Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ

 πόστολος: Κυρ. κ΄  ἑβδ. ἐπιστ. (Γαλ. α΄ 11 – 19):

11 Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελ­φοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγ­γελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· 12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐ­τὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀπο­καλύψεως Ἰησοῦ Χρι­στοῦ. 13 Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐ­μὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερ­βολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρ­θουν αὐτήν, 14 καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλω­τὴς ὑπάρχων τῶν πατρι­κῶν μου παραδόσεων. 15 Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ 16 ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγ­γελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, 17 οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. 18 Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα στορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέ­μεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέ­ρας δεκαπέντε· 19 ἕτερον δὲ τῶν ἀπο­στόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

11 Σᾶς γνωστοποιῶ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅτι τό Εὐαγγέ­­­­­­λιο πού σᾶς κήρυξα δέν ἀποτελεῖ ἀνθρώπινη ἐπι­νό­η­ση. 12 Διότι ὄχι μόνο οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι, ἀλλά κι ἐ­­­­γώ δέν τό παρέλαβα οὔτε τό διδάχθηκα ἀπό κάποι­­­ον ἄν­­­­­θρωπο, ἀλλά τό παρέλαβα μέ ἀποκάλυψη τοῦ Θε­­­οῦ, ὁ ὁποῖος ἀπευθείας μοῦ φανέρωσε καί μοῦ ἀπο­κά­­­λυ­­­ψε τόν Κύριο Ἰησοῦ. 13 Καί τό ὅτι τό Εὐαγγέλιο μοῦ παραδόθηκε μέ ὑπερ­­­­­φυσική ἀποκάλυψη ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, ἀπο­δει­κνύ­ε­ται ἀπό τή δράση μου στό παρελθόν. Διότι ἀσφα­λῶς ἔχε­τε ἀκούσει γιά τή διαγωγή πού ἔδειξα κά­ποτε, ὅταν ἀκο­λουθοῦσα τό νόμο καί τά ἔθιμα τῶν Ἰου­δαίων. Ἀκού­­σατε δηλαδή ὅτι καταδίωκα ὑπερβολικά τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί προσπαθοῦσα νά τήν ἐξολοθρεύσω. 14 Καί προόδευα στόν Ἰουδαϊσμό περισσότερο ἀπό πολλούς συνομήλικους συμπατριῶτες μου καί ἔδειχνα περισσότερο ζῆλο ἀπ’ αὐτούς γιά τίς παραδόσεις πού κληρονομήσαμε ἀπό τούς πατέρες μας. 15 Ὅταν ὅμως εὐαρεστήθηκε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μέ ξεχώρισε καί μέ διάλεξε ἀπό τόν καιρό ἀκόμη πού ἤμουν στήν κοιλιά τῆς μητέρας μου, καί μέ κάλεσε μέ τή χάρη του, χωρίς ἐγώ ἀπό τά ἔργα μου νά εἶμαι ἄξιος γιά μία τέτοια ἐκλογή, 16 νά ἀποκαλύψει στό βάθος τῆς ψυχῆς μου τόν Υἱό του, γιά νά τόν κηρύττω στά ἔθνη, ἀμέσως δέν συμβου­λεύ­­­­­­θηκα σάρκα καί αἷμα, δηλαδή κάποιον θνητό ἄν­θρω­­πο, 17 οὔτε ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα γιά νά συναντήσω τούς ἀποστόλους πού εἶχαν κληθεῖ πρίν ἀπό μένα στό ἀποστολικό ἀξίωμα, ἀλλά πῆγα στήν Ἀραβία καί πάλι ἐπέστρεψα στή Δαμασκό. 18 Ἔπειτα, μετά ἀπό τρία χρόνια ἀπό τότε πού εἶχα ἐπι­­στρέψει στό Χριστό, ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα γιά νά γνωρίσω ἀπό κοντά τόν Πέτρο, κι ἔμεινα μαζί του δε­­καπέντε μέρες. 19 Ἄλλον ἀπό τούς ἀποστόλους δέν εἶδα, παρά μόνο τόν Ἰάκωβο, τόν ἀδελφό τοῦ Κυρίου.


