Γλωσσάριο 100 δύσκολων λέξεων της Μεγ. Εβδομάδας
αἰδεσθεῖσα
μετοχή Αορίστου
του ρ. αἰδοῦμαι = αισχύνομαι, ντρέπομαι (< αἰδώς)
Ὢ! πῶς ἡ παράνομος
συναγωγή, τὸν Βασιλέα τῆς Κτίσεως κατεδίκασε θανάτῳ, μὴ αἰδεσθεῖσα τὰς εὐεργεσίας,
ἃς ἀναμιμνήσκων, προησφαλίζετο λέγων πρὸς αὐτούς· (Δοξαστικό Εσπερίων, Μ.
Παρασκευή, Εσπερινός)
αἰωνίζω
= είμαι ή γίνομαι
αιώνιος (< αιών)
Βασιλεύει, ἀλλ' οὐκ
αἰωνίζει, ᾍδης τοῦ γένους τῶν βροτῶν· (Κανόνας, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ἀκουτισθῶμεν
Υποτακτική (Παθ.)
Αορίστου του ρ. ἀκουτίζομαι = ακούω με προσοχή (< ακούω, ακοή)
Ἀκουτισθῶμεν, πάντες
οἱ πιστοί, συγκαλουμένης ὑψηλῷ κηρύγματι, (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ἄμφω
(δυϊκός αριθμός) =
και τα δύο
Σήμερον τὴν τῶν
χρημάτων ἀγχόνην, Ἰούδας ἑαυτῷ περιτίθησι, καὶ στερεῖται κατ' ἄμφω, ζωῆς προσκαίρου
καὶ θείας. (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
τῆς σαρκὸς ἡ ψυχή
σου, διῄῥηται σπαράττουσα ἄμφω γὰρ δεσμούς, τοῦ θανάτου καὶ ᾍδου (Κανόνας, Μ.
Σάββατο, Όρθρος)
ἀνάνηψον
Προστακτική
Αορίστου του ρ. ἀνανήφω = ανακτώ τη νηφαλιότητά μου• συνέρχομαι (πβ. νηφάλιος,
νῆψις)
ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα·
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς. (Τροπάριο
Νυμφίου, Μ. Δευτέρα, Όρθρος)
ἀναρτηθῆναι
Απαρέμφατο Παθητ.
Αορίστου του ρ. ἀναρτῶ (βλ.λ.)
καταδέχεται, ἀναρτηθῆναι
ἐν ξύλῳ, τοῦ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον. (Κάθισμα, Μ. Δευτέρα, Όρθρος)
ἀναρτῶ
= κρεμώ
(προσηλώνω)
Σήμερον σὲ θεωροῦσα,
ἡ ἄμεμπτος Παρθένος ἐν Σταυρῷ, Λόγε ἀναρτώμενον (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ.
Παρασκευή, Όρθρος)
ἀναφής
= αυτός που δεν
μπορεί κανείς να τον αγγίξει, ο μη απτός, άυλος· (< ἅπτω, ἁφή)
Ὁ ἀναφὴς κρατεῖται,
δεσμεῖται, ὁ λύων τὸν Ἀδὰμ τῆς κατάρας. (Και νύν Εσπερίων, Μ. Παρασκευή,
Εσπερινός)
ἀνάψας
Μετοχή Αορίστου
του ρ. ἀνάπτω = αναρτώ, κρεμώ (μεταγενέστερο το «ανάβω»)
ἀπογνώσει γὰρ σαυτόν,
ἑβρόχισας ἀνάψας προδότα. (Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ἀνεδήσω
Αόριστος του ρ. ἀναδέομαι
= φορώ ως διάδημα, στεφάνι (πβ. διάδημα)
Πρὸ τοῦ τιμίου σου
Σταυροῦ, στρατιωτῶν ἐμπαιζόντων σε Κύριε, αἱ νοεραὶ στρατιαὶ κατεπλήττοντο· ἀνεδήσω
γὰρ στέφανον ὕβρεως, ὁ τὴν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἄνθεσι, (Ιδιόμελο Ωρών, Μ.
Παρασκευή, Μ. Ώρες)
ἀνέθορε
Αόριστος β΄του ρ. ἀναθρώσκω
= ανυψώνομαι, ανεβαίνω
ὡς ἐκ θαλάμου, τοῦ
θηρὸς ἀνέθορε, προσεφώνει δὲ τῇ κουστωδίᾳ.(Κανόνας, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ἀνείδεος
= αυτός που δεν
έχει είδος, μορφή (< εἶδος)
Ὁ ὡραῖος κάλλει,
παρὰ πάντας βροτούς, ὡς ἀνείδεος νεκρὸς καταφαίνεται, ὁ τὴν φύσιν ὡραΐσας τοῦ
παντός. (Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
[ΣΗΜ. Ησ. 53,2: καὶ
εἴδοµεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδέ κάλλος]
ἀνεκφοίτητος
= αυτός που δεν
εξήλθε (από κάπου) (< ἐκφοιτῶ = εξέρχομαι, βλ. κ. φοιτήσαντος)
Κόλπων πατρικῶν, ἀνεκφοίτητος
μείνας οἰκτίρμον, καὶ βροτὸς γενέσθαι εὐδόκησας, καὶ εἰς ᾍδην καταβέβηκας Χριστέ.
(Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ἀντωσάμενος
Μετοχή Αορίστου
του ρ. ἀντωθοῦμαι = σπρώχνω προς τα πίσω• (κατ’ επέκτ.) απωθώ
οἰκειότητα Χριστοῦ,
Ἰούδας ἀντωσάμενος χρυσοῦ. (Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. Κατά μία
εκτίμηση ο υμνογράφος δεν έχει κατά νού το σπάνιο (ή και αδόκιμο) ρ. ἀντωθοῦμαι
«σπρώχνω πίσω», αλλά το ἀπωθοῦμαι τροποποιημένο σε ἀντωθοῦμαι, για να το
τονιστεί το (ευτελές) «αντίτιμο» αυτής της απωθήσεως.
ἀπαγορεύω
= (εδώ) αποκλείω
Ἀπαγορεύεις, Σίμων
Πέτρε, ὅπερ πείσῃ τάχος ὡς εἴρηται· (Κανόνας, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
ἀπαμφίασον
Προστατική
Αορίστου του ρ. ἀπαμφιέννυμι = αφαιρώ το ένδυμα, γδύνω (πβ. ἄμφιο, ἀμφίεση)
τὴν δυσείμονά μου
μορφήν, τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Τρίτη, Όρθρος)
ἀπαναινόμενος
Μετοχή του ρ. ἀπαναίνομαι
= αρνούμαι, απορρίπτω (< αἲνομαι «δέχομαι», πβ. αἶνος)
ἀπαναινόμενος Πέτρος
δὲ νίπτεσθαι, αὖθις τῷ θείῳ ὑπείκει προστάγματι, (Κάθισμα, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ἄπιτε
Προστακτική (γ’
πληθ.) του ρ. ἄπειμι = πηγαίνω, φεύγω
Ἄπιτε τοῖς Μαθηταῖς,
ὁ Λόγος ἔφη, (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ἀποῤῥυφθῆναι
Απαρέμφατο (Παθ.)
Αορίστου του ρ. ἀπορρύπτομαι = καθαρίζομαι, πλένομαι (< ῥύπος)
Ῥύπον τις μὴ ἔχων ἀπορρυφθῆναι
οὐ δεῖται πόδας· (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. (σε κάποιες
εκδόσεις εσφαλμένως γράφεται ἀπορριφθῆναι)
ἀποσμήχω
= καθαρίζω (συνήθ.
με σφουγγάρι) (< σμήχω, πβ. σμήγμα)
καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους
σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις,
(Δοξαστικό Αποστίχων, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ἄπωθεν
επίρρημα = μακριά
Ῥαθυμίαν, ἄπωθεν ἡμῶν,
βαλώμεθα, καὶ φαιδραῖς ταῖς λαμπάσι... (Κανόνας, Μ. Τρίτη, Όρθρος)
ἀπωθοῦμαι
= διώχνω μακριά,
απωθώ (βλ. παρακάτω ἀπωσάμενοι, ἀπώσατο, ἀπώσῃ, ἀπώσω)
ἀπωσάμενοι
Μετοχή Αορίστου
του ρ. ἀπωθοῦμαι (βλ.λ.)
Ῥύπον πάντα ἐμπαθῆ,
ἀπωσάμενοι, ἐπάξιον τῆς θείας Βασιλείας, γνώμην ἀναλάβετε ἔμφρονα, (Κανόνας, Μ.
Δευτέρα, Όρθρος)
ἀπώσατο
(Μέσος) Αόριστος
(γ΄ενικό) του ρ. ἀπωθοῦμαι (βλ.λ.)
μὴ συνδειπνήσας ἐκείνοις,
σὲ τῆς τραπέζης ἀπώσατο; (Κάθισμα, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
ἀπώσῃ
Υποτακτική
Αορίστου (β’ ενικό) του ρ. ἀπωθοῦμαι (βλ.λ.)
Μὴ ἀπώσῃ με, μηδὲ
βδελύξῃ Θεέ μου, ἀλλὰ δέξαι με, μετανοοῦσαν, καὶ σῶσον, ὡς μόνος φιλάνθρωπος.
(Κάθισμα, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ἀπώσω
(Μέσος) Αόριστος
(β΄ ενικό) του ρ. ἀπωθοῦμαι (βλ.λ.)
ἀλλὰ δέξαι με μετανοοῦσαν, ἣν οὐκ ἀπώσω ἁμαρτάνουσαν
Κύριε, διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος. (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ἀραβιανός
= όμοιο με των
Αράβων
Ἀραβιανόν, σκολιώτατον
γένος Ἑβραίων, ἔγνως τὴν ἀνέγερσιν τοῦ ναοῦ· διὰ τί κατέκρινας τὸν Χριστόν.
(Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ΣΗΜ. Η λέξη δεν
μαρτυρείται παρά μόνο ως κύριο όνομα (Αραβιανός). Φαίνεται να είναι ένας
σχηματισμός «επί τούτω», που αποδίδει στο γένος των Εβραίων αρνητικά
χαρακτηριστικά συνδέοντάς το με τους Άραβες.
ἀσέληνος
= αυτός που δεν φωτίζεται (από το φως της
σελήνης)• ο σκοτεινός (< σέλας)
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος,
ἔρως τῆς ἁμαρτίας. (Δοξαστικό Αποστίχων, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ἄσχετος
= που δεν
συνέχεται, συγκρατείται από κάπου (< σχεῖν, του ρ. ἔχω)
Σὲ τὸν ἐπὶ ὑδάτων,
κρεμάσαντα πᾶσαν τὴν γῆν ἀσχέτως (Κανόνας, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
Ἡ τὸ ἄσχετον κρατοῦσα,
καὶ ὑπερῷον ἐν αἰθέρι ὕδωρ (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
αὐτόφθονος
= που έχει μέσα
του τον φθόνο
Τοῖς ἔθνεσιν ἔκδοτον
τὴν ζωήν, σὺν τοῖς Γραμματεύσιν, ἀναιρεῖσθαι οἱ Ἱερεῖς, παρέσχον, πληγέντες, αὐτοφθόνῳ
κακίᾳ τὸν φύσει Ζωοδότην, ὃν μεγαλύνομεν. (Κανόνας, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
ΣΗΜ. Τύπος
σχηματισμένος μάλλον αναλογικά προς το αὐτόχθων, με τη σημασία «κακία εγχώρια»,
δηλ. που γεννιέται από τον ίδιο τους τον φθόνο. Δημιουργείται έτσι αντιδιαστολή
με το πληγέντες: δηλαδή «πληγώθηκαν από μόνοι τους».
