Ἁγίου, ἔδωσε ἡ ἄρνησή του νὰ ἀποκαταστήσει στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τὸν ὑπὸ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθαιρεθέντα Ἄρειο, ὁ ὁποῖος παρουσιαζόταν ὑποκριτικὰ ὡς ἀποδεχόμενος τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ὅταν ὁ Ἄρειος ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐξορία ὑπέβαλε τὸ 330 ἢ 331 μ.Χ. ὁμολογία πίστεως, στὴν ὁποία ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νὰ ἀναφέρει τὶς ἀρειανικὲς ἐκφράσεις. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος εἶδε τὴν ἀπάτη καὶ τὸ δόλο τοῦ Ἀρείου καὶ ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ δεχθεῖ σὲ κοινωνία τὸν Ἄρειο παρὰ τὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν νὰ ὀργανώνουν συστηματικὰ τὸν κατ’ αὐτοῦ ἀγώνα. 

Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, ἂν καὶ τιμοῦσε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὸ θάρρος του, παρασύρθηκε τελικὰ ἀπὸ τὶς συνεχεῖς ἐναντίον του μηχανορραφίες τῶν Ἀρειανῶν καὶ διέταξε τὴ σύγκλιση Συνόδου στὴν Καισάρεια, τὸ 335 μ.Χ., μὲ σκοπὸ τὴν ἐξέταση τῶν κατηγοριῶν κατὰ τοῦ Ἀθανασίου. Ἡ Σύνοδος τελικὰ συγκλήθηκε στὴν Τύρο τῆς Φοινίκης. Ὁ Ἀθανάσιος συνῆλθε στὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία παρέστησαν 60 Ἀρειανοὶ Ἐπίσκοποι. Οἱ κατηγορίες δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σταθοῦν παρὰ τὰ ἐφευρήματα τῶν αἱρετικῶν. Ἐπειδή, ὅμως, ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ ἐχθροί του Ἀθανασίου ζητοῦσαν νὰ τὸν φονεύσουν, οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως, ποὺ εἶχαν ἐπιφορτισθεῖ τὴν τήρηση τῆς τάξεως καὶ τῆς εἰρήνης, τὸν φυγάδευσαν κρυφά. Ἔτσι κατέφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ζήτησε νὰ δεῖ τὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος λόγω τῶν διαβολῶν, ἀρνήθηκε νὰ τὸν δεχθεῖ σὲ ἀκρόαση καὶ διέταξε τὴν ἐξορία του στὴ Γαλατία. 

Ἐπανῆλθε στὴν ἕδρα του μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, στὶς 23 Νοεμβρίου 337 μ.Χ. Πλὴν ὅμως καὶ πάλι οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν τὶς κατ’ αὐτοῦ διαβολὲς καὶ συκοφαντίες. Τότε ὁ Ἀθανάσιος συγκάλεσε Σύνοδο στὴν Ἀλεξάνδρεια, τὸ 339 μ.Χ στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος 100 Ἐπίσκοποι. 

Οἱ ἐχθροί του τότε, συγκρότησαν ἀρειανικὴ Σύνοδο στὴν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία τὸν καθαίρεσε καὶ ὅρισε ὡς Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας τὸν Εὐσέβιο τὸν Ἐμισηνό, ἀντ’ αὐτοῦ δέ, ἐπειδὴ δὲν ἀποδέχθηκε τὴν ἐκλογή, τὸν Καππαδόκη Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια διὰ τῆς βίας μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. 

Τότε ὁ Ἅγιος κατέφυγε στὴ Ρώμη, ὅπου εὑρίσκονταν καὶ ἄλλοι ἐξόριστοι ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι. Ἐκεῖ, τὸν δέχθηκαν ὅλοι μὲ τιμὴ καὶ ἀναγνώρισαν τοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι, ὁ Πάπας Ἰούλιος συγκάλεσε, τὸ ἔτος 341 μ.Χ., Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ὡς κανονικὸ Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας καὶ τὸν κήρυξε ἀθῶο ἀπὸ ὅλες τὶς κατηγορίες τῶν ἐχθρῶν του. 

Ὅταν τὸ 345 μ.Χ. πέθανε ὁ Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Κώνσταντος, ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ἀνακάλεσε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἀπὸ τὴν ἐξορία. Ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε γενόμενος δεκτὸς θριαμβευτικὰ ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ μόνο γιὰ λίγο ἔμεινε ἀδιατάρακτος στὴν ἕδρα του, διότι μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Κώνσταντος, τὸ ἔτος 350 μ.Χ., ὁ Κωνστάντιος, πεισθεὶς σὲ νέες διαβολὲς καὶ πιέσεις τῶν φίλων τῶν Ἀρειανῶν, καταδίκασε συνοδικῶς τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀπέστειλε μάλιστα καὶ στρατιῶτες, γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν τὴν νύκτα τῆς 9ης Φεβρουαρίου 356 μ.Χ., ἐνῶ τελοῦσε παννυχίδα μὲ πλῆθος πιστῶν στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ. Ὁ Ἅγιος φυγαδεύτηκε στὴν ἔρημο, ὅπου παρέμεινε ἕξι χρόνια, παρακολουθώντας τὶς κινήσεις καὶ ἐνέργειες τῶν Ἀρειανῶν καὶ στηρίζοντας τοὺς κλονιζόμενους Χριστιανούς. 

Τέλος, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) μπόρεσε νὰ ἐπανέλθει στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ νὰ συγκροτήσει Σύνοδο ἡ ὁποία ἀποτέλεσε σημαντικότατο σταθμὸ στὴν ἱστορία τῶν ἀγώνων τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ. 
Οἱ διωγμοὶ συνεχίστηκαν καὶ ἐπὶ αὐτοκράτορα Οὐάλη, ποὺ ἐξόρισε τὸν Ἅγιο. Φοβούμενος ὅμως ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀνακαλέσει τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὴν ἐξορία. 
Ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 2 Μαΐου 373 μ.Χ., σὲ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κατεκόσμησε τὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας. 

Ἡ Ἐκκλησία πολὺ νωρὶς τοῦ ἀπένειμε τὸν τίτλο τοῦ Μεγάλου Πατρὸς αὐτῆς. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ διαισθάνθηκε καὶ ἀντιλήφθηκε ἄριστα τὶς λεπτεπίλεπτες σχέσεις ἀλληλεξαρτήσεως τῶν ἐπὶ μέρους ἀληθειῶν τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖες στὴ σκέψη του ἀποτελοῦν τμήματα μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ἀλήθειας, ὥστε ἡ πλάνη περὶ τὴν μία ἐπὶ μέρους ἀλήθεια, νὰ συνεπάγεται ἀναπότρεπτα τὴν ἀνατροπὴ ὁλόκληρου τοῦ συστήματος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ τὴν δημιουργία αἱρέσεως. 
Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος καὶ μὲ τὸν καθόλου βίο του, ἀπέδειξε τὸ ἐνάρετο καὶ τὸ εὐσεβές του ἤθους αὐτοῦ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε τὸ ὄνομά του νὰ ἀποβεῖ ταυτόσημο πρὸς τὴν ἀρετή. Γι’ αὐτὸ λέγει ἐπιγραμματικὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς : «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετὴν ἐπαινέσομαι· ταὐτὸν γὰρ ἐκεῖνόν τε εἰπεῖν καὶ ἀρετὴν ἐπαινέσαι». Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος συνεχίζοντας παρατηρεῖ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγινε κατ’ ἐξοχὴν δέκτης τοῦ θείου φωτισμοῦ, ἔφθασε σὲ ὕψος βιβλικῶν προσώπων καὶ ἴσως μάλιστα κάποια ἀπὸ αὐτὰ νὰ ὑπερέβαλε, γιατί κυριολεκτικὰ ἑνώθηκε καὶ ἔγινε ἕνα μὲ τὸ θεῖο φῶς. Καὶ ἔτσι μόνο κατόρθωσε νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς μεγάλες κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς του. 