ΕΝΑΣ ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ

1. Ἀποκάλυψη Θεοῦ

Στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή, ἡ ὁποία ἀναγινώσκεται πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει μιὰ μεγάλη καὶ σωτηριώδη ἀλήθεια στοὺς πιστούς· ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος κήρυττε στὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, δὲν ἀποτελεῖ ἀνθρώπινη ἐπινόηση, ἀλλὰ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.

Δὲν εἶναι κατασκεύασμα ἀνθρώπινο τὸ Εὐαγγέλιο, σημειώνει. «Οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλ­λὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ». Δὲν τὸ παρέλαβα οὔτε τὸ διδάχθηκα ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἀποκάλυψε μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μοῦ φανέρωσε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ἀποδεικνύεται αὐτὸ ἀπὸ τὴ μετα­στρο­φὴ τῆς ζωῆς μου. Θὰ ἔχετε ἀκούσει ὅτι στὸ παρελθὸν ἀκολουθοῦσα τυφλὰ τὸν Νόμο καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων καὶ καταδίωκα τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ τὴν ἐξαφανίσω. Ἔδειχνα μάλιστα ἰδιαίτερο ζῆλο γιὰ τὶς ἰουδαϊκὲς παραδόσεις, περισσότερο ἀπὸ πολλοὺς συνομηλίκους μου.

Ἦλθε ὅμως κάποτε ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μὲ εἶχε διαλέξει προτοῦ ἀκόμη γεννηθῶ, μὲ κάλεσε μὲ τὴ Χάρι του στὴν ἀληθινὴ πίστη, χωρὶς ἐγὼ νὰ τὸ ἀξίζω, καὶ ἀποκάλυψε στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου τὸν Υἱό του, γιὰ νὰ Τὸν κηρύττω στοὺς εἰδωλολάτρες.

Γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν ἀνῆκε στοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου, οὔτε στὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν. Δὲν εἶχε διδαχθεῖ τὶς θεῖες ἀλήθειες, ὅπως οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα, ὑπῆρξε διώκτης τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας του. Καὶ ὅμως, αὐτὸς ὁ σφοδρὸς διώκτης μετεστράφη μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἔπειτα ἀπὸ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος καὶ τοῦ δίδαξε τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου του. Ὁ θεῖος Παῦλος κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο αὐτὸ στὰ ἔθνη. Ἔγινε πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος, Ἀ­πόστολος τῶν ἐθνῶν, θυσιάζον­τας ἀ­κό­­μη καὶ τὴ ζωή του γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ Εὐαγ­γέλιο λοιπόν, ποὺ κήρυττε ὁ ἀπόστο­λος Παῦλος, δὲν ἦταν ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, οὔτε ἕνα σύστημα φιλο­σοφικῶν συλλογισμῶν, κάποιες ἰδέες καὶ ἐμπνεύσεις ὁρισμένων διδασκάλων μὲ ὑ­ψηλὸ δείκτη νοημοσύνης, ἀλλὰ ἡ ἀποκά­λυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἴδιο καὶ δι᾿ αὐτοῦ στοὺς ἀνθρώπους.

Αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο ἔχουμε παραλάβει κι ἐμεῖς μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι᾿ αὐτὸ κάθε φορὰ ποὺ κρατοῦμε στὰ χέρια μας τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἂς ἔχουμε τὴ συν­αίσθηση ὅτι ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὸν Θεό. Ὅποτε ἀκοῦμε τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα στὴ θεία Λειτουργία, τὸν Θεὸ ἀφουγκραζόμαστε· τὴ δική του φωνή, ποὺ ὁμιλεῖ προσωπικὰ στὸν καθένα μας. Ἄς μελετοῦμε δὲ καὶ μόνοι μας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, μὲ τὴν ἀπαιτούμενη πάν­τοτε προσοχὴ καὶ εὐλάβεια.

2. Ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου

Στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς ὁ θεῖος Ἀπόστολος ἀναφέρει ὅτι τρία χρόνια μετὰ τὴ θαυμαστὴ ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ μεταστροφή του, ἀνέβηκε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν ἀ­πό­στολο Πέτρο, κοντὰ στὸν ὁποῖο ἔμεινε δεκαπέντε ἡμέρες. «Ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου», σημειώνει ὁ Ἀπόστολος στὸ τέλος τῆς περικοπῆς. Δηλαδή, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πέτρο δὲν συνάντησε ἐκεῖ ἄλλον Ἀπόστολο παρὰ μόνο τὸν Ἰάκωβο, ὁ ὁποῖος ἦταν γνωστὸς καὶ ὡς «ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου», «Ἀδελφόθεος».

Τὴ σημερινὴ Κυριακὴ συμβαίνει νὰ ἑορτάζει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ὁ στύλος αὐτὸς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, στὸν ὁποῖο, ὅπως γνωρίζουμε, ἐμφανίσθηκε προσωπικὰ ὁ Κύριος Ἰησοῦς με­τὰ τὴν Ἀνάστασή του καὶ τὸν κάλεσε στὸ ἀ­ποστολικὸ ἀξίωμα. Ἐξελέγη μάλιστα πρῶ­τος Ἐπίσκοπος τῶν Ἱεροσολύμων καὶ εἶ­ναι ὁ συγγραφέας τῆς πρώτης ἀπὸ τὶς Κα­θολικὲς Ἐπιστολές, ποὺ περιλαμβάνον­ται στὴν Καινὴ Διαθήκη.

Ἂς σταθοῦμε ὅμως στὴν τελευταία φράση τῆς περικοπῆς, στὴν ὁποία φαίνεται ἡ ὀνομασία ποὺ ἔλαβε ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας: «Ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου», «Ἀδελφόθεος». Δὲν εἶχε βέβαια κατὰ σάρκα συγγένεια μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὀνομάσθηκε ἔτσι, ἐ­πειδὴ ἦταν υἱὸς τοῦ μνή­στορος Ἰωσὴφ ἀ­πὸ προηγούμενο γάμο. Ὁπωσδήποτε ὅ­μως θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἀ­δελ­φό­θεος Ἰάκωβος εἶχε συγγένεια μὲ τὸν Κύ­ριο στὸ πνεῦμα, στὴν ἀρετή, στὴν ἁγιό­τητα.

Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ δική μας ἀποστολή, ὁ δι­κός μας προορισμὸς στὴ ζωή: Νὰ ὁμοιά­σου­με στὸν Κύριό μας, κατὰ τὸ δυνατόν, τηρώντας τὸ θέλημά του, τὶς θεῖες ἐν­τολές του στὴ ζωή μας, εὐαρεστών­τας σ᾿ Αὐτὸν καὶ ἀφιερώνον­τας σ᾿ Αὐ­τὸν τὴ ζωή μας. Ἄλλωστε ὁ Κύριος εἶπε ὅτι, ὅ­ποιος ἐφαρμόσει τὸ θέλημα τοῦ οὐράνιου Πατέρα του, αὐτὸς εἶναι ἀδελφός του καὶ ἀδελφή του καὶ μητέρα του. Ἔτσι λοι­πὸν μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ ὁμοιάσουμε στὸν Χριστό, νὰ γίνουμε ἀδελφόθεοι, ἀ­δελ­φοὶ τοῦ Κυρίου μας!


Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 23 Ὀκτωβρίου 2022, ΣΤ΄ Λουκᾶ (Λουκ. η΄ 27-39)