δαιτυμών
= αυτός που
παρακάθεται σε γεύμα, ο ομοτράπεζος· (< αρχ. δαιτύς «γεύμα», πβ. πανδαισία)
δαιτυμόνα[/u]
φαιδρὸν ἀνάδειξον, τῆς Βασιλείας σου ὡς εὔσπλαγχνος. (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ.
Τρίτη, Όρθρος)
Οἱ δαιτυμόνες οἱ
μακαριστοί, ἐν τῇ Σιὼν τῷ Λόγῳ προσκαρτερήσαντε (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
δεῖται
τρίτο πρόσωπο του
ρ. δέομαι = χρειάζομαι
Ῥύπον τις μὴ ἔχων ἀπορρυφθῆναι,
οὐ δεῖται πόδας· (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
δεξιοῦμαι
= χαιρετώ (με το
δεξί χέρι)• (εδώ) υποδέχομαι, λαμβάνω
Ἐδεξιοῦτο τὸ λυτήριον,
τῆς ἁμαρτίας σῶμα, ὁ ἀσυνείδητος, (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
διαδονῶ
= δονώ, σείω,
τραντάζω πέρα ως πέρα
τὰ θεμέλια τῆς γῆς,
διεδονεῖτο φόβῳ τοῦ κράτους σου, (Αντίφωνο, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
διακενῆς
επίρρημα = μάταια,
άσκοπα (< διά κενῆς [ενν. πράξεως])
Νόμον ἀγνοοῦντες οἱ
ἀσεβεῖς, φωνὰς Προφητῶν τε, μελετῶντες διακενῆς, (Κανόνας, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
διαπεφώνηκεν
Παρακείμενος του
ρ. διαφωνῶ = (εδώ) αφανίζομαι (βλ. Σχόλιο)
τῷ φρικτῷ τῆς μορφῆς
δέ, διαπεφώνηκεν. (Κανόνας, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ΣΗΜ. Η πηγή της
σημασίας «αφανίζομαι» είναι το χωρίο Ιεζ. 37,11: ξηρά γέγονε τὰ ἀστά ἡµῶν, ἀπόλωλεν
ἡ ἐλπὶς ἡµῶν, διαπεφωνήκαµεν. (Απόδοση Ι.Κολιτσάρα: ότι τα οστά µας έγιναν
κατάξηρα, εχάθη πλέον κάθε ελπίς δι' ηµάς• έχοµεν οριστικώς χαθή).
διήμαρτε
αόριστος του ρ.
διαμαρτάνω = αποτυγχάνω• δεν κατορθώνω να πάρω κάτι (< ἁμαρτία)
διὸ τῶν ἐν βίῳ οὐ
διήμαρτε, πεπραγμένων τῆς ἀπολυτρώσεως (Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. «Δεν απέτυχε
να λάβει την απολύτρωση των πεπραγμένων».
δρακί
δοτική του δράξ,
δρακός = παλάμη (πβ. άδραξα, δραχμή)
ὁ τὰ σύμπαντα, ἐν
τῇ δρακὶ περιέχων (Κάθισμα, Μ. Δευτέρα, Όρθρος)
δύσαντος
Μετοχή Αορίστου
(γενική) του ρ. δύω (βλ.λ. ἔδυς)
Ἔφριξεν ἡ γῆ, καὶ ὁ
ἥλιος Σῶτερ ἐκρύβη, σοῦ τοῦ ἀνεσπέρου φέγγους Χριστέ, δύσαντος ἐν τάφῳ σωματικῶς.
(Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
δυσείμων
= κακοντυμένος
(δυσ- + -είμων [< εἷμα «ένδυμα»], πβ. λευχείμων)
τὴν δυσείμονά μου
μορφήν, τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον, (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Τρίτη, Όρθρος)
δυσώνυμος
= αυτός που έχει
κακό όνομα• μισητός (δυσ- + όνομα, πβ. ανώνυμος)
Νόμου φιλίας, ὁ
δυσώνυμος, Ἰσκαριώτης γνώμῃ ἐπιλαθόμενος (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ἔδυς / ἔδυ
Αόριστος β΄ του ρ.
δύω = βυθίζομαι• (κατ’ επέκταση) χάνομαι
οἴμοι τὸ φῶς τοῦ Κόσμου!
τί ἔδυς ἐξ ὀφθαλμῶν μου, ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. (Ιδιόμελο Αποστίχων, Όρθρος, Μ.
