11 Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· 12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. 13 Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, 14 καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. 15 Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ 16 ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, 17 οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. 18 Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα στορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· 19 ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
11 Σᾶς γνωστοποιῶ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅτι τό Εὐαγγέλιο πού σᾶς κήρυξα δέν ἀποτελεῖ ἀνθρώπινη ἐπινόηση. 12 Διότι ὄχι μόνο οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι, ἀλλά κι ἐγώ δέν τό παρέλαβα οὔτε τό διδάχθηκα ἀπό κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλά τό παρέλαβα μέ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπευθείας μοῦ φανέρωσε καί μοῦ ἀποκάλυψε τόν Κύριο Ἰησοῦ. 13 Καί τό ὅτι τό Εὐαγγέλιο μοῦ παραδόθηκε μέ ὑπερφυσική ἀποκάλυψη ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, ἀποδεικνύεται ἀπό τή δράση μου στό παρελθόν. Διότι ἀσφαλῶς ἔχετε ἀκούσει γιά τή διαγωγή πού ἔδειξα κάποτε, ὅταν ἀκολουθοῦσα τό νόμο καί τά ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων. Ἀκούσατε δηλαδή ὅτι καταδίωκα ὑπερβολικά τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί προσπαθοῦσα νά τήν ἐξολοθρεύσω. 14 Καί προόδευα στόν Ἰουδαϊσμό περισσότερο ἀπό πολλούς συνομήλικους συμπατριῶτες μου καί ἔδειχνα περισσότερο ζῆλο ἀπ’ αὐτούς γιά τίς παραδόσεις πού κληρονομήσαμε ἀπό τούς πατέρες μας. 15 Ὅταν ὅμως εὐαρεστήθηκε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μέ ξεχώρισε καί μέ διάλεξε ἀπό τόν καιρό ἀκόμη πού ἤμουν στήν κοιλιά τῆς μητέρας μου, καί μέ κάλεσε μέ τή χάρη του, χωρίς ἐγώ ἀπό τά ἔργα μου νά εἶμαι ἄξιος γιά μία τέτοια ἐκλογή, 16 νά ἀποκαλύψει στό βάθος τῆς ψυχῆς μου τόν Υἱό του, γιά νά τόν κηρύττω στά ἔθνη, ἀμέσως δέν συμβουλεύθηκα σάρκα καί αἷμα, δηλαδή κάποιον θνητό ἄνθρωπο, 17 οὔτε ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα γιά νά συναντήσω τούς ἀποστόλους πού εἶχαν κληθεῖ πρίν ἀπό μένα στό ἀποστολικό ἀξίωμα, ἀλλά πῆγα στήν Ἀραβία καί πάλι ἐπέστρεψα στή Δαμασκό. 18 Ἔπειτα, μετά ἀπό τρία χρόνια ἀπό τότε πού εἶχα ἐπιστρέψει στό Χριστό, ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα γιά νά γνωρίσω ἀπό κοντά τόν Πέτρο, κι ἔμεινα μαζί του δεκαπέντε μέρες. 19 Ἄλλον ἀπό τούς ἀποστόλους δέν εἶδα, παρά μόνο τόν Ἰάκωβο, τόν ἀδελφό τοῦ Κυρίου.
ΕΝΑΣ ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ
1. Ἀποκάλυψη Θεοῦ
Στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή, ἡ ὁποία ἀναγινώσκεται πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει μιὰ μεγάλη καὶ σωτηριώδη ἀλήθεια στοὺς πιστούς· ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος κήρυττε στὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, δὲν ἀποτελεῖ ἀνθρώπινη ἐπινόηση, ἀλλὰ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.