Ημ. Γέννησης : 295 μ.Χ. 
Ημ. Εορτής : 18 Ιανουαρίου 

Πηγές: www.synxarion.gr 

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

ΤΩΝ 10 ΛΕΠΡΩΝ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ´ΛΟΥΚΑ  ΤΩΝ 10 ΛΕΠΡΩΝ

tanarul-bogat+ Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης

Πολλές θεραπεῖες ἀρρώστων ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς Χριστός στά τρία χρόνια πού κράτησε τό δημόσιο ἔργο του ἐδῶ στή γῆ. Ἐκπληρώθηκε τότε ἡ προφητεία, ὅτι«αὐτός τάς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε καί τάς νόσους ἐβάστασεν»· πῆρε ἐπάνω του τίς ἀσθένειές μας καί σήκωσε τίς ἀρρώστιες μας. Καί δέν τό λέει βέβαια ὁ Προφήτης αὐτό μόνο γιά τίς σωματικές μας ἀρρώστιες, μά πιό πολύ γιά τίς ψυχικές μας ἀσθένειες, γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τωόντι ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας. Μᾶς εἶπε λοιπόν τό σημερινό Εὐαγγέλιο γιά τό θαῦμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε πού ἔκαμε καλά τοὺς δέκα λεπρούς. Ἄς ἀκούσωμε λοιπόν τώρα στή δική μας ἁπλή γλώσσα πῶς ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς ἱστορεῖ τό θαῦμα.

«Ἐκεῖνο τόν καιρό, καθώς ἔμπαινε ὁ Ἰησοῦς Χριστός σέ κάποιο χωριό, τόν συνάντησαν δέκα λεπροί ἄνθρωποι. Αὐτοί στάθηκαν μακρυά καί φώναξαν· «Κύριε Ἰησοῦ, κάμε σ’ ἐμᾶς τὸ ἔλεός σου!». Κι ὅταν τούς εἶδε, ὁ Ἰησοῦς Χριστός τούς εἶπε· «Πηγαίνετε νά σᾶς δοῦν οἱ ἱερεῖς». Κι ἔγινε, ὅταν αὐτοί πήγαιναν, καθαρίστηκαν. Κι ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὅταν εἶδε πώς ἔγινε καλά, γύρισε δοξάζοντας μέ φωνή μεγάλη τὸ Θεό· ἔπεσε στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τόν εὐχαριστοῦσε. Κι αὐτός ἦταν Σαμαρείτης. Τότε ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί εἶπε· «Μήν τάχα καί οἱ δέκα δέν καθαρίστηκαν; μά οἱ ἐννέα ποῦ εἶναι; δέν βρέθηκαν νά γυρίσουν, γιά νά δοξάσουν τό Θεό  παρά μόνο αὐτός ὁ ἀλλογενής;». Καί τοῦ εἶπε· «Σήκω καί πήγαινε· ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε».»
Στά τελευταῖα παραπάνω λόγια πού ἀκούσαμε φαίνεται σάν καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός νά παραπονῆται. Μά δέν εἶναι αὐτό, ἀλλά ὁ Θεός ἐλέγχει τήν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων. Γιατί οἱ ἐννέα λεπροί ἔδειξαν τωόντι ἀχαριστία πρός τόν εὐεργέτη τους. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι θά πρέπει βέβαια νά εἶχαν κάποια πίστη, μά δέν εἶχαν στήν ψυχή τους αἴσθημα εὐγνωμοσύνης. Εἶχαν πίστη, μά δέν εἶχαν ἀγάπη, γιατί ἡ εὐγνωμοσύνη στό βάθος εἶναι ἀγάπη. Καί τό λέει καθαρά ὁ Ἀπόστολος, πώς τίποτα δέν εἴμαστε, ἄν δέν ἔχωμε ἀγάπη· κι ἄς ἔχωμε τόση πίστη, πού νά μετακινάη καί βουνά. Καί ποῦ τό ξέρομε τάχα πώς οἱ ἐννέα λεπροί εἶχαν πίστη; Πρῶτα τοὺς βλέπομε νά φωνάζουν καί νά παρακαλοῦν, γιά νά τούς λυπηθῆ ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτό φανερώνει πώς εἶχαν κάποια πίστη καί γι’ αὐτό παρακαλοῦσαν. Ἡ ἀρρώστια κι ὁ πόνος μαλακώνουν τόν ἄνθρωπο καί τόν φέρνουν κοντά στό Θεό, ἄν καί οἱ δέκα λεπροί δέν ἤξεραν πώς ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν Θεός, μά τόν ἔβλεπαν μόνο σάν ἕναν ἄνθρωπο μέ θεϊκή δύναμη.
Ἔπειτα οἱ δέκα λεπροί, ὅταν πῆραν ἐντολή νά πᾶνε στούς ἱερεῖς, ξεκίνησαν χωρίς δισταγμό καί μ’ ἐμπιστοσύνη στό λόγο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι ἐκεῖ πού πήγαιναν εἶδαν πώς καθαρίστηκαν  ἀπό τήν ἀρρώστια τους. Δέν θά γινότανε λοιπόν τό θαῦμα, ἄν ἦταν καί δέν εἶχαν πίστη καί δέν συμμορφώνονταν στό λόγο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν λοιπόν πίστη, μά δέν ἔδειξαν εὐγνωμοσύνη, πού θά πῆ πώς δέν εἶχαν ἀγάπη. Τέτοια λειψή πίστη ἔχουν πολλοί. Ὅταν εἶναι στήν ἀνάγκη θυμοῦνται τό Θεό καί κλαῖνε μέ θερμά δάκρυα καί ζητοῦν τό θεῖο ἔλεος. Ὅταν περάση ἡ ἀνάγκη κι ὅταν λάβουν τήν εὐεργεσία, τότε ξεχνοῦν τόν εὐεργέτη. Κι ὄχι μόνο τόν ξεχνοῦν, μά πολλοί καί τόν βρίζουν καί τόν βλασφημοῦν. Κι ἀφοῦ τέτοια κάνουν οἱ ἀχάριστοι στό Θεό, τά ἴδια καί χειρότερα κάνουν καί στούς ἀνθρώπους. Καί λένε βέβαια πώς ἔχουν πίστη καί δείχνουν πώς εἶναι χριστιανοί, μά ὅταν δέν ἔχουν καλωσύνη καί ἀγάπη καί δέν αἰσθάνονται εὐγνωμοσύνη στούς εὐεργέτες, δέν εἶναι τίποτα. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός γιά τήν τέτοια λειψή πίστη, πού δέν ξέρει  ἀπό ἀγάπη καί ξεχνάει τήν εὐγνωμοσύνη, εἶπε πικρά λόγια, καθώς ἀκούσαμε σήμερα στό Εὐαγγέλιο.
Μά ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως καταδίκασε τήν ἀχαριστία στὸ πρόσωπο τῶν ἐννέα λεπρῶν, ἔτσι κι ἐδικαίωσε τήν εὐγνωμοσύνη στό πρόσωπο τοῦ ἑνός. Γιατί μέσα στούς ἐννέα ἀχάριστους βρέθηκε ἕνας εὐγνώμονας. Νά παραδεχθοῦμε τάχα πὼς πάντα αὐτή εἶναι ἡ ἀναλογία στή ζωή ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους;  Ἄς μήν τό ποῦμε αὐτό, μόνο ἄς παραδεχτοῦμε γενικά πώς ἡ ἀρετή στόν κόσμο εἶναι πάντα λιγοστή. Τό εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πώς πολλοί εἶναι οἱ κλητοί, μά λίγοι οἱ ἐκλεκτοί, πού πάει νά πῆ πώς οἱ ἀχάριστοι πλεονάζουν μεταξύ μας, πώς εἶναι πάντα λιγοστοί ὅσοι ἔχουν μέσα τους αἴσθημα εὐγνωμοσύνης. Καί πρέπει νά ξέρωμε πώς ὅπου δέν ὑπάρχει εὐγνωμοσύνη δέν ὑπάρχει καμμιά ἄλλη  ἀπό τίς ἀρετές. Ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι πρωταρχική ἀρετή, εἶναι ἡ ρίζα  ἀπό τήν ὁποία φυτρώνουν μιά-μιά οἱ ἄλλες ἀρετές· ἄν πῆς ὅμως γιά τήν ἀχαριστία, αὐτή σέρνει μαζί της κι ὅλες τίς ἄλλες κακίες. Νά μή φοβᾶσαι τόν εὐγνώμονα ἄνθρωπο, ἄς εἶναι ξένος, ἄς εἶναι ἀλλόφυλος, ἄς εἶναι κι ἐχθρός. Ἀλλόφυλος ἦταν ὁ Σαμαρείτης κι ὅμως αὐτός σώθηκε μέσα στούς δέκα λεπρούς, κι ἄς ἦσαν οἱ ἄλλοι ἐννέα Ἰουδαῖοι.
Γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν εἶπε σέ τοῦτο τόν εὐγνώμονα Σαμαρείτη· «Πήγαινε· ἡ πίστη σου σέ ἔκαμε καλά». Ἀλλά τοῦ εἶπε· «Πήγαινε· ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε». Πάει νά πῆ πώς αὐτό πού ἔγινε στόν εὐγνώμονα Σαμαρείτη κι αὐτό πού εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι πολύ περισσότερο  ἀπό τή θεραπεία τῆς σωματικῆς ἀρρώστιας· εἶναι ψυχική σωτηρία. Οἱ ἐννέα μόνο πού θεραπεύτηκαν· ὁ ἕνας σώθηκε. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶπε πώς τόν ἔσωσε ἡ πίστη του, πού δέν ἦταν πίστη λειψή, μά πίστη σωστή καί ἀληθινή, συνταιριασμένη μέ τήν εὐγνωμοσύνη καί τήν ἀγάπη. Ὁ ἕνας αὐτός δέν ἤξερε μόνο νά παρακαλῆ μέ πίστη, μά ἤξερε καί νά πιστεύη μέ εὐγνωμοσύνη. Οἱ ἐννέα βρῆκαν τόν Ἰησοῦ Χριστό γιά νά τόν παρακαλέσουν, μά δέν βρέθηκαν ὕστερα γιά νά τόν εὐχαριστήσουν. Οἱ ἐννέα δέν βρέθηκαν ὁ ἕνας ἦταν παρών. Γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι παρουσία. Ὅποιος ἀγαπᾶ, ὅποιος εὐγνωμονεῖ  δέν χάνεται, ἀλλά εἶναι πάντα παρών· ἡ πίστη του τόν ὁδηγεῖ νά βρίσκη τό Θεό καί ἡ εὐγνωμοσύνη του τόν φέρνει νά βρίσκεται πάντα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Σέ μιά του ἐπιστολή ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει· «Εὐχαριστεῖτε πάντοτε ὑπέρ πάντων», πού θά πῆ νά εὐχαριστοῦμε τό Θεό καί πατέρα μας γιά ὅλα πού μᾶς δίνει γιατί ὅλα συνεργοῦν στή σωτηρία μας, φτάνει μόνο ἐμεῖς νά ξέρωμε πῶς τά δεχόμαστε. Ἄς ἔχωμε λοιπόν εὐγνωμοσύνη στό Θεό κι ἄς εἴμαστε καί μεταξύ μας εὐγνώμονες, κι ἄς εἶναι πάντα στό στόμα μας ἡ δοξολογία τῶν Ἁγίων· "Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν"  ΑΜΗΝ