Παρασκευή)
Υἱέ μου, ποῦ τὸ κάλλος
ἔδυ τῆς μορφῆς σου; (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
Ἔδυς[/u] Φωτουργέ,
καὶ συνέδυ σοι τὸ φῶς ἡλίου, τρόμῳ δὲ ἡ Κτίσις συνέχεται, πάντων σε κηρύττουσα
Ποιητήν. (Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
Ὧ γλυκύ μου ἔαρ,
γλυκύτατόν μου Τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος; (Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
εἰλήσας
Μετοχή Αορίστου
του ρ. εἰλέω = τυλίγω
σινδόνι καθαρᾷ εἱλήσας
καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἀπέθετο. (Απολυτίκιο, Μ. Σάββατο,
Όρθρος)
εἰλήσω
Υποτακτική Αορίστου
του ρ. εἰλέω (βλ. εἰλήσας) = τυλίγω
πῶς σε κηδεύσω Θεέ
μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; (Δοξαστικό Αποστίχων, Μ. Παρασκευή, Εσπερινός)
εἶξε
Αόριστος του ρ. εἴκω
= υποχωρώ (βλ. κ. ὑπείκω)
καὶ εἶξε τὸ τραφέν,
ἐν ἀπείρῳ ὕλῃ, ἀκάματον πῦρ. (Κανόνας, Μ. Δευτέρα, Όρθρος)
ἔκδοτος
= παραδομένος•
προδομένος (< ἐκδίδωμι)
Τοῖς ἔθνεσιν ἔκδοτον
τὴν ζωήν, σὺν τοῖς Γραμματεύσιν, ἀναιρεῖσθαι οἱ Ἱερεῖς, παρέσχον (Κανόνας, Μ.
Παρασκευή, Όρθρος)
ἐκμάσσω
= σφουγγίζω,
σκουπίζω (πβ. μάκτρον)
Ἡ Πόρνη ἐν κλαυθμῷ,
ἀνεβόα οἰκτίρμον, ἐκμάσσουσα θερμῶς, τοὺς ἀχράντους σου πόδας, (Κάθισμα, Μ.
Τετάρτη, Όρθρος)
Δάκρυσι πλύνει, τοὺς
πόδας ὑπεύθυνος, ἁμαρτίαις τοῦ πλάσαντος, καὶ ἐκμάσσει θριξί·( Κανόνας, Μ.
Τετάρτη, Όρθρος)
ἵνα ἴδωμεν τοὺς πόδας
πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καὶ ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ (Οίκος, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ἐνειλημένος
Μετοχή Μέσου
Παρακειμένου του ρ. ἐνειλέω (βλ. εἰλήσας) = περιτυλίγω (με οθόνια)
Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας,
νεκρὸς ὁρᾶται, καὶ σμύρνῃ καὶ σινδόνι ἐνειλημένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται,
(Κοντάκιο, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ΣΗΜ. Η μετοχή
γράφεται με ένα –μ- (όχι με δύο <ἐνειλημμένος>, όπως θα γραφόταν, αν
προερχόταν από το ἐλλαμβάνομαι)
ἐξαπενίζοντο
Παρατατικός του ρ.
ἐξαπονίζομαι, επιτατικός τύπος του ρ. ἀπονίζομαι (κ. ἀπονίπτομαι) = νίπτομαι,
πλένομαι
τῷ δεσπόζοντι τῶν ὅλων,
ἑαυτοὺς Χριστῷ, ἀναθέμενοι, ὡραίους πόδας ἐξαπενίζοντο, (Κανόνας, Μ. Πέμπτη,
Όρθρος)
ἐξήμεσεν
Αόριστος του ρ. ἐξεμῶ
= ξερνώ (πβ. εμετός)
καὶ οὓς κατέπιον ἰσχύσας,
πάντας ἐξήμεσα (Ιδιόμελο Εσπερίων, Μ. Σάββατο, Εσπερινός)
ἐπελάβετο
Αόριστος του ρ. ἐπιλαμβάνομαι
= κρατώ, πιάνω
Ἀποκενοῦσα, Γυνὴ μύρον
ἔντιμον, δεσποτικῇ καὶ θείᾳ, φρικτῇ κορυφῇ, Χριστὲ τῶν ἰχνῶν σου ἐπελάβετο, τῶν
ἀχράντων (Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ἐπίρρυτος
= που ρέει (σαν
υγρό)
Ἀλλ' ὁ τῷ, νοητῷ
μύρῳ χρισθείς, Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν ἐπιρρύτων παθῶν ἐλευθέρωσον, καὶ ἐλέησον ἡμᾶς,
ὡς μόνος ἅγιος, καὶ φιλάνθρωπος. Ἀμήν. (Συναξάριο, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. Ο
προσδιορισμός των παθών ως ἐπιρρύτων αναφέρεται στο εφήμερό τους (χρήση που
απαντά κυρίως στον Γρηγόριο Νύσσης) και εδώ γίνεται μάλλον σε αντιδιαστολή με
το αναφερόμενο νοητό μύρο (ὁ τῷ, νοητῷ μύρῳ χρισθείς).
ἔπτηξαν
Αόριστος του ρ.
πτήσσω = ζαρώνω από φόβο• φοβάμαι (πβ. κ. πτωχός)
Οἱ Παῖδες ἐν Βαβυλῶνι,
καμίνου φλόγα οὐκ ἔπτηξαν (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ἑσμός
= πλήθος, αγέλη,
ομάδα
Τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός,
Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον (Μακαρισμοί, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
ἐτάζω
= υποβάλλω σε
δοκιμασίες, βασανίζω, τυραννώ (πβ. εξετάζω)
Ὁ ἐτάζων καρδίας
καὶ νεφρούς, ἀδίκως ἐτάζεται (Και νύν Εσπερίων, Μ. Παρασκευή, Εσπερινός)
ἐτασμός
= δοκιμασία,
βάσανος (<ἐτάζω)
ὁ γὰρ Κτίστης ἔρχεται,
σταυρὸν καταδέξασθαι, ἐτασμούς καὶ μάστιγας, Πιλάτῳ κρινόμενος· (Κάθισμα, Μ.