Δὲν εἶναι κατασκεύασμα ἀνθρώπινο τὸ Εὐαγγέλιο, σημειώνει. «Οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ». Δὲν τὸ παρέλαβα οὔτε τὸ διδάχθηκα ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἀποκάλυψε μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μοῦ φανέρωσε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ἀποδεικνύεται αὐτὸ ἀπὸ τὴ μεταστροφὴ τῆς ζωῆς μου. Θὰ ἔχετε ἀκούσει ὅτι στὸ παρελθὸν ἀκολουθοῦσα τυφλὰ τὸν Νόμο καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων καὶ καταδίωκα τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ τὴν ἐξαφανίσω. Ἔδειχνα μάλιστα ἰδιαίτερο ζῆλο γιὰ τὶς ἰουδαϊκὲς παραδόσεις, περισσότερο ἀπὸ πολλοὺς συνομηλίκους μου.
Ἦλθε ὅμως κάποτε ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μὲ εἶχε διαλέξει προτοῦ ἀκόμη γεννηθῶ, μὲ κάλεσε μὲ τὴ Χάρι του στὴν ἀληθινὴ πίστη, χωρὶς ἐγὼ νὰ τὸ ἀξίζω, καὶ ἀποκάλυψε στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου τὸν Υἱό του, γιὰ νὰ Τὸν κηρύττω στοὺς εἰδωλολάτρες.
Γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν ἀνῆκε στοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου, οὔτε στὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν. Δὲν εἶχε διδαχθεῖ τὶς θεῖες ἀλήθειες, ὅπως οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα, ὑπῆρξε διώκτης τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας του. Καὶ ὅμως, αὐτὸς ὁ σφοδρὸς διώκτης μετεστράφη μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἔπειτα ἀπὸ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος καὶ τοῦ δίδαξε τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου του. Ὁ θεῖος Παῦλος κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο αὐτὸ στὰ ἔθνη. Ἔγινε πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος, Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, θυσιάζοντας ἀκόμη καὶ τὴ ζωή του γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ Εὐαγγέλιο λοιπόν, ποὺ κήρυττε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δὲν ἦταν ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, οὔτε ἕνα σύστημα φιλοσοφικῶν συλλογισμῶν, κάποιες ἰδέες καὶ ἐμπνεύσεις ὁρισμένων διδασκάλων μὲ ὑψηλὸ δείκτη νοημοσύνης, ἀλλὰ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἴδιο καὶ δι᾿ αὐτοῦ στοὺς ἀνθρώπους.
Αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο ἔχουμε παραλάβει κι ἐμεῖς μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι᾿ αὐτὸ κάθε φορὰ ποὺ κρατοῦμε στὰ χέρια μας τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἂς ἔχουμε τὴ συναίσθηση ὅτι ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὸν Θεό. Ὅποτε ἀκοῦμε τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα στὴ θεία Λειτουργία, τὸν Θεὸ ἀφουγκραζόμαστε· τὴ δική του φωνή, ποὺ ὁμιλεῖ προσωπικὰ στὸν καθένα μας. Ἄς μελετοῦμε δὲ καὶ μόνοι μας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, μὲ τὴν ἀπαιτούμενη πάντοτε προσοχὴ καὶ εὐλάβεια.
2. Ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου
Στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς ὁ θεῖος Ἀπόστολος ἀναφέρει ὅτι τρία χρόνια μετὰ τὴ θαυμαστὴ ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ μεταστροφή του, ἀνέβηκε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν ἀπόστολο Πέτρο, κοντὰ στὸν ὁποῖο ἔμεινε δεκαπέντε ἡμέρες. «Ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου», σημειώνει ὁ Ἀπόστολος στὸ τέλος τῆς περικοπῆς. Δηλαδή, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πέτρο δὲν συνάντησε ἐκεῖ ἄλλον Ἀπόστολο παρὰ μόνο τὸν Ἰάκωβο, ὁ ὁποῖος ἦταν γνωστὸς καὶ ὡς «ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου», «Ἀδελφόθεος».
Τὴ σημερινὴ Κυριακὴ συμβαίνει νὰ ἑορτάζει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ὁ στύλος αὐτὸς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, στὸν ὁποῖο, ὅπως γνωρίζουμε, ἐμφανίσθηκε προσωπικὰ ὁ Κύριος Ἰησοῦς μετὰ τὴν Ἀνάστασή του καὶ τὸν κάλεσε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Ἐξελέγη μάλιστα πρῶτος Ἐπίσκοπος τῶν Ἱεροσολύμων καὶ εἶναι ὁ συγγραφέας τῆς πρώτης ἀπὸ τὶς Καθολικὲς Ἐπιστολές, ποὺ περιλαμβάνονται στὴν Καινὴ Διαθήκη.
