Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ΒΑΔΙΖΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ

ΒΑΔΙΖΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ
Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής Ε΄ Νηστειών, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά(Μαρκ. 10, 32-45)
1. Πολύτιμη ἡ μνήμη τοῦ θανάτου

            Βρισκόμαστε στήν τελευταία Κυριακή πρό τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Βαδίζομε γιά τό ἅγιο Πάσχα. Μετά ἀπό μιά βδομάδα θά ἀρχίσουν οἱ ἑορτές τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
            Ἐμεῖς βέβαια τό ξέρομε ὅτι ὁ Χριστός ἔπαθε, κατεδικάσθη, ἐσταυρώθη, ἀπέθανε στό Σταυρό καί ἐτάφη. Νωρίς τήν τρίτη ἡμέρα ἀναστήθηκε. Αὐτή εἶναι ἡ πίστη μας. Καί ὅλοι ξέρομε ὅτι ὁ Χριστός σταυρώθηκε γιά μᾶς καί γιά τή σωτηρία μας. Ἀλλά ὅταν ὁ Χριστός ζοῦσε ἐπάνω στή γῆ, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι πού τόν ἐπίστευσαν ἀπό τά θαύματά του καί ἀπό τήν διδασκαλία του, ἐπίστευαν ὅτι πρέπει νά φτειάξει στόν κόσμο τό ὡραιότερο κράτος. Μία Βασιλεία δικαιοσύνης, μία Βασιλεία πλούτου, μία Βασιλεία καλωσύνης, μία ἀληθινή Βασιλεία ἐπάνω στή γῆ. Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στή γῆ.
            Ὅμως, ὁ Χριστός, τούς μιλοῦσε ἀπό τήν ἀρχή καί συνεχῶς γιά τόν θάνατό του. Παράξενο πράγμα. Ἐμεῖς δέν θέλομε νά μιλᾶμε γιά τόν θάνατό μας. Παρότι εἴμαστε θνητοί. Καί ὁπωσδήποτε θά πεθάνομε. Καί εἴμαστε «ὑπό κρίσιν». Θά κριθοῦμε δηλαδή. Καί πρέπει νά σκεπτόμαστε, πῶς στό δικαστήριο τοῦ Θεοῦ δέν θά κατακριθοῦμε, ἀλλά θά ἐλεηθοῦμε καί θά δικαιωθοῦμε. Εἶναι λάθος μας πού δέν μᾶς ἀρέσει νά μιλᾶμε γιά τόν θάνατό μας. Γιατί ὅσο πιό πολύ ὁ ἄνθρωπος σκέπτεται τόν θάνατό του, σκέπτεται ὅτι θά «εἰσέλθει εἰς κρίσιν» καί ὅτι θά δικαστεῖ, τόσο περισσότερο ἑτοιμάζει κατάλληλα τόν ἑαυτό του καί στό δικαστήριο πού θά γίνει τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας Παρουσίας, δέν θά ἔχει κάτι πού νά τόν καταδικάζει. Ἀλλά καί ἄν ἔχει τίποτε, θά φροντίσει ἀπό τώρα νά τό ἐξαλείψει μέ τή μετάνοια, μέ τήν ἐξομολόγηση, μέ τά καλά ἔργα καί θά τύχει ἐλέους Θεοῦ καί φιλανθρωπίας.
2. Ἡ ἐδῶ ζωή καί ἡ ἐκεῖ ζωή
            Ὁ Χριστός λοιπόν, μιλάει γιά τίς τελευταῖες ἡμέρες ἡμέρες του. Καί λέγει: «Βαδίζομε γιά τήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ θά συλληφθεῖ. Θά παραδωθεῖ εἰς τούς ἄρχοντες τῶν Ἑβραίων. Θά τόν καταδικάσουν σέ θάνατο. Θά τόν παραδώσουν σέ εἰδωλολάτρες. Θά τόν σταυρώσουν. Θά τόν θάψουν. Ἀλλά τήν τρίτη ἡμέρα θά ἀναστηθεῖ». Ἐμεῖς, τί θά γίνει αὔριο, δέν τό ξέρομε. Τά μέλλοντα, προσπαθοῦμε νά τά φαντασθοῦμε. Πιθανολογοῦμε. Ὁ Χριστός μιλάει γιά τό μέλλον του ξεκάθαρα. Ἐμεῖς, ἅμα ἀρχίσει ἄλλος νά μᾶς μιλάει γιά τόν θάνατό μας, νευριαζόμαστε. Ὁ Χριστός μιλάει γιά τόν δικό του θάνατο, καί μάλιστα τόν ξέρει μέ ἀκρίβεια, τόν περιγράφει μέ ἀκρίβεια, μέ εἰρήνη στήν ψυχή.
