Με ένα
ποίημα θα ξεκινήσουμε σήμερα αδελφοί μου, προσπαθώντας να μπούμε στο νόημα της
σημερινής Ευαγγελικής περικοπής. Ένα πασίγνωστο ποίημα του διάσημου ποιητή μας
Γιώργου Σεφέρη. Έχει τον τίτλο ΑΡΝΗΣΗ και μας λέει σε μια του στροφή: :
«Με
τί καρδιά και τί πνοή, / τί πόθους και τί πάθος,
πήραμε
τη ζωή μας». / «λάθος» / «κι αλλάξαμε ζωή».
Τι
μας λέει λοιπόν εδώ;
Μας
λέει πως ξεκινήσαμε τι ζωή μας με όλη μας τι καρδιά, με όλο μας το είναι. Με
πόθους, με πάθος, με όρεξη. Με όλες τις κατάλληλες και ευνοϊκές συνθήκες για
προκοπή και επιτυχία. Ξεκινήσαμε για να πάμε μπροστά και να πετύχουμε!
Λοιπόν;
Λάθος.
Λάθος οι προβλέψεις μας, λάθος οι κινήσεις μας, λάθος και τα αποτελέσματα.
Πήραμε
τι ζωή μας λάθος και αλλάξαμε ζωή. Καταλήξαμε σε αποτελέσματα αντίθετα από τα
αναμενόμενα. Ζητούσαμε τη δυνατόν καλύτερη και ευτυχέστερη ζωή και δρέψαμε
αποκαΐδια.
Και
έρχεται η σημερινή εξ’ ίσου διάσημη μα
και επικαιρότατη Ευαγγελική περικοπή, η του «Άφρονος πλουσίου να τα καταδείξει
όλα αυτά και διά του αψευδεστάτου στόματος του Ιησού.
Ήτανε, μας
λέει, ένα πλούσιος πού έτρωγε και. Ένας
πλούσιος που δε νοιαζόταν για κανέναν και για τίποτε πέρα από τον εαυτό του. Μα
τη πάτησε αυτός ο άνθρωπος. Ήρθε η ώρα για να αφήσει πίσω και πλούτη και
παλάτια. Πως την πάτησε; Απ’ τα παλάτια βρέθηκε σε τόπο που ούτε καν σκέφτηκε
πως υπάρχει..
«Ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα· Και
διελογίζετο εν εαυτώ λέγων τι ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου;»
Πρόκειται για κάποιον, που περνάει ώρες έντονης
αγωνίας.
Θα λέγαμε, με τα σημερινά δεδομένα, αν δε
γνωρίζαμε την όλη υπόθεση, πως είναι κάποιος άστεγος, κάποιος άνεργος, κάποιος
πολύτεκνος, κάποιος υπερήλικας, άρρωστος, εγκαταλελειμμένος….
Όμως τίποτε απ’ αυτά δεν συμβαίνει. Αντίθετα
μάλιστα: Είναι πλούσιος τσιφλικάς.
«Πόθεν έσχε» τα πλούτη και τα τσιφλίκια του;
Με αδικίες, κλοπές, ληστείες, τοκογλυφίες. Ο
Κύριος γνωρίζει…
Και βρήκε επιτέλους λύση ο
άνθρωπος στο πρόβλημα του.
«Τούτο ποιήσω· καθελώ μου τας αποθήκας και
μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου,
Και ερώ τη ψυχή μου· ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου,
φάγε, πίε, ευφραίνου».
Βασανίστηκε,
έστυψε το μυαλό του, νύχτες ολόκληρες έμεινε άγρυπνος. Και τώρα, μετά από τόσους
υπολογισμούς, αναστεναγμός ανακούφισης. «Αυτό θα κάνω, θα γκρεμίσω τις αποθήκες
μου και θα κτίσω πολύ πιο μεγάλες. Θα συγκεντρώσω εκεί μέσα όλα τα αγαθά μου,
και θα ζω ξένοιαστα και χαρούμενα. Θα έχω να τρώω και να πίνω. Δε θα με νοιάζει
πλέον, ούτε και θα στεναχωριέμαι για τίποτα».
