Γράφει ὁ Ἱεροκῆρυξ
Ἀρχιμ. Νικάνωρ Καραγιάννης
Τὴν ἀνθρώπινη ψυχολογικὴ ἐναλλαγὴ θάρρους
καὶ φόβου, ἐμπιστοσύνης καὶ ἀμφιταλάντευσης παρουσιάζει μεταξὺ ἄλλων τὸ σημερινὸ
εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μέσα ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ περπατᾷ πάνω στὴν
τρικυμισμένη θάλασσα. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ μᾶς βοηθᾷ νὰ κατανοήσουμε καὶ τὴν
δική μας προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὰ καθημερινὰ βιώματα τῶν
ποικίλων περιπετειῶν, φόβων καὶ κινδύνων τῆς ζωῆς μας.
Ὁ Χριστὸς ἀναγκάζει τοὺς μαθητές Του «ἐμβῆναι
εἰς τὸ πλοῖον προάγειν καί αὐτὸν εἰς τὸ πέραν»(Ματθ. 14,22). Αὐτὸς, ἀφοῦ
διέλυσε τά πλήθη, ἀνέβηκε στὸ ὄρος, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Τὸ πλοῖο δοκιμάζεται ἀπὸ
σφοδρὴ θαλασσοταραχή. Ὅσο ἀνέβαινε ἡ ἀγωνία τους, τόσο περισσότερο οι μαθητές ἤθελαν
τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Τελικὰ, ὁ Χριστὸς ἐμφανίζεται «περιπατῶν ἐπὶ τῆς
θαλάσσης» καὶ παύει τὴν θύελλα τῆς θάλασσας καί, ἴσως τὸ πιὸ σημαντικό, τὴν
ταραχὴ τῆς ψυχῆς τους. Ἕνας θεοφώτιστος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας γράφει ὅτι «ὅταν
βρισκόταν οἱ μαθητὲς στὰ ἀνοιχτὰ τῆς θάλασσας, ἄφησε ὁ Ἰησοῦς νὰ ξεσπάσει
φουρτούνα, ὥστε νὰ μὴν ἔχουν ἐλπίδα σωτηρίας ἀπὸ πουθενά. Καὶ τοὺς ἄφησε νὰ
ταλαιπωροῦνται ὅλη τὴν νύχτα χωρὶς νὰ ἔρθει σὲ βοήθεια, ὥστε νὰ διεγείρει τὴν
καρδιά τους καὶ νὰ τὴ γεμίσει μὲ μεγαλύτερη ἐπιθυμία γιὰ τὸν ἐρχομό του. Ἔτσι
νουθετεῖ καὶ ἐμᾶς ὁ Κύριος νὰ μὴν ζητοῦμε βιαστικὰ τὴν ἀπαλλαγή μας ἀπὸ τὰ
δεινά, ἀλλὰ νὰ τὰ ὑπομένουμε μὲ γενναιότητα. Καὶ ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο ἐκεῖ ποὺ
νόμισαν οἱ μαθητὲς ὅτι γλύτωσαν πιά, τότε μεγάλωσε πάλι ὁ φόβος τους,
ταράχθηκαν καὶ φώναξαν, καθὼς τὸν εἶδαν νὰ περπατᾷ πάνω στὰ κύματα. Οὔτε διέλυσε
τὸ σκοτάδι, οὔτε φανερώθηκε ἀμέσως. Ἔτσι γύμνασε ὁ Χριστὸς τοὺς μαθητές Του, γιὰ
νὰ εἶναι καρτερικοὶ μέσα στὰ ἀλλεπάλληλα δεινά».