            Γιατί; Γιατί ὁ Θεός ξέρει, ὁ Χριστός ξέρει τί θά συμβεῖ.
            Ὁ Χριστός δέν ἦλθε στόν κόσμο ὅπως ἤλθαμε ἐμεῖς. Μέ περιορισμένη δύναμη καί γνώση. Ἐμεῖς ὅσο ζοῦμε, εἴμαστε σέ ἕνα συνεχή προβληματισμό. Δέν ξέρομε ποῦ βαδίζομε, γιά νά ἐλέγχεται ἡ συνείδησή μας κάθε φορά καί νά ἀποφασίζομε κάθε φορά ἐμεῖς μόνοι μας, ἄν κάνομε τό καλό ἤ κάνομε ἁμαρτίες, γιά νά ἔχει ἡ κάθε πράξη μας ἀξία. Νά εἶναι δηλαδή ἄξια νά ἀμειφθεῖ ἀπό τόν Θεό.
            Γιατί ὁ Θεός μᾶς ἔφτειαξε ὄχι, ὄχι δένδρα, ὄχι ζῶα, ἀλλά ὄντα πνευματικά. Δηλαδή νά πιστεύομε στόν «ἔσω» ἄνθρωπο περισσότερο ἀπό τόν «ἔξω». Νά πιστεύομε στή δικαιοσύνη καί στήν καλωσύνη περισσότερο ἀπό ὅτι στό φαΐ καί στά ἐπίγεια ἀγαθά. Καί νά πιστεύομε καί νά τό καταλαβαίνομε ὅτι σκοπός καί ἀποστολή μας δέν εἶναι μόνο ἡ ζωή αὐτή. Ἀλλά μετά τόν θάνατό μας πηγαίνομε, ὄχι ὅπως ὅλα τά ζῶα, στό μηδέν στήν ἀνυπαρξία, ἀλλά πηγαίνομε στήν αἰώνια ζωή, πού εἶναι καλύτερη, ἀνώτερη καί τελειότερη ἀπό τή ζωή τήν ὁποία ἔχομε τώρα.
            Ἡ τωρινή ζωή εἶναι κάτι τό ἀνάλογο, μέ τή ζωή πού εἴχαμε στήν κοιλιά τῆς μητέρας μας. Ζοῦμε καί ἐκεῖ καί τό καταλαβαίνει καλύτερα ἡ κάθε μητέρα, πόσο ζεῖ καί εἶναι ζωντανό τό παιδί πού ἔχει στήν κοιλιά της.
            Ἡ αἰώνια ζωή πάλι εἶναι κάτι τό ἀνάλογο μέ τή ζωή πού ἔχομε καί ἀπολαμβάνομε μετά ἀπό τήν γέννηση.
            Ζεῖ τό παιδί μέσα στήν κοιλιά τῆς μητέρας του. Ἀλλά οὔτε αἰσθάνεται τόσα, οὔτε βλέπει τόσα, οὔτε χαίρεται τόσα, οὔτε γνωρίζει τόσα, οὔτε ἔχει αὐτούς τούς πλατειούς ὁρίζοντες πού ἔχομε ἐμεῖς. Πού μποροῦμε νά τρέχομε ἀπό τήν μιά ἄκρη τῆς γῆς στήν ἄλλη καί νά πετᾶμε στούς οὐρανούς μέ τά ἀεροπλάνα καί τά μέσα πού ἔχομε σήμερα. Καί ἐπί πλέον μποροῦμε νά ἐπικοινωνοῦμε μέ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Μέ τούς κοντινούς μας, μέ τή φωνή καί μέ τά νοήματα. Καί μέ τούς μακρινούς μέ τά τηλέφωνα, μέ τίς τηλεοράσεις, μέ τίς ἐφημερίδες καί μέ τόσα ἄλλα μέσα τά ὁποῖα παρέχει ὁ σύγχρονος πολιτισμός πού εἶναι καρπός καί δωρεά τοῦ Θεοῦ. Δῶρο αὐτοῦ πού μᾶς δημιούργησε καί μᾶς ἔκανε ὄχι ζῶα προορισμένα γιά σφαγή καί γιά θάνατο, ἀλλά ὄντα πνευματικά μέ τή δυνατότητα νά κυριαρχοῦμε, ἀκριβῶς ἐπειδή εἴμαστε κάτι τό ἀνάλογο μέ τούς ἀγγέλους, ἐπάνω σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο.
