Απ᾿ όλους ακούμε πως αυτό είναι φυσικό και αυτονόητο, και δεν χρειάζεται να αγχωνόμαστε. Σκεπτόμενοι τις συμβουλές αυτές, αντιλαμβανόμαστε ότι οι μεγαλύτεροι βλέπουν και αξιολογούν τους προβληματισμούς μας σαν… παιδική αρρώστια, που πρέπει να την περάσουμε για να πάμε στην επόμενη ηλικιακή φάση.
Βαθιά μέσα τους δεν παίρνουν σοβαρά τις απορίες και τις αγωνίες μας, και η απάντησή τους, «τα περάσαμε κι εμείς αυτά όπως όλοι οι άνθρωποι», έχει ένα κυνικό στοιχείο (έστω κι ανεπιγνώστως) αδιάφορης γνώσης, που όμως, αντί να πληροφορεί και να κατευθύνει, πληγώνει με τον ισοπεδωτικό του κυνισμό.
Ο νεαρός άνθρωπος γοητεύεται με την προοπτική μιας ψυχικής ποιότητας καλοσύνης και χαράς. Επιδιώκει να βρει σαρκωμένες σωστά τις καλές του απορίες, σε κάποιο πρόσωπο, που θα το ακολουθήσει προκειμένου να μάθει κι αυτός τον δρόμο της ζωής. Θέλει αυτά που σκέφτεται και τον γοητεύουν ή έστω τον αγχώνουν να είναι σωστά απαντημένα, και αυτό να φαίνεται στον σωστό τρόπο και στην ποιότητα ζωής αυτών που προηγούνται. Δεν μπορεί ο έφηβος ούτε να εννοήσει ούτε να κατανοήσει την πιθανότητα να έχουν ξεχαστεί και να έχουν πάει στην άκρη απορίες όπως: Γιατί ζω; Ζω για πάντα; Πώς αγαπάει κανείς; Η ζωή και η αγάπη αλληλοσυνδέονται;
Οι απορίες υπάρχουν και πιέζουν, οι άνθρωποι όμως κάνουμε το λάθος μεγαλώνοντας ή να τις απωθούμε στο περιθώριο («… εντάξει… τώρα δεν ευκαιρώ γι’ αυτά… τι να κάνεις; Όλοι έτσι κάνουν…) ή να καταφεύγουμε σε λάθος λύσεις κι απαντήσεις, κι άντε να βρεις τι είναι το χειρότερο.
Στην πρώτη πιθανότητα, αυτά τα θέματα μένουν σαν ρομαντικές απορίες εφηβικής ειλικρίνειας που πέρασαν (όπως περνάμε τις παιδικές αρρώστιες) μαζί με την ηλικία, και στην καλύτερη περίπτωση μένουν σαν γλυκερή ανάμνηση μιας παιδικότητας που χάθηκε.
Στην δεύτερη πιθανότητα, τα πράγματα μπερδεύονται περισσότερο, γιατί όταν έχεις ένα θέμα και το αντιμετωπίσεις με τον λάθος τρόπο, τότε έχεις πλέον δύο θέματα: Το θέμα που δεν λύθηκε και την λάθος λύση που το περιπλέκει.
Πλησιάζει τον Χριστό ένας νεαρός άνθρωπος, γονυπετεί μπροστά Του και Τον παρακαλεί ρωτώντας: «καλέ μου Δάσκαλε, η καρδιά μου σκιρτάει για ζωή, πες μου τι πρέπει να κάνω για να έχω μόνιμη ζωή;». Τι είναι μια τέτοια ερώτηση; Ένα ουρλιαχτό, δύο χιλιάδες χρόνια πριν το "Ουρλιαχτό" του Α. Γκίνσμπεργκ. Κραυγάζει κι αυτός ο νεανίσκος μαζί με τον ποιητή: «… αναρωτιέμαι ποιος νιώθει αγάπη…». Απευθύνεται στον Χριστό, γιατί το διαισθάνεται ότι Αυτός είναι αγάπη, γι᾿ αυτό και τον αποκαλεί αγαθό. Ο Χριστός του ανεβάζει τα στάνταρτς στον Θεό και συνεπώς του θέτει αδιαμφισβήτητο κριτήριο. Ουσιαστικά του λέει, και μας λέει: Κριτήριο ενεργειών, ποιοτικός έλεγχος και ζυγαριά για αξιολόγηση είναι μόνον ο Θεός. Το θέλημά του Θεού, όταν εμείς το αποδεχόμαστε και το τηρούμε, εξασφαλίζει την μονιμότητα «μιας Ζωής πέρα από την ζωή» Τ. Σ. Έλιοτ.