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ


Αποτέλεσμα εικόνας για ομιλια στην κυριακη μετα τα φωτα


ΚΥΡΙΑΚΗ  

ΜΕΤΑ  ΤΑ  ΦΩΤΑ  


Κυριακή μετά από την γιορτή των Αγίων Θεοφανείων σήμερα, που με την Χάρη τού Θεού αξιωθήκαμε να γιορτάσουμε πριν από μία εβδομάδα. Και η γιορτή αυτή αποδίδεται στον Θεό, δηλαδή κατακλείνεται αύριο.
            Το ιερό αποστολικό ανάγνωσμα που πριν από λίγο ακούσαμε, σχετίζεται άμεσα με τα κοσμοσωτήρια γεγονότα που γιορτάσαμε.
            Είναι παρμένο από την προς Εφεσίους επιστολή του Θείου Παύλου.
            Σ΄ αυτό, εκτός των άλλων, γίνεται λόγος και για την αλήθεια, ότι ο Κύριός μας κατέβηκε από τους ουρανούς, ήλθε στην γη, πραγμάτωσε το έργο της σωτηρίας μας και έπειτα ανήλθε και πάλι στους ουρανούς, χωρίς να απουσιάζει ποτέ από πουθενά, αλλά ως τέλειος Θεός να είναι και να βρίσκεται παντού αδιάστατα, συνεχώς.
            Αυτή η αλήθεια, αυτή η κατάβαση και η ανάβαση αποτελεί το κεφάλαιο τής σωτηρίας μας, αφού έγινε για μάς.
«Ὁ καταβάς, αὐτός ἐστίν καί ὁ ἀναβάς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τά πάντα…».
            Έτσι μάς διαβεβαιώνει ο Θείος Παύλος, πού είδε με τα μάτια του και άκουσε με τα αυτιά του Τον Σωτήρα τού κόσμου και δέχθηκε την πρόσκληση στο ιεραποστολικό έργο. Δηλαδή: Ο Θεάνθρωπος που κατέβηκε μέχρι και τον Άδη, αυτός είναι που ανέβηκε επάνω από όλους τους ουρανούς, για να γεμίσει έτσι με την παρουσία Του και τα χαρίσματα Του τα πάντα.
            Αυτό το γεγονός, αυτή την αλήθεια, όχι μόνο δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνούμε, αλλά και να χρησιμοποιούμε ως πνευματικό κίνητρο για προσπάθειες πνευματικών αναβάσεων.
            Ο Εφραίμ ο Σύρος διδάσκει:  «Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μέγας, που για μάς έγινε μικρός, ο Ακοίμητος που εκοιμήθει, ο Άμωμος που εβαπτίσθη, ο Ζων που απέθανε, ο Αγρός που έγινε κόκκος σίτου, ο Παντοδύναμος που περιεβλήθη την αδυναμία, η ευσπλαγχνική αγάπη, που συμπαραστέκεται στις θλίψεις όλων μας…».
            Και ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί:
«Κοίτα προς τα άνω και θα δεις Τον Χριστό μεσιτεύοντας για σένα. Κοίτα μπροστά σου και θα δεις τον Χριστό, ερχόμενο για σένα. Αυτός είναι ο Άρτος, η Οδός, Αλήθεια και η Ζωή…».
Ο Κύριός μας μπορεί να βρίσκεται στους ουρανούς, αλλά συγχρόνως βρίσκεται κοντά μας. Ο ίδιος μάς βεβαίωσε πως θα είναι μαζί μας σε όλη μας την ζωή.
Αυτό μάς λέει, ότι μάς στηρίζει στις θλίψεις μας, μάς ευλογεί, μάς αγιάζει. Και το σπουδαιότερο, μάς παρέχει δωρεάν τα αναγκαία μέσα, προκειμένου να πετύχουμε, να κάνουμε δική μας την αιώνια πανευτυχία τής Θείας Βασιλείας.
Αν λάβουμε υπ΄ όψη ότι κατά την πατερική διδαχή «Εκκλησία είναι ο Χριστός που παρατείνεται στους αιώνες», τότε καταλαβαίνουμε, ότι «έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία», πάλι σύμφωνα με τούς αγίους πατέρες.
Η Εκκλησία μας είναι η ακένωτη δεξαμενή από την οποία αντλούμε τους θησαυρούς τής Θείας Χάρης.
Η δύναμη αυτής της Χάρης μάς ενεργοποιεί στην επίτευξη κάθε καλού έργου, στην τήρηση των θείων εντολών, σφυρηλατεί τούς αναγκαίους δεσμούς τής μεταξύ μας αγάπης και τής ενότητας. Με τέτοιο αποτελεσματικό τρόπο, ώστε να δεχόμαστε το δώρο τής πίστεως και να αυξάνεται όλο και περισσότερο η πίστη μας. Και έτσι να κατορθώνουμε να πιστεύουμε ειλικρινά, καρδιακά, οντολογικά και να ομολογούμε την πίστα μας.
Αν δεν αγαπούμε, αν δεν έχουμε την μεταξύ μας ενότητα, δεν μπορούμε να πιστεύουμε σωστά και να ομολογούμε συνειδητά την πίστη μας.
«Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὀμολογήσωμεν» ότι δηλαδή πιστεύομε εις «Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον», όπως ακούμε σε κάθε Θεία Λειτουργία.
Αυτό σημαίνει, ότι η αληθινή και όχι τυπική ομολογία τής πίστεώς μας, προϋποθέτει απαραίτητα και συνεπάγεται την μεταξύ μας αγάπη και ενότητα. Αυτή η μεταξύ μας αγάπη και ενότητα καλλιεργεί, αυξάνει και αξιοποιεί τέλεια, τα όποια χαρίσματα μάς χάρισε ο Δωρεοδότης Χριστός μας.
Αυτά ας κρατήσουμε ως κεντρικό μήνυμα τη σημερινής αποστολικής περικοπής, γιατί αφορούν όχι μόνο το επίγειο παρόν, αλλά κυρίως το αιώνιο μέλλον μας.

