Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ΛΟΥΚΑ (ΣΠΟΡΕΩΣ)


 

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Σούλου

«ο σπόρος εστίν ο λόγος του Θεού»

Η παραβολή του σπορέα, που ακούσαμε στην ευαγγελική περικοπή, είναι η πρώτη από μια κατηγορία παραβολών, που λέγονται παραβολές της βασιλείας, γιατί κεντρικό τους θέμα είναι η βασιλεία του Θεού. Με την σημερινή παραβολή, η Eκκλησία προβάλλει το έργο του σπορέα – Χριστού και ταυτόχρονα θυμίζει στον πιστό λαό της, την ανάγκη της καρποφορίας, που είναι το αποτέλεσμα του κηρυγματικού, του αγιαστικού και του ποιμαντικού της έργου, που δια της Θείας Χάριτος, επιτελούν οι Ποιμένες της και οι ενάρετοι και αφοσιωμένοι συνεργάτες αυτών, που από κοινού σπέρνουν, σαν καλοί γεωργοί τον λόγο του Θεού.
Ο λόγος του Θεού κοινωνείται, μεταλαμπαδεύεται, διδάσκεται ή παραβολικά σπέρνεται, από τους «γεωργούς» του Θεού με το Θείο Κήρυγμα, είτε γραπτώς, είτε προφορικώς. Ο λόγος του Θεού, δια του κηρύγματος,  απευθύνεται στον πιστό λαό του Θεού, στα μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, αναπτύσσοντας το θεματολόγιό του, από την Αγία Γραφή και από τα Πατερικά κείμενα με σκοπό να
κατηχήσει, να καθοδηγήσει και να διδάξει, τον ακροατή ή τον αναγνώστη.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, αναφερόμενος στο κήρυγμα ισχυρίζεται ότι  η διάθεση για ακρόαση του θείου λόγου είναι απόδειξη της υγείας της ψυχής και το παρομοιάζει με την όρεξη για τροφή του υγιούς σώματος. Ο πνευματικά υγιής άνθρωπος πεινάει και διψάει για λόγο Θεού. Έχει μια ακόρεστη διάθεση, για να ακούει τον λόγο του Θεού. Αντίθετα εκείνος που δυσανασχετεί, όταν φθάνει η ώρα του θείου κηρύγματος, δηλώνει ότι είναι πνευματικά ασθενής και έχει την ανάγκη της μεταμέλειας και θεραπείας, δια να μην εξελιχθεί η ασθένειά του, σε πνευματικό θάνατο.
Το θείο κήρυγμα εις την πνευματικότητα του Εκκλησιαστικού βίου, ήταν και παραμένει ένα από τα αποτελεσματικότερα μέσα της ποιμαντικής κατήχησης και καθοδήγησης του λαού του Θεού  και είναι άρρηκτα  συνδεδεμένο με την μυσταγωγικότητα των Ιερών ακολουθιών και ιδιαίτερα με το Ιερό Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, που επιφέρουν τη νήψη της ψυχής και της διάνοιας των  πνευματικά ολοκληρωμένων πιστών.
Το κήρυγμα αναφέρεται στα ποικίλα καθημερινά προβλήματα, που αντιμετωπίζει η κοινωνική ζωή των πιστών, σε όλους τους χώρους της ζωής και της δράσεώς τους, όπως η προσωπική, η οικογενειακή, η επαγγελματική, η κοινωνική κ.ά.  Όμως, ο κήρυκας του Θείου Λόγου επιβάλλεται να σταθμίσει τον λόγο του, ώστε να μη παρασύρεται σε ηθικισμούς και στείρους διδακτισμούς. Διότι, δεν πρέπει να του διαφεύγει, ότι ο λόγος του Ευαγγελίου, είναι από την φύση του θεολογικός, γιατί είναι έκφραση της εμπειρίας που αποκτούν τα μέλη της Εκκλησίας στη σχέση και στην κοινωνία τους με τον Θεό.