Δευτέρα, Όρθρος)
ἐτέτρωτο
Υπερσυντέλικος του
ρ. τιτρώσκομαι = πληγώνομαι (πβ. τρωτός, άτρωτος)
ὀδυρομένη μητρῷα
σπλάγχνα, ἐτέτρωτο τὴν καρδίαν πικρῶς (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Παρασκευή,
Όρθρος)
ἐτύθη
(Παθητικός) Αόριστος
του ρ. θύομαι = θυσιάζομαι
Μὴ ὡς Ἰουδαῖοι ἑορτάσωμεν·
καὶ γὰρ τὸ Πάσχα ἡμῶν, ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστὸς ὁ Θεός, (Αντίφωνο, Μ. Παρασκευή,
Όρθρος)
εὐαγής
= καθαρός, άμωμος
(< ἄγος, πβ. ἐναγής, το αντίθετό του)
Ἔφριξε Παίδων εὐαγῶν,
τὸ ὁμόστολον ψυχῆς ἄσπιλον σῶμα, (Κανόνας, Μ. Δευτέρα, Όρθρος)
εὔωνος
= φθηνός,
οικονομικός, προσιτός (εὖ + ὠνοῦμαι «αγοράζω»)
Ὢ φιλαργυρίας προδότου!
εὔωνον ποιεῖται τὴν πρᾶσιν (Ιδιόμελο Αίνων, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ᾐδεῖτο
Παρατατικός του ρ. αἰδοῦμαι = αισχύνομαι•
σέβομαι (< αίδώς, βλ. κ. αἰδεσθεῖσα)
ἀλλ' οὐκ ᾐδεῖτο πίνων,
ὃ ἐπίπρασκε τιμῆς (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
θᾶττον
Επίρρημα,
συγκριτικός του ταχέως = πιο γρήγορα
καὶ σοὶ παιδίσκη,
οἷα θᾷττον προσελθοῦσα πτοήσει σε, ὁ Κύριος ἔφη· (Κανόνας, Μ. Παρασκευή,
Όρθρος)
ΣΗΜ. Το οἷα είναι
μάλλον πληθ. του ουδετέρου της αντωνυμίας οἷος ως επίρρημα, εδώ με επιτατική
σημασία (οἷα θᾷττον = πολύ πιο γρήγορα).
θροεῖσθε
Προστακτική
Ενεστώτα του ρ. θροοῦμαι = τρομοκρατούμαι
Ὁρᾶτε ἔφης, φίλοι
μὴ θροεῖσθε· (Κανόνας, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
ἱκανούσθω
Προστακτική του ρ.
ἱκανοῦμαι = είμαι αρκετός, επαρκής (< ἱκανός «αρκετός»)
Ἱκανούσθω, τὸ
κοινωνικόν, ψυχῆς ἡμῶν ἔλαιον ἐν ἀγγείοις, (Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
καθέξει
Μέλλοντας του ρ.
κατέχω.
Μάτην φυλάττεις τὸν
τάφον, κουστωδία. / Οὐ γὰρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν. (Στίχοι Συναξαρίου, Μ.
Σάββατο, Όρθρος)
καθυπέδυ
Αόριστος του ρ.
καθυποδύομαι = επιτατικός τ. του ὑποδύομαι• (εδώ) ενδύομαι, μεταφορικά (δηλ.
εισέρχομαι σε κάτι)
Γῆς ὁ καταρχάς, μόνῳ
νεύματι πήξας τὸν γῦρον, ἄπνους ὡς βροτὸς καθυπέδυ γῆν· φρῖξον τῷ θεάματι οὐρανέ.
(Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
κεχραμέναις
Μετοχή
Παρακειμένου (δοτική) του ρ. χραίνω = μολύνω
Χριστὲ τῶν ἰχνῶν
σου ἐπελάβετο, τῶν ἀχράντων, κεχραμέναις παλάμαις (Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. = άγγιξε τα
ίχνη σου με χέρια μολυσμένα
κυλινδοῦμαι
(κ. κυλίνδομαι) =
περιστρέφομαι• (εδώ) κυλιέμαι (πβ. κύλινδρος)
καὶ γυνὴ ἁμαρτωλὸς
προσελθοῦσα, τοῖς ποσὶν ἐκυλινδοῦτο βοῶσα· (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Τετάρτη,
Όρθρος)
κυσίν
δοτ. πληθ. του
κύων, κυνός = σκύλος (πβ. κυνόδοντας)
νῦν ἔβαλε τὰ ἅγια,
τοῖς κυσὶν ὁ μαθητὴς· (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. πβ. μὴ δότε τἀ ἃγια τοῖς κυσίν
λογοπραγῶ
= κάνω συμφωνία
για κάτι (< λογο- + -πραγῶ < πράττω)
δῶρον ἀξιόθεον
λογοπραγεῖ, δι' οὗ ὀφειλέσιον ἐλύθη ἁμαρτημάτων (Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
μολῇς
Υποτακτική του
Αορ. β΄ ἔμολον του αμάρτυρου *βλώσκω = έρχομαι (πβ. μολών λαβέ)
Κἂν ἐνθάπτῃ τάφῳ,
κἂν εἰς ᾍδου μολῇς, ἀλλὰ Σῶτερ καὶ τοὺς τάφους ἐκένωσας, καὶ τὸν ᾍδην ἀπεγύμνωσας
Χριστέ. (Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ΣΗΜ. Αντί μόλῃς
για λόγους μετρικούς.
