ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. , Κεφ. Ζ. 11 – 16)
Κυριακή 9η Οκτωβρίου 2011
Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου
«νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι»
Κυριακή 9η Οκτωβρίου 2011
Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου
«νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι»
Ανάμεσα στις πολλές και θαυμαστές ενέργειες που πραγμάτωσε ο Χριστός στον άνθρωπο, κατά τον επίγειο βίο Του, είναι και οι αναστάσεις νεκρών ανθρώπων, όπως του υιού, της εκ της πόλεως Ναΐν, χήρας του σημερινού Ευαγγελίου, της κόρης του Ιαείρου, του φίλου Του Λαζάρου, καθώς και των νεκρών τη στιγμή της σταύρωσής Του, όπου «πολλά σώματα των κεκοιμημένων, μετά την έγερσιν αυτού εισήλθον εις την αγίαν πόλιν και ενεφανίσθησαν πολλοίς» και βεβαίως η Ανάσταση του Ιδίου του εαυτού Του.
Αντικρίζοντας τον υιό της χήρας στην πόλη Ναΐν, κατανοούμε, ότι πρόκειται για ένα μεγάλο μυστήριο, που μας διδάσκει ότι δεν υπάρχουν νεκροί, διότι «ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζώντων». Γι’ αυτό ο Χριστός σήκωσε τον πεθαμένο υιό της χήρας λέγοντάς του: «νεανίσκε, σε σένα μιλώ, σήκω επάνω!». Αντικρίζει το νεκρό σώμα του μονάκριβου υιού της γυναίκας εκείνης και του συμπεριφέρεται, ωσάν να βρισκόταν σε ύπνο.
Δύσκολα αποδέχεται ο σύγχρονος άνθρωπος τούτα τα υπέρλογα, αλλά οντολογικά γεγονότα και δύσκολα, έως καθόλου, τα πιστεύει. Ακούγοντας κανείς για θάνατο αποφεύγει και να τον ονομάσει, γιατί τον φοβάται και τον τρέμει. Δεν κατόρθωσε ο σύγχρονος άνθρωπος να κάνει υπέρβαση του θανάτου, με αποτέλεσμα ούτε για ανάσταση να μπορεί να μιλάει, διότι το όντως φοβερό γεγονός του μυστηρίου του θανάτου είναι υποχρέωση και επιταγή της Εκκλησίας, καθώς και της Θεολογίας, να το διδάσκουν, ώστε να κατορθώσει ο άνθρωπος, να δώσει μια απάντηση στα πιο δύσκολα ερωτήματα της ζωής και του θανάτου, που είναι ζωτικής σημασίας και υπαρξιακού ενδιαφέροντος, γύρω από τα οποία οφείλει να στρέφεται, ακατάπαυστα, ο λόγος και η διδασκαλία των συγχρόνων κληρικών και λαϊκών θεολόγων. Είναι το αυτονόητο καθήκον του κάθε κληρικού ή λαϊκού θεολόγου, διότι ολόκληρη η χριστιανική αλήθεια και η πίστη της Εκκλησίας στηρίζεται στην Ανάσταση του Χριστού, ο οποίος καταπάτησε και εκμηδένισε το θάνατο, (θανάτω θάνατον πατήσας), προσλαμβάνοντας το θάνατο του ανθρώπου, «απαθανατίζων το πρόσλημμα», ως προσφορά αγάπης.
Σε μια εποχή, λοιπόν, όπως η σημερινή, εποχή βαθύτατων υπαρξιακών προκλήσεων, προβληματισμών και αναζητήσεων η θεολογία, ως κατάθεση βιώματος της Εκκλησίας, μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στη λύση τραγικών εμπειριών, όπως είναι ο θάνατος, προσφέροντας στο πόνο της ανθρώπινης ύπαρξης την αναστάσιμη ελπίδα αφού «ο Θεός είναι Αγάπη και η Αγάπη είναι Ζωή.
Είναι γεγονός ότι, ο σύγχρονος άνθρωπος αντιμετωπίζει έντονα και δυσεπίλυτα προβλήματα υπάρξεως. Αντιμετωπίζει καταστάσεις και συνθήκες που δημιουργούν αγωνία, σύγχυση, και αίσθημα αδιεξόδου και απώλειας της προσωπικής ανεξαρτησίας και ζωής. Μερικά από τα προβλήματα αυτά αποτελούν μόνιμο χαρακτηριστικό του ανθρωπίνου βίου, ως διαχρονικά φαινόμενα που με διαφορετικές μορφές εμφανίζονται σταθερά στις διαδοχικές φάσεις της ιστορίας. Μεταξύ άλλων είναι το θέμα του τραγικού γεγονότος του θανάτου και της υπέρβασής του, καθώς και της πέραν αυτού ζωής.