http://www.i-m-paronaxias.gr


Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

Σήμερα , Κυριακή «Προ των Φώτων» Κυριακή και ακούσαμε το Ευαγγέλιο να μας μιλά για τον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη και για το Βάπτισμά του και εν όψει βέβαια της εορτής των Θεοφανείων ας μιλήσουμε για τον Μεγάλο Αγιασμό. Πρέπει να τα πούμε κι αυτά γιατί πολλά και διάφορα ακούγονται και μάλιστα πολλά από όσα ακούγονται δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα
Έχουμε λοιπόν, αδελφοί μου, το Μικρό Αγιασμό, ο όποιος γίνεται πάντο¬τε. Έχουμε και το Μεγάλο αγιασμό ο οποίος τελείτε δυο φορές το χρόνο, την παραμονή και την κυριώνυμη ημέρα της εορτής των Θεοφανείων. Ο αγιασμός αυτός, αυτή η ακολουθία της τελέσεως του αγιασμού πού γίνεται τη μέρα των Θεοφανείων, ξεκί¬νησε από το βάπτισμα.
Πριν καθιερωθεί ο νηπιοβαπτισμός, σε οποίον ήθελε να γίνει χριστιανός, γινόταν κατή¬χηση. Όσοι λοιπόν είχαν κατηχηθεί και ήταν έτοιμοι να βαπτισθούν, βαπτί¬ζονταν την παραμονή των Χριστουγέννων, γι' αυτό ψάλ¬λουμε τα Χριστούγεννα «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Επίσης βαπτίζονταν την παραμο¬νή των Θεοφανείων, την παραμονή του Πάσχα και την Πεντηκοστή. Σ' αυτές τις τέσσερες γιορτές ψάλλουμε αντί του «Άγιος ό Θεός» το «Όσοι εις Χριστόν εβατιτίσθητε», ακριβώς διότι τότε κυρίως βαπτίζονταν οι κατηχούμενοι και μάλιστα ομαδικά.
Τα Θεοφάνεια, επειδή ήταν και η εορτή της Βαπτίσεως του Χρίστου, η Εκκλησία έδινε ιδιαίτερη σημασία στην όλη τελετή της βαπτίσεως των κατηχουμένων. Έτσι την ημέρα των Θεοφανείων, μάλλον την παραμονή το βράδυ προς την ημέρα της εορτής, γινόταν αγρυπνία, παννυχίδα, και βαπτίζονταν οι κατηχούμενοι περίπου τα μεσάνυκτα.
Σιγά, σιγά, ακριβώς και για να τιμήσουν περισσότε¬ρο την εορτή της Βαπτίσεως του Χριστού, πριν μπουν μέσα στο βαπτιστήριο οι μέλλοντες να βαπτισθούν -δεν είχαν τότε κολυμβήθρες, αλλά μεγάλα βαπτιστήρια, καθώς προηγουμένως αγίαζαν το νερό οι ιερείς και το νερό αυτό ήταν αγιασμός, το βρήκαν καλό να παίρ¬νουν από το νερό αυτό το αγιασμένο. Και αν θα προσέξετε, μία ευχή πού λέ¬γεται στο Βάπτισμα είναι μια από τις κύριες ευχές που λέγονται στο Μεγάλο Αγιασμό. Έπαιρναν λοιπόν οι χρι¬στιανοί από το αγιασμένο αυτό νερό, για να χρισθούν μ' αυτό, να πιούν και να το πάρουν μαζί τους να ραντίσουν τα σπίτια, τα χωράφια, τους κήπους, να ραντίσουν τα πάντα, και μετά έμπαιναν οι κατηχούμενοι μέσα και βαπτίζονταν.
Όταν αργότερα καθιερώθηκε ο νηπιοβαπτισμός, δεν γίνονταν πλέον ομαδικές βαπτίσεις στις εορτές πού αναφέ¬ραμε. Η Εκκλησία όμως θεώρησε καλό ειδικά τα Θεοφάνεια, να πα¬ραμείνει ό αγιασμός των υδάτων. Έτσι λοιπόν έγινε ξεχωριστή τελετή αγιασμού των υδάτων, για να γί¬νεται ο αγιασμός την ήμερα αυτή των Θεοφανείων. Έκτοτε η Εκκλησία τελεί τον Μέγα Αγιασμό αυτή την ημέρα σ' όλους τους ναούς.
Ο Αγιασμός της παραμονής και της εορτής των Θεοφανείων
Καθώς περνούσαν όμως τα χρόνια και δημιουργούν¬ταν ανάγκες διάφορες, φάνηκε ότι δεν εξυπηρετούνταν όλοι οι χριστιανοί, αν γίνεται ο Μέγας Αγιασμός μόνο την ημέρα των Θεοφανείων. Έτσι καθιερώθηκε ο Μέγας Α¬γιασμός να τελείται και την παραμονή.
Και γιατί δεν εξυπηρετούνταν όλοι; Γιατί κατά κα¬νόνα ο Μέγας Αγιασμός τα Θεοφάνεια γινόταν τα με¬σάνυκτα, με αγρυπνία, όπως και οι ομαδικές βαπτίσεις, παλαιότερα. Για πολλούς και διαφόρους λόγους λοιπόν δεν μπορούσαν όλοι οι χριστιανοί να πάνε στους ναούς εκείνη την ώρα. Έτσι το απόγευμα της παραμονής γινόταν ο εσπερινός της εορτής με τη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και εν συνεχεία ο Μέγας Αγιασμός. Όμως σιγά, σιγά, ό,τι γινόταν το απόγευμα, μετατέθηκε το πρωί της παραμονής. Και έτσι την παραμονή των Θεοφανείων γίνεται ο όρθρος, οι Μεγάλες Ώρες, ο εσπε¬ρινός της εορτής, η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασι¬λείου και αμέσως μετά ο Μέγας Αγιασμός.
Απ' αυτό καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι ο Μέγας Αγιασμός που τελείται την παραμονή είναι ο ίδιος ακριβώς μ' αυτόν πού τελείται ανήμερα. Η όλη ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού όπως γίνεται την ήμερα των Θεοφανείων, έτσι ακριβώς γίνεται και την παραμονή. Επομένως, τα ερωτήματα ποιος πίνεται και ποιος δεν πίνεται, με ποιόν ραντίζουν και με ποιόν όχι, δεν στέκονται. Είναι ο ίδιος αγιασμός και την παραμονή και την ημέρα των Θεοφανείων, και επο¬μένως και με τον έναν αγιασμό και με τον άλλο ραντί¬ζουμε και πίνουμε.
Μπορούν οι χριστιανοί να κρατούν Μέγα Αγιασμό στο σπίτι τους;
Όπως βλέπουμε, αφού κάνει ο ιερέας τον αγιασμό, ραντίζει τον ναό και επομένως πέφτει και κάτω. Όχι μόνο πέφτει κάτω μέσα στο ναό εκείνη την ώρα μα και θα τον πατήσουμε και στα σπίτια και στα χωράφια και παντού, θα πέσει, και βέβαια θα αγιάσει τα πάντα. Βέβαια άλλο είναι που, όταν τελει¬ώσει ο Μέγας Αγιασμός, και κάθε Αγιασμός, που ορμάμε σαν τις ορδές των βαρβάρων, για να πάρουμε αγιασμό και δεν προσέχουμε και τον χύνουμε κάτω. Αυτό είναι ανευλάβεια, είναι ασέβεια. Όχι όμως μην τυχόν και πέσει καμιά σταγόνα κάτω, αφού είναι για να ραντιστούν τα πάντα και να αγιασθούν τα πάντα.
Επίσης καταρχήν και κανονικά μπορούν οι χρι¬στιανοί να κρατούν Μέγα Αγιασμό στο σπίτι. Θα έλεγε κανείς μάλιστα ότι όλες τις ημέρες που είναι τα μεθεόρτια -διότι ή εορτή των Θεο¬φανείων εορτάζεται, όπως και άλλες μεγάλες γιορτές, οκτώ ήμερες- θα μπορούσαν και να πίνουν και να ραν¬τίζουν. Όμως χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Γιατί είναι ενδεχόμενο εκεί πού θα τον βάλουμε κατά λάθος, κάτι να γίνει και να πεταχτεί ο αγιασμός στα σκουπί¬δια ή κάποιος να τον ρίξει στον νιπτήρα. Συνέβησαν πολλά τέ¬τοια. Καλό είναι λοιπόν να είμαστε σίγουροι ότι φυλάσσουμε με ευλάβεια και προσοχή τον Μ. Αγιασμό στο σπίτι μας, αλλιώς να μην τον κρατά κανείς. Και όταν κάποιος χρειάζεται, όταν είναι ανάγκη, θα πάει στην εκκλησία. Όλες οι εκκλησίες έχουν Μεγάλο Αγιασμό και δίνουν.
Νηστεία - Μέγας Αγιασμός
Ένα ακόμη και να τελειώσουμε. Όπως ξέρετε, την παραμονή των Θεοφανείων γίνεται αυστηρά νηστεία• ούτε λάδι καταλύεται. Έκτος εάν η παραμονή πέσει Σάββατο ή Κυριακή, επειδή το Σάββατο και την Κυριακή δεν γί¬νεται ποτέ νηστεία από λάδι• έστω κι αν πρόκειται να κοινωνήσουμε. Έκτος από το Μέγα Σάββατο που δεν καταλύεται λάδι, όλα τα άλλα Σάββατα τρώγεται λάδι. Οι χριστιανοί όλοι λίγο-πολύ έχουν συνδέσει τη νη¬στεία της παραμονής των Θεοφανείων με τον Μέγα Αγιασμό. Νομίζουν ότι νηστεύουμε, για να πάρουμε τον Μέγα Αγιασμό. Όμως δεν είναι αυτό. Δεν νηστεύουμε, για να πάρουμε το Μεγάλο Αγιασμό. Η νηστεία δεν είναι για τον Αγιασμό. Η νηστεία είναι για τη Δεσποτική γιορτή των Θεοφανείων, όπως ακριβώς και την παραμονή των Χριστουγέννων έχουμε επίσης αυστηρά νηστεία. Μην κοιτάτε τώρα έτσι πού τα πήραμε εμείς τα πράγματα και τα πήραμε μέσα στα πόδια μας όλα. Θα λέγαμε, την τελευταία εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα ή τουλάχιστον την παραμονή των Χριστουγέννων πρέπει και πιο χλιαροί χριστιανοί να κάνουν αυστηρά νηστεία για τη γιορτή. Δεν νοείται να ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε μία με¬γάλη γιορτή, Δεσποτική γιορτή, χωρίς λίγο να το κατα¬λάβουμε και από πλευράς νηστείας. Νηστεύουμε λοιπόν την παραμονή των Θεοφανείων για τη γιορτή τη Δε¬σποτική, τη μεγάλη γιορτή αυτή των Θεοφανείων. Επί¬σης πρώτα πίνουμε τον Μέγα Αγιασμό κι ύστερα τρώμε το αντίδωρο.


ΜΙΚΡΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΣ ΑΓΙΑΣΜΟΣ

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅπου ὑπάρχει πνευματική ὠφέλεια, ἐκεῖ πολλές φορές ἐπικρατεῖ συσκότιση καί κυκλοφοροῦν διαφορετικές ἐξηγήσεις καί ἀντιλήψεις οἱ ὁποῖες δυσκολεύουν τούς Χριστιανούς νά ἐπωφεληθοῦν ὅσο πρέπει καί ταιριάζει τίς ἁγιαστικές πράξεις τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
Γι’ αὐτό θεωροῦμε σκόπιμο
ἀπό τίς στῆλες τοῦ μικροῦ αὐτοῦ ἐνοριακοῦ ἐντύπου νά δοῦμε μέ συντομία τήν περίπτωση τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ, ὅπως μᾶς τήν διασώζει ἡ γραπτή παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
Καί πρῶτα - πρῶτα· Τί εἶναι ὁ ῾Αγιασμός;
Γράφει ὁ καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν κ. Εὐάγγελος Θεοδώρου στό περιοδικό «᾿Εφημέριος» τοῦ ἔτους 1965, σελ. 10 κ.ἑ.· «῾Αγιασμός τῶν ὑδάτων εἶναι ἡ τελετουργική πρᾶξις, διά τῆς ὁποίας ὕδωρ καθαγιάζεται δι’ ὡρισμένων εὐχῶν καί ἐπικλήσεως τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὡς καί διά σταυροειδοῦς εὐλογίας καί ἐμβαπτίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. ῾Η τελετή αὕτη λέγεται «῾Αγιασμός» ἀκριβῶς διότι διά τοῦ ηὐλογημένου ὕδατος καί «τῆς τούτου μεταλήψεώς τε και ραντισμοῦ» πιστεύομεν, ὅτι ἁγιαζόμεθα καί καθαριζόμεθα τῶν ἁμαρτιῶν. Διά τοῦτο «δεόμεθα τοῦ Θεοῦ», ὅπως τό ἀγιαζόμενον ὕδωρ γένηται ἰαματικόν ψυχῶν καί σωμάτων καί πάσης ἀντικειμένης δυνάμεως ἀποτρεπτικόν.»
῾Η χρησιμοποίηση ἁγιασμένου νεροῦ συναντᾶται σέ πολύ παλαιούς χρόνους τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν.
᾿Από ἀρχαίους ἐκκλησιαστικούς ἱστορικούς, ὅπως εἶναι ὁ ᾿Επιφάνιος, ὁ Θεοδώρητος κ.ἄ., ἀναφέρονται θαύματα πού ἔγιναν μέ τό ραντισμό ἁγιασμένου νεροῦ, πού ἁγιάστηκε μόνο μέ τή σφράγιση διά τοῦ τύπου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς ἐπίκλησης τοῦ ῾Αγ. Πνεύματος.
῾Ο καθηγητής Παν. Τρεμπέλας, στόν Α´ τόμο τῆς Θρησκευτικῆς καί Χριστιανικῆς ᾿Εγκυκλοπαίδειας (᾿Αθῆναι 1936, σελ. 136) γράφει σχετικά· «῾Η χρῆσις ὕδατος ἐπί σκοποῦ ἰάσεως ἀσθενῶν ἤ καθαγιασμοῦ τόπων βεβηλωμένων διά τῆς ἐν αὐτοῖς ἀνεγέρσεως εἰδωλείων ἤ βωμῶν εἰδωλολατρικῶν, τοῦ ὁποίου ὅμως ὁ ἁγιασμός ἐγίνετο οὐχί δι’ ἰδιαιτέρας τινός ἀκολουθίας, ἀλλά μόνον διά τῆς ἁπλῆς σφραγίσεως αὐτοῦ διά τοῦ τύπου τοῦ Σταυροῦ, ἀνάγεται εἰς χρόνους παλαιοτάτους».
῎Ετσι παρατηροῦμε ὅτι τό ἁγιασμένο νερό χρησιμοποιήθηκε ἀπό τήν ᾿Εκκλησία σέ πολύ παλαιούς χρόνους καί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου διαμορφώθηκαν οἱ ἰδιαίτερες ἀκολουθίες πού ἔχουμε μέχρι σήμερα.
Οἱ ἀκολουθίες τῆς ᾿Εκκλησίας μας πού «καθαγιάζουν τά ὕδατα» εἶναι τρεῖς· Τό Βάπτισμα, ὁ Μεγάλος ῾Αγιασμός καί ὁ Μικρός.
Μαρτυρία γιά τό Μεγάλο ῾Αγιασμό μᾶς δίνει ὁ ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος πού σέ μιά ὁμιλία του, πού ἔκανε στό ἅγιο Βάπτισμα τοῦ Κυρίου, κάνει λόγο καί γιά τούς πιστούς τῆς ἐποχῆς του, πού εἶχαν τή συνήθεια νά κρατοῦν καί νά φυλάγουν τό Μεγάλο ῾Αγιασμό στά σπίτια τους. ῾Ο καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου κ. ᾿Ιωάννης Φουντούλης γράφει σχετικά στήν ὑπ’ ἀριθμ. 79 ἀπάντησή του στό βιβλίο του (᾿Απαντήσεις εἰς Λειτουργικάς ἀπορίας, σελ. 142-143)· «῾Ο ἱερός Χρυσόστομος στό λόγο του ὁμιλεῖ γιά τή συνήθεια τῶν πιστῶν νά ἀντλοῦν ἀπό τό ἁγιαζόμενο κατά τήν ἑορτή αὐτή νερό καί νά τό διατηροῦν στά σπίτια των καθ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ ἔτους καί ἐπί δύο καί τρία ἀκόμη ἔτη. ᾿Ασφαλῶς σκοπός τους ἦταν νά πίνουν ἀπό αὐτό ἤ νά χρίωνται καί νά ἁγιάζωνται ἄν κατά τή διάρκεια τοῦ ἔτους εὑρίσκοντο σέ ψυχική ἤ σέ σωματική ἀνάγκη».
῾Η ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ ἐκτός ἀπό τά εἰρηνικά της, πού περιέχουν σχετικές αἰτήσεις μέ τή θεραπεία τῶν ψυχικῶν καί τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν τῶν πιστῶν ὅπως εἶναι· «῾Υπέρ τοῦ γενέσθαι τό ὕδωρ τοῦτο... εἰς ἴασιν ψυχῆς καί σώματος... καί ὑπέρ τοῦ γενέσθαι αὐτό πρός καθαρισμόν ψυχῶν καί σωμάτων...», ἀναφέρεται καί στή διατήρησή του ὡς ἰατρεῖον παθῶν· «Αὐτός, οὖν, φιλάνθρωπε βασιλεῦ, πάρεσο καί νῦν διά τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ῾Αγίου σου Πνεύματος, καί ἁγίασον τό ὕδωρ τοῦτο καί δός αὐτῷ τήν χάριν τῆς ἀπολυτρώσεως, τήν εὐλογίαν τοῦ ᾿Ιορδάνου. Ποίησον αὐτό ἀφθαρσίας πηγήν, ἁγιασμοῦ δῶρον, ἁμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων ἀλεξιτήριον, δαίμοσιν ὀλέθριον, ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἀπρόσιτον, ἀγγελικῆς ἰσχύος πεπληρωμένον. ῞Ινα πάντες οἱ ἀρυόμενοι καί μεταλαμβάνοντες ‘‘ἔχοιεν αὐτό πρός καθαρισμόν ψυχῶν τε καί σωμάτων’’ πρός ἰατρείαν παθῶν, πρός ἁγιασμόν οἴκων, πρός πᾶσαν ὠφέλειαν, ἐπιτήδειον...».