μυρεψός
= αυτός που
παρασκευάζει μύρα, ο μυροποιός (< μύρον + ἕψω «ψήνω»)
Ἡ ἁμαρτωλὸς ἔδραμε
πρὸς τὸ μύρον πριάσασθαι, πολύτιμον μύρον, τοῦ μυρίσαι τὸν εὐεργέτην, καὶ τῷ
μυρεψῷ ἐβόα· (Δοξαστικό Αίνων, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
νάπη
= δασώδης περιοχή,
κοιλάδα
Ὢ βουνοὶ καὶ νάπαι,
καὶ ἀνθρώπων πληθύς, κλαύσατε καὶ πάντα θρηνήσατε, σὺν ἐμοὶ τῇ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν
Μητρί. (Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
νευστάζω
= κουνώ το κεφάλι
(< νεύω)
Νευστάζων κάραν Ἰούδας,
κακὰ προβλέπων ἐκίνησεν (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. Η φράση έχει
ομηρική προέλευση (κατά τον π. Κ. Παπαγιάννη) και δηλώνει κίνηση της κεφαλής με
απειλητικό σκοπό.
νοσφίζομαι
= ιδιοποιούμαι,
οικειοποιούμαι παράνομα (< επίρρ. νόσφι «μακριά», «κατ' ιδίαν, κρυφά»)·
οὐκέτι τὸ μύρον
πιπράσκει, τὸ τῆς ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τὸ οὐράνιον μύρον, καὶ ἐξ αὐτοῦ νοσφίζεται τὰ
ἀργύρια (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ὀφειλέσιον
= χρέος• (κυριολ.
μικρό χρέος) (< ὀφειλέτης)
Ἀγνώμων φανείς, καὶ
πονηρὸς ζηλότυπος, δῶρον ἀξιόθεον λογοπραγεῖ, δι' οὗ ὀφειλέσιον ἐλύθη ἁμαρτημάτων
(Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
παρείποντο
Παρατατικός του ρ.
παρέπομαι = ακολουθώ (< ἕπομαι, πβ. επόμενος)
Οἱ δαιτυμόνες οἱ
μακαριστοί, ἐν τῇ Σιὼν τῷ Λόγῳ προσκαρτερήσαντες, οἱ Ἀπόστολοι παρείποντο, τῷ
Ποιμένι ὡς ἄρνες (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
παροινήσας
μετοχή Αορίστου
του ρ. παροινῶ = φέρομαι βίαια κατά την οινοποσία• (κατ’ επέκτ.) φέρομαι σαν
μεθυσμένος (< πάροινος «οινοπότης, μέθυσος» < οἶνος)
Ὅθεν καὶ παροινήσας,
τρέχει πρὸς Ἰουδαίους, (Κάθισμα, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
πείσῃ
Μέλλοντας (β’
ενικό) του ρ. πάσχω
Ἀπαγορεύεις, Σίμων
Πέτρε, ὅπερ πείσῃ τάχος ὡς εἴρηται· (Κανόνας, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
πέλω
(ως συνδετ. ρήμα)
= είμαι, υπάρχω
Ἡ πρῴην ἄσωτος Γυνή,
ἐξαίφνης σώφρων ὤφθη, [….] καὶ κρίσιν τῆς κολάσεως, ἣν ὑποστῶσι πόρνοι καὶ ἄσωτοι,
ὧν περ πρῶτος πέλω (Κοντάκιο, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
πεπαρμένος
Μετοχή Παθ.
Παρακειμένου του ρ. πείρω = διατρυπώ (πβ. πόρος, περόνη, διαμπερές)
Ἥλοις σε Σταυρῷ,
πεπαρμένον ἡ σὴ Μήτηρ Λόγε, βλέψασα τοῖς ἥλοις λύπης πικρᾶς, βέβληται καὶ βέλεσι
τὴν ψυχήν. (Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
πέπρακα
Παρακείμενος του
ρ. πιπράσκω (βλ.λ.)
τὸν Δεσπότην τῶν ἁπάντων,
ὡς δοῦλον πέπρακε τοῖς παρανόμοις (Ιδιόμελο Αίνων, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
Ὁ μαθητὴς τοῦ
Διδασκάλου, συνεφώνει τὴν τιμήν, καὶ τριάκοντα ἀργυρίοις, πέπρακε τὸν Κύριον
(Αντίφωνο, Μ. Παρασκευή, Όρθρος).
μαθητὴς γενόμενος,
Δεσπότην παρέδωκεν, ἀργυρίῳ πέπρακε, τὸν μάννα χορτάσαντα τὸν ἄνθρωπον.
(Αντίφωνο, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
περιέθου
Αόριστος (β ενικό)
του ρ. περιτίθεμαι = περιβάλλομαι
Ἐμεγάλυνας Χριστέ,
τὴν τεκοῦσάν σε Θεοτόκον, ἀφ' ἧς ὁ πλάστης ἡμῶν, ὁμοιοπαθὲς περιέθου σῶμα
(Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
πηρωτικός
= αυτός που
τυφλώνει (< πηρόω < πηρός, «αδύναμος», «ανάπηρος» και ειδικότ. «τυφλός»)
Ὢ πηρωτικής,
φιλαργυρίας ἄσπονδε! (Κανόνας, Μ. Τετάρτη, Όρθρος)
πιπράσκω
= πουλάω (πβ.
πρατήριον)
ἀλλ' οὐκ ᾐδεῖτο πίνων,
ὃ ἐπίπρασκε τιμῆς (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
οὐκέτι τὸ μύρον
πιπράσκει, τὸ τῆς ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τὸ οὐράνιον μύρον (Απόστιχα, Μ. Πέμπτη,
Όρθρος)
πραθέντι
δοτ. παθητικής
μετοχής (πραθείς) του ρ. πιπράσκω (βλ.λ.)