Ἡ ἐνθαρρυντικὴ φράση τοῦ Χριστοῦ «θαρσεῖτε,
ἐγὼ εἰμί, μὴ φοβῆσθε» εἶναι μία ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ σὲ κάθε πιστὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας
Του. Πόσες τρικυμίες καὶ πόσους ἀντίθετους ἀνέμους δὲν συναντᾶμε στὴν διάρκεια
τῆς ζωῆς μας, ἀλλὰ καὶ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας! Ἡ ἀποθάρρυνση εἶναι ὑποτίμηση
καὶ περιφρόνηση τοῦ ἐαυτοῦ μας. Εἶναι ἄρνηση καὶ ἀπόρριψη τῆς προσφερόμενης δύναμης
τοῦ Θεοῦ «οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως»(Τιμ. Β΄1,7) Ὅταν
ἀτονεῖ ἡ ἐμπιστοσύνη στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ σχέση μας μὲ τὸν Χριστὸ
ψυχραίνεται ἐπικίνδυνα καὶ ἀπειλεῖται νὰ διαλυθεῖ. Τότε κινδυνεύουμε νὰ
καταποντισθοῦμε στὴν θάλασσα τῶν συμβιβασμῶν, τῶν ὑποχωρήσεων καὶ τῆς
προδοσίας. Σκληρὰ κτυπήματα τῆς ζωῆς, ἀπρόβλεπτες καὶ ὀδυνηρὲς καταστάσεις, μᾶς
βυθίζουν κυριολεκτικὰ στὴν ἀβεβαιότητα καὶ τὴν ἀπόγνωση, ὥστε νὰ νιώθουμε ὅτι
χανόμαστε «Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα»(Ματθ. 8,25). Σκοτισμένοι καὶ ἀναστατωμένοι
ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς δὲν μποροῦμε νὰ ἀποκρυπτογραφήσουμε τὴν ζωντανὴ παρουσία τοῦ
Θεοῦ καὶ τὴν θαυμαστὴ ἐπέμβασή Του, μὲ τὰ εὐεργετικὰ ἀποτελέσματά της, στὴ ζωή
μας. Ὅσο λιγότερο συνειδητοποιοῦμε τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου δίπλα μας καὶ ὅσο ἀμφιβάλλουμε
γιὰ τὴν δύναμή Του, τόσο περισσότερο εἴμαστε ἐκτεθειμένοι στοὺς φόβους, στοὺς
κινδύνους καὶ στὶς ἀπειλὲς ποὺ διαπερνοῦν τὴν ὕπαρξή μας. Ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὶς
ἐξωτερικὲς συνθῆκες καὶ δυσκολίες, ξοδεύουμε πολὺ χρόνο, γιὰ νὰ ἀναλύουμε καὶ νὰ
ἑρμηνεύουμε τοὺς «ἀνέμους» καὶ τὰ «κύματα» τῆς ζωῆς μας. Μέσα στὴν μοναξιά μας,
χανόμαστε στὴν προσπάθειά μας νὰ ἐξηγήσουμε τὸ πώς καὶ τὸ γιατί.
Ὁ ἀπόστολος Πέτρος στὴν κρίσιμη καὶ ὁριακὴ
στιγμὴ τοῦ κινδύνου αὐθόρμητα φωνάζει «Κύριε, σῶσον μέ». Αὐτὴ ἡ κραυγὴ
συμπυκνώνει τὸ βαθὺ βίωμα τῆς συντριβῆς καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης. Ὁ Χριστὸς ἀναστέλλει
τὴν χάρη Του καὶ τὸν ἀφήνει νὰ δοκιμαθεῖ, ὥστε ἔτσι νὰ καταλάβει τὴν ἀδυναμία
του καὶ νὰ ἐκφρασθῇ ἡ ἐλευθερία του. Καὶ ὅμως, ὁ Χριστὸς ἦταν κοντὰ στὸν Πέτρο
καὶ τοὺς ἄλλους μαθητές. Ἔτσι εἶναι κοντά μας καὶ μέσα μας καὶ ἐμεῖς μέσα σ’ Αὐτόν.
«ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν». Εἶναι κοντά μας στὶς εὐχάριστες καὶ
στὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς καθημερινότητάς μας. Ἁπλώνει τὸ χέρι Του, γιὰ νὰ Τοῦ
προσφέρουμε τὸ δικό μας.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, αὐτὴν τὴν πίστη καὶ τὴν
βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστὸς στέκεται διαρκῶς πλάι μας καὶ πολὺ περισσότερο κοντά
μας ἀπὸ ὅσο ἐμεῖς νομίζουμε δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κλονίσουν οἱ φοβίες μας καὶ τὰ ἄγχη
μας, δὲν μποροῦν νὰ τὴν σκορπίσουν οἱ λύπες καὶ, κάποτε, ἀκόμη καὶ αὐτὲς οἱ ἀπελπισίες
μας. Ἀμήν.