27 ξελθόντι δ ατ π τν γν πήντησεν ατ ­­­νήρ τις κ τς πόλεως, ς εχε δαιμόνια κ χρόνων κανν, κα μάτιον οκ νε­διδύσκετο κα ν οκί οκ μενεν, λλ᾿ ν τος μνήμασιν. 28 δν δ τν ησον κα ­νακράξας προσέπεσεν α­­­τ κα φων μεγάλ επε· τί μο κα σοί, ησο, υἱὲ το Θεο το ψίστου; δέο­μαί σου, μή με βασανί­σς. 29 παρήγγειλε γρ τ πνεύματι τ καθάρτ ξελθεν π το νθρώπου. πολλος γρ χρόνοις συνηρπά­κει ατόν, κα δεσμετο ­­­λύσεσι κα πέδαις φυλασσόμενος, κα διαρρήσσων τ δεσμ λαύνετο π το δαίμονος ες τς ρήμους. 30 πηρώτησε δ ατν  η­σος λέγων· τί σοί στιν νομα;  δ επε· λεγεών· ­­­τι δαιμόνια πολλ εσλθεν­ ες ατόν· 31 κα παρεκάλει ατν να μ πιτάξ ατος ες τν βυσσον πελθεν. 32 ν δ κε γέλη χοίρων κανν βοσκομένων ν τ ­­ρει· κα παρεκάλουν ατν να πιτρέψ ατος ες ­­­κείνους εσελθεν· κα πέ­τρεψεν ατος. 33 ξελθόντα δ τ δαιμό­νια π το νθρώπου εσ­λθον ες τος χοίρους, κα ρμησεν  γέλη κατ το κρημνο ες τν λίμνην κα πεπνίγη. 34 δόντες δ ο βόσκοντες τ γεγενημένον φυγον, κα πήγγειλαν ες τν πόλιν κα ες τος γρούς. 35 ξλθον δ δεν τ γεγο­νός, κα λθον πρς τν ησον κα ερον καθήμενον­ τν νθρωπον, φ᾿ ο τ ­δαιμόνια ξεληλύθει, ματι­σμέ­νον κα σωφρονοντα παρ τος πόδας το η­σο, κα φοβήθησαν. 36 πήγγειλαν δ ατος ο δόντες πς σώθη  δαιμονισθείς. 37 κα ρώτησαν ατν ­­­παν τ πλθος τς περιχώ­ρου τν Γαδαρηνν πελ­θεν π᾿ ατν, τι φόβ με­γάλ συνείχοντο. ατς δ μβς ες τ πλο­ον πέ­στρεψεν. 38 δέετο δ ατο  νήρ, φ᾿ ο ξεληλύθει τ δαιμόνια, εναι σν ατ· πέλυσε δ ατν  ησος λέγων· 39 πόστρεφε ες τν οκόν σου κα διηγο σα ποίησέ σοι  Θεός. κα πλθε καθ᾿ λην τν πόλιν κηρύσσων σα ποίησεν ατ  ησος.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