῾Η ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ τῶν Θεοφανίων ἐπεκράτησε σχεδόν ἀπό τόν Ε´ αἰῶνα νά γίνεται δύο φορές. Τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς μετά τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ μεγάλου Βασιλείου καί τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς μετά τήν ἀπόλυση τοῦ ὄρθρου, σύμφωνα μέ τά μυστηριακά τυπικά ἤ μετά τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας κατά τήν ἐνοριακή πράξη τῆς ᾿Εκκλησίας μας σήμερα.
᾿Αρχικά ὁ Μεγάλος ῾Αγιασμός γινόταν σέ ἀνάμνηση τοῦ Βαπτίσματος τοῦ Κυρίου στή διάρκεια τῆς μεγάλης παννυχίδας (ὁλονυκτίας) τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανίων. Μετά ἀπό τήν ἀκολουθία τοῦ ῎Ορθρου ἐτελεῖτο ἡ ἀκολουθία τοῦ ῾Αγιασμοῦ καί οἱ πιστοί «ἀντλοῦσαν» ἁγιασμένο νερό, ἔπιναν καί «ἐρραντίζοντο» καί ἔπειτα, σ’\αὐτό τό νερό, τό ἁγιασμένο μέ τίς εὐχές τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐβαπτίζοντο οἱ κατηχούμενοι. Στή λειτουργία πού ἀκολουθοῦσε στή συνέχεια, ἦσαν καί οἱ νεοφώτιστοι, πού γιά πρώτη φορά ἔπαιρναν μέρος, γι’\αὐτό καί μέχρι σήμερα ψάλλεται σ’\αὐτή ἀντί τοῦ τρισαγίου ὕμνου, τό «῞Οσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε...».
Στήν οὐσία, ὁ Μεγάλος ῾Αγιασμός ξεκίνησε ἀπό τό εὐλογημένο νερό τοῦ ἱεροῦ Βαπτίσματος. Καί αὐτό φαίνεται καθαρά ἀπό τή σύγκριση καί ὁμοιότητα πού παρουσιάζουν οἱ δύο ἀκολουθίες, τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ, μέχρι σήμερα.
῾Ο ἱερός Αὐγουστῖνος σημειώνει ὅτι στίς ἡμέρες του, γονεῖς ἔφερναν τά παιδιά τους νά τά βαπτίσουν ὄχι γιά νά λάβουν τά πνευματικά χαρίσματα τοῦ ἁγιασμένου νεροῦ τοῦ Βαπτίσματος, ἀλλά γιά νά ἐπωφεληθοῦν ἀπό τίς «ἰαματικές ἰδιότητες» πού εἶχε τό εὐλογημένο νερό καί νά γίνουν καλά ἀπό τίς διάφορες σωματικές τους ἀσθένειες. Σέ μιά του ἐπιστολή, ὁ ἴδιος πατήρ, ἀναφέρει ὅτι δύο πρόσωπα κατά τήν ὥρα τοῦ Βαπτίσματος ἔγιναν καλά ἀπό ἀνίατες ἀρρώστειες. (Βλέπε καί Θρησκευτική καί ᾿Ηθική ᾿Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Α´ σελ. 225).
῎Ετσι παρατηροῦμε ὅτι πολύ γρήγορα σχηματίσθηκε ἡ πεποίθηση στούς πιστούς χριστιανούς ὅτι τό ἁγιασμένο νερό τοῦ Βαπτίσματος ἦταν χρήσιμο καί γιά τούς βαπτισμένους πιστούς προκειμένου νά τό ἔχουν σάν φάρμακο στά σπίτια τους, γιά μετάληψη καί ραντισμό.
Γιά λόγους πρακτικούς καί γιά νά μήν ἐμποδίζονται οἱ λειτουργοί ἱερεῖς στό βάπτισμα τῶν πολλῶν κατηχουμένων ἀπό τήν προσέλευση τῶν πιστῶν πρός ἄντληση ἁγιασμένου νεροῦ, καθιερώθηκε ἡ τελετή τῆς ἀκολουθίας τοῦ ῾Αγιασμοῦ νά γίνεται δύο φορές. Τήν παραμονή στήν παννυχίδα καί τήν ἑπομένη ἡμέρα τῆς ῾Εορτῆς.
Μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ (ΣΤ´ αἰώνας) καί τήν τέλεση τοῦ Βαπτίσματος σέ ὁποιαδήποτε ἡμέρα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χρόνου, ὁ Μεγάλος ῾Αγιασμός ἐξακολουθεῖ νά γίνεται δύο φορές μέχρι τίς ἡμέρες μας, χωρίς νά ὑπάρχει διαφορά τοῦ ἑνός ῾Αγιασμοῦ τῆς παραμονῆς καί τοῦ ἄλλου τῆς ἑορτῆς, 5 καί 6 ᾿Ιανουαρίου.
῾Η ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ῾Αγιασμοῦ εἶναι μία καί ἡ αὐτή, εἴτε τελεῖται τήν παραμονή, εἴτε τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανίων.
῾Ο καθηγητής ᾿Ι. Φουντούλης, σημειώνει στήν ὑπ’ ἀριθμ. 208 ἀπάντησή του·
«Καί ὅπως ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μία καί αὐτή εἴτε τελεῖται τό Πάσχα, τά Χριστούγεννα, τήν Κυριακή, ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἡμέρα τοῦ ἔτους καί ὁ κοινωνῶν κοινωνεῖ πάντοτε Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἔτσι καί στήν ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ῾Αγιασμοῦ μεταβάλλεται διά τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος τό εὐλογούμενο ὕδωρ σέ Μέγαν ῾Αγιασμό, σέ ὁποιαδήποτε ἀπό τίς δύο ἡμέρες τελεσθεῖ ἡ ἀκολουθία. ῾Η διπλή τέλεσις τῆς ἀκολουθίας προῆλθε ἀπό καθαρῶς πρακτικούς λόγους, γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν».
Πολλοί κατά διαστήματα προσπάθησαν νά δώσουν διάφορες ἐξηγήσεις καί συμβολισμούς στίς δύο ἀκολουθίες καί ἴσως ἀπ’\αὐτό νά προῆλθε ἡ σύγχυση πού ἐπικρατεῖ σήμερα καί θέλει νά ξεχωρίσει τόν ἕναν ῾Αγιασμό ἀπό τόν ἄλλο.
Ο ἴδιος καθηγητής γράφει στή συνέχεια τήν ἀπάντηση·
«...Καί ὁ Καμπανίας Θεόφιλος στό “Ταμεῖον ᾿Ορθοδοξίας” προσπαθεῖ νά δώσει μία ἑρμηνεία στήν διπλή τέλεσι· αὐτός ἐπικαλεῖται πρακτικούς λόγους, τό “Φώτισμα” δηλαδή τῶν “οἴκων, χώρων, μανδρῶν καί παντός ἐκτός καί ἐντός οἰκήματος ἀνθρώπων καί θρεμμάτων”, πού ἐγένετο ἀπό τούς ἱερεῖς κατά τήν παραμονή “ἐν γάρ τῇ τῶν Θεοφανίων, ἡμέρᾳ δεσποτικῇ, οὐ πρέπον τούς ἱερεῖς περιάγειν καί τούς ἄλλους ἐνοχλεῖν». Οὔτε κἄν περνᾶ ἡ σκέψις σ’ ὅλους τούς ἀνωτέρω, ὅτι ὑπάρχει καμία διαφορά μεταξύ τῆς μιᾶς καί τῆς ἄλλης ἁγιάσεως τοῦ ὕδατος.»