Διό σοι βοῶμεν, τῷ
πραθέντι καὶ ἐλευθερώσαντι ἡμᾶς, Κύριε δόξα σοι. (Ιδιόμελο Αποστίχων, Μ.
Παρασκευή, Όρθρος)
πραθῆναι
απαρέμφατο
παθητικού Αορίστου του ρ. πιπράσκω (βλ.λ.)
ἐπεζήτει δὲ καὶ τὸ
μύρον πραθῆναι, καὶ τὸν Ἰησοῦν δόλῳ κρατηθῆναι, (Ιδιόμελο Αίνων, Μ. Πέμπτη,
Όρθρος)
προήσομαι
Μέλλοντας του ρ.
προΐεμαι = (για λόγο) εκφωνώ, λέω
Βέβηλον ἔπος τῶν
χειλέων, οὔ ποτε προήσομαι Δέσποτα,(Κανόνας, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
προσώχθισε
Αόριστος του ρ.
προσοχθίζω = δυσφορώ (με κάποιον/κάτι)• (κατ΄ επέκταση) αποστρέφομαι
ἀλλ' οὐκ ᾐδεῖτο πίνων,
ὃ ἐπίπρασκε τιμῆς οὐ κακίᾳ προσώχθισε καὶ βοᾶν οὐ συνῆκε· (Κανόνας, Μ. Πέμπτη,
Όρθρος)
ΣΗΜ. Ψαλμός 35,5: ἀνομίαν
διελογίσατο ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ, παρέστη πάσῃ ὁδῷ οὐκ ἀγαθῇ, κακίᾳ δὲ οὐ
προσώχθισε
πτερνισμός
= λάκτισμα (<
πτερνίζω «χτυπώ με τις φτέρνες – ρίχνω κάτω» <πτέρνα)
καὶ σοῦ ἐσθίων ἄρτον,
Σῶμα θεῖον, ἐπῆρε πτερνισμόν ἐπὶ σέ, Χριστέ, (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. Ψαλ. 40,10: ὁ
ἐσθίων ἄρτους µου, ἐµεγάλυνεν ἐπ’ ἐµέ πτερνισµόν.
ῥέμβομαι
= περιφέρομαι εδώ
κι εκεί, τριγυρνάω άσκοπα
καὶ νεάνισιν ὡμοιώθην
μωραῖς, ἐν καιρῷ τῆς ἐργασίας ῥεμβόμενος (Ιδιόμελο Αίνων, Μ. Τρίτη, Όρθρος)
ῥιφείς
Μετοχή Παθητ.
Αορίστου β΄ (ἐρρίφην) του ρ. ῥίπτω = (εδώ) απορρίπτω
χοροῦ δὲ Ἀποστόλων
ῥιφείς, καὶ τὰ τριάκοντα ῥίψας ἀργύρια, σοῦ τὴν τριήμερον Ἀνάστασιν οὐκ εἶδε,
δι' ἧς ἐλέησον ἡμᾶς. (Ιδιόμελο Αίνων, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ῥοπή
= α) κλίση• (κατ’
επέκτ.) ορμή
καθαροὶ ὦ Μαθηταὶ ὑμεῖς
δέ, ἀλλ' οὐχὶ πάντες· ῥοπὴ γὰρ ἀτάκτως, ἐξ ὑμῶν ἑνὸς μαίνεται. (Κανόνας, Μ.
Παρασκευή, Όρθρος)
= β) κρίσιμο
σημείο, γενικότ. στιγμή (πβ. μία ῥοπή καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται)
Μικρὰν φωνὴν ἀφῆκεν
ὁ Λῃστὴς ἐν τῷ σταυρῷ, μεγάλην πίστιν εὗρε, μιᾷ ῥοπῇ ἐσώθη (Αντίφωνο, Μ.
Παρασκευή, Όρθρος)
ΣΗΜ. (= σε μια
στιγμή σώθηκε)
ῥυφθέντες
Μετοχή (Παθ.)
Αορίστου του ρ. ῥύπτομαι = καθαρίζομαι, πλένομαι (βλ. κ. ἀποῤῥυφθῆναι)
Ῥυφθέντες πόδας,
καὶ προκαθαρθέντες, μυστηρίου μεθέξει, τοῦ θείου νῦν Χριστέ, (Κανόνας, Μ.
Πέμπτη, Όρθρος)
σκῆψις
= πρόφαση,
πρόσχημα, δικαιολογία
Ἐν τῷ δείπνῳ τοὺς
Μαθητὰς διατρέφων, καὶ τὴν σκῆψιν τῆς προδοσίας γινώσκων, ἐν αὐτῷ τὸν Ἰούδαν διήλεγξας,
(Κάθισμα, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
ΣΗΜ. Ως σκῆψις,
δηλαδή πρόφαση της προδοσίας, την οποία γνώριζε ο Χριστός, θα μπορούσε να
εννοηθεί η διαμαρτυρία του Ιούδα για την απώλεια του μύρου (Ματθ. 26,9).
Δύσκολο να εννοηθεί ως σκῆψις η φιλαργυρία του Ιούδα, διότι αυτό είναι η αιτία,
όχι η πρόφαση της προδοσίας. Η χρήση της λέξης στους πατέρες και κυρίως στον
Χρυσόστομο παραπέμπει σε πρόφαση.
συναπάχθητε
Προστακτική Παθ.