Σκοπός, λοιπόν, του κηρύγματος δεν είναι να επιλύσει τα επίγεια προβλήματα του κόσμου, αλλά να καθοδηγεί τους ανθρώπους της Εκκλησίας στην έξοδό τους, από τη φθορά και τη θνητότητα, που κραταιώνουν τα πάθη της καθημερινότητας. Έτσι, κινείται μέσα στην καθημερινότητα του κόσμου, αλλά δεν εγκλωβίζεται σ’ αυτήν, οδηγώντας το λαό του Θεού, στη Βασιλεία του Θεού.
Είναι γεγονός ότι υπάρχει στον κόσμο πολύς πόνος, σωματικός  και ψυχικός. Ο λαός του Θεού πονάει, εξόχως τούτη την δύσκολη χρονική περίοδο, που βιώνει πολιτικά και οικονομικά προβλήματα. Ο κήρυκας του Θείου Λόγου, επιβάλλεται να εκφέρει λόγο ελπίδας και παρηγοριάς. Να εκφράζει λόγο ενθαρρυντικό και  να ανακαινίζει τις ψυχικές πνευματικές δυνάμεις του λαού. Η απελπισία που υπάρχει στον κόσμο γίνεται καταστροφική, όταν δεν μπορεί να βρει κανείς νόημα στις θλίψεις και τις ταλαιπωρίες της ζωής.
 Γι’ αυτό είναι σημαντική η διδασκαλία της Εκκλησίας για τη δημιουργία του ανθρώπου, τη ζωή του στον Παράδεισο, την πτώση του, την αμαύρωση του «κατ’ εικόνα», την ανακαίνισή του από τον Χριστό, την ύπαρξη της Εκκλησίας, ως Σώματος Χριστού, τον τρόπο της ζωής που εμπνέει το Άγιο Πνεύμα, το οποίο δίνει αισιοδοξία και προοπτική στη ζωή και ανακουφίζει τον πόνο.
 Η παρηγοριά της Εκκλησίας είναι η θεολογία της, είναι ο λόγος που μιλά για το ότι ο «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» και ότι, «έτι αμαρτωλών όντων ημών, υπέρ ημών απέθανε», αφήνοντάς μας τον εαυτό του υπόδειγμα για να «επακολουθήσουμε τοις ίχνεσιν αυτού», ώστε να γίνουμε, «όμοιοι αυτώ», γιατί θα τον δούμε «καθώς εστί».
Ο δεινός ρήτορας της Εκκλησίας μας, ο ιερός Χρυσόστομος, λέγει ότι το κήρυγμα πρέπει να προσφέρει και να μεταποιεί με λεκτικά σχήματα στις καρδιές των ανθρώπων απτή τη σχέση και τη συνάφειά  τους με το πρόσωπο του Χριστού. Αυτό που συνιστά την Εκκλησία, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, είναι η σχέση και η συνάφεια με το πρόσωπο του Χριστού. Γι' αυτό ονομάζεται «εκκλησία» και όχι συνάθροιση ομοπίστων, όσοι συμμετέχουν στη σύναξη που γίνεται, αποκλειστικά, για την «κλάση του άρτου», δηλαδή, την Θεία Ευχαριστία.
Η Θεία Ευχαριστία είναι το μοναδικό γεγονός της πραγματικής προσωπικής αλληλοπεριχώρησης του ανθρώπου και του Θεού. Είναι η αληθινή μέθεξη του Χριστού στην προσωπική εκστατική επαναφορά του πλάσματός του. Όμως, έχουμε ξεχάσει την ουσιαστική λειτουργία μας, ως μέλη του Σώματος του Χριστού. Έχουμε αποσυνδεθεί από την ευχαριστιακή μας αναφορά και έχουμε επικεντρωθεί σε αλλότρια ενδιαφέροντα, με αποτέλεσμα  ο Λόγος της Εκκλησίας να  μεταποιείται σε «ξύλινο λόγο» της πολιτικής και της κοινωνιολογικής οριζόντιας και επίπεδης θεώρησης, ώστε «Τούτω τας εκκλησίας ανέτρεψεν, ότι και υμείς ου ζητείτε λόγον ακούσαι κατανυκτικόν», διακηρύσσει ο ιερός Χρυσόστομος.
