ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (+) [Ὁμιλία του στόν Άγιο Χαράλαμπο Πρέβεζας στίς 14/9/1991]
Φῶς, ζωή, εὐωδία
Σήμερα, πού ἔχομε τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στρέφομε τή σκέψη μας πρός τούς πρώτους χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ὅταν ζωγράφισαν τόν Τίμιο Σταυρό, ἔβαλαν ἐπάνω Του καί τά λόγια: «Φῶς, Ζωή».
Στή μία πλευρά «Φῶς» καί στήν ἄλλη «Ζωή».
Ὁ Σταυρός εἶναι Φῶς καί Ζωή.
Ἀκόμη, στρέφομε τήν σκέψη μας, πρός τήν Ἁγία καί ἔνδοξη Βασίλισσα, μητέρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, Ἑλένη, ἡ ὁποία ζώντας τήν πίστη τήν ἀληθινή καί ζώντας τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Σταυρός εἶναι Φῶς καί Ζωή, ἐπεθύμησε νά ἔρθει καί νά ἀσπαστεῖ τόν ἴδιον τόν Τίμιο Σταυρό τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος κατά τήν παράδοση ἦταν πεταμένος ἀπό τούς Ἑβραίους στόν σκουπιδότοπο καί ἦταν σκεπασμένος μέ ὅλων τῶν εἰδῶν τίς βρωμιές καί τίς ἀκαθαρσίες.
Καί
πῆγε ἐκεῖ πού μέχρι τότε κανείς δέν τολμοῦσε, λόγῳ τῶν διωγμῶν καί λόγῳ τοῦ πλήθους τῶν Ἑβραίων, νά πατήσει. Πῆγε μέ τή δύναμη καί μέ τό ὄνομα τοῦ υἱοῦ της μεγίστου καί ἰσαποστόλου Κωνσταντίνου καί ἔψαξε καί ἔσκαψε κάτω ἀπό τίς βρωμιές καί τίς ἀκαθαρσίες τῶν Ἑβραίων, πού εἶχαν πετάξει μετά ἀπό τή μεγάλη ἐκείνη Ἁγία Παρασκευή τῆς σταύρωσης τοῦ Χριστοῦ.
Στίς 3 Αὐγούστου, βρῆκε τούς τρεῖς σταυρούς. Τῶν δύο ληστῶν καί τοῦ Σωτήρα μας. Καί ἀπορώντας ποιός ἀπό τούς τρεῖς εἶναι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, ἔκανε στή σκέψη ὅτι οἱ μέν σταυροί τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἄχρηστα καί νεκρά ξύλα, ὁ δέ Σταυρός πάνω στόν ὁποῖον ἀπέθανε ἡ Ζωή τοῦ κόσμου, ὁ Κύριος καί Σωτήρ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι ζωοποιός καί δύναμη ζωῆς. Εἶναι φῶς καί ζωή.
Καί τότε, κατά τήν παράδοση, βρέθηκε ἐκεῖ ἕνας νεκρός ἄνθρωπος, μία νεκρή γυναίκα, πού εἶχε πεθάνει ἐκείνη τήν ἡμέρα. Ἀκούμπησε τήν νεκρή πρῶτα στόν πρῶτο σταυρό καί μετά στόν δεύτερο χωρίς ἀποτέλεσμα. Τέλος, ὅταν ἀκούμπησαν τήν νεκρή ἐπάνω στό ζωοποιό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀναστήθηκε καί δοξολόγησε τό Σωτήρα τοῦ κόσμου, δείχνοντας ἔτσι τί εἶναι ἡ δύναμις τῆς πίστης.
Ἔτσι ὁ Θεός ἔδειξε σέ ὅλους, ὅτι αὐτός ἦταν ὁ ζωοποιός Του Σταυρός.
Ἐπάνω στό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ βρῆκαν νά ἔχει φυτρώσει καί ν’ ἀνθίζει ἕνα εὐῶδες φυτό, τό ὁποῖο, ἀπό τότε, ὀνομάζεται βασιλικός. Γιατί ἦταν ἐπάνω στό Σταυρό τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ. Καί τό ὁποῖο εἶναι τό σύμβολον ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μόνον Φῶς καί Ζωή καί Ἀνάσταση, ἀλλά εἶναι καί Εὐωδία.
Ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ εὐωδία τῆς ζωῆς, πού εἶναι ἀφιερωμένη στή δόξα τοῦ Θεοῦ καί στόν Θεόν.
Δέν πρέπει ποτέ νά τό ξεχνᾶμε, ὅτι ὁ Χριστός ἦρθε στόν κόσμο γιά νά «πληρώσει τά σύμπαντα εὐωδίας» πνευματικῆς.