«Βεβαίως, όταν η Εκκλησία μιλά για τον θάνατο, δεν το κάνει για να τρομάξει τους ανθρώπους ή να τους δημιουργήσει πανικό, αλλά για να τους βοηθήσει να τον υπερβούν. Άλλωστε, είναι γνωστόν ότι το πρόβλημα του θανάτου δεν αντιμετωπίζεται εύκολα ούτε είναι ένα απλό γεγονός. Γεννιόμαστε με την φθαρτότητα και την θνητότητα. Με την γέννηση γεννιέται ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, που πρόκειται να πεθάνει. Όλος ο ανθρώπινος βίος είναι μια διαδοχή θανάτων. Οι αρρώστιες και γενικά η φθαρτότητα του σώματος υποδηλώνουν ότι μεταφέρουμε και κουβαλάμε πάνω μας τον θάνατο. Και οι διάφορες άσχημες αντιδράσεις μας ανάγονται στην βίωση του θανάτου. Οπότε, όταν μιλά η Εκκλησία για τα θέματα αυτά βοηθάει αποτελεσματικά τον άνθρωπο. Δεν του σκορπά φόβο και πανικό, αλλά ελπίδα και παρηγοριά, ώστε να μπορεί να χαίρεται τη ζωή», σημειώνει μεταξύ άλλων, ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου, κ. Ιερόθεος.
Συνεπώς, η βεβαιότητα του θανάτου είναι η μόνη βεβαιότητα, που συνέχει ακόμη και σήμερα το είναι του ανθρώπου και ταλανίζει την ύπαρξή του. Το μοιραίο γεγονός του θανάτου παραμένει το μεγάλο και αναπάντητο ερώτημα του ανθρώπου. Ως το κύριο και σημαντικό πρόβλημα του ανθρώπινου είναι, θεωρεί ο π. Γεώργιος Φλορόφσκι το γεγονός ότι, «η πραγματικότητα του θανάτου δεν έχει ακόμη καταργηθεί, έχει όμως αποκαλυφθεί η αδυναμία του».
Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι, «είναι αλήθεια ότι εξακολουθούμε να πεθαίνουμε, όπως και πριν, αλλά δεν παραμένουμε μέσα στο θάνατο, και τούτο σημαίνει πως δεν πεθαίνουμε. Η δύναμις και η απόλυτη αλήθεια του θανάτου είναι το γεγονός, ότι ένας νεκρός δεν έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει στη ζωή, όμως μετά το θάνατο είναι δυνατό να ζωοποιηθεί και, ακόμη περισσότερο, να αποκτήσει μια καλλίτερη ζωή, τότε η νέα του αυτή κατάσταση δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά ύπνος».
Βασικός άξονας γύρω από τον οποίο αναπτύσσονται οι περί θανάτου απόψεις του ιερού Χρυσοστόμου είναι η μελέτη της οντολογίας και των συνεπειών του συγκεκριμένου υπαρκτικού αινίγματος πριν και μετά από τον Χριστό. Σταθερά προσανατολισμένος στις βιβλικές παραδοχές, ο ιερός Χρυσόστομος συνδέει αιτιακά τον θάνατο με την αμαρτία. Είναι η θεία «καταδίκη» που επέσυρε η πτώση και λειτουργεί ως μέσο τιμωρίας για τον άνθρωπο. Ταυτόχρονα όμως ο θάνατος ενσαρκώνει και τον θρίαμβο του διαβόλου και των δυνάμεων του σκότους, που συνοδεύουν έκτοτε την ιστορική, ηθική και υπαρκτική περιπέτεια της ανθρωπότητας.