Ἂς σταθοῦμε ὅμως στὴν τελευταία φράση τῆς περικοπῆς, στὴν ὁποία φαίνεται ἡ ὀνομασία ποὺ ἔλαβε ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας: «Ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου», «Ἀδελφόθεος». Δὲν εἶχε βέβαια κατὰ σάρκα συγγένεια μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὀνομάσθηκε ἔτσι, ἐπειδὴ ἦταν υἱὸς τοῦ μνήστορος Ἰωσὴφ ἀπὸ προηγούμενο γάμο. Ὁπωσδήποτε ὅμως θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος εἶχε συγγένεια μὲ τὸν Κύριο στὸ πνεῦμα, στὴν ἀρετή, στὴν ἁγιότητα.
Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ δική μας ἀποστολή, ὁ δικός μας προορισμὸς στὴ ζωή: Νὰ ὁμοιάσουμε στὸν Κύριό μας, κατὰ τὸ δυνατόν, τηρώντας τὸ θέλημά του, τὶς θεῖες ἐντολές του στὴ ζωή μας, εὐαρεστώντας σ᾿ Αὐτὸν καὶ ἀφιερώνοντας σ᾿ Αὐτὸν τὴ ζωή μας. Ἄλλωστε ὁ Κύριος εἶπε ὅτι, ὅποιος ἐφαρμόσει τὸ θέλημα τοῦ οὐράνιου Πατέρα του, αὐτὸς εἶναι ἀδελφός του καὶ ἀδελφή του καὶ μητέρα του. Ἔτσι λοιπὸν μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ ὁμοιάσουμε στὸν Χριστό, νὰ γίνουμε ἀδελφόθεοι, ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου μας!
Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 23 Ὀκτωβρίου 2022, ΣΤ΄ Λουκᾶ (Λουκ. η΄ 27-39)
27 ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. 28 ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. 29 παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. 30 ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· 31 καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. 32 ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. 33 ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. 34 ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. 35 ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. 36 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. 37 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο. αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. 38 ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· 39 ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
27 Κι ὅταν βγῆκε στή στεριά, τόν συνάντησε κάποιος ἄνθρωπος πού καταγόταν ἀπό τήν πόλη, ὁ ὁποῖος εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπό πολλά χρόνια. Αὐτός δέν φοροῦσε πάνω του ροῦχα οὔτε ἔμενε σέ σπίτι, ἀλλά ζοῦσε μέσα στά μνήματα. 28 Ὅταν ὅμως εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἀπό τό φόβο του ἔβγαλε μιά δυνατή κραυγή, ἔπεσε στά πόδια του καί μέ φωνή μεγάλη εἶπε: Ποιά σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σέ μένα καί σέ σένα καί τί ζητᾶς ἀπό μένα, Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Σέ παρακαλῶ, μή μέ βασανίσεις καί μή μοῦ ἐπιβάλεις τήν τιμωρία νά κλειστῶ ἀπό τώρα μέσα στά σκοτάδια τοῦ Ἅδη. 29 Καί εἶπε τά λόγια αὐτά ὁ δαιμονισμένος, διότι ὁ Ἰησοῦς εἶχε διατάξει τό ἀκάθαρτο δαιμονικό πνεῦμα νά βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο. Διότι ἀπό πολλά χρόνια τόν εἶχε κυριεύσει, καί τοῦ δημιουργοῦσε ἄγρια ἔξαψη. Γι’ αὐτό τόν ἔδεναν μέ ἁλυσίδες καί μέ σιδερένια δεσμά στά πόδια, καί τόν φύλαγαν νά μήν κάνει κανένα κακό σέ κανέναν. Ἀλλά αὐτός ἔσπαζε τά δεσμά καί συρόταν βίαια ἀπό τόν δαίμονα στίς ἐρημιές. 