            Γιά μᾶς ἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο. Γιά νά μή μᾶς ἀφήσει νά γοητευόμαστε ἀπό κεῖνα πού γοητεύονται καί τά ζῶα, φαΐ, ἡδονή, χαρά τοῦ σώματος. Ἀλλά νά καταλαβαίνομε ὅτι χαρά τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀνταπόκρισή μας στήν πνευματική μας ἰδιότητα καί ἀποστολή. Καί εἶναι μεγαλύτερο πράγμα ἀπό βιωτική χαρά. Ἦλθε  λοιπόν ὁ Χριστός γιά νά μᾶς βοηθήσει μέ τό παράδειγμά του καί μέ τήν διδασκαλία του, νά ζήσομε ἀνθρώπινα, θεάρεστα, πνευματικά. Γιά νά ἀξιωθοῦμε νά πᾶμε στή Βασιλεία του, κοντά του. Ἀφοῦ μᾶς ἔφτειαξε νά εἴμαστε «κοντά του». Νά εἴμαστε δηλαδή ὄντα πνευματικά· ἀνάλογα μέ τόν Θεό. Ὅμοιοι μέ τούς ἀγγέλους. Μέ μιά διαφορά: ὅτι ἔχομε καί σῶμα. Καί νά ζήσομε αἰώνια κοντά του, ὅπως οἱ ἄγγελοι, ὅταν θά πᾶμε μετά τόν θάνατο εἰς τήν αἰώνια ζωή.
3. Ἔπαθε γιά νά μᾶς δώσει δύναμη καί ὅπλο
            Ἀλλά ὁ Χριστός ἦλθε νά κάνει καί κάτι ἄλλο. Νά μᾶς δώσει δύναμη νά ἀντιστεκόμαστε στό κακό πού μᾶς περιτριγυρίζει καί προέρχεται ἀπό τόν ἑαυτό μας, ἀπό τά πάθη μας καί ἀπό τίς παγίδες τοῦ διαβόλου. Καί γιά νά μᾶς δώσει λοιπόν αὐτή τήν δύναμη ὁ Χριστός, ἦλθε μέ τήν ἀπόφαση, ἐκ τῶν προτέρων εἰλημμένη, προαιώνια ἀπόφαση καί βουλή τοῦ Θεοῦ, νά σταυρωθεῖ γιά μᾶς, νά πάθη γιά μᾶς γιά νά μᾶς δώσει δύναμη καί ὅπλο.
            Δύναμη γιά τήν ψυχή μας καί γιά τό σῶμα μας τό αἷμα του τό ζωοποιό. Τό τίμιο σῶμα του καί τό ἅγιο αἷμα του.
            Καί ὅπλο ἐναντίον τοῦ διαβόλου τόν Σταυρό του τόν τίμιο.
            Γι' αὐτό ὁ Χριστός ὅταν ἐρχόταν εὐκαιρία, μιλοῦσε στούς μαθητές του καί μέ γαλήνη καί μέ χαρά καί μέ ἱκανοποίηση καί τούς ἔλεγε: «Μετά ἀπό λίγο πᾶμε στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ θά μέ πιάσουν καί θά μέ πᾶνε στούς ἀρχιερεῖς τῶν Ἑβραίων. Αὐτοί θά μέ καταδικάσουν σέ θάνατο. Θά μέ παραδώσουν στόν Πιλάτο, στούς εἰδωλολάτρες, πού οἱ Ἑβραῖοι δέν ἤθελαν νά ἀκοῦνε εἰδωλολάτρες. Ἐμένα θά μισήσουν τόσο πού θά μέ πᾶνε στούς εἰδωλολάτρες καί θά μέ σταυρώσουν. Καί θά πεθάνω στό Σταυρό. Μή φοβόσαστε. Τήν τρίτη ἡμέρα θά ἀναστηθῶ. Ὁ Θεός θά τά νικήσει ὅλα. Γιατί ἦλθα ἐδῶ στή γῆ, νά νικήσω τό κακό καί τήν ἁμαρτία. Καί τό ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας πού εἶναι ὁ θάνατος».
            Ὅποιος νικήσει τήν ἁμαρτία θά νικήσει καί τόν θάνατο. Καί θά ἀναστηθεῖ στήν αἰώνια ζωή. Ἐνῶ ὅποιος δέν νικήσει τήν ἁμαρτία, θά νικηθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί θά μείνει στό θάνατο. Τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως δέν θά ἀναστηθεῖ γιά αἰώνια ζωή, ἀλλά γιά μιά κατάσταση πού ὀνομάζεται στήν Ἁγία Γραφή «δεύτερος θάνατος», αἰώνιος θάνατος. Καί στήν ἁπλή γλώσσα τόν λέμε αἰώνια καταδίκη καί κόλαση αἰώνια.