Ο Χρυσόστομος υπερβαίνει το αδιέξοδο της φαινομενικής αντίφασης εξηγώντας το σωματικό θάνατο, ως θεραπευτική συνέπεια του πνευματικού, ο οποίος προηγήθηκε με την πτώση. Ο πνευματικός θάνατος είναι ο θρίαμβος του κακού και ο σωματικός θάνατος η δίκαιη τιμωρία, καθώς και το εκφραστικό μέσο της θείας φιλανθρωπίας. Αυτός ο
ερμηνευτικός ελιγμός, επιτρέπει στον ιερό Χρυσόστομο, άλλοτε να μαλώνει τον άνθρωπο, για το απαράγραφο χρέος της θνητότητας και άλλοτε να υπερασπίζεται τον θάνατο, ως «αμαρτίας φάρμακο», που ματαιώνει τον πολλαπλασιασμό και τη διαιώνιση του κακού. Από την άποψη αυτή ο θάνατος, σύμφωνα με τον ιερό Πατέρα της Εκκλησίας, «δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η αναίρεση της φθοράς, γιατί ο θάνατος δεν διαλύει απλώς το σώματα, αλλά τη φθορά του». Ο θάνατος πριν από τον Χριστό αποτελούσε το αδιαπέραστο φράγμα ανάμεσα στο ενθάδε και το επέκεινα και ήταν πηγή μόνιμου φόβου και απαρηγόρητου πένθους. Ήταν ο οριστικός θρίαμβος του αφανισμού πάνω σε μια ζωή εύθραυστη και απειλούμενη διαρκώς από την τρομώδη αναμονή του βέβαιου τέλους, το οποίο εξ’ αιτίας της ευεργετικής «μεταβολής», που συντελέστηκε με τον σταυρικό θάνατο και την ανάσταση του Θεανθρώπου, ανέτρεψε τους όρους της ισχύος και της ασθένειας. Ενώ, δηλαδή, ο άνθρωπος της προχριστιανικής εποχής ενσάρκωνε το έσχατο της αδυναμίας απέναντι στον πανίσχυρο θάνατο, ο χριστοποιημένος άνθρωπος παρουσιάζεται πανίσχυρος ενώπιον του εξουθενωμένου και ευτελισμένου πλέον θανάτου.
Όμως η ανάσταση του Χριστού κατεδαφίζει την αγωνία και το φόβο του θανάτου, μεταμορφώνοντας την έσχατη εμπειρία του ανθρώπου από απειλή αφανισμού σε ένα πολύτιμο πέρασμα προς την αιωνιότητα, την αφθαρσία και τη θέα του Θεού. Έτσι, ο χριστιανικός θάνατος θεωρείται πλέον, ως «ανάπαυση και απαλλαγή» από τις ακούσιες ταλαιπωρίες της παρούσας ζωής αλλά και ως «αμοιβή» και «στέφανος» για τους εκούσιους ασκητικούς κόπους ως μια κατάργηση ή υπέρβαση του θανάτου.
Συνεπώς, ενώ το κράτος του θανάτου, πριν από τον Χριστό, στηριζόταν σε έναν βαθύρριζο φόβο, τον οποίο ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύει και δικαιολογεί ως αδυναμία της ανθρώπινης φύσης, η βιωματική οικείωση των ευεργεσιών της εν Χριστώ εξουδετέρωσης του θανάτου απαιτεί και την ενεργό συμμετοχή του ανθρώπου: Είναι άσκηση ελευθερίας, κατόρθωμα της «προαιρέσεως», δηλαδή προϊόν της πίστης και της ελπίδας του ανθρώπου στην ανάσταση. Όπως είναι φυσικό, η αταλάντευτη πίστη του χριστιανού στην ανάσταση εκφράζεται στην νηφάλια και αδιαμαρτύρητη αποδοχή του θανάτου και στην εκούσια προσφορά της ζωής του, για χάρη της αγάπης του Χριστού.
Η τραγωδία του ανθρώπου διακόπτεται και ο ίδιος λυτρώνεται από το θάνατο, όχι μέσα σε μια ένωση με γήινα χαρακτηριστικά και κτιστές διαστάσεις, αλλά μέσα στην ενότητα με το πρόσωπο του Χριστού. Μέσα σε μια τέτοια κοινωνία κτιστού, που είναι ο άνθρωπος, και άκτιστου, που είναι ο Θεάνθρωπος, «η ανάγκη και ο θάνατος παύουν να είναι οριακά σημεία, γιατί παίρνουν μια νέα θέση μέσα στο κόσμο. Αναγκαστικά χάνουν την εχθρική τους έννοια, γιατί προσλαμβάνουν μια λειτουργικότητα υπηρετική του θείου σχεδίου. Έτσι, ο εν Χριστώ άνθρωπος χωρίς να διαφεύγει στην επίγεια ζωή του την ανάγκη και το θάνατο γεύεται κιόλας τη σωτηρία, γιατί υπερνικά την τραγική του μοίρα και κυριαρχεί πάνω σ’ αυτή όχι αποφεύγοντάς την, αλλά δίνοντας σ’ αυτήν ένα νέο νόημα».