30 Τόν ρώτησε τότε ὁ Ἰησοῦς: Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου; Κι αὐτός τοῦ ἀπάντησε: Λεγεών, δηλαδή ταξιαρχία στρατιωτῶν. Καί εἶχε αὐτό τό ὄνομα, διότι εἶχαν μπεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο αὐτό ὄχι μόνο ἕνα ἀλλά πολλά δαιμόνια. 31 Καί τά δαιμόνια αὐτά μέ τό στόμα τοῦ δαιμονισμένου τόν παρακαλοῦσαν νά μήν τά διατάξει νά πᾶνε στά τρίσβαθα τοῦ Ἅδη. 32 Στό μεταξύ ἐκεῖ κοντά ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπό πολλούς χοίρους πού ἔβοσκαν στό βουνό. Καί τά δαιμόνια τόν παρακαλοῦσαν νά τούς ἐπιτρέψει νά μποῦν σ’ ἐκείνους τούς χοίρους. Καί ὁ Κύριος τούς τό ἐπέτρεψε, ἐπειδή αὐτοί πού ἔτρεφαν τούς χοίρους τό ἔκαναν αὐτό παραβαίνοντας τό Μωσαϊκό νόμο, ὁ ὁποῖος ἀπαγόρευε τό χοιρινό κρέας ὡς ἀκάθαρτο. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Κύριος τιμώρησε τήν παρανομία τους αὐτή. 33 Κι ἀφοῦ βγῆκαν τά δαιμόνια ἀπ’ τόν ἄνθρωπο, μπῆκαν στούς χοίρους. Τότε τό κοπάδι ὅρμησε μέ ἀσυγκράτητη μανία πρός τό γκρεμό, κι ἔπεσε κάτω στή λίμνη καί πνίγηκε. 34 Μόλις εἶδαν αὐτό πού ἔγινε ἐκεῖνοι πού ἔβοσκαν τούς χοίρους, ἔφυγαν καί ἀνήγγειλαν τό συμβάν τῆς καταστροφῆς τῶν χοίρων στούς κατοίκους τῆς πόλεως καί σ’ ὅσους ἔμεναν ἔξω στήν ὕπαιθρο. 35 Τότε οἱ ἄνθρωποι βγῆκαν ἀπό τήν πόλη καί τά περίχωρα γιά νά δοῦν αὐτό πού ἔγινε, καί ἦλθαν στόν Ἰησοῦ. Καί πράγματι, βρῆκαν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια νά κάθεται κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί νά εἶναι ντυμένος καί σωφρονισμένος. Καί φοβήθηκαν. 36 Κι ὅσοι εἶχαν δεῖ τό περιστατικό τούς διηγήθηκαν πῶς ἔγινε καλά καί σώθηκε ὁ δαιμονισμένος. 37 Τότε ὅλο τό πλῆθος τῆς περιφέρειας τῶν Γαδαρηνῶν παρακάλεσαν τόν Ἰησοῦ νά φύγει ἀπό κοντά τους, διότι κυριεύθηκαν ἀπό μεγάλο φόβο ὅταν εἶδαν τή δίκαιη τιμωρία πού ἐπιβλήθηκε σ’ ἐκείνους πού ἐξέτρεφαν χοίρους παρά τήν ἀπαγόρευση τοῦ νόμου. Καί ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στό πλοῖο καί ἐπέστρεψε στό μέρος ἀπό τό ὁποῖο εἶχε ἔλθει. 38 Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια τόν παρακαλοῦσε νά μένει μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή νά φύγει λέγοντας: 39 Γύρισε πίσω στό σπίτι σου καί νά διηγεῖσαι ὅσα σοῦ ἔκανε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σέ ἀπάλλαξε ἀπό τά δαιμόνια. Κι ἐκεῖνος ἔφυγε καί διεκήρυττε σ’ ὅλη τήν πόλη ὅσα τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.
https://www.osotir.org/2022/10/17/kuriaki-st-louka-2022/