Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ


ΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ



«Εις εαυτόν δε ελθών είπε... λιμώ απόλλυμαι.
Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου
και ερώ αυτώ πάτερ ήμαρτον ...»


Όλου του κόσμου τις βιβλιοθήκες κι αν σκαλίσουμε, κι αν δαπανήσουμε αμέτρητες ώρες πάνω στα πιο δόκιμα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, είναι αδύνατο να συναντήσουμε κείμενο πλέον συγκινητικό, πλέον ρεαλιστικό, πλέον δόκιμο και διδακτικό από αυτό της παραβολής του Ασώτου υιού.
Πόση σοφία, αλήθεια, πόση ευσπλα­χνία, πόση αγάπη πόση τρυφερότητα, πόσο έλεος, πόση συγκατάβαση, κρύβεται μέσα σ’ αυτές τις λίγες γραμμές! Πόσοι αμαρτωλοί και απελπισμένοι δεν βρήκαν και δεν βρίσκουν στην ιστορία αυτή τη σανίδα σωτηρίας, για να πιαστούν και να σωθούν απ’ τα’ άγρια και απειλητικά κύματα τής αμαρτίας! Για πόσους δεν έγινε η παραβολή αυτή αιτία και αφορμή για ν’ αναμοχλευθεί ο εσωτερικός τους κόσμος και να ξυπνήσει η συνείδηση, ώστε ν’ αρχίσουν να ψάχνουν για μονοπάτια γυρισμού;
Εδώ βλέπομε την ανθρώπινη αφροσύνη αλλά και την αγάπη του Θεού. Αποστασία και ανοχή, πέσιμο και ανόρθωση, απομάκρυνση και επιστροφή.
Όλη η ψυχολογική διαδικασία που διαδραματίζεται μέσα στη ψυχή του καθενός που ξεγλιστρά από την αγκαλιά του Πατέρα, που πέφτει στα βουρκόνερα της αμαρτίας, που αποφασίζει να πάρει το δρόμο της επιστροφής, που διαβαίνει τα μονοπάτια του γυρισμού, που ξαναχώνεται στην αγκαλιά του Πατέρα, καταγράφονται εδώ μέσα!
Όλο το δράμα που παίζεται στα βάθη της ψυχής, μέσα σε τρεις πράξεις: Πτώση, μετάνοια, λύτρωση – αμαρτία, δάκρυ, χαρά.
Τι να πρωτοεξετάσει, τι να πρωτοδεί και για τι να μιλήσει κανείς; Για την αφροσύνη του νέου εκείνου που ξεσηκώθηκε «να τα μαζέψει»και να φύγει απ’ το πατρικό σπίτι; Να την η πτώση και αμαρτία μέσα στα πλαίσια της φυγής.
Για τα αποτελέσματα της αμαρτίας; Το κατρακύλισμα, τη στέρηση, τη λιμοκτονία, την ερημιά;
Για το ξύπνημα απ’ το βαθύ λήθαργο της ψεύτικης ελευθερίας που ξεκινά με δάκρυ και καταλήγει στη μετάνοια;
Για τη χαρά και το πανηγύρι, της λύτρωσης;
Εδώ λοιπόν περπατάμε στο «μονοπάτι του γυρισμού»
Εδώ βλέπουμε το δρόμο που πρέπει να πάρουμε για να γυρίσουμε στο σπιτικό μας, κοντά στον μεγαλόψυχο Πατέρα, απ’ όπου κι αν βρισκόμαστε, όπου κι αν έχουμε πάει, ό,τι κι αν έχουμε πράξει.
Εδώ είναι η μετάνοια!

«Δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας…»


Όλα τα ’χε στα χέρια του ο μικρότερος γιος της παραβολής. Τα πάντα στη διάθεσή του. Χρήμα, δόξα, τιμή, στοργή, αγάπη. Κι όμως ευχαριστημένος δεν ήτανε. Αισθάνονταν τους τοίχους του σπιτιού να τον πλακώνουν. Αισθάνονταν το αίμα του να βράζει και στη παραμικρή παρατήρηση του, πατέρα. Δεν ανεχόταν χαλινάρι. Ήθελε να φύγει. Να φύγει μακριά. Να παρατήσει πατέρα, σπίτι οικογένεια. Ήθελε να ζήσει λεύτερος. Όπου θέλει, όπως θέλει, να κάνει ό,τι θέλει.
Αχάριστα κι ασυλλόγιστα παρουσιάζεται στον πατέρα και απαιτεί αυτά που νόμισε πως του ανήκουν. Ζήτησε το μερίδιο απ’ την περιουσία.
Από ποια περιουσία όμως ζητούσε; Είχε αυτός φτιάξει τίποτα; Είχε ιδρώσει αυτός για κάτι;
Άλλος εργάστηκε, άλλος κουράστηκε, άλλος προσπάθησε, άλλος έφτιαξε.
Και τώρα χωρίς ντροπή ζητά μερίδιο.

«Απεδήμησεν εις χώραν μακράν…»

Και νάτος με το χρήμα στο χέρι.
Ο καλός πατέρας με βουβό δάκρυ διείλεν αυτοίς τον βίον», τα μοίρασε όλα δίκαια και στα δυο του παιδιά.
Και τώρα ο νέος ελεύθερος! Λεύτερο πουλί ν’ ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει. Να πετάξει πέρα, μακριά, με τις τσέπες γεμάτες… «ελευθερία».
Ζωή εύκολη, ευχάριστη, άνετη· ανέσεις, γλέντια, διασκεδάσεις, απολαύσεις, δράση.
Η ελευθερία του νέου μέσα σε δυο λέξεις: «ζων ασώτως».
Κι οι μέρες περνούν… Και τα έτοιμα τελειώνουν… Και η μια άβυσσος διαδέχεται την άλλη…
Τη λευτεριά της ασωτίας ακολουθεί η φτώχεια, η πείνα, ο λιμός.
Οι φίλοι στα φαγοπότια, άφαντοι.
Κι ο νέος μόνος κι έρημος, πάμφτωχος και γυμνός, πεινασμένος και χοιροβοσκός…

«Εις εαυτόν ελθών…»

Επιτέλους έρχεται η ώρα που ξυπνά η μισοκοιμισμένη συνείδηση.
Θυμήθηκε το παρελθόν, βλέπει το παρόν, σκέφτεται το μέλλον.
Τα μάτια άρχισαν να ξεκαθαρίζουν απ’ τη βαρειά,ο0μίχλη των παθών.
Τώρα πια βλέπει πιο καθαρά…
Το ξεκίνημα γίνεται μ' ένα φως, πού χύνεται στην ψυχή. Είναι το φως της χάριτος του Θεού, πού πάντοτε μας τριγυρνά, αλλά που για μια στιγμή, καθώς ανοίγουμε αθώα τις γρίλιες της ψυχής, μπαίνει μέσα μας. Και τότε πω! πω! Τι βλέπουμε! Τι φρίκη! Τι ακαταστασία! Τι σκόνη! Τι μαυρίλα! Τι απογοήτευση! Τι ξολοθρεμός! Πώς έγινε έτσι το σπίτι τής ψυχής μου;
Μα βλέπω τώρα καθαρά.
Κάτω απ’ τα σημερινά συντρίμμια βλέπω θαμμένη τη ψυχή με τη πρώτη της στολή. Τώρα μπορώ να κρί­νει και να συγκρίνω.
Αλήθεια ποιος είμαι εγώ; Ποιος ήμουν άλλοτε και ποιος εί­μαι τώρα;
Ήμουν ελεύθερος και είμαι τώρα δούλος. Ήμουν γιος και είμαι χοιροβοσκός. Χρυσοστολισμένος εκεί — κουρελιασμένος εδώ. Κύριος ανάμεσα σε υπηρέτες — υπηρέ­της ανάμεσα σε χοίρους, πλούσια φαγητά — πείνα και ξυλοκέρατα. Δύο πρόσωπα, δύο κόσμοι!
Αχ! «λιμώ απόλλυμαι…»
Βλέπω στα βάθη της ψυχή μου! βλέ­πω χαλάσματα... κεραυνούς… δυσωδία… μίσος… αχαρι­στία… σπατάλη… απιστία...
. . . Αχ! «λιμώ απόλλυμαι»!...
Κλαις ψυχή μου; Κλάψε... κλάψε... είναι αυτά τα πιο γλυκά, τα πιο ιερά δάκρυα· είναι τα δάκρυα της μετανοίας...