            Μᾶς ἔδωσε λοιπόν ὁ Χριστός μέ τόν Σταυρό του, μέ τόν θάνατό του, καί μέ τά πάθη του δύο ὅπλα. Τό σῶμα του καί τό αἷμα του, τήν Θεία Κοινωνία καί τόν τίμιο Σταυρό του. Μᾶς μιλοῦσε γι’ αὐτά πρίν πεθάνει, σάν τά εἶχε μπροστά του. Γιατί ὁ Θεός εἶναι παντογνώστης. Τά ξέρει ὅλα. Ἐμεῖς πιθανολογοῦμε, ψάχνομε νά βροῦμε. Καί ὅταν μᾶς πιάνει μανία νά δοῦμε τό μέλλον κάνομε τίς χειρότερες τρέλλες καί ἀνοησίες. Πᾶμε στά μέντιουμ, πᾶμε σέ παραψυχολόγους καί πουλᾶμε τήν ψυχή μας, γιατί μέσα σέ ὅλα αὐτά μάγισσες, μέντιουμ, παραψυχολογία δουλεύει ἕνας καί μόνο: ὁ διάβολος.
            Καί μᾶς κοροϊδεύει καί ἐμεῖς στή λαχτάρα μας νά μάθομε τί θά γίνει αὔριο γιά μᾶς, δίνομε καί τά χρήματά μας καί πουλᾶμε καί τήν ψυχή μας.
4. Ὁ ἀληθινά μεγάλος
            Στή συνέχεια ὁ Χριστός εἶπε: «Ἐγώ ἦλθα γιά νά ὑπηρετήσω τόν κόσμο. Νά ἐργαστῶ γιά τήν σωτηρία του». Καί ἐνῶ ἔλεγε αὐτά τά λόγια, πῆγαν δύο μαθητές του καί τοῦ ζητοῦσαν ἀξιώματα. Νά τούς βάλλει, ὁ ἕνας νά κάθεται στά δεξιά του καί ὁ ἄλλος στά ἀριστερά του. Νά πιάσουν πού τά μεγάλα πόστα. Νά ἔχουν «τά μεγάλα μέσα»· τήν πολλή εὐτυχία. Ὁ Χριστός τούς εἶπε: «Κάνετε ἕνα μεγάλο λάθος. Ἡ Βασιλεία μου, δέν εἶναι Βασιλεία ἐξουσίας καί δυνάμεως. Ἀλλά εἶναι ἐξουσία ταπεινώσεως καί καλωσύνης. Ἐγώ ἦλθα νά ὑπηρετήσω τόν κόσμο. Καί ὅσοι θέλετε νά εἴσαστε κοντά μου, νά ἔχετε τήν διάθεση νά ὑπηρετεῖτε τούς ἀδελφούς σας». Ὅσο πιό πολύ ἕνας ἄνθρωπος ταπεινώνει τόν ἑαυτό του καί ὑπηρετεῖ τούς ἄλλους, τόσο πιό μεγάλος θά γίνει στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
            Θέλεις λοιπόν ἀδελφέ μου νά γίνεις μεγάλος στόν Παράδεισο; Στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν;
            Ἔρχεσαι σέ ἐπικοινωνία μέ ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο...
            Δεῖξε ὑποχωρητικότητα, δεῖξε καλωσύνη, μή θυμώνεις. Μή θέλεις νά ἐπιβάλλεις τήν δική σου γνώμη.
            Μπορεῖς; Ὑπηρέτησέ τον λίγο.
            Μπορεῖς νά τόν ὑπηρετήσεις περισσότερο; Νά ταπεινώσεις λίγο περισσότερο τόν ἑαυτό σου; Μέγας θά γίνεις εἰς τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
            Ὅσο περισσότερο ἕνας ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ, τόσο περισσότερο θά ἐξυψωθεῖ. Σοῦ κάνει ἕνας ἄνθρωπος τόν ζόρικο καί τόν ἔξυπνο; Μή θυμώνεις. Μήν ὀργίζεσαι. Μήν ἀγανακτεῖς. Μήν βρίζεις. Σιώπησε. Συμβούλευσε, ὑποχώρησε, μέ καλωσύνη καί μέ πραότητα. Πᾶς στό σπίτι σου κάνε ἕνα Σταυρό. Παρακάλεσε τόν Θεό νά γίνει καί σέ σένα καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους εἰρήνη. Καί θά γίνεις μεγάλος στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Θέλεις νά δοξασθεῖς; Ὅπλο γιά δόξα εἶναι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ. «Ὅπλον εἰρήνης ἀήττητον τρόπαιον». Πᾶρε τόν Σταυρό στά χέρια σου καί προχώρει μέ τήν δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

https://www.zoiforos.gr