Ἄς φανταστοῦμε τώρα μία σκηνή.
Ἄς ποῦμε ὅτι κατεβήκαμε ἀπό τά ἄστρα, ἀπό τό φεγγάρι, ὅτι εἴμαστε ἐξωγήινοι. Ἐρχόμαστε στή γῆ καί κοιτάζομε νά δοῦμε τί εἶναι αὐτός ὁ κόσμος.
Τί θά ἰδοῦμε, ἀδελφοί μου;
Ἐγκλήματα, βλασφήμιες, κλεψιές, βρωμιές, ἀνηθικότητες, μίση, πάθη. Μανία γιά ἁρπαγή. Σέ τί βαθμό; Σέ βαθμό πού ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ὅταν τά σκέπτεται, ἰλιγγιᾶ καί λέγει: «μά, εἶναι κόσμος αὐτός καί κοινωνία; Ἤ εἶναι ζούγκλα»;
Ἄν κανείς τό φιλοσοφήσει καλά, πραγματικά ὁ κόσμος μας, δέν εἶναι κοινωνία ἀνθρώπων λογικῶν καί μέ βάσεις ἠθικές καί πνευματικές ἀλλά εἶναι ζούγκλα. Ἐνῶ, ὅμως σκέφτεται κανείς, ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι ζούγκλα, γιατί νοιάζεται μόνο γι’ αὐτό πού τή συμφέρει καί τό κακό εἶναι βοῶν καί κρᾶζον, ὑπάρχει καί κάτι πού τοῦ δίνει ἐλπίδα.
Καί τό βλέπει κανείς, ἐάν στρέψει τά μάτια του λιγάκι πιό ἐρευνητικά καί δεῖ μέσα στίς ἐκκλησίες καί δεῖ μέσα στά σπίτια, πού ζοῦν ἥσυχα καί ἤρεμα οἱ ἄνθρωποι τῆς καλωσύνης, τῆς ἀγάπης, τῆς θυσίας, τῆς φιλαλληλίας, τῆς βοηθείας. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πού στενοχωροῦνται ἄν περάσει ἡμέρα χωρίς νά κάνουν κάποιο καλό. Καί οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πού θλίβονται ὄχι γιατί ἔκαναν κάτι πού εἶναι ὁλοφάνερα ἁμαρτία καί ρυπαρότητα, ἀλλά στενοχωροῦνται ἀκόμη καί ἄν περάσει ἀπό τή διάνοια καί ἀπό τήν ἐπιθυμία τους κάτι τό κακό. Μία κακή σκέψη.
Ἄν λοιπόν στρέψομε τά μάτια μας σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, τότε, παίρνομε θάρρος καί ἐλπίδα.
Γιατί δέν γίνονται ὅμοιοι μέ τούς ἄλλους;
Ἀλλά, μέσα σ’ αὐτόν τόν κόσμο, τόν τόσο διαφορετικό, πού ἡ ποιότητά του κυμαίνεται ἀπό τό ὕψος τῆς ἀρετῆς μέχρι τά βάθη τῆς κακίας καί τῆς ἁμαρτίας, θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ:
«Καλά, αὐτοί οἱ ταλαίπωροι πού νοιάζονται γιά τό καλό γιατί τό κάνουν; Γιατί προσεύχονται; Γιατί θυσιάζονται; Γιατί κοπιοῦν; Γιατί πάσχουν καί ὑποφέρουν; Γιά ποιούς; Γιατί δέν τά κλωτσᾶνε ὅλα αὐτά, νά γίνουν καί αὐτοί ὅμοιοι μέ τούς ἄλλους»;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι:
Γιατί κάποια ἡμέρα, κατέβηκε στόν κόσμο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἀφοῦ ἔζησε στόν κόσμο γεμάτος ἀπό ἀγάπη καί ἀπό καλωσύνη, ἀνέβηκε στό Σταυρό ἐπισήμως.
Γιατί ἀνέβηκε στό Σταυρό ἐπισήμως;
Γιά νά δείξει καί στούς μέν καί στούς δέ, ποιό εἶναι τό σωστό. Καί πῶς πρέπει νά ἀντιμετωπίζουν κακίες, μίση, πάθη.
Καί σέ ἐκείνους πού εἶναι μακρυά του, νά δείξει τί;
Ὅτι δέν πρέπει ποτέ νά ἀπογοητεύονται.
Γιατί; Γιατί, ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στό Σταυρό εἶναι Φῶς καί Ζωή.