«Αναστάς πορεύσομαι. . .».

Το βλέπω ότι είμαι πεσμέ­νος. . . το βλέπω ότι πάω να χαθώ.. . αναγνωρίζω ότι είμαι στα ξένα μακριά. . . μακριά απ’ τον πατέρα. Τι είχα εκεί; Τι έχω τώρα; Τώρα έχασα τα πάντα, τώρα έλαβα πείρα πικρή. Φάνηκα αρνητής, αχάριστος, σπά­ταλος, άπιστος. Είμαι ό μεγαλύτερος εχθρός του εαυτού μου. Τώρα βλέπω, ότι το πρόβλημα ήμουν εγώ. Μου λεί­πουν... μου λείπουν πολλά, μου λείπουν όλα, γιατί μου λείπει ό θεός. Είμαι φτωχός, είμαι αναστατωμένος, είμαι δυστυχισμένος γιατί είμαι αμαρτωλός. "Όλες αυτές τις σκέψεις κάνει ό αμαρτωλός πού μετανοεί.
Θα γυρίσω πίσω...». Ποτέ δέον είναι αργά. "Ας είμαι σκελετωμένος, νοιώθω μέσα μου δυνάμεις, θα σηκω­θώ. .. σηκώνομαι… πάω! Κάποτε είχα ακούσει πως το να αμαρτάνει κανείς είναι ανθρώπινο, το να εμμένει στην αμαρτία διαβολικό και το να μετανοεί άγιο... "Οχιά, δεν θέλω να είμαι αμαρτωλός. Μισώ την αμαρτία. Μισώ αυ­τόν πού έφερε την αμαρτία. "Όταν υπάρχει ελευθερία, δεν έχω το δικαίωμα να είμαι δούλος. "Όταν ή αγάπη και ό πλού­τος του Πατέρα περισσεύουν, δεν πρέπει να επιζητώ τη στέρηση.
Άραγε θα με δεχθεί.. . που Τον λύπησα… που Τον αρνήθηκα..., που σκόρπησα το βιος Του;.. . Έτσι σκελετωμέ­νο και κουρελιάρη θα με δεχθεί;
Ελπίζω... ελπίζω να με δεχθεί, όχι για παιδί Του, δεν είμαι άξιος, μα... για δούλο στην αυλή Του.
Εγώ θα πάω… Θα πάω να ζητήσω έλεος!, Σκέτο ψωμί κι' αγάπη. Ο Θεός, ο Πατέρας πάν­τα συγχωράει…
Θα πάω…! Θ’ αλλάξω…! Θ’ αλλάξω μυαλό, θ' αλλάξω σκέψεις, σκοπούς θ’ αλλάξω δια­θέσεις. Δεν θα ξαναφύγω από κοντά Του. Αποκηρύσσω το παρελθόν, το ένοχο και αμαρτωλό. Σπάζω κάθε σχέση με τον κόσμο και τη ζωή τής αμαρτίας. Σήμερα, τώρα είναι ο μεγάλος σταθμός τής ζωής μου. Τώρα ανοίγω τις γρίλιες της ψυχής μου κι' αφήνω το θείο φως να με φωτίσει.
Εμπόδια θα ’χω! Θα ’χω πολλά. Άπω δω ως και το πα­τρικό μου σπίτι θα ΄ναι μια πορεία κουραστική, κουραστική άλλα ηρωική. Η ίδια διαδρομή σαν έφευγα μα με αντίθετη κατεύθυνση. θα ανορθώσω ό,τι γκρέμισα στο πέρασμα μου.
Πρώτα πρέπει να ξεφύγω απ’ την εξουσία αυτού του πα­νούργου αφεντικού μου.. . Μετά να προσπεράσω παλιούς - κακούς φίλους, παλιές κακές συνήθειες. Σαν διψάσω, σαν πεινάσω, σαν λαχανιάσω. . . να μην αποκάμω, να μην δειλιάσω, να μην εγκαταλείψω. Πάντα μπρος. Ποτέ πίσω! Ποτέ πίσω, στην αμαρ­τία, στις κακές συνήθειες. Σκληρός ό αγώνας, μα βε­βαία η νίκη.
Να ή πορεία της έμπρακτης μετάνοιας και της εξομολογήσεως στον Θεό Πατέρα.