Αυτό το ερώτημα-αγωνία του νεανίσκου του Ευαγγελίου τυραννάει κάθε άνθρωπο έστω και ανεπιγνώστως. Κι όταν δίνει λάθος λύσεις σ᾿ αυτές τις αγωνίες κι όταν τις απωθεί, και τότε δεν παύει να είναι ένα ηλιοτρόπιο που ψάχνει να δει τον Θεό για να υπάρχει. Κι όταν κάνει λάθη, και τότε «η λέρα δεν είναι λέρα ανθρώπων, του θανάτου ήταν και των ατμομηχανών», γιατί δυστυχώς υπάρχει «όλος αυτός ο πολιτισμός, λερώνοντας το τρελό χρυσό του στέμμα» (Α. Γκίνσμπεργκ, Το δίδαγμα του ηλιοτρόπιου).
Η πίεση της αγωνίας για ζωή, όταν δεν απαντηθεί υγιώς και σωστά, καταστρέφει την ζωή, για να επιβεβαιώσει τους ποιητές που λένε: «Πού είναι η Ζωή, που την σπαταλήσαμε ζώντας;» (Τ. Σ. Έλιοτ, Δέκα χορικά απ᾿ τον Βράχο) και «είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα απ᾿ την τρέλα, λιμασμένα, υστερικά, γυμνά… την αυγή γυρεύοντας μια φλογισμένη δόση» (Α. Γκίνσμπεργκ, Ουρλιαχτό). Χίλια δυο υποκατάστατα ζωής μπορούν να παριστάνουν στην ψυχή του ανθρώπου την απάντηση στην υπαρξιακή του αγωνία. Από τη «ναρκωτική καταχνιά του ταμπάκου του καπιταλισμού», μέχρι την ένταση μιας σεξουαλικότητας που νομίζει την εκτόνωση, ύπαρξη και ζωή, μέχρι το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, αλλά και μέχρι την θανατίλα μιας κοινωνικής ευπρέπειας, κούφιας και ψεύτικης.
Τραγικό είναι βεβαίως, και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, να γίνεται υποκατάστατο ζωής κι αυτή ακόμα η τήρηση των εντολών του Θεού! Να έχει γίνει η τήρησή τους αυτοκαταξιώση αντί αυτοπαράδοση, και οι εντολές να έχουν ουσιαστικά καταργηθεί. Να τηρείς τα πάντα «ἐκ νεότητός σου», και να αποδεικνύεται τελικώς ότι το μόνο που έχτιζες ήταν ο πύργος προστασίας του εγωισμού σου. Να έχεις μια διαδρομή πολλών χρόνων μέσα στην εκκλησία, και τελικώς να είσαι πεινασμένος. Να σε στενεύουν οι εντολές σαν αναγκαία φυλακή. Να μην έχεις γευθεί «ὅτι Χριστός ὁ Κύριος», και απλώς να φοβάσαι τον "θυμό" Του, ως καταστροφή του εγωισμού σου. Να τηρείς τα πάντα και να μην έχεις πάρει τίποτε. Να βλέπεις την "πίστη" σου να "χάνεται" μέσα στο «δάσος από τις εντολές». Να μην μπορείς να χαρείς την ζωή, που χαμογελάει πίσω από το "γράμμα".
Ο Χριστός, για να αποδείξει στον μπερδεμένο νεαρό την γύμνια του, του ζητάει, ως επιστέγασμα της υποτιθέμενης πνευματικής πορείας του, να "πωλήσει" τα πάντα και να τα δώσει στους φτωχούς. Η λύπη που γέμισε την ψυχή του και η απομάκρυνσή του τελικώς από τον Χριστό, επιβεβαίωσαν την αυταπάτη της πορείας του. Αυτά για εκείνον.
Εμείς, κρατώντας τον λόγο του Χριστού, ότι η τήρηση των εντολών του οδηγεί και εισάγει στην ζωή, ας αγωνιστούμε να ελευθερωθούμε από κάθε αυταπάτη (υλική ή πνευματική, αδιάφορο) και να στρέφουμε πάντα το κεφάλι μας, όπως το ηλιοτρόπιο προς αυτόν, που είναι η όντως Ζωή και ο Ζωοδότης.