Μόνο ο άκτιστος Θεός παρέχει την αθανασία και σώζει τον άνθρωπο από το θάνατο. Η υπέρβαση του θανάτου απαιτεί πλήρη σύζευξη του κτιστού με το άκτιστο. Η ιδιαιτερότητα και το σωτηριολογικό περιεχόμενο της ένωσης αυτής, έγκειται στο γεγονός ότι, προσφέρει τη δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο να μεθέξει προσωπικά στην Ανάσταση του Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός κατάργησε τον έσχατο εχθρό της ανθρώπινης ύπαρξης και έγινε έτσι η απαρχή της ζωής που υπερβαίνει το θάνατο. Η παρουσία του Θεού πληροί τα πάντα. Σε καμία περίπτωση το κτιστό δεν μπορεί να ζήσει έξω από την αμεσότητα με το άκτιστο. Τίποτα δεν σώζει παρά μόνον ο Θεός.
Κατόπιν όλων αυτών ο πιστός έχει την πεποίθηση ότι «ο Χριστός με το να ενώσει κτιστό και άκτιστο ασυγχύτως και αδιαιρέτως νίκησε το θάνατο με μια νίκη που δεν είναι ένα αναγκαστικό για την ύπαρξη γεγονός, αλλά μια δυνατότητα που κερδίζεται μόνο με την ελευθερία και την αγάπη. Η νίκη αυτή πραγματοποιήθηκε στην Ανάστασή Του, χωρίς την οποία δεν μπορεί να γίνει λόγος για σωτηρία, αφού ο θάνατος είναι το πρόβλημα της κτιστότητας. «Ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών», λέγει ο Παύλος. Ο Χριστός είναι σωτήρας του κόσμου, όχι γιατί θυσιάστηκε στο Σταυρό εξαλείφοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις αμαρτίες του κόσμου, αλλά γιατί ανέστη εκ νεκρών «θανάτω θάνατον πατήσας». Η Ανάσταση, λοιπόν, του Χριστού έγινε δυνατή χάρη στην ένωση «αδιαιρέτως», αλλά και «ασυγχύτως» του κτιστού με το άκτιστο, δηλαδή χάρη στην αγάπη, που κάνει το κτιστό και το άκτιστο να υπερβαίνουν τα όριά τους και να ενώνονται «αδιαιρέτως», και χάρη στην ελευθερία, που κάνει το κτιστό και το άκτιστο να μη χάνουν την ετερότητά τους με την υπέρβαση των ορίων τους στην ένωση αυτή, αλλά αντίθετα, να εξασφαλίζουν την ετερότητα αυτή, διατηρώντας έτσι τη διαλεκτική σχέση τους.
Ο κόσμος είναι τόσο κτιστός, ώστε να μη μπορεί να ζήσει μόνος του, αλλά και τόσο αγαπητός από το Θεό, ώστε να πρέπει να ζήσει. Ο θάνατος, ο «έσχατος εχθρός» της υπάρξεως, πρέπει να υπερνικηθεί. Αυτό επιτυγχάνεται με το θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού, που και τα δύο, ως ιστορική πραγματικότητα, αποτελούν το κέντρο της ζωής του κάθε πιστού. Ο θρίαμβος της αγάπης του Χριστού, κινείται γύρω από τον άξονα της διαλεκτικής σχέσης κτιστού και ακτίστου. Το ανθρωπολογικό και δυναμικό νόημα αυτής της σχέσης φανερώνεται στην υπέρβαση της τραγικότητας του θανάτου και στην εξάλειψη κάθε κινδύνου, για αφανισμό του ανθρωπίνου προσώπου.
