«Και εύρσν καθήμενον τον άνθρωπον, αφ' ου τα δαιμόνια
εξεληλύθει, ίματισμένον και σωφρονοϋντα
(Λουκ. η' 35)
Δύο εικόνες διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους έρχονται στο νου μας ακούγοντας τη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Από τη μια η φρικτή μορφή του δαιμονιζόμενου των Γαδαρηνών. Ανθρώπου ρακένδυτου όχι μόνο σωματικά μα και ψυχικά. Απορριμμένος απ' την κοινωνία, μοιράζεται με τους νεκρούς τα μνήματα τους. Ανθρώπου που λεγεώνες δαιμόνων του έδεναν νου και τη ψυχή και οι άνθρωποι, για να ησυχάσουν απ’ αυτόν, τον άφηναν αλυσοδεμένο να σέρνεται σαν αγρίμι μανιασμένο στις έρημους γιανα βρει εκεί καταφυγή.
Απ' την άλλη ο ίδιος άνθρωπος, ιματισμένος και σώφρον, βρίσκεται γαληνεμένος στα πόδια του λυτρωτή του. Ένα πρώην απομεινάρι, αραγμένο στ' απάνεμο θεϊκό λιμάνι, ζωντανό πια χωρίς τους σκοτισμένους λογισμούς νου και τη μαυρισμένη ψυχή, ησυχασμένο, παρακαλεί τον Κύριο να μείνει για πάντα μαζί του.