«Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός · ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ,
ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται » (Ματθ. 6,22)
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνα ἐξαιρετικὸ δῶρο, μία ἀκτίνα τοῦ πανσόφου Δημιουργοῦ. Δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴ δυνατότητα νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν ἀρχικὴ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «Πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γέν. 1,28). Καὶ πράγματι, ὁ ἄνθρωπος κυριαρχεῖ ὅλο καὶ πιὸ βαθειὰ πάνω στὴ φύσι· παρουσιάζει τέτοιες κατακτήσεις πού, ἂν τὶς ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τοῦ λίθου θὰ ἔλεγαν κατάπληκτοι· «Ἐσεῖς εἶστε μικροὶ θεοί!».
«Ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες»(Ψαλμ. 81,6). Θεὸς ὁ ἄνθρωπος! Ἀλλ᾿ αἴφνης –ἀλλοίμονο!– ἡ σκηνὴ ἀλλάζει· βλέπουμε τὸν ἄνθρωπο νὰ φτάνῃ σὲ ἀδιέξοδο. Μόλις ἀφήνει τὰ ἐπιστημονικὰ ἐργαστήρια κι ἀρχίζει νὰ ἐξετάζῃ ὄχι πλέον τὶς σχέσεις τῶν μορίων τῆς ὕλης, ἀλλὰ τὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους,τότε χάνει τὸ φῶς του, βυθίζεται σὲ σκοτάδι, συγκρούεται μὲ τοὺς ἄλλους.
Δὲ βλέπετε; Προηγήθησαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι καὶ τόσοι τοπικοί, καὶ θὰ ἔπρεπεἡ ἀνθρωπότης ἀπὸ πικρὰ πεῖρα νὰ ἀποστρέφεται κάθε πολεμικὴ ἐπιχείρησι· ἐν τούτοις νέες φλόγες πολέμου ἀνάβουν, νέα θύματα θρηνοῦνται· καὶ οἱ ἐξοπλισμοὶ ἐντείνονται. Ταλαίπωρη ἀνθρωπότης! Τὰ παιδιά σου ἀνακάλυψαν πῶς συμβιώνουν τὰ μόρια τῆς ὕλης, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν τὸν τρόπο τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως τῶν λαῶν. Γι᾿ αὐτοὺς τοὺς σοφοὺς τοῦ αἰῶνος μας, ποὺ περιέπλεξαν καὶ τὰ πιὸ ἁπλᾶ ζητήματα, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· φάσκοντες εἶ ναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν »(῾Ρωμ. 1,21-22).Πῶς συμβαίνει αὐτό; Γιατί τόσο φῶς ἐκεῖ,τόσο σκοτάδι ἐδῶ; Στὸ ἐρώτημα ὑπάρχει ἀπάντησις, ἀλλὰ πόσοι τὴν προσέχουν; Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ μυστικὸ κλειδὶ ποὺ λύνει τὰ προβλήματα. Ἡ ἀπάντησι βρίσκεται στὸν στίχο 22, κεφάλαιο 6 τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου.
Εἶπεν ὁ Κύριος· «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται» (Ματθ. 6,22). Κύριε, βοήθησέ μας στὸν στίχο αὐτὸν νὰκάνουμε μία μικρὴ ἀνάλυσι. Γιὰ νὰ δοῦμε κάτι, ἀγαπητοί μου, χρειαζόμαστε δύο πράγματα, φῶς καὶ μάτια.