«Και ανασιάς ήλθε. . .».

Όχι! δεν είναι ψέματα, είναι πραγματικότητα!
Ο αποστάτης γιος, το πεσμένο παιδί, ο αξιοδάκρυτος, κουρελιάρης αλλά μετανιωμένος και αποφασισμένος να ζήσει νέος επιστρέφει..
Ή διαδικασία τέλειωσε. Η ψυχή λυτρώθηκε, η σωτηρία είναι γεγονός...
Ο νεκραναστημένος υιός είναι τώρα στην αγκαλιά του πατέρα.
«Εξενέγκατε την στολήν την πρώτην... και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε και φαγόντες ευφρανθώμεν».
Γη και ουρανός, άγγελοι και άνθρωποι χαρείτε για την μεγάλη χάρη που μου 'δωσε ο θεός.
Σήκω παιδί μου, όλο χαρά σε δέχεται η καρδιά μου, εδώ στην αγκαλιά μου εάν' ώρα να χαρείς.
Ήσουν νεκρός κι' ανέζησες, ήσουν χαμένος και τώρα αναστημένος επρόβαλες μπροστά μου..
Να το θαύμα της νεκραναστάσεως μιας ψυχής. Να τι ση­μαίνει σεισμός που λέγεται μετάνοια. Είναι μια άρνηση και μία θέση. Άρνηση της αμαρτίας και θέση και συγκατάθεση για την αγιότητα.
Αποτάσσει τω σατανά»; «Αποτάσσομαι».
«Συντάσσει τω Χριστώ»; «συντάσσομαι».
Μία απόταξη και μια σύνταξη. αυ­τό είναι η μετάνοια.

«Πάτερ ήμαρτον…».

Γιορτάζουμε σήμερα, λίγο πολύ, όλοι μας, αδελφοί μου! Λίγο ή πολύ είμαστε άσωτοι. Κι ας μην πάει ο νους μας μακριά, «τω καιρώ εκείνω», σε κάποια χώρα μακρινή, για να βρούμε τον άσωτο. Σε μας αναφέρεται και τούτη η παραβολή. Ας ψάξουμε μέσα μας ειλικρινά και θα τον βρούμε. Θ’ αναγνωρί­σουμε τον άσωτο υιό.
Γιορτάζουμε σήμερα; Μακάρι να γιορτάζαμε...
Ακο­λουθήσαμε τον άσωτο στο πρώτο ταξίδι. Στο ταξίδι της φυγής, στην αμαρτία. Μακάρι να τον ακολουθήσουμε και στο δεύτερο, της επιστροφής, της μετα­νοίας.
Σήκω λοιπόν ψυχή μου. «Αναστάς.. .», «αναστάσα.. .» τρέξε στον Πατέρα και πες του: «Πάτερ ήμαρτον.. .».