Το
λάθος, για το οποί μιλήσαμε προηγουμένως.
Έδωσε
καρδιά ο άνθρωπος αυτός, έδωσε, πνοή, πόθους, πάθος, στους λογαριασμούς του.. Μα
έκανε
λάθος λογαριασμούς. Λογάριαζε τα πλούτη του, τα έβρισκε αρκετά, πολύ αρκετά,
και έμενε με τη σιγουριά μιας μακάριας ζωής. Μιας ζωής χωρίς πόνο και δάκρυα,
χωρίς απολύτως καμιά ενόχληση. Αλλά και χωρίς να νοιάζονται για κανέναν και για
τίποτε.
Αλλά
έρχεται κάποιος αστάθμητος παράγοντας.
Η φωνή της
αλήθειας. Της μόνης αλήθειας.
Έρχεται
για να καταδείξει το λάθος και να τον προσγειώσει στη θλιβερή πραγματικότητα.
«Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου
απαιτούσιν από σου· α δ’· ητοίμασας τίνι έσται;»
Την ίδια στιγμή που πίστεψε πως βρήκε την
λύση, όλα γκρεμίζονται! Η φωνή του Θεού, η αδυσώπητη φωνή της αλήθειας, τον
προσγειώνει στην πραγματικότητα. «Άφρονα, άμυαλε, ανόητε τούτη τη νύκτα, απόψε,
θα πεθάνεις. Αυτά που ετοίμασες τι θα τα κάνεις;»
Αδελφοί
μου!
Ο άφρονας πλούσιος της
σημερινής Ευαγγελικής περικοπής, οι ανόητοι πλούσιοι όλων των εποχών,, που
τρώνε και πίνουν και ντύνονται και κανέναν δεν λογαριάζουν, είναι τύποι που δεν
μας έλειψαν ποτέ. Είναι τύποι πολύ συνηθισμένοι και στα χρόνια μας! Μπορεί να
είμαστε κι εμείς, στα μέτρα των δυνατοτήτων μας, εμείς που περιορίζουμε τα
όνειρα και τις προσδοκίες μας, στο τι θα φάμεε και στο τι θα πιούμε, στο πως θα
εξαπατήσουμε τον άλλον και θα τον έχουνε στη δούλεψή μας κοψοχρονιά, στο πως θα
κερδίσουμε περισσότερα… Είμαστε εμείς που ούτε καν σκεπτόμαστε πως τα χρόνια
μας είναι λίγα, και δεν ενδιαφερόμαστε για τίποτε περισσότερο απ’ την
καλοπέρασή μας.
Λάθος. Για
τούτο και τελικά αλλάξαμε ζωή.
Αδελφοί
μου!
«Οι μορφές του κακού έχουν ένα κοινό παρανομαστή: την
ιδιοτέλεια. Το «κοιτάζω τη δουλίτσα μου, το συμφέρον μου, τα λεφτουδάκια μου».
Και η ιδιοτέλεια τρέφεται από το φόβο του θανάτου. Και ο φόβος του θανάτου
μεγεθύνεται από την απουσία της ζωτικής σχέσης με τον Θεό. Έξω από τη σχέση
αυτή ο άνθρωπος γαντζώνεται από την καθημερινή αμεσότητα, την κατοχή υλικών
πραγμάτων, την επιβεβαίωση μέσα από την άσκηση όποιας μορφής βίας και εξουσίας,
βάρβαρης ή εκλεπτυσμένης, δεν έχει σημασία. Η άντληση της ζωής από τον εαυτό
μας δεν μπορεί παρά να μας οδηγήσει σε υπαρξιακό άγχος και πανικό, αφού αυτή η
ζωή είναι τόσο περιορισμένη και εύθραυστη. Κι όσο μεγαλώνει αυτός ο πανικός,
τόσο αυξάνει η άμυνα απέναντι σε ό,τι και όποιον μας πλησιάζει. Το αποτέλεσμα
είναι ρήξη, βραχυκύκλωμα, σκότωση, μια πραγματική κρίση λειτουργίας της
προσωπικής ύπαρξης». (Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανού, ιερομ).