Τὸ φῶς ἔχει βαθμῖδες· ἀπὸ τὸ φῶς μιᾶς πυγολαμπίδας μέχρι τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, πόση διαφορά! Ποιός δὲν προτιμᾷ τὸν ἥλιο; Ἀλλὰ καὶ ποιός μέσ᾽ στὸ σκοτάδι δὲν θὰ ἤθελε νά ᾽χῃ ἕνα κερὶ γιὰ νὰ δῇ ποῦ βρίσκεται; Οὔτε ὅμως τὸ κερὶ οὔτε οἱ ἠλεκτρικὲς λάμπες οὔτε οἱ φάροι οὔτε οἱ προβολεῖς οὔτε κι αὐτὸς ὁ ἥλιος δὲν πρόκειται νὰ μᾶς χρησιμεύσουν, ἂν ἐμεῖς δὲν ἔχουμε μάτια ,ἤ, ἂν ἔχουμε μὲν μάτια, ἀλλ᾽ αὐτὰ ἔχουν ὑποστῆ ὀργανικὲς βλάβες ἀπὸ ὀφθαλμικὲς παθήσεις. Οἱ τυφλοὶ δὲ βλέπουν οὔτε τὸ μεσημέρι.Φῶς καὶ μάτια χρειάζεται τὸ σῶμα, γιὰ νὰ δῇ τὸν φυσικὸ κόσμο. Ἀλλὰ φῶς καὶ μάτια χρειάζεται καὶ ἡ ψυχή, γιὰ νὰ δῇ τὸν δικό της κόσμο.
Καὶ φῶς μὲν πνευματικό, δόξα τῷ Θεῷ, ὑπάρχει. Δὲν εἶνε ἁπλὸ φῶς, εἶνε ἥλιος ὁλόκληρος· εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός! Ἐμπρὸς στὸ δικό του φῶς πόσο ἀσθενικὰ καὶ ὠχρὰ εἶνε τὰ φῶτα τῶν διαφόρων σοφῶν! Κύριε, ἄδυτε ἥλιε, «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Δοξολ.)!
Ἀλλ᾿ ὅπως τὸ σῶμα γιὰ νὰ δῇ ἔχει ἀνάγκηἀπὸ ὑγιῆ μάτια, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, γιὰ νὰ δῇ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ διακρίνῃ καὶ ν᾽ ἀπολαύσῃ τὴν ἀλήθεια, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ὑγιῆ ἐσωτερικὴ ὅρασι· καὶ ἡ ὅρασις αὐτή, μὲ τὴν ὁποία βλέπει ἡ ψυχή, εἶνεὁ νοῦς. Αὐτὸς εἶνε ὁ ὀφθαλμός, ὁ «λύχνος» τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου. Εἶνε ὑγιὴς ὁ νοῦς μας, καθαρὸς δηλαδὴ ἀπὸ πάθη, πλάνες, προκαταλήψεις; τότε ἡ ψυχὴ βλέπει, θαυμάζει τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ἀγάλλεται. Δὲν εἶνε ὑγιὴς ὁ νοῦς μας; εἶνε δηλαδὴ ὑποδουλωμένος σὲ πάθη καὶ κακίες; τότε ἡ ψυχὴ ζῇ καὶ κυλιέται σὲ σκοτάδια· «ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου» ὁ σατανᾶς, «ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 4,4).
«Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός». Μεγάλο τὸ δίδαγμα ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ ῥητὸ αὐτό. Τὰ πάθη, στὰ ὁποῖα δουλεύει ὁ ἄνθρωπος, σὰν μαῦρα σύννεφα, σκοτίζουν τὴν πνευματική του ὅρασι· καὶ ἔτσι ἐξηγεῖται, γιατί ὁ μεγάλος ἐπιστήμων, ποὺ λύνει γρήγορα προβλήματα ἀλγέβρας, δὲν μπορεῖ νὰ λύσῃ ἕνα στοιχειῶδες πρόβλημα ἠθικῆς στὴ ζωή του. Ἐγκατέλειψε τὴν οἰκογένειά του, ζῇ παράνομα μὲ μιὰ παλλακίδα. Ὅλοι γελοῦν εἰς βάρος του, τοῦ φωνάζουν «Διῶξε την». Μὰ αὐτὸς οὔτε ἀκούει οὔτε βλέπει. Τυφλώθηκε ὁ ἄθλιος ἀπ᾽ τὸ πάθος καὶ σὰν τὸν Οἰδίποδα κατέστρεψε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια τὴν πνευματική του ὅρασι. Ἀντὶ ὁ νοῦς νὰ ῥυθμίζῃ τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὴ λογική, τὸ πάθος ὑπέταξε τὸ νοῦκαὶ τὸν ἀναγκάζει τώρα νὰ γίνῃ συνήγορός του. Ὅπως ὁ ῥαδιοφωνικὸς σταθμὸς μιᾶς ἐλεύθερης χώρας, ὅταν καταληφθῇ ἀπὸ βαρβάρους, γίνεται πλέον ὄργανο τῶν κατακτητῶν καὶ ὁμιλεῖ ἐναντίον τῆς πατρίδος, ἔτσι καὶ ἡ διάνοια· ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς καταληφθῇ ἀπὸ τὰ βαρβαρικά, τὰτιτανικὰ πάθη, χάνει πλέον τὴν ἀνεξαρτησίατῆς κρίσεως καὶ γίνεται ὁ ἐλεεινὸς συνήγορος τῶν ἰδιοτροπιῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ διάνοια τοῦ ἐμπαθοῦς εἶνε τυφλή. Ἡ κακία ἔσβησε τὸ λυχνάρι, κατήργησε τὴ λογική.