Η αγαπητική ένωση ανθρώπου και Θεού στο πρόσωπο του Χριστού σώζει από το θάνατο. Μόνο μέσα σ’ αυτή τη σχέση καταφάσκεται η ανθρώπινη ύπαρξη και υπερβαίνεται η κτιστότητα της φύσεως του ανθρώπου. Κι αυτό γιατί η ένωση αυτή οδηγεί σε μία ταύτιση: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός»
Με τον τρόπο αυτό της προσωπικής υπάρξεως, η σωτηρία είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα, γιατί διατελεί μέσα στην αγάπη του Θεού. Τότε όμως η ζωή του ανθρώπου ξεπερνά τη φθορά και το θάνατο και γίνεται αιώνια, αφού και «η ζωή του Θεού είναι αιωνία, διότι είναι προσωπική, δηλαδή, πραγματώνεται ως έκφραση ελευθέρας κοινωνίας, ως αγάπη. Ζωή και αγάπη ταυτίζονται και γίνονται πρόσωπο, το οποίο δεν αποθνήσκει, διότι αγαπάται και αγαπά. Έξω από την κοινωνία της αγάπης το πρόσωπο χάνει τη μοναδικότητά του, γίνεται ένα ον όπως και τα άλλα, ένα «πράγμα», χωρίς «ταυτότητα» και «όνομα», χωρίς πρόσωπον. Θάνατος δια το πρόσωπον σημαίνει το να παύσει να αγαπάται και να αγαπά, να παύσει να είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο, ενώ ζωή δια το πρόσωπον σημαίνει την επιβίωση της μοναδικότητας της υποστάσεώς του, την οποίαν βεβαιώνει και συντηρεί η αγάπη». Έτσι, η αγάπη ελευθερώνει τον άνθρωπο, ως πρόσωπο, από τη φθορά και το θάνατο. Ο άνθρωπος με την αγάπη υπερβαίνει την κτιστότητά του, αφού η κτιστή του φύση γίνεται ένα με την άκτιστη φύση του Τριαδικού Θεού, που είναι αγάπη και μάλιστα απεριόριστη. Κάθε άνθρωπος καλείται να πραγματώσει αυτό τον τρόπο ύπαρξης μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, που «είναι σε τελευταία ανάλυση τρόπος υπάρξεως, επειδή ακριβώς είναι το Μυστήριο της Αγάπης, το Μυστήριο στο οποίο βιώνουμε θετικά την ελευθερία μας από τα πάθη».
Με άλλα λόγια, η αγάπη του ανθρώπου πρέπει να είναι γνήσια και αυτό σίγουρα δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά δεν είναι και δύσκολο κατόρθωμα. Είναι μια μαθητεία και άσκηση, δια βίου, στο χώρο της προσωπικής ύπαρξης. Για τους χριστιανούς το διαρκές και επαναλαμβανόμενο γεγονός του θανάτου στη ζωή τους αποτελεί υπόμνηση της αγάπης. Μιας αγάπης, σε μια οριζόντια και κάθετη σχέση με τους άλλους και με το Θεό, που είναι απαραίτητη για μια ουσιαστική και οντολογική θεμελίωση της προσωπικότητας του ανθρώπου και της κοινωνικότητας της Εκκλησίας.
Κι αυτό γιατί η «αγάπη παραπέμπει σε σημαινόμενη εμπειρική δυναμική, που βιώνεται και στην επίγεια βιωτή, ως πάντοτε ατέλεστος τελειότης, αλλά και στη μετά το θάνατο ζωή, που δεν καταργείται. Δεν εκπίπτει με την ενηλικίωση της εισόδου στον «χώρο του ακτίστου». Η ζωή συνεχίζεται και μετά το θάνατο. Η πίστη στην αθανασία αποτελεί μια κλασική απάντηση στο υπαρξιακό ερώτημα του ανθρώπου για το θάνατο, εάν δηλαδή, αποτελεί το οριστικό τέρμα της ζωής ή μήπως πρό¬κειται μόνο για ένα σταθμό, κάποιο σύντομο διάλειμμα και μια πρόσκαιρη διακοπή του φαινομένου της ζωής. Η αθανασία υπο¬στηρίζει τη δεύτερη εκδοχή παρομοιάζοντας το θάνατο με τον ύπνο, όπου ο θάνατος εκλαμβάνεται σαν «μεγάλος ύπνος» και ο ύπνος ως «μικρός θάνατος». Κύ¬ρια συστατικά στοιχεία της πίστης στην αθανασία της ψυχής είναι η συνέχιση της ζωής μετά θάνατο, ο αποχωρισμός της ψυχής από το σώμα κατά την τελευτή του άνθρωπου, η επανένωση τους στο μεταθανάτιο υπερπέραν, η επουράνια κρίση των επίγειων έργων μας και η συνακόλουθη ανταμοιβή, ως παράδεισος, ή τιμωρία, ως κόλαση.