Συνεπώς θα λέγαμε ότι ο λόγος του κηρύγματος, ως λόγος του Θεού σημαίνει,  ότι «εμεγάλυνας τον λόγον σου υπέρ παν το όνομα σου». Δηλαδή, ο Θεός έχει μεγαλύνει τον Λόγο Του ακόμα και πάνω από το ίδιο Του το όνομα. Γενικότερα, ο Λόγος του Θεού είναι για όλους μας αλήθεια, είναι τροφή για την ζωή μας και πηγή ευφροσύνης. Ο λόγος του Θεού οδηγεί και καθοδηγεί, προφυλάσσει και διαφυλάσσει, ενισχύει και ενδυναμώνει, παρηγορεί και διδάσκει.
Το κήρυγμα, είναι η ουσιαστικότερη διακονία και πράξη των Μαθητών και Αποστόλων, καθώς επίσης και των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Το κήρυγμα το αποκαλεί ο Χριστός, έργο του Πατρός και το ονομάζει Θείο σπόρο, «έστι δε αύτη παραβολή· ο σπόρος εστίν ο λόγος του Θεού», (Λουκ.8,11) συμπληρώνοντας ότι γι’ αυτόν τον σκοπό ήλθε, για να σπείρει τον λόγο. «Εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού» (Λουκ.8,5). Αλλά και ο Απ. Παύλος λέγει ότι τα έργο του κηρύγματος είναι ανώτερο από όλα τα άλλα έργα και διακηρύσσει ότι «μου επιβάλλεται ως ανάγκη» και «ουαί δε μοι έστιν, εάν μη ευαγγελίζωμαι», «αλλοίμονο, αν δεν ευαγγελίζομαι», λέγει χαρακτηριστικά στην επιστολή του Α΄ Κορ. 9,16.
Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας έχουσα επίγνωση του κινδύνου διολίσθησης στην νοησιαρχία, δεν εκφέρεται φιλοσοφικά. Όμως κομίζει μια οντολογική οπτική, με συγκεκριμένη πρόταση νοήματος της ύπαρξης και των υπαρκτών. Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας παραπέμπει στην αιτιώδη αρχή του υπαρκτού, ως προσωπική εμπειρία, που παραπέμπει στην εμπειρία της παρουσίας του συγκεκριμένου ιστορικού προσώπου του Ιησού του από Ναζαρέτ και πραγματώνει την ενανθρώπησή Του, χωρίς τροπή ή αλλοίωση του Είναι Του, που έχει ως αιτιώδη αρχή του  την αγάπη, η οποία δεν είναι ιδίωμα κάποιας συμπεριφοράς, αλλά οντολογικός τρόπος υπάρξεως. Ο τρόπος αυτός είναι ηθελημένος και όχι αναγκαστικός και εκφράζεται μέσα από τα «ομοούσια» πρόσωπα του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που ανάγουν την ύπαρξή τους, όχι ως ατομικότητα, αλλά ως σχέση αλληλοπεριχωριτική και  δηλώνουν το «αιτιατό αίτιο» του υπάρχειν της κοινωνίας μεταξύ των.
Η διδαχή του λόγου του Θεού αληθεύει μόνον όταν κοινωνείται, μέσω των σημαινόντων αυτών «ομοούσιων» προσώπων και η αλήθεια της γνώσης συνάγεται από την αλήθεια της οντολογικής ύπαρξης Αυτών, που καλείται ο κήρυκας του Ευαγγελίου, να σπείρει στην «καλή γη».

Συνεπώς  το κήρυγμα είναι αυτό που προετοιμάζει τον κόσμο, δια να συναντηθεί και να συμβιώσει με τον Τρισυπόστατο Θεό. Το κήρυγμα είναι αυτό που βοηθά τον άνθρωπο, σε συνδυασμό με τη συμμετοχή του στη Θ. Ευχαριστία, να επιθυμήσει και να βιώσει την αγιότητα και την καθαρότητα της καρδιάς, για να μπορεί να ζει με την αδιάλειπτη μνήμη του Τριαδικού Θεού. Ας αντιληφθούμε, λοιπόν, ότι το κήρυγμα είναι έργο της Εκκλησίας και των Ποιμένων της και ας αποφεύγουν μερικοί, να επικρίνουν το έργο των «γεωργών του Θεού» και να γίνουν και αυτοί «η καλή γη, οίτινες εν καρδία καλή και αγαθή ακούσαντες τον λόγον κατέχουσι και καρποφορούσιν εν υπομονή». ΑΜΗΝ!