Ὁ νοῦς βυθίστηκε στὸ σκοτάδι, λέει ὅ,τι ὑπαγορεύει ἡ ἁμαρτωλὴ καρδιά. Ἕνας κήρυκας προσπαθοῦσε νὰ πείσῃ κάποιον ποὺ εἶχε τυφλωθῆ ἀπὸ τὸ χρυσάφι, ὅτιὑπάρχει καὶ ὁ κόσμος τοῦ πνεύματος. Ὁ φιλάργυρος ἀπαντοῦσε «Δὲν πιστεύω». Ὁ κήρυκας χάραξε σ᾽ ἕνα χαρτὶ ἕνα μικρὸ κύκλο καὶ μέσα ἔγραψε μὲ κεφαλαῖα «ΘΕΟΣ». –Τί βλέπεις; τὸν ρωτάει. –Τὴ λέξι «ΘΕΟΣ», ἀπαντᾷ ἐκεῖνος. Τότε ὁκήρυκας πάνω στὸν κύκλο τοποθετεῖ μία λίρα, ποὺ τὸν κάλυψε ὅλον. –Τί βλέπεις τώρα; τὸν ρωτάει. –Δὲν βλέπω τίποτε ἄλλο παρὰ τὴ λίρα!
Νά μιὰ εἰκόνα τοῦ κόσμου ποὺ τυφλώθηκε ἀπὸ τὸ μαμωνᾶ ἢ ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο πάθος. Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ὡς δικαιοσύνη, ὡς ἀλήθεια, ὡς ἀγάπη εἶνε γραμμένο παντοῦ· ἀλλὰ παρεμβάλλεται κάποιο νόμισμα, κάποια κακία, ὁ νοῦς μας σκοτίζεται καὶ τότε δὲν βλέπουμε τίποτε.
Ἂς ἀφαιρέσουμε, ἀδελφοί, τὰ ἐμπόδια, ἂς νεκρώσουμε τὰ πάθη, καὶ τότε θὰ δοῦμε τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ λάμπῃ. Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, καθαρὰ ἀπὸ τὴν τσίμπλα τῆς ἁμαρτίας, θὰ βλέπουν τὰ πράγματα ὅπως εἶνε, ὄχι ὅπως τὰ δεί χνουν οἱ ψεύτικοι ἀντικατοπτρισμοὶ τῶν παθῶν.
Εὐτυχισμένοι ὅσοι ἔχουν ὑγιῆ τὴν ἐσωτερικὴ ὅρασι! Αὐτοὶ εἶνε «οἱ ὁρῶντες», ἐκεῖνοι ποὺ πράγματι βλέπουν· αὐτοὺς μακάρισε ὁ Κύριος ὅταν εἶπε «Ὑμῶν μακάριοι οἱ ὀφθαλμοί, ὅτι βλέπουσι, καὶ τὰ ὦτα ὑμῶν, ὅτι ἀκούουσιν»(Ματθ. 13,16).