Ο χριστιανισμός αποδέχεται λοιπόν την αθανασία, την τροπο¬ποιεί όμως ριζικά και επιφυλάσσεται έντονα, έχοντας σαν πρώτι¬στη οντολογική προϋπόθεση τη σωματική ανάσταση των νεκρών, υπό το πρίσμα της οποίας βλέπει την αθανασία του ανθρώπου. Η ανατολική ορθόδοξη θεολογία στον πατερικό της κορμό έχει διατηρήσει τη διαλεκτική ισορροπία μεταξύ των δύο παραπάνω θέ¬σεων με το να διακρίνει, χωρίς να διασπά, και να συνδέει, δίχως να ταυτίζει την ανάσταση προς την αθανασία, δίνοντας το πρωτείο στην πρώτη και αποδεχόμενη την τελευταία υπό τον όρο της πρώ¬της. «Οι χριστιανοί δεν δεσμεύονται από καμιά φιλοσοφική διδα¬σκαλία περί αθανασίας. Αλλά δεσμεύονται από την πίστη στην κα¬θολική ανάσταση. Μια «αθανασία ασωμάτων ψυχών» δεν θα έλυ¬νε το ανθρώπινο πρόβλημα. Οι χριστιανοί προσδοκούν κάτι μεγα¬λύτερο από μια «φυσική αθανασία», λαχταρούν μια αιώνια κοινω¬νία με το Θεό, μια θέωση κατά χάρη».
Ο άνθρωπος δεν έχει σώμα, αλλά είναι σώμα και ψυχή. Τόσο στην Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη), όσο και στους Πατέρες της Εκκλησίας τονίζονται, όχι μόνο η ψυχοσωματι¬κή ενότητα του ανθρώπου, αλλά επιπλέον, η καταξίωση της σωμα¬τικής οντότητας της ανθρώπινης υπόστασης. Το σώμα δεν είναι κάτι το δευτερεύον, το οποίο δήθεν προστίθεται στην ψυχή, για να απαρτισθεί τελικά ο άνθρωπος. Αντίθετα, το σώμα ανήκει στο «είναι» του ανθρώπου και δεν αποτελεί το «έχειν» του. Άλλωστε ο Θεός πρώτα έλαβε «χουν από της γης» κι ύστερα «ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής», και τελικά «εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γενέσ. 2,7), σύμφωνα πάντα με τα βιβλικά δεδομένα της Δημιουργίας. Προηγείται, λοιπόν, το ενυλοσωματικό στοιχείο και ακολουθεί το αυλοψυχικό, για να συναποτελέσουν τη λειτουργική ενότητα, που λέγεται άνθρωπος.
Συνεπώς, η αγιότητα του ανθρώπου είναι σωματική υπόθεση και η σωτηρία του εξαρ¬τάται και από το σώμα. Η ασκητική ηθική είναι σωματικό γύμνασμα της ψυχής, ενώ η θνητότητα του άνθρωπου είναι σωματικό γεγο¬νός, γι’ αυτό ισχύει η πίστη στην ανάσταση των νεκρών, αντί της θεωρίας για την αθανασία της ψυχής, όπως επίσης αυτός είναι ό λόγος συγκεκριμένων νεκρικών δρωμένων, όπως η ταφή των νε¬κρών, αντί για την καύση τους, η τέλεση μνημοσυνών και η τιμητική προσκύνηση των λειψάνων των αγίων της Εκκλησίας. Το σώμα είναι ο απαράβατος όρος για τη σωτηρία του ανθρώπου. Χωρίς σώμα δεν αγιάζει ο άν¬θρωπος. Ούτε καν αρκεί ο εξαγιασμός της ψυχής, αλλά οπωσ¬δήποτε απαιτείται ο καθαγιασμός του σώματος. Ας θυμηθούμε την καθοδηγητική αρχή της βιβλικής αφε¬τηρίας, ότι «τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. 17, 21). Αυτό σημαίνει ότι η αμαρτωλότητα και η αγιότητα, αυτά τα δύο όρια της ηθικότητας, είναι καταστάσεις ψυ¬χοσωματικής υφής. Η σωτηρία, λοιπόν, του άνθρωπου αρχίζει από το σώμα, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό ούτε σταματά εκεί. Προχωρεί, ολοκληρώνεται και τελειώνεται στην ψυχή του. Όμως, περιλαμβάνει και το σώμα και αρχίζει μάλιστα από αυτό. Μπορεί το τέρμα της σωτηρίας να είναι η ψυχή, αλλά οπωσδήποτε η αφετηρία της, είναι το σώμα.