῞Οσο γιά τήν ἑρμηνεία τοῦ Παϊσίου Γάζης, πού μνημονεύει ὁ ὅσιος Νικόδημος εἰς τό “Πηδάλιον”, σέ ὑποσημείωση στόν ξε´ κανόνα τῆς Πενθέκτης Συνόδου, ὅτι ὁ τῆς Παραμονῆς “εἶναι εἰς τύπον τοῦ βαπτίσματοςτοῦ ᾿Ιωάννου... διά τοῦτο καί γίνεται ταπεινά” καί τῶν Φώτων ὅτι “εἶναι εἰς τύπον τοῦ βαπτίσματος τοῦ Κυρίου... διά τούτου καί γίνεται μετά παρρησίας καί παραπομπῆς” εἶναι μία εὐσεβής ἐξήγηση, χωρίς ὅμως κανένα ἱστορικό ἤ λειτουργικό ἔρεισμα.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία μας ἀπό τότε πού καθιέρωσε τήν τέλεση τοῦ ῾Αγιασμοῦ, σέ ἀνάμνηση τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου μας στόν ᾿Ιορδάνη ποταμό, συνέστησε κατά κάποιο τρόπο, μιά ἰδιαίτερη εὐλάβεια στό ἁγιασμένο νερό. ᾿Ακόμη καί ἡ προέλευση καί σχέση τῆς ἀκολουθίας μέ τήν εὐλογία τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος τοποθέτησε «ἱεραρχικά», κατά τάξη θά λέγαμε, τό Μεγάλο ῾Αγιασμό ὕστερα ἀπό τή Θεία Κοινωνία. Στόν Κώδικα 978 τοῦ Σινᾶ ἀναφέρεται «δεύτερον τῆς ῾Αγίας Κοινωνίας» καί σημειώνεται ἀκόμη ὅτι δινόταν σάν βοηθητικό μέσο σ’ αὐτούς πού εἶχαν κάποιο ἐμπόδιο καί δέν μποροῦσαν νά ἔχουν συμμετοχή στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
῾Η ὑπέρμετρη αὐτή εὐλάβεια στό Μεγάλο ῾Αγιασμό εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά δημιουργηθοῦν πολλές ὑπερβολές πού δυστυχῶς ἔφθασαν μέχρι τίς ἡμέρες μας.
Καί εἶναι φανερό ὅτι πολλές ἀπ’\αὐτές δέν ἀνταποκρίνονται, ὅπως φαίνεται, στά πράγματα.
῾Η ἴδια ᾿Ακολουθία, ὅπως σημειώσαμε, κάνει λόγο γιά διαρκή χρήση τοῦ ἁγιασμένου νεροῦ καί συνιστᾶ νά τό ἔχουμε πρός «πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον» ("᾿Εφημέριος" ἔτους 1969, σελ. 59 κ.ἑ.).
Χρειάζεται πολλή προσοχή ἀπό τούς πνευματικούς Πατέρες ἡ σύσταση πού κάνουν σέ μερικούς· «Νά κοινωνήσεις μέ Μεγάλο ῾Αγιασμό», χωρίς προηγουμένως νά ἐξηγήσουν μέ λεπτομέρεια τή σωστή χρήση καί τά ἀποτελέσματα τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ. Τίποτε δέν μπορεῖ νά ἀντικαταστήσει τή Θεία Κοινωνία, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας, μέ τόν ὁποῖο πρέπει μέ κάθε θυσία καί κατάλληλη προετοιμασία νά προσερχόμεθα γιά νά ἑνωθοῦμε μαζί Του.
Οὔτε εἶναι σωστή ἡ σύσταση νά ζητοῦν οἱ πιστοί νά λάβουν Μεγάλο ῾Αγιασμό τήν ὥρα πού ὁ Λειτουργός ἱερεύς μεταδίδει ἀπό τήν ὡραία Πύλη τή Θεία Μετάληψη καί ἰδιαίτερα στίς «μεγάλες μέρες» πού ἡ προσέλευση στή Θεία Κοινωνία γίνεται σχεδόν ἀπό τό σύνολο τῶν πιστῶν ἐνοριτῶν.
Μερικοί μιλοῦν γιά ἐπιστροφή τοῦ ἁγιάσματος στό Ναό, ἄν δέν χρησιμοποιηθεῖ τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανίων. Αὐτό εἶναι παράδοξο, κι ὅταν λέγεται ἀκόμη καί ἀπό μορφωμένους ἱερεῖς, πού ὑποτίθεται ὅτι ἔχουν μελετήσει τό θέμα καί χειρίζονται μέ ὑπευθυνότητα τά ἁγιαστικά μέσα τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Μέ τόν τρόπο αὐτό «ἀντιστρατεύεται» ἡ πραγματικότητα καί ὁ σκοπός τοῦ ῾Αγιασμοῦ μέ ἀποτέλεσμα πολλοί πιστοί νά στεροῦνται ἀπό τίς πολλές καί χρήσιμες ἰδιότητες τοῦ ἁγιασμένου νεροῦ, πού ὠφελεῖ μέ πολλούς τρόπους τήν πνευματική μας ζωή καί μᾶς βοηθάει νά πολεμήσουμε τίς διαβολικές ἐνέργειες.
῞Οπως ἀναφέραμε, ὁ ῾Αγιασμός πού γίνεται τήν παραμονή καί αὐτός πού γίνεται τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανίων, εἶναι ὁ ἴδιος καί μποροῦμε νά τόν πάρουμε καί νά πιοῦμε νηστικοί κατά τή συνήθεια πού ἐπεκράτησε χωρίς καμιά ἰδιαίτερη νηστεία νωρίτερα.
῾Η νηστεία πού κάνουμε τήν παραμονή τῆς ῾Εορτῆς, δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τή μετάληψη τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ. ῾Η νηστεία τῆς παραμονῆς εἶναι «κατάλοιπο» τῆς προπαρασκευαστικῆς νηστείας περισσοτέρων ἡμερῶν πού γινόταν γιά τόν ἑορτασμό τῶν τριῶν μεγάλων ἑορτῶν πού ἡ ᾿Εκκλησία μας εἶχε τήν 6η ᾿Ιανουαρίου· Γέννηση, Περιτομή καί Βάπτιση τοῦ Κυρίου. ῞Οταν ἡ Γέννηση μεταφέρθηκε νά ἑορτάζεται στίς 25 Δεκεμβρίου ἡ προπαρασκευαστική νηστεία ἔγινε 40 ἡμέρες πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα καί γιά τά Θεοφάνια λόγῳ τοῦ δωδεκαημέρου ἔμεινε μόνο μιά ἡμέρα νηστείας, ἡ παραμονή 5 ᾿Ιανουαρίου.
Πολλοί ἀπό τούς ἀρχαίους κώδικες κάνουν λόγο γιά μετάληψη τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ πρό τοῦ ἀντιδώρου.
῾Η σύγχρονη πράξη τῶν Μονῶν τοῦ ῾Αγίου ῞Ορους, πού κρατοῦν μέ πολλή προσοχή τίς παραδόσεις, ἔχει τήν ἑξῆς σειρά· Θεία Κοινωνία, ᾿Αντίδωρον, ῾Αγιασμός, κόλυβο. ᾿Ακόμη καί γιά λόγους πρακτικούς σήμερα συνιστᾶται πρῶτα νά παίρνουμε τό ἀντίδωρο ἀπό τό χέρι τοῦ Λειτουργοῦ ἱερέα καί στή συνέχεια νά μεταβαίνουμε στόν τόπο πού ὑπάρχει τό ἁγίασμα γιά νά μεταλάβουμε ἀπ’\αὐτό καί νά πάρουμε καί γιά τό σπίτι μας.