Ὅταν ὁ Μ. Ἀντώνιος συνάντησε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸν τυφλὸ φιλόσοφο Δίδυμο, εἶπε· «Δίδυμε, μὴ σὲ ταράζει ἡ ἀπώλεια τῶν αἰσθητῶν ὀφθαλμῶν. Τέτοια μάτια ἔχουν καὶ οἱ μῦγες καὶ τὰ κουνούπια. Νὰ χαίρεσαι γιατὶ ἔχεις μάτια ὅπως τῶν ἀγγέλων, μὲ τὰ ὁποῖα καὶ ὁ Θεὸς θεωρεῖται καὶ τὸ φῶς του καταλαμβάνεται».
Αὐτὰ τὰ μάτια λείπουν σήμερα. Ὁ κόσμος, παρ᾿ ὅλη τὴν ἐπιστημονικὴ διαφώτισι, ὡς πρὸς τὸ «γνῶθι σαυτόν», στὰ ἠθικὰ καὶ πνευματικά, εἶνε τυφλός «Ἰδοὺ ἐγὼ μὲ τόσα φῶτα, τυφλός, τυφλὸς ὅπως καὶ πρῶτα», ποὺ εἶπε ὁ Γκαῖτε.
Ἔτσι τυφλός, μὲ σβησμένο τὸ λυχνάρι του, περιπλανᾶται στὰ ἐρέβη ὁ ἄνθρωπος. Τυφλός, ὅπως τὸν περιγράφει ἡ Ἀποκάλυψις στὸ 3ο κεφάλαιο. Ὑπερηφανεύθηκε, ἀποστάτησε καὶ τυφλώθηκε. Εἶπε ὅτι «πλούσιός εἰμι καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδενὸς χρείαν ἔχω», καὶ δὲν ξέρει ὅτι αὐτὸς εἶνε «ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός». Σ᾽ αὐτὸντὸν τυφλό, ποὺ ἔπαψε νὰ βλέπῃ τὰ θεῖα ὁράματα τῆς πίστεως, λέει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο· Ἄνθρωπε, χρειάζεσαι κολλύριο·«ἔγχρισον τοὺς ὀφθαλμούς σου ἵνα βλέπῃς»(Ἀπ. 3,17-18). Καθάρισε τὴ διάνοιάσου ἀπὸ κάθε προκατάληψι. Πίστεψε ἀκράδαντα. Καὶ τότε θ᾽ ἀνοίξουν τὰ μάτια σου, θ᾽ ἀνάψῃ τὸ ἐσωτερικὸ λυχνάρι σου, ἕνας ὡραῖος κόσμος θ᾿ ἀναδυθῇ ἀπὸ τὰ βάθη σου, θὰ δῇς τὸ πανόραμα τῆς ἄνω Ἰερουσαλὴμ καὶ μαζὶ μὲ τὸ Δαυῒδ θὰ ψάλῃς· «Ἡδυνθείη αὐτῷ ἡ διαλογή μου, ἐγὼ δὲ εὐ φρανθήσομαι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ» (Ψαλμ. 103,34).
Κύριε, σὲ παρακαλοῦμε! Ἔχουμε ἀνάγκη ἐσωτερικῆς ὁράσεως, πίστεως, τῆς ἕκτης αὐτῆς αἰσθήσεως. Κάνε νὰ πιστέψουμε ὅλοι σ᾽ ἐσένα, νὰ καθαρίσουμε τὴν ἐσωτερική μας ὅρασι μὲ τὸ κολλύριο τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, γιὰ νὰ γίνῃ καὶ πάλι ὁ τόπος μας «ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καὶ φαίνων»(Ἰω. 5,35), ὁ φωτεινὸς ὀφθαλμὸςτῶν Βαλκανίων καὶ τῆς ἀνθρωπότητος, τὴν ὁποία καλύπτουν σκοτάδια βαρβαρότητος. Σ᾽ ἕνα τέτοιο κόσμο, Ἑλλάδα ἀγαπητή μας πατρίδα, φέγγε αἰωνίως μὲ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-