Σύμφωνα με τον αββά Ποιμένα «ημείς ουκ εδιδάχθημεν σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι». Στόχος της ασκητικής δεν είναι η καταπολέμηση του σώματος, αλλά η υπερνί¬κηση των παθών. Άλλωστε τα πάθη είναι ψυχοσωματικά, όπως ο άνθρωπος. Κάθε πάθος βλάπτει εξίσου την ψυχή και το σώμα. Μπορεί το σώμα να είναι φορέας του πάθους, αλλά και η ψυχή είναι όχημα του πάθους. Όμως, το σώμα δεν είναι ο μοναδικός, ούτε ο αποκλειστικός φορέας του πάθους. Επιπλέον το σώμα δεν είναι το αίτιο του πάθους, ούτε καν η πηγή της αμαρτίας. Το σώμα είναι συναθλητής της αρετής κι η ψυχή παραμένει βέβαια ο πρωταθλητής. Δεν υπάρχει σωτηρία του ανθρώπου έξω και πέρα από το σώμα. Η κλίμακα που οδηγεί τον άνθρωπο, από τη γη στον ουρανό, είναι το ίδιο του το σώμα. Μαζί με αυτό αμαρτάνει και μαζί με αυτό αγιάζει, ανέρχεται και κατέρχεται, υπάρχει ή δεν υπάρχει για την ασκητική ηθική της Ορθοδοξίας.
Όχι μόνο στα λεγόμενα, αλλά και στα δρώμενα της Ορθοδοξίας, διαπιστώνουμε την καταξίωση του ανθρωπίνου σώματος. Και μάλιστα στα νεκρι¬κά δρώμενα, τα οποία επιβιώνουν στο λαό, που διακρίνονται για τη δια¬χρονικότητα τους και σφραγίζουν τη λαϊκή ευσέβεια. Η τιμητική προσκύνηση των λειψάνων των αγίων της Εκ¬κλησίας (του Αγίου Σπυρίδωνος, του αγίου Γερασίμου, του αγίου Διονυσίου, της αγίας Θεοδώρας της Αυγούστας κ.ά.), αποδεικνύει την κατάφαση του σώματος και διασώζει την πίστη της Ορθοδοξίας στη σωματικότητα του ανθρώπου. Στην αγιότητα σημειώνονται η αφθαρτοποίηση της ύλης και η αθανάτωση του σώματος. Η ύλη διασώζεται από τη φθορά. Κάθε κτιστό ον χαρακτηρίζεται από τη φθορά. Έτσι και το σώμα, όπως άλλωστε κι η ψυχή, είναι κτιστά όντα, άρα και φθαρτά, γεν¬νιούνται και πεθαίνουν, έχουν αρχή και τέλος. Μόνο ο Θεός είναι άκτιστος και αγέννητος. Όλα τα άλλα είναι κτιστά, δηλαδή, φθαρτά, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Μόνο στον άγιο, κατά μίμηση του άκτιστου Θεού, ενεργείται η αφθαρσία της ύλης. Ο Θεός είναι άφθαρτος, ως άκτιστος. Ο άγιος άνθρωπος γίνεται άφθαρτος, παρότι κτιστός, αλλά χάρη στο Θεό και στην άσκηση.
Η αγιότητα είναι η πραγμάτωση του «καθ’ ομοίωσιν». Ο άγιος «ομοιώνεται» στο Θεό και παρά το γεγονός ότι, οντολογικά συνεχίζει πάντα να διαφέρει από το Θεό, ωστόσο, ενεργεί σαν το Θεό. Μιμείται προσωπι¬κά και δημιουργικά την τριαδική ζωή της αγαπητικής ελευθερίας και της απελευθερωτικής αγάπης στην κοινωνία των προσώπων. Έτσι λοιπόν με την αγιότητα αφθαρτίζεται το σώμα. Ενώ, με την ανάσταση των νεκρών συμβαίνει η επανένωση της ψυχής με το σώμα και πραγματώνεται η μετάβαση από τη σχάση του θανάτου στη σχέση της ζωής. Στην ανάσταση συνδέονται, εκ νέου, η ψυχή με το σώμα, που είχαν χωρισθεί στην τελευτή του ανθρώπου. Ανάσταση είναι η υπέρβαση της σχάσης στη σχέση, η μετάβαση από το θάνατο στη ζωή, από την ακοινώνητη οντότητα στην κοινωνημένη ύπαρξη. Αφού λοιπόν στην ανάσταση επανασυνδέεται η ψυχή με το σώμα, τότε δεν νοείται ανάσταση νεκρών, χωρίς την ανάσταση των σωμάτων. Χωρίς σώμα δεν υπάρχει ανάσταση. Δί¬χως ανάσταση δεν νοείται το σώμα. Η καταξίωση του σώματος είναι απαράβατος όρος για την πίστη στην ανάσταση των νεκρών.