Αορίστου του συναπάγομαι = αίρομαι, φέρομαι μακριά (μαζί με άλλους)
Ἀφορῶντες εἰς ἐμέ,
εἶπας Κύριε τοῖς σεαυτοῦ Μαθηταῖς, μὴ φρονεῖτε ὑψηλά, ἀλλὰ συναπάχθητε τοῖς
ταπεινοῖς, (Κανόνας, Μ. Δευτέρα, Όρθρος)
συνεσχέθη / συνεσχέθης
Παθητ. Αόριστος
του ρ. συνέχω = (εδώ) χωρώ
Συνεσχέθη, ἀλλ' οὐ
κατεσχέθη, στέρνοις κητῴοις Ἰωνᾶς (Κανόνας, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
Μνήματι καὶ σφραγίσιν,
ἀχώρητε συνεσχέθης βουλήσει· (Κανόνας, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
συνήσει
Μέλλοντας του ρ.
συνίημι = κατανοώ
καὶ οὗτος ἀσύνετος
ὢν, οὐ μὴ συνήσει· (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
συνιέναι
Απαρέμφατο του ρ.
συνίημι = κατανοώ
Ὁ δέ παράνομος Ἰούδας
οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι. (Αντίφωνο, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
ΣΗΜ. Ψαλμ. 35,4: οὐκ
ἠβουλήθη συνιέναι τοῦ ἀγαθύναι
συσχεθεῖσα
Μετοχή. (Παθ.)
Αορίστου του ρ. συνέχομαι = (εδώ) κατέχομαι από κάτι
Γῆ σε πλαστουργέ, ὑπὸ
κόλπους δεξαμένη τρόμῳ, συσχεθεῖσα Σῶτερ τινάσσεται, ἀφυπνώσασα νεκροὺς τῷ
τιναγμῷ. (Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
συσχεθῆναι
Απαρέμφατο Παθ.
Αορίστου του ρ. συνέχω = (εδώ) χωρώ
Ὁ συνέχων τὰ πέρατα,
τάφῳ συσχεθῆναι κατεδέξω Χριστέ, (Οίκος, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
τμηθείσῃ
τμηθείσῃ
(εννοείται ράβδῳ). Μετοχή Παθ. Αορίστου του ρ. τέμνω = κόβω
Τμηθείσῃ τμᾶται, πόντος
ἐρυθρός, κυματοτρόφος δέ ξηραίνεται βυθός. (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. Κατά τον π.
Κ. Παπαγιάννη η φράση πρέπει να κατανοηθεί σε παραλληλισμό με τον ειρμό «Ἡ
κεκομμένη τὴν ἄτομον ἔτεμε», που αναφέρεται στο ίδιο γεγονός. Δηλ. η κεκομμένη
είναι ό,τι και τμηθείσα.
τρύβλιον
= (α) κούπα,
ποτήρι (β) πιάτο
Ἰούδας ὁ παράνομος
Κύριε, ὁ βάψας ἐν τῷ δείπνῳ τὴν χεῖρα, ἐν τῷ τρυβλίῳ μετὰ σοῦ(Ιδιόμελο Αίνων,
Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
Μεθ' ὅστις ἐμοῦ τὴν
χεῖρα, τρυβλίῳ βάλλει θρασύτητι, (Κανόνας, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
τρύχομαι
= καταπονούμαι,
εξαντλούμαι
Τὸν ἴδιον Ἄρνα, ἡ ἀμνὰς
θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον, ἠκολούθει Μαρία, τρυχομένη μεθ' ἑτέρων γυναικῶν,
ταῦτα βοῶσα· (Κοντάκιο, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ὑπείκω
= υποχωρώ (βλ. κ.
εἶξε)
ἀπαναινόμενος Πέτρος
δὲ νίπτεσθαι, αὖθις τῷ θείῳ ὑπείκει προστάγματι, (Κάθισμα, Μ. Παρασκευή,
Όρθρος)
φενακίζω
= εξαπατώ,
παραπλανώ (< φενάκη = περούκα)
Προσεύχῃ· καὶ φόβητρα,
θρόμβοι αἱμάτων, / Χριστέ, προσώπου, παραιτούμενος δῆθεν / Θάνατον, ἐχθρὸν ἐν
τούτοις φενακίζων. (Στίχοι Συναξαρίου, Μ. Πέμπτη, Όρθρος)
ΣΗΜ. Απηχείται η πατερική
διδασκαλία περί της εξαπατήσεως του διαβόλου κατά το πάθος του Χριστού.
φοιτήσαντος
Μετοχή Αορίστου
(γενική) του ρ. φοιτῶ = συχνάζω• επισκέπτομαι• (εδώ) πηγαίνω
Ἕπτηξεν Ἀδάμ, Θεοῦ
βαίνοντος ἐν Παραδείσῳ, χαίρει δὲ πρὸς ᾍδην φοιτήσαντος, ἀναστὰς μὲν νῦν καὶ
πάλαι πεπτωκώς. (Εγκώμια, Μ. Σάββατο, Όρθρος)
ὠνήσαντο
Αόριστος του ρ. ὠνοῦμαι
= αγοράζω (πβ. εξωνημένος, αργυρώνητος κ.λπ.)
Τὸν τοῦ νόμου
Ποιητήν, ἐκ μαθητοῦ ὠνήσαντο ἄνομοι, (Μακαρισμοί, Μ. Παρασκευή, Όρθρος)
__________________
"οὔ τοι συνέχθειν͵ ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν" (Σοφοκλ. Ἀντιγόνη
523) ( = η φύση μου είναι να έχω κοινούς φίλους, όχι κοινούς εχθρούς)
http://analogion.com