Ένα από τα πιο προσφιλή θεάματα κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας ήταν και αυτό της μονομαχίας. Ρωμαλέοι κατά κανόνα άντρες μονομαχούσαν - πολλές φορές μέχρι ο ένας να θανατωθεί από τον άλλο - στο κέντρο των σταδίων, ενώ ο φανατισμένος όχλος τους παρότρυνε με φωνές και αλαλαγμούς. Παρόμοιο βάρβαρο θέαμα πρόσφερε την περίοδο του Δημητρίου και ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός που βρισκόταν, όπως σημειώθηκε ήδη, στη Θεσσαλονίκη.
Ο αυτοκράτορας είχε μαζί του έναν Σκύθο γιγαντόσωμο και πολύ δυνατό, που λεγόταν Λυαίος. Τον είχε σε εύνοια, γιατί έτσι που μέχρι τότε ήταν ανίκητος τον έβγαζε ασπροπρόσωπο. Όμως ένα απρόσμενο γεγονός επρόκειτο να φέρει στο Μαξιαμιανό μεγάλη απογοήτευση, λύπη και οργή. Και ποιο ήταν αυτό;
Νεαρός άντρας, που ανήκε στον
κύκλο των μαθητών του φυλακισμένου πλέον Δημητρίου, ο Νέστορας, είχε ακούσει
πολλές φορές να γίνεται λόγος για τον αλαζόνα και υπερήφανο Λυαίο. Έτσι όταν
μια μέρα ο Λυαίος βρισκόταν στον κέντρο του κατάμεστου σταδίου της Θεσσαλονίκης
και προκαλούσε σε μονομαχία όποιον τολμούσε, πήρε την απόφαση να ταπεινώσει το
βάρβαρο Σκύθη, όπως έκανε κάποτε και ο νεαρός Δαβίδ απέναντι στο Γολιάθ.
Θυμήθηκε το Δημήτριο και τα θαύματα που επιτελούνταν με την επίκληση του Θεού
των χριστιανών. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να νικήσει το Λυαίο, αν είχε την ευχή
και ευλογία του διδασκάλου του Δημητρίου που
ήταν και το πρότυπό του.
Έτρεξε λοιπόν κοντά του, στη
φυλακή, έπεσε γονατιστός στα πόδια του και είπε: ” Δούλε του Θεού, είμαι
έτοιμος και πρόθυμος να μονομαχήσω με τον Λυαίο. Ενίσχυσε με τις ευχές σου και
δώσε μου σύμμαχο το δυνατό σου χέρι”. Ο Δημήτριος έκανε το σημείο του Σταυρού
στο πρόσωπο και την καρδιά του Νέστορα και του είπε: “Και το Λυαίο θα νικήσεις,
και υπέρ του Χριστού θα μαρτυρήσεις”.
Ο Νέστορας μπροστά στον
αυτοκράτορα
Ο Νέστορας έτρεξε στο στάδιο και
αφού προχώρησε έφτασε και στάθηκε θαρρετά μπροστά στον αυτοκράτορα, που
παρακολουθούσε με τους αξιωματούχους και τον όχλο τ’ αγωνίσματα και τις
μονομαχίες. Του δήλωσε την απόφασή του να αντιμετωπίσει το Λυαίο. Ο Μαξιμιανός
θέλησε να τον αποτρέψει βλέποντας το νεαρό της ηλικίας και τη σωματική του
ωραιότητα και μη γνωρίζοντας ότι είναι χριστιανός κι έχει την ευχή του
Δημητρίου. Μάταια όμως, γιατί ο Νέστορας επέμενε. Έτσι έδωσε την άδεια να γίνει
η μονομαχία.
Ο Νέστορας καθώς προχωρούσε προς
τον Λυαίο επικαλούνταν την βοήθεια “του Θεού του Δημητρίου”, για να δοξαστεί το
όνομά Του, να καταισχυνθούν οι διώκτες της νέας Πίστης και να τονωθούν οι
χριστιανοί που καταδιώκονταν. Ο Λυαίος όταν τον είδε να πλησιάζει γέλασε
ειρωνικά, γιατί δεν τον θεώρησε καν ως αντίπαλο. Ο Νέστορας όμως τον πλησίασε
ήρεμα και “βγάζοντας τον ακινάκη (περσικό ξίφος πλατύ και μικρού μήκους) από τη
θήκη του, πήδησε στο στίβο και παλεύοντας με το βάρβαρο Λυαίο του κάρφωσε την
καρδιά”, όπως κατά λέξη αναφέρει ο Συμεών ο Μεταφραστής.
Το τι επακολούθησε δεν είναι
ανάγκη να περιγραφεί. Οργισμένος με την αναπάντεχη εξέλιξη ο Μαξιμιανός
επέστρεψε στα ανάκτορα. Δεν ήθελε να παραδεχτεί αυτό που συνέβη. Γι’ αυτό και
απέδωσε τη νίκη του Νέστορα σε μάγια. Έστειλε λοιπόν και κάλεσε το γενναίο αθλητή.
Τον ρώτησε: “Ποιες μαγείες χρησιμοποίησες και ποιοι σε βοήθησαν να νικήσεις τον
Λυαίο;” Για να πάρει την γεμάτη παρρησία απάντηση: “Μαγείες, βασιλιά μου, δεν
χρησιμοποιούνται από τους χριστιανούς. Και κανέναν άλλο δεν είχα συνεργό, παρά
μόνο τον Θεό του Δημητρίου”.
Το ποτήρι ξεχείλισε για τον
αυτοκράτορα στο άκουσμα των λόγων αυτών. Και με προσταγή του αποκεφαλίστηκε
αμέσως ο γενναίος μάρτυς του Χριστού Νέστορας, από τον σωματοφύλακα του βασιλιά
Μινουκιανό, ο οποίος μάλιστα χρησιμοποίησε τον “ακινάκη” (ξίφος) του ιδίου,
αυτόν που κατέβαλε το Λυαίο.
Έτσι ο Νέστορας ανέβηκε στους
ουρανούς με τα αίματα του μαρτυρίου, για να λάβει το στεφάνι της διπλής του
νίκης.