Έτσι φεύγουν από τον κόσμο αυτόν οι άγιοι, αυτοί, δηλαδή, που έχουν παρρησία στο Θεό. Φεύγουν με την ελπίδα της αναστάσεως, με την βεβαιότητα ότι θα συναντήσουν τον εράσμιο Νυμφίο. Η ώρα της κοιμήσεως κρύβει ένα μυστήριο, γι’ αυτό και η ένταση τότε είναι μεγάλη. Επικρατούν ανάμεικτα αισθήματα. Μετάνοια, προσευχή, φόβος, ελπίδα, αναμονή συναντήσεως. Μακάριοι, όσοι έζησαν με την βίωση της μνήμης του θανάτου. Μακάριοι, όσοι αισθάνθηκαν τον εγκάρδιο πόθο και έρωτα προς τον Νυμφίο Χριστό. Μακάριοι, όσοι πληροφορήθηκαν και γνώρισαν καλά ότι είναι άνθρωποι «άλλου αιώνος», άλλης πατρίδας, άλλου πολιτεύματος. Μακάριοι, όσοι ελκύσθηκαν από τον ερωμένο και τον εραστή. Μακάριοι, όσοι υπερέβησαν τον θάνατο από τη ζωή αυτή. Μακάριοι, όσοι κοιμήθηκαν με την ελπίδα της αναστάσεως. Μακάριοι, όσοι έφυγαν από τον κόσμο αυτόν, ομολογούντες «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών». Μακάριοι, όσοι μπορούν να επαναλάβουν το ψαλμικό: «εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω». Μακάριοι, όσοι έζησαν, ως νεκροί για την αμαρτία, και όσοι πέθαναν αναστημένοι από την αμαρτία. Μακάριοι, όσοι εξέρχονται από τον κόσμο αυτόν με την βεβαιότητα, ότι πορεύονται στους πατέρας, στον λαό του Θεού.
Ο αείμνηστος Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Essex π. Σωφρόνιος σε μια προσευχή, που συνέταξε, μεταξύ των άλλων συμπεριλάμβανε και δύο αιτήματα: α) να παρατείνει ο Θεός τις ημέρες της ζωής του, έως ότου προσφέρει σε Αυτόν μετάνοια αληθινή και β) όταν θα αποφασίσει ο Θεός να τον παραλάβει να του προγνωρίσει το τέλος, ώστε να προετοιμασθεί, για την συνάντησή Του.
Επειδή εμάς δεν θα μας συναντήσει ο Χριστός, ενώ θα μας πηγαίνουν προς την ταφή μας, όπως συνάντησε τον νεκρό υιό της χήρας της Ναΐν, ας τον ικετεύουμε με την παρακάτω προσευχή του γέροντα Σωφρονίου: «Χάρισαί μοι, Κύριε, του γνώναι την αλήθειάν Σου, προ του απελθείν με, εκ της ζωής ταύτης. Παράτεινον τας ημέρας μου, έως αν προσφέρω Σοι μετάνοιαν αληθινήν. Μη αναγάγης με, εν ημίσει ημερών μου και όταν ευδοκήσης θείναι πέρας τη ζωή μου. Προγνώρισόν μοι τον θάνατόν μου, ίνα η ψυχή μου ετοιμασθή, προς συνάντησίν Σου. Εν εκείνη τη ημέρα τη μεγάλη και ιερά δι’ εμέ, γενού μετ’ εμού Κύριε, και απόδος μοι την αγαλλίασιν του Σωτηρίου Σου. Καθάρισόν με από παντός αμαρτήματος φανερού ή κρυφίου, από πάσης ανομίας κεκρυμμένης εν εμοί, και αξίωσόν με προσφέρειν Σοι καλήν απολογίαν ενώπιον του φοβερού Βήματός Σου». Αμήν.