Να σημειώσουμε όμως και τούτο.
«Βεβαίως το κακό παίρνει / και / κοινωνικές μορφές που
εισβάλλουν στη ζωή μας. Σήμερα μάλιστα το κακό μεταλλάσσεται συνεχώς, υποδύεται
τα πιο αγαθά προσωπεία. Μπορεί να είναι η ίδια η κυβέρνηση, ο διεθνής
οργανισμός, ένας ευαίσθητος σωτήρας. Βλέπετε, τα πιο κραυγαλέα ψέματα
εκτοξεύονται από τους ίδιους τους ψηφισμένους ταγούς, και οι χειρότεροι
φασισμοί χτίζονται πάνω στην επίφαση της κοινωνικής μέριμνας. Αυτό το κακό
έρχεται να επηρεάσει τη ζωή μας. Πόσο μπορεί να την επηρεάσει; Ο ιερομάρτυρας
Κοσμάς ο Αιτωλός σε εποχές δεινές και μαύρες φώναζε: «όλα να σας τα πάρουν, τον
Χριστό και την ψυχή σας δεν μπορούν να τα πειράξουν». Βεβαίως, ο Χριστός δεν
δίνει συνταγές ανθόσπαρτου βίου. Δίνει σταυρό και ανάσταση. Είναι ο ίδιος το
μέγα πάθος και ο μέγας πόθος, μέσα στον οποίο θεραπεύεται το μέγα τραύμα, ο
άνθρωπος.» (Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανού, ιερομ).
Νάτο λοιπόν το λάθος μας το μεγάλο.
Κινηθήκαμε και συνεχίζουμε να κινούμαστε σε λαθεμένους δρόμους. Το
είδωλο του επαγγελματικά επιτυχημένου, του κοινωνικά αναγνωρισμένου, του
καριερίστα, του πλούσιου, του τεχνοκράτη, το είδωλο ενός Θεού-εαυτού. Η
προτεραιότητά μας, ή αν θέλετε, το όνειρό μας, ήταν (και είναι;) μια θεσούλα
στις βασιλείες του κόσμου τούτου.
Και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Φτάσαμε να μιλάμε καθημερινά για κρίση και να μην μπορούμε πλέον
να μιλήσουμε με καμιά βεβαιότητα για το αύριο.
Πιστέψαμε
στα
τραγούδια των σειρήνων, δε βουλώσαμε τα αφτιά μας στα ψέματά τους και απλώσαμε
τα πόδια μας πιότερο απ΄ το πάπλωμα μας. Και έρχονται οι οικονομικοί
δικτατορίσκοι να μας λένε με τον πιο μακάβριο τρόπο, πως
είμαστε πλέον τελειωμένοι…
Λάθος
λοιπόν. Και το τονίσαμε και παραπάνω. Η προτεραιότητά μας, ή αν θέλετε, το
όνειρό μας, μια θεσούλα στις βασιλείες του κόσμου τούτου. Θυμηθείτε όμως τί
είπε ο σατανάς στον Χριστό στην έρημο: «Θα σου δώσω τις βασιλείες του κόσμου
τούτου, αν πέσεις και με προσκυνήσεις». Και ο Ιησούς απάντησε: «τον Κύριό σου
θα προσκυνήσεις και θα λατρέψεις». Δεν συνεχίζεται ο ίδιος πειρασμός στην
ιστορία; Άραγε μιμηθήκαμε τον Χριστό; Το λάθος, όταν συνειδητοποιείται, μας
χτυπά την καμπάνα για εγρήγορση. Θα καθόμαστε γονατιστοί και θα προσκυνάμε τους
ηγεμονίσκους που αλωνίζουν στη χώρα μας και ζητάνε την κεφαλή μας επί πίνακι;
Όσο κι αν οι Κυβερνήσεις ξεδιάντροπα ξεπουλάνε τις χώρες τους, εμείς ας μη ξεπουλήσουμε τη ψυχή μας, τη τιμή
μας, το τόπο μας, την υπόληψή μας!.