Πῶς εἶναι φῶς καί ζωή; Μέ τό νά μᾶς δείχνει ποῖο εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου.
Ἀλλοίμονο, στόν ἄνθρωπο πού δέν θά καταλάβει ὅτι πρέπει νά ξεπεράσει ὅλο τόν κακό του ἑαυτό, ὅλες τίς κακές του ἐπιθυμίες καί δέν θέλει νά καταλάβει, ὅτι ἡ ἀληθινή ζωή εἶναι γιά νά περάσει μέ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Νά συμπορευθοῦμε καί νά συσταυρωθοῦμε μέ Αὐτόν
Ἀλλοίμονο, στόν ἄνθρωπο πού δέν θά καταλάβει ὅτι πρέπει καί ὁ ἴδιος νά σταυρωθεῖ γιά τό Θεό, πού εἶναι ὁ Κτίστης καί Δημιουργός τῶν ἁπάντων, ὅπως σταυρώθηκε ὁ Χριστός γιά μᾶς. Νά σταυρωθεῖ ὄχι σωματικά, ἀλλά νά σταυρωθεῖ γιά τά πάθη, γιά τίς κακές του ἐπιθυμίες, γιά τά μίση του, γιά τήν ἁρπαχτική του μανία, γιά τήν ἀπέραντη φιληδονία πού τόν μαστίζει.
Ὅποιος αὐτό τό καταλάβει καί ἀρχίσει νά σταυρώνει τόν ἑαυτό του, ὅπως ὁ Χριστός σταύρωσε τόν ἑαυτό Του γιά μᾶς, ἀρχίζει ἡ ζωή του νά πλημμυρίζει στό φῶς καί νά γίνεται ἀληθινή ζωή. Καί ἀρχίζει ἡ ψυχή του νά ἀποκτᾶ τήν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νά μυρίζει σάν τό βασιλικό, πού βρέθηκε ἐπάνω στόν Τίμιο Σταυρό.
Ἀδελφοί, ὁ Χριστός ἀπέθανε μέν στό Σταυρό «τῇ ἁμαρτία». Ἀπέθανε, γιά νά πεθάνει ἡ ἁμαρτία. Ὄχι ἡ δική Του πού δέν εἶχε, ἀλλά ἡ δική μας. Γιατί ὅταν ὁ Χριστός ἀπέθανε ὑπέρ ἡμῶν, ἀπέθανε ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ κόσμου. Καί ἔδωσε τό αἷμα Του εἰς «ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον».
Πρέπει, λοιπόν καί ἐμεῖς νά πεθάνομε γιά τήν ἁμαρτία, γιά νά ἀναστηθοῦμε γιά τήν αἰώνιο ζωή. Καί νά μπορέσομε ν’ ἀποκτήσομε τήν ἐλπίδα καί τήν προϋπόθεση τῆς σωτηρίας. Ὥστε ὅταν θά ἔρθει ἡ ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, ὅπως λέγει στόν Ἀπόστολο, πού διαβάζομε στίς κηδεῖες, τότε πού «θά ἀκουστεῖ ἡ σάλπιγγα τοῦ ἀγγέλου», τότε πού ὅλοι θά ἀναστηθοῦμε, νά ἐξέλθομε εἰς ἀπάντησιν τοῦ ἐρχομένου μετά δόξης, Σωτῆρος τοῦ κόσμου.
Καί τότε, «ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καί οὕτω πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα». Θά ἀναληφθοῦμε, καί ἐμεῖς, στούς οὐρανούς, ὅπως ἀνελήφθη πρῶτος ὁ Χριστός καί εἰσῆλθε στό πέραν τοῦ οὐρανοῦ καταπέτασμα καί θυσιαστήριο, στόν ἐπουράνιο Ναό τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, στή αἰώνιο Βασιλεία Του, ὁ Κύριος καί Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός.
Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό σύμβολο ὁλόκληρης τῆς χριστιανικῆς πίστης. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, ὅποιος εἶναι χριστιανός ἀγαπᾶ τόν Σταυρό. Τόν ἔχει στό στῆθος του, τόν ἔχει στήν καρδιά του, τόν ἔχει στό νοῦ του. Καί ὅσο καί ἄν τόν βλέπει, τόσο περισσότερο τόν καμαρώνει καί τόσο περισσότερο δέν τόν χορταίνει.
Γιατί ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι Φῶς καί Ζωή.
Καί εἶναι ἡ εὐωδία τοῦ κόσμου.
Ἡ εὐωδία τῶν ψυχῶν μας, ἡ ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ἀνάστασης καί δικαιώσεως στήν ἐπουράνιο Βασιλεία.
Ἀμήν.-