27 Κι ὅταν βγῆκε στή στεριά, τόν συνάντησε κάποιος ἄνθρωπος πού καταγόταν ἀπό τήν πόλη, ὁ ὁποῖος εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπό πολλά χρόνια. Αὐ­τός δέν φοροῦσε πάνω του ροῦχα οὔτε ἔμενε σέ σπίτι, ἀλλά ζοῦσε μέσα στά μνήματα. 28 Ὅταν ὅμως εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἀπό τό φόβο του ἔβγαλε μιά δυνατή κραυγή, ἔπεσε στά πόδια του καί μέ φωνή μεγάλη εἶπε: Ποιά σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σέ μένα καί σέ σένα καί τί ζητᾶς ἀπό μένα, Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Σέ παρακαλῶ, μή μέ βασανίσεις καί μή μοῦ ἐπιβάλεις τήν τιμωρία νά κλειστῶ ἀπό τώρα μέσα στά σκοτάδια τοῦ Ἅδη. 29 Καί εἶπε τά λόγια αὐτά ὁ δαιμονισμένος, διότι ὁ Ἰη­σοῦς εἶχε διατάξει τό ἀκάθαρτο δαιμονικό πνεῦ­μα νά βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο. Διότι ἀπό πολλά χρόνια τόν εἶ­­χε κυριεύσει, καί τοῦ δη­μιουργοῦσε ἄγρια ἔξαψη. Γι’ αὐ­­τό τόν ἔδεναν μέ ἁλυσίδες καί μέ σιδερένια δεσμά στά πόδια, καί τόν φύλαγαν νά μήν κάνει κανένα κακό σέ κανέναν. Ἀλλά αὐτός ἔσπαζε τά δεσμά καί συρόταν βίαια ἀπό τόν δαίμονα στίς ἐρημιές. 30 Τόν ρώτησε τότε ὁ Ἰησοῦς: Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου; Κι αὐτός τοῦ ἀπάντησε: Λεγεών, δηλαδή ταξιαρχία στρα­τιωτῶν. Καί εἶχε αὐτό τό ὄνομα, διότι εἶχαν μπεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο αὐτό ὄχι μόνο ἕνα ἀλλά πολλά δαι­­μόνια. 31 Καί τά δαιμόνια αὐτά μέ τό στόμα τοῦ δαιμονισμένου τόν παρακα­λοῦσαν νά μήν τά διατάξει νά πᾶνε στά τρίσβαθα τοῦ Ἅδη. 32 Στό μεταξύ ἐκεῖ κοντά ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπό πολλούς χοί­ρους πού ἔβοσκαν στό βουνό. Καί τά δαιμόνια τόν παρακαλοῦσαν νά τούς ἐπιτρέψει νά μποῦν σ’ ἐκείνους τούς χοίρους. Καί ὁ Κύριος τούς τό ἐπέτρεψε, ἐπειδή αὐτοί πού ἔτρε­­­­­­φαν τούς χοίρους τό ἔκαναν αὐτό παραβαίνοντας τό Μω­­σαϊκό νόμο, ὁ ὁποῖος ἀπαγόρευε τό χοι­ρινό κρέας ὡς ἀκάθαρτο. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Κύριος τιμώρησε τήν παρανο­μία τους αὐτή. 33 Κι ἀφοῦ βγῆκαν τά δαιμόνια ἀπ’ τόν ἄνθρωπο, μπῆκαν στούς χοίρους. Τότε τό κοπάδι ὅρμησε μέ ἀσυ­γκράτητη μανία πρός τό γκρεμό, κι ἔπεσε κάτω στή λίμνη καί πνίγηκε. 34 Μόλις εἶδαν αὐτό πού ἔγινε ἐκεῖνοι πού ἔβοσκαν τούς χοίρους, ἔφυγαν καί ἀνήγγειλαν τό συμβάν τῆς κα­­ταστροφῆς τῶν χοίρων στούς κατοίκους τῆς πόλεως καί σ’ ὅσους ἔμεναν ἔξω στήν ὕπαιθρο. 35 Τότε οἱ ἄνθρωποι βγῆκαν ἀπό τήν πόλη καί τά περίχωρα γιά νά δοῦν αὐτό πού ἔγινε, καί ἦλθαν στόν Ἰησοῦ. Καί πράγματι, βρῆκαν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια νά κάθεται κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί νά εἶναι ντυμένος καί σωφρονισμένος. Καί φοβήθηκαν. 36 Κι ὅσοι εἶχαν δεῖ τό περιστατικό τούς διηγήθηκαν πῶς ἔγινε καλά καί σώθηκε ὁ δαιμονισμένος. 37 Τότε ὅλο τό πλῆθος τῆς περιφέρειας τῶν Γαδαρηνῶν παρακάλεσαν τόν Ἰησοῦ νά φύγει ἀπό κοντά τους, διότι κυριεύθηκαν ἀπό μεγάλο φόβο ὅταν εἶδαν τή δίκαιη τιμωρία πού ἐπιβλήθηκε σ’ ἐκείνους πού ἐξέ­τρε­φαν χοίρους παρά τήν ἀπαγόρευση τοῦ νόμου. Καί ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στό πλοῖο καί ἐπέστρεψε στό μέρος ἀπό τό ὁποῖο εἶχε ἔλθει. 38 Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια τόν παρακαλοῦσε νά μένει μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή νά φύγει λέγοντας: 39 Γύρισε πίσω στό σπίτι σου καί νά διηγεῖσαι ὅσα σοῦ ἔκανε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σέ ἀπάλλαξε ἀπό τά δαιμόνια. Κι ἐκεῖνος ἔφυγε καί διεκήρυττε σ’ ὅλη τήν πόλη ὅσα τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.

https://www.osotir.org/2022/10/17/kuriaki-st-louka-2022/