῾Ο ῾Αγιασμός, πού καθιερώθηκε νά γίνεται τήν παραμονή καί τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανίων, ὀνομάσθηκε Μεγάλος ῾Αγιασμός σέ σύγκριση μέ τόν ἄλλο ῾Αγιασμό πού γίνεται σέ ὁποιαδήποτε ἡμέρα τοῦ χρόνου καί λέγεται Μικρός ῾Αγιασμός.
῾Η ᾿Εκκλησία πολύ νωρίς βρέθηκε στήν ἀνάγκη νά δημιουργήσει ἑορτές, ἀκολουθίες καί ἄλλες παρόμοιες ἐκδηλώσεις, γιά νά μπορέσει νά «ξεκόψει» κατά κάποιο τρόπο τά εἰδωλολατρικά ἔθιμα ἀπό τή ζωή τῶν πιστῶν της.
῎Ετσι συνέβη καί μέ τή δημιουργία καί καθιέρωση τοῦ Μικροῦ ῾Αγιασμοῦ, γιά τόν ὁποῖο τίποτα δέν γνωρίζουμε, γιά τό πότε ἀκριβῶς «εἰσῆλθε» στή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο Βαλσαμών, πού σχολιάζει τόν ΞΕ´ Κανόνα τῆς ἐν Τρούλῳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρει τά ἑξῆς· «῾Η τῆς νουμηνίας (ἀρχή τοῦ σεληνιακοῦ μηνός) ἑορτή, πρό ἀμνημονεύτων χρόνων, ἐσχόλασε καί ἀντί ταύτης, Θεοῦ χάριτι, ἱλαστήριοι εὐχαί πρός Θεόν καί ἁγιασμοί ἐπ’\᾿Εκκλησίας παρά τοῦ πιστοῦ λαοῦ γίνονται καθ’ ἑκάστην ἀρχιμηνίαν καί ὕδασιν εὐλογία, οὐκ ἀντιλογίας, χριόμεθα».
῾Ο Κ. Καλλίνικος στό βιβλίο του «῾Ο Χριστιανικός Ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῷ» (῎Εκδοσις Β´, 1958, σελ. 581) γράφει σχετικά· «Οἱ μηνιαῖοι ἁγιασμοί δέν εἶναι μέν σύγχρονοι τῶν Χρυσοστόμου, ᾿Επιφανίου, Θεοδωρήτου ἤ καί Σωφρονίου, πλήν δέν εἶναι καί μεταγενέστεροι τοῦ 8ου αἰῶνος, ἐμπεδοθέντες ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ καί ὡς ἀντίμετρον καί ἀντισήκωμα εἰδωλολατρικῶν θαλασσίων ραντισμῶν καί ἁγνισμῶν, καθ’ ὧν ὤφειλεν ὁ Χριστιανισμός διά τοῦ αὐτοῦ ὅπλου νά ἀντεπεξέλθῃ».
Στό σημεῖο αὐτό θεωρεῖται σκόπιμο ν’ ἀναφερθεῖ ὅτι ὑπάρχει μαρτυρία κατά τήν ὁποίαν Μικρός ῾Αγιασμός γινόταν καί στό Παλάτι τῆς Κωνσταντινουπόλεως παρουσίᾳ τῶν Βασιλέων καί γινόταν στήν ἀρχή κάθε μῆνα ἐκτός τοῦ ᾿Ιανουαρίου καί Σεπτεμβρίου, ἐπειδή ἀκολουθοῦσαν οἱ γιορτές τῶν Θεοφανίων καί τῆς ῾Υψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
῎Ετσι ἐξηγεῖται καί ἡ μνημόνευση πού ὑπάρχει στήν εὐχή γιά τούς πιστούς βασιλεῖς καί ἀκόμη τό τροπάριο «Σῶσον Κύριε τόν λαόν Σου... νίκας τοῖς βασιλεύσιν κατά βαρβάρων δωρούμενος» καί ψάλλεται ὅταν «καταδύεται» στό νερό ὁ Τίμιος Σταυρός (Θρησκ. ᾿Εγκυκλ. τόμος Α´, σελ. 142 κ.ἑ.).
῾Η ᾿Ακολουθία τοῦ Μικροῦ ῾Αγιασμοῦ δέν ἔχει καμία σχέση μέ τό βάπτισμα τοῦ Κυρίου, ὅπως εἶναι ἡ ᾿Ακολουθία τοῦ ῾Αγίου Βαπτίσματος, οὔτε γίνεται σέ ἀνάμνηση ἐκείνου, ὅπως εἶναι ἠ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ. ῎Εχει ἕναν ξεχωριστό χαρακτῆρα καί διαφορετικό σκοπό.
Καθαγιάζεται τό νερό γιά νά χρησιμοποιηθεῖ ἀπό τούς πιστούς γιά τόν ἁγιασμό καί τήν ψυχική καί σωματική θεραπεία καί γιά εὐλογία «τῶν οἴκων καί τῶν ἔργων τῶν χειρῶν των», ὅπως χαρακτηριστικά διατυπώνεται στίς αἰτήσεις τῶν εἰρηνικῶν καί στίς εὐχές τῆς ὅλης ἀκολουθίας τοῦ Μικροῦ ῾Αγιασμοῦ (᾿Απαντήσεις εἰς λειτουργικάς ἀπορίας, ᾿Ι. Φουντούλη, σελ. 74).
Εὔκολα τώρα μποροῦμε νά παρατηρήσουμε ὅτι διαφορά στήν οὐσία μεταξύ τοῦ Μεγάλου καί τοῦ Μικροῦ ῾Αγιασμοῦ δέν ὑπάρχει. Διαφέρουν μόνο στό χρόνο πού καθιερώθηκε στή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας, στήν ᾿Ακολουθία καί στίς μέρες πού γίνονται. ῾Ο μεγάλος ἁγιασμός γίνεται στίς ἑορτέςτῶν Θεοφανείων καί ὁ μικρός κάθε πρωτομηνιά καί ὁπότε ἡ ἀνάγκη τῶν πιστῶν τό ζητήσει.
«Μικρός, καθώς νεώτερός του κατά τήν ἡλικίαν καί βραχύτερός του κατά τήν ἔκτασιν. Μικρός διότι ὅ,τι ἐκεῖνος ἐπαγγέλλεται ἐν μεγάλῳ βαθμῷ ἅπαξ τοῦ ῎Ετους, τοῦτο οὗτος ἔρχεται νά ἐκζητήσῃ παρά Θεοῦ εἰς βαθμόν μικρότερον ἐν οἱᾳδήτινι ἡμέρα καί ὥρα τοῦ ἐνιαυτοῦ...» (Κ. Καλλίνικος, σελ. 580).
Καί θά τελειώσω τή μικρή αὐτή μελέτη, περί τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ καί τή χρήση του, μέ τά σχετικά πού γράφει ὁ ἀρχιμανδρίτης-ἱεροκήρυξ Χριστόφορος Καλύβας, στό βιβλίο του «᾿Αδελφικά γράμματα» (ἐκδ. 1962, σελ. 257)·
«῾Ο ῾Αγιασμός εἶναι ῾Αγιασμός, εἴτε δίδεται τήν παραμονή τῶν Φώτων, εἴτε τήν ἴδια ἡμέρα εἴτε γίνεται στό σπίτι. Δέν ἔχει διαφορά ὁ ἁγιασμός ὁ Μικρός ἀπό τόν Μεγάλο. Λέγεται Μικρός ἤ Μεγάλος, ἐπειδή οἱ εὐχές εἶναι μικρότερες ἤ μεγαλύτερες, ἐπειδή παρατείνεται περισσότερο ἤ λιγότερο ἡ σχετική ἀκολουθία. Θεαματικά εἶναι αὐτά. Δέ σημαίνουν οὐσία προκειμένου περί τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ καθαροῦ νεροῦ πού βρίσκεται στή λεκάνη. Μήν κρατοῦμε τό λαό μας στό σκοτάδι, στήν πλάνη. Τό ἁγιασμένο νεράκι τοῦ Μικροῦ ῾Αγιασμοῦ διατηρεῖται χρόνια, ὅπως καί τό νεράκι τοῦ Μεγάλου λεγομένου ῾Αγιασμοῦ».

Συμπέρασμα·

Μποροῦμε στό σπίτι μας νά ἔχουμε ῾Αγιασμό, ἀρκεῖ νά μήν τόν ξεχνοῦμε στό εἰκονοστάσι, ἀλλά νά τόν χρησιμοποιοῦμε κάθε φορά πού παρουσιάζεται ἀνάγκη.

(+) Πρωτ. Μαρίνου Γεωργακοπούλο

http://synodoiporia.blogspot.com/